Παρασκευή 19 Απριλίου 2019

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΤΡΙΑΝΤΗΣ "ΜΙΣΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΙΔΙΟΤΡΟΠΙΑ "


 Melancholy by Albert György


Στο εστιατόριο που έτρωγε κάθε μεσημέρι, στο κέντρο της πόλης, απαιτούσε να μην κάθονται άλλοι στα διπλανά τραπέζια. Ούτε ήθελε να ‘χει κάποια επαφή με τους υπόλοιπους πελάτες και τις παρέες που έρχονταν στο εστιατόριο. Έδειχνε έμπρακτα (και με μια κάποια διακριτικότητα είναι η αλήθεια) ότι απεχθανόταν τον κόσμο (και τον λίγο και τον πολύ). Επειδή ήταν γενναιόδωρος κι άφηνε πολλά χρήματα στο μαγαζί, ο ιδιοκτήτης δημιούργησε έναν ιδιαίτερο χώρο, όπου δεν τον ενοχλούσε κανείς.

Στην καθημερινότητά του, απέφευγε την όποια –κοντινή- επικοινωνία με τους ανθρώπους. Τα επαγγελματικά του τα διαχειρίζονταν οι δικηγόροι του και κάποιοι εξειδικευμένοι σύμβουλοι. Όσο για την ιδιωτική του ζωή, ζούσε ολομόναχος σ’ ένα απομονωμένο πολυτελές σπίτι, χωρίς υπηρετικό προσωπικό. Διακοπές δεν πήγαινε ποτέ. Πολλοί θεωρούσαν αυτήν την αντικοινωνική συμπεριφορά ως στοιχείο μεγάλης μισανθρωπίας. Πίστευαν ότι το ‘κανε για να ξεχωρίζει από τον υπόλοιπο κόσμο. Έλεγαν ότι επιθυμούσε με κάθε τρόπο να δείχνει πως έχει έναν ξεχωριστό χαρακτήρα, έξω από τους τύπους και τις κανονικές συμπεριφορές των πολλών.

Αυτή η ιδιοτροπία κέντρισε το ενδιαφέρον τού μεγαλοδημοσιογράφου Μάριο Καρτολίνι. Μια μέρα που ο Τζούλιο Ροσάντε (αυτό ήταν το όνομά του) έτρωγε στο εστιατόριό του και ήταν κάπως ευδιάθετος (έτσι διαβεβαίωσαν οι σερβιτόροι τον δημοσιογράφο), ο Καρτολίνι άδραξε την ευκαιρία και κατάφερε να τον πλησιάσει. Συστήθηκε ευγενικά και ζήτησε να μιλήσει μαζί του, έστω για λίγο. Ο Ροσάντε περιέργως δέχτηκε να συζητήσει με τον δημοσιογράφο.

Και έδωσε τις απαντήσεις που έλυσαν, κατά κάποιαν τρόπο, το μυστήριο της (περιβόητης) απέχθειάς του προς τους ανθρώπους. Και να τι είπε «Τον Ιούλιο του 1943, με συνέλαβαν οι Γερμανοί εδώ στη Μπολόνια. Μετά από δύο εβδομάδες στη φυλακή, με μετέφεραν μαζί με άλλους κρατουμένους στη Γερμανία, στο στρατόπεδο αιχμαλώτων του Ζινγκμάρινγκεν. Το στρατόπεδο ήταν ένα παλιό μεσαιωνικό κάστρο που το είχαν διαμορφώσει σε φυλακή για τις ανάγκες του πολέμου. Μετά βίας χωρούσε τετρακόσια άτομα. Όμως οι Γερμανοί εκεί μέσα στοίβαξαν πέντε χιλιάδες ανθρώπους. Ήμασταν κυριολεκτικά ο ένας πάνω στον άλλον, κολλημένοι σαν σιαμαίοι. Δεν μπορούσαμε να κουνηθούμε, μόνο να ανασάνουμε μπορούσαμε, κι αυτό με δυσκολία. Οι επαφές των σωμάτων, οι μυρωδιές, ο ιδρώτας, οι εκκρίσεις κάθε είδους δεν ενίσχυσαν την αλληλεγγύη μεταξύ μας, πέτυχαν ακριβώς αυτό που ήθελαν οι δήμιοι μας, να απεχθανόμαστε, να μισούμε κυριολεκτικά ο ένας τον άλλον, κι ό,τι ωραίο ή ατελές κουβαλά το σώμα και η ψυχή». 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου