ΧΡΥΣΑ ΦΤΕΡΑ
Κρεμιέται απ’ τ’ άστρα η βροχή
και τ’ όνειρο πλανιέται
μέσα σε μάτια που ήπιανε της θάλασσας το δάκρυ
κι απορημένα μείνανε στου φεγγαριού τον ίσκιο.
Και ρώτησαν την Παναγιά γιατί βλογάει την Πούλια
γιατί μοιράζει λάβαρα στης νύχτας τους ανέμους,
και συγκεντρώνει τους αετούς στου ωκεανού τη ρίζα.
Κι εκείνη, μεγαλόπρεπη, απάντηση δε δίνει
μον’ πάει σιμά στην άβυσσο και ρίχνει δυο μαντήλια
το ένα για τη λησμονιά, τ’ άλλο για τ’ άγριο κύμα,
για να λουφάξουν τα θεριά, η θλίψη των αιώνων.
Και ζωντανεύει τ’ όνειρο στου ήλιου το χώμα τ’ άγιο,
που καταργεί την ξενιτιά, τα σούρουπα τα μαύρα,
κι ανοίγει τα χρυσά φτερά ο Αρχάγγελος Ταξιάρχης
και φτερουγίζει ολόσωμος,
και περπατάει στα ουράνια.
Ιωάννα Αθανασιάδου
ΣΚΙΕΣ
Σκιές αγκαλιασμένες με τον άνεμο,
μεγαλώνουν περίεργα τις νύχτες,
ανασταίνονται από έναν κόσμο μακρινό.
Μορφές σιωπηλές,
περπατούν ανάλαφρες,
ψιθυρίζουν καημούς,
σκαρφαλώνουν στους έρημους τοίχους.
Φωνές άλαλες,
με όρια ασαφή,
πρόσωπο ανύπαρκτο.
Η υγρασία τις τρυπάει,
τρίζουν τα κόκαλά τους,
τα χέρια τους παγωμένα,
τα βλέφαρά τους ακίνητα.
Μανδύες σκοτεινοί
έρχονται από το πουθενά,
βαδίζουν η μία πίσω απ’ την άλλη,
μπαίνουν στα έρημα δωμάτια,
κάθονται στη διπλανή καρέκλα.
Πελώριες πέφτουν πάνω μας,
σκεπάζουν τις φωτογραφίες που αγαπήσαμε.
Με το αμίλητο νερό
στο βαθύ πηγάδι της ύπαρξής τους.
Πιο ζωντανές από ποτέ,
πιο τυραννικές από ποτέ.
Ιωάννα Αθανασιάδου
και τ’ όνειρο πλανιέται
μέσα σε μάτια που ήπιανε της θάλασσας το δάκρυ
κι απορημένα μείνανε στου φεγγαριού τον ίσκιο.
Και ρώτησαν την Παναγιά γιατί βλογάει την Πούλια
γιατί μοιράζει λάβαρα στης νύχτας τους ανέμους,
και συγκεντρώνει τους αετούς στου ωκεανού τη ρίζα.
Κι εκείνη, μεγαλόπρεπη, απάντηση δε δίνει
μον’ πάει σιμά στην άβυσσο και ρίχνει δυο μαντήλια
το ένα για τη λησμονιά, τ’ άλλο για τ’ άγριο κύμα,
για να λουφάξουν τα θεριά, η θλίψη των αιώνων.
Και ζωντανεύει τ’ όνειρο στου ήλιου το χώμα τ’ άγιο,
που καταργεί την ξενιτιά, τα σούρουπα τα μαύρα,
κι ανοίγει τα χρυσά φτερά ο Αρχάγγελος Ταξιάρχης
και φτερουγίζει ολόσωμος,
και περπατάει στα ουράνια.
Ιωάννα Αθανασιάδου
ΣΚΙΕΣ
Σκιές αγκαλιασμένες με τον άνεμο,
μεγαλώνουν περίεργα τις νύχτες,
ανασταίνονται από έναν κόσμο μακρινό.
Μορφές σιωπηλές,
περπατούν ανάλαφρες,
ψιθυρίζουν καημούς,
σκαρφαλώνουν στους έρημους τοίχους.
Φωνές άλαλες,
με όρια ασαφή,
πρόσωπο ανύπαρκτο.
Η υγρασία τις τρυπάει,
τρίζουν τα κόκαλά τους,
τα χέρια τους παγωμένα,
τα βλέφαρά τους ακίνητα.
Μανδύες σκοτεινοί
έρχονται από το πουθενά,
βαδίζουν η μία πίσω απ’ την άλλη,
μπαίνουν στα έρημα δωμάτια,
κάθονται στη διπλανή καρέκλα.
Πελώριες πέφτουν πάνω μας,
σκεπάζουν τις φωτογραφίες που αγαπήσαμε.
Με το αμίλητο νερό
στο βαθύ πηγάδι της ύπαρξής τους.
Πιο ζωντανές από ποτέ,
πιο τυραννικές από ποτέ.
Ιωάννα Αθανασιάδου
ΕΓΚΑΡΤΕΡΗΣΗ
Ανεξιχνίαστο παρόν, σύννεφο θολό.
Το σχήμα μας χαραγμένο στο υγρό χώμα,
στις άγονες πέτρες.
Σκληρός ο άνεμος, ο χρόνος αδυσώπητος.
Οι ψυχές μας λεηλατημένες.
Κοιτούν τα χελιδόνια που φεύγουν,
τις μέρες που πονούν,
τους τάφους που υπενθυμίζουν.
Παράξενη ερημιά, παράξενη σιωπή.
Τα μυστικά άγνωστα, η αγωνία σαράκι.
Η ζωή άπονη,
κούρνιασε στα λευκά μας χρόνια,
γέρασε τα θνητά μας σώματα.
Μένουμε μόνοι.
Ολομόναχοι κι άστεγοι.
Καρτερούμε σαν δέντρα γερτά,
σαν το νερό που κυλά.
Και ριζώνουμε.
Ξύλα της αγωνίας, ξύλα της άνοιξης.
Εγκαρτέρηση σκληρή, αίμα που σταλάζει.
Το πρόσωπό μας αεράκι άσημο, φτωχό.
Ριζώνει παράξενα στην ερημιά του.
Βλασταίνει τη δική του έρημο, την αγαπά.
Ψηλαφίζει τη γύμνια του,
μαθαίνει την αλήθεια του.
Τα σύνορά του ματωμένα.
Οι ρίζες του πατρίδα των δακρύων.
Ο πόνος όλο και βαθαίνει.
Η λεηλατημένη μας ζωή,
η ιστορία μας η πραγματική.
Ιωάννα Αθανασιάδου,
ποίημα απ' το βιβλίο ΣΩΜΑ ΦΥΛΑΧΤΟ, εκδόσεις Σαιξπηρικόν
Ανεξιχνίαστο παρόν, σύννεφο θολό.
Το σχήμα μας χαραγμένο στο υγρό χώμα,
στις άγονες πέτρες.
Σκληρός ο άνεμος, ο χρόνος αδυσώπητος.
Οι ψυχές μας λεηλατημένες.
Κοιτούν τα χελιδόνια που φεύγουν,
τις μέρες που πονούν,
τους τάφους που υπενθυμίζουν.
Παράξενη ερημιά, παράξενη σιωπή.
Τα μυστικά άγνωστα, η αγωνία σαράκι.
Η ζωή άπονη,
κούρνιασε στα λευκά μας χρόνια,
γέρασε τα θνητά μας σώματα.
Μένουμε μόνοι.
Ολομόναχοι κι άστεγοι.
Καρτερούμε σαν δέντρα γερτά,
σαν το νερό που κυλά.
Και ριζώνουμε.
Ξύλα της αγωνίας, ξύλα της άνοιξης.
Εγκαρτέρηση σκληρή, αίμα που σταλάζει.
Το πρόσωπό μας αεράκι άσημο, φτωχό.
Ριζώνει παράξενα στην ερημιά του.
Βλασταίνει τη δική του έρημο, την αγαπά.
Ψηλαφίζει τη γύμνια του,
μαθαίνει την αλήθεια του.
Τα σύνορά του ματωμένα.
Οι ρίζες του πατρίδα των δακρύων.
Ο πόνος όλο και βαθαίνει.
Η λεηλατημένη μας ζωή,
η ιστορία μας η πραγματική.
Ιωάννα Αθανασιάδου,
ποίημα απ' το βιβλίο ΣΩΜΑ ΦΥΛΑΧΤΟ, εκδόσεις Σαιξπηρικόν
Φωτογραφίες : Catrin Welz-Stein art
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου