με σερβίτσια φινετσάτης πορσελάνης
γεύονταν εδέσματα ποικίλα
με κρασιά λευκά και κόκκινα
και με επιφωνήματα θαυμασμού
για την οικοδέσποινα.
Για την εξαίσια σκηνοθεσία της γιορτής.
Όμως οι λέξεις του έργου
ασυνταίριαστα φτωχές και σκόρπιες
αγκομαχούσανε στριμωγμένες στη σιωπή.
Ο καθένας έτρωγε μόνος του
καταπίνοντας βαθιά μέσα του τα όνειρα
όπως μόνος του γεννήθηκε
και μόνος του πεθαίνει.
Συνδαιτυμόνες στο τραπέζι της ανάγκης
χουχούλιαζαν τους φόβους τους
ο ένας με την ανάσα του αλλουνού.
Αλλά τα μάτια τους καρφωμένα στο παράθυρο
ταξίδευαν κάθε τόσο
πέρα στο σκοτεινό ουρανό
μήπως και δουν να λάμπει απρόσμενα
εκείνο το υπέλαμπρο άστρο
που φώτιζε τις χριστουγεννιάτικες νύχτες
της παιδικής τους αθωότητας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου