Καταιγίδες στα σπλάχνα τ’ ουρανού,
άγρια τριαντάφυλλα στα μονοπάτια.
Λάμπα χλωμή φωτίζει το μακρινό παρελθόν,
το φως της αχνό στα τετράδια με τα σχέδια των παιδιών.
Μαύρος καβαλάρης σκύβει να πιει το αθάνατο νερό,
καλπάζει σαν άνεμος σ’ άπαρτα κάστρα.
Οδοιπόροι ανηφορίζουν στο όρος των Ελαιών,
γυμνά σπαθιά στα χέρια τους,
να τα μπήξουν στο στήθος της μοίρας.
Λευκά μαντήλια φορούν κοπέλες χορεύοντας στη χαρά του γάμου τους,
ρίχνουν πετραδάκια να ξορκίσουν τη λίμνη με τα θαμμένα μυστικά,
ν’ απομακρύνουν τα φαντάσματα που ξυπνούν τον σιωπηλό βυθό της.
Άφαντος ο φρουρός της σπηλιάς με τον μεγάλο δράκο,
κουράστηκε να φυλά παραμύθια ξεχασμένα.
Χρόνους πολλούς προσπερνά η άνοιξη,
σε προθήκες ακριβές αγάλματα που μάχονται με τον χρόνο.
Κύλησε μαύρο αίμα απ’ τις πληγές των αρχαίων χρησμών,
ανίσχυροι οιωνοσκόποι αναζητούν μιαν αόρατη αθανασία.
Κυκλάμινα κομμένα σε περβάζια πάνω απ’ τη θάλασσα,
καθρέφτες σε σιωπηλά δωμάτια κραυγάζουν αλήθειες.
Κατεβαίνουν ιέρειες στον Άδη
να φέρουν πίσω παρθένες και παλικάρια αδικοχαμένα,
σπάζει η σιωπή στα δύο.
Αδειανή η κουνιστή πολυθρόνα στη διπλανή κάμαρη,
έφυγε για πάντα ο γέροντας με τα πουλιά τα κουρνιασμένα στο στήθος του.
Και η παλιά προφητεία περιμένει ανερμήνευτη στο βάθος της μνήμης,
κι όλο προσπαθούν να πετάξουν τα όνειρα τ’ αλυσοδεμένα
Ιωάννα Αθανασιάδου
Φωτογραφία
Francis Bedford (1815-94) (photographer)
http://cryforzion.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου