Bιτσέντζος Κορνάρος - Eρωτόκριτος
Ενότητα Δ
670 NENA
"Παιδάκι μου, η απομονή είν' γιατρικό μεγάλο
σ' κάθε πληγή, κι ωσάν αυτή δεν είν' βοτάνι-ν άλλο.
Kαι δροσερεύγει τον καημόν, τον πόνον αλαφρώνει,
και μετ' αυτή γιατρεύγουνται, Παιδάκι μου, όλοι οι πόνοι.
Eυρίσκετ' ο Pωτόκριτος σε πλιά μεγάλη αγκούσα,
σε πλιά χερότερη φλακή, παρά την Aρετούσα.
Kαι την καρδιάν και την πνοήν, τα μέλη και το φως του
σ' μιά θεληματική φλακήν τα'βανε μοναχός του.
Δεν ήτρωγε, δεν ήπινεν, ουδέ ποτέ εκοιμάτο,
835
στο λογισμόν εκρίνετο, στο νουν ετυραννάτο.
Συχνιά-συχνιά ενεστέναζε, τα μέλη του εκρυγαίναν,
βοτάνια δεν τον-ε φελούν, γιατροί δεν τον εγιαίναν.
Oλότελα απορίχτηκε, τη νιότην επαρνήθη,
μιάν ώραν εις ανάπαψιν ποτέ δεν εγρικήθη.
840
Mακραίνου' γένια και μαλλιά, αλλάσσει η στόρησή του,
κάνει άλλην όψη, ασούσουμη, και λιώνει η εδική του.
Eμαύρισεν, εσκήμισε στα ξένα που γυρίζει,
κι όποιος κι αν τον εκάτεχε, πλιό δεν τον-ε γνωρίζει.
Πηγή: http://www.snhell.gr/lakeim/lakerot4.htm
Δημοτικά τραγούδια
Αρρωστημένος του γιατρού πάντα ζητάει βοτάνι...
Τα βότανα, τα γιατρικά, μόν' το κορμί γιατρεύουν ...
Όλα τα βότανα της γης κι όλα της σπετσαρίας,
όλα μου τα ποτίσανε, δεν είδα σωτηρία ...
Και τον πότισαν αφιόνι μέσα στο γλυκό κρασί
Να βρεις της δάφνης τον καρπό
της πικρολιάς τα φύλλα
κι αντάμωσέ τα με καπνό
και πιε τα με το ξίδι
Τόσα βουνά περπάτησες, ουδέ κι αητός αν ήσουν,
γιατί δεν ηύρες στα βουνά τ΄αθάνατο βοτάνι
που στο σκοτάδι μυριανθεί και την ημέρα κλειέται
να φας κ' εσύ βαριόμοιρε, ποτέ να μήν πεθάνεις;
Πάντοτε τρέχω για να βρω βοτάνι για να γιάνω,
μα το βοτάνι τό' χει οχτρός, που θέλει να πεθάνω...
Ρίγανη, αγριορίγανη,
σφαραγγιά μονόκλωνη,
σκόρδο μονοκώλινο,
κι' άλλο ένα βότανο,
να τό'ξερε η μανούλα σου
ποτέ παιδί δεν έχανε ...
Ο αμάραντος
Για δέστε τον αμάραντο,
σε τι βουνό φυτρώνει καλέ.
Φυτρώνει μες στα δύσβατα,
στις πέτρες στα ανηφόρια καλέ.
Τον τρών’ τα λάφια σας παιδιά
Τον τρών’ τα λάφια και μεθούν
τ΄αγρίμια κι ημερεύουν καλέ.
Να το ‘τρωγε μωρέ παιδιά
να το ‘τρωγε κι η μάνα μου,
εμένα να μην κάμει καλέ…
https://www.artsandthecity.gr/
Ο δεντρολίβανος - (Κυκλάδες)
Στίχοι: Παραδοσιακό
Μουσική: Παραδοσιακό
Καημένε δεντρολίβανε
κανείς νερό δε σου ’βανε.
Κανείς δε σου ’βανε νερό
κι ήρθα και σ’ εύρηκα ξερό.
Και σ’ άφησα να μαραθείς
απάνω π’ άρχισες ν’ ανθείς.
Σε φίλο σ’ άφησα πιστό
μα σ’ άφησε απότιστο.
Κι οι κοπελιές στη γειτονιά
σου φέρθηκαν με απονιά.
[Δεν σε ποτίσαν μια φορά
κι είναι τα φύλλα σου ξερά.
Πάνε δυο χρόνια που ’λειψα
κι ο δεντρολίβανος διψά.]
Στης μαντζουράνας τον ανθό
Στίχοι: Παραδοσιακό
Μουσική: Παραδοσιακό
Στης μαντζουράνας τον ανθό έπεσα ν' αποκοιμηθώ
λίγο ύπνο για να πάρω στην αγάπη μου επάνω.
Έπεσ' αποκοιμήθηκα, αγάπη δεν θυμήθηκα.
Και στον υπνοφαντασμό μου πάντρευαν τον αγαπό μου,
πάντρευαν την αγάπη μου, το κάναν για γινάτι μου
και τη δίναν τον εχθρό μου για το πείσμα το δικό μου.
Και στη χαρά με προσκαλούν,
διά κουμπάρο με θωρούν,
για να πάω να στεφανώσω,
δυο κορμάκια να ενώσω.
Του γαμπρού τα παλικάρια έρριχναν μαργαριτάρια
και της νύφης οι κοπέλες έρριχναν τις καραμέλες.
το σαράβαλο απ’ τα τόσα κορμιά πού κυλιστήκανε
στην κουβέρτα του. Τόσα ονόματα, τόση ομίχλη,
τόση θλίψη αβάσταχτη.
Πέφτουν οι σοβάδες απ’ τούς τοίχους,
μέσα από τις τρύπες τους χιλιάδες μάτια,
φωνές ανάπηρες, πνιγμένες
και χρόνια -εξι νά ‘ναι;- τα ίδια:
ή βρύση, το λιωμένο σαπούνι, τα σκουπίδια
στις σκάλες, άδειες μποτίλιες, μαραμένα προφυλακτικά
σαν πουκαμισάκια χωρίς ζεστό κορμί να ντύσουν,
το καθρεφτάκι με το χρόνο κολλημένο
στα ραγίσματά του. Το πρόσωπό σου.
Έπιασε βοριαδάκι, ή βροχούλα μουσκεύει
τούς τενεκέδες με την αρμπαρόριζα στην πίσω αυλή,
θυμάσαι;
ή σιδερένια σκάλα με τη χοντρή νοικοκυρά
πού ζήταγε μετά τη λειτουργία το νοίκι,
τα μάτια τού παπά στο τζάμι τής εκκλησιάς απέναντι
να μού θυμίζουν τη φωτιά τής κόλασης,
ό διάβολος με στολή εσατζή ν’ ανάβει τσιγάρο
στην παρακάτω γωνία ύποπτος, απειλητικός
με το πιστόλι του στραμμένο πάνω μου
έτοιμος να ρουφήξει τα λεφτά και το λαιμό μου.
Τακ τακ έπαψε ή βροχή. Γινήκαν τόσα
από τότε πού έφυγες. .
Μαζεύω κομμάτια απ’ το πρόσωπό σου
σε κάθε μούτρο τυχαίο, όπως ό βασιλιάς
το σπαραγμένο του γιο στο παραμύθι.
Μπήκε χειμώνας. Μοσχοκάρυδο. Ψήνουν μουσταλευριά επάνω.
«Πού να προλάβουν λίγα κόλλυβα να ταΐσουν
όλους τούς ζητιάνους», λέει ή καντηλανάφτισσα.
«Χτες πάλι ξεχάσατε ανοιχτή την πόρτα σας,
κάποιος χτύπησε με μπλούζα μαύρη ναυτική
εκεί γύρω στις οκτώ,
να προσέχετε,
πρεζάκηδες, καταζητούμενοι, άστεγοι,
θα σάς αρπάξουν τίποτα
(ξάφνου μύρισε γιασεμί, ανατρίχιασα, πού να ‘σαι;)
είπε πώς ζήταγε εσάς, τον περιμένατε, λέει,
είναι γνωστός σας».
«Ναι», απάντησα, «τον περίμενα, είναι ο θάνατος».
«Καλέ αφήστε αυτά τ’ αστεία, νέο παιδί,
χτύπα ξύλο,
ωστόσο δε βλάπτει να γίνετε προσεχτικότερος».
Σε θυμάται κι εκείνη μα δε βγάζει άχνα για σένα,
με κοιτάει λοξά κόβοντας αρμπαρόριζα,
αλλά κι εγώ σ’ εκδικιέμαι, αγρίμι¬-
κλείνω την ετοιμόρροπη πόρτα
και τρώω τις σάρκες σου δίχως τύψη
σαν γάτος πού ξεσχίζει τα μικρά του στο πλυσταριό.
Από την "Σύγχρονη Ερωτική ποίηση", Ανθολογία, 42 Έλληνες Ποιητές & 14 Ζωγράφοι
εκδόσεις Καστανιώτη
.........
Τώρα της Κατερίνας τα μελίσσια αντίκρυ στον Ταύγετο
συνάζουν θρούμπι, θυμάρι και φασκόμηλο
στις βουερές κυψέλες.
Με ώχρα βαθυκίτρινη και κόκκινες και άσπρες,
άλλες βαθυγάλαζες,
με φεγγάρια και πουλιά και σχέδια της χαράς της.
Πιο σφριγηλό μελίσσι απάνω στο Μοριά
μελίσσι πιο χαρούμενο απ´ το κανάκεμά της να υπάρχει δε φαντάζομαι.
Τώρα της Κατερίνας τα μελίσσια
θα μπαινοβγαίνουν συνάζοντας τη γύρη τους
στις βουερές κυψέλες.
Εδώ το σμάρι σιγηλό,
γενιές γενεών
τρανό χωριό
κυψέλες άκρατης σιγής
η Λάμπαινα ολόκληρη
οι τσακωμοί οι έρωτες
τα γέλια
οι κουβέντες.
Ο έρμος ο αζώηρος, η ποταπή λαψάνα
γλυκαίνει το χαμαίδρυο, στου χαμαιλειού τη ρίζα
αποκοιμιέται ο θάνατος, και το περιπλοκάδι
αλλού στυλώνει το φωτχό, δυναμωμένο τώρα ...
"Αθανάσιος Διάκος"
Ο Αζώηρος ή ανάγυρος είχε κτηνιατρικές εφαρμογές (τυμπανίτης των βοοειδών και των προβάτων
Η λαψάνα είναι άγριο βρώσιμο λαχανικό.
Που το χινόπωρο οἱ φουντουκιές πᾶνε κρυφά κι ἀνταμώνουνται
Βλέπουν τούς φρόνιμους πελαργούς να βάφουν μαῦρα τ᾿ αὐγά τους
Και τόνε κλαῖνε κι αὐτές
Καῖνε τα νυχτικά τους και φοροῦν το μισοφόρι τῆς πάπιας
Στρώνουν ἀστέρια καταγῆς για να πατήσουν οἱ βασιλιάδες
Με τ᾿ ἀσημένια τους χαϊμαλιά με την κορώνα και την πορφύρα
Σκορπᾶνε δεντρολίβανο στις βραγιές
Για να περάσουν οἱ ποντικοί να πᾶνε σ᾿ ἄλλο κελλάρι
Να μποῦνε σ᾿ ἄλλες ἐκκλησιές να φᾶν τις Ἅγιες Τράπεζες
Κι οἱ κουκουβάγιες παιδιά μου
Οἱ κουκουβάγιες οὐρλιάζουνε
Κι οἱ πεθαμένες καλογριές σηκώνουνται να χορέψουν
Με ντέφια τούμπανα και βιολιά με πίπιζες και λαγοῦτα
Με φλάμπουρα και με θυμιατά με βότανα και μαγνάδια
....................................
Κι ἂν θα διψάσεις για νερό θα στίψουμε ἕνα σύννεφο
Κι ἂν θα πεινάσεις για ψωμί θα σφάξουμε ἕνα ἀηδόνι
Μόνο καρτέρει μία στιγμή ν᾿ ἀνοίξει ὁ πικραπήγανος
N᾿ ἀστράψει ὁ μαῦρος ουρανός να λουλουδίσει ὁ φλόμος.
Αποσπάσματα
Στον άλλο κόσμο που θα πας
κοίτα μη γίνεις σύννεφο
κοίτα μη γίνεις σύννεφο
κι άστρο πικρό της χαραυγής
και σε γνωρίσει η μάνα σου
που καρτερεί στην πόρτα
Σε πότισα ροδόσταμο
με πότισες φαρμάκι
της παγωνιάς αητόπουλο
της ερημιάς γεράκι
Πάρε μια βέργα λυγαριά
μια ρίζα δεντρολίβανο
μια ρίζα δεντρολίβανο
και γίνε φεγγαροδροσιά
να πέσεις τα μεσάνυχτα
στη διψασμένη αυλή σου
Σε πότισα ροδόσταμο
με πότισες φαρμάκι
της παγωνιάς αητόπουλο
της ερημιάς γεράκι
σου φέρθηκαν με απονιά.
Ταξιθέτριες πέτρες στό θέατρο.
Στή σειρά τῶν ἐπισήμων κάθονται θυμάρια.
Τζαμπατζῆδες θεατρόφιλοι βράχοι τριγύρω
κρέμονται σκαρφαλωμένοι στόν ἀπόηχο.
Στόν κορυφαῖο ρόλο της ἡ τραγωδός αὐλαία.
Ἐνθουσιώδους παρακμῆς χειροκροτήματα·
μπιζάρουν μέλισσες κι ἄλλα βομβώδη
μελιστάλακτα κεντριά, αἰώρησης κάνιστρα
μέ φρεσκοκομμένες πεταλοῦδες
ραίνουν τήν πρωταγωνίστρια ἑρμηνεία μας.
Ψηλά, ἀπό τό στάδιο, ἐξακοντίζονται ἰαχές
κύκλοι δρομεῖς ἐπευφημοῦνται
νικητής ἀνακηρύσσεται
ἕνας-ἕνας πού κλείνει.....
Συνοδοιπόροι ναι, μαζί κινήσαμε
στης Τέχνης το γλυκοξημέρωμα — όμως
με του καιρού το πέρασμα, χαράχτηκε
του καθενός μας χωριστός ο δρόμος:
Εσύ το Ωραίο μες στα μεγάλα ζήτησες
κι εγώ στα ταπεινά κι απορριμμένα,
και δούλεψες το μπρούντζο και το μάρμαρο
κι άφησες τον πηλό της γης σ’ εμένα.
Στις αλπικές χιονοκορφές ανέβηκες
και στάθηκα στις λιόφωτες ραχούλες
αρχόντισσες και ρήγισσες οι Μούσες σου
κι εμένα ψαροπούλες και βοσκούλες.
Εσύ στης δάφνης τ’ ακροκλώναρα άπλωσες
κι εγώ σε κάθε χόρτο και βοτάνι
στεφάνι έχεις φορέσει από δαφνόφυλλα -
λίγο θυμάρι του βουνού μου φτάνει.
Ο. Ελύτης
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριῶ χρονῶ
Πού θά 'θελα νά σέ υἱοθετήσω
Νά σέ στείλω σχολεῖο στήν Ἰωνία
Νά μάθεις μανταρίνι καί ἄψινθο
✦✦✦✦
Οπόταν, πραγματικά, και η Θλίψις γίνεται
Χάρις και η Χάρις Άγγελος· η Ευτυχία Μοναχή και η Μοναχή
Ευτυχία
με λευκές, μακριές πτυχές πάνω από το κενό
ένα κενό γεμάτο σταγόνες πουλιών, αύρες βασιλικού και
συριγμούς
υπόκωφου Παραδείσου.
✦✦✦✦
Να το σπαράγγι να ο ριθιός, να το σγουρό περσέμολο,
το τζεντζεφύλλι και το πελαργόνι, ο στύφνος και το μάραθο, Οι κρυφές
συλλαβές όπου πάσχιζα την ταυτότητά μου ν’ αρθρώσω.
Οδυσσέας Ελύτης - Μαρίνα
Δώσε μου δυόσμο να μυρίσω,
Λουΐζα και βασιλικό
Μαζί μ' αυτά να σε φιλήσω,
και τι να πρωτοθυμηθώ
Τη βρύση με τα περιστέρια,
των αρχαγγέλων το σπαθί
Το περιβόλι με τ' αστέρια,
και το πηγάδι το βαθύ
Τις νύχτες που σε σεργιανούσα,
στην άλλη άκρη τ' ουρανού
Και ν' ανεβαίνεις σε θωρούσα,
σαν αδελφή του αυγερινού
Μαρίνα πράσινο μου αστέρι
Μαρίνα φως του αυγερινού
Μαρίνα μου άγριο περιστέρι
Και κρίνο του καλοκαιριού
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Άψινθος, δάτουρα, και υποκύαμος,
ακόνιτον, ελλέβορος, και κώνειον –
όλ’ αι πικρίαι και τα δηλητήρια–
τα φύλλα των και τ’ άνθη τα φρικτά θα δώσουν
διά να γίνουν αι μεγάλαι ανθοδέσμαι
που θα τεθούν επί του φαεινού βωμού –
α, του λαμπρού βωμού εκ λίθου Μαλαχίτου –
του Πάθους του φρικτού και του περικαλλούς.
Του Άλμπορ το φανάρι πότε θα φανεί;
Οι μαθήτριες σχολάσανε του ωδείου.
Φωτεινές ρεκλάμες της οδού Σταδίου.
Γέφυρα βρεγμένη σκοτεινή.
Μάτι ταραγμένο μάταια σε κρατώ
στον καιρόν απάνω του Σιρόκου.
που μασάς βοτάνια για τον πυρετό.
Φεμινά!... Χορός των κεφαλών.
Κ' οι Ναγκό χορεύουν στην Ασία.
Σε πειράζει -μου 'πες- η υγρασία
κ' η παλιά σου αρρώστια της Τουλών.
Τζίντζερ, που κοιτάς με το γυαλί,
το φανάρι του Άλμπορ δεν εφάνη.
Βλέπω στο Λονδίνο εγώ τη Fanny
στο κρεβάτι σου άλλον να φιλεί.
Κρέας αλατισμένο του κουτιού.
Μύωπα καπετάνιο μου και γέρο,
ένα μαγικό σκονάκι ξέρω
τέλειο για την κόρη του ματιού.
Άναψε στη γέφυρα το φως.
Μέσα μου μιλεί ένας παπαγάλος
γέρος στραβομύτης και μεγάλος
μα γιομάτος πείρα και σοφός.
Μέσα μου βαθιές αναπνοές.
Του Κολόμβου ξύπνησαν οι ναύτες.
Όλες τις ρουκέτες τώρα καφ' τες
και Marconi στείλε το S.O.S.
Από τη συλλογή "Πούσι" (Άγρα, 1989)
Κ. ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ - [Ένα ξερό δαφνόφυλλο]
Ένα ξερό δαφνόφυλλο την ώρα αυτή θα πέσει,
το πρόσχημα του βίου σου, και θ' απογυμνωθείς.
Με το δέντρο δίχως φύλλωμα θα παρομοιωθείς,
που το χειμώνα απάντησε στο δρόμου εκεί τη μέση.
Κι αφού πια τότε θα' ναι αργά νέες χίμαιρες να πλάσεις
ή ακόμη μια επιπόλαιη και συμβατική χαρά,
θ' ανοίξεις το παράθυρο για τελευταία φορά,
κι όλη σου τη ζωή κοιτάζοντας, ήρεμα θα γελάσεις.
χωρίς μιλιά ν' αντέχω φονικά
κι' εσύ στις 5 να καλείς για τσάι
κι η μάμυ σου να φτιάχνει τα γλυκά.
Μες στο χειμώνα εγώ κι εσύ στο Μάη
στ' άνετα εσύ κι εγώ στα ξαφνικά.
Κι όλο το πάθος σου για με να σπάει
σε γράμματα πολύ ρομαντικά.
Φύγε, μια στέρεη, κούφια γη σου πρέπει,
όπως ωραία το γράφει ο ποιητής,
δεν είναι η αγάπη τσάι και σαλέπι
μα πρέπει μέσα της ν' αφανιστείς.
Κι όλο να διδαχτείς το αλφαβητάρι
της νύχτας, που στο ωμέγα θα σε πάρει.
[Από την έκδοση]
απ' όλα τ΄αγριοβότανα κι απ' τα καλά χορτάρια
θε να μου φέρουν για γιατρειά ...
" Ο Κατσαντώνης άρρωστος "
Ο ήλιος ήσουν κι η αυγή
της νύχτας το φεγγάρι
της μάνας μου ήσουν η ευχή
της Παναγιάς η χάρη
Έφυγες και κλαίει ο άνεμος το κύμα
κλαίνε τ' άστρα κι η νυχτιά
κλαίει κι η μάνα μου στο μνήμα
κλαίει, κλαίει κι η Παναγιά
Στον πυρετό ήσουνα δροσιά
κερί μες στο σκοτάδι
άστρο στην κοσμοχαλασιά
βασιλικός στον Άδη
Έφυγες και κλαίει ο άνεμος το κύμα
κλαίνε τ' άστρα κι η νυχτιά
κλαίει κι η μάνα μου στο μνήμα
κλαίει, κλαίει κι η Παναγιά
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Τάσος Λειβαδίτης - Απογευματινό τσάι
Άλλα γιατί με κατηγορούν για σκοτεινές προθέσεις. Ίσως
γιατί στέκομαι πάντα κάτω από μια μαρκίζα, αλλά δε βλέπουν ότι μια ζωή δεν αρκεί
όταν αρχίζει να βρέχει. Κι αλήθεια τι θα συμβεί αύριο; Τι συνέβη χτες; Πράξεις χωρίς καμιά σημασία
που κάνουν ακόμα πιο βαθύ το μυστήριο κι οι νεκροί μας φεύγοντας άφησαν στην είσοδο αυτή την ακαθόριστη ελπίδα
που κάνει πιο αβέβαιο τον κόσμο. Όλα τόσο θολά, σαν μια συνομιλία σ' έναν πολυθόρυβο δρόμο
«μα δεν ακούς, λοιπόν — δεν ακούς;» «ν' ακούσω τι;»
μια θλίψη παράξενη σαν κάποιος που έμαθε το μυστικό σου ν' απομακρύνεται αδιάφορος
κι άλλοτε είδα ανθρώπους πάνω στις έρημες αποβάθρες
να χειρονομούν απεγνωσμένα — ποιόν ειδοποιούσαν; Τι ήθελαν να πουν;
Απ’ όλα μπορείς να σωθείς
εκτός απ’ τη νοσταλγία σου για κάτι πολύ μακρινό
που δεν το θυμάσαι.
Έτσι, παρ' όλο που το σπίτι ήταν άδειο, κανείς δεν ερχόταν, «αλήθεια, πόσος καιρός πέρασε», σκεφτόμουν
και θα πεθάνουμε ολομόναχοι — κι εκείνο το μικρό καράβι που μας
χάρισαν σε κάποια παιδικά γενέθλια
μας πήγε μακριά. (Πότε γυρίσαμε χωρίς να το καταλάβουμε!) Τώρα περιπλανιέμαι σε βράδια που δε θα ξανάρθουν ποτέ ή μένω
κλεισμένος στην κάμαρα μου — μόνο, για το Θεό, μην τραβήξετε την κουρτίνα
είναι ανατριχιαστικό!
«Μια μέρα θα ξαναγυρίσουμε, είχε πει ο Φίλιππος, αλλά θα 'ναι αργά» και σκέφτηκα τα φαντάσματα
που εμφανίζονται όταν όλα έχουν τελειώσει (κι ίσως για να κρύψουν ακριβώς αυτό).
Άλλα τώρα χειμώνιασε, ας κατεβούμε στην κήπο κι ας θάψουμε τα παλιά χειρόγραφα.
Και κάποτε θα τρομάξεις
όταν καταλάβεις ποιος είσαι.
Κι οι εραστές υστέρα από μια νύχτα απερίγραπτη ξυπνάνε σ' ένα
φτωχό πρωινό του Νοέμβρη ενώ η βρύση στο νιπτήρα στάζει αργά σαν υπόμνηση της μονότονης
διαδοχής των ήμερων. Και πεθαίνουμε στερημένοι σ' έναν παράδεισο από λέξεις.
Κι άξαφνα
έρχεται η στιγμή που πρέπει να επιστρέψεις, βράδιασε, στη σάλα έχουν ανάψει τα φώτα — στάθηκα στο διάδρομο, είχα ένα σπουδαίο άλλοθι, αλλά το ξεχνούσα την κρίσιμη στιγμή — με κατηγορούσαν ότι συναντούσα, λέει, κρυφά τις σκιές τού παλιού σχολείου
ναι, δεν το αρνούμαι, όμως χυνόταν μόνο το δικό μου αίμα
κι υστέρα τα θλιβερά απογεύματα στέκομαι συνήθως έξω από κάποιο ορφανοτροφείο
κι απορούσα μάλιστα που στα άσυλα μοιράζουν πάντα τόσο νωρίς το δείπνο, ίσως γιατί το σούρουπο είναι μια δύσκολη ώρα
και καλύτερα να 'χει κανείς αλλού το νου του. Έξαλλου, εγώ έχω το άπειρο, τι να τις κάνω τις γνωριμίες.
Γι’ αυτό κιόλας μ' αρέσει να χαιρετώ τα πλοία που φεύγουν για τον Άγιο Δομίνικο
ή έφτιαχνα πύργους με παμπάλαιες εφημερίδες που 'γραφαν για μια χαμένη εξέγερση — ποιος τη θυμάται;
κι αυτό το μυστικό που περίμενα χρόνια: κάποιος, λέει, θα με πλησίαζε και θα μου το ‘λεγε ξαφνικά —
έτσι δεν πρόσεξα τίποτ' άλλο στον κόσμο. Κι εσύ, καλέ μου φίλε, μόλις πεθάνω
θα σου γράψω με ειλικρίνεια, θα σου πω για τον άνθρωπο που μ' έφτυσε
για το κονιάκ που μου λείπει, για τα πουλιά το πρωί που με ξαναγυρίζουν στο σπίτι τού παππού.
Κι η Τερέζα κάθε φορά που πίναμε τσάι και μου επέστρεφε το φλιτζάνι, το χέρι
της ήταν ωχρό
απ’ το μακρύ ταξίδι — που είχε πάει και πότε θα γυρίσουν οι νεκροί «δε σέβεστε λοιπόν ούτε το άπειρο;» τραύλισα, γι' αυτό ετοιμάζω
τις αποσκευές μου αλλά δεν απομακρύνομαι — αφού για να γνωρίσεις τον κόσμο αρκεί
εν' ανεξήγητο όνειρο.
Τότε το εκκρεμές άρχισε να χτυπάει κι ακούστηκε η ώρα του αναπότρεπτου
έτρεξα να τους προλάβω στη σκάλα, «κανείς δεν πέθανε, τους λέω, μα όλοι είναι σιωπηλοί μάρτυρες γι' αύριο»
ενώ την ίδια στιγμή «κάπως έτσι θα 'ναι η τιμωρία», σκεφτόμουν — όπως και τα παιδικά μας χρόνια την ώρα του θανάτου μας
θα 'ναι εκεί και θα μας περιμένουν.
Και συχνά τις νύχτες ανέβηκα στις γέφυρες των σταθμών
και κοίταξα τα φωτισμένα τραίνα να χάνονται πέρα στο πουθενά.
Ώ εποχή μου, όλα ειπώθηκαν και μόνο το φθινόπωρο συνεχίζει το αιώνιο παράπονο του.
Ώσπου σιγά-σιγά το παρελθόν γίνεται όλο και περισσότερο αίνιγμα και το φως της μέρας δεν έχει επιείκεια γι' αυτούς που ενδίδουν κι υστέρα είναι κι εκείνο το επικίνδυνο άστρο μιας αναγνώρισης που
άργησε οι φίλοι που πέθαναν, οι άλλοι που χάθηκαν κυνηγώντας κάτι
άπιαστο
λέξεις συμπόνιας που κάνουν τον κόσμο ακόμα πιο τρωτό κι αυτή η αίσθηση ότι όλα όσα ζήσαμε ήταν λάθος κι ότι από αύριο
ίσως αρχίσει η αληθινή μας ζωή. Ποιόν θέλουμε να ξεγελάσουμε ή ποιος μας εμπαίζει;
Και καμία φορά τη νύχτα μια κραυγή που ζητάει βοήθεια ακούγεται απ’ το παρελθόν — ακριβώς γιατί ποτέ δεν το ζήσαμε
ή μας βασανίζουν αναμνήσεις από γεγονότα που δε συνέβησαν ποτέ — αλλά ποιος είναι βέβαιος για το τι συνέβη;
εξάλλου η κάμαρα μου μοιάζει με όλες τις κάμαρες της γης, θέλω να πω πόσο στο βάθος είμαστε άδικοι ή ξένοι.
Ώ, που έζησα μια ζωή συγκεχυμένη, ακαθόριστη σαν ένα όνειρο που το ξεχνάς το πρωί και μετά το ξαναθυμάσαι, μέχρι που δεν ξέρεις αν ήταν όνειρο ή το ίδιο το πεπρωμένο. Και είδα τ' ανοιχτά παράθυρα σα μεγάλα βιβλία της ερημιάς
όπου διάβασα το ποτέ και το τίποτα. Κι έπρεπε εγώ απ’ αυτό το ποτέ και το τίποτα
να φτιάξω μια ποίηση για πάντα.
Δεν θέλω πια παρά να ζω έτσι όπως ένα δέντρο,
οπού θροΐζει ανάλαφρα σε πρωινό του Απρίλη
μεσ' σ' ένα κάμπο ειρηνικό, γεμάτον φως γαλάζιο
και παπαρούνες κόκκινες και άσπρο χαμομήλι.
Δεν θέλω πια παρά να ζω έτσι σαν ένα ρόδο,
που άνθισε κατάμονο μέσα σε πράο χειμώνα
σ' ένα πεζούλι φτωχικό κι ηλιόφωτο, που να 'χει
ασβεστωμένο τοίχωμα να του κρατάει το χώμα.
Θεέ μου! άσε με να ζω σαν ένα από τα μύρια,
τ' ανώφελα τα έντομα που από το φως μεθάνε
και τη ζωή τους στους ανθούς ανάμεσα περνάνε,
μακριά απ' τον κόσμο, μοναχό σ' ένα λευκό σπιτάκι:
και να 'χω μέσα στην ψυχή των γέρων στην ειρήνη
και στην καρδιά μου των φτωχών την ένθεη καλοσύνη.
—
Και ω Φωτεινέ, Αστραπόγιαννε και αρματολέ και Ακρίτα
Πέντε δράμια σιναμική,
δέκα δράμια μαστίχα
οκτώ δράμια ραβέντι
πέντε δράμια αρσενικό λιβάνι
δυο δράμια πιπερόρριζα
2 δράμια κανέλλα
κοπάνισέ τα ...
(μαντζούνι, που θα δυνάμωνε τον άρρωστο πριν τη θεραπεία )
"Ο θάνατος του παλληκαριού", 1891
Εἶναι στα ἐρημοκκλήσια που γκρεμίζονται
θλιμμένες Παναγίες, χλωμές εἰκόνες,
και μοναχά ἀγαπᾶνε τα ἀγριολούλουδα
-κρινάκια, κυκλαμιές, σπάρτα, ἀνεμῶνες.
Σα θυμιατήρια ἀγροτικά κ᾿ἐφήμερα,
σκόρπια ἢ δεμένα σ᾿ἄτεχνο στεφάνι,
την ἄνθινή τους την ψυχή σκορπίζουν
εψυχομαχώντας σ᾿ἄυλο λιβάνι...
Ἄχ, ὅποιος πάει ἐκεῖ με τ᾿ἀγριολούλουδα,
στο πρῶτον ἄγγιγμά του ἀνοίγει ἡ πόρτα,
που ὁλόγυρα οἱ φωλιές την ἐπλουμίσανε,
τῆς λησμονιᾶς την κέντησαν τα χόρτα.
Ἀνοίγει ἡ πόρτα ἔτσι ὅπου συνήθισε
να την ἀνοίγῃ μόνον ὁἀγέρας
-σάμπως να την ἀνοίγῃ ἡ Παναγιά
με την ἀνησυχία γλυκειᾶς μητέρας,
χαροκαμμένης γριᾶς, που τη λησμόνησαν
στο ἔρμο φτωχικό της και προσμένει
κάποιους νἀρθοῦνε πέρ᾿ἀπὸ μία θάλασσα
αἰώνια σκοτεινή, φουρτουνιασμένη...
Για να πιουν ένα φλιτζάνι τσάι
πέρασαν
από το φθινόπωρο
από δρόμους γεμάτους φύλλα
από στενά και σκοτεινά σοκάκια
από θορυβώδεις πλατείες
από υγρά σκαλοπάτια
από έρημα δωμάτια
όταν έφτασαν
στο φλιτζάνι τσάι
το τσάι ήταν κιόλας κρύο.
Ανθολόγηση και Μετάφραση από τα περσικά: Μπαμπάκ Σαντέγκ Χαντζάνι //
Μια νοτισμένη μυρωδιά από ρίγανη, θυμάρι, κάπαρη, —
ή μήπως αρμπαρόριζα; — συγχέω τα αρώματα· κάποτε,
το αίμα μυρίζει αρμύρα πόντου, και το σπέρμα δάσος· —
μια εκούσια μετατόπιση ίσως, — τη γυρεύω απόψε,
όπως εκείνος ο στρατιώτης που μας έλεγε μια νύχτα στην Αθήνα:
αντιλαλούσε τ’ ακρογιάλι απ’ τις κλαγγές κι απ’ τους βόγγους,
κι αυτός κρυμμένος στα καμένα θάμνα, πάνω απ’ τ’ ακρογιάλι,
κοιτούσε στο φεγγάρι την ταλαντευόμενη σκιά της ήβης του πάνω στο μηρό του
σε μιαν αβέβαιη στύση, πασκίζοντας να υπάρξει, δοκιμάζοντας
τη θέληση του επάνω στο ίδιο του το σώμα, για μια μετατόπιση
απ’ το πεδίο του θανάτου, στην ελπίδα ενός αμφίβολου αυτεξούσιουαπόσπασμα
Το σπίτι είναι ήσυχο, συγυρισμένο καθώς είναι τα μεγάλα
διπλοσέντονα μες το σεντούκι με λεβάντα
Όλο το σπίτι μας μοσκοβολούσε ρίγανη, κερί λιωμένο και μπαρούτι
Ένα κλωνάρι δυόσμο φύτρωνε μες τη ραγισματιά του τοίχου
Ανηφοριές του Αη Θεριστή που λιβανίζει μαντζουράνα
Αυλόπορτες της άνοιξης στου δειλινού το μοσκολίβανο
Το καφεκούτι, το δαφνόφυλλο, για τις φακές και το στιφάδο
Το χαμομήλι και το μολοχάνθι κι οι βεντούζες για τις θέρμες
Τα βάζα με το στρογγυλό νεράντζι, τη μαστίχα και το κίτρο»
Το κονυζόχι, το θυμάρι, την αφάνα
……………………………….
Κάτω απ’ τη γέρικη συκομουριά
ο αγέρας σκώθη κι έφυγε
κατά τα κάστρα του βοριά
και δε μας έγγιξε.
Θυμάρι μου και δεντρολιβανιά,
δέσε γερά το στήθος σου
και βρες σπηλιά και βρες μονιά
κρύψε το λύχνο σου.
Δεν είναι αγέρας τούτος του Βαγιού
δεν είναι της Ανάστασης
μα είν’ της φωτιάς και του καπνού
της ζωής της άχαρης.
Κάτω απ’ τη γέρικη συκομουριά
στεγνός ο αγέρας γύρισε·
οσμίζουνταν παντού φλουριά
και μας επούλησε.
Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα, σσ. 243-244.
Αν με τη μεσολάβηση
Του καινούριου του παραγγελιοδόχου
Η πολιτεία μου η Ινσταμπούλ
Μού’στελνε ένα κουτί
Από κυπαροσόξυλο
Κουτί νυφιάτικο
Κι αν τ’άνοιγα έτσι
Κάνοντας να κουδουνίζει
το μικρό καμπανάκι της κλειδαριάς
Να δυο τόπια υφάσματα
Δυο ζευγάρια πουκάμισα
Άσπρα μαντήλια κεντημένα
Με κλωστή ασημένια
Άνθη λεβάντας
Μέσα σε μικρά τούλινα σακουλάκια
Κι εσύ
Αν έβγαινες κι εσύ μέσα από εκεί
Θα σ’ έβαζα να κάτσεις
Άκρη άκρη στο κρεβάτι μου
ΕΥΑ ΨΑΝΝΗ - ΜΠΑΚΟΓΙΩΡΓΑ - Αρισμαρί και δυόσμος
Χίλιοι οι δρόμοι με έφεραν σε μια αυλή γεμάτη
με μυρωδιές κι αρώματα την σκέψη να κεντούν
με εικόνες και με πρόσωπα και με φωνες τραγούδι
την παιδική μου την ζωή να γλυκοτραγουδούν
Το αρισμαρί, ο βασιλικός, ο δυόσμος το Θυμάρι
γέμισαν την ψυχή ομορφιά και το μυαλό ταξίδια
σε όλα εκείνα της καρδιάς που τα αγκαλιάζει η σκέψη
και ο νόστος προσκαλεί γλυκά
να ξαναγεννηθούν
Και είναι χορός η θύμηση
στου ανέμου την φτερούγα
που όσο και να πετάει μακριά
τα βήματα γυρίζουν
και αγκαλιάζουν την ψυχή
κανάκεμα γεμάτα
και με ένα άηχο γλυκό
τραγούδι την γεμίζουν
Μουσική: Μιχάλης Νικολούδης
Απ’ όσα ρούχα φόρεσα
μ’ άρεσαν τα δικά σου
κι αν μέσα τους δε χώρεσα
ποτέ δε θ’ αρνηθώ
τα χρόνια που με ζέσταναν
τα χείλη τα γλυκά σου
με δυο φιλιά που μ’ έφταναν
τον ήλιο να ντυθώ
Σ’ ένα συρτάρι της καρδιάς
με μέντα και λεβάντα
θα τα φυλάξω καθαρά
τα ρούχα σου για πάντα
Θα τα φυλάξω καθαρά
τα ρούχα σου για πάντα
σ’ ένα συρτάρι της καρδιάς
με μέντα και λεβάντα
Απ’ όσα ρούχα φόρεσα
μες τα δικά σου βρήκα
εκείνα που δεν μπόρεσα
αλλού να ξαναβρώ
αυτά τα βελουδένια σου
του έρωτα μας προίκα
κι αυτά τα μεταξένια σου
π’ αντέχουν στον καιρό
Σ’ ένα συρτάρι της καρδιάς
με μέντα και λεβάντα
θα τα φυλάξω καθαρά
τα ρούχα σου για πάντα
Θα τα φυλάξω καθαρά
τα ρούχα σου για πάντα
σ’ ένα συρτάρι της καρδιάς
με μέντα και λεβάντα
Στίχοι -Νίκος Γκάτσος
Μουσική - Μάνος Χατζιδάκις
Εκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι άγρια μέντα
κι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο
τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα
και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάμινο.
Κοιμήσου Περσεφόνη
στην αγκαλιά της γης
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μην ξαναβγείς.
Εκεί που σμίγανε τα χέρια τους οι μύστες
ευλαβικά πριν μπουν στο θυσιαστήριο
τώρα πετάνε αποτσίγαρα οι τουρίστες
και το καινούργιο πάν να δουν διυλιστήριο.
Κοιμήσου Περσεφόνη
στην αγκαλιά της γης
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μην ξαναβγείς.
Εκεί που η θάλασσα γινόταν ευλογία
κι ήταν ευχή του κάμπου τα βελάσματα
τώρα καμιόνια κουβαλάν στα ναυπηγεία
άδεια κορμιά σιδερικά παιδιά κι ελάσματα.
Κοιμήσου Περσεφόνη
στην αγκαλιά της γης
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μην ξαναβγείς.
Στίχοι: Αλκίνοος Ιωαννίδης
Μουσική: Αλκίνοος Ιωαννίδης
Ο Άγιος Υάκινθος ξυπνάει τα μεσημέρια
παίρνει την Κρήτη στα φτερά, τον έρωτα στα χέρια
κατηφορίζει το βουνό το μονοπάτι παίρνει
και ο ήλιος μόλις τον κοιτά χαμογελά και γέρνει
Ο Άγιος Υάκινθος ανοίγει παραθύρια
σμίγει τα στήθια τα κορμιά και χτίζει τα γιοφύρια
ν' αγαπηθούν οι άνθρωποι να ομορφήνει ο κόσμος
ν' ανθίσει ο βασιλικός η ρίγανη κι ο δυόσμος
Ο Άγιος Υάκινθος ξυπνάει στον Ψηλορήτη
να 'ρχότανε να πέρναγε κι απ 'το δικό σου σπίτι
να σου'φερνε να σου'λεγε των δέντρων τον έρωτά του
να ξύπναγες απ'την αρχή να 'ρχόσουνα κοντά του....
Αθήνα
Στίχοι: Νίκος Γκάτσος
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Μ' άσπρα πουλιά και σύννεφα
τον ουρανό θα ντύσω
και τ' όνομα σου θάνατο
στην πέτρα θα κεντήσω
Στο περιβόλι τ' ουρανού
θα μπώ για να διαλέξω
κι απ' τη μυρτιά κι αμάραντο
στεφάνι να σου πλέξω
Αθήνα-Αθήνα
Χαρά της γης και της αυγής
μικρό γαλάζιο κρίνο
Κάποια βραδιά στην αμμουδιά
κοχύλι σου θα μείνω.
Στίχοι: Wilhelm Muller
Μουσική: Franz Schubert
Στη βρύση τη βουνίσια
σιμά είν' η φλαμουριά,
στον ίσκιο της καθόμουν
να ονειρευτώ συχνά.
Εχάραζα στη φλούδα
ονόματα ιερά
και πάντα εκεί γυρνούσα
σε λύπη ή σε χαρά.
Μια μέρα ταξιδεύω
σε μέρη μακρινά,
περνώ να χαιρετήσω
στερνά τη φλαμουριά.
Βουΐζαν τα κλαδιά της
σαν να μου κράζαν:
"Ω, κοντά μου πάντα μείνε,
θα βρεις γαλήνη εδώ".
Μακριά τώρα στα ξένα
δεν έχω την χαρά
που ένοιωθα εκεί πάνω,
κοντά στη φλαμουριά.
Στο νου μου πάντα μένει
το ολόχαρο χωριό,
στ' αυτιά μου ακούω πάντα:
"Θα βρεις γαλήνη εδώ".
Στίχοι: Μίκης Θεοδωράκης Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης Πρώτη εκτέλεση: Μίκης Θεοδωράκης Το μεσημέρι χτυπάνε στο γραφείο μετρώ τους χτύπους τον πόνο μετρώ είμαι θρεφτάρι μ' έχουν κλείσει στο σφαγείο σήμερα εσύ αύριο εγώ Χτυπούν το βράδυ στην ταράτσα τον Ανδρέα μετρώ τους χτύπους το αίμα μετρώ πίσω απ' τον τοίχο πάλι θα 'μαστε παρέα τακ τακ εσύ τακ τακ εγώ Που πάει να πει σ' αυτή τη γλώσσα τη βουβή βαστάω γερά, κρατάω καλά Μες στις καρδιές μας αρχιναέι το πανηγύρι τακ τακ εσύ τακ τακ εγώ τακ τακ εσύ τακ τακ εγώ Μύρισε το σφαγείο μας θυμάρι και το κελί μας κόκκινο ουρανό Μύρισε το σφαγείο μας θυμάρι και το κελί μας κόκκινο ουρανό Χτυπούν το βράδυ στην ταράτσα τον Ανδρέα μετρώ τους χτύπους το αίμα μετρώ πίσω απ' τον τοίχο πάλι θα 'μαστε παρέα τακ τακ εσύ τακ τακ εγώ Που πάει να πει σ' αυτή τη γλώσσα τη βουβή βαστάω γερά, κρατάω καλά Μύρισε το σφαγείο μας θυμάρι και το κελί μας κόκκινο ουρανό Μύρισε το σφαγείο μας θυμάρι και το κελί μας κόκκινο ουρανό
Στίχοι: Νίκος Γκάτσος
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Είχα μια θάλασσα στο νου
κι ένα περβόλι, περιβόλι τ' ουρανού.
Την ώρα π' άνοιγα πανιά
για την απάνω γειτονιά.
Στα παραθύρια τα πλατιά
χαμογελούσε μια μυρτιά.
Κουράστηκα να περπατώ
και τη ρωτώ και τη ρωτώ.
Πες μου, μυρτιά, να σε χαρώ:
Πού θα βρω χώμα, θα βρω χώμα και νερό
να ξαναχτίσω μια φωλιά
για της αγάπης τα πουλιά;
Στα παραθύρια τα πλατιά
είδα και δάκρυσε η μυρτιά.
Την ώρα π' άνοιγα πανιά
για την απάνω γειτονιά.
Δάφνη
Στίχοι: Μήτσος Σταυρακάκης
Μουσική: Γιώργος Ξυλούρης
Μες στην καρδιά ειν' οι ρίζες σου
και στο μυαλό μου ανθίζεις
και κολυμπώ στσι μυρωδιές
γιατί μοσχομυρίζεις.
Δεν είδα σαν τη σκέψη σου
πιο πεισματάρα σκέψη
μαλώνω και ποβγάνω ντη
μ' αυτή πού να μισέψει.
Σαμίου Δόμνα
Μουσική/Στίχοι: Δημοτικό Ηπείρου/Παραδοσιακό
Βασιλικός θα γίνω στο παραθύρι σου, στο παραθύρι σου
κι ανύπαντρος θα μείνω για το χατίρι σου, για το χατίρι σου
Το φεγγάρι κάνει βόλτα στης αγάπης μου την πόρτα
Το φεγγάρι κάνει κύκλο στης αγάπης μου τον κήπο
Έβγα απ’ το παραθύρι κρυφά απ’ τη μάνα σου, κρυφά απ’ τη μάνα σου
και κάνε πως ποτίζεις τη μαντζουράνα σου, τη μαντζουράνα σου
Το φεγγάρι...
Τέσσερα πορτοκάλια, τα δυο σαπίσανε, τα δυο σαπίσανε
Ήρθα για να σε πάρω και δε μ’ αφήσανε, και δε μ’ αφήσανε
Το φεγγάρι...
Ο ήλιος βασιλεύει κι η μέρα σώνεται, κι η μέρα σώνεται
κι ο νους μου απ’ την αγάπη δε συμμαζώνεται, δε συμμαζώνεται
Το φεγγάρι...
Έβγα να σε δω, έβγα να σε δω
Έβγα να σε δω, να παρηγορηθώ
Το φεγγάρι...
Ποιος σε φίλησε, ποιος σε φίλησε
Ποιος σε φίλησε και σε κοκκίνισε
Έλα, έλα, με τ’ εμένα, να περνάς χαριτωμένα
Έλα, έλα, το πουλί μου, τώρα που ’μαι μοναχή μου
Εσύ είσαι το σταφύλι και εγώ το τσάμπουρο
φίλα με εσύ στα χείλη και εγώ στο μάγουλο
Mάνα μ’, σγουρός βασιλικός,
πλατύφυλλος και δροσερός.
Mάνα μου, ποιος τον πότιζε,
και ποιος τον κορφολόιζε;
Πέταξε κλώνους και κλωνιά
και σκέπασε τη γειτονιά,
και σκέπασε και μένανε,
που μ’ έχει η μάνα μ’ ένανε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου