Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2020

ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΗΣ - ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ( ΣΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ & ΤΗΣ ΜΟΙΡΑΣ ΤΟ ΓΡΑΜΜΕΝΟ)

Θεόφιλος   Χατζημιχαήλ  -  O χορός των Μεγάρων


ΣΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ


Τι να το κάνω το κρασί που με κερνούν οι φίλοι
και τα γλυκά τα λόγια τους που φέρνουνε στα χείλη.
Ο πόνος μου δε γιάνεται δε φεύγει ο καημός μου
με το κρασί το δυνατό, με τα γλυκά τραγούδια
και με χορούς απανωτούς, με μέθη στο κεφάλι.
Την κόρη οπού αγάπησα άλλος τηνε χορεύει.
Της δίνει το μαντήλι του γλυκά τη συντροφεύει.
Άλλος την έχει δίπλα του και την κρυφοκοιτάζει
της παίρνει μίλημα γλυκό και χάδι απ’ τη ματιά της
και γεύεται το μέλι της που στάζει η θωριά της,
τρελαίνεται στα κάλλη της, στην τόση ομορφιά της.
Πλάνα του έρωτα διπλά, δίχτυα της έχει στήσει
και την καρδιά της κυνηγά, τον κάθε λογισμό της
να της τα κάνει κτήματα κι εμένα το φτωχό της
που τη συνάντησα κρυφά και μου ‘δωσε αγάπη
με πρόδωσε η άτιμη στην πιο καλή ημέρα,
σήμερα που χορεύουνε και όλοι τραγουδούνε
στο πανηγύρι του χωριού, η άτιμη, λαμπάδα
έκανε την καρδούλα μου κερί σε μανουάλι
και καίγομαι μες στη φωτιά, λιώνω σ’ αυτήν την πίκρα.
Δεν τον βαστώ τον πόνο μου κι άλλο δεν τον αντέχω
να κάθεται απέναντι στο κοντινό τραπέζι
να με κοιτάζει ειρωνικά μαζί μου να γελάει
να παίζει με τον πόνο μου, με τη φτωχή καρδιά μου
και πρέπει γρήγορα από δω τα πόδια μου να παίρνω
πριν χάσω μέσα στην οργή, στον πόνο τα λογικά μου
και βάψω πένθιμη, νεκρή μέρα χαριτωμένη
για μια γυναίκα άτιμη, προδότρα μισημένη.
--Θα φύγω φίλοι καρδιακοί και φίλοι αγαπημένοι.
Βαρέθηκα τα όργανα εχόρτασα το γλέντι
και νιώθω ζάλη τρομερή να ‘ρχεται στο κεφάλι.
Κρασί ερούφηξα πολύ, χόρεψα παραπάνω
και τώρα βλέπω τον ουρανό, τη γη κι όλα τα δένδρα
να κάνουν κύκλους γρήγορους στα μάτια εμπροστά μου.
Θα φύγω απ’ το τραπέζι σας και χάνω τη χαρά σας.
Σχωρέστε με που δεν μπορώ άλλο πια να καθήσω
και τη γιορτή όσο κρατά κι εγώ να συνεχίσω.
Καλό κρασί σας εύχομαι φίλοι αγαπημένοι
κι απ’ το χορό να φύγετε στερνά ευτυχισμένοι.
--Είναι παράξενο αυτό σε πανηγύρι απάνω
να φεύγεις Γιάννο απαρχής και το κρασί ν’ αφήνεις
να χάνεις την παρέα μας ,ν’ αρνιέσαι τη χαρά μας.
Ποτέ δεν μας συνήθισες να φεύγεις μεθυσμένος
και το χορό κατάκοπος ν’ αφήνεις ζαλισμένος.
Εσύ μας έλεγες παιδιά, πως το κρασί μας πίνει
και το πιοτό ν’ αφήσουμε σου λέγαμε στη μέση.
Δεν σε πειράζει το κρασί κι ακόμα το αντέχεις.
Στα λογικά σου φαίνεσαι και ζάλη εσύ δεν έχεις.
Όμως γιατί αρνιέσαι τη χαρά που στήσαμε εδώ γύρω;
Τα όργανα παίζουν μαγικά , το γλέντι είναι ωραίο.
Κοίταξε, μπήκαν κοπέλλες στο χορό, ξανθιές και μαυρομμάτες.
Κάτσε να δεις την κόρη σου και πάλι θα χορέψει
και το μαντήλι σου να δεις γλυκά θα το γυρέψει.
--Θα φύγω φίλοι καρδιακοί μην με κρατάτε άλλο.
Πιστέψτε με εμέθυσα, στα πόδια μου δεν στέκω.
Θα φύγω τώρα γρήγορα πριν γίνουμε ρεζίλι.
--Κοίταξε, βγαίνει η ξανθιά σου στο χορό και δώσε το μαντήλι,
σύρε μαζί της το χορό για να χαρούμε οι φίλοι.
--Αυτή θε να’ μπει στο χορό να δείξει το κορμί της
όμως τα μάτια της τα δυο σε άλλον πια τα δίνει.
Πρέπει να φύγω φίλοι μου πριν γίνει το κακό
και μάσουμε όλοι μας κατάρες από το χωριό.
--Γιάννο γι’ αυτήν εμέθυσες γι’ αυτήν θέλεις να φύγεις.
Μα αν είσαι φίλος καρδιακός και φίλος μπιστεμένος
μη φύγεις απ’ το γλέντι μας γιατί είσαι αντρειωμένος
και θα χορέψεις την ξανθιά θα δώσεις το μαντήλι.
Μαζί σου θα σύρει το χορό θα μετανιώσει ο ξένος
που τόλμησε να σηκωθεί γλυκά να την κοιτάξει.
--Αυτό ποτέ να μη συμβεί, ποτέ μην το σκεφτείτε.
Δική της είναι η καρδιά δικά της και τα μάτια.
Αγάπη ποτέ δεν πιάνεται με ζόρι και με βία.
--Αν στο χορό της δεν θα μπεις να δώσεις το μαντήλι,
αρνιέσαι τη φιλία μας αρνιέσαι την ανδρειά σου ,
ρεζίλι θα γίνεις στο χωριό και την τιμή θα χάσεις.
Έβγα ρε Γιάννο στο χορό πριν φύγει το τραγούδι
και δώσε το μαντήλι σου τώρα που χορεύει.
Αν σ’ αγαπά τρελά, πιστά, θα σου το αποδείξει.
Θα πιάσει το μαντήλι σου τον ξένο θε ν’ αφήσει
κι αν παλληκάρι ο ξένος θελήσει για να δείξει,
τότε θα κλάψει γρήγορα στη μέρα αυτή που ήρθε
στο πανηγύρι να χαρεί, κοπέλες να χορέψει.
--Με βαλαντώσατε πολύ,το αίμα μου ανάφτει
ο πόνος μου είναι πιο βαθύς απ’ του καημού τα βάθη.
Θέλω να φύγω από δω μα η αγάπη δεν μ’ αφήνει
και στο χορό της θε να μπω μαντήλι θα της δώσω
κι αν το αρνηθεί ειρωνικά, στον κόσμο θα την βρίσω,
το πρόσωπό της τ’ όμορφο με μίσος θα το φτύσω.
--Χαριτωμένη λυγερή, πανέμορφη στο δείλι
δείξε μου την αγάπη σου και κράτα το μαντήλι,
μαζί για να χορέψουμε και άφησε τον ξένο.
Θα είναι γλυκιά θεού χαρά αυτό το πανηγύρι,
αν το χεράκι σου απαλό μες στο δικό μου γείρει!
--Γιάννο δεν έπρεπε να ‘ρθείς και να ‘μπεις στο χορό μου.
Είναι μεγάλη προσβολή γι ‘ αυτόν που έχω στο πλευρό μου.
Βλέπει ο κόσμος και γελά, το μυστικό εχάθη.
Όμως αφού το θέλησες πολύ μαζί μου να χορέψεις,
χαιρέτησε πρώτα καρδιακά τον ξένο αδερφό μου!

Αύγουστος 1973

Θεόφιλος   Χατζημιχαήλ -Έφιππος τύπος κλέπτου του Μοριά το 1821


ΤΗΣ ΜΟΙΡΑΣ ΤΟ ΓΡΑΜΜΕΝΟ

Πολύ το τρέχεις γιόκα μου το μαύρο σου το άτι.
Βαρύς ο δρόμος που πατείς κι η απόσταση μεγάλη.
Κατάκοπος μου φαίνεσαι παρά τη λεβεντιά σου
που σέρνεις δίπλα για βοηθό στο κάθε πάτημά σου.
Ξενόφερτος μου φαίνεσαι σε τούτα δω τα μέρη.
Το τι ζητάς το πού θα πας μπορώ να μάθω κάτι;
Το γήρας μ’ έμαθε πολλά μη λάχει σε βοηθήσω.
--Γέροντα που σ’ απάντησα εδώ καταμεσής του δρόμου
και θέλησες με προθυμιά και με περίσσεια αγάπη
εμέ τον άγνωστο βοήθεια για να μου δώσεις λίγη,
αφουγκράσου το τι θα πω κι ευχαριστώ για όλα.
--Ιδρώτας που σε λούζει κατάξανθε λεβέντη
μα έχεις καρδιά που λέει και στήθια που βαστούνε.
Χαρά στη μάνα πό ‘καμε τέτοιο παλληκάρι
και το ‘χει για στολίδι της μονάκριβο καμάρι.
--Γέροντα σ’ ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια
μα θέλω κάτι να μου πεις, κάτι να μ’ ορμηνέψεις
κι αν βγει ο λόγος σου σωστός και παινεμένος,
πατέρα θα σε κάνω εγώ τιμή και σέβας θα ‘χεις
γιατί ο πραγματικός στο χώμα βρίσκεται θαμμένος.
--Ορφανός είσαι παιδάκι μου, χωρίς γλυκό πατέρα
γι ‘ αυτό το βλέμμα σου είναι βαρύ, πικρό και λυπημένο;
Τον χάροντα ψάχνεις για να βρεις εκδίκηση να πάρεις
που σου ‘στειλε την ορφανιά σαν μαύρη καταιγίδα;
--Χήρα με γέννησε η φτωχή και Σάββατο ημέρα.
Πατέρα δεν εγνώρισα σε όλη τη ζωή μου.
Είναι πολλά τα βάσανα που σέρνει η ψυχή μου
φωτιά και λάβα πέσανε όλα μαζί μου σ’ εμένα,
εθόλωσεν ο νους και έχασα τα λογικά μου,
μα ανεστήθη η καρδιά που τώρα με προστάζει.
Κόρη καλή αγάπησα γέροντα στη ζωή μου.
Την πόθησα με πόθησε, μ’ ορκίστη αιώνια πίστη,
μα ο δικός μου έρωτας δεν είναι απλή αγάπη.
Φλόγες φωτιάς με ζώνουνε, μου καίνε το κορμί μου.
Νερό ζητώ να πιω, στα χείλη της το βρίσκω,
νερό κρυστάλλινο καθαρό, γαργαρωμένο νέκταρ.
Στα μάτια της τα όμορφα, τα μαργαριταρένια
πο ’χουν το χρώμα τ’ ουρανού και της αυγής τη χάρη,
τον πόνο μου ξεχνώ και της ζωής τα πάθη.
Μα μοίρα κακή μας μοίρανε, κακό μεγάλο εφάνη.
Αρρώστια την επλάκωσε βαριά και βασανίστρα
και το κρεβάτι σύντροφο το έκαμε και λιώνει.
Γιατροί περάσανε πολλοί ’π’ ανατολή και δύση.
Αγιάτρευτη η αρρώστια της που λιώνει το κορμί της.
Είναι γραμμένο γέροντα, έτσι μου είπαν όλοι
τον κάτω κόσμο για να δει, εκεί για να μισέψει,
εμέ να αφήσει έρημο το χάρο να ζηλέψει.
Δεν μπόρεσα , δεν άντεξα στην τόση αυτή αγάπη.
Φτερά έβαλε αυτή στ’ αλόγου μου τα πόδια
και δύναμη σε με και θάρρος στην καρδιά μου,
την μοίρα της να πάω να βρω στα πόδια της να πέσω
με δάκρυα πολλά καφτά να την παρακαλέσω,
να ξέγραφε το γραμμένο της, το μαύρο πεπρωμένο,
τι είναι η πρώτη στο χωριό κι είναι δική μου αγάπη.
Πες μου γέροντα, πες μου μη λάχει και πως ξέρεις
τ’ όμορφο παλάτι της η μοίρα έχει κτισμένο;
Καιρό έχω που πατώ τα χώματα τα ξένα,
μα να την βρω δεν ημπορώ, δεν δύναμαι, δεν ξέρω.
Μήπως τη βρήκες πουθενά και μίλησες μαζί της,
για την ομορφονιά που έχει τα μάτια γαλανά
και μια χρυσή καρδιά σχισμένη σε κομμάτια;
Μίλησέ μου γέροντα κι απάντησέ μου τώρα,
τι μ’ έφαγε η καρτεριά κι άλλον καιρό δεν έχω.
Να την προλάβω ζωντανή, γραμμένη σ’ αυτούς που ζούνε,
που χαίρονται και που γελούν, που τώρα τραγουδούνε.
Δεν θέλω να χαθεί, δεν θέλω να μ’ αφήσει
πεντάρφανο και έρημο σ’ αυτήν εδώ τη ζήση.
--Πουλάκια που ξεβγαίνουνε στο πέλαγος μονάχα,
γρήγορα θα κουραστούν και κάποτε θα πέσουν,
θα φύγουν, θα χαθούν, μηδέποτε θα ζήσουν.
Αχ λεβέντη μου, άσκοπα το προσπαθείς κι άδικα το γυρεύεις.
--Το θέλω γέροντα πολύ και μην με απελπίζεις.
--Το βλέπεις κείνο το βουνό που στέκεται αντίκρυ;
Παλάτια χρυσοστόλιστα η μοίρα έχει χτισμένα
μα ν ‘ανεβείς δεν ημπορείς δεν δύνασαι παιδί μου
γιατί ο δρόμος σταματά καβάλα στα ριζά του
κι αρχίζουνε κακοτοπιές, χαράδρες και φαράγγια.
Μονοπάτια είναι εκεί, πολλά και μπερδεμένα,
ανάμεσά τα στα κλαριά σαν φίδια γυρισμένα,
μα τέλος δεν θα βρεις και στην κορφή ν’ ανέβεις
γιατί όλα φτάνουν στα μισά και στην κορφή κανένα.
Πολλοί το θέλησαν να πάν’ τη μοίρα τους να δούνε
μα πίσω δε γυρίσανε τι είδανε να πούνε.
Το σώμα τους το γεύθηκαν ανήμερα θηρία
που τα ‘χει η μοίρα φύλακες βράδυ και μεσημέρι.
--Οι συμβουλές σου συνετές, χρόνια πολλά να έχεις
μα εγώ το αποφάσισα και πίσω δεν γυρίζω.
Τ’ ορκίστηκα στη μάνα μου, σε μια μεγάλη αγάπη,
το πεπρωμένο να της δω, μαντάτα να της φέρω
κι αν δε γυρίσω πίσω στο φτωχικό μου σπιτικό,
χαρούμενος και γελαστός και γιος ηλιοφερμένος,
στη δόλια μάνα μου να πας, να την καλοκαρδίσεις
και σ’ αυτήν την όμορφη την αγαπητικιά μου,
τα άσπρα να φορέσουνε τα γιορτινά να βάλουν,
τι πως μ’ απάντησες εδώ τη μοίρα να ‘χω δίπλα
και το πικρό γραμμένο της άγραφο πως εγίνει
και να με περιμένουμε απάνω στη γιορτή μου.
Πάρε κι αυτό το φυλαχτό και δώσ’ το στην καλή μου.
Της στέλνω χαιρετίσματα απ΄ την περίσσεια αγάπη,
μα πρόσεξε καλά και βάλτο στο μυαλό σου,
να μη στο δει η μάνα μου κι αρχίσει για να κλαίει
μην προδοθεί το μυστικό στην όμορφη καλή μου
και μάθει το γραμμένο μου και κλάψει τη θανή μου.

10-12-1973













Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου