Κυριακή 14 Απριλίου 2019

Maria Kant (Μαρία Καντωνίδου) Φωτο-Ποίηση II

"Statue and asphodels"

Άλλοι σε λένε άγαλμα με μάτια εντελώς λευκά - ούτε που φαίνεται το μαύρο. Τα πρωινά σε ξεσκονίζουν με μαλακό πανί, ρίχνουν τις στάχτες σου στον κάδο, καπνίζεις πολύ, παρατηρούν.
*
Μόνο αν μ’ έβλεπαν από κοντά
*
Μέρες που είναι, τα βάζα γεμίζουν με σφοντήλια. Μην ταραχτείς, έμβλημα κι αυτά του Διονύσου.



"Ο επίμονος χτίστης"
Χα! Συνεχίζεις λοιπόν.
Ένας χτίστης ο ίδιος, ένα χτίσμα ο ίδιος,
που μέσα του σκάβει που μέσα του τάζει,
με ηδονή δανεική και χέρια πιασμένα.
Κι ένα φανελάκι λευκό για τον ιδρώτα.
*
Στο πάτωμα σβησμένα τσιγάρα και γυαλόχαρτα.



"Δούρειος ίππος"
Είναι φορές που ξυπνώ με δυο γκέμια στους ώμους - μαυρόσγουρα, στιλπνά, τσαλακωμένα, λες και δεν ξέρω τι γυρεύω νύκτωρ στην πόλη τους. Κ’ ένα σφάχτη στη μήτρα. Τότε παριστάνω τον δούρειο και κατεβαίνω χαρωπά στο λιμάνι. Εξάλλου είμαι υπάλληλος γραφείου.
*
Στο δρόμο στριγγλίζουν τρομπέτες και άμαξες. Όπως τότε που φτηνά τη γλίτωσα στην Τροία.

"Η μεγάλη οθόνη"

Όλο και πιο συχνά ξυπνώ με μάτια και πόδια πρησμένα. Είναι που στον ύπνο μου βλέπω ταινίες με απροσδόκητη πόλη εμένα. Ενδιάμεσα, περπατώ νευρικά στο κρεβάτι και στο καθιστικό. Δεν είμαι του αλεξανδρινού η πόλη εγώ ή του περιπτερά, σόλωνος και ασκληπιού γωνία. Είμαι απλά μια πόλη με μεγάλη οθόνη από άσπρο χασέ. Από τις δίπλες του εμφανίζεται ένας κένταυρος σε σχήμα πουλιού. Τον λεν επιλαθού και έρχεται για να αναγγείλει.
 *
Γυμνοί αλλάζουμε σταθμούς, μα εις μάτην.

"Χόρεψέ με"

Πλάνο με ομπρέλα θαλάσσης από μετάξι και δίμιτο. Και φασκιωμένο κοντάρι αγγέλου. Κάτω της, γύρω της, μέσα της, τα κορμιά μας πανέτοιμα.
*
Στο βάθος χθεσινά κύματα και μια ακρόπολη που αναβοσβήνει. Πουθενά καντίνα για εμφιαλωμένο νερό και τρανζίστορ.
*
Σε πίνω.


"Λόρκα"




Δυο μήνες τώρα στο σπίτι μας κρύβεται ένα μαύρο πουλάρι. Δεν ξέρω τη ράτσα του, μα μου φαίνεται πως έχει το σουλούπι του Λόρκα. Είμαι στο κρεβάτι και πίνω όταν το ακούω να έρχεται. Ανάβω το φως και προχωρώ στο σαλόνι ξυπόλητος, ξέρω ότι αυτό σ’ ενοχλεί, όπως, επίσης, και το ότι παίρνω το μπουκάλι μαζί μου - θα μπορούσα να στο κρύψω, μα με πιέζει ο χρόνος. Έχω, βλέπεις, να καθαρίσω το χώμα από τις οπλές του. Και το κατεργασμένο γαρμπίλι. Και τα χαμομήλια  που φυτρώνουν στα μάτια σου - μα κανείς δεν βλέπει πως σ’ έχουν καταφάει; πώς αλλιώς συντελείται η άνοιξη, θα πουν. Αυτό επιμένει να κρύβεται κάτω από το μακρόστενο τραπέζι. Όσο κι αν προσπαθώ, δεν διακρίνω καλά τον κορμό του, είναι κι η μαυριτάνικη δαντέλα που μου μπερδεύει εκ των πραγμάτων την κρίση. Πρέπει, πάντως, να είναι ψηλόσωμο, τα πόδια του τραπεζιού είναι στον αέρα - αν κάτι το ξαφνιάσει θα το σηκώσει στην πλάτη του, θα γίνουν ζημιές, ό,τι έχει απάνω του ή από πάνω του θα πέσει, η φωτογραφία σου, ας πούμε, τα σινιέ κρασοπότηρα, ο ταξιδιωτικός οδηγός, κι αυτό, ειδικά, το τελευταίο πρέπει να το αποφύγω. Πάση θυσία. Πώς αλλιώς θα σε πάω στην Κόρντοβα.


" Σιωπή"
Όχι πολύ αργότερα η σιωπή αισθάνθηκε αυξημένη κόπωση και αρρυθμία
Θα πεθάνω, είπε, θα μιλήσω.
Ξέραμε ότι είχε πολλά να πει, όμως εμείς την προτιμούσαμε σιωπή, γι’ αυτό και δεν ήταν καθόλου σίγουρο ότι θα την ακούγαμε. Άλλωστε είχαμε κι εμείς πράγματα να πούμε μεταξύ μας, μα σπάνια το επέτρεπε. Ίσως γι’ αυτό να μας έπιανε εκείνος ο βήχας. Κάτι σαν γαύγισμα. Γιατί οι άνθρωποι είτε σιωπούν μαζί είτε γαυγίζουν.



"Φιλοπαίγμων Άτλας"
Επιμένω, ωστόσο, πως στο σβέρκο μου φέρνω τον ουρανό και τα μάτια του κι όχι τα πρέκια μιας πόρτας ισχνής και αμέτοχης, ούτε στιγμή σαστισμένης.

Τέτοιες στιγμές ακούω τον Ηρακλή, δεν πάει άλλο με αυτό τον άθλο, να λέει.
 
"Συναντί"
Σκηνή 1, εξωτ.: Κίτρινο Vincent σε μπαλκόνι με άδειο τασάκι, ένα ημίψηλο βουνό και δύο σινιέ  καρέκλες πλαστικές - σπάνια μεταφέρονται στα μέσα, η πόρτα εντούτοις ανοιχτή, στήνουν αυτί, κρυφοθωρούν, ζητούν το μερτικό των πεπραγμένων

Σκηνή 1, εσωτ.: Κόκκινο Rothko σε δωμάτιο με γεμάτο καθρέφτη, ένα ημίψηλο βουνό, το ίδιο που μπαίνει στο μπαλκόνι, ένα υπόστρωμα με πλουμιστό κρεβάτι, δύο τηλέφωνα ακριβείας, το ένα λευκό, και ένα ερώτημα - στον τοίχο το στήνει ο καθρέφτης

(συναντί, συναντί, κάντε πως δεν ακούσατε το ντριν, φωνάζει ο σκηνοθέτης)

Σκηνή 1 εξωτ./εσωτ.: Ωραία βροχή με αστραπές εν αιθρία. Πλένει τις καρέκλες και συναντι-έται με τις κάλτσες στο πάτωμα

"Τρέχουν αμέριμνα"

Λοιπόν, ναι,
συνεχίζουν να τρέχουν το ίδιο αμέριμνα
(με την ίδια επάλληλη γνώση και έπαρση)
τα τραμ, τα νερά και τα ωραία αλόγατα, παιδιά με λουστρίνια και μπλουζάκια μακό σε αυλές και χωράφια και, ναι, οι πλάτες τους, κυρίως αυτές, κολλημένες σε λεκάνες παρένθετες - εν ώρα υπηρεσίας, εν ώρα αργίας, στην ώρα τους, πόση ώρα έχουμε ακόμα, ρωτούν, γύρη σηκώνει το πέλμα τους,
*
Και λοιπόν;



ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ - ΚΕΙΜΕΝΑ : Maria Kant (Μαρία Καντωνίδου) 

Γεννήθηκε στην Κύπρο, αλλά ζει και εργάζεται στην Αθήνα.
Σπούδασε (α) Αγγλική Φιλολογία και Γλώσσα και (β) Ελληνική Φιλολογία στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου ολοκλήρωσε και τις μεταπτυχιακές της σπουδές στην Παιδαγωγική Επιστήμη με άριστα. Διδάσκει στην ΑΣΠΑΙΤΕ στη βαθμίδα της Επικ. Καθηγήτριας. Άρθρα της έχουν δημοσιευθεί σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά και πρακτικά συνεδρίων. Αγαπά ιδιαίτερα τη φωτογραφία, αλλά και ό,τι εντάσσεται σ΄αυτόν τον ουρανό (ή μήπως θάλασσα) που ονομάζεται λογοτεχνία.






























2 σχόλια: