Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2020

ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ - ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ

....Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμάλωτου τη σκέψη
του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια
δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς.
Γ. Σεφέρης, «Ο τελευταίος σταθμός»

 Refugees, Cyprián Majerník, 


ΚΟΥΛΑ ΑΔΑΛΟΓΛΟΥ - ΚΑΜΕΡΑ

Τρυπώνω στον φακό της κάμερας και πάω
περνώ βουνά σύνορα και φράχτες.
Άνθρωποι με ελαφρά μπουφάν στο ψύχος
το χιόνι κάτω παγωμένο
η μάνα εξαθλιωμένη, μαντίλα στο κεφάλι, βήχει
κι αυτή στην αγκαλιά της — πόσων μηνών; — ανήσυχη
τεράστια μάτια απ’ την αδυναμία, λερωμένη,
της δίνω ένα μπιμπερό
κοιτάζει γύρω έκπληκτη
κι ανθίζει το πιο όμορφο χαμόγελο
μέσα στο οδυνηρό σκοτάδι.

Ο πρόσφυγας – Felix Nussbaum – 1939


ΚΟΥΛΑ ΑΔΑΛΟΓΛΟΥ - ΣΑΝ ΤΥΨΗ

Ποδίτσες παιχνιδιάρικες και τρυφερά φορμάκια
ζακετούλες ροζ, με φιόγκο, με ζεστή επένδυση.
Εκείνα, όμως, δεν έχουν
μόνο θυμούνται
αυλές και γέλια και παιχνίδια
βλέπουν γονείς στραγγισμένους
ή τους χάνουν
δεν ονειρεύονται
γιατί το μέλλον μια μικρή κουκίδα
χωρίς χρώματα χωρίς διαστάσεις
σεντονάκια της αθωότητας
μη μου γίνετε τύψη.

Painting by Miream Salameh


ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΛΕΞΑΚΗΣ - ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

Διωγμένοι από την όμορφη πατρίδα
τώρα στους δρόμους των γυμνών ωρών

νομάδες ουρανών
αλιείς άστρων

εμείς
οι δόλιοι πρόσφυγες
του απάνω κόσμου

Από τη συλλογή Η λάμψη (1983)

Naomi Cox's painting "Migration to Serbia" 



ΑΛΕΒ ΑΝΤΙΛ - ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΕΣ ΜΝΗΜΕΣ: ΑΠΟΣΚΕΥΕΣ

Ξυπνάς ακόμη τις νύχτες
και σκέφτεσαι τι θα ‘παιρνες μαζί σου
αν έπρεπε να φύγεις
άλλη μια φορά
κι άλλη μια φορά να ξαναρχίσεις;
Ο κανόνας του πρόσφυγα:+
μια βαλίτσα για τον καθένα,
δυο για την οικογένεια.
Μήπως θα πάρεις τα σημειωματάρια σου,
τις φωτογραφίες;
Ποια από τα αγαπημένα σου παπούτσια;
Το καλό χειμερινό σακάκι, βέβαια.
Ίσως ένα απ’ τα περσικά χαλιά
– μα τότε δεν παίρνεις τίποτε άλλο.
Τι θα διέσωζες;
Μήπως σε ταράζει ακόμη
η αντίθεση ανάμεσα στη νοοτροπία
του πολιορκημένου που αποθηκεύει τα πάντα
για κάθε απρόβλεπτη έλλειψη,
ακόμη και απομεινάρια παλιών κεριών
για την περίπτωση που θα κοπεί ξαφνικά
το ηλεκτρικό ρεύμα
και τη λογική του πρόσφυγα
ότι μπορεί να κατέχει στ’ αλήθεια
μόνο μια βαλίτσα με αντικείμενα;
Όλα τ’ άλλα είναι τυχαία.
Δεν είναι στ’ αλήθεια δικά σου.
Όλα τ’ άλλα πρέπει να τ’ αφήσεις πίσω.

* Τουρκοκύπρια ποιήτρια

Refugees - AiK - Painting 


ΝΙΚΟΣ-ΑΛΕΞΗΣ ΑΣΛΑΝΟΓΛΟΥ - ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΣΤΗΝ ΑΜΜΟ

Νύχτωσε στην Ελ Μίνα και πυκνή
σιωπή ανέβαινε απ’ τη μεριά της θάλασσας
κι αντάμωνε το κάστρο∙ ολημερίς
ξαπλώνονταν αμίλητο και σκυθρωπό
σα μουδιασμένο ζώο

Τότε ξεχώρισα ήχο πνιχτό καθώς το φύλλο
που τσαλακώνεται μέσα σε χέρια ανάρμοστα
γρατσούνισμα σε σώμα ακάθαρτο, αρρωστημένο

Κι είδα έναν Άραβα μικρό, σημαδεμένο
έφεγγαν χέρια, πρόσωπο, μάτια κι ήταν όλος
χιλιάδες που άφηναν τη γη τους κι επιστρέφανε
μέσα στην άμμο, σε σκηνές, στο άσπρο φως.
Κι όταν μιλούσε δάκρυζε η φωνή και όλο ικέτευε
για κάποια θέση στη ζωή ή έστω αντίσταση
στο θάνατο που ερχότανε αργά και τον ρουφούσε

Μα εγώ έπλενα τα χέρια μου. Άγρια μοναξιά
τα χρόνια που έφυγαν με είχανε ποτίσει

Ο θάνατος του Μύρωνα (1960)


Kurdish Refugees  by MotionAge Designs 


Γιάννης Βαρβέρης -  Στα ξένα

Πού τήνε βρήκε αυτός την αγαλλίαση
πώς τάχα δεν τον κυνηγάνε τα σκυλιά
πώς το ποδάρι του δεν είναι πια στο δόκανο
πώς έχει πια, ελεύθερος ερήμου
μπουχτίσει το νερό
πώς έγινε
-δήθεν για ν’ αναθρέψει πάλι-
και τα νοστάλγησε όλ’ αυτά
σκυλιά και δόκανα και δίψες-
υπαρκτά
μεγάλη ελπίδα να το νοσταλγείς
ένα μαρτύριο ενώ δεν έχει λήξει.»

Από τη συλλογή «Στα ξένα», εκδ. Κέδρος, 2001


"Refugee Flee," by Lubna Feloh


Νάνσυ Δανέλη -Η φωτογραφία του πρόσφυγα.

Σ΄ αυτό τον κόσμο τον άγριο
που σε ψεύτικες βάρκες στοιβάζεται
τον κόσμο αυτό που βυθίζεται
κι ο καθένας παλεύει μοναχός
με μια σάπια σανίδα

περπατάει
με το βλέμμα χαμένο σε μια εικόνα
που έχει γραπώσει το σβέρκο του
κι αναγκαστικά κοιτάζει τα πόδια του
πόσο αδιάφορα διασχίζουν
αυτό τον κόσμο τον άχαρο
δίχως ν΄ αφήνουν κανένα αποτύπωμα
ύπαρξης.

Δε βαριέσαι, μονολογεί,
προς-φυγες είμαστε όλοι μας
ποιος αντέχει στην ενδο-χώρα 

να ο ναυαγός με το μωρό στην αγκαλιά
η εικόνα δεν είναι εικόνα
συνωστισμένο πλήθος στο λιμάνι
τον απαθανατίζει

α, αυτή η φωτογραφία αξίζει πολλά
αυτή η φωτογραφία θα κάνει το γύρο του κόσμου
αυτή η φωτογραφία θα πάρει εκατομμύρια like.

Μήπως να πέσω στη θάλασσα να φωτογραφηθώ μαζί του;
Μια στιγμή δημοσιότητας ο καθένας τη δικαιούται
να ξεχωρίσει το κεφάλι του μες το παγκόσμιο δίχτυ
όλη μου τη ζωή την ξόδεψα για τα like των άλλων.

Ναι, θα πέσω στη θάλασσα
κι όλοι αυτοί στο λιμάνι που στέκονται
με τις φωτογραφικές μηχανές τους στο χέρι
θα με απαθανατίσουν

τη στιγμή ακριβώς που πεθαίνω.

Eduardo Kobra The Refugees Scream 2019


Νάνσυ Δανέλη -Στάχτες.

[ή ο μονόλογος του πρόσφυγα].

Ρωτούσα σαν παιδί
πράγματα αλλόκοτα.
-Φεύγουν τα σπίτια;
-Οι άνθρωποι πετάνε;
-Τα όνειρα χτυπούν τις πόρτες μας
πριν μπούνε;

Πού να΄ξερα κι εγώ;
Μνήμες δεν κουβαλάμε από τον ουρανό.
Η μάνα γη
μάνα σκληρή
μας τα μαθαίνει.

Τώρα ξέρω.
Τα σπίτια ξεριζώνονται
σαν τα χτυπάει ο κεραυνός.
Οι άνθρωποι πετάνε, είναι πουλιά.
Στου πόνου τα χαλάσματα
χτίζουνε τις φωλιές τους.
Τα όνειρα δεν καταδέχονται
όσους με την απόγνωση
πλαγιάζουν αγκαλιά.
Κι οι εφιάλτες
πόρτες δεν ξέρουν να χτυπούν.

Τώρα ξέρω.
Με έκαψε ο κεραυνός.
Μόνο χέρια μου άφησε να ψάχνω
μέσα στις στάχτες μου
για μια σπιθίτσα τόση δα
το όνειρο να ξανανάψω.

Μήπως μπορέσω
τον κόσμο αυτό
μ΄αθώα μάτια να ξανακοιτάξω
ξέροντας.


The Refugees Seek The Shore by Rosanne Gartner


ΞΑΝΘΙΠΠΗ ΖΑΧΟΠΟΥΛΟΥ - ΝΑΥΑΓΙΑ ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΣΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΜΟΥ

Κάθε βραδιά
ένα παιδί γυμνό
καταπίνει κύμα κύμα το Αιγαίο
και μετά ξερνάει
σπασμένες πλώρες ξεβρασμένες
στο τρικυμισμένο μου προσκεφάλι
Ύστερα γεμίζω το δωμάτιο με νερό
και γίνομαι ναυαγός
πλημμυρισμένης νύχτας
και τακτοποιημένης μέρας
Κάθε πρωί
ανοίγω το φως
και φυλάω στο σύνορο της συνήθειας
με λάβωμα κρυφό και ανοίκειο
Σε ρηχές μέρες
βαθαίνει το Αιγαίο
βαθύς κρατήρας
ηχώ του εαυτού μας.

Βαθύς ουρανός βυθός θάλασσας (2020)

"Refugees from Srebrenica," by Margreeth Leopold,


Colan Haji (Κούρδος) - Shooting sportsman

(μεταφρ. Δημήτρης Καλαντζής)

Οι επιβάτες στα μίνιμπας πλήρωσαν τον θάνατό τους το πρωί με δέκα λίρες.
Το ντουλάπι έθαψε τις παντόφλες, τα τζάμια έσκισαν τις κουρτίνες και τους λαιμούς σαν γκιλοτίνες.
Μία σιωπηλή λίμνη αίματος στην άσφαλτο όπου αιωρείται η οχλοβοή.
Μετά ήρθαν, ακύρωσαν τις υποχρεώσεις τους, πήραν τα δόντια τους
και έριξαν τα απομεινάρια των καρδιών μας στα μυρμήγκια.
Και φώναξαν: «Κανείς δεν είναι κατηγορούμενος.
Όλοι είναι καταδικασμένοι!»
Έκλεισαν τα φαρμακεία και τις γέφυρες,
μπλόκαραν τις εισόδους των πόλεων, και τις εισόδους στις πλατείες
και έβαλαν μία λάθος διεύθυνση στην άκρη της λόγχης τους:
Είτε το βάραθρο, είτε ο τοίχος.
Μας άφησαν άυπνους και μία λίστα από ονόματα,
σκόνη που οι πεινασμένοι έγλυψαν από τα παπούτσια τους,
οπλισμό από σκουπιδοντενεκέδες, σάβανα που τραβούσαν τις τίγρεις στους αμπελώνες,
κανάτες με θολά νερά, ένα παπούτσι στο δρόμο,
κρύο και κεριά, τη φτυσιά των εμπόρων, σφαίρες στην πόρτα του ψυγείου,
στην οθόνη και στη δεξαμενή, ένα στρατώνα σε μουσείο,
μώλωπες στους ζωγράφους, την κάπα του μοναχού,
ένα ξεριζωμένο νύχι και τη ζεστασιά των όρχεων.
Και πήραν τους ερασιτέχνες ηθοποιούς, τον γιατρό,
τον περαστικό, μουσικούς, ανθρώπους που έψαχναν για ψωμί,
πωλητές λαχείων και τερματοφύλακες.
Συνέτριψαν τον ουρανό και χρωμάτισαν τα τανκς με το χρώμα του
για να αυξήσουν τον ήχο του πιάνου, το φέρετρο της μουσικής.
Σκότωσαν τον τρελό της γειτονιάς, το μηχάνημα γάλακτος και τον πωλητή μαϊντανού.
Σκότωσαν το παράθυρο και την αδελφή που κοίταζε από αυτό.
Ούτε η αγελάδα του γείτονα επέζησε.
Ούτε η λάμπα του δρόμου.
Έφτυσαν στην πηγή και κατέστρεψαν τα φώτα,
το δακρυσμένο αισιόδοξο μάτι της ζωής, το μάτι της ελπίδας.
Με μαχαίρια ξέσκισαν τους χρησιμοποιημένους καναπέδες.
Τη βαλίτσα και τις τυλιγμένες κουβέρτες.
Σταύρωσαν τον μαραγκό, στραγγάλισαν την καρδερίνα
και έσφαξαν τον τραγουδιστή.
Έκαψαν τις θημωνιές, τα βιβλία και τα ποδήλατα.
Και μετά ξάπλωσαν στο γρασίδι της παιδικής χαράς.
Και πήραν έναν υπνάκο.
Αυτές δεν είναι εικόνες. Αυτοί είναι οι φύλακες των παραστάσεων.

Sea Of Tears  by James and Batol Moria Refugee 



ΙΩΣΗΦ Σ. ΙΩΣΗΦΙΔΗΣ - ΠΑΙΔΙ-ΜΕΤΑΝΑΣΤΗΣ ΚΑΙ Η ΜΑΣΚΑ ΜΟΥ

Το επάγγελμά μου ηθοποιός, στ’ αλήθεια πολιτικός,
κολλώ με κερί φτερούγες στις πλάτες των θεατών,
στο καμαρίνι βλέπω τηλεόραση, λύνω σταυρόλεξο
αναζητώντας πράσινα άλογα, ανέμους και ύδατα.

Σπουργίτης ραμφίζει το τζάμι μου να δω τις ειδήσεις:
ένα παιδί σπαράζει μπρος στα πτώματα των γονιών,
ξαγρυπνά στον τάφο τους, το σέρνουν μετανάστη μετά,
να, το ξεβράζει η θάλασσα απόδημο σ’ αιώνιο ύπνο.
Στην τσεπούλα του ένα μπλοκάκι όπου έγραψε:
‘Θα σας καταγγείλω όλους στον Θεούλη μου.’

Στο ένα-οριζοντίως του σταυρόλεξου απαντώ: ‘Δράμα’
Αδύνατο να παίξω το δράμα τέτοιου παιδιού. Ίσως
αν διατμήσω το δέρμα μου ως το κόκαλο; Ως το μεδούλι;

Το δύο-καθέτως ρωτά: ‘Μπαίνει σε σφαγείο
μα δεν ματώνει’. ‘Ηλιαχτίδα!’ λαλώ,
και κρύβω τα μάτια ν’ αποφύγω τον ήλιο.

Ηθοποιός ! Ποιο ήθος ποιώ; Στέκω, δεν παραστέκω,
το ψέμα ντρέπεται για τα χείλη μου που ψεύδονταν,
η μάσκα μού αφαιρεί απ’ το πρόσωπο τη μάσκα,
με ανακρίνει η αλήθεια πώς δολοφονείται η αλήθεια.
Στο δέκα-καθέτως απαντώ και για μένα: ‘Υποκριτής’.

Η μάσκα βαριά, με κάνει βραδύ και δεν προφταίνω
την Ιστορία που προβαδίζει, με το παιδί στην πλάτη.


Alexey Rudikov


ΑΓΓΕΛΑ ΚΑΪΜΑΚΛΙΩΤΗ - ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ

Στην αποβάθρα του Κάστρου
τις Κυριακές συνωστίζονται
ακίνητοι με το βλέμμα καρφωμένο
στη γραμμή του ορίζοντα
εκείνη την απατηλή γραμμή
την πύλη ενός παράδεισου
δίχως σταθμούς και τρένα
με βάρκες ξεβρασμένες
σε παραλίες κατεχόμενες
Αύριο ο κύριος και η κυρία
θα τους πληρώσουν
για την απελπισία τους



Maurice Minkowski The refugees

ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΑΪΤΑΤΖΗ-ΧΟΥΛΙΟΥΜΗ - ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ "ΛΙΓΟΣΤΕΥΟΥΝ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ"

i.ΞΕΡΙΖΩΜΕΝΑ ΔΕΝΤΡΑ


Ξεριζωμένα δέντρα οι τόποι μας
Πρόσφυγες οι γονείς
μετανάστες εσωτερικοί μετά
άπλωσαν μέσα τους ρίζες κομμένες
Ξεριζωμένα δέντρα δυο φορές κι εμείς
ας ριζώθηκαν στο έρμα μας πατρίδες
Και τώρα των παιδιών μας η σειρά
ξεριζωμένα δέντρα να πορεύεται
Ξεριζωμένα δέντρα οι τόποι μας.

               Borders  by Moria Refugee Razieh


ii.ΣΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑΝ *

Εικόνες σαν απ’ όνειρο έρχονταν φευγαλέα κι ύστερα χάνονταν
Τον άφηναν μονάχο παιδάκι στα επτά να περιμένει
Στα εξήντα επτά στο παιδικό χεράκι έσφιγγε χαρταετό σχισμένο
απόχη έσφιγγε στην όχθη λίμνης αποστραγγισμένης
Σην πατρίδαν*το ωραίο ταξίδι
Σ’ ιπτάμενο χαλί σαν τα ενύπνια
ή σαν αυτό που σου τραβούν κάτω απ’ τα πόδια
την πιο όμορφη στιγμή τ’ ονείρου
στο πατρικό του να βρισκόταν
Να μύριζε λέει τ’ αρώματα στον κήπο
παιδί τάχα νά ‘παιζε στην αυλή
Τώρα σε χθόνιο θολωτό
κάθε που σουρουπώνει παιδάκι στα επτά
μες στα χαλάσματα σφηκοφωλιές χαλάει
Σπασμένα ακροκέραμα μαζεύει
χτίζει απ’ την αρχή κάθε φορά
την βρεφική ανάμνηση την πρώτη
χώνεται χουχουλιάζει χωρίς ρουθούνια εισπνέει
τη πατρίδας και τι σπιτί τα σκουντουλίας*

Στη μνήμη του πά(τερα) μου
σην πατρίδαν* (ποντιακή)=στην πατρίδα
τη πατρίδας και τι σπιτί τα σκουντουλίας *(ποντιακή)=
της παρτίδας και του σπιτιού τ’ αρώματα

Refugees by Jekabs Kazaks


iii. ΕΞΟΡΙΣΤΟΙ

Εξόριστοι
μήτρας μητριάς
παρένθετης
Ξεριζωμένοι
Στιγμή Πρώτη
εωθινή κραυγή
σημάδι
αναζήτηση
Στιγμή Έσχατη
εσπερινού λυγμοί
επιστροφή
ασώτου
Φως μυστηριακό
άχραντο
σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξείδι* είπε
μόνο ζωή και θάνατος* είπε
Κι ο χρόνος ατελεύτητος
*Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξείδι. Ιθάκη Κ. Καβάφης
*Δεν υπάρχει ευτυχία και δυστυχία.
Υπάρχει μόνο ζωή και θάνατος, Osårbar, Karin Boye

The Refugee - Digital Remastered Edition by Sir William Orpen


iv ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ Η ΑΓΑΠΗ

πατρίδα μου η αγάπη
το χώμα των δακρύων μας
αρχαίες λέξεις οι λέξεις μου
λέξεις που μου φανέρωσαν τον κόσμο
ψίθυροι ακατάληπτοι στο μοιρολόι μάνας
τόποι που μ’ έδεσαν στις κόγχες τους
εδραιωμένοι μέσα μου μ’ ορίζουν
πατρίδα μου ο ήλιος
η βροχή τα δέντρα τα βουνά
ρίζες βαθιές αρχέγονες
το χώμα που πατάω στέρεα
το χώμα που θα με χωνέψει
πατρίδα μου ο κόσμος
πατρίδα μου η αγάπη

Kurdish Refugees by MotionAge Designs


v. Μια τσάντα σπίτι και πατρίδα έγινα

Μια τσάντα σπίτι και πατρίδα έγινα και προχωρώ
Είμαι το σπίτι μου λιτό κι απέριττο
συμμετρικό και σταθερό παλεύω να ‘μαι
κι ας είναι τα μπαλκόνια μου μικρά
κι ας έχω τα θεμέλια προς τα μέσα
Με ξαναχτίζω μ’ επανατοποθετώ
πατρίδα μου και σπίτι μου εγώ
κι αναζητώ γωνιές όπου δέντρα φύονται
γωνιές με γαλανό ουρανό
γαλήνια να μ’ αγκαλιάζουν
Μια τσάντα σπίτι είμαι
και τα χερούλια μου κρατώ σφιχτά μες στην καρδιά
Φέτες σχιστόλιθοι α-συνέχειες
φλόγες ζωσμένες βίαια έσκαψαν
κι έκοψαν
Πολλά τα ξερι-ζώματα
ολοκληρωτικά απειλούν να με συνθλίψουν
Μια τσάντα σπίτι και πατρίδα έγινα και προχωρώ
Despoina Kaitatzi-Xoulioumi, Λιγοστεύουν οι λέξεις,
 2017, Εκδόσεις Μελάνι

Walk To Freedom by Joseph Kangi Moria Refugee

ΦΡΟΣΟΥΛΑ ΚΟΛΟΣΙΑΤΟΥ - ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ

Το άνεμο μην εμπιστεύεσαι
Είναι η θάλλασα χωρίς τα ανεμόφυλλα
Είναι το νερό της απώλειας
Με τη γραφή του γυρισμένη
Προς τα μέσα
Κάτω από λεπτό φίλμ αφρού
Άνθρωποι κρύφτηκαν
Σχεδόν τυφλό
Ένα μελτέμι ελλοχεύει την απόγνωση
Τον ορίζοντα πνίγει ο θάνατος
Παιδικά στόματα δίχως πνοή
Τυλίγουν το νερό
Αναλώσιμα όνειρα και άνθρωποι
Επιπλέουν
Φτερά έχουν τα φύκια
Δες πάλλονται
Πέλαγο πεινασμένο
Δάκρυ κρυστάλλωσε
Αυξάνεται ο χαμός
Σαν να είναι τέρας που ξαναγενιέται
Όταν ξεφεύγουν από τον θάνατο
Και πάνε σε άλλο θάνατο
Με το πρώτο φεγγάρι της άνοιξης
Μολυσμένες χειρονομίες
Αντανακλούν στα τζάμια της νύχτας


 Syrian artist Oroubah Dieb 

ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ - ΕΝΑΣ ΓΕΡΟΣ ΠΡΟΣΦΥΓΑΣ

Μνήμη Χρίστου Γαβριηλίδη

Και τώρα τι θα γίνει μ’ εκείνο τον γέρο πρόσφυγα
που τον απαντούσα πριν κάθε μέρα στη στάση
να περιμένει το λεωφορείο για του Μόρφου
και ν’ ανάβει συνέχεια τσιγάρα να περάσει η ώρα,
και που σήμερα δεν ήταν εκεί,
και που χτες δεν ήταν εκεί,
και που δε θάν’ ξανά εκεί;


Christian Seebauer refugees “the trek”


Παντελής Μπουκάλας -Στην ξενιτιά της γλώσσας

Τυχαία ώρα. Τυχαία πλατεία. Τυχαία Ελλάδα.
Πάντως Κυριακή,
τότε που δέεσαι το χρόνο να ειρηνέψει.
Στα παγκάκια, μισοί να κάθονται, μισοί ανεβασμένοι.
Αλβανοί.
Τώρα μιλάνε δυνατά
και ξαναβρίσκουν όσα έκρυψε
φοβισμένος ο καιρός της σιωπής.
Ξενιτεμένοι μες στη γλώσσα τους.
Οι εδραίοι δεν της αποδίδουν σημασία,
Καν δεν τη διακρίνουν
Γι’ αυτό κι ελευθερώνει ερμητικό τον ήχο της.
Στο θάλαμο τηλεφωνούν. Φιλιππινέζοι. Μάλλον.
Διπλά ξενιτεμένοι αυτοί
της γλώσσας και του δέρματος
δεσμεύουν τη φωνή τους
αθόρυβοι διασχίζουν το ακίνητο βλέμμα μας.
Συλλέκτης μάταιος επεισοδίων
παίρνεις να γράφεις σιωπηρά,
δίχως χαρτί ή μολύβι,
λες ξαναλές τις φράσεις μη χαθούν,
έχει ραγίσει ο ρυθμός,
κομπιάζει η μνήμη.
Εκείνο το βαρύ τ’ αγενεολόγητο: 
«Πατρίδα του ποιητή η γλώσσα του»
σου τρώει το νου τον φαρμακώνει.
Μα ποια πατρίδα.
Λέξεις και λέξεις και πάλι λέξεις.
Ιθαγενής του κενού,
μετράς, διπλή-τριπλή η ξενιτιά της γλώσσας
όταν γράφεται.
Να μένεις έξω μακριά απ’ ό,τι πόθησες
ό,τι σχεδίασες πριν το αναθέσεις στα ρημάτια.
Να μένεις έξω μακριά
απ’ όσους δεν νοούν τη γλώσσα σου
σε άλλον ήλιο γεννημένοι.
Έξω μακριά κι απ’ τους ομόγλωσσους
που διασχίζουν την παλιλλαλία σου
αδιάφοροι.
Μια ξενιτιά η πατρίδα σου.
Σαν έρωτα που τον ζητάς
μόνον για να τον χάσεις.

(Από τη συλλογή Ρήματα, Αθήνα, Άγρα, 2009)

Refugees (2005), oil on wood by Zvi Malnovitzer Courtesy Mayanot Gallery


Μπ. Μπρεχτ -  Μετανάστες

Λαθεμένο μου φαινόταν πάντα τ’ όνομα που μας δίναν:
«Μετανάστες».
Θα πει, κείνοι που αφήσαν την πατρίδα τους. Εμείς, ωστόσο,
δε φύγαμε γιατί το θέλαμε,
λεύτερα να διαλέξουμε μιαν άλλη γη. Ούτε
και σε μιαν άλλη χώρα μπήκαμε
να μείνουμε για πάντα εκεί, αν γινόταν.
Εμείς φύγαμε στα κρυφά. Μας κυνηγήσαν, μας προγράψανε.
Κι η χώρα που μας δέχτηκε, σπίτι δε θα ‘ναι, μα εξορία.
Έτσι, απομένουμε δω πέρα, ασύχαστοι, όσο μπορούμε πιο κοντά
στα σύνορα,
προσμένοντας του γυρισμού τη μέρα, καραδοκώντας το παραμικρό
σημάδι αλλαγής στην άλλην όχθη, πνίγοντας μ’ ερωτήσεις
κάθε νεοφερμένο, χωρίς τίποτα να ξεχνάμε, τίποτα
ν’ απαρνιόμαστε,
χωρίς να συχωράμε τίποτ’ απ’ όσα έγιναν, τίποτα δε συχωράμε.
Α, δε μας ξεγελάει τούτη η τριγύρω σιωπή! Ακούμε ίσαμ’ εδώ
τα ουρλιαχτά που αντιλαλούν απ’ τα στρατόπεδά τους. Εμείς
οι ίδιοι
μοιάζουμε των εγκλημάτων τους απόηχος, που κατάφερε
τα σύνορα να δρασκελίσει. Ο καθένας μας,
περπατώντας μες στο πλήθος με παπούτσια ξεσκισμένα,
μαρτυράει την ντροπή που τη χώρα μας μολεύει.
Όμως κανένας μας
δε θα μείνει εδώ. Η τελευταία λέξη
δεν ειπώθηκε ακόμα.

Μπ. Μπρεχτ, Ποιήματα, μτφρ. Μάριος Πλωρίτης, Θεμέλιο


The refugees. Honoré Daumier


Εύα Νεοκλέους - Χριστούγεννα του 2015

«Ανήμερα των Χριστουγέννων
οι καμπάνες κτύπησαν
πένθιμα.
Το φεγγάρι λαμπύριζε αίμα
στα παγωμένα νερά του Αιγαίου
κι οι παιδικές φωνούλες
έγιναν ηχώ στα κύματα
της ασπλαχνίας μας.
«Θέλω να ζήσω» φώναζαν»
Χριστός γεννάται!
Κι ο κόσμος σκοτείνιασε
για πάντα…



Syrian artist Oroubah Dieb 

Κωστής Παλαμάς - Το Τραγούδι των Προσφύγων (1922)

Μα πως τα μάγια λύθηκαν! Πως έκαμε η κατάρα
την όψη σου όψη κλαίουσας γυρτής προς μνήμα ιτιάς!
καμιά κορδή σου ας μη σου μείνη ασύντριφτη, κιθάρα
της δάφνης και της λεβεντιάς!
Όχι, Μακριά κι η απελπισία, μακριά και οργή και θρήνος!
Στο μαύρο απάνου Γολγοθά των εθνικών καημών,
θείε Άγγελε του τραγουδιού βοήθα ν’ ανθίση ο κρίνος των Ευαγγελισμών!.
Νεκροί, σπαρμένοι στις πεδιάδες και στα περιβόλια
και στα ερμοτόπια και στα βράχια της Ανατομής,
τα που σας ρίξανε σπαθιά, που σας φάγανε βόλια,
βαθιά στα σπλάχνα της Φυλής. Ας ριζωθούν,
α! να στοιχειώσουν ύστερα, μυστήρια,
και βούκεντρα πάντα για νέα οργώματα, αι γενούν,
αίματα, νεύρα και θύμα και χέρια εκδικητήρια.
Πάντα οι νεκροί ας μας κυβερνούν! Κ’ εσείς!
Χαρά και η φτώχεια σας, του όλβου κι εσείς καμάρια,
εκέτει τώρα απλώνοντας το δίσκο του χεριού,
της αργατιάς της αρχοντιάς δαρμένο, απομεινάρια
της φλόγας και του μαχαιριού, τα κλαίτε εσείς τα πάντα σας,
σπίτια, αγαθά, θεία δώρα,
παρατημένα, αφανισμένα, πλάσματα: πουλιά,
όπου όργωνε ο έρωτας, θερίζει ο χάρος τώρα,
πάει κι η πατρίδα κι η φωλιά.
Στάχια όπου χρύσωναν τη γη μαυρολογών κοράκου
Τα δάκρυα καταπίνονται, ζητάτε
(όϊ με η στιγμή που σας τρυπάει τα σωθικά σαράκι και φαρμάκι!)
γωνιά ζητάτε και ψωμί Κι ό,τι θα αισθάνεστε
πως είναι απάνου απ’ όλα τ’ άλλα
και πως αξίζει θησαυρούς, της ξεκληριάς παιδιά
κι ό,τι ζητάτε ανείπωτο, το ξέρω είναι μια στάλα αγάπη και καλή καρδιά.
Και οι λυτρωμένοι, αλύτρωτοι. Κι’ οι αλύτρωτοι εδώ πέρα.
δώστε να ιδούν του λυτρωμού μια χάρη, όσο φτωχή.
Η Ελλάδα μια, ακομάτιαστη και αμέτρητη Μητέρα,
μια των Ελλήνων η ψυχή!
Τύραννος όταν ή όλεθρος καίει στου πιστού το σπίτι
τα’ άγια κονίσματα, του καίει τον ιερό ναό,
του μένει η πίστη σαν εικόνα εντός του αχειροποίητη
στον ένα αόρατο Θεό. Τέτοια η πατρίδα. Θεός κι αυτή.
Απάνου από τα σπίτια,
απάνου από τα χώματα κι από τ’ αμπελοφύτια,
μια ειν’ η πατρίδα, και παντού.
Μια ειν’ η Πατρίδα του αιμάτων και δραμάτων, το άστρο
της Ιστορίας το πολικό, του τραγουδιού τροφή,
χωρίς καρδιές από παντού μια ψυχή σ’ ένα κάστρο,
κι η προσταγή της Αδελφοί!
Και το που δέρνει ανάθεμα και ο που δέρνεται θρήνος
μακριά! Στο μαύρο Γολγοθά των ξεθεμελιωμών,
βοήθα, Άγγελε του Τραγουδιού, ν’ ανθίση ο άσπρος κρίνος
των Ευαγγελισμών.


Syrian artist Oroubah Dieb 


Warsan Shire – Ουαρσάν Σάϊρ - ΠΑΤΡΙΔΑ

Κανένας δεν αφήνει την πατρίδα του,
εκτός κι αν πατρίδα είναι το στόμα ενός καρχαρία.
Τρέχεις προς τα σύνορα μόνο όταν βλέπεις
ολόκληρη την πόλη να τρέχει κι εκείνη.
Οι γείτονές σου τρέχουν πιο γρήγορα από σένα
με την ανάσα ματωμένη στο λαιμό τους.
Το αγόρι που ήταν συμμαθητής σου
που σε φιλούσε μεθυστικά πίσω από το παλιό εργοστάσιο τσίγκου
κρατά ένα όπλο μεγαλύτερο από το σώμα του.
Εγκαταλείπεις την πατρίδα
μόνο όταν η πατρίδα δε σου επιτρέπει να μείνεις.
Κανένας δεν αφήνει την πατρίδα
Εκτός κι αν η πατρίδα σε κυνηγά
φωτιά κάτω απ΄ τα πόδια σου
ζεστό αίμα στην κοιλιά σου.

Δεν είναι κάτι που φαντάστηκες ποτέ ότι θα έκανες
μέχρι που η λεπίδα χαράζει απειλές στο λαιμό σου,
ακόμα και τότε ψέλνεις τον εθνικό ύμνο
ανάμεσα στα δόντια σου
και σκίζεις το διαβατήριό σου σε τουαλέτες αεροδρομίων
κλαίγοντας
καθώς κάθε μπουκιά χαρτιού
δηλώνει ξεκάθαρα ότι δεν πρόκειται να επιστρέψεις.

Πρέπει να καταλάβεις
ότι κανένας δε βάζει τα παιδιά του σε μια βάρκα
εκτός κι αν το νερό είναι πιο ασφαλές από τη στεριά.
Κανένας δεν καίει τις παλάμες του
κάτω από τρένα, ανάμεσα από βαγόνια
κανένας δεν περνά μέρες και νύχτες στο στομάχι ενός φορτηγού
τρώγοντας εφημερίδες
εκτός αν τα χιλιόμετρα που ταξιδεύει
σημαίνουν κάτι παραπάνω από ένα ταξίδι.
Κανένας δε σέρνεται
κάτω από φράχτες
κανένας δε θέλει να τον δέρνουν
να τον λυπούνται
κανένας δε διαλέγει τα στρατόπεδα προσφύγων
ή τον πλήρη σωματικό έλεγχο σε σημεία
που το σώμα σου πονά.
Ή τη φυλακή…
Επειδή η φυλακή είναι ασφαλέστερη
από μια πόλη που φλέγεται
και ένας δεσμοφύλακας το βράδυ
είναι προτιμότερος από ένα φορτηγό
γεμάτο άντρες που μοιάζουν με τον πατέρα σου.
Κανένας δε θα το μπορούσε
κανένας δε θα το άντεχε
κανένα δέρμα δε θα ήταν αρκετά σκληρό
για να ακούσει τα:
Γυρίστε στην πατρίδα σας μαύροι,
Βρωμοπρόσφυγες,
Λαθρομετανάστες,
Ζητιάνοι ασύλου που ρουφάτε τη χώρα μας,
Αράπηδες με τα χέρια απλωμένα,
Μυρίζετε περίεργα,
Απολίτιστοι,
Κάνατε λίμπα τη χώρα σας και τώρα θέλετε
να κάνετε και τη δική μας.

Δεν δίνουμε σημασία
στα λόγια
στα άγρια βλέμματα…
Ίσως επειδή τα χτυπήματα είναι πιο απαλά
από το ξερίζωμα ενός χεριού ή ποδιού
ή τα λόγια είναι πιο τρυφερά
από δεκατέσσερις άντρες
ανάμεσα στα πόδια σου
ή οι προσβολές είναι πιο εύκολο
να τις καταπιείς
από τα χαλίκια
από τα κόκαλα
από το κομματιασμένο κορμάκι του παιδιού σου.

Θέλω να γυρίσω στην πατρίδα,
αλλά η πατρίδα είναι το στόμα ενός καρχαρία,
πατρίδα είναι η κάνη ενός όπλου
και κανένας δεν εγκαταλείπει την πατρίδα
εκτός κι αν η πατρίδα σε κυνηγά μέχρι τις ακτές
εκτός κι αν η πατρίδα σού λέει να τρέξεις πιο γρήγορα
να αφήσεις πίσω τα ρούχα σου
να συρθείς στην έρημο
να κολυμπήσεις ωκεανούς
να πνιγείς
να σωθείς
να πεινάσεις
να εκλιπαρήσεις
να ξεχάσεις την υπερηφάνεια
η επιβίωσή σου είναι πιο σημαντική.

Κανένας δεν αφήνει την πατρίδα εκτός αν η πατρίδα είναι
μια ιδρωμένη φωνή στο αυτί σου
που λέει:
φύγε,
τρέξε μακριά μου τώρα
δεν ξέρω τι έχω γίνει
αλλά ξέρω ότι οπουδήποτε αλλού
θα είσαι πιο ασφαλής απ΄ ό,τι εδώ.

Η Ουαρσάν Σάιρ γεννήθηκε στην Κένυα και μεγάλωσε στην Αγγλία.

Syrian artist Oroubah Dieb


Γιώργος Σεφέρης -  Tο σπίτι κοντά στη  θάλασσα

Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν. Έτυχε
να 'ναι τα χρόνια δίσεχτα· πολέμοι χαλασμοί ξενιτεμοί·
κάποτε ο κυνηγός βρίσκει τα διαβατάρικα πουλιά
κάποτε δεν τα βρίσκει· το κυνήγι
ήταν καλό στα χρόνια μου, πήραν πολλούς τα σκάγια·
οι άλλοι γυρίζουν ή τρελαίνουνται στα καταφύγια.

Μη μου μιλάς για τ' αηδόνι μήτε για τον κορυδαλλό
μήτε για τη μικρούλα σουσουράδα
που γράφει νούμερα στο φως με την ουρά της·
δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια
ξέρω πως έχουν τη φυλή τους, τίποτε άλλο.
Καινούργια στην αρχή, σαν τα μωρά
που παίζουν στα περβόλια με τα κρόσσια του ήλιου,
κεντούν παραθυρόφυλλα χρωματιστά και πόρτες
γυαλιστερές πάνω στη μέρα·
όταν τελειώσει ο αρχιτέκτονας αλλάζουν,
ζαρώνουν ή χαμογελούν ή ακόμη πεισματώνουν
μ' εκείνους που έμειναν μ' εκείνους που έφυγαν
μ' άλλους που θα γυρίζανε αν μπορούσαν
ή που χαθήκαν, τώρα που έγινε
ο κόσμος ένα απέραντο ξενοδοχείο.

Δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια,
θυμάμαι τη χαρά τους και τη λύπη τους
καμιά φορά, σα σταματήσω· ακόμη
καμιά φορά, κοντά στη θάλασσα, σε κάμαρες γυμνές
μ' ένα κρεβάτι σιδερένιο χωρίς τίποτε δικό μου
κοιτάζοντας τη βραδινήν αράχνη συλλογιέμαι
πως κάποιος ετοιμάζεται να 'ρθει, πως τον στολίζουν
μ' άσπρα και μαύρα ρούχα με πολύχρωμα κοσμήματα
και γύρω του μιλούν σιγά σεβάσμιες δέσποινες
γκρίζα μαλλιά και σκοτεινές δαντέλες,
πως ετοιμάζεται να 'ρθει να μ' αποχαιρετήσει·
ή, μια γυναίκα ελικοβλέφαρη βαθύζωνη
γυρίζοντας από λιμάνια μεσημβρινά,
Σμύρνη Ρόδο Συρακούσες Αλεξάντρεια,
από κλειστές πολιτείες σαν τα ζεστά παραθυρόφυλλα,
με αρώματα χρυσών καρπών και βότανα,
πως ανεβαίνει τα σκαλιά χωρίς να βλέπει
εκείνους που κοιμήθηκαν κάτω απ' τη σκάλα.

Ξέρεις τα σπίτια πεισματώνουν εύκολα, σαν τα γυμνώσεις.


Από το ποιητικό έργο "Κίχλη"


Michael Loew"Refugees"


ΘΑΝΑΣΗΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ - ΟΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ ΤΗΣ ΘΛΙΨΗΣ

Η θλίψη ακατοίκητη ψάχνει τους μετανάστες της
Όπως έφυγαν για ν’ αστράφτει

Απ’ το κενό, το άδειο της σπίτι
Με τις ίδιες κινήσεις της ψυχής
Σαν ν’ άλλαξαν δρόμο και να ’στριψαν σ’ ενός μικρού
Παράδρομου την ιστορία για ν’ αγοράσουν

Της μέρας το ψωμί, ένα καρβέλι στα δύο
Μίλια θολά μετακινήθηκαν με τα ίδια μάτια

Ακίνητα, αμετακίνητα να κοιτούν τον κόσμο
Έναν κόσμο ίδιο στοιχισμένο σε άλλη σειρά
Έναν ίδιο κόσμο στη φωτεινή του μεριά
Σκοτεινότερο κι από την αυγή
Μη αντέχοντας να πουν το ίδιο παράπονο
Μία δεύτερη φορά, με τον ίδιο λόγο που τους ξερίζωσε
Από κει, μυριάδες ριπές αέρα πιο πέρα ασάλευτοι

Και πάλι στο ίδιο παράπονο πνιγμένοι ζωντανοί
Εδώ περισσότερο απ’ ό,τι εκεί

Η θλίψη ακατοίκητη φέρνει τους μετανάστες της
Στον άλλο τόπο, να ηχεί από απόσταση τόσο
Σώμα σαν κέλυφος κενό.

Georges Antoine Rochegrosse, Refugees, 1915


ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΣ - ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

Από την άλλη πλευρά
της φωτογραφίας γράφω για να θυμάμαι
όχι το πού και πότε αλλά ποιος

Δεν είμαι εγώ στη φωτογραφία

Τίποτε δεν μας άφησαν
να πάρουμε μαζί μας
Μόνον αυτή την φωτογραφία

Αν τη γυρίσετε από την άλλη θα με δείτε

Εσύ είσαι στη φωτογραφία, με ρωτούν
Δεν ξέρω τι να σας πω

Από τη συλλογή Δρόμοι της μελάνης (2005)

"Refugees in the Quantum Game, Fear vs Love," by Eva Maria HUNT

Βαρβάρα Χριστιά - Τα Χριστούγεννα του Αϊλάν

Ρηχή η μνήμη
μα η θάλασσα βαθιά.
Λύκοι οι άνθρωποι Αϊλάν
και βέβηλες οι μέρες.
Κι εσύ πεσμένος μπρούμυτα,
ακόμη με στοιχειώνεις.
Κοχύλια πια σου σμίλεψε
στα μάτια σου το κύμα.
Οι κόρες τους ορθάνοιχτες,
σμαράγδια παγωμένα.

Πες μου κρυώνεις τώρα εκεί;
Πες μου,
πεινάς; διψάς; φοβάσαι;
Φτερούγισε τα χέρια σου
στ’ αστέρια να στεγνώσουν.
Στο αρμυρό κρεβάτι σου
κρινάκια να ανθίσουν.

Χριστούγεννα είναι Αϊλάν
μα πέρασες στη λήθη.
Παιδί αντίπαλου θεού
σε σκέπασε η άμμος.
Συγχώρα με που σε ξυπνώ,
κοιμήσου άγγελέ μου.
Με όνειρα γαρύφαλλα
χτίσε απαρχής τον κόσμο.
Με της Αγάπης τα υλικά
ξαναθεμέλιωσε τον.

Να ’χει μια φάτνη να χωρά,
παιδιά ξεριζωμένα.

Βαρβάρα Χριστιά

(Για τον μικρό πρόσφυγα Αϊλάν, που πνίγηκε στο Αιγαίο)

Συλλογή Ασυμφωνία Τύπου Ξι, Εκδόσεις Πικραμένος 2019


Aylan

The painting is a recreation of the infamous photograph captured by a journalist of a three-year old boy, Aylan, washing up on the shores, an image that ignited international outrage. This photograph woke up the world, while Aylan himself looked to be sleeping. In this recreation a keyboard is included next to Aylan reinforcing the image of his sleep, as a lullaby is played in the waves. 


Ουίσταν Χιου Ώντεν (Wystan Hugh Auden - Προσφυγικό μπλουζ (Refugee blues), 1939

Πες πως η πόλη αυτή έχει δέκα εκατομμύρια ψυχές
άλλοι ζουν σε μέγαρα, άλλοι σε τρύπες μικρές
κ όμως δεν έχει θέση για μας, αγάπη μου, δεν έχει θέση για εμάς.

Είχαμε κάποτε μια πατρίδα και μας φαίνονταν όλα καλά,
ψάξε μέσα στον Άτλαντα και θα την βρεις κει δα
τώρα να πάμε εκεί δεν μπορούμε, αγάπη μου, να πάμε εκεί δεν μπορούμε

Στο κοιμητήρι του χωριού ένα σμιλάγκι μεγαλώνει
κάθε άνοιξη απ’ την αρχή μες στο άνθος φουντώνει
τα παλιά διαβατήρια δεν μπορούν να το κάνουν,
 αγάπη μου, δεν μπορούν να το κάνουν

Ο πρόξενος είπε χτυπώντας το γραφείο του εμπρός
«Αν δεν έχεις το διαβατήριο, τυπικά θεωρείσαι νεκρός»
όμως να που ακόμα ζούμε, αγάπη μου, να που ακόμα ζούμε

Πήγα σε μια επιτροπή, έκατσα να ξαποστάσω
με παρακάλεσαν ευγενικά του χρόνου να ξαναπεράσω
όμως σήμερα πού θα πάμε, αγάπη μου, σήμερα πού θα πάμε;

Ήρθα σε μια συγκέντρωση, σηκώθηκε ο ομιλητής να πει
«Αν τους αφήσουμε να μπουν, θε να μας κλέψουν το ψωμί»
Μιλούσε για σένα και για μένα, αγάπη μου, για σένα και για μένα

Σαν ν’ άκουσα μπουμπουνητά στα ουράνια να κατρακυλούν
ήταν ο Χίτλερ στην Ευρώπη, που έλεγε «Πρέπει να εξοντωθούν»
Α, εμάς είχε στο νου του, αγάπη μου, εμάς είχε στο νου του

Είδα μια σκυλίτσα που φορούσε μια ζακέτα κουμπωμένη,
είδα μια πόρτα ολάνοιχτη και μια γάτα να μπαίνει:
όμως δεν ήταν Γερμανοεβραίοι, αγάπη μου, δεν ήταν Γερμανοεβραίοι

Τράβηξα στο λιμάνι, στο μόλο στάθηκα μπροστά,
είδα τα ψάρια να τρέχουν στο νερό, ζουν στη σκλαβιά:
μόλις τρία μέτρα μακριά μου, αγάπη μου, τρία μέτρα μακριά μου

Περπάτησα σ’ ένα δάσος, είδα στα δένδρα τα πουλιά
δεν είχανε πολιτικούς και κελαηδούσαν χαρωπά:
δεν ήταν άνθρωποι σαν και μας, αγάπη μου, δεν ήταν σαν και μας

Στον ύπνο μου ονειρεύτηκα χιλιόροφα κτίρια
με χίλιες πόρτες και χίλια παράθυρα
ούτε ένα δεν ήταν δικό μας, αγάπη μου, δεν ήταν δικό μας

Στάθηκα μες στο χιόνι που έπεφτε σε μια ανοιχτή πεδιάδα
δέκα χιλιάδες στρατιώτες βάδιζαν στην αράδα:
Έψαχναν για μας τους δυο, αγάπη μου, έψαχναν για μας τους δυο.

Mετάφραση: Κλείτος Κύρου

Zhaohe Jiang "Refugees" (1943).


Μοχάμαντ Αμπάς: Ένας νεαρός Σύριος που γράφει ποιήματα για την προσφυγιά

Ο Μοχάμαντ Αμπάς, νεαρός σε ηλικία, είναι πρόσφυγας πολέμου. Κατάγεται από την Συρία, και τους τελευταίους μήνες ζει σε «κέντρο φιλοξενίας προσφύγων» στη Θεσσαλονίκη. Τον γνωρίσαμε στην 5η Λογοτεχνική Σκηνή 2016, όπου βρέθηκε την πρώτη μέρα της διοργάνωσης για να διαβάσει δύο ποιήματα που ο ίδιος έγραψε.

Κείμενο, επιμέλεια: Ιάσων Μπάντιος

Η ιδιότητα του πρόσφυγα, σε συνδυασμό με το νεαρό της ηλικίας του, κάνουν τα δύο του ποιήματα που μιλούν για τον πόνο και τα όνειρα της προσφυγιάς, μοναδικά.

Η επιλογή του Γιώργου Κορδομενίδη, βασικού διοργανωτή της Λογοτεχνικής Σκηνής, να ανοίξει ο Μοχάμαντ Αμπάς την φετινή διοργάνωση με τα ποιήματα του περιέχει ισχυρούς συμβολισμούς, για το πώς ένας νέος άνθρωπος που έχει διωχθεί από τον τόπο του, εκφράζει τα συναισθήματα του μέσω της ποίησης.

ΦΕΓΓΑΡΙ ΤΟΥ ΑΠΟΒΡΑΔΟΥ

Για σένα φεγγάρι του απόβραδου,
κάθε στιγμή που γράφω ποιήματα
τα ευθυγραμμίζω με τ’ άστρα
για να ομορφαίνουν οι νύχτες.
Απο το χρώμα των ματιών σου να ξαναβρώ τη δύναμη,
απ’ το χαμόγελο σου ν’ ανθίσουν παράδεισοι,
να πάρουν χρώμα τα λουλούδια από τα μάγουλά σου κι ο ήλιος ακόμα να ανατείλει,
να φωτίσει στον κόσμο τον δρόμο.
Τα ξανθά σου μαλλιά να ζωγραφίσουν ωραία σιτοχώραφα
κι από τα χείλη σου οι μέλισσες να ρουφήξουν το μέλι.
Με τη φωνή σου να κελαηδήσουν τα πουλιά μελωδίες εξαίσιες
κι από τη μαγευτική ομορφιά σου να γεννηθούν οι πιο υπέροχοι στίχοι.
Είσαι το φεγγάρι κι ακόμα πιο όμορφη.
Όταν σε αντικρίζω λιώνω από την ομορφιά σου.
Μου κόβεται η μιλιά.
Όταν αναπνέω τ’ άρωμά σου νιώθω πως είμαι στον αιώνιο παραδεισο.
Υπάρχει κατι τόσο όμορφο σε σένα που δεν έχω ξαναδεί στη ζωή μου.
Μη στερήσεις από τα μάτια μου την ομορφιά σου
για να μη χάσει η καρδιά τα υπέροχα ποιήματα.
Πάντα για σένα θα γράφω, για σένα, φεγγάρι του απόβραδου


Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΡΟΣΦΥΓΑ

Όσο και να φωνάζεις, μόνο ο αντίλαλός σου θα μένει.
Όνειρο που το βλέπεις και δε σε βλέπει.
Η οδύνη σ’ αγαπάει αποκλειστικά
λες κι έγινε σκιά σου που εσύ την ξεχνάς αλλά αυτή σε θυμάται.
Μια βαθια πληγή κάθε μερα εκλιπαρεί «φτάνει πια, πόνε»,
σαν φωνή επαναλαμβανόμενη που σκίζει τους ορίζοντες,
σαν το ουρ
λιαχτό του λύκου στο πανσέληνο φως
που από το τραύμα μαρτυράει ποιος σε πλήγωσε.
Είσαι άγγελος, αλλά μάλλον αυτοί ποτέ δεν άκουσαν φωνή αγγέλου
ακόμη κι αν γινόταν η φωνή σου σεισμός, αυτοί ποτέ δεν θα την άκουγαν.
Και να σε κοι
τάξουν, δεν θα δουν παρά μόνο έναν ίσκιο.
Ζωγράφισε το είδωλό σου σαν φεγγάρι πάνω στα νερά,
γράψε στις φυλλωσιές
«όσο κι αν φωνάξεις, μόνο ο αντίλαλός σου θα μένει»
Γράψε ό,τι θες με τα καμώματά σου και μη μιλάς,
γιατί η φωνή του ανθρώπου ακούγεται ανιαρή στον δρόμο της προσφυγιάς.
Ύψωσε το λάβαρο της νίκης στον τόπο της ελπίδας
κι ας σου λένε «όσο και να φωνάζεις, μόνο ο αντίλαλός σου θα μένει»

Απόδοση στα ελληνικά: Χρίστος Γ. Παπαδόπουλος και Χαλέντ Ραούφ

https://www.alterthess.gr/

Yasuo Kuniyoshi Refugees


 Ηλίας Βενέζης -  Γαλήνη

(Απόσπασμα Γαλήνη, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 
Αθήνα 261991 (1939), σσ. 45-48)

Στην κατασκήνωση των προσφύγων έγινε μικρή κίνηση. Οι άνθρωποι σηκώνονταν όρθιοι, ο ένας έδειχνε στον άλλο κατά το μέρος της μικρής χαράδρας που άνοιγε ανάμεσα στους δυο λόφους.

—Κοιτάξτε! Έρχουνται άνθρωποι! Ποιοι να 'ναι;

Ήταν μια πομπή δεκαπέντε ίσαμε είκοσι Βλάχοι, νέοι και γέροντες. Με τα λιοκαμένα πρόσωπα, όλα με μακριές γενειάδες, με τις κάπες τους και τις γκλίτσες στα χέρια, πλησίαζαν σιωπηλά, μ' επισημότητα, φιγούρες ερχόμενες από παμπάλαιους χρόνους. Το αργό περπάτημα και η σιωπή τους σκόρπισε μονομιάς ένα απροσδιόριστο αίσθημα φόβου στο κοπάδι των Φωκιανών.

Όλοι μαζευτήκαν ασυναίσθητα στο ίδιο μέρος, στο κέντρο της κατασκήνωσής τους. Σα να θέλαν να συγκεντρώσουν τη δύναμή τους.

—Ώρα καλή! είπε ο πρώτος βοσκός, ένας αψηλός γέροντας, ο πιο σεβάσμιος απ' όλους, ο ίδιος που ο αναγνώστης θυμάται, τη χτεσινή νύχτα, στην κορφή του βουνού. Ώρα καλή! είπε κι έφερε ένα γύρο τη ματιά του.

Από δεξιά κι από ζερβά κι από πίσω του σταθήκαν οι άλλοι οι δικοί του, οι βοσκοί, ακουμπώντας με τις μασχάλες στις γκλίτσες τους.

—Καλώς τους! αποκριθήκαν πολλά στόματα οι πρόσφυγες.

—Τι είσαστε; είπε πάλι αργά ο γέροντας.

—Πρόσφυγες είμαστε! Πατρίδα μας ήταν οι Φώκες!

—Και τώρα πούθε ερχόσαστε;

—Ένα χρόνο περιπλανηθήκαμε στα μέρη της Πελοπόννησος κι υποφέραμε πολύ. Τώρα μας δώσαν τη γη εδώ, για να μείνουμε.

Ανάμεσα στις στερεωμένες γκλίτσες των βοσκών έγινε μικρή κίνηση. Μετακινηθήκαν, σάλεψαν λίγο, πάλι ησυχάσαν. Κανένας δε μίλησε άλλος απ' το γέροντα.

—Σας δώσαν, είπες, τη γη αυτή; κι η φωνή του άρχισε να γίνεται τραχιά. Ποιος σας την έδωσε; Ποια γη;

—Το Κράτος μάς είπε: «Δική σας είναι η γη της Ανάβυσσος». Μας είπε να 'ρθουμε και να την πάρουμε!

—Σας είπε να 'ρθετε και να την πάρετε; Και πού 'ναι τα κοπάδια σας, τα ζωντανά σας;

—Δεν έχουμε κοπάδια. Δεν είμαστε βοσκοί. Θα ξεχερσώσουμε τη γη, και θα φυτέψουμε αμπέλια, και θα σπείρουμε σιτάρι.

—Τι μιλάς, άνθρωπε, για σιτάρι και για αμπέλια που θα φυτέψετε σ' αυτή τη γη! φωνάζει έξαλλος ο γέροντας. Τήρα λοιπόν κατά κει!

Σήκωσε το χέρι που βαστούσε το ραβδί του κι έγραψε έναν κύκλο σ' όλο το μικρό κάμπο τον κλεισμένο απ' τους λόφους. Χωρίς να το θέλουν, όλα τα μάτια ακολούθησαν τον κύκλο, υποταγμένα στην προσταγή της χειρονομίας.

—Από τότες που είμαστε εμείς εδώ, λέει η αυστηρή φωνή, κι από τότες που ήταν οι πατέρες μας, κι οι πατέρες τους, σ' ετούτη τη γη μοναχά βούρλα και πουρνάρι βλασταίνουν, και τίποτ' άλλο δεν έζησε εδώ εξόν τα κοπάδια μας! Λοιπόν, για τι σιτάρι και για τι αμπέλια μου μιλάς!

Είχε το βαρύ, το ακατάλυτο και ανελέητο των παμπάλαιων πραγμάτων, της μοίρας ή του θανάτου, η βαθιά φωνή που ερχόταν από μακρινούς χρόνους να υπερασπίσει τη γη τους απ' τους βαρβάρους.

—Μοναχά τα κοπάδια μας, σου είπα, κι εμείς μπορούμε να κάμουμε στον έρημο τούτον τόπο, γιατί έτσι το βρήκαμε απ' τους γονιούς μας! Μοναχά εμείς μπορούμε να βαστάξουμε εδώ, γιατί μας φωνάζει το χώμα, αυτό κι όχι άλλο! Λοιπόν, τι γυρεύετε εσείς, φουκαράδες, στα μέρη μας;

Έλεγε, έλεγε, κι η φωνή του έτρεμε, σα να προαισθανόταν πως η προσπάθεια ήταν μάταιη.

—Θα πεθάνετε στη δίψα! έλεγε. Πηγή νερό δε βρίσκεται εδώ. Κι αν σκάψετε βαθιά και βρείτε φλέβα, το νερό θα 'ναι γλυφό σα θάλασσα. Θα σας ρημάξουν οι πυρετοί, κι ο αγέρας κι ο άμμος. Αν γίνει και φυτρώσει σπαρτό, ο άμμος θα κάθεται απάνω στο φύλλο του και στον καρπό του και θα τον ξεραίνει. Πριν δείτε σοδειά, θα 'χετε πεθάνει, εσείς και τα παιδιά σας. Λοιπόν, φύγετε, σου λέω!

Το επανάλαβε ξερά, άγρια, τραχιά:

—Φύγετε, είπα, από δω!

Είπε, σώπασε, κι ακούμπησε το ραβδί του, κοιτάζοντας μες στα μάτια το κοπάδι τους Φωκιανούς.

Ένα σούσουρο έγινε τότε ανάμεσα στους πρόσφυγες. Η φωνή του τόπου, που μιλούσε μέσω του γέροντα, τα δεινά και το όραμα του θανάτου, φοβερού και βέβαιου, που έσυρε πάνω απ' τα κεφάλια τους, τους είχε μουδιάσει, σκόρπισε μέσα τους το φόβο, πυκνό σύννεφο σε γυμνό ουρανό. Στέκαν βουβοί, γυμνά δέντρα, γυμνές ρίζες που σαλεύουν στα τυφλά, μπλέκουν μες στον αγέρα τα πλοκάμια τους, τυραννισμένα και βίαια, γυρεύοντας, με το ένστιχτο των πραγμάτων, χώμα.

Στέκαν, ίσαμε που το αγέρι του Σαρωνικού που φύσησε τράβηξε από πάνω τους το πνεύμα του πανικού. Τότε, το ίδιο άγρια, σκληρά, μ' όλες τις σκοτεινές δυνάμεις των κορμιών που γύρευαν πια ν' ακουμπήσουν στέρεα, στην αρχή μια φωνή, ύστερα άλλη, ύστερα όλες μαζί, γυναίκες και γερόντοι και άντρες του κοπαδιού, άρχισαν να ουρλιάζουν:

—Δε φεύγουμε από δω! Ποτές πια! Μας δώσαν τη γη και θα μείνουμε! Θα μείνουμε! Θα μείνουμε!

Ο άνεμος πήρε τις φωνές και τις σκόρπισε, τις χτύπησε στις πλαγιές του βουνού και τις δυνάμωσε. Ένα σύννεφο άμμος σηκώθηκε και τους τύλιξε μέσα του. Αλάλαζαν και κουνούσαν τα χέρια τους ψηλά, μες στο θολό σύννεφο, θολοί σαν τέρατα του βυθού.

—Θα μείνουμε δω, κι ας πεθάνουμε! Θα μείνουμε πια, κι ας πεθάνουμε!

Τότε ο θυμός που φούσκωνε ξέσπασε και στην άλλη μεριά, στους Βλάχους.

—Ε, λοιπόν! φώναζε ο γέροντας, φωνάζαν τώρα κι οι άλλοι βοσκοί. Μείνετε, λοιπόν, και θα δούμε ποιος θα στεριώσει σ' αυτή τη γη! Θα σας χτυπήσουμε όπου σας βρούμε, θα σκοτώσουμε τα ζωντανά σας αν τύχει και κάμετε, θα πατήσουμε τα σπαρτά σας αν ριζώσουν! Χάρη ποτέ σας δε θα βρείτε σ' εμάς και στα παιδιά μας, ίσαμε που να ξεκληριστεί η φύτρα σας και να σβήσει!

Είχαν χαθεί μες στη χαράδρα, απ' όπου είχαν έρθει, κι ακόμα ακούγονταν οι φοβερές φωνές τους.

Τότε το σύννεφο ο άμμος χαμήλωσε και κατακάθισε στη γη. Αμίλητο, βαρύ, πιεσμένο απ' το στυφό κύμα το φόβο, έγειρε και το κοπάδι των Φωκιανών στη γη.


Οι πρόσφυγες της Πάργας -Francesco Paolo Hayez – 1831


  Ευγενία Φακίνου  - Το έβδομο ρούχο

(απόσπασμα - Ευγενία Φακίνου, Το έβδομο ρούχο, Καστανιώτης, Αθήνα 1995, σ. 22-23 &100-101)

Τεσσάρων ήταν το '22 η Περσεφόνη μας. Τη θυμάσαι, Ανδρόνικε;… Εμ, βέβαια, γίνεται να μη τη θυμάσαι;… Σε χαιρέταγε απ' τη βάρκα και σου φώναζε «μπαμπούλη, γρήγορα κάνε». Κι εσύ, με τον Κλεομένη, κάτι κανονίζατε στο μόλο όταν ήρθαν… Πρώτα ακούσαμε τα ποδοβολητά κι ύστερα τα «γκιαούρ, γκιαούρ» και φώτισε η νύχτα απ' τις δάδες που κρατάγανε οι Τσέτες. Σαν έπεσε το ωραίο σου κεφάλι στο νερό, κομμένο, πλημμύρισε η θάλασσα αίμα. Το παιδί σκλήριζε «μπαμπά μου, μπαμπούλη μου» κι εγώ ρίχτηκα στη θάλασσα. Γιατί;… για να σε πάρω μαζί μου. Εσένα. Το ωραίο σου κεφάλι… Με τράβηξαν οι άλλοι με το ζόρι πάνω στη βάρκα. Και τραβώντας ξέφρενα κουπί, φτάσαμε το καΐκι του Αντρέα. Έπεσαν κι άλλα κεφάλια στη θάλασσα. Του Κλεομένη, του παραγιού του, του Περικλάκη, της Φρόσως. Το δικό σου, όμως, με ένοιαζε. Το ωραίο κεφάλι σου. Σ' αγαπώ πάντα, Ανδρόνικε. Μόνο εσένα αγάπησα… Το ξέρεις καλά… Ένα μόνο δε σου συγχωρώ… Όλο σε ρωτάω και ποτέ δε μου απαντάς… Για άλλα μου δίνεις μήνυμα, αλλά γι' αυτό ποτέ… Άλλη μια φορά σε ρωτάω, Ανδρόνικε. Ζει η Περσεφόνη μας ή πέθανε;…

[…]

Μετά την Καταστροφή, είχαμε πάει στη Χίο. Ήτονε κι άλλοι Μικρασιάτες εκεί. Σμυρνιοί, Αϊδινιώτες. Μέναμε όλοι σε κάτι αποθήκες λαδιού. Άμαθη όπως ήμουν, γρήγορα ξεπούλησα τα χρυσαφικά μας. Το βαφτιστικό σταυρό της Περσεφόνης είχα μόνο κρατήσει. Κι αυτόν τον πούλησα σ' ένα καϊκτσή για να μας πάει στην Καβάλα. Εκεί είχε συγγενείς ο Ανδρόνικος. Δυο αδελφές. Γιατί εκεί, στη Χίο, προκοπή δεν κάναμε. Οι ντόπιοι όλο «πρόσφυγοι» και «πρόσφυγοι» μας λέγανε. Κι όταν ζορίσανε πολύ τα πράματα, η Περσεφόνη άρχισε να φέρνει πότε κομμάτι ψωμάκι, πότε λίγες άψητες μαρίδες. Ζητιάνευε το κορίτσι μου!… Όχι, είπα, να μπαρκάρουμε καλύτερα για την Καβάλα. Χειρότερα αποδώ δε θα 'ναι!… Κι όμως, ήτονε… Οι κουνιάδες μου με διώξανε με το χειρότερο τρόπο. Έτσι φύγαμε πάλι… Όπου έβρισκα δουλειά, καθόμασταν. Εκεί έξω απ' την Καβάλα, σ' ένα χωριό, σταθήκαμε. Θα 'χα δουλειά ως το χειμώνα, είπε τ' αφεντικό. Κοιμόμασταν όλες οι εργάτριες με τα παιδιά μας στις αποθήκες που φυλάγανε τα καπνά. Βρώμαγε το νίτρο αλλά τι να κάναμε; Μας τάιζε κιόλας ο αφέντης. Το μεσημέρι ψωμοτύρι και το βράδυ ντοματόρυζο, πλιγούρι, τέτοια. Μας κράταγε κάτι γρόσια για τα παιδιά, αλλά αν μπορούσαμε ας βρίσκαμε κι αλλού. Εμείς δουλεύαμε στα χωράφια, τα μωρά παίζανε πιο κει. Έτσι κυνηγώντας το τόπι της η Περσεφόνη είδε εκείνο το καταπληκτικό λουλούδι, ένα νάρκισσο. Μου το 'παν οι φίλες της, τ' άλλα κορίτσια… Πώς χάθηκε το παιδί μου;… Μυστήριο!… Κάπου θα μπερδεύτηκε και δε θα 'βρισκε το δρόμο να γυρίσει. Έτσι είχα σκεφτεί τότε κι είχα πάρει τους δρόμους.

Πρόσφυγες – Abraham A. Manievich – circa 1936


Γιάννης Μακριδάκης -  Ανάμισης ντενεκές

(απόσπασμα)

Μόλις ηρέμησε λίγο η ατμόσφαιρα, ο Φώτης άρχισε να διαβάζει τις πρώτες λέξεις· βαθιά σιγή έπεσε στο καφενείο:

«Αισχροκέρδεια παντού. Οργιάζει, δύναται τις να πει, η βδελυρά αυτή επιδημία μεταξύ όλων των επαγγελμάτων και όλων των τάξεων. Ο πτωχός λαός στένει υπό την επήρειάν της».

«Επιτέλους, το πήρανε χαμπάρι» ακούστηκε μια φωνή από το βάθος του καφενείου. Ύστερα κι άλλη:

«Τόσες μέρες πάω για ψωμί κι ευτό που αγοράζω είναι σκέτο πίτουρο και κάθε μέρα παίρνει απάνω. Να τους κλείσουνε όλους και να μας δίνουνε το αλεύρι, να φτιάχνομε το ψωμί μονάχοι μας» πρότεινε ο μπακιρτζής φωναχτά.

«Δεν είν' κατάσταση αυτή· σε λιγάκι ε θα μπορούμε ούτε τον καφέ μας να πιούμε. Ακούς, Κούβακα;»

«Ακούω, ακούω» ψέλλισε ο καφετζής και έγειρε μπροστά το κεφάλι, έχωσε αμήχανα τους καρπούς μες στη μεγάλη τσέπη της άσπρης του ποδιάς, ήθελε λες να φυλάξει τα κέρματα κι έτρεξε να μπει πίσω από το τεζιάκι· σκυφτός πέρασε ανάμεσα από τον Φώτη και τους ακροατές του.

Ο Φώτης συνέχισε:

«Από σήμερον άρχονται αι επισκευαί της οδού Χίου-Καρδαμύλων. Αι εργασίαι, αίτινες θα απασχολήσωσι προς το παρόν περί τους οκτακόσιους πρόσφυγες εργατικούς, θέλουσι αρχίσει εις τα περί τον Αλμυρόν μέρη της οδού, όπου πλην των επιδιορθώσεων των βλαβών και της επιχωματώσεως αυτής, πρόκειται να υψωθεί, κατά τας γενομένας μελέτας, κατά εν και ήμισι μέτρον, όπως αυτή καταστεί βατή εις αμάξας».

«Άντε, Γιαννακό! Για σένα δουλεύει η προσφυγιά!» έσκισε μια φωνή την ησυχία, απευθύνθηκε προς τον απόντα χασάπη, πριν ακόμα ο Φώτης προλάβει να τελειώσει τη φράση του. «Ο Γιαννακός, ρε παιδιά, που πάει κι έρκεται κάθε τόσο στα Καρδάμυλα, ε θα φχαριστηθεί άμα φτιάξει ο δρόμος; Πόσες φορές μας είπε και μας ξανάπε για τον Αρμυρό και πως α τονε περάσει σέρνοντας από πίσω του και τα σφάγια; Τώρα α του κάμουνε ολάκερη λεωφόρο. Να βάζει κάρο για να κουβαλά τα ζα». Γέλια αντήχησαν παντού.

Μια εξαγριωμένη φωνή μπήχτηκε σαν καρφί στην αλαφρότητα:

«Πόσοι πρόσφυγες λέει ότι θα δουλέψουνε;»

«Οχτακόσιοι» ξαναδιάβασε ο Φώτης.

«Ορίστε» συνέχισε η ίδια φωνή, πιο εξαγριωμένη ακόμα. «Να, το κράτος μας ποιο είναι. Νοιάζεται να δώκει δουλειά στους τουρκομερίτες κι εμάς εδώ μας κατατρώει η αισχροκέρδεια κι η ανεργία. Βρε ίντα την εθέλαμε εμείς την Απελευτέρωση. Καλά εν ήτανε με τα τουρκιά;»

«Έχει δίκιο ο Παντελής» συμφώνησε ένας ακόμα, στριμωγμένος ανάμεσα στην πόρτα και στο τεζιάκι. «Με τους Τούρκους ήμεστεν αρχόντοι. Αφ' τον καιρό που λευτερωθήκαμε, εν έχομε δει άσπρη μέρα. Φόροι, ακρίβεια, πολέμοι, πρόσφυγες, πείνα. Κι ίντα θα δούμε ακόμα. Και η κυβέρνηση το μόνο που σκέφτεται είναι οι πρόσφυγες. Εμείς εγίναμε της Παλιάς Ελλάδας· απότομα».

Το ακροατήριο έπεσε σε σκέψεις. Οι πιο πολλοί ήσαν βενιζελικοί, συμβάδιζαν με τα οράματα της Ελλάδας, θύματα της κυρίαρχης εθνικής παράκρουσης, μα δεν είχαν τι να παραθέσουν για ν' αντιταχθούν. Δεν έβλεπαν τίποτα καλό να γίνεται στη ζωή τους. Κοιτούσαν από πάνω τους τα λιγδιασμένα από τη νικοτίνη κάντρα των ηγεμόνων, έσφιγγαν τα χείλη και κουνούσαν τα κεφάλια τους στενάζοντας με απογοήτευση.

Γιάννης Μακριδάκης, Ανάμισης ντενεκές, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2008, σ. 60-62.

 John Charles Dollman – 1884


Διδώ Σωτηρίου “Οι νεκροί περιμένουν” 

Απόσπασμα 

«Ενάμισι εκατομμύριο άνθρωποι βρεθήκανε ξαφνικά έξω από την προγονική τους γη. Παράτησαν σκοτωμένα παιδιά και γονιούς άταφους. Παράτησαν περιουσίες, τον καρπό στα δέντρα, το φαΐ στη φουφού, τη σοδειά στην αποθήκη, το κομπόδεμα στο συρτάρι, τα πορτρέτα των προγόνων στους τοίχους. Και βάλθηκαν να τρέχουν, να φεύγουν κυνηγημένοι απ’ το τούρκικο μαχαίρι και τη φωτιά του πολέμου. Και λογίζονταν τυχεροί που αντάλλαξαν το έχει τους, την πατρίδα τους, το παρελθόν τους με μια στάλα σιγουριά… Άρπαξαν βάρκες, καΐκια, σχεδίες, βαπόρια και πέρασαν τη θάλασσα σ’ έναν ομαδικό, φοβερό ξενιτεμό. Κοιμήθηκαν αποβραδίς νοικοκυραίοι στον τόπο τους και ξύπνησαν φυγάδες, θαλασσοπόροι, άστεγοι, άποροι, αλήτες και ζητιάνοι στα λιμάνια του Πειραιά, της Σαλονίκης, της Καβάλας, του Βόλου, της Πάτρας.»


"Refugees," by Beti Gul Umuroglu

Πρόσφυγες της Μικράς Ασίας ( 1922) 
Η προσφυγιά μέσα από Λογοτεχνικά κείμενα 

Η Ανατολή ξερνούσε, ξερνούσε…
Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, Αστροφεγγιά, σ. 152.

Η πρώτη μας νύχτα εδώ, συλλογίστηκε και δεν ένιωσε καμιά συγκίνηση. Μήτε λύπη μήτε χαρά. Όλα της τα αισθήματα είχαν εξαντληθεί. Η ψυχή της άδειαζε όπως αδειάζει ένα σακούλι γεμάτο ζάχαρη. Τίποτα δεν της έμεινε. Η αγωνία, η λύπη, ο φόβος είχανε ξοδευτεί εκεί πριν έρθουνε. Τώρα πια δεν την έμελε για τίποτα. Θα ζούσανε βασανισμένα, ίσως φτωχικά. Μα τι σημαίνει το πώς θα ζούσανε! Είχανε φύγει. Εκείνο ήταν το παν.
Τ. Σταύρου, Οι πρώτες ρίζες, σ. 13.

Οι μυριάδες των προσφύγων, μισόγυμνοι και πειναλέοι, στοιβαζόντανε όπου υπήρχε μια στέγη διαθέσιμη, στα παλάτια των εξόριστων βασιλιάδων, στα προαύλια των εκκλησιών, στους σιδηροδρομικούς σταθμούς, στα δημόσια κτίρια, στα μισόχτιστα σπίτια. Γυναίκες γεννούσανε, άρρωστοι βογγούσανε και ξεψυχούσανε απάνω στα πεζοδρόμια των πιο κεντρικών δρόμων, μες σε μια ακαθαρσία απερίγραπτη.
 Γ. Θεοτοκάς, Αργώ, σ. 181-182.

African refugees Painting by Masoud Kibwana

Μια βρόμικη σάρκα χωρίς μορφή, που κολυμπούσε σε μιαν απίστευτη χλαπαταγή, σα να μην υπήρχε πράγμα που να μην ούρλιαζε, που να μην βλαστημούσε, που να μη βογγούσε, που να μην έσπρωχνε.
 Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, Αστροφεγγιά, σ. 153.


Κοκκαλωμένες ματιές απόκοσμων όντων […] σε τραβά το ακίνητο, στεγνό βάθος των ματιών τους.
 Θ. Κορνάρος, Το ξεκίνημα μιας γενιάς, σ. 141.


Αποζητούσε το τίποτα: ένα κομμάτι ψωμί, ένα κομμάτι πανί, για να ντύσει τη γύμνια του, ένα κομμάτι σκεπή, για να αναπάψει το κουρασμένο κορμί του και να μπορέσει να κλάψει, να θρηνήσει τον εαυτό του, τους άλλους, το έχει του, το όνειρό του που έσβησε πέρα κει μακριά.
 Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, Δεκατρία χρόνια, σ. 153.

–[…] Μπορεί να φύγει άλλος από το σπίτι του και να τα αφήσει σε δαύτους; Άφησε που βρωμάνε όλοι, που είναι άρρωστοι, που δεν έχουν πεντάρα. Ενάμιση εκατομμύριο άνθρωποι. Τι να σου κάνει κι αυτός ο τόπος! Εμείς δεν είχαμε να θρέψουμε το στρατό μας, όχι πως μας φορτώθηκαν όλοι τούτοι. […] Στα θέατρα, στους κινηματογράφους, στις εκκλησιές, στα καφενεία – σ’ όλη την Ελλάδα, παντού! Κ’ ένας κόσμος! Ο Θεός να σε φυλάει από δαύτους!

–Μα εμείς τους φέραμε! Είπε ο Άγγελος. Εμείς τους ξεσπιτώσαμε, εμείς τους ορφανέψαμε, τι θέλεις να κάμουν;

–Να μείνουν στον τόπο τους!

–Ποιο τόπο τους μολογάς; Ο τόπος τους είναι στάχτη και κούρβουλο. Το Αιγαίο κοκκίνησε. Τα ψάρια του δεν προφταίνουν να τρώνε ανθρώπους!
 Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, Αστροφεγγιά, σ. 157.


Άκουγες και φωνάζανε: «Έχασα την Ευρύκλεια!» κι άλλος εδιηγιόντανε πως επήρε το ρούχο κι άφησε το παιδί. Κι όλοι εβαστούσανε παιδιά κι ένα μπόγο κουρέλια. Που και που ήτανε κανείς που δεν εβάσταγε τίποτα. Κι ήτανε μια γυναίκα που μέρα-νύχτα εφώναζε: «Οχού, τα καστρουλάκια μου, που τ’ άφησα στο ράφι τριμμένα!». Κι αυτή, λέει, ήτανε απ’ αλλού, απ’ τα μέρη του Καυκάσου, κι άμα σάλεψε ο νους της, την πετάξανε μες σ’ ένα ρέμα με σκουπίδια, κι άμα τα τέλειωσε όλα, και δεν είχε πια τίποτα να φάει, έπεσε ανάσκελα κι επέθανε. 
Μ. Αξιώτη, Εικοστός αιώνας, σ. 17.
Πίνακας - Μαρία Ρηγούτσου

ΜΟΥΣΙΚΗ


Σπαρακτικό τραγούδι - θρήνος Σύρου πρόσφυγα

Το Παράπονο του ραψωδού Σύριου πρόσφυγα, 17 Μάρτη 2016
Ένας Σύριος πρόσφυγας πραγματικός ραψωδός (ή μεσαιωνικός τροβαδούρος)
μόλις πάτησε το πόδι του σε ελληνικό νησί
ξεκίνησε ένα σπαρακτικό τραγούδι.
Μια έκκληση προς τη θάλασσα να σταματήσει τα κύματά της…

Αχ θάλασσα δώσε μας αγάπη.
Κοίτα τι μας συνέβη.
Μη στέλνεις τα κύματά σου εναντίον μας.
Είμαστε Σύριοι.
Στ’ ορκίζομαι η ιστορία μας είναι λυπητερή.
Δεν θα το πιστέψεις αλλά τα δάκρυά μας
μπορούν και σένα να πνίξουν.
Τόσο πολύ κλάψαμε.
Δεχτήκαμε όλους τους ανθρώπους με ευγένεια κ αγάπη.
Αλλά όταν πέσαμε μας πρόδωσαν.
Κανείς δεν έκλαψε για μας.
Αχ, σήμερα όλος ο κόσμος μας εγκατέλειψε.
Αχ θάλασσα σταμάτα τα κύματα.
Υπάρχουν παιδιά στις βάρκες που είναι οι μνήμες μας.
Είναι οι ζωές μας σε αυτές τις βάρκες.
Τα παιδιά μας έχασαν την παιδικότητά τους στα κύματά σου.
Και αυτά σκότωσαν τα παιδιά μας.
Αχ θάλασσα άσε τα κύματά σου
να μας λυπηθούν και να μας φροντίσουν σαν μητέρα.

Στη διεύθυνση https://www.kar.org.gr
Κίνηση Απελάστε το Ρατσισμό
Υπάρχει βίντεο με ελληνικούς υπότιτλους

Η Βρετανία προσέχει πρόσφυγες -André Cluysenaar




ΜΟΥΣΙΚΗ: Απόστολος Λαλδάρας, ΣΤΙΧΟΙ: Πυθαγόρας, ΕΡΜΗΝΕΙΑ: Γιώργος Νταλάρας. Από το έργο "ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ".
Πάνε κι έρχονται καράβια φορτωμένα προσφυγιά βάψαν τα πανιά τους μαύρα τα κατάρτια τους μαβιά Σε ποια πέτρα σε ποιο χώμα να ριζώσεις τώρα πια κι απ’ το θάνατο ακόμα πιο πικρή είσαι προσφυγιά Πού να βρίσκεται ο πατέρας ψάχνει η μάνα για παιδιά μας εσκόρπισε ο αγέρας σ’ άλλη γη σ’ άλλη στεριά Σε ποια πέτρα σε ποιο χώμα να ριζώσεις τώρα πια κι απ’ το θάνατο ακόμα πιο πικρή είσαι προσφυγιά


Πρόσφυγες – Η κοιλάδα του κλαυθμώνος. Πίνακας του Φώτη Κόντογλου



Της Προσφυγιάς Λουλούδι - Γιώργος Καλογήρου

Ζωγραφική-Αγιογραφία και δημιουργία βίντεο Σοφία Αμπερίδου Έργα από την ενότητα έργων - "Το βλέμμα της Προσφυγιάς" Ερμηνεία: Γιώργος Καλογήρου Στίχοι -- Μουσική: Χρυσόστομος Σταμούλης Δίσκος ...και τα μάτια τους στάζουν ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑ Μια ιστορία θα σας πω Για κόρη αγαπημένη Νύχτα κρυφά την άφησα Μ' ακόμα περιμένει Στ' αρχοντικό της άνοιξης Κρύβει καημό μεγάλο Κι 'αν της ζητήσεις να στο πει Λέει το θεό μεγάλο Ήρθαν καιροί ασύρτικοι Μάζεψαν και τα χρόνια Ήρθαν γιορτές μέρες καλές Μ' αυτή θυμάται ακόμα Στ' αρχοντικό της άνοιξης Κρύβει καημό μεγάλο Κι 'αν της ζητήσεις να στο πει Λέει το θεό μεγάλο Στο περιβόλι της καρδιάς Άφησε ένα τραγούδι Που άνθισε και έγινε Της προσφυγιάς λουλούδι Στ' αρχοντικό της άνοιξης Κρύβει καημό μεγάλο Κι 'αν της ζητήσεις να στο πει Λέει το θεό μεγάλο Αχ! Όμορφη καρδούλα μου Χώρα πειροκομμένη Πως έζησε η αγάπη μας Σε βράχο ανθισμένη.


 "Freedom and refugees," by Lina Karam


Οι πέτρες του Σύριου καλλιτέχνη Nizar Ali Badr


Οι πέτρες όμως του Nizar Ali διηγούνται τη Ζωή. Όλα όσα  συνθέτουν τη  Ζωή  είναι εδώ: οι άνθρωποι, η  αγάπη, τα παιδιά, η χαρά, η  θλίψη, η δυστυχία, ο πόλεμος, ο θάνατος και η εξορία επίσης .[...]







Διαβάστε περισσότερα εδώ :


Museo Atlantico - Ενα εντυπωσιακό υποθαλάσσιο μουσείο γλυπτικής στο βυθό του ωκεανού




Το Μουσείο Atlantico, είναι το πρώτο υποθαλάσσιο  μουσείο σύγχρονης τέχνης της Ευρώπης, όπου εκτίθεται  μια εξαιρετική σειρά από υποβρύχια έργα, που αντιπροσωπεύουν απελπισμένους  πρόσφυγες,  του διεθνούς φήμης γλύπτη Jason deCaires Taylor .
Βρίσκεται στα καθαρά νερά της ακτής Lanzarote στα Κανάρια Νησιά της Ισπανίας και αποτελεί ένα μοναδικό μουσείο που διαθέτει εκθέματα και μια σειρά από γλυπτικές εγκαταστάσεις που κατασκευάστηκαν 12 μέτρα κάτω από την επιφάνεια του ωκεανού. Όλα τα εκθέματα είναι προσβάσιμα στους δύτες και τους παρατηρητές μέσα από βάρκες με γυάλινο πάτο. Αναμένεται να ολοκληρωθεί το Δεκέμβριο του 2016 και θα αποτελείται από 10 υποβρύχιες γκαλερί.
Το μουσείο έχει κατασκευαστεί με τη χρήση φιλικών προς το περιβάλλον, με ουδέτερο pH αδρανών  υλικών όπως και ειδικά σχεδιασμένο για τη θάλασσα τσιμέντο, κατασκευές από ανοξείδωτο ατσάλι, γυαλί ινών και νηματοποιημένες ράβδους.







Διαβάστε περισσότερα εδώ:

Μπεάτα Ρόστας  - EXILE


«EXILE = Εξόριστος, Διωγμένος, Ξεριζωμένος». Έτσι τιτλοφορείται το νέο έργο της γλύπτριας Μπεάτα Ρόστας από την Ουγγαρία, το οποίο φιλοτέχνησε κατά τη διάρκεια της Β΄ φάσης του 3ου Διεθνούς Συμποσίου Γλυπτικής του Δήμου Αγίας Νάπας.
Το έργο απεικονίζει ένα ζευγάρι σφικτά αγκαλιασμένο, στο κάτω του μέρος σπίτια και μία βαλίτσα, αποτυπώνοντας με τον τρόπο αυτό η γλύπτρια το δράμα των χιλιάδων προσφύγων από τη Συρία, το Αμφανιστάν και άλλων εμπόλεμων ζωνών, οι οποίοι εγκαταλείπουν με μία βαλίτσα στο χέρι τις εστίες τους αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον σε χώρες της Ευρώπης, αλλά και να υπενθυμίσει ότι στην Κύπρο 42 χρόνια μετά εξακολουθούν να υπάρχουν πρόσφυγες στην ίδια τους την πατρίδα.

Εκεί που η Τέχνη συναντά την Ανθρώπινη Τραγωδία…



Το δράμα των μεταναστών – προσφύγων δεν απασχολεί μόνο τους πολιτικούς, αλλά και την ευρύτερη κοινωνία και φαίνεται να ευαισθητοποιεί ιδιαίτερα τα παιδιά. Έτσι, στην Κύπρο μια καθηγήτρια τέχνης σε σχολείο της Λεμεσού έφτιαξε μαζί με τους μαθητές της ένα έργο που περικλείει το δράμα των προσφύγων, το οποίο θα εκτεθεί σε διάσημη γκαλερί στο Λονδίνο.


Το έργο έφτιαξαν 30 μαθητές του Λυκείου Αποστόλου Λουκά Κολοσσίου -εκ των οποίων 8 είναι οι leaders-, ηλικίας 16-18 χρόνων, με τη βοήθεια φυσικά της δασκάλας τους, της ζωγράφου Πόπης Νικολάου. Όπως είπε η ίδια η καθηγήτρια, «οι ανθρώπινες φιγούρες είναι φτιαγμένες από πολυομεθάνη και γυψόγαζες, ενώ η βάρκα ανήκε στο κοινοτικό συμβούλιο και θα πήγαινε για πέταμα…».


Το έργο «Immigrants» φτιάχτηκε με αφορμή τον 5ο Παγκύπριο ∆ιαγωνισµό Εικαστικών Τεχνών Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης, θέμα του οποίου είναι το «Κρίση – Πρόκληση».
Τα παιδιά, αφού προβληματίστηκαν αρκετά μαζί και με τη δασκάλα τους, έφτιαξαν το έργο αυτό, το οποίο επιλέγηκε από την SaatchiGallery στο Λονδίνο ανάμεσα στους 20 φιναλίστ (από μια λίστα 22.000 έργων) και για τις ανάγκες της έκθεσης στο Λονδίνο πραγματοποιήθηκε και μια φωτογράφιση στην παραλία του Άγιου Ερμογένη στη Λεμεσό.


Τέλος, το μήνυμα της καθηγήτριας των παιδιών με το οποίο συνοδεύει τις φωτογραφίες που ανέβασε στο facebook, είναι ιδιαίτερα συγκινητικό:
«Μια χούφτα ανθρώπων που αγωνίζονται στο έλεος του ωκεανού, αντιμέτωποι με την οργή της φύσης και έχοντας ως πυξίδα την ελπίδα. Προδομένοι από την πατρίδα τους που βιώνει έναν ανείπωτο τρόμο λόγω του πολέμου, οι Σύριοι πρόσφυγες μάχονται για τη ζωή τους. Επιλέγουν τη ΖΩΗ, πριν έρθει ο ΘΑΝΑΤΟΣ.


Angels Unaware 


Ένα καινούργιο γλυπτό στην πλατεία του Αγίου Πέτρου στο Βατικανό, στη Ρώμη, τιμά τους μετανάστες και πρόσφυγες όλου του κόσμου. Τα αποκαλυπτήρια του «Angels Unaware (Άγγελοι εν αγνοία τους)» έκανε μετά τη θεία λειτουργία της Κυριακής ο Πάπας Φραγκίσκος στις 29 Σεπτεμβρίου, 105η Παγκόσμια Ημέρα Μεταναστών και Προσφύγων.Είναι μια βάρκα που μεταφέρει 140 μετανάστες και πρόσφυγες και ο αριθμός δεν είναι τυχαίος, είναι ο αριθμός των αγαλμάτων των αγίων στο περιστύλιο της πλατείας του Αγίου Πέτρου. «Οι περισσότεροι Άγιοι γύρω από την πλατεία του Αγίου Πέτρου υπέστησαν τα πάνδεινα, όπως και οι φιγούρες στη βάρκα» είπε, σε τηλεφωνική επικοινωνία του με το Hyperallergic, ο δημιουργός του έργου, Καναδός γλύπτης Timothy P. Schmalz.

Η επιλογή των προσώπων που αναπαρίστανται είναι εκλεκτική: ένας Εβραίος που δραπετεύει από τη Γερμανία των Ναζί. Ένας άντρας από τη φυλή των Ινδιάνων Τσερόκι που βαδίζει στο μονοπάτι των δακρύων. Ένα μικρό αγόρι από τη Συρία το οποίο δραπετεύει από τον εμφύλιο που σπαράσσει τη χώρα του. Και άλλες και άλλοι. «Η ιδέα πίσω από το γλυπτό είναι ότι όλοι έχουμε έλθει από κάποιο άλλο μέρος» εξήγησε ο Schmalz. «Η βάρκα είναι σύμβολο του ταξιδιού, σε όλες τις ιστορικές περιόδους, ανθρώπων όλων των φυλών και θρησκειών».
Το έργο ήταν παραγγελία από το Γραφείο Μεταναστών και Προσφύγων του Βατικανού και τη μακέτα ευλόγησε ο ίδιος ο Πάπας Φραγκίσκος.

Κεντρική φιγούρα στη «βάρκα» είναι ένας Άγγελος, ο οποίος είναι ορατός μόνο από τα φτερά του. Τη λεπτομέρεια αυτή εμπνεύστηκε – σύμφωνα με τα λεγόμενά του – ο Schmalz από την «Προς Εβραίους» επιστολή του Παύλου: «...τῆς φιλοξενίας μὴ ἐπιλανθάνεσθε· διά ταύτης γὰρ ἔλαθόν τινες ξενίσαντες ἀγγέλους. (...μη λησμονείτε ποτέ να ασκήτε την φιλοξενίαν• διότι χάρις εις την φιλόξενον διάθεσίν των μερικοί αξιώθηκαν, χωρίς και οι ίδιοι να το καταλάβουν, να φιλοξενήσουν αγγέλους.)» https://www.zougla.gr/

ΚΕΡΔΙΣΕ ΕΝΑ ΓΛΥΠΤΟ ΤΟΥ BANKSY ΜΑΝΤΕΥΟΝΤΑΣ ΠΟΣΟ ΖΥΓΙΖΕΙ
Το όνομα του γλυπτού είναι "How heavy it weighs" και αναπαριστά μια υπερπλήρη βάρκα με πρόσφυγες

About refugees," by Ben Rusagara,

πηγές 

https://whenpoetryspeaks.blog/













Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου