Ο Γκεόργκ Τρακλ (Georg Trakl, 3 Φεβρουαρίου, 1887 — 3 Νοεμβρίου, 1914) ήταν Αυστριακός εξπρεσσιονιστής ποιητής.
Ο Τρακλ γεννήθηκε και έζησε τα πρώτα 18 χρόνια της ζωής του στο Σάλτσμπουργκ. Ο πατέρας του, Τομπίας, ήταν αντιπρόσωπος ειδών κιγκαλερίας· λάτρης της μόρφωσης, είχε φιλοδοξίες να σπουδάσει το γιο του. Η μητέρα του, Μαρία, υπέφερε από κατάθλιψη και έτσι τη φροντίδα των παιδιών της ανέλαβε μια Γαλλίδα γκουβερνάντα. Από μικρός μαθαίνει τη γαλλική γλώσσα και στα εφηβικά του χρόνια γοητεύεται από την ποίηση του Μπωντλαίρ, του Βερλέν και του Ρεμπώ. Το 1897 εγγράφεται στο γυμνάσιο της πόλης του Σάλτσμπουργκ (Salzburg Staatsgymnasium), όπου σπουδάζει λατινικά, ελληνικά και μαθηματικά. Την ίδια εποχή κάνει τις πρώτες του λογοτεχνικές απόπειρες και ξεκινά την αναζήτηση τεχνητών παραδείσων με τη χρήση ναρκωτικών ουσιών.
Η οικογένεια αδιαφορεί για τις λογοτεχνικές του επιδόσεις. Ο νεαρός Τρακλ νιώθει απομονωμένος και η μόνη ουσιαστική επαφή είναι αυτή που έχει με την αδελφή του Μαργκαρέτε, γνωστή ως Γκρετλ, φύση καλλιτεχνική, με σπουδές στη μουσική. Η παρουσία της είναι αναγνωρίσιμη στα ποιήματά του. Η ισχυρή επικοινωνία τους, η αφοσίωση του ενός προς τον άλλο και οι συχνές αναφορές του Τρακλ σε θέματα ενοχών, ιδίως σε πρώιμα γραπτά του, προκάλεσαν υποψίες ότι ανάμεσα στα δύο αδέλφια υπήρχε μια πραγματική ερωτική σχέση.
Το 1905 αφού παρατάει το σχολείο, δουλεύει σαν φαρμακοποιός για τρία χρόνια και αποφασίζει να ακολουθήσει αυτό το επάγγελμα δια βίου. Αυτή την εποχή πειραματίζεται με τη συγγραφή θεατρικών έργων, αλλά τα δύο του μικρά έργα Η Μέρα των Ψυχών και Φάτα Μοργκάνα δεν έχουν επιτυχία όταν παίζονται στη σκηνή.
Το 1908, μετακομίζει στη Βιέννη, σπουδάζει φαρμακευτική και στη συνέχεια προσπαθεί να εργαστεί. Πουθενά δεν προσαρμόζεται, πουθενά δεν στεριώνει. Μια τάση φυγής, μια σχεδόν αναρχική διάθεση δεν του επιτρέπουν να ενταχθεί σε μια τακτοποιημένη ζωή μέσα στην αυστηρή αστική κοινωνία. Τα ναρκωτικά του δίνουν τη δυνατότητα να ταξιδεύει σε δικούς του κόσμους και να αναλαμβάνει εκεί τους πιο ακραίους ρόλους, του θύτη και του θύματος, ενώ η ποιησή του είναι το πεδίο έκφρασης αυτών των εμπειριών, μια βοήθεια να αντιμετωπίσει το Πνεύμα του Κακού, που τον ακολουθεί σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, χωρίς να μπορεί να λυτρωθεί απ' αυτό. Η πρώτη συλλογή ποιημάτων του εκδίδεται το 1913, ενώ ήδη από το 1912 συνεργάζεται με το περιοδικό Ντερ Μπρένερ (Der Brenner), ένα έντυπο που φιλοξένησε τις σημαντικότερες φωνές της πρωτοπορίας στη γερμανόφωνη επικράτεια.
Τραυματιοφορέας στο μέτωπο
Το 1914, μετά το ξέσπασμα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, φεύγει σε μια υγειονομική μονάδα στο μέτωπο της Γαλικίας ως τραυματιοφορέας. Η εξάρτησή του από τα ναρκωτικά, οι ενοχές και η συναισθηματική του αστάθεια επιδεινώθηκαν με το ξέσπασμα του πολέμου. Αυξήθηκαν οι κρίσεις κατάθλιψης και οι τάσεις αυτοκτονίας. Όπως αναφέρει ο ίδιος σε μια επιστολή του, λαχταρά να του συμβεί κάτι που θα φέρει την κάθαρση ή την καταστροφή. Μετά τη μάχη του Γκρόντεκ, όπου βρέθηκε μόνος του στη δυσχερή θέση να περιθάλψει ενενήντα βαριά τραυματισμένους, κατέρρευσε κι επιχείρησε να αυτοπυροβοληθεί, αλλά οι σύντροφοι του τον απέτρεψαν. Μεταφέρεται στο νοσοκομείο της Κρακοβίας κι εκεί πεθαίνει τη νύχτα της 3ης προς 4η Νοεμβρίου από μεγάλη δόση κοκαΐνης, σε ηλικία 27 ετών. Εκεί, στο μέτωπο, γράφει τα τελευταία του ποιήματα. Ο τίτλος του ενός είναι Θρήνος, με έντονη την αίσθηση ενός επικείμενου θανάτου, και του άλλου Γκρόντεκ, με εμφανείς υπαινιγμούς στη φρίκη του πολέμου και έκδηλη την αγωνία για το σκοτεινό μέλλον του κόσμου.
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Το βράδυ που τα σήμαντρα διαλαλούν ειρήνη
Ξωπίσω είμαι απ’ των πουλιών τα θαυμαστά φτερά,
Που όπως προσκυνητών μακριές πομπές κι ευλαβικές, σε σμήνη,
Σε πλάτη φθινοπωρινά χάνονται λαγαρά.
Συνεπαρμένος απ’ αυτά το λιόγερμα στον κήπο
Τη φωτεινότερη τη μοίρα τη δική τους νοσταλγώ
Κι ούτε που νιώθω καν το ζύγωμα του χρόνου ή δείκτη κτύπο.
Πάνω απ’ τα σύννεφα λοιπόν στις διαδρομές τ’ ακολουθώ.
Χνότο ανέμου σήψης τότε με ταράζει.
Θρηνεί ο κότσυφας μες στ' άφυλλα κλαδιά.
Σε σκουριασμένο πλέγμα κόκκινο σταφύλι τρεμουλιάζει,
Ενώ μες στον αέρα σαν θανάσιμος ωχρών παιδιών χορός ανθίζει
Ολόγυρα σε σκούρα στόμια πηγαδιών σαθρά
Γαλάζια μια αστρομαργαρίτα παγωμένη που λυγίζει.
Η φρίκη
Μ’ έβλεπα να περιπλανιέμαι σε δωμάτια έρμα.
Έσερναν σε γαλάζια βάθη χορό μανιακό τα αστέρια,
Φθάναν απ’ τα χωράφια των σκυλιών δυνατά ουρλιαχτά,
Κι άγρια με λύσσα χτύπαγε ο νοτιάς της κορφής τα κλαδιά.
Μα ξαφνικά: απόλυτη γαλήνη! Άναμμα πυρετού υπόκωφο
Αφήνει φαρμακερά λουλούδια από το στόμα μου να βγουν
Και απ’ τα κλαδιά όπως από πληγή σταλάζει
Ωχρή αχνοφεγγιά δροσιάς που πέφτει κι όπως αίμα στάζει.
Από το πλανερό ενός καθρέφτη το κενό
Παίρνει ένα σχήμα κάπως και υψώνεται αργό
Το πρόσωπο του Κάιν: ερεβώδες και φρικτό!
Απ’ το παράθυρο κοιτάζει το φεγγάρι σαν στο Άδειο,
Θροΐζει ελάχιστα το βελουδένιο παραπέτο,
Μόνος με το φονιά μου είμαι εκεί και στέκω.
Μαλακά τα φύλλα η σήψη ένα γύρω σκουραίνει,
Σε δάσος μέσα κατοικεί η σιωπή της πλατειά.
Σαν φάντασμα θα μοιάζει ένα χωριό σε λίγο να γέρνει.
Της αδελφής το στόμα ψιθυρίζει από μαύρα κλαδιά.
Ο μόνος σύντομα θα αλλαξοδρομήσει,
Ίσως ένας βοσκός σε σκοτεινά μονοπάτια.
Σιγά ένα ζώο από δέντρων τόξα να βγει θα τολμήσει,
Διάπλατα αντίκρυ στο Θείο ανοίγουν τα μάτια.
Αργά το ποτάμι γαλάζιο κυλά,
Διαγράφονται σύννεφων όγκοι το δείλι ΄
Η ψυχή όπως άγγελος κι εκείνη σιωπά.
Εφήμερα πλάσματα καταρρέουν σαν ύλη.
Εκθαμβωτικό φθινόπωρο
Έτσι τελειώνει η χρονιά επιβλητικά
Με ολόχρυσο κρασί και με καρπούς ο κήπος.
Ολόγυρα σιωπούν τα δάση θαυμαστά
Και είναι του μοναχικού ο συνοδός και φίλος.
Είναι τότε που λέει ο αγρότης: αρκετά,
Καμπάνες σεις ηχήσετε αργόσυρτα το δείλι,
Καλό κουράγιο δώστε μέχρι τέλους σιγανά.
Και χαιρετάνε τα πουλιά που φεύγουν σε ταξίδι.
Είναι η ώρα της αγάπης η γλυκιά.
Μέσα στη βάρκα που το γαλανό ποτάμι κατεβαίνει
Τι όμορφα που στέκουν οι εικόνες στη σειρά –
Κι η πλάση είναι σε σιωπή και ησυχία βυθισμένη.
Το βράδυ της καταιγίδας
Ω, οι ώρες του βραδιού οι πορφυρές!
Φέγγουν αχνές στο παράθυρο το ανοικτό και χορεύουν
Κληματαριάς ανάκατες στριμμένες φυλλωσιές,
Τρομακτικά φαντάσματα στο σπίτι εμφωλεύουν.
Σκόνη λικνίζεται στην απόπνοια του βούρκου.
Πέφτοντας τρίζει ο αέρας στα τζάμια.
Και όπως κοπάδι από άγρια άτια
Οι αστραπές διασχίζουν στριγκές συννεφιές.
Με θόρυβο σχίζεται της λίμνης ο πάγος.
Και κράζουνε γλάροι δυνατά στο πρεβάζι
Πυρός καβαλάρης απ’ το λόφο καλπάζει
Κι αναφλέγεται πέφτοντας στο ελατοδάσος.
Οι άρρωστοι στο νοσοκομείο ουρλιάζουν.
Οι φτερούγες της νύχτας βοούν γαλανές.
Και απότομα στάλες βροχής σπίθες βγάζουν
Χτυπώντας σα θύελλα σπιτιών τις σκεπές.
Τα παραπάνω ποιήματα μεταφράζει ο Γιώργος Καρτάκης και είναι από :
https://www.vakxikon.gr/
ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΘΡΗΝΟΣ
(Α΄ σχεδίασμα)
Ανέτειλε η νύχτα πάνω απ’ το καταβασανισμένο μέτωπο
Μ’ άστρα ωραία στον λόφο
Καθώς έστεκες πετρωμένος απ’ τον πόνο,
Κι ένα αγρίμι σπάραζε στον κήπο την καρδιά σου.
Ένας πυρωμένος άγγελος
Κείτεσαι με σπασμένο στήθος σε πέτρινο χωράφι,
Ή ένα πουλί της νύχτας
Στο δάσος δίχως τέλος θρηνεί
Ολοένα πάλι και πάλι μες στ’ αγκαθωτά κλαδιά της νύχτας.
(“Nächtliche Klage”, σελ. 172-173)
ΩΡΑ ΤΗΣ ΘΛΙΨΗΣ
Μαύρο μέσα στον φθινοπωρινό κήπο το βήμα
Ακολουθεί το αστραφτερό φεγγάρι,
Η κραταιή νύχτα βουλιάζει στον παγωμένο τοίχο.
Ω, η αγκαθωτή ώρα της θλίψης.
Στο δωμάτιο που σκοτεινιάζει τρέμει ασημένιο το κηροπήγιο
Του Μοναχικού, πεθαίνοντας, όσο συλλογιέται ένα κάτι σκοτεινό
Και γέρνει την πέτρινη κεφαλή του πάνω απ’ το εφήμερο,
Μεθυσμένος από κρασί και αρμονία νυχτερινή.
Ολοένα το αυτί ακολουθεί
Τον απαλό θρήνο του κότσυφα μέσα στα θάμνα της φουντουκιάς.
Σκοτεινή ώρα με το κομποσκοίνι. Ποιος είσαι,
Φλάουτο μοναχικό εσύ,
Μέτωπο, κρυώνοντας γερμένο πάνω από καιρούς σκοτεινούς.
(“Stunde des Grams”, σελ. 170-171)
Τα δύο παραπάνω :Μετάφραση Θανάσης Λάμπρου από http://apoikia.gr/
ΜΠΡΟΣΤΑ Σ ΕΝΑ ΠΑΛΙΟ ΑΛΜΠΟΥΜ
Γυρίζεις πάντοτε, μελαγχολία,
Ώ, γλυκύτητα της μοναχικής ψυχής.
Διάπυρη οδεύει προς το τέλος της η χρυσαφένια μέρα .
Με ταπεινότητα λυγίζει στον πόνο ο υπομονετικός,
Βγάζοντας ήχους αρμονίας και τρυφερής παραφροσύνης
Κοίτα! Σκοτεινιάζει κιόλας
Ξαναγυρίζει η νύχτα και κάτι θνητό παραπονιέται
Και κάποιο άλλο πάσχει μαζί του
Τρέμοντας κάτω από τα φθινοπωρινά αστέρια
Το κεφάλι σκύβει βαθύτερα χρόνο με το χρόνο.
ΑΣΜΑ ΤΩΝ ΩΡΩΝ
Με σκοτεινά βλέμματα κοιτάζονται οι εραστές
Οι ξανθοί, οι αστραφτεροί. Μέσα σε αλύγιστο σκοτάδι,
Αδύναμα από τον πόθο αγκαλιάζονται τα μπράτσα.
Πορφυρό συντρίφτηκε το στόμα των ευλογημένων. Τα
Στρογγυλά μάτια
Αντανακλούν το σκούρο χρυσάφι του ανοιξιάτικου
Δειλινού,
Την εσχατιά και την μαυρίλα του δάσους, φόβους εσπερινούς
Στο πράσινο,
Ίσως ένα ανομολόγητο πέταγμα πουλιών, το μονοπάτι
ενός αγέννητου μέσα από σκοτεινά χωριά προς καλοκαίρια μοναχικά.
Και από ξέθωρη γαλανότητα, ξέπνοο προβάλλει πότε-πότε ένα σώμα.
Το κίτρινο σιτάρι θροίζει ανάλαφρα στο χωράφι.
Σκληρή είναι η ζωή και ατσάλινο δρεπάνι
Κραδαίνει ο γεωργός,
Μεγάλα δοκάρια συνταιριάζει ο μαραγκός.
Το φθινόπωρο βάφονται πορφυρές οι φυλλωσιές· το
Μοναστικό πνεύμα
Περιδιαβαίνει ημέρες ιλαρές· το σταφύλι ωριμάζει
Και γιορτινός άνεμος φυσάει στις αυλές.
Γλυκύτερα ευωδιάζουν οι κιτρινισμένοι καρποί· σιγανό είναι το γέλιο
Του μακάριου, μουσική και χορός
Στα σκιερά καπηλειά·
Βήμα και σιωπή του πεθαμένου αγοριού στου κήπου το θαμπόφωτο.
Τα δύο παραπάνω :Μετάφραση Ιωάννα Αβραμίδου από http://www.poiein.gr/