Κυριακή 14 Απριλίου 2019

ΔΙΔΩ ΣΩΤΗΡΙΟΥ ( 18 Φεβρουαρίου 1909 – 23 Σεπτεμβρίου 2004)



Η Διδώ Σωτηρίου (Αϊδίνιο, 18 Φεβρουαρίου 1909 – Αθήνα, 23 Σεπτεμβρίου 2004) ήταν Ελληνίδα συγγραφέας, δημοσιογράφος και αντιστασιακή ενταγμένη στο αριστερό κίνημα.
Γεννήθηκε στο Αϊδίνιο της Μικράς Ασίας και ήταν μεγαλύτερη αδελφή της Έλλης Παππά. Το 1919 η οικογένειά της εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη. Μετά την Μικρασιατική καταστροφή ήρθε ως πρόσφυγας στον Πειραιά και κατόπιν εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στην Αθήνα, όπου και σπούδασε γαλλική φιλολογία, συνεχίζοντας τις σπουδές της στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης στο Παρίσι. Εκεί συνδέθηκε στενά με τους Αντρέ Μαλρώ και Αντρέ Ζιντ. Ήταν η θεία της Άλκης Ζέη, για την οποία υπήρξε πρότυπο. Δώρισε το σπίτι της στην οδό Κοδριγκτώνος, απέναντι από το Πεδίον του Άρεως, που ανήκε σε κείνη και τον ανιψιό της Νίκο Μπελογιάννη, στο υπουργείο Πολιτισμού. Η παραχώρηση έγινε με τον όρο να είναι διά παντός τα γραφεία της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων, της οποίας η Διδώ Σωτηρίου υπήρξε ιδρυτικό μέλος. Μέχρι το θάνατό της νοίκιαζε ένα διαμέρισμα στην περιοχή Ζωγράφου. 

Δημοσιογραφία

Το 1936 άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος σε διάφορα έντυπα και ως ανταποκρίτρια του περιοδικού Νέος Κόσμος της Γυναίκας στο Παρίσι.

Κατά την διάρκεια της κατοχής (1941–1944) έλαβε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση, προσφέροντας πολύτιμες υπηρεσίες στον αντιστασιακό Τύπο. Το 1944 έγινε αρχισυντάκτρια της εφημερίδας Ριζοσπάστης, όπου και ασχολήθηκε με την κάλυψη και τον σχολιασμό των εξωτερικών γεγονότων. Το Νοέμβριο του 1945 εκπροσώπησε την Ελλάδα μαζί με τη Χρύσα Χατζηβασιλείου στο ιδρυτικό συνέδριο της Παγκόσμιας Δημοκρατικής Ομοσπονδίας Γυναικών στο Παρίσι.

Μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο συνεργάστηκε με το περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης και την εφημερίδα Η Αυγή χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο «Σοφία Δέλτα».Διετέλεσε επίσης αρχισυντάκτρια στο περιοδικό Γυναίκα και επιστημονική συνεργάτρια στα περιοδικά Γυναικεία Δράση και Κομμουνιστική Δράση δημοσιεύοντας επιφυλλίδες, χρονογραφήματα και διηγήματα.
 
Λογοτεχνικό έργο


Το πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο Οι νεκροί περιμένουν κυκλοφόρησε το 1959. Τα έργα της έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Το μυθιστόρημά της Ματωμένα χώματα έχει κυκλοφορήσει σε περισσότερα από 400.000 αντίτυπα. Η Διδώ Σωτηρίου συμμετείχε ενεργά στους πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες της χώρας μέσα από τις τάξεις της αριστεράς. Δεν εργάστηκε ποτέ ως καθηγήτρια, γιατί αφοσιώθηκε στην δημοσιογραφία και στην λογοτεχνία. Τέλος, ταξίδεψε σε πολλές χώρες δημοσιεύοντας τις εντυπώσεις της. 
 
Τιμητικές διακρίσεις


Το 2001 η Εταιρεία Ελλήνων Συγγραφέων καθιέρωσε προς τιμήν της το βραβείο ''Διδώ Σωτηρίου'', το οποίο απονέμεται «σε ξένο ή Έλληνα συγγραφέα που με τη γραφή του αναδεικνύει την επικοινωνία των λαών και των πολιτισμών μέσα από την πολιτισμική διαφορετικότητα». Τα περισσότερα έργα της έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, ενώ η λογοτεχνία της διακρίνεται για τον ρεαλισμό, την απλότητα, τη δραματική αφήγηση και τον αδρό δημοτικό λόγο της.

Προς τιμήν της, επίσης, πολλές οδοί, σχολεία και βιβλιοθήκες φέρουν το όνομά της στην Ελλάδα.


Βραβεύσεις

Βραβείο Ελληνοτουρκικής Φιλίας Αμπντί Ιπεκτσί (1983)
Βραβείο Ελληνοτουρκικής Φιλίας Αμπντί Ιπεκτσί (1985)
Ειδικό Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας (1989)
Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών (1990)
Βραβείο του Ελληνικού Ινστιτούτου της Αγγλίας (1993)
Βραβείο από τον τότε πρόεδρο της ελληνικής δημοκρατίας Κωστή Στεφανόπουλο με το παράσημο του Χρυσού Σταυρού του Τάγματος της Τιμής (1996)
Βραβείο από τον τότε πρόεδρο της γαλλικής δημοκρατίας Ζάκ Σιράκ με το παράσημο Commandeur De l'Ordre Du Merite 

Εργογραφία

Οι νεκροί περιμένουν (1959)
Ηλέκτρα (1961)
Ματωμένα χώματα (1962)
Η Μικρασιάτικη Καταστροφή και η στρατηγική του ιμπεριαλισμού στην Ανατολική Μεσόγειο (1975)
Εντολή (1976)
Μέσα στις φλόγες (1978)
Επισκέπτες (1979)
Κατεδαφιζόμεθα (1982)
Τρία θεατρικά και ένας μονόλογος (1995)
Τυχαίο συναπάντημα και άλλες ιστορίες (2004)
Τα πρώτα βήματα του Ψυχρού Πολέμου (2008)
Τα παιδιά του Σπάρτακου (2011)
Ταξίδι χωρίς Επιστροφή (2011)


 Οι νεκροί περιμένουν (1959)

"Καλύτερα όμως να σας συστηθώ εξαρχής, μια και θα γνωριστούμε καλά. Το όνομά μου είναι Αλίκη Μάγη. Μα αν βιάζομαι να συστηθώ, δεν πάει να πει πως είμαι και η κεντρική ηρωίδα. Μια αφηγήτρια είμαι. Οι ήρωες είναι πολλοί και ο καθένας τους ξεπροβάλλει με την ώρα του, γέννημα θρέμμα της ταραγμένης του εποχής.
Ίσως μάλιστα το σημαντικό να μην είναι καν οι άνθρωποι που θα γνωρίσετε, μα τα είκοσι πέντε χρόνια που καλύπτουν με τα γεγονότα τους αυτήν εδώ την αφήγηση..."
Μια αφήγηση που ξεκινά από το Αϊντίνι, το 1918, και καλύπτει με τρόπο μοναδικό 25 χρόνια σύγχρονης Ιστορίας. (Από την παρουσίαση της έκδοσης)

"...Ζωντανεύει μια εποχή και μια κοινωνία με τα προβλήματά της, τις καθημερινότητές της, τα δράματά της και προπαντός τις ανθρώπινες πινελιές ευτυχίας και δυστυχίας... Με ένα ύφος που πηγαινοέρχεται από το λυρικό στο επικό για να μείνει πάντα βαθιά κοινωνικό και βαθιά ανθρώπινο..." (Στάθης Δρομάζος)

"...ένα μνημειώδες χρονικό, όπου σφύζουν οι ηρωισμοί της φυλής μας και η παναιώνιά μας τραγικότητα." (Θράσος Καστανάκης)

"Ζωντανεύει τύπους, κόσμους, εποχές... αληθινή αποκάλυψη..." ( Έλλη Αλεξίου)

"Διαβάζοντας κανείς ετούτο το βιβλίο, παίρνει την εντύπωση πως είναι ο χρυσός καρπός που περίμενε ο πεζός λόγος, ύστερα από απαραίτητα στάδια προετοιμασίας για την απόχτησή του... Σπάνια έχουμε χαρεί και σε ξένα κείμενα αυτή τη στέρεη, την ισομερή σύνθεση και δομή, τον ψυχικό πλούτο, τη ζεστασιά και τη μαγεία..." (Χρήστος Λεβάντας, Το περιοδικό μας, Φεβρουάριος 1959)

"...Χαιρόμαστε έναν συγγραφέα που δεν κάνει φιλολογία αλλά ζωή - γιατί η τέχνη είναι ζωή, γι' αυτό άλλωστε και μένει και υπάρχει ύστερα από μας...
...Τα γεγονότα σου δίνονται ζεστά, παραστατικά, με όλο το βάρος της πικρής τους πραγματικότητας... με τις ψυχώσεις του ατομικού και ομαδικού ανθρώπινου δράματος.
Οι ήρωές της ένας κόσμος ολόκληρος με δικά του χαρακτηριστικά. ...Εκείνα τα δευτερότερα πρόσωπα με τα πρωτεύοντα δράματά τους ο καθένας αντιπροσωπεύει κι έναν κόσμο κι όλοι μαζί την ανθρώπινη μάζα... Και πόσο κοντινοί μας..." (Νικηφόρος Βρεττάκος, Ανεξάρτητος Τύπος, 6/5/59)
https://www.politeianet.gr/
 
Απόσπασμα 

Αρχίσαμε να βαδίζουμε πιασμένοι απ' το χέρι, κοντά ο ένας στον άλλον, χαμένοι, μουδιασμένοι, δισταχτικοί, σαν νά 'μαστε τυφλοί και δεν ξέρουμε πού θα μας φέρει το κάθε βήμα που αποτολμούσαμε. Γυρεύαμε ξενοδοχείο στο λιμάνι για ν' ακουμπήσουμε και να περιμένουμε τους δικούς μας. Όπου όμως κι αν ρωτούσαμε, παίρναμε την ίδια στερεότυπη απόκριση:
— Απ' τη Σμύρνη έρχεστε; Δε δεχόμαστε πρόσφυγες.
— Μα θα σας πληρώσουμε καλά, άνθρωποι του Θεού, έλεγε η θεία Ερμιόνη.
Εκείνοι επέμεναν στην άρνησή τους:
— Φοβόμαστε τις επιτάξεις. Δε μάθατε λοιπόν πως στη Χίο, στη Μυτιλήνη, στη Σάμο έφτασε προσφυγολόι, κι επιτάξανε όλα τα σχολεία, τα ξενοδοχεία, τα πάντα;
— Τί θέλαμε, τί γυρεύαμε μεις να 'ρθούμε σε τούτον τον αφιλόξενο τόπο, έλεγε η κυρία Ελβίρα. Τί θέλαμε και τί γυρεύαμε να χωριστούμε από τους άνδρες μας!
Στο τέλος βρέθηκε ένας αναγκεμένος ξενοδόχος και μας έδωσε ένα σκοτεινό, άθλιο δωμάτιο με έξι κρεβάτια. Για πότε γινήκαμε πραγματικοί πρόσφυγες δεν το καταλάβαμε. Μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα όλος ο κόσμος αναποδογύρισε.
Βαπόρια φτάναν το ένα πίσω από τ' άλλο και ξεφόρτωναν κόσμο, έναν κόσμο ξεκουρντισμένον, αλλόκοτο, άρρωστο, συφοριασμένο, λες κι έβγαινε από φρενοκομεία, από νοσοκομεία, από νεκροταφεία. Έπηξαν οι δρόμοι, το λιμάνι οι εκκλησιές, τα σχολειά, οι δημόσιοι χώροι. Στα πεζοδρόμια γεννιόνταν παιδιά και πέθαιναν γέροι.
Ενάμισι εκατομμύριο άνθρωποι βρεθήκανε ξαφνικά έξω απ' την προγονική τους γη. Παράτησαν σκοτωμένα παιδιά και γονιούς άταφους. Παράτησαν περιουσίες, τον καρπό στα δένδρα και στα χωράφια, το φαΐ στη φουφού, τη σοδειά στην αποθήκη, το κομπόδεμα στο συρτάρι, τα πορτρέτα των προγόνων στους τοίχους. Και βάλθηκαν να τρέχουν να φεύγουν κυνηγημένοι απ' το τούρκικο μαχαίρι και τη φωτιά του πολέμου. Έρχεται μια τραγική στιγμή στη ζωή του ανθρώπου, που το θεωρεί τύχη να μπορέσει να παρατήσει το έχει του, την πατρίδα του το παρελθόν του και να φύγει, να φύγει λαχανιασμένος αποζητώντας αλλού τη σιγουριά. Άρπαξαν οι άνθρωποι βάρκες, καΐκια, σχεδίες, βαπόρια, πέρασαν τη θάλασσα σ' έναν ομαδικό, φοβερό ξενιτεμό. Κοιμήθηκαν αποβραδίς νοικοκυραίοι στον τόπο τους και ξύπνησαν φυγάδες, θαλασσοπόροι, άστεγοι άποροι, αλήτες και ζητιάνοι στα λιμάνια του Πειραιά, της Σαλονίκης, της Καβάλας του Βόλου, της Πάτρας.
Ενάμισι εκατομμύριο αγωνίες και οικονομικά προβλήματα ξεμπαρκάρανε στο φλούδι της Ελλάδας, με μια θλιβερή ταμπέλα κρεμασμένη στο στήθος: «Πρόσφυγες!» Πού να ακουμπήσουν οι πρόσφυγες; τί να σκεφτούν; τί να ξεχάσουν; τί να πράξουν; πού να δουλέψουν; πώς να ζήσουν;
Τρέμαν ακόμα απ' το φόβο. Τα μάτια τους ήταν κόκκινα απ' το αιμάτινο ποτάμι της κόλασης που διάβηκαν. Και σαν πάτησαν σε στέρεο έδαφος, μετρήθηκαν να δουν πόσοι φτάσανε και πόσοι λείπουν. Κι οι ζωντανοί δεν το πιστεύανε, μόνο άπλωναν τα χέρια τους στο κορμί τους και το ψάχνανε, για να βεβαιωθούνε πως δεν ήταν βρικόλακες. Και ψάχναν και για την ψυχή τους, να δουν αν ήταν στη θέση της. Μ' αυτή ήταν άφαντη. Είχε μείνει πίσω στην πατρίδα κοντά στους αγαπημένους νεκρούς και στους αιχμαλώτους, κοντά στα σπιτάκια, στα χωράφια, στις δουλειές….
Κι είπαν: περαστικοί είμαστε, ας βολευτούμε όπως όπως, κι αύριο θα ματαγυρίσουμε στα μέρη μας. Κι αποζητούσαν, τούτη την ελπίδα, με την ίδια λαχτάρα σαν το ψωμί το νερό και τ' αλάτι.
Τόσοι ήταν, ενάμισι εκατομμύριο ρωμιοί μικρασιάτες, που στριφογύριζαν τώρα στο καύκαλο της Ελλάδας, σαν περιπλανώμενοι ιουδαίοι διωγμένοι από τη γη της Χαναάν. Χωρίς πατρίδα χωρίς δουλειά χωρίς σπίτι. Και μόλις χτες να θυμάσαι πως ήσουνα νοικοκύρης.
Ψάχναν για τον αίτιο, αναθεμάτιζαν τον ουρανό, τη γης, τον Κεμάλ το Βενιζέλο τον Κωνσταντίνο, την Αντάντ, τον πόλεμο. Μα πριν απ΄ όλα τον ύπουλο τον Άγγλο, τον υπολογιστή, το διπλοπρόσωπο, το σφετεριστή που έκανε μπίζνες και αυτοκρατορική πολιτική με το αίμα και τη δυστυχία ενός λαού….
[πηγή: Διδώ Σωτηρίου, Οι νεκροί περιμένουν. Μυθιστόρημα, Κέδρος, Αθήνα 1979 (7η έκδ.), σ. 132-134]
http://ebooks.edu.gr/

 
Ηλέκτρα (1961)

 Η έκδοση αυτού του βιβλίου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί επετειακή, μια και φέτος συμπληρώνονται εβδομήντα χρόνια από την άγρια δολοφονία της Ηλέκτρας Αποστόλου (26 Ιουλίου 1944) και δέκα χρόνια από το θάνατο της Διδώς Σωτηρίου (23 Σεπτεμβρίου 2004).
Η Διδώ στη δεκαετία του '50 ένιωσε την ανάγκη να τιμήσει τη φίλη της Ηλέκτρα, που δολοφονήθηκε όταν πια όλη η Αντίσταση και όλη η Ελλάδα έβλεπαν τη μέρα της απελευθέρωσης να πλησιάζει.
Ήταν απολαυστικές οι αφηγήσεις της Διδώς για τις αποστολές που ανέθετε το Κόμμα στις δυο τους· όπως, για παράδειγμα, να πάνε στον Πειραιά και να ξεσηκώσουν τις εργάτριες (ο κομματικός όρος ήταν "να κάνουν αγκιτάτσια") στις καπνοβιομηχανίες του Κεράνη και του Παπαστράτου. Η ιστορία κατά κανόνα κατέληγε με εισβολή της Ασφάλειας στο χώρο, με πυροβολισμούς στον αέρα και με την Ηλέκτρα και τη Διδώ να τρέχουν προς το σταθμό του Ηλεκτρικού για να επιστρέψουν στην Αθήνα. Ατέλειωτες ακόμη ήταν οι αφηγήσεις της Διδώς για τη συμμετοχή τους στο Παγκόσμιο Αντιπολεμικό και Αντιφασιστικό Συνέδριο Γυναικών στο Παρίσι. [...] (Από τον πρόλογο της έκδοσης)

  https://www.politeianet.gr/
 
 
Απόσπασμα 

Η αυτοκυριαρχία είναι το χαρακτηριστικό της. Δε χάνει ποτέ την ψυχραιμία της. Αν της πεις πως καίγεται το μπρος μέρος του σπιτιού, θα σου απαντήσει: «Καλά, θα βγούμε από το πίσω!» Αν της πεις πως καίγεται ολόκληρο το σπίτι και πάλι δε θα τα χάσει. Θα σου πει μ’ όλη τη φυσικότητά της: «Ωραία! Τότε θα επιχειρήσουμε να βγούμε μέσα από τις φλόγες!»

Κι ο κόσμος να χαλάει, αν ανάμεσα σε δυο δουλειές τής μένει μια ωρίτσα για ύπνο, γέρνει το κεφάλι της όπου βρει, έστω και σε μια πέτρα, και κοιμάται. Ο άνθρωπος δεν έχει ανεξάντλητες δυνάμεις. Όταν τις χρειάζεται για ένα σκοπό, πρέπει να ξέρει να τις κουμαντάρει.

Αυτές τις καλές συνήθειες τις είχε αποκτήσει η Ηλέκτρα από τα πρώτα χρόνια που μπήκε στον αγώνα. Έτρεχε τότε με τα πόδια από τη Νέα Ιωνία στην Kαισαριανή και από την Καισαριανή στην Καλλιθέα, στο Δουργούτι, στα Πατήσια. Κι ύστερα, το βράδυ, γινόταν κατά την περίσταση και διευθυντής εφημερίδας και δημοσιογράφος και τυπογράφος, δίχως τούτο ν’ αποκλείει και μια πρωινή εξόρμηση για το πούλημα των εφημερίδων!

Με τέτοιες συνήθειες, αν δε μάθαινες να ’χεις τον ύπνο στην τσέπη σου κι αν δεν μπορούσες να φας ό,τι σου τύχαινε μπροστά σου, δύσκολα γλίτωνες τη φυματίωση. Μικρές και φτωχές τότε οι οργανώσεις· μεγάλες οι ανάγκες, λίγα κι άπειρα τα στελέχη, πολλές οι οργανωτικές αδυναμίες και οι παιδικές αρρώστιες του αριστερισμού. Οι αγωνιστές ζούσαν σαν τα πετεινά τ’ ουρανού, δίχως σπίτι, δίχως φαΐ κι ανάπαυση, δίχως αλλαξιά...

H Hλέκτρα δεν είχε ποτέ ένα δεύτερο φουστάνι. Aκόμα κι όταν έφυγε σαν αντιπρόσωπος των γυναικών για το μεγάλο αντιφασιστικό συνέδριο στο Παρίσι, το 1935*, ένα τσιτάκι φορούσε κι ένα ζευγάρι λαστιχένια παπούτσια, χωρίς κάλτσες, και στο χέρι κρατούσε έναν δανεικό χαρτοφύλακα, που μέσα είχε τα χαρτιά της και την οδοντόβουρτσά της!

Δεν καλλιεργούσε βέβαια την ασουλουπωσιά σαν «επαναστατικό στυλ», όπως μερικοί της εποχής εκείνης. Mα δεν είχε ποτέ χρήματα ούτε χρόνο για ν’ ασχοληθεί με το ντύσιμό της. Ήταν κι από φυσικού της ανέμελη, δε σκοτιζότανε για κοκεταρίες, κι ας είχε τόση θηλυκότητα σ’ όλες τις άλλες εκδηλώσεις της.

Όταν το κίνημα άρχισε να πλαταίνει και η ανάγκη ν’ αντιμετωπιστεί ο φασισμός δημιούργησε ενιαία μέτωπα και σχέσεις μ’ όλες τις κοινωνικές τάξεις, η Hλέκτρα ήταν από τους πρώτους που κατάλαβε πως όχι μόνο η νοοτροπία, μα και το σουλούπι των αγωνιστών θα ’πρεπε ν’ αλλάξει. H ίδια, μάλιστα, για ένα φεγγάρι επιχείρησε να βάψει τα χείλη της, σαν ένα είδος παραχώρησης... Mα δεν κατάφερε να το συνεχίσει για πολύ...

Δεν ήταν λιγότερες οι στερήσεις που δοκίμαζε και στο ζήτημα της διατροφής της. Tο έλκος που απόχτησε ήταν μια πολύ μικρή διαμαρτυρία του ταλαίπωρου στομαχιού της. Aπό τότε που έφυγε από το σπίτι της, σπάνια κάθισε να φάει σε τραπέζι ένα καλομαγειρεμένο σπιτίσιο φαγητό και σε ώρες κανονικές. Tο εκλεκτό της προσφάι ήταν το κουλούρι. Ύμνους έκανε για το ροδοκόκκινο, μυρωδάτο ελληνικό κουλούρι. M’ αυτό περνούσε μέρες και νύχτες. Oι νοικοκυράδες στις λαϊκές συνοικίες, που ήξεραν τη στερημένη της ζωή, έκαναν αλλιώτικα να την κρατήσουν, να μοιραστεί τη φασολάδα τους. Tην αγαπούσαν εκείνη τη «γελαστή, γλυκομίλητη κοπελίτσα» που ξεσήκωνε τις καρδιές τους και τις γέμιζε φως.

H Hλέκτρα, που αγαπούσε θερμά τη ζωή όσο λίγοι, ήξερε και να χαρεί και να φάει και να πιει. Kι αν ήθελε, θα τα είχε όλα. Mα ο νους της, η καρδιά της, η ζωή της πλημμύριζαν από μια φλογερή επαναστατική προσήλωση στο ιδανικό της πανανθρώπινης ευτυχίας. Tα δυο χρόνια που έζησε στις φυλακές Aβέρωφ (’36-’38) το καθεστώς της φυλακής ήταν τραγικό. Tο συσσίτιο ήταν όσπρια και χόρτα σκουληκιασμένα κι αλάδωτα, και φρικτά ζυμαρικά με λίπη που μόνο για γρασάρισμα έκαναν. Kαι το χειρότερο ήταν που όλ’ αυτά τα σερβίριζαν σε καραβάνες, όπου πριν είχαν φάει πόρνες, συφιλιδικές, χασισοπότες κι άλλες ποινικές. Φαΐ δεν επιτρεπόταν να ’ρθει από τα σπίτια των κρατουμένων, ούτε τις γιορτές! Έτσι, ή έπρεπε να φας το συσσίτιο ή να πεθάνεις. HHλέκτρα όχι μόνο το ’τρωγε, μα για να δίνει το καλό παράδειγμα ζητούσε και... περίσσεμα! Όταν μερικές γούρλωναν τα μάτια τους και τη ρωτούσαν:
Πώς μπορείς;
Eκείνη απαντούσε:
Πιστεύετε πως θα είχα αντίρρηση για κανένα μοσχοβολιστό ψητό με πατατούλες τηγανητές; Ή για κανένα ψάρι ή καμιά μπριζόλα στη σχάρα; Mα, αφού δε γίνεται αλλιώς, θα χαθούμε από κάτι τέτοια; E, όχι δα! Aυτό το χατίρι δε θα τους το κάνουμε!
https://tvxs.gr/

 Ματωμένα χώματα (1962)

Πόλεμοι και ξανά πόλεμοι! Τι στο καλό θα βγάλει η μαγκούφα η εποχή μας και κοιλοπονάει τόσο άγρια;"
Μπήκε το κακό με τους Βαλκανικούς Πολέμους και άργησε να βγει. Χρόνια σπαρμένα με θυσίες, πολέμους και νεκρούς. Η Μικρασιατική εκστρατεία και η καταστροφή.
Η ιστορία του Μανώλη Αξιώτη, Μικρασιάτη αγρότη από τον Κιρκιντζέ. Άνθρωπος του μόχθου, δεμένος με τον τόπο του, το πατρικό του σπίτι, τους χωριανούς του. Ο άντρας που πάλεψε με κορμί και με ψυχή.
Στο Αμελέ Ταμπουρού, τα Τάγματα Εργασίας της Άγκυρας, το 1915.
Στο μέτωπο του Αφιόν Καραχισάρ το 1922.
Μια λεύτερη πατρίδα ονειρευόταν καθώς έσφιγγε τα δόντια και έλεγε:
"Ώρα μάχης, Αξιώτη, ώρα θυσίας. Δεν έχεις ελόγου σου κανένα πάρε δώσε με την πολιτική. Το χρέος σου κάνεις".
Γνώρισε κακουχίες και στερήσεις, είδε βασανιστήρια και θανάτους, έζησε την αιχμαλωσία και την προσφυγιά, για να συλλογιστεί:
"Θηρίο είν' ο άνθρωπος!"
Το μνημειώδες έργο της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας που χαρακτηρίστηκε "Βίβλος της σύγχρονης εξόδου του Μικρασιάτικου Ελληνισμού". Από το 1962 που πρωτοεκδόθηκαν μέχρι σήμερα τα Ματωμένα Χώματα έχουν ξεπεράσει σε πωλήσεις τα 400.000 αντίτυπα. Το βιβλίο έχει μεταφραστεί στις εξής γλώσσες: αγγλικά, βουλγαρικά, εσθονικά, γαλλικά, γερμανικά, ολλανδικά, ουγγρικά, ρώσικα, ρουμανικά, σερβικά, ισπανικά, ιταλικά, τουρκικά και κέλτικα βρετονικά. Στην Τουρκία το βιβλίο είχε συγκλονιστική απήχηση. (Από την παρουσίαση της έκδοσης)
https://www.politeianet.gr/
 
 
Βασικός ήρωας και ταυτόχρονα αφηγητής του βιβλίου είναι ο Μανώλης Αξιώτης. Ο Μανώλης μας μιλάει για την ζωή του ξεκινώντας από τότε που ήταν παιδί στο χωριό Κιρκιντζέ της Μικράς Ασίας.
Παιδί τότε ο Μανώλης και η ζωή του στο χωριό κυλούσε ομαλά με μοναδικό φόβο τον πατέρα της οικογένειας. Βρισκόμαστε πριν την μικρασιατική καταστροφή και οι Έλληνες της Μικράς Ασίας όχι μόνο συμβίωναν αρμονικά με τους Τούρκους αλλά και ευημερούν δημιουργώντας αξιόλογες περιουσίες. Έξυπνο παιδί ο Μανώλης και έτσι ο πατέρας του τον στέλνει να εργαστεί στην Σμύρνη για να μάθει τα μυστικά του εμπορίου ώστε να μπορέσει η οικογένεια να επεκτείνει μελλοντικά τις οικονομικές της δραστηριότητες και σε αυτόν τον τομέα, αφού μέχρι τότε ήταν γεωργοί. Εκεί ο Μανώλης θα καταλάβει πως το εμπόριο δεν είναι, τις περισσότερες φορές, τίμια δουλειά. Στην Σμύρνη θα εργαστεί σε διάφορες δουλειές και θα δείξει σε εμάς πως ζούσαν οι Έλληνες στην Μικρά Ασία πριν έρθουν τα μαύρα χρόνια των πολέμων και της μικρασιατικής καταστροφής.
Κάποια στιγμή ο πόλεμος ξεσπά και ο Μανώλης ως Οθωμανός υπήκοος αναγκάζεται να υπηρετήσει στον τουρκικό στρατό στα λεγόμενα «Αμελέ Ταμπούρια», τα «Τάγματα Εργασίας » όπου υπηρετούσαν τα ελληνόπουλα. Εκεί από την μια δεν τους έδωσαν όπλα , οπότε δεν θα ήταν αναγκασμένοι να πολεμήσουν τους Έλληνες συμπατριώτες τους , από την άλλη όμως ήταν τέτοιες οι συνθήκες που ένα ποσοστό από όσους παρουσιάστηκαν κατάφεραν να σώσουν την ζωή τους και να επιστρέψουν στα σπίτια τους.
Ο Μανώλης κατάφερε να σώσει την ζωή του και όταν ο Ελληνικός στρατός εισέβαλε στην Μικρά Ασία κλήθηκε να υπηρετήσει την Ελλάδα, με όπλο αυτήν την φορά. Μέσα από πολλές περιπέτειες ο ήρωας μας, και εμείς, στην καταστροφή της Σμύρνης. Ο Μανώλης ήταν από τους άτυχους που δεν πρόλαβαν να φύγουν και τον συνέλαβαν οι Τούρκοι. Ο ήρωας μας μπαίνει σε καινούριες περιπέτειες τώρα προσπαθώντας να σώσει την ζωή του.http://collectionslis.blogspot.gr/
 
Απόσπασμα 


 Αχ, γκρέμισε ο κόσμος μας! Γκρέμισε ή Σμύρνη μας! Γκρέμισε ή ζωή μας! Η καρδιά, τρομαγμένο πουλί, δεν ξέρει πού να κρυφτεί. Ο τρόμος, ένας ανελέητος καταλυτής άδραξε στα νύχια του κείνο το πλήθος και το αλάλιασε. Ο τρόμος ξεπερνάει το θάνατο. Δε φοβάσαι το θάνατο, φοβάσαι τον τρόμο. Ο τρόμος έχει τώρα το πρόσταγμα. Τσαλαπατά την ανθρωπιά. Αρχίζει από το ρούχο και φτάνει ίσαμε την καρδιά. Λέει: Γονάτισε, γκιαούρη ! Και γονατίζει. Ξεγυμνώσου Και ξεγυμνώνεται. Άνοιξε τα σκέλια σου! Και τ' ανοίγει. Χόρεψε! Και χορεύει. Φτύσε την τιμή σου και την πατρίδα σου! Και φτύνει. Απαρνήσου την πίστη σου! Και την απαρνιέται. Αχ ο τρόμος! Όποια γλώσσα κι αν μιλάς, λόγια δε θα βρεις να τόνε περιγράψεις Τι κάνουν, λοιπόν, οι προστάτες μας; Τι κάνουν οι ναυάρχοι με τα χρυσά σιρίτια, οι διπλωμάτες κι οι πρόξενοι τής Αντάντ! Στήσανε κινηματογραφικές μηχανές στα καράβια τους και τραβούσανε ταινίες τη σφαγή και τον ξολοθρεμό μας! Μέσα στα πολεμικά οι μπάντες τους παίζανε εμβατήρια και τραγούδια τής χαράς για να μη φτάνουν ίσαμε τ' αφτιά των πληρωμάτων οι κραυγές της οδύνης και οι επικλήσεις του κόσμου. Και να ξέρει κανείς πώς μια, μόνο μια κανονιά, μια διαταγή, έφτανε για να διαλύσει όλα κείνα τα μαινόμενα στίφη. Κι η κανονιά δε ρίχτηκε κι η εντολή δε δόθηκε!"

 
Διαβάστε περισσότερα εδώ  
 

Η Μικρασιάτικη Καταστροφή και η στρατηγική του ιμπεριαλισμού στην Ανατολική Μεσόγειο (1975)

Ένα επίκαιρο βιβλίο, που φωτίζει με την αλήθεια για το χθες τα σημερινά προβλήματα, καθώς οδηγεί τη σκέψη από στη Μικρασιατική καταστροφή στην καταστροφή της Κύπρου και στην κρίση του Αιγαίου. Χρησιμοποιώντας ντοκουμέντα και προσωπικές μαρτυρίες ανθρώπων που διαδραμάτισαν έναν μεγαλύτερο ή μικρότερο ρόλο στα γεγονότα που έφεραν την Ελλάδα στο χείλος της καταστροφής το 1922, η συγγραφέας αποκαλύπτει αλήθειες όσο ποτέ χρήσιμες: τα αληθινά αίτια της καταστροφής, το ρόλο των Σύμμαχων αλλά και των πολιτικών δυνάμεων της Ελλάδας, τις πηγές έντασης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Θυμίζοντας την προειδοποίηση που γράφτηκε μετά τον πόλεμο στην πόρτα ενός χιτλερικού στρατοπέδου -«όποιος ξεχνάει το παρελθόν είναι καταδικασμένος να το ξαναζήσει»-, η Διδώ Σωτηρίου τονίζει στον πρόλογό της πόσο κάλυψε η σιωπή, η παραχάραξη και η διαστρέβλωση τα αίτια της Μικρασιατικής καταστροφής, κι έτσι «ποτέ το πάθος δεν έγινε μάθος»
(ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)
Περιεχόμενα

Ένα διάγγελμα. Ένα όνειρο. Το πλήρωμα του χρόνου
Οι σύμμαχοι μοιράζουν ξένα εδάφη
Οσμή πετρελαίου
Ο μικρός αστυνόμος
Αγγλία και ελληνική ολιγαρχία
Ο ρόλος του Βενιζέλου
Οι ερωτοτροπίες των Συμμάχων με το κεμαλικό κίνημα
Παγίδα η μικρασιατική εκστρατεία
Η καταστροφή του Αϊδινιού, προμήνυμα της μεγάλης καταστροφής
Ο ελληνικός στρατός δέσμιος των Άγγλων
Η ξένη κατοχή ένωσε τους Τούρκους
Οι ανακριτικές επιτροπές και οι κυνικές αλήθειες τους
Στροφή των Σύμμαχων, Σαν Ρέμο, Σέβρες, μια νέα απάτη
Τίνος έργο ήταν οι εκλογές του 1920;
Οι διάδοχοι του Βενιζέλου
1921 - Στροφή ολόπλευρη των Συμμάχων προς την Τουρκία
Ποιο νόημα είχε η συνέχιση της μικρασιατικής εκστρατείας;
Η απατηλή Βρετανική Ασπίδα
Και σοβιετική προσφορά για μεσολάβηση
Το παράδειγμα του Πόντου
Μερικά χρήσιμα συμπεράσματα
Η τελευταία πράξη του δράματος

Εντολή (1976)

Η «Εντολή» της Διδώς Σωτηρίου είναι ένα βιβλίο πολιτικής λογοτεχνίας με καυτά βιώματα. Ζωντανεύει μυθιστορηματικά τις περιπέτειες της μεταπελευθερωτικής Ελλάδας (1944-1952), που δεν έπαψε να ‘χει τη μοίρα του Σίσυφου. Με πλαίσιο το χρονικό της σύλληψης, της δίκης και της εκτέλεσης του Κωστή, ενός παλικαριού που δεν αργούμε να μάθουμε πως είναι ο Νίκος Μπελογιάννης, παρακολουθούμε με σφιγμένη ανάσα να γκρεμίζονται στο χάος οι προσδοκίες, τα όνειρα και οι θυσίες του ελληνικού λαού για να στεριώσει το δρόμο του ο ιμπεριαλισμός στην Ανατολική Μεσόγειο. Εφιαλτικές πλεκτάνες ξένων και εγχώριων μυστικών υπηρεσιών, αντικομμουνιστική υστερία, δίκες, εκτελέσεις, τρόμος με στόχο το διαμελισμό των δημοκρατικών δυνάμεων. Η θυσία του Μπελογιάννη. Η αλήθεια για τον Πλουμπίδη. Τα λάθη της Αριστεράς και του Κέντρου. Ντοκουμέντα γνωστά και ντοκουμέντα που πρώτη φορά βλέπουν το φως της δημοσιότητας. Η «Εντολή» χαρακτηρίστηκε σαν «συνταραχτικό μεγάλο έργο, πολιτικής ευθύνης». «Γραμμένο αντικειμενικά, τεκμηριωμένα και γι’ αυτό πειστικά, με μπρεχτικής μορφής αποστασιοποίηση, είναι τελικά ένας ύμνος στην παλικαριά, στον πατριωτισμό και στην εντιμότητα της περήφανης γενιάς της Αντίστασης που σφαγιάστηκε...» (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου) 
https://www.politeianet.gr/

 
Απόσπασμα 

Το σκότωσαν το παλικάρι, πάει. Μαζί του εκτελέσανε και τον Μπάτση, τον Καλούμενο και τον Αργυριάδη… Το έγκλημα έγινε στην Αθήνα στο ‘‘συνήθη τόπο’’, ξημερώνοντας η 30 του Μάρτη, σε μέρα και ώρα απαγορευμένα που ακόμα και αυτοί οι Γερμανοί κατακτητές τα σεβάστηκαν. Κυριακή 4 και 10’ μέσα σε πηχτό σκοτάδι, υπό το φως των προβολέων, μήπως και φρίξει η μέρα.

Κι ούτε ένας αρμόδιος δε βρέθηκε να παραδεχτεί πως αυτός έδωσε την εντολή. Όλοι ανεύθυνοι. ‘‘Αθώος ειμί του αίματος τούτου…’’. Κι ως το ‘μαθε ο κόσμος πήρε τους δρόμους, έτρεχε με γαρίφαλα και μύρα να πλύνει το νωπό αίμα εκείνου που τους ξανάδωσε την ελπίδα.

‘‘Σκότωσαν το Νίκο Μπελογιάννη! Σκότωσαν το Νίκο Μπελογιάννη!’’

‘‘Σκοτώνεται ποτέ ο ήλιος;’’

Δάκρυα, τριγμοί, και σεισμοί και όρκοι. ‘‘Κοιμήσου ήσυχος, Νίκο εμείς αγρυπνούμε…’’.

Εκατομμύρια άνθρωποι σ’ όλη την υφήλιο υψώνουν τις γροθιές τους. Εκατομμύρια κάνουν ευλαβικά το σταυρό τους. Κι η γροθιά με το σταυρό ανταμώνουν εκεί που η καταλύτρα βία γκρεμίζει τα θεμέλια της ανθρωπιάς. Σκότωσαν έναν άνθρωπο κι ανάστησαν μια ιδέα. Θάνατος δεν υπάρχει όταν η ζωή σου γίνεται ένα μ’ εκατομμύρια ζωές που μάχονται για την ανθρώπινη ανάσταση (…).

…Οι λαοί περνούν σηκώνοντας στους ώμους/ το μέγα φέρετρο του Μπελογιάννη./ Οι δολοφόνοι κρύβονται πίσω απ΄ τα μαχαίρια τους/ Τραβηχτείτε πέρα, δολοφόνοι. Τραβηχτείτε πέρα./ Σάλεψε η γη. Σάλεψαν τα’ αγκωνάρια του ουρανού./ Σάλεψε το δοκάρι του σπιτιού./ Σάλεψε η κρεμασμένη λάμπα./ Τι ώρα νάναι λοιπόν;/ Τι ώρα νάναι… παιδί μου να θυμάσαι.

Οι στίχοι του Γιάννη Ρίτσου ανταμώνονται στους αιθέρες με τους στίχους όλων των μεγάλων βάρδων της γης. Κι ο Πωλ Ελυάρ λέει μπρος σ’ εκατομμύρια Γάλλους, που κλαίνε από οργή και συγκίνηση:

‘‘Ο Μπελογιάννης είναι νεκρός. Δε θυσίασε τίποτα απ’ την τιμή και την ελπίδα μας για ένα αύριο φωτεινό. Χαμογελούσε’’…»

 http://www.enikos.gr/
Μέσα στις φλόγες (1978)

Ένα κορίτσι με πλούσια φαντασία ξεκινάει από έναν παραμυθένιο κόσμο, για να βρεθεί γρήγορα μπλεγμένη με θύελλες οικογενειακές, πολεμικές, κοινωνικές. Τ' όνομά μου είναι Αλίκη Μάγη. Μα, αν βιάζομαι να σας συστηθώ, δεν πάει να πει πως είμαι και η κεντρική ηρωίδα. Μια αφηγήτρια είμαι. Οι ήρωες είναι πολλοί και ο καθένας προβάλλει με την ώρα του, γέννημα θρέμμα της ταραγμένης του εποχής. (ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)
https://www.politeianet.gr/


Απόσπασμα

Ενάμισι εκατομμύριο άνθρωποι βρεθήκανε ξαφνικά έξω από την προγονική τους γη. Παράτησαν σκοτωμένα παιδιά και γονιούς άταφους. Παράτησαν περιουσίες, τον καρπό στα δέντρα, το φαΐ στη φουφού, τη σοδειά στην αποθήκη, το κομπόδεμα στο συρτάρι, τα πορτρέτα των προγόνων στους τοίχους. Και βάλθηκαν να τρέχουν, να φεύγουν κυνηγημένοι απ’ το τούρκικο μαχαίρι και τη φωτιά του πολέμου. Και λογίζονταν τυχεροί που αντάλλαξαν το έχει τους, την πατρίδα τους, το παρελθόν τους με μια στάλα σιγουριά…
- Άρπαξαν βάρκες, καΐκια, σχεδίες, βαπόρια και πέρασαν τη θάλασσα σ’ έναν ομαδικό, φοβερό ξενιτεμό. Κοιμήθηκαν αποβραδίς νοικοκυραίοι στον τόπο τους και ξύπνησαν φυγάδες, θαλασσοπόροι, άστεγοι, άποροι, αλήτες και ζητιάνοι στα λιμάνια του Πειραιά, της Σαλονίκης, της Καβάλας, του Βόλου, της Πάτρας.
https://faretra.info/ 
 
Επισκέπτες (1979)

Η Ντορίτα, μια θεοζώντανη μαθήτρια της Β’ Λυκείου, ξεφεύγει από τα προσωπικά της και τα ερωτικά καβγαδάκια με το Δημήτρη και πασχίζει να συγκεντρωθεί. Της φόρτωσαν να κάνει μια ομιλία γύρω απ΄ αυτό που λέγεται «χάσμα των γενεών». Και ενώ γράφει και σκίζει συνέχεια ανικανοποίητη, της κουβαλιούνται από το παρελθόν δύο παράξενοι επισκέπτες. Οι αφηγήσεις και οι προσωπικές εμπειρίες τους, πότε τραγικές και πότε εύθυμες και σαρκαστικές, συνεπαίρνουν την Ντορίτα. Η γυναίκα, η πιο σημαντική, είναι η πρώτη Ελληνίδα πεζογράφος, η τραγική Ελισάβετ Μαρτινέγκο. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν και οι μαρτυρίες του νεαρού επισκέπτη που με χιούμορ και πικρία ανιστορεί τις ερωτικές αποτυχίες του και τα χάλια της παιδείας - όπου τυχερός λογίζονταν ο μαθητής που έχανε μόνο κάποιο δάχτυλό του από χάρακα και όχι και τα λογικά του.
Ένα αφήγημα συναρπαστικό, απίθανο κι όμως απόλυτα αληθινό. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
https://www.politeianet.gr/


Κατεδαφιζόμεθα (1982)

Ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος «Κατεδαφιζόμεθα» είναι ένας νέος με πνευματικές ανησυχίες, όνειρα και φιλοδοξίες, που δε βρίσκουν έδαφος γι’ ανθοφορία μέσα στο ψυχροπολεμικό κλίμα της δεκαετίας του ’50 και έπειτα. Δύσπιστος και σκωπτικός, παλεύει μέσα και όξω από το περιβάλλον του, ανάμεσα στις συμπληγάδες μιας δοσίλογης ξενόδουλης δεξιάς και μιας βαριά τραυματισμένης μα πάντα δυναμικής αριστεράς. Αναζητάει με πάθος τον εαυτό του και το στίγμα της εποχής του. Οργίζεται, αμφισβητεί, παραπαίει, αρνείται να ξοδέψει τον ενθουσιασμό του για ό,τι θεωρεί ξεπερασμένο και αποτυχημένο. Μα, προσέχτε τον, δεν είναι πάντα αυτό που θέλει να λέει...
Η πένα της Διδώς Σωτηρίου μάς φέρνει κοντά στους προβληματισμούς και στις τραυματικές εμπειρίες της γενιάς της Κατοχής και της γενιάς του Εμφυλίου, για να μας ζεστάνει τελικά με τη θέρμη της ανθρωπιάς και της ελπίδας... (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
https://www.politeianet.gr/
 

Απόσπασμα 

«Στεγνές οι εκθέσεις σου, Γιαννούλη, στεγνές και ψυχρές, τους λείπει το χρώμα, το στολίδι, ο νεανικός ιδεαλισμός, ο ενθουσιασμός». Αυτή 'ταν η πρώτη κριτική για τα γραφτά του. Του την έγραψε ο καθηγητής του ο Μελισσαρόπουλος στο νυχτερινό γυμνάσιο. Δεν τον απογοήτευσε. Αντίθετα την υποδέχτηκε με ειρωνικό μειδίαμα, γιατί ο Μελισσαρόπουλος αγαπούσε τα κελαϊδίσματα των Χερουβείμ και των Σεραφείμ. Ήταν και καταπιεσμένος άνθρωπος, τρομοκρατημένος σαν τους περισσότερους καθηγητές της ταραγμένης και σκοταδικής εκείνης δεκαετίας του '50. Καταχώνιαζε ο δύστυχος ο Μελισσαρόπουλος τις παιδαγωγικές και ανθρωπιστικές του αντιλήψεις. Ο Άρης τη θυμάται πολύ αυτή την εποχή. Ήταν και για τον ίδιο βασανιστική, δεν ήξερε πού να ξεσπάσει και πιλάτευε τον καλό άνθρωπο, το Μελισσαρόπουλο, γιατί είχε μυριστεί το ενδιαφέρον και το θαυμασμό που του είχε. Σ' έναν πρόχειρο διαγωνισμό Νεοελληνικών τόλμησε να του γράψει: «Ο άνθρωπος είναι υποκριτής. Ο Θεός τον έπλασε κατ' εικόνα και ομοίωσίν του…». Ο Μελισσαρόπουλος καταθορυβήθηκε. Είχε κατηγορηθεί και απ' το θεολόγο, τον Αθανασίου, πως «ωθεί τους νέους προς την αθεΐαν και τον κομμουνισμόν». Κάλεσε τον Άρη στο γραφείο των καθηγητών. Ήταν έξαλλος. «Δεν είσαι μόνον στεγνός, Γιαννούλη, είσαι στυγνός, και κυνικός. Από ποίας ιδέας εμφορούνται οι οικείοι σου;» «Όχι από αυτάς που υποπτεύεσθε, Κύριε!» «Τότε πώς πιάνεις στο άθλιο στόμα σου τον Θεόν μετά τόσης ανευλαβείας;» «Δεν κρίνω το Θεό, Κύριε, μα την πλαστή και αποτυχημένη εικόνα που προσπαθεί να μας επιβάλλει ο δήθεν επίγειος τοποτηρητής του, καθηγητής των θρησκευτικών Αθανασίου, ο επιλεγόμενος…». Δεν τον άφησε να προφέρει το «σπιούνος». «Σκασμός!» ούρλιαξε. «Σου χρειάζεται μια πολυήμερος αποβολή και σε διαβεβαιώ ότι θα εισηγηθώ να την λάβεις. Ειδοποίησε τον πατέρα σου να περάσει αμέσως». «Δεν έχω πατέρα, κύριε». «Έστω την μητέρα σου». (Για κείνο το «έστω» έγιναν σχόλια ξεκαρδιστικά απ' τους μαθητές που κρυφάκουγαν.) Ο Άρης όμως δεν είχε πια κέφι για καζούρα. Η αναφορά στη μητέρα του τον τάραξε. Δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Δυσκολευόταν ακόμα και να καταπιεί, σα να είχε πάθει πονόλαιμο. «Εσένα μιλώ, Γιαννούλη! Καταλαβαίνεις ελληνικά; Είπα να φέρεις αύριο τη μητέρα σου» «Κυρίως ειπείν, δε … δεν έχω μητέρα!» «Γιαννούλη, πάψε να παριστάνεις τον ηλίθιο, θα μετανοήσεις. Τι κυρίως ειπείν, ανόητε! Έχεις ή δεν έχεις μάνα;». Ο Μελισσαρόπουλος ήταν βυσσινής απ' το κακό του, νόμιζε πως τον δούλευε. «Δεν την έχω γνωρίσει ποτέ, κύριε…». Το είπε πολύ σοβαρά, τόσο που η οργή του καθηγητή του έπεσε κατακόρυφα και τον πιάσανε τα νευρικά του τικ. Ρούφαγε τις μύτες του, ξερόβηχε, έκανε γκριμάτσες. Ήτανε φανερό πως γύρευε τρόπο να υποχωρήσει. «Για τελευταία φορά, Γιαννούλη - μ' εννοείς; - για τελευταία φορά θα φερθώ επιεικώς. Σου αποδίδω το ελαφρυντικό της βλακείας!». Έσκισε για καλό και για κακό την έκθεση. «Καμαρώστε σε τι χέρια παραδίδουμε την σκυτάλην του μεγάλου μας ελληνοχριστιανικού πολιτισμού. Ανόητα, άμυαλα παιδιά…».  http://www.greek-language.gr/



 Τρία θεατρικά και ένας μονόλογος (1995)

Δύο θεατρικά έργα και ένας «μονόλογος», από την πένα της Διδώς Σωτηρίου, βλέπουν σήμερα το φως της δημοσιότητας: τρία αποξεχασμένα χειρόγραφα, παραπεταμένα - μαζί με πολλά άλλα - σε μια αποθήκη, τα μόνα που γλίτωσαν τελείως τυχαία από την «κριτική μανία των τρωκτικών» όπου χάθηκαν τα υπόλοιπα. Γραμμένα και τα τρία στα πρώτα χρόνια της δικτατορίας, από το 1968 ως το 1969, έμειναν θαμμένα για ένα τέταρτο του αιώνα. Δίκαια ή άδικα; Δεν είναι η πρώτη φορά που ανασύρονται χειρόγραφα που οι ίδιοι οι συγγραφείς τους τα καταδίκασαν στην αφάνεια. Είτε γιατί τα θεώρησαν κάπως άκαιρα ή πρόωρα και τα απέσυραν προσωρινά, ελπίζοντας σε καιρούς πιο πρόσφορους για την έκδοση τους, είτε γιατί τα θεώρησαν κάπως σαν αλλόκοτα γεννήματα της φαντασίας τους και της συγκυρίας, παιδιά με άλλα χαρακτηριστικά, που φαίνονταν ξένα και άσχετα με τα «κανονικά» τους πνευματικά τέκνα και γι' αυτό μπορούσαν να τα αφήσουν στο περιθώριο. (. . .) (ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΡΟΛΟΓΟ ΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ)

Περιεχόμενα
Έλλη Παππά, Προλογικό σημείωμα
Περιπέτεια δίχως τέλος
Στον πλανήτη Γη όλα πάνε καλά
Πολιτεία κωφαλάλων
Τυχαίο συναπάντημα και άλλες ιστορίες (2004)

«Οι ήρωές μου δεν περιορίζονται να κλαίνε τη μοίρα τους· αντιδρούνε. Οδηγός τους είναι η ανθρωπιά, η ανάγκη κοινωνικής δικαιοσύνης», έγραψε η Διδώ Σωτηρίου. Στη σειρά των δεκαπέντε διηγημάτων που συνθέτουν αυτό το βιβλίο, απλοί, καθημερινοί άνθρωποι αντιμετωπίζουν μεγάλα προβλήματα και συχνά αναδεικνύονται σε ήρωες. Οι επιμέρους περιπέτειες των προσώπων, αν και ανεξάρτητες, εντάσσονται στη συνολική δραματική πορεία του τόπου από το μεσοπόλεμο ως τη χούντα. Ανέκδοτες ή δημοσιευμένες σε εφημερίδες και περιοδικά, οι ιστορίες αυτές αναδεικνύουν μια σχεδόν άγνωστη πτυχή της πεζογραφίας της Διδώς Σωτηρίου. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)






Τα πρώτα βήματα του Ψυχρού Πολέμου (2008)

"Το βιβλίο μου για τη διεθνή πολιτική, που το φάγαν τα ποντίκια...!" ήταν η μόνιμη επωδός, όποτε πήγαινε με τη Διδώ η κουβέντα για το 1948 και την παρανομία, που άρχισε για όλη την αριστερά μετά την αποχή από τις εκλογές του 1946, αλλά κυρίως μετά την ψήφιση του Α.Ν.509 (27.12.47). Ήταν η εποχή που η Διδώ, εκτός από κομματικά, βρέθηκε και κυριολεκτικά άστεγη. Όταν άρχισαν οι εκτεταμένες διώξεις, η Διδώ εκδιώχθηκε από το ιδιόκτητο διαμέρισμά της (μην ξεχνάμε πως τότε δεν υπήρχε Σύνταγμα, ώστε να προστατεύεται η ιδιοκτησία) της οδού Κοδριγκτώνος, υπό τις εξής συνθήκες:
Μία υπερεθνικόφρων ένοικος της πολυκατοικίας, της οποίας το επώνυμο παρέπεμπε σε εθνικά κλέη, μάζεψε υπογραφές από όλους τους υπόλοιπους ενοίκους, που υποβλήθηκαν στην Ασφάλεια. Από εκεί και πέρα, η εκδίωξη της Διδώς, ως επικίνδυνης κομμουνίστριας, ήταν μια τυπική διαδικασία.
Η περί ής ο λόγος κυρία ήταν αδελφή πολιτικού ανδρός, που αρκετά χρόνια αργότερα έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην έλευση της χούντας και είχε φαιδρό πολιτικό τέλος στη μεταπολίτευση. Το οικογενειακό επώνυμο των δύο παραπέμπει σε ένα θάμνο. Ας σημειωθεί πως, ακόμα κάμποσα χρόνια αργότερα, η κυρία αυτή διετέλεσε και πεθερά πρωτοκλασάτου πολιτικού, ενώ το μικρό όνομα της κόρης της, συζύγου του πολιτικού, παραπέμπει σε έναν άλλο θάμνο.
Εν πάση περιπτώσει, η Διδώ, εγκαταλείποντας το σπίτι, έκαψε ή έβρασε μέχρι πολτοποίησης τεράστιο αριθμό χειρογράφων. Το υλικό που είχε συγκεντρώσει γράφοντας τα άρθρα στον "Ριζοσπάστη", αφού ήταν ήδη δημοσιευμένο, δεν είχε νόημα να το καταστρέψει. Έτσι το πήρε μαζί της στο σπίτι όπου κατέφυγε, ένα νεοκλασικό στην οδό Αιγίνης 1 στην Κυψέλη, που ανήκε στην κουνιάδα της Μ. Ιορδανίδου. Οι δυο κόρες της τελευταίας, η Αγγελική και η Πάρη, βοηθούσαν με αυταπάρνηση σε τέτοιες δύσκολες καταστάσεις.
Στο σπίτι αυτό η Διδώ επεξεργάστηκε όλο το υλικό της το σχετικό με τη διεθνή πολιτική και, καθώς η παρανομία δεν είχε τέλος, έκρυψε την ολοκληρωμένη μορφή του βιβλίου στη σοφίτα. Με τη λήξη της παρανομίας το 1950 το αναζήτησε και διαπίστωσε με φρίκη πως τα τρωκτικά δεν είχαν αφήσει ούτε ένα κεφάλαιο που να διαβάζεται.
Έμεινε λοιπόν με τον καημό η Διδώ για τα επόμενα 45 χρόνια, ώσπου το 1995 διαπιστώθηκε πως η παροιμιώδης αφηρημάδα της είχε αποβεί σωτήρια. Καθώς η πολυκατοικία της οδού Κοδριγκτώνος είχε χτιστεί επί Ιωάννου Μεταξά, εποχή που όλοι οι αριστεροί επινοούσαν κρύπτες στα πιο απίθανα μέρη των σπιτιών τους, η Διδώ είχε φροντίσει να υπάρχει ένα μεγάλο κενό μέσα από τα σοβατεπιά (!) του σαλονιού. Όταν εξεδιώχθη υπό των εθνικοφρόνων, κάτω από τις συνθήκες που προαναφέραμε, έκρυψε προφανώς εκεί την πρώτη μορφή του βιβλίου, πράγμα που, με όσα μεσολάβησαν τις επόμενες δεκαετίες, αποκλείεται να θυμόταν πλέον. Αργότερα, το 1995, που το διαμέρισμα έγινε δωρεά στην Εταιρεία Συγγραφέων, η ανακαίνιση αποκάλυψε άθικτα τα χειρόγραφα.
Μικρό μέρος μόνο του βιβλίου ήταν διαμορφωμένο σε κείμενο έτοιμο για δημοσίευση. Επρόκειτο για μια ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ κειμένου και σημειώσεων και χρειάστηκε μια συναρμολόγηση των σελίδων, ώστε να μείνουν άθικτα, όχι μόνο όλα τα νοήματα, αλλά ακόμα και κάθε διατύπωση. Θα διακινδυνεύαμε να πούμε πως το βιβλίο αντιμετωπίστηκε σαν ανασκαφικό εύρημα και χρειάστηκε ανασυγκόλληση των σπαραγμάτων, χωρίς να θυσιαστεί τίποτε. Γεγονός είναι πως προέκυψε ένα ακόμα βιβλίο της Διδώς, που δείχνει μια άγνωστη πτυχή της, εκείνη του -πολύ οξυδερκούς- πολιτικού αναλυτή ή, κατά τον σημερινό νεολογισμό, του διεθνολόγου." (Νίκος Μπελογιάννης, από την παρουσίαση της έκδοσης)


Τα παιδιά του Σπάρτακου (2011)

Το ανέκδοτο μέχρι σήμερα μυθιστόρημα "Τα παιδιά του Σπάρτακου" είναι ένα έργο που απασχόλησε τη Δίδω Σωτηρίου για μια περίοδο σχεδόν τριάντα χρόνων, από τις αρχές του '60 έως τις αρχές του '90. Πρόκειται για ένα πολυπρόσωπο μυθιστόρημα που η υπόθεσή του διαδραματίζεται στη Θράκη των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα και στην Αθήνα της πρώτης μετεμφυλιακής περιόδου. Κεντρικό θέμα του είναι η συνδικαλιστική και αντιστασιακή δράση των ηρώων, που εμπνέονται από την επανάσταση του Θρακιώτη σκλάβου Σπάρτακου και από τα ιδανικά της Αριστεράς, σε μια εποχή που ο τόπος βιώνει δραματικές στιγμές.
"[...] Ας μη θεωρηθεί, όμως, ότι έχουμε μόνο ένα μυθιστόρημα με θέση, για να προβληθεί μια συγκεκριμένη ιδεολογία. Τα παιδιά του Σπάρτακου είναι έργο που προβάλλει τα τραγικά υπαρκτά προβλήματα του τόπου το πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Αν μάλιστα προσέξουμε το λόγο ορισμένων προσώπων, όπως του Νεόφυτου ή της Νίκης, αλλά και της Βασιλιώς, στο τέλος, όπου κάνει τον απολογισμό της ζωής της, βλέπουμε ότι συγκριτικά με τον αγωνιστικό παλμό των πρωταγωνιστών της Εντολής εδώ διαγράφεται η επιθυμία για μια ήρεμη καθημερινή ζωή με την υπέρβαση των πολιτικών αντιθέσεων.
Παράλληλα είναι μια οικογενειακή τραγωδία και ένα έργο ζωντανών χαρακτήρων, στους οποίους αποτυπώνονται υπαρκτοί ανθρώπινοι τύποι. [...]" (Από τον πρόλογο της Έρης Σταυροπούλου από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Γενικά, δεν είμαι σύμφωνη με το να εκδίδονται τα ημιτελή έργα των συγγραφέων μετά θάνατον. Θεωρώ ότι, εφόσον ο συγγραφέας δεν μπορεί να δώσει την έγκρισή του, δεν είναι πρέπον. Αλλά "Τα παιδιά του Σπάρτακου" της Διδώς Σωτηρίου είναι η εξαίρεση στον παραπάνω κανόνα: γιατί διαβάζουμε ένα έργο που η συγγραφέας δεν είχε εγκαταλείψει αλλά το πάλευε μέχρι τη δεκαετία του '90, δεν κατόρθωσε όμως να το ολοκληρώσει. Επιπλέον, κι αυτό είναι το σημαντικότερο, έστω και σε ατελή μορφή, είναι ένα αξιόλογο μυθιστόρημα-τοιχογραφία της κοινωνικής και πολιτικής ιστορίας της Ελλάδας, από τις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα έως τη μετεμφυλιακή περίοδο. (ΑΓΓΕΛΑ ΓΑΒΡΙΛΗ, από την ιστοσελίδα diavasame.gr)
https://www.politeianet.gr/

















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου