Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2020

Κωνσταντῖνος Γεωργίου "Σέ πρῶτο πληθυντικό" Ποιητική Συλλογή

Κωνσταντῖνος Γεωργίου, Σὲ πρῶτο πληθυντικό, 
Ἐκδόσεις Ἰωλκός, Ἀπρίλιος 2020.

ΣΥΝΤΟΜΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ 

Μὲ τὴν συλλογὴ ὁ δημιουργὸς αὐτοσυστήνεται στὸ ἀναγνωστικὸ κοινό, προσδιορίζοντας ὄχι μόνο τὶς ποιητικές του συντεταγμένες ἀλλὰ καὶ ὁρίζοντας ποιητικὰ τὴν ἰδεολογική του τοποθέτηση μέσα στὸν κόσμο. Πρόκειται μάλλον γιὰ μιὰ κοινωνικὴ καὶ πολιτικὴ διακήρυξη ἀπέναντι στὸν σύγχρονο αὐτιστικὸ τρόπο ζωῆς καὶ τὴν αὐστηρὰ καθορισμένη, ἐμμονικὴ καὶ ἀνορθόδοξη λογοκρατικὴ ἀντιμετώπιση τόσο τοῦ κοσμικοῦ μυστηρίου ὅσο καὶ τοῦ ἀνθρωπίνου βίου. 

Στὴν ποιητικὴ συλλογὴ προβάλλεται τὸ νόημα τῆς ἐνσυνείδητης καὶ βιωμένης ἀγάπης, τοῦ ἔρωτα καὶ τοῦ ὀνείρου, τοῦ ἀνθρωπισμοῦ καὶ τῆς κοινῆς συλλογικῆς ἐμπειρίας ὡς μέσα διάθλασης μιᾶς ὑπέρμετρης καὶ ὑπερφίαλης ἀτομικότητας ποὺ τελικῶς ἐκμηδενίζει τὴν  ὕπαρξη. Ὀνειροπόληση καὶ ρομαντισμός, νοσταλγία καὶ ὀμορφιά, ἐπιθυμίες καὶ ματαίωση. Μικρὲς μικρὲς ψηφίδες ποὺ συνθέτουν τὴν εἰκόνα μιᾶςζωῆς ἰδωμένης μὲ τὰ μάτια τοῦ ποιητικοῦ λόγου. 

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΣΥΛΛΟΓΗΣ 

ΔΕΚΑΛΟΓΟΣ ΠΟΙΗΤΙΚΟΣ

Ἦρθε ὁ καιρὸς νὰ παραλάβει ἡ ανθρωπότης τὶς καινούργιες ἐντολές.
Οἱ ἄλλες οἱ παλιὲς -ἐκεῖνες τοῦ Μωυσῆ ἐννοῶ- ἀπέτυχαν οἰκτρῶς.
Ἄλλωστε, οἱ πλάκες σκούριασαν ἀπὸ τὶς βροχές.
Οἱ θεόπνευστες γραφὲς σκόρπισαν ἀπὸ τοὺς ἀέρηδες ἐδῶ κι ἐκεῖ
καὶ περιφέρονται ὀρφανὲς θρηνώντας τὸν ἀβάσταχτο πόνο τους.
Απόμειναν μόνο κάτι λιθάρια ὡς ἀναλώσιμο οἰκοδομικὸ ὑλικὸ
νὰ χτίσουμε τὸ τρόπαιον τῆς ἥττας μας·
γιὰ νὰ μὴν ξεχάσουμε ὅτι κάποτε βαδίζαμε στὰ σκοτεινὰ
σκυφτοὶ καὶ τιμωρημένοι βλέποντας κατάματα κι ἐνοχικὰ τὴν γῆ,
ποὺ γέννησε ἐμᾶς, τοὺς ἐκπεπτωκότας τοῦ Παραδείσου,
γιὰ νὰ μὴν ξεχάσουμε ὅτι πιὸ παλιὰ μπουσουλούσαμε στὰ τέσσερα οἱ νήπιοι,
γιὰ νὰ μὴν ξεχάσουμε ποτὲ τὸ βάρος τῶν ἐντολῶν στοὺς ἀδύναμους ὤμους μας.
Πόση ἄρνηση νὰ γνωρίσει τὸ ἀνθρώπινο σῶμα;
Πόση τιμωρία ν’ ἀντέξει ἡ ἀνθρώπινη ψυχή;
Πόση προσταγὴ νὰ σηκώσει τὸ ἀνυπότακτο πνεῦμα;
Δυστυχῶς, πλανηθήκαμε ἀπὸ ἕνα κομμένο φτερὸ ἀγγέλου,
ἀπὸ μιὰ ἐπίχρυση προσωπίδα πρωτόπλαστων ποὺ μᾶς τὴν πούλησαν ἀκριβὰ
σ’ ἕνα φθηνὸ παλαιοπωλεῖο ἐκεῖ κοντὰ στὴν πλατεία Ἀβησσυνίας.
Ξεθεμελιώσαμε τὸ συναίσθημά μας γιὰ νὰ θεμελιώσουμε ἕναν ναό.
Θεμελιώσαμε μιὰ πίστη γιὰ νὰ ξεθεμελιώσουμε τὴν γνώση.
Χάθηκαν τόσοι ἄνθρωποι, χάθηκαν τόσα χρόνια.
Χάσαμε τὸν ἑαυτό μας προσπαθώντας νὰ βροῦμε τὸν Θεό.
Βλέπετε, δὲν πήραμε εἴδηση ἐγκαίρως ὅτι Θεὸς δὲν ὑπῆρχε,
ἀλλὰ ὅτι ὑπῆρχε μόνο ὁ γυμνὸς ἄνθρωπος καὶ ὁ Λόγος του, ἡ Ποίησις-
ἡ ἀπαστράπτουσα μονογενὴς Κόρη τῆς παρθενίας μας,
ἡ δηλούσα τὸ γνήσιον τῆς ἁμαρτάνουσας ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως,
ἕνα εἰδώλιο Ἀφροδίτης ἀνάμεσα στὰ σπαρμένα ἀφρογέννητα βότσαλα,
κεντήματα τῆς θάλασσας καὶ τοῦ ἀνέμου
πάνω στὴν κυρτὴ ράχη τῆς ἀμμουδιᾶς ἑλληνικοῦ καλοκαιριοῦ,
δυὸ ὀρθωμένα πέτρινα ἐλάτια στὴν κορυφὴ τοῦ Ὀλύμπου τὸ σούρουπο,
ἀλεξικέραυνα τῆς θλίψης καὶ τοῦ πόνου,
χαρούμενο τίναγμα τοῦ ἐλάχιστου στὴν οὐράνια θάλασσα τοῦ ἄχρονου ἀτελεύτητου
συρίζοντας τὸν αὐλό τοῦ Πανὸς μὲ τὸ πρῶτο βέλασμα τῶν ἀμνῶν
καὶ τὸ ἄγριο χρεμέτισμα τῶν ἀχαλίνωτων ἀλόγων.

Ἦρθε ὁ καιρὸς νὰ παραλάβουμε τὶς καινούργιες ἐντολές.
Ὤ, ναί, ἦρθε ὁ καιρὸς . . .
Ὑψώνουμε τὰ χέρια μας στὸν οὐρανὸ καὶ κόβουμε μιὰν ἀχτίδα ἣλιου
γιὰ νὰ γράψουμε στὸ σῶμα τῆς θαλάσσης
τὸν φωτερὸ ἀναλλοίωτο Νόμο τῆς παντοδυναμίας τοῦ ἀνθρώπου,
γιὰ νὰ ὁρίσουμε τὸ βασίλειο τῶν καθαγιασμένων αἰσθήσεων ἐπὶ τῆς γῆς,
γιὰ νὰ καταλύσουμε τὸ κράτος τοῦ φόβου καὶ τοῦ θανάτου
ἐγκαθιδρύοντας τὴν αὐτοκρατορία τῆς ἄνοιξης.

Μέ τὴν χάριν τῆς Ποιήσεως παραδίδεται τῷ ἀνθρώπῳ ὁ καινούργιος δεκάλογος
πρὸς ἀντικατάστασιν τοῦ παλαιοῦ.

Ἐντολή 1η: Ἡ πιὸ ὡραία πρόθεσις εἶναι ἡ πρόθεσις
σὺν
Ἐντολή 2η: Τὸ πιὸ ὡραῖο ἐπίρρημα εἶναι τὸ ἐπίρρημα
μαζὶ
Ἐντολή 3η: Τὸ πιὸ ὡραῖο οὐσιαστικὸ εἶναι τὸ οὐσιαστικὸ
ὄνειρο - τὸ ἄλλο ὄνομα τῆς ὀμορφιᾶς-
Ἐντολή 4η: Τὸ πιὸ ὡραῖο ἐπιφώνημα εἶναι τὸ ἐπιφώνημα
μάτια μου!
Ἐντολή 5η: Ἡ πιὸ ὡραία ἀντωνυμία εἶναι ἡ ἀντωνυμία
ἐσὺ
Ἐντολή 6η: Τὸ πιὸ ὡραῖο ἐπίθετο εἶναι τὸ ἐπίθετο
ἐρωτικὸς
Ἐντολή 7η: Τὸ πιὸ ὡραῖο ἄρθρο εἶναι τὸ ἄρθρο
θηλυκοῦ γένους
Ἐντολή 8η: Ὁ πιὸ ὡραῖος σύνδεσμος εἶναι ὁ σύνδεσμος
νὰ
Ἐντολή 9η: Ἡ πιὸ ὡραία μετοχή εἶναι ἡ μετοχή
ἀγαπώντας
Ἐντολή 10η: Τὸ πιὸ ὡραῖο ρῆμα εἶναι τὸ ρῆμα
ζῶ

Μ’ αὐτὲς τὶς ἀνθρωπογέννητες ἐντολὲς φτιάξαμε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὴν ζωή μας,
συγυρίσαμε τὴν ψυχή μας καὶ τραβήξαμε μπροστὰ χέρι μὲ χέρι.
Ἀπὸ δῶ καὶ πέρα γράφουμε τὸ ὄνομά μας σὲ πρῶτο πληθυντικὸ πρόσωπο.
Μυριάδες ἄνθρωποι, στρατιὲς ἀπελεύθερων πάνοπλες
μὲ τὰ τόξα τοῦ Ἔρωτα καὶ τὰ λάβαρα τῆς ἀγάπης
περπατώντας ἀκατάβλητοι στὰ ἀσημένια μονοπάτια τοῦ φεγγαριοῦ,
τραγουδώντας τὸν θρίαμβο τῆς νίκης στὶς πλατιὲς λεωφόρους τοῦ ὀνείρου.
Ὅλα ἐν σοφία ἐποίησεν ὁ Λόγος ὁ Ποιητικός.

 🔘   ➗  🔘           

ΡΑΝΤΕΒΟΥ

Κύριε, μιὰ μέρα εἶναι σίγουρο πὼς θ’ ἀναστηθοῦμε γιὰ νὰ βεβαιώσουμε τὴν ὕπαρξή
σου. Μὴ φύγεις.
Νὰ μᾶς περιμένεις.

🔘   ➗  🔘 

ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΗΜΑΤΑ

Ὅταν ὁ κόσμος μίκρυνε κι ἀργοῦσε νὰ ξημερώσει
ἐμεῖς ἀσχολούμασταν μὲ χειροτεχνίες˙
κόβαμε σὲ χρωματιστὰ χαρτόνια σχήματα πουλιῶν,
τοὺς δίναμε πνοὴ καὶ κελαηδούσαμε μαζί τους
τὸν γλυκὸ σκοπὸ τῆς ἀνεπίστρεπτης νιότης μας.

🔘   ➗  🔘 

ΞΩΘΙΑ ΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ

Πάντα, ὅταν σ’ ἔβλεπα νὰ χορεύεις ἀνάλαφρα
πάνω στὰ φύλλα τῶν δέντρων
θυμόμουνα τὶς νεράιδες τῶν παραμυθιῶν
ποὺ μοῦ ‘λεγε ἡ γιαγιά μου πρὶν κοιμηθῶ.
Κρυστάλλινες γλῶσσες ἀνέμων,
λυγερὰ καμώματα ἄρρυθμων πνοῶν
κρούουν τὶς θύρες τῶν ματιῶν σου,
μέσα στὸ δάσος γλυκὸς ἀνασασμὸς
τῆς ἁπλωμένης ξεγνοιασιᾶς,
τῆς ἀκοίμητης εὐαισθησίας,
τῆς ξέπλεκης λευτεριᾶς,
κυνήγημα φοβισμένων δορκάδων
σὲ δαγκωμένα χείλη εὔγευστων φρούτων,
ὁπλὲς ἀτίθασων ἀλόγων δονοῦν τὴν γῆ
μὲ τὴν κίνηση ἀχαλίνωτης ὁρμῆς,
στὴν χλόη περήφανος καλπασμὸς
βαρέων σημάντρων ταλαντευόμενων
ἀνάμεσα σὲ δυὸ λόφους ἄνοιξης,
σμήνη πουλιῶν σὲ χορδὲς κίτρινων φύλλων
ξύλινων τετραδίων καθὼς κυλοῦσε
μελωδικὸ ἄκουσμα ποταμοῦ ἀνάμεσό τους
πιάνοντας μὲ τὸ ράμφος τους
ἕνα κλωναράκι νότες ἀνθισμένες.
Κι ἔτρεχες ἀνάερα γυμνὴ Ἄρτεμη
πάνω στὸ σουραύλι τοῦ Πανός,
γάργαρη μέσα στὰ ξυπόλητα βάτα,
ποὺ χάιδευαν ἄγρια τὰ δυό σου στήθη
κάτω ἀπὸ τὴν σκιερὴ βελανιδιὰ τοῦ Δία,
χιτώνας θωπείας καλλίγραμμων γοφῶν,
ἐφηβικὰ ἐσχηματισμένων μαστῶν,
ρωμαλέα μορφοποιημένων μηρῶν,
μὲ τὸ χνουδωτὸ φύσημα τοῦ ἀγέρα
στοὺς μίσχους θροϊσμάτων λυγαριᾶς
βρέχοντας τὴν ἄγουρη ὅψη
πολύκλωνης μυρμηγκοφωλιᾶς,
στὸ ξέφωτο τῶν νερῶν τῆς ἐπιθυμίας
γρικοῦσες ἐσὺ μόνη τὴν φωνὴ
τῶν φρέσκων καρπῶν
στὰ δροσάτα χέρια τῶν δέντρων
τοῦ πυκνόφυλλου σκοτεινοῦ δάσους.

🔘   ➗  🔘 

2017 M. Χ.

Πῶς ἄλλαξαν τόσο πολὺ τὰ πράγματα;
Πῶς ἄλλαξαν τόσο πολὺ οἱ ἄνθρωποι;

Σὲ ποιά ἐποχὴ τελικὰ ζοῦμε;
Ἀρχίζουμε ἢ τελειώνουμε;

Ὅταν μάθουμε τὴν ἀπάντηση δὲν θὰ ὑπάρχουν δικαιολογίες πιὰ . . .


Κωνσταντῖνος Γεωργίου, Σὲ πρῶτο πληθυντικό, Ἐκδόσεις Ἰωλκός, Ἀπρίλιος 2020.


ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Ὁ Κωνσταντῖνος Γεωργίου γεννήθηκε τὸ 1976 στὸ Ἀγρίνιο. Τὸ 1998 ἀποφοίτησε ἀπὸ τὴν Φιλοσοφικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἰωαννίνων. 
Εἶναι λειτουργὸς τῆς Μέσης ἐκπαίδευσης καὶ τὰ τελευταῖα ἕντεκα χρόνια προσφέρει τὶς ὑπηρεσίες του ὡς φιλόλογος στὸ Γενικὸ Λύκειο Γαβαλοῦς τοῦ δήμου Ἀγρινίoυ. 
Τὸ βιβλίο Σὲ πρῶτο πληθυντικὸ εἶναι ἡ πρώτη του ποιητικὴ συλλογή, ἡ ὁποία τυπώθηκε ἀπὸ τὸν ἐκδοτικὸ οἶκο Ἰωλκός τὸνἈπρίλιο τοῦ 2020.










Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου