Τo βλέμμα της αγάπης είναι πάντα το ίδιο.
"Μπούκι" την φώναζε. Από το μπουμπούκι. Ακόμα και στους μεγάλους του θυμούς δεν την αποκαλούσε με το πραγματικό της όνομα που ήταν Ξένια. Περήφανος πατέρας που απ' τα γεννοφάσκια της η μικρή τον έκανε ότι ήθελε. Η λατρεμένη του κόρη μεγάλωνε και μόνο μπουμπούκι δεν ήταν πια, εξακολουθούσε όμως να είναι ένα όμορφο πλάσμα. Ποτέ δεν
άκουσε το πραγματικό της όνομα από τα χείλη του. Εκείνος επέμενε. "Μπούκι μου και Μπούκι μου".
Το κορίτσι όλο και κοιταζόταν στον καθρέφτη.
Θυμόταν πως όταν πλησίαζε τα τριάντα τού είχε απαγορεύσει να την φωνάζει μπροστά σε κόσμο με το χαϊδευτικό που της είχε δώσει."Τώρα πατέρα δεν είμαι πια το μπουμπούκι που έβλεπες σ' εμένα και δεν θέλω να ακούω εκείνο το "Μπούκι μου" γιατί ο κόσμος γελάει".
"Για μένα θα είσαι πάντα το μικρό μου κοριτσάκι, το μπουμπούκι μου" της απαντούσε με τρυφεράδα και συμπλήρωνε: "Μακάρι να βρεις τον άντρα εκείνο που θα σε λέει "Μπούκι" του για μια ζωή".
Όταν τον έχασε σε μεγάλη ηλικία, είχε ήδη φτιάξει τη δική της οικογένεια.Τώρα πια ήταν η Ξένια για όλους.
Έγινε σύζυγος, έγινε μάνα και γιαγιά. Το χαϊδευτικό της ποτέ δεν το ξανάκουσε. Μια ημέρα την ώρα που ετοίμαζε το μεσημεριανό τους άκουσε το σύζυγό της να λέει:
"Λου μου, κάτι όμορφο μυρίζει. Τι μαγείρεψες;"
"Λου! Τί είναι πάλι αυτό; Καινούριο παρατσούκλι στα γεράματα απόχτησα;" γύρισε και του είπε ειρωνικά.
"Δεν είναι σαν το "Μπούκι" του πατέρα σου, μη φοβάσαι. Απλά εγώ μπουμπούκι σε παντρεύτηκα και λουλούδι ανθισμένο σε βλέπω ως τώρα, στα γεράματα που λες κι εσύ. Αυτό είναι το δικό μου "Λου". Μεταξύ μας θα μείνει μη φοβάσαι".
Βούρκωσε. Τον πλησίασε και τον αγκάλιασε. Δεν ξανακοίταξε ποτέ πια σε καθρέφτη. Της αρκούσαν τα δικά του μάτια.
π.ζ "κομμάτια ζωής στο συρτάρι"
"Μπούκι" την φώναζε. Από το μπουμπούκι. Ακόμα και στους μεγάλους του θυμούς δεν την αποκαλούσε με το πραγματικό της όνομα που ήταν Ξένια. Περήφανος πατέρας που απ' τα γεννοφάσκια της η μικρή τον έκανε ότι ήθελε. Η λατρεμένη του κόρη μεγάλωνε και μόνο μπουμπούκι δεν ήταν πια, εξακολουθούσε όμως να είναι ένα όμορφο πλάσμα. Ποτέ δεν
άκουσε το πραγματικό της όνομα από τα χείλη του. Εκείνος επέμενε. "Μπούκι μου και Μπούκι μου".
Το κορίτσι όλο και κοιταζόταν στον καθρέφτη.
Θυμόταν πως όταν πλησίαζε τα τριάντα τού είχε απαγορεύσει να την φωνάζει μπροστά σε κόσμο με το χαϊδευτικό που της είχε δώσει."Τώρα πατέρα δεν είμαι πια το μπουμπούκι που έβλεπες σ' εμένα και δεν θέλω να ακούω εκείνο το "Μπούκι μου" γιατί ο κόσμος γελάει".
"Για μένα θα είσαι πάντα το μικρό μου κοριτσάκι, το μπουμπούκι μου" της απαντούσε με τρυφεράδα και συμπλήρωνε: "Μακάρι να βρεις τον άντρα εκείνο που θα σε λέει "Μπούκι" του για μια ζωή".
Όταν τον έχασε σε μεγάλη ηλικία, είχε ήδη φτιάξει τη δική της οικογένεια.Τώρα πια ήταν η Ξένια για όλους.
Έγινε σύζυγος, έγινε μάνα και γιαγιά. Το χαϊδευτικό της ποτέ δεν το ξανάκουσε. Μια ημέρα την ώρα που ετοίμαζε το μεσημεριανό τους άκουσε το σύζυγό της να λέει:
"Λου μου, κάτι όμορφο μυρίζει. Τι μαγείρεψες;"
"Λου! Τί είναι πάλι αυτό; Καινούριο παρατσούκλι στα γεράματα απόχτησα;" γύρισε και του είπε ειρωνικά.
"Δεν είναι σαν το "Μπούκι" του πατέρα σου, μη φοβάσαι. Απλά εγώ μπουμπούκι σε παντρεύτηκα και λουλούδι ανθισμένο σε βλέπω ως τώρα, στα γεράματα που λες κι εσύ. Αυτό είναι το δικό μου "Λου". Μεταξύ μας θα μείνει μη φοβάσαι".
Βούρκωσε. Τον πλησίασε και τον αγκάλιασε. Δεν ξανακοίταξε ποτέ πια σε καθρέφτη. Της αρκούσαν τα δικά του μάτια.
π.ζ "κομμάτια ζωής στο συρτάρι"
Όμορφο πολύ!
ΑπάντησηΔιαγραφή