Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2020

Η ΚΙΡΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ

 Giovanni Battista Trotti's fresco of Circe returning Ulysses' followers to human form (c. 1610)

Η Κίρκη είναι ευρέως γνωστή από την Οδύσσεια του Ομήρου όπου παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο σε μια από τις σημαντικότερες περιπέτειες του Οδυσσέα. Ήταν αθάνατη και κατοικούσε σε ένα νησί κάπου σε έναν μακρινό ωκεανό, όπου ζούσε μόνη μαζί με μαγεμένους υπηρέτες της τα εξημερωμένα λιοντάρια, λύκους και άλλα ζώα. Όλα αυτά ήταν στην πραγματικότητα άντρες που είχε μεταμορφώσει με τη μαγεία της.

Όταν ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του έφτασαν στο νησί της Κίρκης, η μάγισσα του υποδέχτηκε με ευγένεια, όμως το φαγητό που τους σέρβιρε ήταν ποτισμένο με ένα ναρκωτικό που τους έκανε να κοιμηθούν. Όταν λοιπόν έδρασε το υπνωτικό, τους ακούμπησε με το μαγικό της ραβδί και μεταμορφώθηκαν όλοι σε γουρούνια… όλοι εκτός από τον Οδυσσέα. Θα είχε κι εκείνος την ίδια μοίρα, αν δεν είχε πρωτύτερα συναντηθεί με τον θεό Ερμή, ο οποίος του είχε δώσει να καταπιεί ένα βότανο σαν τον κρίνο, που τον προστάτευσε από το ξόρκι της Κίρκης.Επειδή ο Οδυσσέας αντιστάθηκε στην Κίρκη, εκείνη τον αναγνώρισε σαν τον ήρωα που της είχαν προφητεύσει ότι θα ερχόταν κάποια μέρα στο νησί της. Έτσι μεταμόρφωσε τους συντρόφους του πάλι σε ανθρώπους , αλλά νεώτερους και πιο όμορφους από πριν και έγινε φίλη και ερωμένη του Οδυσσέα.

Οι άντρες έμειναν στο νησί της Κίρκης για έναν χρόνο. Τους είπε να επισκεφτούν την χώρα των νεκρών, όπου ο Οδυσσέας κατέβηκε στον Άδη για να πάρει χρησμό από τον μάντη Τειρεσία. Όταν επέστρεψαν ζήτησαν από την Κίρκη οδηγίες για την επιστροφή στην Ιθάκη.

Εκείνη τους προειδοποίησε ότι θα αντιμετώπιζαν πολλούς κινδύνους στο ταξίδι τους. Συγκεκριμένα τους είπε να μην πειράξουν τις αγελάδες του θεού Ήλιου, που βρίσκονταν στο νησί της Θρινακίας. Τελικά ο Οδυσσέας ήταν ο μόνος αποφασισμένος να τηρήσει αυτή την συμβουλή, γι’ αυτό και ήταν ο μόνος από τα μέλη του πληρώματος που ολοκλήρωσε το ταξίδι της επιστροφής.Η Κίρκη συμμετέχει και στο μύθο με τον Ιάσονα και τους Αργοναύτες. Σύμφωνα με τον Απολλώνιο τον Ρόδιο όταν η Αργώ έφτασε στο νησί της Κίρκης, εκείνη έχρισε τον Ιάσονα και τη Μήδεια με αίμα γουρουνιού ώστε να εξιλεωθούν για την αρπαγή του χρυσόμαλλου δέρατος. Η Μήδεια και η Κίρκη ήταν συγγενείς και κατάγονταν από τον θεό Ήλιο. Οι θυγατέρες και εγγονές του Ήλιου ήταν γενικά επικίνδυνες γυναίκες. Μια από αυτές ήταν και η Πασιφάη, μητέρα του Μινώταυρου.

Σε μια νεώτερη έκδοση του μύθου της Κίρκης, ο Οδυσσέας έκανε μαζί της ένα γιο τον Τηλέγονο, ο οποίος όταν μεγάλωσε αναζήτησε τον πατέρα του. Έφτασε στην Ιθάκη και χωρίς να ξέρει πού βρισκόταν έκανε επιδρομή στο νησί. Ο Οδυσσέας έτρεξε να τον απωθήσει και στη μάχη που ακολούθησε ο Τηλέγονος τον σκότωσε, χωρίς να γνωρίζει ότι ήταν ο πατέρας του. Το γεγονός αυτό πραγματοποίησε μια προφητεία που έλεγε ότι ο θάνατος του Οδυσσέα θα ερχόταν από τη θάλασσα. Ο Τηλέγονος τότε παντρεύτηκε την Πηνελόπη. Οι δυο τους μαζί με τον ετεροθαλή αδερφό του τον Τηλέμαχο ταξίδεψαν στο νησί της Κίρκης, όπου ο Τηλέμαχος παντρεύτηκε την Κίρκη. Τότε εκείνη χάρισε την αθανασία και στους τρεις.


Αττική, μελανόμορφη κύλικα. Αποδίδεται στον "Ζωγράφο του Πολύφημου (της Βοστώνης)". Απεικονίζει την Κίρκη να στέκεται στη μέση αναδεύοντας με το μαγικό της ραβδί το νοθευμένο κρασί. Στα αριστερά διακρίνεται ο Οδυσσέας ο οποίος καταφτάνει απειλητικός. Στα δεξιά, ο Ευρύλοχος φεύγει τρομαγμένος. Οι σύντροφοι του Οδυσσέα έχουν ήδη μεταμορφωθεί σε ανθρωπόμορφα ζώα με κεφάλι κάπρου, λιονταριού, κριαριού και λύκου και υψώνουν τα χέρια τους σε απόγνωση ή ικεσία. Το κάτω μέρος του σώματός τους παριστάνεται ανθρώπινο.


Ομήρου Οδύσσεια 

Ραψωδία κ ( αποσπάσματα )

Κάποτε φτάσαμε σ' ένα νησί, την Αία […]
ένα νησί στεφανωμένο από πελάγη ατέρμονα·
έτσι απλωμένο, μοιάζει χαμηλό
(κ 135, 195-196, μετ. Δ.Ν. Μαρωνίτης)

Η αρχαία παράδοση τοποθετεί το νησί της Κίρκης στο βουνό Κιρκαίον. Βρίσκεται στο νότιο Λάτιο ανάμεσα στη Ρώμη και τη Νάπολη, στον κόλπο της Γκαέτας. Είναι βουνό που μοιάζει με νησί, τριγυρισμένο καθώς είναι από θάλασσα και έλη» (Στράβων, Γεωγραφικά 5.3.6)

Το παλάτι της Κίρκης

Βρέθηκαν τότε, […] στης Κίρκης το παλάτι,
χτισμένο με πελεκητά λιθάρια, σε μέρος φυλαγμένο που να βλέπει ολόγυρα.
Τους συναπάντησαν εκεί λύκοι ορεσίβιοι, λιοντάρια,
που ήσαν γητεμένα από την ίδια, με τα φαρμακερά βοτάνια που τους έδινε.

(κ 210-213, μετ. Δ.Ν. Μαρωνίτης) 


Οδυσσέας και Κίρκη

Πρώτη παρέμβαση

1. Η Κίρκη μεταμορφώνει τους συντρόφους του Οδυσσέα

[…] κι η Κίρκη
τις θύρες άνοιξε τις λιόφωτες με βιάση, κι όπως βγήκε,
τους κάλεσε να μπουν […]
Κι ως τους συνέμπασε, τους έδωκε σκαμνιά, θρονιά να κάτσουν,
και σε κρασί απ' την Πράμνη ανάδευε μαζί τυρί ξυσμένο,
μέλι ξανθό και κριθαράλευρο, και μέσα εκεί τους ρίχνει
κακά βοτάνια, την πατρίδα τους για πάντα να ξεχάσουν.
Κι ως τους το κέρασε και το άδειασαν, σε μια στιγμή τους δίνει
με το ραβδί της, και τους έκλεισε στα χοιρομάντρια μέσα.
Χοίρου κορμί απόχτησαν όλοι τους, φωνή, κεφάλι, τρίχες,
μόνο που κράτησαν αθόλωτο το νου τους, ως και πρώτα.
Κι εκεί που μαντρισμένοι εμύρουνταν, η Κίρκη, για να φάνε,
έριξε κράνα, πρινοβέλανα μπροστά τους και βαλάνια,
τι άλλη θροφή οι χαμοκοιτάμενοι δε συνηθούνε χοίροι.
(κ 229-243, μετ. Ν. Καζαντζάκης - Ι.Θ. Κακριδής)


2. Ο Ερμής προφυλάσσει με αντίδοτο τον Οδυσσέα

Να πάρε αυτό το καλοβότανο και κράτα το, στης Κίρκης
σα μπεις, να σκέπει το κεφάλι σου, κακηώρα να μη σε 'βρει.
Τις πονηριές της Κίρκης άκουσε μιαν άκρη ως άλλη τώρα:
Πιοτό θα σου ετοιμάσει, βάζοντας κακά βοτάνια μέσα,
μα κι έτσι εσένα δε θα πιάσουνε τα μάγια, δε θ' αφήσει
το καλοβότανο που σου 'δωκα᾿ να σου τα πω όμως όλα:
Μόλις η Κίρκη πάρει το μακρύ ραβδί της και σε κρούσει,
γοργά το κοφτερό ξεγύμνωσε σπαθί από το μερί σου
κι απά στην Κίρκη χίμα, ως να 'θελες να πάρεις τη ζωή της.
Κι αυτή θα φοβηθεί᾿ σαν έπειτα σου πει να κοιμηθείτε,
πια της θεάς εσύ τον έρωτα μην τον αρνιέσαι, αν θέλεις
να λευτερώσει τους συντρόφους σου και να γνοιαστεί και σένα.
Μα τον τρανό των τρισμακάριστων ν' αμώσει πες της όρκο,
πως δε θα βάλει πια άλλο τίποτε κακό για σε στο νου της,
να μη σου πάρει αντρεία και δύναμη, σα γυμνωθείς ομπρός της.»
Αυτά είπε ο Αργοφονιάς᾿ το βότανο μετά ανασπά απ' το χώμα,
κι όπως μου το 'δωκε, μου ξήγησε και ποια τα φυσικά του:
η ρίζα μελανιά, μα κάτασπρος ο ανθός του, σαν το γάλα·
μώλυ οι θεοί το λένε᾿ δύσκολο θνητός να το ανασπάσει
από τη γης, μονάχα αθάνατοι, τι αυτοί μπορούν τα πάντα.
Μετά για τον τρανό τον Όλυμπο κινούσε ο Ερμής να φύγει,
το δασωτό νησί διαβαίνοντας᾿ κι εγώ τραβώ στης Κίρκης […]
(κ 287-308, μετ. Ν. Καζαντζάκης - Ι.Θ. Κακριδής)

3. Η αποτυχία της Κίρκης

Σε κούπα το πιοτό μου ετοίμασε να πιω μαλαματένια,
και το βοτάνι μέσα μου 'ριξε, κακά στο νου λογιώντας.
Και σα μου το 'δωκε και το άδειασα, χωρίς να με μαγέψει,
με κρούει με το ραβδί της κι έκραξε κι αυτά τα λόγια μου 'πε:
«Τράβα και συ με τους συντρόφους σου να κυλιστείς στη μάντρα!»
Είπε, κι εγώ απ' τη μέση σέρνοντας το κοφτερό σπαθί μου,
στην Κίρκη εχίμιξα, σα να 'θελα να πάρω τη ζωή της.
Κι αυτή ξεφώνισε, και τρέχοντας τα γόνατα μου πιάνει […]
(κ 316-323, μετ. Ν. Καζαντζάκης - Ι.Θ. Κακριδής)

 Circe on a 490–480 BCE oil jar, Athens-National Archaeological Museum


Δεύτερη παρέμβαση: Από την Αία στις Πύλες του Κάτω Κόσμου (Γιβραλτάρ)

Η Κίρκη συμβουλεύει τον Οδυσσέα πώς να έλθει σε επαφή με τους νεκρούς του Κάτω Κόσμου, μια και μόνο ο νεκρός μάντης Τειρεσίας μπορεί να του εξηγήσει γιατί ο Ποσειδώνας ήταν θυμωμένος μαζί του και με ποιον τρόπο θα μπορούσε να τον εξευμενίσει. Φυσικά, το τελετουργικό της θυσίας και της προσευχής γίνεται με συγκεκριμένο και με ακρίβεια οριοθετημένο τρόπο, ώστε η επαφή με τους νεκρούς να είναι αποτελεσματική και ασφαλής για τον ζωντανό Οδυσσέα και τους συντρόφους που θα παρίστανται.

Εκεί, λοιπόν, πολέμαρχε, κοντά κοντά περνώντας,
άνοιξε λάκκο ως μιαν οργιά το φάρδος και το μάκρος
και χύσε γύρω του χοές στους πεθαμένους όλους,
μέλι με γάλα στην αρχή, γλυκό κρασί κατόπι,
τρίτο νερό, και με λευκό πασπάλισέ τα αλεύρι.

[…]

Και στα σεβάσμια των νεκρών να δεηθείς τα πλήθη,
σφάξε κριάρι τότε εκεί και μαύρη προβατίνα,
γυρίζοντας στ' αφώτιστο σκοτάδι το λαιμό τους,
και στρέψε αλλού το πρόσωπο, στου ποταμού το ρέμα.

(κ 517-529, μετ. Ζ. Σίδερης)


Άπειρες τότε εκεί ψυχές των πεθαμένων θα 'ρθουν, […]
Και συ τραβώντας το σπαθί κάτσε και μην αφήνεις
τις άζωες κάρες των νεκρών στο αίμα να ζυγώσουν
καθόλου, πριν συμβουλευτείς το γερο-Τειρεσία.
Τότε σε λίγο θα φανεί, πολέμαρχε, ο προφήτης
κι ευτύς το δρόμο θα σου πει, του ταξιδιού το μάκρος,
και στην πατρίδα πώς θα πας τη θάλασσα περνώντας.

(κ 530-540, μετ. Ζ. Σίδερης)


Τρίτη παρέμβαση: Η Κίρκη κυρίαρχη των ανέμων

Η Κίρκη υπόσχεται στον Οδυσσέα κατάλληλες καιρικές συνθήκες, ώστε να φτάσει στην Ιθάκη:


Κι άνεμο θα στείλω πρίμο, πίσω να φτάσεις,
άβλαβος στη γη την πατρική σου.
(κ 400-401)

Αλλά και στο ταξίδι τους στη χώρα Κιμμερίων
Ξοπίσω από το γαλαζόπλωρο καράβι πρίμο αγέρι,
σταλμένο από την ωριοπλέξουδη, την ανθρωπολαλούσα
θεά, την άγρια Κίρκη, σύντροφος καλός μας προβοδούσε.
(λ 6-8)

Η θεά κράτησε την υπόσχεση που είχε δώσει στον Οδυσσέα ότι θα έχει άνεμο ευνοϊκό στο ταξίδι του προς το νησί του:

Κι αυτοί στο πλοίο ανέβηκαν, και κάθισαν στους πάγκους,
και τον αστραφτερό γιαλό με τα κουπιά βαρούσαν.
και πίσω απ΄ το μαυρόπλωρο καράβι στέλνει η Κίρκη
η φοβερή κι η ωριόμαλλη κι η ανθρωπολαλούσα,
πρίμο καλό και φιλικό που τα πανιά φουσκώναν.
και τ΄ άρμενα σα σιάξαμε, καθίσαμε, κι οδήγα
ο αγέρας το καράβι μας μαζί με τον ποδότη.

(μ 146-152, μετ. Ν. Καζαντζάκη - Ι.Θ. Κακριδή)

Arula Kirke Louvre 


Τέταρτη παρέμβαση: Συμβουλές της Κίρκης

Η Κίρκη έδωσε συμβουλές και οδηγίες στον Οδυσσέα για καλό κατευόδιο, κυρίως πώς να αποφύγει διάφορους κινδύνους και πώς να προφυλάξει τον εαυτό του και τους συντρόφους του. 

Σειρήνες

Πρώτα, να φεύγω απ' τη φωνή τω φοβερώ Σειρήνων
κι από τ' ανθολιβάδια τους, παράγγειλέ μου η Κίρκη.
Κι εγώ μονάχος, είπε μου, ν' ακούσω τη φωνή τους
στου καταρτιού τη ρίζα εσείς δέστε με τώρα ολόρθο,
και καλοσφίξτε τω σκοινιών τις άκρες στο κατάρτι,
γερά κρατώντας με, κι εγώ σα λέω να με ξελύστε,
εσείς ακόμα πιο σφιχτά να δένετε τους κόμπους.

(μ 158-164)

Σκύλλα

Μα για της Σκύλλας το κακό τ' αγιάτρευτο, ούτε λόγο
δεν είπα, μήπως φοβηθούν κι αφήσουν τα κουπιά τους,
και στα βαθιά του καραβιού κατέβουν και κρυφτούνε·
και τότες δεν την ψήφησα της Κίρκης την ορμήνεια,
που μου έλεγε να μη φανώ με την αρματωσιά μου,
παρά στου πλοίου ανέβηκα την πλώρη αρματωμένος,
κρατώντας δυο στα χέρια μου θεόμακρα κοντάρια
τι κατακεί περίμενα πως θα πρωτόβγει η Σκύλλα,
του βράχου το φριχτό θεριό, που μου έφαγε τους φίλους.
(μ 223-231)

Το νησί του Ήλιου

[…] Κι ήρθε στο νου μου ο λόγος
του Τειρεσία, του τυφλού προφήτη από τη Θήβα,
μα και της Κίρκης, που πολύ μου σύσταιναν κι οι δυο τους
μακριά να φεύγω απ' το νησί του Ήλιου του φωτοδότη.
και τότες με βαριά καρδιά γυρνώ και λέω στους φίλους·
«Ακούστε αυτό που θα σας πω, πολύπαθοι συντρόφοι.
Να δείτε τι μου μάντεψαν ο Τειρεσίας στον Άδη
κι η θεά της Αίας, που σοβαρά μου σύστησαν κι οι δυο τους
μακριά να φεύγω απ' το νησί του φωτοδότη του Ήλιου,
τι φοβερή, λέει, συφορά μας περιμένει εκείθε
μόνε τραβάτε στ' ανοιχτά το μελανό καράβι.»

(μ 266-276, μετ. Ν. Καζαντζάκη - Ι.Θ. Κακριδή)


Οδυσσέας και Κίρκη.Βοιωτικός καβειρικός σκύφος από τον Ζωγράφο των Μυστών (ή αγγειογράφος του εργαστηρίου του), περίπου 410-390 π.Χ. OXFORD Ashmolean Museum G 259


Πέμπτη παρέμβαση: Διδαχή

Η Κίρκη δίδαξε στον Οδυσσέα πώς να δένει κόμπους ώστε να διαφυλάσσει τα πράγματά του. Την τεχνική αυτή εφάρμοσε, όταν ο Αλκίνοος και η Αρήτη τον εφοδίασαν με δώρα για το ταξίδι από το νησί των επιδέξιων ναυτικών Φαιάκων στο δικό του άγονο νησί:


πήρε και σφάλισε το σκέπασμα και με πιδέξιο κόμπο,
που του 'χε μάθει η Κίρκη κάποτε, μεμιάς το σφιχτοδένει.
(η 446-448)

Κίρκη και Αργοναύτες

Η Κίρκη εμπλέκεται και σε ένα επεισόδιο της Αργοναυτικής εκστρατείας και του έρωτα της ανεψιάς της Μήδειας με τον Ιάσονα. Όταν ο Ιάσονας άρπαξε το χρυσόμαλλο δέρας και έφυγε με τη Μήδεια, ο πατέρας της Αιήτης τους κατεδίωξε με ένα πλοίο, αλλά η Μήδεια έσφαξε τον Άψυρτο, αδελφό της ή ετεροθαλή αδελφό της, τον κομμάτιασε και πετούσε ένα-ένα τα κομμάτια στη θάλασσα, οπότε ο Αιήτης έχασε πολύ χρόνο για να περισυλλέξει τα κομμάτια του γιου του και οι Αργοναύτες διέφυγαν. 

[…] καθώς [οι Αργοναύτες] ανέβαιναν τον Ηριδανό ποταμό, ο Δίας, οργισμένος για τον φόνο του Αψύρτου, έστειλε κατά πάνω τους φοβερή καταιγίδα που έβγαλε το πλοίο έξω από την πορεία του. Και καθώς έπλεαν κοντά στις Αψυρτίδες νήσους, το πλοίο μίλησε και είπε ότι δεν θα πάψει η οργή του Δία παρά μόνο αν κατευθυνθούν προς την Αυσονία και καθαρθούν για τον φόνο του Αψύρτου από την Κίρκη. Και αυτοί, πλέοντας, άφησαν πίσω τους τα έθνη των Λιγύων και των Κελτών, διέπλευσαν το Σαρδόνιο πέλαγος, πέρασαν την Τυρρηνία και έφθασαν στην Αιαίη, όπου προσέπεσαν ικέτες στην Κίρκη και εξαγνίστηκαν. (Απολλόδ. 1.134)

Tilla Durieux als Circe (Franz von Stuck, 1913

Κίρκη και Σκύλλα

Λέγεται ότι μεταμόρφωσε τη Σκύλλα στο αποκρουστικό τέρας της Οδύσσειας, για να την εκδικηθεί, επειδή ο Γλαύκος, που τον αγαπούσε πολύ, είχε αρνηθεί τον έρωτά της για χάρη της νεαρής κοπέλας. Η Κίρκη έριξε μαγικά βότανα στο νερό της πηγής, όπου λουζόταν το κορίτσι  και αμέσως μεταμορφώθηκε, όμορφη στο επάνω μέρος, με έξι φοβερά σκυλιά στο σώμα της από τη μέση και κάτω.

Κι εκεί καθώς κοιτάζαμε, καταστροφή φοβώντας,
μου αρπάζει η Σκύλλα απ΄ το βαθύ καράβι έξι νομάτους,
στα χέρια και στη δύναμη τα πρώτα παλληκάρια.
Κι εγώ γυρίζοντας να δω τους άλλους στο καράβι,
τα χέρια και τα πόδια τους απάνωθε αγναντεύω,
που σηκωμένοι ανάερα χουγιάζανε με πόνο,
και με φωνάζανε στερνή φορά με τ΄ όνομά μου.
Κι όπως ψαράς μ' ένα μακρύ ραβδί απ' τον κάβο ρίχνει
στα μικρά ψάρια δόλωμα, και κέρατο τινάζει
καλού βοδιού στη θάλασσα, κι άμα πιαστεί το ψάρι
στη γης απάνω το πετάει κι εκείνο σπαρταρίζει,
κι αυτοί έτσι σπαρταρίζοντας στο βράχο κουβαλιόνταν,
και το θεριό τους έτρωγε, και ξεφωνίζαν όλοι,
σ΄ εμέ τα χέρια απλώνοντας στου χάρου τον αγώνα.
Άλλο πιο θλιβερό απ΄ αυτό τα μάτια μου δεν είδαν,
απ΄ όλα που δοκίμασα τις θάλασσες περνώντας.

(μ 244-259, μετ. Ν. Καζαντζάκη - Ι.Θ. Κακριδή)


Άλλοτε πάλι λέγεται ότι ο Ποσειδώνας ήταν ερωτευμένος μαζί της και ότι η ζήλεια ώθησε την Αμφιτρίτη να ζητήσει από την Κίρκη να τη μεταμορφώσει. Ή ότι ο ίδιος ο Ποσειδώνας τη μεταμόρφωσε, γιατί αρνήθηκε τον έρωτά του εξαιτίας του Γλαύκου.

Τα παιδιά της Κίρκης

Στην Τηλεγονία ή Τηλεγόνεια, ένα πανάρχαιο έπος-συνέχεια της Οδύσσειας, το οποίο σώζεται μόνο σε περίληψη και αποδίνεται στον Ευγάμμονα ή Ευγάμ(μ)ωνα τον Κυρηναίο, ο Τηλέγονος υπήρξε καρπός της ένωσης της Κίρκης και του Οδυσσέα, ο οποίος έμεινε ένα χρόνο στο νησί της. Μάλιστα, δεν σχεδίαζε να φύγει· του το υπενθύμισαν οι σύντροφοί του.

Το παιδί ανατράφηκε στο νησί της μητέρας του, μεγάλωσε, έμαθε την ταυτότητά του και αναζήτησε τον πατέρα του στην Ιθάκη, όπου επιδόθηκε σε λαφυραγωγίες. Ο Οδυσσέας, υπερασπιζόμενος την περιουσία του, πληγώθηκε από το δόρυ του γιου του, εξοπλισμένο με ψαροκόκαλο σαλαχιού που τότε θεωρούνταν ότι προκαλούσε πληγές θανατηφόρες. Ο Τηλέγονος αναγνώρισε το θύμα του και μαζί με την Πηνελόπη και τον Τηλέμαχο μετέφεραν το νεκρό σώμα του Οδυσσέα στο νησί της Κίρκης. Εκεί ο Τηλέμαχος παντρεύτηκε την Κίρκη και ο Τηλέγονος την Πηνελόπη. Η Κίρκη τους έκανε αθάνατους και τους έστειλε στα Νησιά των Μακάρων.

Ένα ακόμη παιδί, μια κόρη, καρπός της σχέσης του ήρωα και της «μάγισσας», παραδίδεται στα Σχόλια του Τζέτζη στον Λυκόφρονα. Αυτή η κόρη, η Κασσιφόνη, λεγόταν ότι παντρεύτηκε τον ετεροθαλή αδελφό της Τηλέμαχο και ότι τον σκότωσε για να τον εκδικηθεί για τον θάνατο της μητέρας της, η οποία νωρίτερα είχε αναστήσει τον Οδυσσέα.

Επώνυμοι - ιδρυτές ήρωες

Διάφορες άλλες παραδόσεις συνδέουν τα παιδιά της Κίρκης και του Οδυσσέα ή τα εγγόνια τους με την ιταλική χερσόνησο.

Λέγεται ότι καρπός της ένωσής τους ήταν και ο Λατίνος, επώνυμος ήρωας των Λατίνων, ή και τρεις γιοι, ο Ρώμος, ο Αντείας, ο Αρδείας, επώνυμοι ήρωες των πόλεων Ρώμης, Αντίου, Αρδέας. Λέγεται ακόμη ότι από τον γάμο του γιου του Οδυσσέα και της Κίρκης Τηλέγονου με τη γυναίκα του Πηνελόπη προέκυψε ένας γιος, ο Ιταλός και ότι ο Τηλέγονος ίδρυσε το Τούσκουλο και ίσως την Πραινέστη.

Circe Invidiosa by John William Waterhous


Νάνος Βαλαωρίτης - Η μπαλάντα του ξενιτεμένου

για τον Κωσταντίνο Ν.

Βαρέθηκα τις φωνές των Ελλήνων
Βαρέθηκα τις φωνές των Σειρήνων
Με παρακολουθούνε άγρυπνα μάτια
Νύχτα μέρα με στοιχειώνουν οι Οδυσσείς
Με τα ψευδολογήματά τους
Με καρπαζώνουν οι αναμνήσεις
Σαν ρούχα που κρέμονται από σκοινί
Βαρέθηκα το Νέο Κόσμο κι ο Παλιός
Δεν μου ’δωσε σκοινί ν’ απλώσω τα αισθήματά μου.

Τα αισθήματά μου είναι βρεγμένα ακόμη
Απ’ το βροχερό ετούτο χειμώνα
Θέλω να πάω κάπου μα δεν ξέρω πού
Αφού δεν είμαι ούτε στη δύση ούτε
Στην ανατολή. Μπροστά μου ο ήλιος
Ανατέλλει και πίσω ο ήλιος βασιλεύει.
Πώς κατάντησα εδώ πέρα χοίρος
Στης Κίρκης το νησί; Πώς κατέληξα
Να γίνω Ελπήνορας και κολαζίστας
Που πέφτοντας έσπασε το κρανίο του
Απ’ τη σοφίτα του σπιτιού του;


Με τον Ερμή για γραφομηχανή
Γράφω να σκορπίσω μαύρες σκέψεις
Έρχεσαι εδώ να δρέψεις
Τους καρπούς του Ελδοράδο
Και σου μένει ο χρόνος ρέστος
Δυτικά του Κολοράντο.

Είμαι ένας μετατοπισμένος
Στα πλάτη της άλλης ηπείρου
Κάνω βόλτες πάνω κάτω
Πέντε επί δεκάξι μέτρα
Και περιμένω γράμματα
Για να διασχίσω τα γεράματα.

Έχω μια μικρή σκυλίτσα
Που την ονομάζω Λίτσα
Που χαίρεται όταν με βλέπει
Να ετοιμάζω μια βαλίτσα
Για να πάω στο Κολοράντο
Να διαβάσω ποιήματα
Με τον ποιητή Κορράντο.

Αχ κύριε κύριε Κωσταντίνε
Που όλο πίνε πίνε
Και σου ’ρθε ο ουρανός σφοντύλι
Σου άναψα ένα καντήλι
Στην καρδιά μου.

6.5.1983

Νάνος Βαλαωρίτης. 1996. Ανιδεογράμματα. Αθήνα: Καστανιώτης.



J.W.Waterhouse - The Sorceress», 1913


Γιώργος Γεραλής - Η Κίρκη στο άλλο φως

Άκουσα κάποια κίνηση μέσα στη σκέψη της,
στην αρχή ξαφνική, σα ν’ αφυπνίστηκε,
απορημένη, σ’ έναν κόσμο αιωνιότητας,
(ή, πιο απλά, σα να δοκίμαζε καινούριο φόρεμα).

Μου εφάνη ακόμα, σάμπως ν’ άκουσα το φως
να ρέει από τα μάτια της σε χοντρά δάκρυα.
Έπειτα, θα ’νιωσε πως όλα ήταν ωραία,
κι ο ίσκιος που εχάθη, και το πρόσωπο που κέρδισε,
σφραγισμένο από τη λήθη. Έτσι, απόμεινε να συλλογιέται
τον ουρανό, που ερχότανε σαν βεβαιότητα.

Γυρνώντας,
είδα την Κίρκη, ξαπλωμένη πάνω στα νερά
της μουσικής, σε μάκρος μιας ελπίδας, να μου γνέφει
μ’ ένα κλωνάρι ανάνθιστο. Έπαιζε ακόμα.
Θυμούμαι πως της χαμογέλασα, μα ήταν, σαν πάντα,
ένα χαμόγελο στην άβυσσο. Έκλεισα τα μάτια
και τότε πέρασε κοντά μου σα μια δέσμη χρώματα,
ενώ το βλέμμα της ταξίδευε από άστρο σε άστρο,
ζητώντας ίσως μια πατρίδα ανεξερεύνητη,
μια ποίηση χωρίς αγάπη.

Γιώργος Γεραλής. 1957. Αίθουσα αναμονής. Αθήνα: Δίφρος. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Γιώργος Γεραλής. 2009. Ποιήματα. Αθήνα: Ερμής.


Alton Romako - Circe and Odysseus, 1884 


Γιώργος Γεραλής - Τα μάτια της Κίρκης

Ήταν στο δώμα. Κάτω, η θάλασσα κοιμότανε,
λευκή στο φεγγαρόφωτο και στους ατμούς,
μια νιότη όπως ο θάνατος αιώνια.
Εκεί, με τα μεγάλα μάτια της κλειστά
πεισματικά, θαρρείς για να κρατήσει
φυλακισμένο το όνειρο,
η Κίρκη με περίμενε. Κορμί ντυμένο
μόνο με την αρμύρα του νερού,
της γης την άχνη, του καιρού το ρίγος,
παιδική σάρκα σφριγηλή, αφημένη στο άγνωστο.
Το πόσο περπατήσαμε ο ένας του άλλου
τη μοναξιά, διαβαίνει η πίκρα και το παίρνει.
Κι ο Έρωτας έχει πάντα ένα σκυμμένο πρόσωπο
όταν κοιτάει στη χώρα της ανάμνησης,
ψάχνοντας για μια κίνηση, για μια γραμμή,
για έναν ίσκιο πνιγμένο, για ένα θρόισμα,
ζώντας ξανά το μυστικό κύμα, ανεβαίνοντας
την ερημιά.

Μα ωστόσο, η Κίρκη
ήταν εκεί, ταξιδεμένη απ’ τις αγρύπνιες μου
χρόνια και χρόνια, ήταν εκεί και με περίμενε,
παιδική σάρκα, οδυνηρά μεγαλωμένη
στου αγνώστου το καρτέρεμα.

Σκύβοντας, ήπια,
πρώτα, νερό απ’ τα χείλη της. Το καλοκαίρι
τραγουδούσε βαθιά μέσα στις φλέβες
το κομμένο τραγούδι του. Περιπλανήθηκα
ώρα πολλή στη σκοτεινή της γη, κοιτώντας
παράφορα τα κλεισμένα ματόφυλλα, κρούοντας τις πύλες
του μέσα κόσμου της, μιλώντας
τα λόγια που είναι σαν φτερά.

Μα η Κίρκη,
με το κορμί αφημένο στην πρωτόγνωρη αίσθηση,
με την πηγή της ανοιχτή στη βαριά δίψα μου,
κρατούσε πάντα στα θαυμάσια βύθη κάποιον ουρανό
φυλακισμένο, κι ένα φως που τρέμιζε άχραντο
στα απροσπέλαστα δάση. Μοναχή σα να ταξίδευε
με το ζεστό πουλί της αναπνιάς, ξένη κι ολόδική μου.

Είναι μακριά
τώρα το καλοκαιρινό νησί, η χαρά που πέτρωσε,
είναι μακριά και το κορμί της Κίρκης, η γιορτή
του πάθους πάνω από τη θάλασσα, κοντά
στην αιώνια νιότη.
Και στις μεγάλες κάμαρες γυρίζουν
τώρα τα μάτια της ολάνοιχτα, ξεκομμένα απ’ το σώμα.
Ανάβουνε μικρές φωτιές μέσα στα χέρια μου,
παίζουνε πίσω απ’ τα παραπετάσματα,
τυραννούνε τις νύχτες μου, απρόσιτα άστρα.
Ανατέλλουν στη ρέμβη μου, βασιλεύουν στα δάκρυά μου,
μοίρα από φως και σκοτάδι, πικρή και ανεξήγητη,
σαν τη μοίρα της ποίησης,
που αγρυπνάει
στην ψυχή μου.

Γιώργος Γεραλής.1961. Τα μάτια της Κίρκης. Αθήνα: Φέξης. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Γιώργος Γεραλής. 2009. Ποιήματα. Αθήνα: Ερμής.

https://www.greek-language.gr/

Arthur Hacker - Circe

Λουίζ Γκλικ - Τρία ποιήματα της Κίρκης
απόδοση Γιώργου Χουλιάρα
απόδοση Γιώργου Χουλιάρα

απόδοση :Γιώργος Χουλιάρας 

i.Η δύ­να­μη της Κίρ­κης

Πο­τέ δεν με­τα­μόρ­φω­σα κα­νέ­ναν σε γου­ρού­νι.
Κά­ποιοι άν­θρω­ποι εί­ναι γου­ρού­νια· τους κά­νω
Να φαί­νο­νται σαν γου­ρού­νια.

Έχω σι­χα­θεί τον κό­σμο σου
Που αφή­νει το έξω να με­ταμ­φιέ­ζει το μέ­σα. 
Δεν ήταν κα­κοί οι άντρες σου ·
Η μη πει­θαρ­χη­μέ­νη ζωή
Τους το έκα­νε αυ­τό. Σαν γου­ρού­νια,

Με τη φρο­ντί­δα τη δι­κή μου
Και των γυ­ναι­κών μου
Γλύ­κα­ναν αμέ­σως.

Με­τά αντέ­στρε­ψα το ξόρ­κι, δεί­χνο­ντάς σου την κα­λο­σύ­νη μου
Κα­θώς και τη δύ­να­μή μου. Εί­δα ότι
Θα μπο­ρού­σα­με να εί­μα­στε ευ­τυ­χι­σμέ­νοι εδώ,
Όπως εί­ναι άντρες και γυ­ναί­κες
Όταν οι ανά­γκες τους εί­ναι απλές. Ταυ­τό­χρο­να,

Προ­έ­βλε­ψα την ανα­χώ­ρη­σή σου,
Οι άντρες σου με τη βο­ή­θειά μου να αψη­φούν
Την κλα­μέ­νη, μα­νια­σμέ­νη θά­λασ­σα. Νο­μί­ζεις

Λί­γα δά­κρυα με στε­νο­χω­ρούν; Φί­λε μου,
Κά­θε μά­γισ­σα εί­ναι
Πραγ­μα­τί­στρια κα­τά βά­θος · κα­νείς δεν βλέ­πει την ου­σία
Αν δεν βλέ­πει όρια. Αν ήθε­λα μό­νο να σε κρα­τή­σω
Θα σε κρα­τού­σα αιχ­μά­λω­το.

Annibale Carracci - Ulisse e Circe


ii. Το βα­σα­νι­στή­ριο της Κίρ­κης

Με­τα­νιώ­νω πι­κρά
Τα χρό­νια που σε αγά­πη­σα
Στην πα­ρου­σία και την απου­σία σου, με­τα­νιώ­νω
Για τον νό­μο, το λει­τούρ­γη­μα
Που μου απα­γο­ρεύ­ουν να σε κρα­τή­σω, η θά­λασ­σα

Ένα σε­ντό­νι από γυα­λί, η ομορ­φιά των
Λευ­κών από τον ήλιο ελ­λη­νι­κών πλοί­ων: πώς
Θα μπο­ρού­σα να έχω τη δύ­να­μη αν
Δεν εί­χα την επι­θυ­μία
Να σε με­τα­μορ­φώ­σω: όπως

Αγα­πού­σες το σώ­μα μου,
Όπως εκεί έβρι­σκες
Το πά­θος που υψώ­σα­με πά­νω
Από κά­θε άλ­λο δώ­ρο, σε εκεί­νη τη μια στιγ­μή
Πά­νω από την τι­μή και την ελ­πί­δα, πά­νω από την
Αφο­σί­ω­ση, στο όνο­μα αυ­τού του δε­σμού
Σου αρ­νού­μαι
Πα­ρό­μοιο αί­σθη­μα για τη γυ­ναί­κα σου
Κα­θώς σε αφή­νω
Να ξα­πλώ­σεις μα­ζί της, σου αρ­νού­μαι
Τον ύπνο ξα­νά
Αν δεν μπο­ρώ να σε έχω.

Friedrich Preller, Der Zauber der Circe,


iii. Η λύ­πη της Κίρ­κης

Στο τέ­λος, απο­κά­λυ­ψα
Τον εαυ­τό μου στη γυ­ναί­κα σου όπως
Ένας θε­ός θα έκα­νε, στο δι­κό της σπί­τι, στην
Ιθά­κη, μια φω­νή
Χω­ρίς σώ­μα: στα­μά­τη­σε
Να πλέ­κει, γυ­ρί­ζο­ντας το κε­φά­λι της
Πρώ­τα δε­ξιά, έπει­τα αρι­στε­ρά
Αν και δεν υπήρ­χε ελ­πί­δα βέ­βαια
Να συν­δέ­σει τον ήχο με οποια­δή­πο­τε
Πραγ­μα­τι­κή πη­γή: αμ­φι­βάλ­λω
Αν θα γυ­ρί­σει στον αρ­γα­λειό της
Με όσα ξέ­ρει τώ­ρα. Όταν
Θα την ξα­να­δείς, πες της
Έτσι λέ­ει αντίο ένας θε­ός.
Αν εί­μαι στο κε­φά­λι της για πά­ντα
Εί­μαι στη ζωή σου για πά­ντα.




Tony Scherman -Circe


Άθως Δημουλάς - Οδυσσεύς

Έχει πολλά να θυμηθεί απ’ τη ζωή του!
(Όσα ίσως κανείς θνητός). Η γοητεία
της Κίρκης βαραίνει την ανάμνησή του.
Κι όταν έφυγε απ’ την Κίρκη, η τρικυμία.


Εκινδύνεψε πολλές φορές. Μα η πανουργία
(και η τύχη) τον οδήγησαν σώο στο νησί του.
Ο Πολύφημος, τυφλός, ωρύεται. Η κραυγή του
ακόμα του φέρνει αγωνία.

Στη μνήμη του έρχονται του γυρισμού του
οι περιπέτειες και οι δόλοι. (Του παλατιού του
γαλήνιος απλώνεται εμπρός του τώρα ο κήπος).

Ξάφνου ταράζει την καρδιά του χτύπος
μεγάλος. Το φοβερό τέχνασμα του νου του
ιδού: ο Δούρειος ίππος.

Άθως Δημουλάς. 1958. Ορφεύς και άλλα ποιήματα. Αθήνα: Δίφρος. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Άθως Δημουλάς. 1986. Τα ποιήματα. Αθήνα: Στιγμή.



John Collier - Circe

 Βίκυ Δρακουλαράκου -  Οδυρμός
Με έλεγαν Οδύσσεια. Στης Κίρκης το ομηρικό νησί περιφερόμουν πίνοντας τις ευφοβικές ουσίες τής βασίλισσας Αιαίας. Ήμουν το νόθο παιδί των ρημαγμένων πατριωτών και των γεννητόρων η παραφωνία. Σημαιοφόρος αφανής, στην άγνωστη γωνία, που κρυφά θρηνούσα. Απ΄το φτιασίδωμα του κόσμου αυτομόλησα σαν με παγίδεψε ο εθισμός στα πένθιμα τα σκότη. Κι όταν με χόρεψε η εξάρτηση, το απάνθισμα του νοσηρού νυμφεύτηκα. Σε λιμάνι αγαλλίασης ποτέ δεν βγήκα, στα ανοιχτά λεηλατήθηκα κάτω από μέλανους ουρανούς ξοδεύτηκα. Της μάνας μου την αγκαλιά νωρίς αποχωρίστηκα, τον πολύπαθο απορφανισμό μου επέλεξα γιατί στη σκέψη μου είχα μόνο το φευγιό, και του ταξιδιού το λαχάνιασμα στο κορμί μου. Κι έμαθα έτσι να ζω, παραβγαίνοντας μαζί μου. Οι νύχτες μου ήταν ασέληνες κι ευωδίαζαν πόνο αδελφοποιημένες με το σώμα μου και το λιμνάζων νου μου. Τη ζωή μου ολιγώρησα στο ξεμονάχιασμα της νύχτας στο χρώμα το λευκό την έβαψα Αδιερεύνητη άφησα την άνοιξη κάτω απ΄ τα ερείπια στην ειμαρμένη της δραματουργία, κοιμώμενη. Δοσίλογο το μελτέμι της απαντοχής μου για την αποξένωση, της απαξιωμένης άνοιξης. Χρόνια στην εσχατιά, την ευτυχία ξήλωνα για να υφάνω έναν ιστό, σαν έρθει η λησμονιά να σκεπάσω,το μελανόχρωμο περιβραχιόνιο της ψυχής μου.
  
💚        💚

 Βίκυ Δρακουλαράκου - Κίρκη
Από της Κίρκης το ομηρικό νησί, προσεύχομαι σιωπηλά για ρόδινο βασίλεμα μέσα απ΄το τωρινό παράθυρο της δύσης.

Κίρκη.Durand, André, 2001.


Γιώργος Θέμελης - Ο Γυρισμός. Σχέδιο για μια λυρική εποποιΐα

ΤΡΙΤΗ ΡΑΨΩΔΙΑ - Κίρκη

Δεν ήξερε να μιλήσει
Όπως μιλάει η γυμνή γυναίκα κρύβοντας το χέρι σου μέσα στον κόρφο της
Για να σου πει την αγάπη και να σου καρφώσει έναν ήλιο
Που μαραίνεται

Γινόταν μαύρη θλίψη και σε σκέπαζε σαν την ομίχλη που τρυπάει το πρόσωπο
Κ’ έριχνε στο ποτήρι σου πικρή αψιθιά φουχτιές μαράζι
Για να σου βγάλει την αρματωσιά στο στόμα της σπηλιάς
Για να κατέβει αργά συρτά τα σκαλοπάτια σου μες στην ψυχή σαν το χτικιό που μπαίνει και γεννάει τ’ αβγά του

Ένιωθες να σε σφάζει μια γλυκιά μαχαιριά
Σφάχτης ανήλεος μες στη γραμμή της πίκρας
Να σου λιανίζει τους αρμούς, να ξεκλειδώνει την απελπισιά
Για να σε κάμει ένα ήμερο ζώο
Ένα
Θλιμμένο
Άγαλμα

***
Ω πώς έσκουζαν γύρω τα ζώα οι φυλακισμένες ψυχές μέσα στους βράχους
Πώς κοίταζαν ανάβοντας τα θολά τους μάτια που δεν μπορούσαν πια να κλάψουν
Μήτε να κεντήσουν άστρα και ψάρια στα δίχτυα της βροχής
Μήτε ν’ αρματώσουν μονόξυλα κι όνειρα στις όχθες του ήλιου
Μήτε να χαράξουν κάποια τολύπα που ανεβαίνει και χάνεται
Και πάλι ξαναγίνεται κι ανεβαίνει και χάνεται πικραίνοντας τον ουρανό μαύρος καημός
Μήτε να θυμηθούν
Μήτε να ελπίσουν

***
Μαχαίρι μαυρομάνικο
Μαχαίρι μου που σε φορώ και σ’ έχω απάνω μου
Λίγο πιο κάτω απ’ την καρδιά
Λίγο πιο μέσα απ’ την αγάπη
Για να σταυρώνω το ψωμί που τρώω
Για να σφραγίζω το νερό που πίνω
Για να κόβω τη γλυκιά ζωή
Απ’ το θάνατο

***
Παιδιά συντρόφοι αδέλφια μου απ’ την ίδια σάρκα
Τί το κάματε το ψωμί που σας μοίρασα
Το δυνατό κρασί που σας πότισα
Σαν την πονετική αυγή που μοιράζει το σώμα της στα πουλιά της

Ανοίξτε την κοιλιά του λύκου που σας χωνεύει
Τρυπήστε το χοντρό δέρμα που σας κλέβει τον ήλιο
Τη μαύρη μέρα που σας βουλιάζει μέσα στο χώμα

***
Σηκωθείτε γιατί θα χάσουμε τον καιρό
Σηκωθείτε γιατί θα χάσουμε τον καπνό που βγάζει η θύμηση

Τις χρυσές αρκούδες στα δάση τ’ ουρανού


Marc Chagall -Circé» – from «L’ Odyssée»


Αχιλλέας Κατσαρός -Τα μάτια της Κίρκης

 στην Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ 

 Σου έχω γυρίσει το κεφάλι. 
Δεν φοβάμαι να σε μεταμορφώσω. 
Φοβάμαι να μεταμορφωθώ. 
Τα μαλλιά μου μαύρα και ίσια 
απλώνονται ως την πλάτη μου 
κι ακολουθούν τα βήματά σου
 έτσι όπως σε βρίσκει η σιωπή. 
Σέρνω αλυσίδες. 
Γυναίκα είμαι.
 Επανάσταση είμαι. 

Σίσυφος βυθισμένος 
μες στον γαλάζιο λαιμό της Λυπηού. 

 (Από τη συλλογή «Η χειρουργική των έσω ουρανών», εκδ. ARS POETICA, 2014)

https://www.andro.gr/


 Η Κίρκη προσφέρει το ποτήρι στον Οδυσσέα (1891) του Τζον Γουίλιαμ Γουότερχαουζ


Χλόη Κουτσουμπέλη -Κίρκη και Ναυσικά

 Όχι ποτέ δεν ερωτεύτηκε την Κίρκη ο Οδυσσέας. 
Πρώτον για γυναίκα έπινε πολύ. 
Ύστερα ήταν το θέμα με τις μεταμορφώσεις. 
Άδικα αυτή ισχυριζόταν 
πως μπορεί κάποιος να γίνει μόνον
 αυτό που πιο πολύ φοβάται 
και πως το μόνο που έκανε η ίδια 
ήταν να σπάει το εκμαγείο 
για να απελευθερώσει το ζωντανό κορμί. 
Τέλος έφταιγε που ήταν μάγισσα. 
Όμως πανσέληνος το σύμπαν της γυναίκας. 
Βελούδινο όπως μια μαύρη γάτα. 
Πότε ορχιδέα πότε ρόδι. 
Κουβάρι από κλωστές που σπαν συνέχεια
 όπως οι χορδές μιας λύρας μες στον Γαλαξία. 
Ούτε όμως την Ναυσικά ερωτεύτηκε. 
Την άφησε μόνη της να παίζει με δεμένα μάτια 
με άσπρο φόρεμα και κοντά καλτσάκια 
σε ένα ακρογυάλι με τις φίλες της τυφλόμυγα. 
Όχι δεν ερωτεύτηκε ποτέ 
ούτε την μία ούτε την άλλη ο Οδυσσέας. 
Και ούτε βέβαια ποτέ του υποπτεύτηκε. 
Πως Κίρκη και Ναυσικά 
ήταν δύο από τα πρόσωπα της Πηνελόπης.

 (Ανέκδοτο ποίημα της Χλόης Κουτσουμπέλη) 


 Η Κίρκη  του Ντόσσο Ντόσσι


Εζρα Πάουντ - Κάντο Ι

Και τότε κατηφορίσαμε στο καράβι,
Κυλήσαμε την καρένα στη θάλασσα του Θεού,
Σηκώσαμε τ’άλμπουρο και το πανί στο μελανό τούτο καράβι,
Και το φορτώσαμε μ’αρνιά, φορτώσαμε μαζί και τα κορμιά μας
Βαριά από δάκρια κι’ οι αγέρηδες ολόπρυμα
Μας πήραν πέρα μακριά με το πρισμένο καραβόπανο,
Της Κίρκης τούτη η τέχνη, της καλοχτένιστης θεάς.
Τότες καθίσαμε στην κουπαστή κι’ο αγέρας μάγκωνε το τιμόνι.
Έτσι ολάρμενοι, περνούσαμε το πέλαγο ως να τελειώσει η μέρα.
Αποκοιμήθη ο ήλιος, ίσκιοι σ’ ολάκερο τον ωκεανό,
Και τότες μπήκαμε στα πιο βαθιά νερά,
Στις Κιμμέριες χώρες και στις πολυάνθρωπες πολιτείες
Σκεπασμένες με μια κρουστή καταχνιά• ποτές δεν την τρυπάει
Ο αχτιδοβόλος ήλιος
Μητε όταν βγαίνει στ’ αψηλά κοντά στ’ αστέρια
Μήτε όταν σκύβει να γυρίσει πίσω από τον ουρανό•
Νύχτα ολόμαυρη τεντωμένη πάνω σ’ άμοιρους ανθρώπους.
Πίσω το ρέμα του ωκεανού, κι’ ήρθαμε τότε
Στον τόπο που μας αρμήνεψε η Κίρκη.
Εδώ κάμανε θυσίες ο Περιμήδης κι’ ο Ευρύλοχος
Και τραβώντας το σπαθί από το μερί μου
Έσκαψα το τετράπηχο χαντάκι•
Χύσαμε τότες σπονδές στον κάθε νεκρό,
Πρώτα υδρόμελι, κι’ έπειτα γλυκό κρασί, νερό κι’άσπρο αλεύρι.
Και προσευκήθηκα πολύ στ’ αδύναμα κεφάλια του θανάτου•
Καθώς γυρίσω στην Ιθάκη, στέρφα γελάδια απ’ τα καλύτερα
Να τους θυσιάσω, πλούτη στιβάζοντας στην πυρά…
Αλλά ήρθε πρώτος ο Ελπήνωρ, ο φίλος μας Ελπήνωρ,
Άθαφτος, αποριγμένος πάνω στη μεγάλη γης,
Κουφάρι που τ’αφίσαμε στο σπίτι της Κίρκης,
Άκλαυτο κι’ ασαβάνωτο: τα βάσανα μας κέντριζαν γι’ αλλού.
Αξιολύπητο πνέμα. Και φώναξα μιλώντας βιαστικά:
«Ελπήνωρ, πώς έφτασες στο σκοτεινό τούτο ακρογιάλι;
«Πεζοδρόμος ήρθες ξεπερνώντας τους θαλασσινούς;»
Κι αυτός βαριά μιλώντας:
«Τύχη κακιά και το πολύ κρασί. Γλύστρησα στο μέγαρο της Κίρκης.
«Κατεβαίνοντας την αψηλή σκάλα αφύλαχτος
«Έπεσα πάνω στον τοίχο,
«Τσάκισα το κόκκαλο του αυχένα κι’ η ψυχή γύρεψε τον Άδη.
«Μα εσύ, Βασιλιά, παρακαλώ θυμήσου με, άκλαυτον, άθαφτο,
«Σώριασε τ’άρματά μου, φτιάξε μου τάφο στην ακρογιαλιά και γράψε:
«Ένας άμοιρος άνθρωπος και μ’όνομα μελλούμενο.
«Και κάρφωσε το κουπί μου που έλαμνα μαζί με τους συντρόφους.»

Ήρθε κι’ η Αντίκλεια και την έδιωξα, κι’ ύστερα ο Τειρεσίας ο Θηβαίος,
Κρατώντας το χρυσό ραβδί, με γνώρισε και μίλησε πρώτος:
«Ήρθες ξανά; Γιατί; Κακορίζηκε άνθρωπε,
«Μέσα στους ανήλιαγους νεκρούς, στην άχαρη τούτη χώρα;
«Τραβήξου απ’ τον τράφο, άφησε το αιματερό πιοτό μου
«Για να μαντέψω».
Και τραβήχτηκα πίσω,
Κι’ αυτός δυναμωμένος από το αίμα είπε τότες: «Οδυσσέα
«Θα γυρίσεις διαβαίνοντας τον πεισμωμένο Ποσειδώνα
«Πάνω σε μαύρες θάλασσες
«Θα χάσεις όλους τους συντρόφους». Και τότες η Αντίκλεια ήρθε.
Μείνε ήσυχος Divus. Θέλω να πω τον Αντρέα Divus.
In officina Wecheli, 1538, μέσα από τον Όμηρο
Κι’ αρμένισε πλάι σε Σειρήνες κι’ έπειτα πέρα στ’ ανοιχτά
Και προς την Κίρκη.
Venerandam,
Κατά την φράση του Κρητικού, χρυσοστέφανη, Αφροδίτη
Cypri munimenta, sortita est, πασίχαρη, orichalchi, με τις μαλαματένιες
Ζώνες και τους στηθόδεσμους, συ με τα μαύρα βλέφαρα
Φέρνοντας το χρυσό κλωννάρι του Αργειφόντη. Έτσι λοιπόν:

Μετάφραση: Γιώργος Σεφέρης


 Frederick S. Church's Circe (1910)


Γιώργης Παυλόπουλος- Στης Κίρκης

Πλάγιαζα στο σκοτάδι και την περίμενα
ακούγοντας ν’ ανεβαίνει τη σκάλα
μες στη δροσιά του σπιτιού
σαν ψίθυρος από φιλιά κι ανάσες.

Γύρευα τότε να ξεφύγω
μα η ομορφιά της στάλαζε στα κόκαλά μου
νύχτες που μελετούσα το κενό
πηγαίνοντας από την ηδονή στον Άδη.

Και τα λαγόνια της να φέγγουνε στον ύπνο μου
ματόκλαδα και χείλια που τα ’σκιζε ο πόθος μου
κι ο γυρισμός στον ύπνο μου μονάχα
λίγος καπνός από μακριά
λουλούδια κι ένα δροσερό σταμνί.
Και το καράβι μου στον κήπο της
δεμένο κι άγρυπνο
σαν ένα μεγάλο μαύρο σκυλί
μου θύμιζε κάποτε τους συντρόφους που χάθηκαν
ή τις παράξενες αφορμές της αγάπης.

Γιώργης Παυλόπουλος. 1971. Το κατώγι. Αθήνα: Ερμής. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Γιώργης Παυλόπουλος. 2001. Ποιήματα (1943–1997). Αθήνα: Νεφέλη.



 Angelica Kauffman's painting of Circe enticing Odysseus (1786)


Λευτέρης Πούλιος -Λεηλατημένη μέρα

Ο πόλεμος της Τροίας τελείωσε προσφέροντας στους τρώες
ο πολύτροπος το δούρειο τζουκ-μποξ.
Βαδίζω έξω από κέντρα που παίζει δυνατά το μπουζούκι
ενώ υψώνονται γύρω μου τα καταστήματα καταποντισμένων
ανθρώπων.
Δίπλα στο πρακτορείο του προπό και το σουβλατζίδικο
το κομμωτήριο ένας βυθός με γυναίκες ασάλευτες.
Εργάτες αυτή τη στιγμή στήνουν χορό πάνω σε
κρανία τρώων πολεμιστών
και μια ανήλικη πόρνη γνέφοντας κι ακτινοβολώντας
με μoβ φουστάνι πέτσινες μπότες λιγνά δάχτυλα
φουντωμένα μαλλιά και σέξι φωνή
να λικνίζεται στις 45 στροφές του δίσκου
και τα μάτια της έχοντας τη λάμψη των ματιών
της Κίρκης.

Ραψωδοί σε φωτισμένα σανίδια στο απέναντι
καμπαρέ όπου στριπτιζέζες της πεντάρας
και μισοφάλακροι νεόπλουτοι
διασκεδάζουν με την ορχήστρα
ωραίων νεκρών.

Λευτέρης Πούλιος. 1978. Αλληγορικό σχολείο. Αθήνα: Κέδρος.



 Wilhelm Schubert van Ehrenberg's Ulysses at the Palace of Circe (1667)

Γιάννης Υφαντής - Η Κίρκη

Σκέφτηκε πως καλό ήταν να ’βγαιν’ έξω· άνοιξε λοιπόν το ψυγείο
ξεκρέμασε τις σάρκες της, τις φόρεσε
κοιτάχτηκε λιγάκι στο φεγγάρι
που ήταν κρεμασμένο εκεί στο έβγα της σπηλιάς
και κατηφόρισε.
— Πού πάει;
— Έρχεται να σας ρίξει βελανίδια σύντροφοι!

Γιάννης Υφαντής. [1977] 1995. Μανθρασπέντα. 4η έκδ. Αθήνα: Δελφίνι.



The Kingdom of Sorceress Circe by Angelo Caroselli (c. 1630)


ΒΙΒΛΙΟ


ΜΙΛΛΕΡ ΜΑΝΤΕΛΙΝ - ΚΙΡΚΗ
ISBN: 978-960-605-606-2


Πολύ συχνά, οι γυναίκες στην αρχαία ελληνική μυθολογία κατατάσσονται σε δύο κατηγορίες. είναι είτε δολοφονικές μέγαιρες με φριχτή κατάληξη είτε ενάρετα και τραγικά πιόνια με αμελητέα επίδραση. Η Κίρκη είναι διαφορετική. Είναι μία από τις ελάχιστες γυναίκες της αρχαιότητας που επιτρέπεται να έχει δύναμη και δεν τιμωρείται γι’ αυτό στο τέλος της ιστορίας. Δεν είναι ούτε μοχθηρή ούτε αθώα, αλλά πολυσύνθετη. Η Κίρκη αντιπροσωπεύει τη γυναικεία δύναμη και αυτό προκαλεί και τρομάζει. Είναι η γυναίκα που έχει περισσότερη δύναμη απ’ όση η κοινωνία λέει ότι πρέπει να έχει. Η Miller, με ιδιαίτερο λυρισμό και μαεστρία, υφαίνει τον χαρακτήρα της Κίρκης μεταφέροντας τα μυθικά τέρατα και τις περιπέτειές της στο σήμερα και αποδεικνύοντας πόσο επίκαιρη παραμένει η ιστορία της.


Αποσπάσμα από συνέντευξη της Μάντλιν Μίλερ 

Πηγή: www.lifo.gr


— Γιατί επιλέξατε στην Κίρκη για ηρωίδα του βιβλίου σας; 

Όταν ήμουν 13 και διάβαζα την Οδύσσεια σε μετάφραση με ενδιέφερε πολύ το επεισόδιο με την Κίρκη γιατί ήταν πολύ ασυνήθιστα τα λιοντάρια, οι λύκοι, η μεταμόρφωση των ανδρών σε γουρούνια... Αυτή η γυναίκα είχε μεγάλη δύναμη, αλλά γονάτισε μπροστά στον Οδυσσέα και στο σπαθί του και απογοητεύτηκα πολύ. Δεν ήθελα να ταπεινωθεί, γιατί με είχαν γοητεύσει η ανεξάρτητη ζωή που ζούσε και η δύναμή της, η οποία δεν προκύπτει από τη θεϊκή υπόσταση και τη μαγεία αλλά από τη γνώση, τη δουλειά και τις ικανότητές της. Για μένα είναι καλλιτέχνης στη μαγεία, στην ύφανση και στο τραγούδι και είχα βρει πολύ ενδιαφέρουσα την ιδέα της γυναίκας καλλιτέχνιδας που ζει σχεδόν μόνη σε ένα νησί. Μπορεί να ήταν ένα μικρό μέρος μιας εντυπωσιακής ιστορίας και να εξυπηρετούσε απλώς την ιστορία του Οδυσσέα, αλλά ήθελα να το αντιστρέψω αυτό, να την κάνω το κύριο πρόσωπο μιας δικής μου ιστορίας. Στον μύθο είναι σέξι και μυστηριώδης, άδηλη, κάτι που χαρακτηρίζει κυρίως τις γυναίκες, κι αυτό ήταν πολύ ενοχλητικό. 

— Και παρουσιάζεται πάντα ως η κακιά της υπόθεσης. 

Ναι, αυτό με θυμώνει πολύ, γιατί στην πραγματικότητα ο Όμηρος δεν την παρουσιάζει ως κακιά. Είναι τρομαγμένη και μεταμορφώνει τους άντρες σε γουρούνια, αλλά μετά τους στηρίζει και τελικά είναι ένα από τα πρόσωπα που βοηθούν πιο πολύ τον Οδυσσέα. Τον βοηθάει να πολεμήσει τα τέρατα, του λέει πώς πρέπει να μιλήσει στον Τειρεσία στον Κάτω Κόσμο, πώς να φτάσει στον προορισμό του ‒ νομίζω ότι έχει μια κακή φήμη που δεν της αξίζει.

  Δεν μπορώ να χάνω την ελπίδα μου όταν βλέπω νέους ανθρώπους να υψώνουν τη φωνή τους, να παίρνουν τον λόγο και να ξεσηκώνονται. Ευελπιστώ ότι σιγά σιγά αυτοί θα γίνουν η πλειοψηφία. 

— Πώς προέκυψαν τόσες ιστορίες πίσω από τη βασική ιστορία; Υπάρχουν πηγές που μελετήσατε ή τις έχετε φανταστεί; 

Οι βασικές πηγές μου ήταν το ερωτικό τρίγωνο μεταξύ Κίρκης, Γλαύκου και Σκύλλας, η οποία στην Οδύσσεια είναι απλώς ένας τέρας και όχι μια νύμφη, η σχέση της Κίρκης με την Αργοναυτική Εκστρατεία, κατά τη διάρκεια της οποίας η Μήδεια και ο Ιάσονας έκαναν πολύ βίαια πράγματα για να γλιτώσουν, και έπειτα το χαμένο έπος, η Τηλεγόνεια, που περιγράφει τις περιπέτειες του γιου του Οδυσσέα και της Κίρκης, του Τηλέγονου. Οτιδήποτε άλλο προσπάθησα να το φανταστώ για να συμπληρώσω τις ιστορίες, αλλά όλα έπρεπε να βγάζουν νόημα και να είναι λογικά για την Κίρκη. 
 Η αδερφή της Κίρκης, η Πασιφάη, είναι η μητέρα του Μινώταυρου, έτσι έβαλα σε μια λογική σειρά τον Μινώταυρο, τον Δαίδαλο και την Αριάδνη. Επίσης, ο αδερφός της, ο Αιήτης, είναι ο πατέρας της Μήδειας και είχε ενδιαφέρον να αγγίξω και αυτή την ιστορία. Ο πατέρας της Κίρκης είναι ο Ήλιος και παππούς της ο Ωκεανός, οι οποίοι σχετίζονται με τον Προμηθέα και τους Τιτάνες ‒ πάντα έψαχνα για πράγματα, δεν ήθελα απλώς να συμπεριλάβω τυχαία κάθε χαρακτήρα της ελληνικής μυθολογίας που αγαπούσα, ήθελα κάθε πρόσωπο που έβαζα να έχει αληθινή σχέση με την Κίρκη, το μελέτησα πολύ αυτό. Με ενδιαφέρει πολύ η κατανόηση, γενικά νομίζω ότι αυτό θα μας σώσει. Και εσκεμμένα έκανα την προσαρμογή για το βιβλίο μου να μιλάει σαν άνθρωπος και να έχει την ικανότητα να συμπονά, για τους απλούς αναγνώστες που θα το διάβαζαν και όχι για του ακαδημαϊκούς. Εκτός από την Οδύσσεια και την Ιλιάδα, μελέτησα τις Μεταμορφώσεις του Οβιδίου, Βιργίλιο, την Αινειάδα και πολύ πιο μοντέρνα πράγματα. Επηρεάστηκα από το Τρωίλος και Χρυσηίδα του Σαίξπηρ, γενικά απ' όλες τις τραγωδίες, και σίγουρα η Μήδεια ήταν επίσης τεράστια επιρροή. 
 Το επεισόδιο με την Κίρκη το διηγείται ο Οδυσσέας, λέει την ιστορία στους Φαίακες, και είναι μέγας ψεύτης. Λέει τα γεγονότα όπως τον συμφέρουν, από τη δική του σκοπιά, γι' αυτό ήθελα να διηγηθώ την ιστορία από την πλευρά της Κίρκης. Στο βιβλίο μου δεν γονατίζει μπροστά του, αυτό ήταν πολύ σημαντικό για μένα. Το πιο σημαντικό, όμως, ήταν ότι ο Όμηρος ήθελε μυστήριο, γι' αυτό την έβαλε να μετατρέπει τους άντρες σε γουρούνια, χωρίς να εξηγεί τον λόγο. 
 Σε κατοπινές ερμηνείες θεωρείται η κακή που μεταμορφώνει τους ανθρώπους χωρίς λόγο, αλλά αισθάνομαι ότι ψάχνει έναν τρόπο να αμυνθεί, γιατί το βρίσκω πολύ ακραίο αυτό που κάνει. Προσπάθησα να καλύψω όλα τα κενά που αφήνει ό Όμηρος στην ιστορία του. Πήρα τον κόσμο του Ομήρου και φαντάστηκα πώς φτάνεις μέχρι εκεί. Πηγή: https://www.lifo.gr/



Circe the Temptress by Charles Hermans (c. 1859–1924)

ΜΟΥΣΙΚΗ 

Νίκος Παπάζογλου - Κίρκη
Στίχοι: Σωκράτης Μάλαμας Μουσική: Σωκράτης Μάλαμας Είσαι μια πέτρα στην άκρη του δρόμου κι είμαι παιδί κουρασμένο στον ίσκιο σου μοιάζεις με λέξη που φτιάχνει τον κόσμο κι εγώ σταγόνα που βρέχει τα χείλη σου Μάγισσα Κίρκη πού με πας σε ποια γωνιά μ’ αφήνεις και με σβήνεις έχω ξεχάσει τι ζητώ ζω στο δικό σου κόσμο κι απορώ Παίζεις στα ζάρια τη μαύρη χαρά μου μα περιμένω βουβός στο κατώφλι σου έρχεται η νύχτα και φέγγεις μπροστά μου σαν ναυαγός κολυμπάω στο σεντόνι σου Μάγισσα Κίρκη πού με πας σε ποια γωνιά μ’ αφήνεις και με σβήνεις έχω ξεχάσει τι ζητώ ζω στο δικό σου κόσμο κι απορώ

The Wine of Circe, painted by Sir Edward Coley Burne-Jones.


ΣτιχουργόςΚαρτελιάς Κώστας
ΣυνθέτηςΘεοδωράκης Μίκης 

Σαν Κίρκη μάγισσα σαν νύχτα κολασμένη
σαν νυχτερίδα που το αίμα μου ρουφάς.
Όση αλήθεια έχω μέσα μου την παίρνεις
για να τυλίγεις ψέματα να τα πουλάς.

Δεν το αντέχεις τον καθρέφτη της ψυχής σου
για αυτό στα μάτια μου γυρεύεις να κοιτάς.
Είμαι το άλλοθι σ’ αυτή την ενοχή σου
η αθώα μάσκα σου που θέλεις να φοράς

Είχα πιστέψει στην αρχή πως μ’ αγαπούσες
μα εσύ μονάχα το κενό σου αγαπάς
Άντε λοιπόν σ’ αυτό που πάντα υπηρετούσες
κι άσε με εμένα τίποτα δε μου χρωστάς.

Κίρκη.Barney, Alice Pike, (1857–1931)


Γεωργία Βεληβασάκη - Κίρκη Μουσική: Γιάννης Γεωργιλάς Στίχοι: Ειρήνη Αμπατζίδου Video Editing: Ελίνα Μπουκουβάλα Από το άλμπουμ 'Γιάννης Γεωργιλάς - Σιωπή Ν' Ακούσουμε' ℗ 2018 Chromodiastasi Ltd / MLK Της Κίρκης της μάγισσας τ’ όμορφο φόρεμα τ’ αφημένο στα βράχια μου το φερε ο άνεμος Κάποιας τύχης που φύσηξε και με πήρε για λίγο Της Κίρκης της μάγισσας το φόρεμα τ’ όμορφο θα μου πήγαινε μάλλον Μα και πάλι θα μ’ άφηνε για την άλλη που ύφαινε στην πατρίδα, ο ξένος Σα γυρνούσε στο σπίτι του, για την Κίρκη που μάγεψε πόσα ψέματα θα’ λεγε στην πιστή Πηνελόπη Της Κίρκης το φόρεμα κι αν το ζήλεψα κάποτε στον αέρα το άφησα να το πάρει να φύγει Κι αν το ψέμα δε γλίτωσα την αλήθεια σεβάστηκα και τη βάσταξα μόνη Για της Κίρκης το φόρεμα σε κανέναν δε μίλησα Πόσο όμορφη θα ‘δειχνα αν το φόραγα τάχα

Η Κίρκη μεταμορφώνει ένα σύντροφο του Οδυσσέα σε γουρούνι.Bearden, Romare, 1977.



Pasquale Anfossi farsetta La Maga Circe


Odysseus on the island of Circe - Gioseffo Zamponi (1650) 


George Romney's c. 1782 portrait of Emma Hamilton as Circe.



Christoph Willibald Gluck, Telemaco ossia L'isola di Circe, 1765



King Britt & Ursula Rucker - Circe (Original Mix) [Guidance, 1999]


Anna Stereopoulou, Circe: The Black Cut, 2015



Wright Barker's 1889 painting of Circe as musician

Δ. Λιαντίνης – Τα κατά Κίρκην

Ihr Frohlichen am Isthmos, und am Cephyss und am Taygetos. Holderlin

Ο Όμηρος είναι ή για τα μικρά παιδιά ή για τους πολύ γέροντες. Θα τον ακούσεις να παραμυθολογεί και θα σε δέσουν τα λόγια του, όπως σε δένουν μαύρα μάτια ή γαλανά, όταν δεν ξέρεις σχεδόν τίποτα ή όταν τα ξέρεις σχεδόν όλα. Έλα να ιδούμε, λοιπόν, κάτω απ' αυτή τη διπλή οπτική του μικροσκοπίου και του τηλεσκόπιου τι λέει στην ιστορία της Κίρκης.

Το καράβι του Οδυσσέα με τους συντρόφους πλέει στα νερά, και βιγλίζει μακρυά τους ορίζοντες. Ξαφνικά φαίνεται στο ραντάρ του νησί. Πλησιάζουν γλαυκοπετώντας και λάμνοντας και το νησί μεγαλώνει. Μεγαλώνει, ωσότου παίρνει το θώρι μιας ωραίας εξωτικής παραλίας.

- Τραβάτε και ιδέστε, τι είναι εκεί, λέει ο Οδυσσέας στους ναύτες. Γιομίστε τα τουλούμια με νερό. Πάρτε και στα φλασκιά κρασί, εάν βρείτε. Φέρτε και παξιμάδια, ανανάδες, καρύδες και ότι άλλο πετύχετε φαγώσιμο για το ταξίδι. Κι ελάτε να τραβήξουμε για τη μακρυνή Ιθάκη. Άειντε, και κάμετε σύντομα.

Οι σύντροφοι βαρκαρίζουνται στο νησί, κι ο βασιλιάς μένει επάνω στο καράβι φύλακας, συντηρητής, οικονόμος, και τεχνικός διαχειριστής.

Οι σύντροφοι προχωρούνε, ακροαστικά και ανιχνεύοντας, φτάνουν μπροστά σ' ένα παλάτι, και βλέπουν μια μάγισσα. Η Κίρκη είναι αυτή. Την πλησιάζουνε άφοβα, κι εκείνη τους ρωτάει το ποιος και το πώς, το πούθε, το γιατί και για που. Ακούει και μαθαίνει.

Ύστερα τους κοιτάει γλαρωτικά, σηκώνει μια ξαφνική βεργούλα, αγγίζει απάλαφρα τους συντρόφους στον ώμο και στον τράχηλο, κι αμέσως οι σύντροφοι γίνουνται χοίροι. Ένα γραμμόφωνο πιο πέρα παίζει κάποιο σημαδιακό ρεμπέτικο:

Τα δυο σου χέρια πήρανε βεργούλες και με δείρανε.

Οι σύντροφοι σκορπίζουνται δυο δυο, τρεις τρεις στην πρασινάδα και στις βραγιές του κήπου, και αναματιάζουνται σαστισμένοι. Ύστερα, μ' ένα τρελό χοροπηδητό, αρχίζουνε να τρέχουν, να στέκουνται, να πηδάνε, και να γρυλλίζουν. Θέαμα ευτυχισμένο παραδείσου.

Λουτσάνε και στα νερά, κι όπου βρούνε λάσπη πάνε και χώνουν το μουσούδι τους, και κυλιούνται πανεύτυχα. Τα τρελαίνει η λάσπη τα γουρούνια, που λέει κι ο Δημόκριτος.

Ο Οδυσσέας περιμένει στο καράβι τους συντρόφους, αλλά οι σύντροφοι δεν έρχουνται. Μία, δύο, πέντε, δέκα ημέρες. Αδημονεί, συγχύζεται, κακοβάλνει. Κάποτε χάνει την υπομονή του. Ξεκινάει να πάει ο ίδιος στο νησί. Και πηγαίνει και βλέπει. Και βλέπει και θιαμάζεται. Και θιαμάζεται και δεν πιστεύει.

- Σε καλό μου, Ποσειδώνα! φωνάζει. Τι μού 'στειλες πάλι!

Τότε αντικρύζει και τη μάγισσα. Τα μάτια της είναι σκοτεινά της αστραπής. Σε μαρμαρώνουν. Ένα ρίγος νιώθει να κυλάει στη ράχη του, και ξαφνικά καταλαβαίνει. Δια μιάς συλλαβαίνει ολόκληρη την κατάσταση. Εποπτικά και ακαριαία, που λένε οι ψυχολόγοι της ενορατικής μάθησης. Ξιφουλκεί τότε, το μάτι του άγριο, και σκούζει στη μάγισσα.

- Πίσω, άτιμη, και σ' έφαγα. Τη Μπαναγία σου μέσα. Κάνε γρήγορα τους συντρόφους μου ανθρώπους! Γιατί σου παίρνω το κεφάλι με το σπαθί, όπως ο Περσέας τη Γοργόνα. Και δεν έχω και καθρέφτη.

Η Κίρκη πανικοβάλλεται, ξεφωνίζει αχ, ζαρώνει να αφανιστεί.

Σηκώνει το μαγικό ραβδάκι, αγγίζει πάλι τους συντρόφους. Ένας-ένας αρχίζει να αναδύεται μέσα από το θαμπό βάθος του κόσμου των ζώων. Αγάλι-γάλι τα γουρούνια παίρνουν ν' αλλάζουν σουσούμια, μεταμορφώνουνται, ξαναγίνουνται άνθρωποι.

Ο βασιλιάς διατάζει τους ναύτες να στοιχηθούν τριάδες, πάντα με το σπαθί στο χέρι. Κοιτάει τη μάγισσα και η ματιά του έχει μεγάλη εξάντληση. Ψιθυριστά σχεδόν της λέει:

- Καημένη μου, σπολλάτη σου. Που δε σε κόβω λιανά λιανά με το γεντέκι, να σε ρίξω να σε φάνε τα ψάρια της πισίνας σου. Κι είσαι και γυναίκα.

Είπε, και γυρίζει στους συντρόφους, και τους δίνει το παράγγελμα: - Άντρες! εμπρός μαρς! ένα δύο, εν δυο! Παίρνει τους στρατιώτες του και ξεμακραίνει κατά το καράβι.

Αυτή είναι η ιστορία της Κίρκης. Και κάπως έτσι θα την διδάξουμε στους μαθητές μας οι δάσκαλοι. Στα παιδιά των δεκατριώ χρονών. Θα καρυκέψουμε και λίγο το μάθημα με μια πρόχειρη γαρνιτούρα. Γραμματική, λίγη σύνταξη, λέξεις, εικόνες, στοιχεία εποχής, διαγραφή χαρακτήρων και τα συναφή. Πάει καλά.

Ένας μαθητής μικρός, μικρούτσικος, δοκιμάζει να ξηλώσει στην άκρη το στερεό ύφασμα που ύφανε ο αργαλειός της τάξης.

- Μα καλά, κυρ δάσκαλε, αυτός είν' ο Όμηρος; Ένα τέτοιο παραμύθι θα μπορούσε κι η γιαγιά μου να το πλάσει. Για να μας νανουρίζει τις νύχτες με το φεγγάρι. Λίγο αλαφροΐσκιωτη νά 'τανε, λίγο νεραϊδοπαρμένη, και φτάνει.

Αυτός είν' ο Όμηρος;

Αυτός είν' ο Όμηρος; ερωτάμε κι εμείς με τη σειρά μας. Ο πατέρας των ποιητών; Όπως έλεγε κι ο ίδιος για το Δια, ο πατέρας των θεών. Ο Όμηρος, στους έλληνες ο πρώτος, η πύλη του πολιτισμού της Ευρώπης, η ακένωτη πηγή της σοφίας;

- Οι τραγωδίες μου είναι ψίχουλα από την πλούσια τράπεζα του Ομήρου, έλεγε ο Αισχύλος. Κι ένας ζωγράφος, ο Γαλάτων, εζωγράφισε ένα συμπόσιο σε πολυτελή αίθουσα. Έβαλε γύρω-τριγύρω όλους τους μεγάλους έλληνες συγγραφείς, και στη μέση ο Όμηρος. Ανοίγει το στόμα του καθώς τερρακόττα, και κάνει εμετούς. Και οι άλλοι τρώνε εν χορώ τα "έμημεσμένα". Τριάντα αιώνες τώρα τον μελετάμε. Τον διδάσκουμε, τον σπουδάζουμε, τον εξηγάμε, τον σχολιάζουμε, και στην ακρη του δεν εφθάσαμε. Κι ούτε θέλει να φτάσουμε ποτές. Αυτός λοιπόν είν' ο Όμηρος; Ένας ανοϊκός γεροντάκος; Σε καλό μας, δηλαδή,

Ο μαθητής με τα έξυπνα μάτια έχει δίκιο. Μας προκαλεί. Να αποβάλουμε τη συνδρομή αφέλεια που, χωρίς οι ίδιοι να το νιώθουμε, κατεβάζει το δάσκαλο στην ηλικία του μαθητή. Ο μαθητής μας προκαλεί να ιστορήσουμε αλλοιώτικα την ιστορία. Όχι πια για τα παιδιά, αλλά για τους γερόντους. Κάπως έτσι.

Στον παλιό καιρό, στα χρόνια του Τρωικού πολέμου και του Όμηρου που λένε, ένα καράβι ταξιδεύει στις θάλασσες. Οι ναύτες του είναι σκαριά και ράτσες. Γεμιτζήδες, μούτσοι, λοστρόμοι, καμαρωτοί. Ανάμεσα τους βρίσκεται ίσως και κάποιος κοντραμπατζής.

Είναι όλοι τους άνθρωποι αγράμματοι, μεροκαματιάρηδες, αγροίκοι. Το ξεροβόρι και η αρμύρα έχει αργασμένο το πετσί τους. Είναι ξυπόλυτοι, χελωνόδερμοι, σκύλοι καραβίσιοι, θαλασσόλυκοι που λέει ο κόσμος. Η γλώσσα τους είναι φτενή, οι λέξεις το πιότερο χυδαίες. Οι βρισιές περισσεύουνε. - Μη βρίζεις σα ναύτης! που λέει η παροιμία.

Όλο ετούτο το τσούρμο ταξιδεύει στα πέλαγα μήνους, και κάποτε χρόνους. Δε βλέπουνε παρά θάλασσα και ουρανό. Και ζούνε με τους αέρηδες, τις τρικυμίες, τα κίντυνα, τους σκορβούτους, τη ναυτία. Και οι καρχαρίες να χάσκουν στου καραβιού τις πάντες. Ο καθένας στη δουλειά του. Στο κουπί, στο βίτζι, στον αργάτη, στη γέφυρα, στο δοιάκι. Κάθουνται τα βράδυα, αστρονομίζουνται, κοιτάνε το Νότιο Ιχθύ, τον α του Κενταύρου, το Σταυρό του Νότου, και σκέφτουνται το σπίτι τους. Να γυρίσουνε στα παιδιά, στη γυναίκα, στους φίλους. Το λιμάνι, η ταβέρνα. Να πιούνε το κρασάκι τους, να καλοκαρδίσουν, να τραγουδήσουνε, να ξεδώκει ο νους. Να ξαναγινούνε άνθρωποι, μωρέ.

Πολλά τους λείπουνε. Και η στέρηση κρατά την ψυχή τους φρυγμένη γη. Αλλά πάνω απ' όλα τους λείπει η γυναίκα. Αχ, το θηλυκό, η τρυφερή σάρκα, το νόστιμο φιλί, το ≪παίξε με≫. Και είναι όλοι τους στο φόρτε της ηλικίας. Δυνατοί, νταβραντισμένοι, ακαταπόνητοι, να πλαντάξουν. Το βράδυ στυλώνουν το βλέμμα σε κάποια γυμνή καρφωμένη στον τοίχο της κουκέτας. Τότε το μάτι τους μαυρίζει. Για μια στιγμή σταματά η ανάσα τους. Ένας υδράργυρος νιώθουν να κυλάει στην πλάτη τους ως κάτου στη ραχοκοκαλιά. Οι ασκητάδες της λαγνείας, που έλεγε ο Μυριβήλης για κάποιους άλλους ναύτες σε χαρακώματα και σε αμπριά.

Τι παέι να πει γυναίκα για το ναυτικό, το ξέρει όλος ο κόσμος.

- Ο στόλος! έρχεται ο στόλος! Θυμηθείτε το σύρμα που έπεφτε σε παλιότερους καιρούς στον Πειραιά, όταν έφτανε ο 6ος Στόλος. Η προκυμαία, τα μαγαζιά, τα ντερσέκια, η Τρούμπα. Όλα τα σήκωνε και τα αρμένιζε ένας άνεμος πυρετός. Σε κορμιά και σε παντελόνια, σε σάρκες και σε τσέπες συναγερμός και πόλεμος.

Τέτοιοι είναι και οι σύντροφοι του Οδυσσέα. Οι ασκητάδες της λαγνείας. Και ξαφνικά βρίσκουνται σ' ένα εξωτικό νησί. Ξανοίγουν μπροστά τους μια ωραία γυναίκα. Είναι τόσο έμορφη, που μοιάζει μάγισσα. Καθώς τους πλησιάζει, περπατάει και νομίζουνε πως γίνεται σεισμός.

- Παναγιά μου! θα βουλιάξει το νησί.

Μάγισσα λέμε και σήμερα μια ωραία γυναίκα. Όπως και γόη έναν αρρενωπό άντρα. Γητευτής που μαγεύει τα σουρούλια και τα φίδια. Πόσα τραγούδια δεν εσκαρώσανε ο Μάρκος και ο Μπάτης και ο Τσιτσάνης για μάγισσες και βότανα, και λαγγεμένη Ανατολή.

Αυτή λοιπόν είναι η Κίρκη. Μια γυναίκα θύελλα και καταποντισμός. Στέκεται αγνάντια, κουβεντιάζει τους ναύτες, και η ερωτική πενία αγκριφώνει άγρια τα κορμιά τους. Νιώθουν να τους χτυπάνε απανωτά ουρές από κίτρινους σκορπιούς. Αλλά και η Κίρκη είναι μόνη. Βασίλισσα στην ερημιά σαν τη βασίλισσα του Σαβά στα ταξίδια του σοφού Σολομώντα. Απολησμονημένη σε μία εξωτική όαση.

Πόση εμορφιά, και πόσα καλέσματα του αίματος τριγύρω της. Κήποι, χουρμαδιές και ανανόδεντρα, λωτοί για λωτοφάγους, ίσκιοι, φυλλωσιές που τις τυφλώνει το κάθετο φως, πουλιά να κελαηδούν κρυμμένα στους φοίνικες. Και οι καθαρές αμμουδιές απλωμένες ανάσκελα. Στη μέση το ωραίο παλάτι, στην άκρη το ατλάζι του πελάγου. Και κάπου κοντά οι σπηλιές της αμμουδιάς, κι οι ζωγραφιές της θάλασσας. Τόποι για εμπνοή και ποίηση.

Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές υπάρχει μια δίψα υπάρχει μια αγάπη υπάρχει μια έκσταση.

Και η Κίρκη η σκοτεινή είναι φλεγόμενη σαν του ήλιου τις κηλίδες. Ο Όμηρος κάπου τη φωνάζει και ηλιογέννητη. Είναι δροσάτη και θαλερή. Και πάνου απ' όλα διψασμένη για άντρα. Καθώς καίει το τζάκι κέδρα και λιβανωτούς- καθώς ανάβουν τα δαδιά και οι λαμπάδες στους λυχνοστάτες・καθώς κορώνει ψηλά ο πολυέλαιος・εκείνος ο τολμηρός του Καβάφη που μες στη φλόγα του την καθεμιά πυρόνει μια λάγνη πάθησις, μια λάγνη ορμή・καθώς στρώνεται το πλούσιο τραπέζι με κυνήγια, με καθαρά ψάρια, με δυνατά κρασιά・καθώς αρχίζουν τα λιανοτράγουδα...

Οι σύντροφοι, ένας ένας, γνωρίζουν τους κόλπους της Κίρκης. Και η δαιμονική γυναίκα είναι αχόρταγη. Ορμάει και μπαίνει στο βαθύ της στοιχείο σαν την πανσέληνο. Ποιος αρχαίος συγγραφέας αναφέρει για την Κλεοπάτρα Σελήνη, τη γνωστή μας, ότι σε μια νύχτα έκανε στοματικό έρωτα με δεκάδες ρωμαίους ιππείς; Και ο λατίνος ιστορικός μιλά για την ακαταπόνητη Μεσσαλίνα, τη γυναίκα του Κλαύδιου, ότι σε διαγωνισμό δύναμης, ταχύτητας και αντοχής κατατρόπωσε τις πιο διαβόητες εταίρες της Ρώμης. Η Κίρκη γίνεται στέρνα ακένωτη χυμών, και βροντείο ήχων.

Έρχεται, λοιπόν, η ερωτική παννυχίδα χωρίς όρια και μέτρα. Βόγγος άγριος του πελάγου, τρικυμία τρικούβερτη στους κήπους, αστραπές και τρέμουλο στα παράθυρα, στις κάμαρες, στα φωτανάμματα. Είναι αγριολατισμένο το τραγούδι του Καΐκια και του Σκίρωνα, του Εύρου και του Λίβα. Θα υπάρχει στη θέση του αύριο το νησί; Ή θα τό 'χουν καταπιεί οι ροές του ωκεανού και η συνταραχή των άστρων;

Και τη μία νύχτα ακολούθησε άλλη. Και τη μία μέρα ακολούθησε άλλη, και άλλη. Και επέρασε καιρός πολύς σε ώρα λίγη. Και ο Οδυσσέας περιμένει στο καράβι με την παλάμη κεραμίδι στο μέτωπο. Δεν ημπορούμε παρά να λογαριάσουμε την ψυχολογική μετάλλαξη που συντελέστηκε στα συνήθια των συντρόφων. Των άξεστων συντρόφων που βρεθήκανε καταμεσίς στη δίνη του αρσενικού ζώου. Πού ήσανε χθες, και πού βρίσκουνται τώρα; Όλο τον καιρό επαλεύανε με την κόλαση. Η βάρδια, το κουπί, η αϋπνία, η πείνα, ο κίνδυνος, η ναυτία, η ανία, το ως πότε; Και ξαφνικά η μέρα εγύρισε φύλλο, και η σκυλίσια αίσθηση έγινε όνειρο. Παράδεισος, χορτασμός, μαγεία, όρ-γος και τελεσμός. Ένα παραμύθι ανύποπτης φαντασίας εκατέβηκε, και ετύλιξε με μουσική βαθύηχη και όραση θολή ολάκερη την ύπαρξη των συντρόφων.

Μα το να ζήσεις έτσι είναι διάταξη και σύνταξη θαυμάτων. Και να πεθάνεις έτσι είναι μεταλλείο μετεώρων που, μέσα από τα ερείπια και την τέφρα των άστρων, χύνουνται καταχυτά στους καταρράχτες των γαλαξιών. Ο πιο ωραίος θάνατος, λέει κάπου ο Γκαίτε, είναι να στροβιλίζεσαι σ' ένα τρελό χορό με τη γυναίκα που αγαπάς, και να πέσεις απότομα ξερός.

Οι σύντροφοι σιγά σιγά βουλιάζουν σ' ένα ηδονικό αποκάρωμα. Ένας γελούμενος πυρετός, μια αίσθηση παντοδυναμίας μέσα στην τέλεια άφεση τους κυριεύει ως τις ίνες και τα κύτταρα. Σιγά σιγά τα ξεχνούν όλα. Πάει και κυβερνήτης και καράβι. Πάει η θάλασσα, το ταξίδι, η αποστολή, ο νόστος και η Ιθάκη. Αυτά τώρα πια είναι για τους πεζούς και τους φρόνιμους. Ετούτοι το κρασί τους το πίνουνε άκρατο. Δε γίνεται να το νερώσουν. Ακριβώς σύμφωνα με την αίσθηση εκείνου του τρομαχτικού λυρικού, που πέθανε στα είκοσι εννέα του χρόνια:

Της που ορίζει Ποστούμιας ο νόμος τό' πε: Όπου αρέσει σας δώθε πάρτε δρόμο νερά εσείς, τον κρασιού χαμός, τραβάτε στονς σεμνούς. Εδώ μένει αγνός ο Βάκχος. Εάν χρωματίσουμε με λίγο ηθικό λουλάκι ετούτη τη σύρριζη αλλαγή στη συμπεριφορά των συντρόφων, βλέπουμε τους εαυτούς μας αναγκασμένους να μιλήσουν για ανθρώπους που γινήκανε ζώα. Τα ξεχάσανε όλα. Και στο θόλο της ζωής τους ένας είναι ο ήλιος.

Η Κίρκη με τα θέλγητρα και με τα παιχνίδια της. Ο πόλεμος του θέρου και του τρύγου. Τη μεταμόρφωση ο Όμηρος την περιγράφει με μια απλότητα που κλονίζει. Η Κίρκη άγγιξε τους συντρόφους με τη μαγική βεργούλα. Νά 'τανε άραγε αυτό η αχνογελόχαρη κλειτορίδα της; Κι εκείνοι γενήκανε γουρούνια. Ο Οδυσσέας αποκαρτέρησε κάπου. Και πήρε τα βουνά και τα όρη. Ξεκινά να πάει να κάμει ο ίδιος αυτοψία. Να αναγνωρίσει έδαφος και κατάσταση. Τραβάει στο νησί, διασχίζει τους κήπους, περνάει την αύλειο θύρα, μπαίνει στο παλάτι, και βλέπει. Βλέπει και δεν πιστεύει.

Εδώ οι θάλασσες περάσανε μέσα από την τρύπα της βελόνας. Πυγολαμπίδες κι ακανθυλίδες ζουν μεγάλες περιπέτειες. Το πρώτο που τού 'ρχεται είναι ν' αρπάξει το καμουτσί, και να γίνει Αίας μαστιγοφόρος σε πρόβατα και μοσχάρια.

- Σκυλιά! να τους φωνάξει. Ξεβράσματα και βδέλλες. Σας έστειλα στο αμπέλι για σκάψιμο, και σεις μου ξεκόψατε στο δρόμο, και γουρουνίζετε στην ταβέρνα. Εμπρός! ούλοι μπροστά και γραμμή, στο καράβι.

Όμως δεν είναι αυτή η επιλογή. Γιατί ο Οδυσσέας είναι έξυπνος. Ο Οδυσσέας είναι ο πιο έξυπνος έλληνας του καιρού του, και των άλλων καιρών. Δέκα χρόνους επολέμησαν το κάστρο αρίφνητα ασκέρια δαναών, και δεν έφτασαν να το πάρουν. Και κείνος, ένας και μόνος, το πήρε σε μια νύχτα. Και να ειπείς πως ήταν ο πολεμοχαρής, ή ο γεννημένος στρατηγός; Όχι. Όταν στη γενική επιστράτεψη των ελλήνων επήγαν να τον πάρουν από την Ιθάκη, ο Οδυσσέας, για ν' αποφύγει, επήρε το ζευγάρι του τα βόιδια κι επήγε να σπείρει τις αμμουδιές αλάτι. Για να τον πάρουμε για τρελό, και να τον προσπεράσουν. Πολύτροπον, και πολύμητιν, και πολυμήχανον τον ονομάζει ο ποιητής. Και τον θέλει εκλεκτό της Αθηνάς, της θεάς της σοφίας. Κάθε φορά, διηγιέται ο Όμηρος, που τα πράγματα τον έριχναν στα στενά- κάθε φορά που έβρισκε μπροστά του τοίχο συμπαγή, εκεί που χρειαζότανε πόρτα για να περάσει- κάθε φορά που σήκωνε πελιδνός τα χέρια και φώναζε: - Βοηθάτε θεοί! χάνομαι- κάθε τέτοια αμήχανη και άπορη ώρα, κατέβαινε αστραπή η Αθηνά από τον Όλυ-μπο, και τού 'δινε τη λύση:

- Έτσι θα κάμεις τώρα. Τούτο θα κάμεις τώρα. Πρόσεχε! από δώ. Αυτό θα κάμεις τώρα!

Μας έχει πρήξει ο Όμηρος να το λέει και να το ξαναλέει. Ο Οδυσσέας, τονίζει ο ποιητής συνέχεια, είχε άγιο και πολιούχο την Αθηνά, τη θεά της σοφίας. Ποια Αθηνά, αναγνώστη μου; Ποια θεά, και σοφία και κουροφέξαλα; Το μυαλό του είχε προστάτη και πολιούχο. Η σκέψη του ήταν η Αθηνά. Η σκέψη του, η αστραφτερή, η θυελλώδης στην ηρεμία της, η πάντα έτοιμη, η πολύτροπη. Η σκέψη του η λυγερή σαν το φίδι, και η τρομερή σαν τον πάνθηρα. Είδες ποτέ σου στο σκοτάδι να αστράφτουν τα μαχαίρια; Την κάθε δύσκολη κατάσταση ο Οδυσσέας την εκτιμούσε ακαριαία. Το μυαλό του ήταν ένας πολύπλοκος υπολογιστής που έφτανε από τη Γενεύη στο Παρίσι. Αυτό τού 'δινε την αστραπιαία λύση, που την εδιάβαζε ως την τελική της φάση. Τη λύση τη μία, την αδιανόητη, την εξαιρετική. Η σύλληψη των ελλήνων, ότι ήταν ο πιο έξυπνος άνθρωπος και ο προστατευόμενος της Αθηνάς σοφίας, περιέκλεινε αυτό ακριβώς το νόημα.

Τώρα, μπροστά στο πρόβλημα της Κίρκης σκέφτεται απλά:

Ποιος ημπορεί να αποσπάσει ετούτους τους παράφρονες από αυτό το γλέντι των θεών; Έτσι και δοκιμάσω να ασκήσω βία, θα με αρπάξουν όλοι τους, θα με σκορπίσουνε κομμάτια, και θα σπείρουν τα μέλη μου στη θάλασσα. Όχι αυτός. Άλλος πρέπει νά 'ναι ο δρόμος. Ο Οδυσσέας κοιτάει ήρεμα τους συντρόφους. Σε μια στιγμή, και χωρίς να το νιώσει κανείς, αναποδογυρίζει το μάτι του, που να φανεί το ασπράδι. Όπως ακριβώς λένε ότι γινότανε το βλέμμα του Βοναπάρτη πριν από τις μεγάλες μάχες. Το Λόντι, το Μαρέγκο, το Αούστερλιτς. Οπότε ο βασιλιάς της Ιθάκης πραγαλιάζει απότομα, κοιτάει με νόημα τους συντρόφους, και το γυρίζει σε σκοπό αντάμικο.

- Ωχού, καρντάσηδες! τι κελεπούρι και θάμασμα είναι τούτο. Η καύλα της λειώνει τα χάλκινα κηροπήγια. Και το γέλιο της καταλάμπει τον Όλυμπο. Γελάει και χαίρεται, και το ιερό όρος αστραποβολάει ολάκερο. Από το Λιτόχωρο έως το Μύτικα. Ορμάτε, κι εγώ μαζί σας. Και ρίχνεται με τους άλλους στο γλέντι.

- Έτσι σε θέλουμε, αρχηγέ, φωνάζει το χαυνωμένο κοπάδι. Να μας ζήσεις. Και δίνουνε άγριο κρότο με τα χέρια. Ο Οδυσσέας γνωρίζει τώρα με τη σειρά του τους κόλπους της Κίρκης. Τελευταίος, αλλά τους εγνώρισε. Και το γλέντι τραβάει γαϊτάνι. Ωστόσο στο κλειστό σύστημα τώρα μπαίνει μια καινούργια αιτία, που θα φέρει το χαλασμό. /

Για την Κίρκη ήρθε η ώρα, τώρα να γνωρίσει τον άντρα. Ο Οδυσσέας δεν είναι λοστρόμος. Ο Οδυσσέας δεν είναι ο κυβερνήτης. Ο Οδυσσέας δεν είναι ο βασιλιάς. Ο Οδυσσέας είναι ο πιο έξυπνος άντρας. Κι αυτό δε σημαίνει απλώς πολλά. Αυτό τα σημαίνει όλα. Η Κίρκη είναι έξυπνη. Γι' αυτό είναι τόσο έμορφη, ώστε να φαντάξει μάγισσα και μάγισσας παιδί. Γι' αυτό μαγεύει τ' άστρι και δεν περπατεί. Αν δεν ήτανε έξυπνη η Κίρκη, δε θά 'τανε κι έμορφη. Η εμορφιά είναι δύναμη νόησης. Η εμορφιά δεν είναι απλά καμπύλες, και χρώτας, και λίκνισμα, και λαιμός και μαλλιά. Η εμορφιά είναι δαιμονική κυριαρχία στον περίγυρο από αιτίες απροσδιόριστες. Είναι το ἀμήχανον κάλλος που λέει ο Πλάτων. Κοιτάς μια γυναίκα στο δρόμο, και γίνεσαι χάνος. - Τι κινούμενο όραμα είναι ετούτο! φωνάξεις, και πέφτεις με το αμάξι στην κολόνα. Σταματάς, την κουβεντιάζεις λίγο, κι όπου φύγει φύγει. Πέντε λεφτά σου άρκεσαν, για να βγάλεις από μέσα της το μοσχάρι και την όρνιθα. Το ίδιο συμβαίνει και μ' έναν άντρα που έχει επιφάνεια, αλλά από μέσα του είναι στεκάμενο έλος.

- Τι Πατούχας μου βγήκε, μωρέ, ετούτος ο ολυμπιονίκης!

Η Κίρκη, λοιπόν, τώρα γνωρίζει τον άντρα. Το διαπεραστικό της βλέμμα βγάζει από μέσα του εκείνη τη δύναμη που περνά από το ωραίο στο υπέροχο, όπως λέει ο Κάντ. Ωραίο είναι το ρόδο, το ζουμπούλι, ο έποπας, το κελάρυσμα της πηγής, ο κήπος, το δειλινό. Αλλά ο κεραυνός, όταν σκάει δίπλα σου και σε τυφλώνει η λάμψη του και η βροντή του σε αλαλιάζει, είναι υπέροχος. Και όσο το ωραίο τρέπεται στο υπέροχο, τόσο γίνεται και πιο επικίνδυνο. Το υπέροχο είναι τρομερό, και στις_ πολύ φηλές τιμές του σκοτώνει. Παράδειγμα η ωραία Ελένη του Μενελάου, που έσυρε ξοπίσω της χιλιάδες κουφάρια.

Η Κίρκη, λοιπόν, τώρα βρίσκει τον άντρα. Τώρα ερωτεύεται. Κυριαρχική και κυρίαρχη μένη, αφήνεται σε μια αίσθηση θριάμβου και πανικού. Αφανίζεται όλη μέσα στους εξοντωτικούς σπασμούς της ύπαρξης, και στις καταλαμπές των οραμάτων της. Γυναίκα δαιμονική, γιατί 'ναι έξυπνη, ερωτεύεται και παραδίνεται στον Οδυσσέα, όπως η θεά Καλυψώ. Η Καλυψώ εκράτησε τον Οδυσσέα εφτά χρόνους στη σπηλιά της. Και έφτασε να του τάξει την αθανασία, αν αρνιότανε για το χατίρι της την Ιθάκη.

-Άσε με, θεά μου, να φύγω. Να ιδώ μια μέρα να καπνίζει το φουγάρο της καλύβας μου. Την παρακαλούσε ο Οδυσσέας, και δάκρυζε. Άσε με.

-Όχι, παλικαρά μου. Δε σ' αφήνω, γιατί μ' αρέσεις. Το βλέμμα σου με τρελαίνει, τού 'λεγε η Καλυψώ. Εκείνος της γύρευε καπνό, κι εκείνη του ζήταγε τσιμπούκι, λέει ο Σεφέρης.

Έτσι οι σύντροφοι, σκύλοι του χασαπιού μπροστά στο λιοντάρι της σαβάνας, ένας ένας χάνουν τους κόλπους της Κίρκης. Δεν έχει μάτια να τους δει. Με μια ψυχρολουσία ανάνηψης που σοκάρει, ξυπνούν από το ναρκωτικό τους αποκάρωμα. Από το βαθύ ύπνο της ηδονής και της ακηδίας ξανανεβαίνουν πάλι στη σφαίρα της εγρήγορσης. Τινάζουν το κεφάλι, τεντώνουν τα άκρα, ξανοίγουν τα μάτια, ξαναγίνουνται άνθρωποι.

Ο Όμηρος το σημείο αυτό το παρασταίνει με την ίδια απλότητα της υψηλής ποίησης. Ο Οδυσσέας υποχρεώνει την Κίρκη με το σπαθί να ξανακάμει τα γουρούνια συντρόφους. Οι σύντροφοι λοιπόν ξυπνούν. Κι ένα πρωί...

- Ε βασιλιά, σήκω να φύγουμε. Μας περιμένει το καράβι, η θάλασσα, το ταξίδι, τα σπίτια μας. Ο πηγαιμός για την Ιθάκη.

Αλλά ο Οδυσσέας αυτό ήθελε. Μόνο που για να το πετύχει σε τούτη τη στιγμή χρειάστηκε να αλλάξει τη ρότα του τρόπου του. Κάποτε, βλέπεις, για να φτάσεις στις Ινδίες, πρέπει να τραβήξεις κατά Αμερική.

- Εμπρός στρατιώτες μου. Πάμε!

Και γυρνώντας στην ωραία γυναίκα την εκοίταξε μ' ένα τρυφερό βλέμμα που έσταζε μεγάλο πόνο. Ο Οδυσσέας αποχωρεί από το νησί της Κίρκης περισσότερο ευλογώντας, και λιγότερο ερωτευμένος. 


 Odysseus with Circe by Hubert Maurer

Οι πίνακες είναι κυρίως από :































,

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου