Αύγουστος του 2005.
Στη διασταύρωση διάβαζες: «Καλώς Ήρθατε» .
Όλα χτισμένα τακτικά και ντυμένα πάλλευκα. Εδώ κι εκεί λεμονιές και τριαντάφυλλα. Και δρόμοι ανάμεσα τους, γεμάτοι από παιδιά. Προς την θάλασσα, ο πύργος ψηλός. Ξεχωριστός ανάμεσα στα χαμηλά, σαν νησιώτικα λευκά και μπλε, σπιτάκια. Η εκκλησιά, παράταιρα μεγάλη και στιβαρή. Ασυνήθιστη ατμόσφαιρα. Όλα έμοιαζαν μα και όχι. Είχε την εμφάνιση χωριού αλλά κάτι απροσδιόριστο το έκανε να είναι σαν πόλη. «Πόλη». Ίσως δεν είναι η σωστή λέξη. Ένα σημείο συνάντησης, καλύτερα. Άνθρωποι από όλη την Ελλάδα είχαν ζήσει κι εργαστεί εδώ. Ο καθένας με τις δικές του συνήθειες και τα δικά του όνειρα. Κουβαλούσαν τις ιδιαίτερες πατρίδες τους μέσα στο κέλυφος των λευκών σπιτιών, που τους δόθηκαν από τον «οικισμό». Πάλευαν όλοι μαζί κι έστησαν μια πόλη διαφορετική. Μια πόλη με παρονομαστή την κοινή εργασία. Ήταν συνάδελφοι. Όχι συγγενείς. Κοινή μοίρα. Κοινός αγώνας. Χωρίς δεσμούς αίματος μα με δεσμούς εργασίας. Αυτοί είναι πιο δυνατοί. Τους εξ αίματος συγγενείς δεν τους επιλέγεις. Εδώ υπήρχε επιλογή στην συγγένεια.
Και διαχωρισμός. Κοινωνικά επίπεδα. Κάστες εργασιακές. Όσο ανέβαινες στην κλίμακα του επαγγέλματος άλλαζες και θέση στην μικροκοινωνία του οικισμού. Υπήρχε διαβάθμιση. Επιτυχία ή στασιμότητα. Μα όχι αποτυχία. Όσο υπάρχει εργασία και μισθός, δεν υπάρχει αποτυχία.
Οι ξένοι δεν νιώθουν ξένοι. Αυτό είναι καλό. Μα δεν ανήκουν κιόλας. Προσπάθησα να χωρέσω. Μα δεν είχα κάτι να με δέσει με τους υπόλοιπους. Στις συζητήσεις χανόμουν. Δεν ήξερα τι να πω. Εκείνοι ήταν συνάδελφοι. Εγώ επισκέπτης. Μα με αποδέχθηκαν. Εκεί ήταν η ουσία. Με άφησαν, έστω και στις παρυφές, να υπάρχω μέσα σε μια αφοπλιστική οικειότητα και έντονο ενδιαφέρον. Αποδοχή. Το κλειδί της απόλυτης ελευθερίας. Ίσως όχι ελευθερίας μα πλήρωσης σίγουρα. Κι αυτό δεν το είχα αλλού. Ίσως σε μια μεγαλούπολη. Ποτέ όμως σε μια κωμόπολη ή χωριό. Διαφορετικότητα και ελάχιστη επίκριση. Δίκοπο μαχαίρι θα πεις. Ναι. Γεγονός. Μα κάπως κρατιόταν η ισορροπία. Εδώ είχαμε έρθει για δουλειά. Να θυμάσαι πάντα. Κι έτσι είναι.
Εδώ μπορούσαμε να γράψουμε ποιήματα. Να τραγουδάμε με φωνές δυνατές. Να χορεύουμε στις πλατείες χωρίς να φοβόμαστε την κριτική της «θείας Λίτσας» και του «παππού Γιάννη». Μα ταυτόχρονα να έχουμε μια αγκαλιά προστασίας και αποδοχής.
Γι αυτό έμεινα και δεν θέλω να φύγω.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Ειρήνη Γεροντάρα. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην πόλη της Μυτιλήνης στην Λέσβο. Καταγωγή και ρίζες από την Σμύρνη της Μικράς Ασίας. Απόφοιτος του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδας (Deree College) με Bachelor στην Αγγλική Λογοτεχνία και στην Ιστορία. Μητέρα τριών παιδιών και καθηγήτρια αγγλικών. Τα τελευταία 15 χρόνια μένω στην Αντίκυρα Βοιωτίας. Ένα παραθαλάσσιο χωριό του Κορινθιακού που ευωδιάζει αρώματα θάλασσας και ξεγνοιασιάς. Το 2019 εκδόθηκε η πρώτη μου συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Τα προσωπεία των Θεών» από τις εκδόσεις «γραφομηχανή». Γράφω ποιήματα και πεζά από τότε που έμαθα γραφή και ανάγνωση
Η φωτογραφία είναι από https://www.tanea.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου