Τρίτη 12 Μαΐου 2020

Σώτια Τσώτου (14 Μαΐου 1942 - 10 Δεκεμβρίου 2011)


Η Σώτια Τσώτου (Λιβαδειά, 14 Μαΐου 1942 - Αθήνα, 10 Δεκεμβρίου 2011) ήταν σημαντική Ελληνίδα στιχουργός.

Η Σώτια Τσώτου γεννήθηκε το 1942 στη Λιβαδειά. Ήταν το πέμπτο παιδί της οικογένειας του αγωνιστή του ΕΛΑΣ Γιώργου Κρανιώτη, που εκτελέστηκε από τους Γερμανούς μπροστά στο σπίτι του το Σεπτέμβρη του 1943. Το μένος των Γερμανών κατά του Γιώργου Κρανιώτη τους οδήγησε και στην πυρπόληση του σπιτιού του, με αποτέλεσμα να μείνει η οικογένεια του στο δρόμο. H γυναίκα του Ειρήνη, τρομοκρατημένη από τις βιαιότητες των Γερμανών χάθηκε από τους δικούς της, αγνοούμενη μέχρι το 1950, οπότε βρέθηκε να νοσηλεύεται στο Νοσοκομείο της Βούλας. Η δραματική περιπέτεια της οικογένειας της είχε ως αποτέλεσμα τη φυγή της μικρής Σώτιας.

Οι αδελφές Ιορδάνου, συγγενείς της μητέρας της, την έφεραν σε ηλικία δύο ετών στην Αθήνα, όπου υιοθετήθηκε από οικογένεια εύπορων μικροαστών, του Χαράλαμπου και της Δέσποινας Τσώτου. Φοίτησε στο Ιδιωτικό Δημοτικό Σχολείο «Μαρσέλου» και στη συνέχεια στο Α΄ Γυμνάσιο της Αθήνας (Πλάκα) τα τρία πρώτα χρόνια και κατόπιν στη Ελληνογαλλική Σχολή Καλογραιών «Άγιος Ιωσήφ» στην οδό Χαριλάου Τρικούπη.

Από τα 18 της χρόνια εργαζόταν ως δημοσιογράφος, παράλληλα με τις σπουδές της στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και τις δραματικές σχολές του Πέλου Κατσέλη και του Κωστή Μιχαηλίδη. Η Δικτατορία της 21ης Απριλίου τη βρήκε στην εφημερίδα "Ελευθερία", η οποία διέκοψε αυθημερόν την έκδοσή της, θέτοντας τέλος στη δημοσιογραφική της καριέρα. Στη διάρκεια της Χούντας συνελήφθη και κρατήθηκε πολλές φορές. Στην απομόνωση εμπνεύστηκε τα τραγούδια που θα την έκαναν λίγους μήνες αργότερα γνωστή ως στιχουργό, το «Βρε δε βαριέσαι, αδελφέ» και το «Να 'τανε το '21».

Έχει δύο κόρες, τη Δέσποινα, που είναι δημοσιογράφος και την Ασημένια, που είναι μουσικός και τραγουδίστρια. Πέθανε στις 10 Δεκεμβρίου 2011 από καρκίνο, αφήνοντας πίσω της μεγάλα στιχουργικά έργα.



Συνεργασίες

Η καθοριστική συνεργασία της καριέρας της ήταν με τον Κώστα Χατζή, η οποία έδωσε τραγούδια διαμαρτυρίας κατά την διάρκεια της Δικτατορίας, όπως «Ο Στρατής», «Δε βαριέσαι αδελφέ», «Απ' το αεροπλάνο», «Της γειτονιάς μας ο τρελός», «Ένας Γερμανός και μια Εβραία», «Κάτι τρέχει», «Λεωφορείο ο κόσμος», «Νυχτώνει, δόξα τω Θεώ» κλπ. Κορύφωση της συνεργασίας της με τον Κώστα Χατζή αποτέλεσε ο δίσκος "Ρεσιτάλ", του οποίου οι πωλήσεις ξεπέρασαν το ένα εκατομμύριο δίσκους. Ανάμεσα στα τραγούδια του δίσκου ήταν τα «Σύνορα η αγάπη δε γνωρίζει», «Σπουδαίοι άνθρωποι, αλλά», «Σ' αγαπώ (όπως η μάνα το παιδί)», «Κι ύστερα», «Δεν είμ' εγώ», «Η αγάπη όλα τα υπομένει» κ.α. Στις επιτυχίες τους από άλλους δίσκους συγκαταλέγονται επίσης τα τραγούδια «Αντίο», «Αν ερχόσουν», «Μη μας περιφρονάς», «Ο κύριος κανείς», «Πάλι ύπνος δε με πιάνει», «Είμαι ένας άνθρωπος απλός» κ.α.

Μεγάλη εμπορική επιτυχία με νούμερα ασυνήθιστα για τη μικρή ελληνική αγορά είχε και η συνεργασία της με τον Σταύρο Κουγιουμτζή και το «Να 'τανε το '21», τραγούδι το οποίο καθιέρωσε τον Γιώργο Νταλάρα. Άλλες επιτυχίες της με τον Κουγιουμτζή ήταν τα τραγούδια «Έτσι είν' οι ανθρώποι», «Δώσε μου το χέρι σου» και «Να 'μουν ο Μεγαλέξανδρος» με τον Νταλάρα αλλά και «Αν βαρέθηκες κυρία», «Ρεμπέτικα τραγούδια» και «Μέθυσα κι απόψε» με τον Καλατζή.

Μια επίσης σημαντική συνεργασία ήταν με το Δώρο Γεωργιάδη, με τον οποίο συμμετείχαν στο Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης του 1972 και πήραν το πρώτο βραβείο με το τραγούδι «Αν ήμουν πλούσιος» και στο Φεστιβάλ Τραγουδιού της Eurovision του 1979 με το τραγούδι «Σωκράτης» που τραγούδησε η Ελπίδα. Ανάμεσα στις επιτυχίες της με τον Δώρο Γεωργιάδη ήταν επίσης τα τραγούδια «Ταξίδευα παιδί κι εγώ», «Κάποτε πήγα στην Αμέρικα», «Ο Ρωμιός», «Χίλια εννιακόσια τίποτα», «Μη βάζεις μαύρο» (Άννα Βίσση), «Εγώ δεν είμαι δικαστής», «Τι τις θες τις Κυριακές», «Άγιες οι καθημερινές» (Γιώργος Πολυχρονιάδης), «Υπάρχουν κι άλλοι δρόμοι», «Σ' ευχαριστώ», «Καμιά φορά» (Ελπίδα) κ.α.

Σταθμός στην καριέρα της θεωρούνται και δυο δίσκοι με τον Στέλιο Καζαντζίδη που γνώρισαν σημαντική επιτυχία με τα γνωστά τραγούδια «Βραδιάζει», «Έι καπετάνιε», «Ξέρω νεκρούς», «Έφυγες φίλε» κ.α. Ο Καζαντζίδης σε κάποιες συνεντεύξεις του μίλησε με τα καλύτερα λόγια για την στιχουργό, χαρακτηρίζοντας την μεγάλη και αποκαλώντας την "Η σύγχρονη Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου". Το τραγούδι «Έφυγες φίλε» γράφτηκε για έναν κοινό τους φίλο, τον Ανδρέα Καΐάφα, ο οποίος έφυγε σε ηλικία 49 ετών από καρκίνο.

Το 1985 συνεργάστηκε με τον συνθέτη Γιώργο Παπαδάκη και τον τραγουδιστή Παναγιώτη Τσίχλη και δημιουργήθηκε ο δίσκος "Άιντε Ζωή", ο οποίος συμπεριλάμβανε τις επιτυχίες «Άγγελέ μου» , «Το 166» , και το «Τί δεν θα΄δινα» σε στίχους του Γιώργου Παπαδάκη.

Το 1994 η Σώτια Τσώτου μέσα σε τρεις στροφές περιέγραψε την ιστορία του Στέλιου, ο Τάκης Σούκας έγραψε μια μελωδία στο ρυθμό του καρσιλαμά και μέσα στο τραγούδι «Εγώ 'μαι πρόσφυγα παιδί», ο Στέλιος τραγούδησε χαρακτηριστικά "από τραγούδια λαϊκά, έμαθα τα ελληνικά". Το τραγούδι συμπεριλήφθηκε στο δίσκο "Και πού θεός".



Άλλες συνεργασίες

Άλλοι καλλιτέχνες που συνεργάστηκαν μαζί της ήταν οι Γιώργος Χατζηνάσιος, Απόστολος Καλδάρας, Χρήστος Λεοντής, Γιάννης Σπανός, Λίνος Κόκοτος, Μίμης Πλέσσας, Τάκης Σούκας, Χρήστος Νικολόπουλος, Χρήστος Παπαδόπουλος, Μαρινέλλα, Χρήστος Γκάρτζος, Γιώργος Κριμιζάκης, Δήμητρα Γαλάνη, Χάρις Αλεξίου, Γιάννης Πάριος, Ρένα Κουμιώτη, Γιάννης Πουλόπουλος, Μιχάλης Βιολάρης, Καίτη Χωματά, Πόλυ Πάνου, Νίκος Νομικός, Δημήτρης Μητροπάνος, Άννα Βίσση, Ελπίδα, Πασχάλης, Μπέσσυ Αργυράκη, Θέμης Αδαμαντίδης, Δούκισσα και πολλοί ακόμα γνωστοί τραγουδιστές. Άλλες της επιτυχίες αποτελούν τα τραγούδια «Είναι νωρίς για δάκρυα, Στέλλα», «Η Μαρία των βράχων», «Αγαπιόμασταν Χριστέ μου», «Να της πείτε καπετάνιοι χαιρετίσματα», «Εγώ τι έχω και τι θα 'χω», «Του χρόνου τέτοια μέρα», «Δροσοσταλιά μου», «Τα ψέματα», «Ας πούμε αν θες», «Μου 'ταξες ταξίδι να με πας», «Για 'σένανε μπορώ», «Αθήνα», «Μόνο η αγάπη μένει», «Ο αφέντης λαός», «Όλα μας τα πλούτη», «Κι όμως κι όμως», «Ο Κοσμάς κι ο κόσμος», «Έναν καιρό», κ.α.

Θέατρο και Τηλεόραση

Τον χειμώνα του 1978 η Μαρινέλλα ανέβασε στο νυχτερινό κέντρο "Ζουμ" ένα μουσικό υπερθέαμα με τίτλο "Εικόνες", σε μουσική του Δώρου Γεωργιάδη και στίχους της Σώτιας Τσώτου, παρουσιάζοντας για πρώτη φορά τα κοινωνικά τραγούδια «Αλλάζουμε», «Εγώ ζωγράφισα τη γη», «Απ' όλα τα παιδιά ζητώ συγγνώμη», «Ο τελευταίος Χριστιανός», «Η πόλη αυτή δε μας χωρά» κ.α.

Τα Χριστούγεννα του 1990, στο εορταστικό πρόγραμμα του ΑΝΤ1 που παρουσίασε η Αλίκη Βουγιουκλάκη, έγραψε την μια από τις τέσσερις αυτοτελείς Χριστουγεννιάτικες ιστορίες με τίτλο "Ο τέταρτος μάγος". Την επόμενη χρονιά από το ίδιο κανάλι προβλήθηκε η σειρά του Μανούσου Μανουσάκη "Φάκελος Αμαζών" με τον Γρηγόρη Βαλτινό, που ήταν βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Σώτιας Τσώτου. Η Σώτια Τσώτου έγραψε τους στίχους για τα τραγούδια της σειράς σε μουσική του Μίμη Πλέσσα. Το τραγούδι ερμήνευσε η λαϊκη τραγουδίστρια Σού (Σοφία) Κύρκου.

Το 1999 παρουσιάστηκε στο θέατρο Αθηνά το έργο της "Παραμονές του 2000" σε μουσική του Κώστα Χατζή. Το 2007, στην τηλεοπτική σειρά "Για την καρδιά ενός αγγέλου" του ALPHA, έγραψε το τραγούδι των τίτλων τέλους «Εγώ γιορτάζω πάντα όταν πονάω», σε μουσική Χρήστου Παπαδόπουλου, που ερμήνευσε ο Δημήτρης Μητροπάνος.

Φεστιβάλ και Διακρίσεις

1971: Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης με το τραγούδι «Ταξίδευα παιδί κι εγώ»
1972: Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης, 1ο Βραβείο με το τραγούδι «Αν ήμουν πλούσιος»
1974: Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης, 2ο Βραβείο με το τραγούδι «Αν» σε μουσική Γιώργου Κριμιζάκη και ερμηνευτή τον Μιχάλη Βιολάρη
1979: Φεστιβάλ Τραγουδιού Eurovision, 8η θέση με το τραγούδι «Σωκράτης» σε μουσική Δώρου Γεωργιάδη και ερμηνεύτρια την Ελπίδα

Καθώς και συμμετοχές και διακρίσεις σε Φεστιβάλ Τραγουδιού της Σόφιας και του Τόκιο.

Προσωπικά άλμπουμ

1971: "Φωτογραφίες" με τον Γιώργο Κριμιζάκη
1972: "Αν ήμουν πλούσιος" με τον Δώρο Γεωργιάδη
1973: "Δύσκολη ζωή" με τον Δώρο Γεωργιάδη
1974: "Χίλια εννιακόσια τίποτα" με τον Δώρο Γεωργιάδη
1974: "Άσπρο - μαύρο" με τον Γιώργο Χατζηνάσιο
1975: "Σκόρπια φύλλα" με τον Απόστολο Καλδάρα
1976: "Ρεσιτάλ" με τον Κώστα Χατζή
1977: "Ελπίδα - Δάκης στου Κώστα Χατζή"
1981: "Μαρινέλλα (Για 'σένανε μπορώ)" με τον Αντώνη Στεφανίδη
1983: "Εγώ ζωγράφισα τη γη" με τον Δώρο Γεωργιάδη
1984: "Σήμερα και πάντα" με τον Σπύρο Βλασσόπουλο
1985: "Τα καλύτερα μου χρόνια" με τον Γιώργο Κριμιζάκη
1987: "Συνάντηση" με τον Κώστα Χατζή
1992: "Βραδιάζει" με το Χρήστο Νικολόπουλο
1994: "Και πού Θεός" με τον Τάκη Σούκα
2000: "Χωρίς εσένα" με τον Κώστα Χατζή"




Σώτια Τσώτου: «Απεχθάνομαι τα υποκοριστικά και τα επίθετα»

Γράφει ο Οικοδόμος //

Όταν ―πριν σχεδόν μισό αιώνα― πρωτοεμφανίστηκε στον ανδροκρατούμενο τότε χώρο του τραγουδιού προκάλεσε αίσθηση. Τα τραγούδια της αγγίζανε θέματα πέρα από τα συνηθισμένα εκείνης της εποχής. Στίχοι πρωτότυποι, στιβαροί, ασυνήθιστοι για την εποχή τους, «αντρίκειοι», χωρίς φιοριτούρες και περιττές φλυαρίες, με έντονες κοινωνικές αναφορές και πολιτικές προεκτάσεις. Όμως και τα ερωτικά της τραγούδια έφερναν κάτι διαφορετικό. Δεν αναφέρονταν με τρόπο γλυκερό σε «αγάπες και λουλούδια» και δεν ακολουθούσαν την πεπατημένη της κλάψας και της «καψούρας».

«…Γεννημένη Μάιο του ’42 στη Λιβαδειά η Τσώτου ήταν το 5ο παιδί της οικογένειας του αγωνιστή του ΕΛΑΣ, Γιώργου Κρανιώτη, που εκτελέστηκε το ’43 από τους Γερμανούς στο σπίτι του. Το άγριο κυνηγητό εναντίον της οικογένειας οδήγησε τελικά στην υιοθεσία της μικρής Σώτιας από το εύπορο ζεύγος Τσώτου. Εκείνοι φρόντισαν να τη σπουδάσουν στην ελληνογαλλική σχολή καλογραιών «Σεν Ζοζέφ». Σπούδασε στην Πάντειο και ταυτόχρονα στις δραματικές σχολές του Πέλου Κατσέλη και του Κωστή Μιχαηλίδη. Από τα 18 της όμως στράφηκε στη δημοσιογραφία…» (Ναταλί Χατζηαντωνίου, Ελευθεροτυπία, Τρίτη 13 Δεκέμβρη 2011).



Ο ΑΦΕΝΤΗΣ ΛΑΟΣ
Μουσική: Απόστολος Καλδάρας
Στίχοι: Σώτια Τσώτου
Πρώτη εκτέλεση: Δημήτρης Μητροπάνος & Χριστιάνα

Εμείς παλεύουμε χρόνια και χρόνια
για μια αυλή, για μια γωνιά στην Κοκκινιά.
Εμείς γιατρεύουμε τα χελιδόνια
και τα σπουργίτια που παγώνουν στον χιονιά.

Εμείς είμαστε ο αφέντης λαός
εμείς είμαστε του κόσμου το φως
εμείς είμαστε τ’ αλάτι της Γης
όπως είπε και ο Χριστός.

Ας αστράφτει κι ας βροντά ο κεραυνός
ας αφρίζει κι ας λυσσά ο ωκεανός
εμείς είμαστε ο χρυσός ποταμός
που κυλάει, που κυλάει πάντα μπρος.

Εμείς κρατήσαμε σταυρό στους ώμους
εμείς ποτίσαμε το χώμα που πατάς
εμείς ανοίξαμε καινούριους δρόμους
για να μπορείς ελεύθερος να περπατάς.

Από τον κύκλο τραγουδιών «Σκόρπια φύλλα» που κυκλοφόρησε το 1975 από τη Philips.

Τα τραγούδια της Σώτιας Τσώτου έφεραν ατόφιο το υπόβαθρο της δημιουργού τους, την παιδεία της, τις ιδεολογικές και αισθητικές της καταβολές· ήταν ζυμωμένα με μεράκι και ψυχή και πάντα με βαθύ σεβασμό προς τους αποδέκτες τους. Η ίδια έλεγε ότι σε κάθε εποχή οι πρώτοι ακροατές όλων των τραγουδιών είναι οι νέοι, άρα αυτοί λαμβάνουν πρώτοι και το μήνυμα που το τραγούδι κουβαλάει κάθε φορά.

Το 1967 η νεαρή Σώτια Τσώτου έχει αρχίσει να καταξιώνεται στο χώρο της δημοσιογραφίας· μέχρι που η χούντα των συνταγματαρχών θα κλείσει την “Ελευθερία”, την εφημερίδα που εργαζόταν και θα μείνει άνεργη. Η ίδια πιάστηκε και κρατήθηκε στην Ασφάλεια πολλές φορές. Σε ένδειξη διαμαρτυρίας καίει τη δημοσιογραφική της ταυτότητα και μετά από προτροπή του Λευτέρη Παπαδόπουλου αποφασίζει να ασχοληθεί περισσότερο με το τραγούδι. Έχει ήδη συνδεθεί με φιλία με τον Κώστα Χατζή από το 1964, χρονιά που τον επισκέφτηκε στη μπουάτ που τραγουδούσε και του έδωσε τους πρώτους στίχους.

«Το ΄68 ήμουνα στην απομόνωση. 29 μέρες. Όταν βγήκα… [όλα] ήταν «μια χαρά»… Ο κόσμος έτρωγε, έπινε… Δεν ήμουνα μόνο εγώ, όλα τα κρατητήρια ήτανε γεμάτα. Πάρα πολύς κόσμος υπέφερε. Τότε έγραψα το «Δε βαριέσαι αδερφέ»… Μόνο ο Χατζής μπορούσε να το πει. Εκείνος το ήξερε, το καταλάβαινε…»


ΔΕ ΒΑΡΙΕΣΑΙ ΑΔΕΛΦΕ
Μουσική: Κώστας Χατζής
Στίχοι: Σώτια Τσώτου
Πρώτη εκτέλεση: Κώστας Χατζής

Κάποιο παράθυρο έχει φως
κάποιον τον τρώει ο πυρετός
μας φεύγει βήμα βήμα.
Κάποιο καράβι στ’ ανοιχτά
με χίλια βάσανα βαστά
να μην το πιει το κύμα.

Κι εμείς οι τρεις στον καφενέ
τσιγάρο, πρέφα και καφέ
βρε δε βαριέσαι, αδερφέ.

Κάποιος στην άκρη του γκρεμού
κοιτάει το τέλος τ’ ουρανού
μονάχος του πεθαίνει.
Κάποιος στη μάχη πολεμά
η σφαίρα δίπλα μας περνά
στα στήθια του πηγαίνει.

Κι εμείς οι άλλοι, μα το ναι
κάνουμε πάρτι ρεφενέ
βρε δε βαριέσαι, αδερφέ.

Έξω αστράφτει και βροντά
κι ένας διαβάτης περπατά
χαμένος μες στην μπόρα.
Κάπου δε θα ‘χουνε ψωμί
κάπου πεινάει ένα παιδί
και κλαίει αυτή την ώρα.

Κι εμείς χορτάτοι, μα το ναι
κάνουμε γλέντια ρεφενέ
βρε δε βαριέσαι, αδερφέ.

Πόσοι απόψε ξαγρυπνούν
σαν κολασμένοι τριγυρνούν
και κλαίνε και πονάνε.
Στάσου και σκέψου μια στιγμή
πόσοι σκοτώνονται στη Γη
την ώρα που μιλάμε.

Κι εμείς οι τρεις στον καφενέ
τσιγάρο πρέφα και καφέ
βρε δε βαριέσαι, αδερφέ.

Από τον κύκλο τραγουδιών «Αναγέννησις Αλόννησος» που κυκλοφόρησε το 1968 από την Helladisc (Polygram).

Κανείς τότε δεν μπορούσε να γνωρίζει ότι εκείνη η στιγμή θα όριζε την απαρχή μιας σπουδαίας πορείας για την Σώτια Τσώτου με εκατοντάδες υπέροχα και σπουδαία τραγούδια. Μια πορεία που θα σημαδευτεί ανεξίτηλα από τη συνεργασία της με τον Κώστα Χατζή, που θα ξεκινήσει και στη δισκογραφία το 1968 και από αυτή θα γεννηθούν μερικά από τα πιο αντιπροσωπευτικά και των δυο τραγούδια. Η Τσώτου θαύμαζε απεριόριστα τον Χατζή και κάποτε δεν δίστασε να πει ότι «αν δεν υπήρχε ο Χατζής δεν θα υπήρχα κι εγώ».

Ασυμβίβαστη και αντισυμβατική η Σώτια Τσώτου δεν χώραγε σε μια εποχή που κυριαρχούσε η εικόνα και που ο καθένας μπορούσε να γίνει εύκολα γνωστός από τη φάτσα του και όχι από το έργο του. Ανήκε σ’ εκείνους τους λίγους που ήταν γνωστοί για το έργο τους, ενώ για τους ίδιους ελάχιστα μάθαμε. Απόφευγε τα φώτα της δημοσιότητας όχι από εκκεντρικότητα ή βεντετιλίκι· δεν ήθελε να μιλάει στα μάτια αλλά στις ψυχές των ανθρώπων και αυτό το κατάφερνε με τα τραγούδια της. «Τα τραγούδια μου έχουν ένα μύθο. Υπάρχει μια μικρή ιστορία μέσα εκεί. Δεν είναι παράθεση εικόνων και λέξεων μόνο», έλεγε. Στους στίχους της βρήκαν χώρο η φτώχεια, η αδικία, οι κοινωνικές ανισότητες που γεννάει η εκμετάλλευση, ο πόλεμος, η προσφυγιά, ο πόνος του καθημερινού απλού ανθρώπου, τα βάσανα του βιοπαλαιστή, η αγάπη, ο έρωτας, η πραγματική φιλία. Τα περισσότερα τραγούδια της αν και έχουν τραγουδηθεί από πολλούς, λίγοι είναι αυτοί που γνωρίζουν ότι γράφτηκαν από την Σώτια Τσώτου.



ΑΡΟΥΡΑΙΟΙ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ
Μουσική: Κώστας Χατζής
Στίχοι: Σώτια Τσώτου
Πρώτη εκτέλεση: Κώστας Χατζής

Μια κόκα κόλα, μια φάλτσα ορχήστρα
μια φίρμα μόνο είναι το γάλα ενός μωρού για έναν χρόνο
ένα ουίσκι δεύτερης ποιότητος τ’ άγρια χαράματα
και το πληρώνεις με μιας βδομάδας τα μεροκάματα.

Ραφαέλα Καρά, Φρανκ Σινάτρα, Μπεκώ
κι όλοι εσείς που δεν πρέπει να πω
μεγιστάνες του τώρα, χθεσινοί πεινασμένοι
αρουραίοι της νύχτας, και ντόπιοι και ξένοι
σας μισώ, σας μισώ.

Των φτωχών τα φαρμάκια τα κάνατε χρήμα
και το αίμα του κόσμου χρυσό
και σας λεν καλλιτέχνες, τι κρίμα, τι κρίμα
σας μισώ, σας μισώ.

Ραφαέλα Καρά, Φρανκ Σινάτρα, Μπεκώ
κι όλοι εσείς που δεν πρέπει να πω
μεγιστάνες του τώρα, χθεσινοί πεινασμένοι
αρουραίοι της νύχτας, και ντόπιοι και ξένοι
σας μισώ, σας μισώ.

Μια νέα τάξη με πλουτοκράτες και δυνατούς
μας κοροιδεύει με συναυλίες για τους φτωχούς
αχ, Μπόμπυ Ντύλαν να κλαίω μ’έκαναν κάποτε οι στίχοι σου
τώρα αυτοκράτορα σ’έχουν κάνει οι αναθρακωρύχοι σου

Ραφαέλα Καρά, Φρανκ Σινάτρα , Μπεκώ
κι όλοι εσείς που δεν πρέπει να πώ
μεγιστάνες του τώρα, χθεσινοί πεινασμένοι
αρουραίοι της νύχτας, και ντόπιοι και ξένοι.

Και επειδή καλλιτέχνης είμαι, Θεέ μου, κι εγώ
με μισώ, με μισώ, με μισώ.

Από τον δίσκο «Θυμηθείτε μαζί μου» που κυκλοφόρησε το 1979 από την Polygram.

Η Σώτια Τσώτου είναι γνωστή κυρίως από την εμβληματική συνεργασία της με τον Κώστα Χατζή. Έχει όμως συνεργαστεί με πολλούς ακόμα σημαντικούς συνθέτες και ερμηνευτές όπως ο Σταύρος Κουγιουμτζής, ο Απόστολος Καλδάρας, ο Μίμης Πλέσσας, ο Γιάννης Σπανός, ο Χρήστος Νικολόπουλος, ο Γιώργος Χατζηνάσιος, ο Τάκης Σούκας, ο Δώρος Γεωργιάδης, ο Γιώργος Κριμιζάκης, ο Χρήστος Λεοντής, ο Λίνος Κόκοτος, ο Γιώργος Μουζάκης, ο Χρήστος Γκάρτζος κ.ά. Τραγούδια της έχουν τραγουδήσει ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο Γιώργος Νταλάρας, η Χάρις Αλεξίου, η Ελπίδα, η Μαρινέλλα, ο Γιάννης Πουλόπουλος, ο Δημήτρης Μητροπάνος, ο Γιάννης Πάριος, η Δήμητρα Γαλάνη, ο Κώστας Σμοκοβίτης κ.ά.

Δεν εκβίασε την επιτυχία αλλά και δεν εξαρτήθηκε από αυτήν. Όταν ένιωσε την ανάγκη να «σωπάσει» το έκανε: «Έχω 26-27 χρόνια στο τραγούδι. Είναι τα εξής δώδεκα: 1968-1978 (-’79 που σταματάω) και 1992-1994. Δώδεκα χρόνια. Τα δεκατέσσερα είναι σιωπή.»


ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΠΡΟΣΦΥΓΑ ΠΑΙΔΙ
Μουσική: Τάκης Σούκας
Στίχοι: Σώτια Τσώτου
Πρώτη εκτέλεση: Στέλιος Καζαντζίδης

Εγώ είμαι πρόσφυγα παιδί
μέρα καλή δεν έχω δει
τι θες να ξέρω;
Από τραγούδια λαϊκά
έμαθα τα ελληνικά
τι θες να ξέρω;

Το μόνο που έμαθα καλά
είναι τον πόνο σιωπηλά να υποφέρω
χτύπα κι εσύ αφού το θες
ξέρω καλά από πληγές και παραξέρω.

Η χήρα η μάνα μου η Σμυρνιά
ξενόπλενε στη γειτονιά
τι θες να ξέρω;
Στο μεροδούλι από παιδί
έλιωσα στην οικοδομή
τι θες να ξέρω;

Από τον δίσκο «Και που Θεός» που κυκλοφόρησε το 1994 από την MBI.

Δεν της άρεσε ο ντόρος. Έκανε ό,τι μπορούσε για να μη φαίνεται. Με μετρημένες στα δάχτυλα τηλεοπτικές εμφανίσεις, δεν την απασχόλησε ποτέ να φτιάξει την εικόνα της, να αφήσει «κάτι» πίσω, εκτός από το έργο της. Δεν διατηρούσε προσωπικό αρχείο και στους τοίχους του σπιτιού της δεν θα έβλεπες ούτε έναν από τους πολλούς χρυσούς και πλατινένιους δίσκους που της ανήκαν (δεν συμμετείχε άλλωστε στις «τελετές» απονομής για να τους παραλάβει) ή κάποια προθήκη με τα βραβεία που της απένειμαν κατά καιρούς.

«Εμείς θα δοξαστούμε μετά θάνατο» έλεγε αυτοσαρκαζόμενη στους φίλους της. Την υστεροφημία της την έχτιζε, όπως και το έργο της, με άφθαρτα υλικά: με τους στίχους των τραγουδιών της, με τον ντόμπρο και ακέραιο χαρακτήρα της και το σεμνό, «βαρύ» και αταλάντευτο βηματισμό της στον μακρύ δρόμο της τέχνης της.












Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου