«Όλα τριγύρω αλλάζουνε, κι όλα τα ίδια μένουν»
Μανώλης Ρασούλης, «Υδροχόος».
-1820-
Ο χιονιάς είχε κατέβει χαμηλά φέτος. Τα ζωντανά υπέφεραν κι ας τα ’χαν φέρει νωρίς στο χειμαδιό. Δυο αρνάδες ψόφιες βρήκαν πάλι. Άσε που είχαν ακουστεί και λύκοι να ουρλιάζουν. Αν δεν εύρισκαν αγρίμια στο βουνό, θα κατέβαιναν χαμηλά, στα κοπάδια, και τότε κλάψ’ τα. Μα χειρότερος κι απ’ τους λύκους ήταν ο αφέντης Καραπαύλος. Ούτε από χιόνι καταλάβαινε ούτε από παλιόκαιρο. Τις προάλλες πέρασε με τ’ άλογο απ’ το Κοντόβρυσο. Εκείνη πότιζε τα πράματα. Προσπάθησε να του μιλήσει ανθρώπινα, μα της πήρε το λόγο απ’ τα μούτρα.
-Κερά Μαργίτσα, μη με λέγεις τέτοια. Εγώ αρνιά σ’ έδωκα, αρνιά θέλω· και μαλλιά θέλω και τυριά θέλω· καθαρές δ’λιές. Τάπαμε, τα συμφωνήσαμε.
-Μα ο Θανασός…, προσπάθησε να αντιλογήσει.
-Αν ο κούροσ’ έχει τα μυαλά τ’ πάνω απ’ την κεφαλή τ’ και σας άφ’κε, εγώ δεν φταίγω, την έκοψε. Κάντε τα κουμάντα σας!
Έδωσε μια καμτσά στ’ άλογο και σκαπέτησε κατά το Λιβάδι, στα άλλα υποστάτικά του. Τον μισό κάμπο απ’ το Κοντόβρυσο ως το Λιβάδι διαφέντευε, μαζί με τον αγά. Ζουρλάθηκε η Μαργίτσα, σφοντυλιά στο μελίγγι της ήταν η απάντηση.
Τ’ Αγιοβασιλιού έβρεχε αναστάλαγο. Το χιόνι, παγωμένη λάσπη, πατούσες και βούλιαζες ως το γόνατο. Βγήκε μόνος ο γέρος να φροντίσει τα πράματα. Εκείνη καταπιάστηκε να φτιάξει καμιά πίττα και λίγες τηγανίδες με πετιμέζι. Να καταλάβουν λίγο τη γιορτή. Ο γέρος άρμεξε, τυροκόμησε και γύρισε στο καλύβι ψόφιος, λασπωμένος και παγωμένος. Πήρε μια πίττα, έκοψε ένα φελί τυρί, γιόμισε μια κούπα τσίπουρο και σωριάστηκε στο παραγώνι να συνέλθει.
-Μαργίτσα κι από χρόνου, χαιρέτισε και σήκωσε την κούπα.
-Αμ δεν το γλέπω, μουρμούρισε εκείνη. Είδα τον Καραπαύλο τις προάλλες. Δεν σηκών’ κουβέντα. Αρνιά έδωκε, λέγει και θέλει το διάφορο ακέριο. Αν είχαμε το Θανασό, κάπως θα κάναμε κουμάντο, αλλά δυο ξερά κορμιά…
-Μπορεί να ναι για καλό που ’φυγε το πιδί, απάντησε ο γέρος.
-Ο δάσκαλος φταίβει για ούλα, αντιγύρισε η Μαργίτσα. Ούλο για παλιές δόξες κρέν’, για γραφές, για λευτεροσύν’, τον έμαθε το θούργιο· τραγουδ’, τραγούδ’, φουσκώσαν τα μυαλά τ’. Δεν φάν’κε καλά-καλά χνούδ’ στ’ αχείλι τ’, πήρε των ομματιών του και τράβηξε στους καπετάνιους, στα βουνά.
-Αν ήμουνα νιος το ίδιο θα ’καμα, μίλησε ο γέρος. Παλεύουμ’ ολοχρονίς και ποιο το διάφορο; Μόνο ο κόπος μας. Όλο το έχει μας το παίρνουν ο Καραπαύλος με τον αγά. Μπάστα πια!
Το χάραμα βροντοχτυπήματα στην ξυλόπορτα τους ξεσήκωσαν. Τρεις ορθάνοιχτες αγκαλιές γίνηκαν μια. Λίγες κουβέντες: μάνα, γέρο, γιέμ’· τα κορμιά σφίχτηκαν τόνα πάνω στ’ άλλο, να χορτάσουν την αποθυμιά. Ολόχαρη η Μαργίτσα έκοψε ένα πετεινάρι, το μάδησε και το ’βαλε να βράσει στο λεβέτι· βάλανε κρασί κι αρχίνισε ο Θανασός να λέει, να λέει, να λέει...
Για τον καπετάνιο, για το καριοφίλι που του εμπιστεύτηκε, για τα παλικάρια, για το καμάρι που ένιωσε όταν τον χρίσανε γραμματικό, μιας κι ήξερε να γράφει και να διαβάζει τα ρωμαίικα, για τα γλέντια που κάνανε, μα πιο πολύ για το λεύτερο αγέρα του βουνού. Ο γέρος καμάρωνε φανερά· η Μαργίτσα κρυφοκαμάρωνε, μα και ίδρωνε από αγωνία.
Σαν αποφάγανε, τους έσκασε το μεγάλο μυστικό για την Εταιρεία που φτιάξανε μεγάλοι και τρανοί πέρα στο Μόσκοβο, για το σχέδιο, για τον ξεσηκωμό που ετοιμαζόταν.
-Να γίνουμ’ αφέντες στον τόπο μας, γέρο! «Ως πότε παλικάρια θα ζούμε στα στενά…», αρχίνισε να ψέλνει το Θούριο μεθυσμένος από ενθουσιασμό.
-Χαλάλι σου γιεμ’, ψιθύρισε ο γέρος και τον φίλησε σταυρωτά.
-Χαλάλι σου Θανασό μ’, ψιθύρισε η Μαργίτσα και σκούπισε με τη μαντήλα της το δάκρυ που κύλησε στο μάγουλο. Στράφηκε στο εικόνισμα και σταυροκοπήθηκε: «Παναγιά μ’, στα χέρια σου».
-1920-
«Μάνα, κοντεύουμε να λωλαθούμε. Προχωράμε, προχωράμε αλλά αυτή η χώρα δεν τελειώνει πουθενά. Βουνά, ποτάμια, λιβάδια, λίμνες και τώρα και κάμποσες μέρες μόνο ερημότοπος. Μα δεν είναι μόνο αυτό. Από όπου περνάμε, όλοι μας κοιτάζουν με μισό μάτι. Χριστιανό δεν βρίσκουμε, ρωμαίικη κουβέντα δεν ακούμε, καμπαναριό δεν υπάρχει. Μόνο μιναρέδες και μουεζίνηδες. Οι ανώτεροι είναι μπερδεμένοι. Τι γυρεύουμε και πού μας πάνε, δεν ηξεύρω. Γίνονται άσχημα πράγματα εδώ πέρα. Ο Θεός να βοηθήσει αλλά φοβάμαι δεν θάχει καλό τέλος όλο αυτό».
Η Μαριώ διάβαζε και ξαναδιάβαζε το τελευταίο γράμμα του γιου της και δεν το πίστευε. Ο Θανάσης ήταν το καμάρι της. Πρώτος στο σχολειό, πρώτος στη δουλειά, πρώτος και στο γλέντι· τον καμάρωνε όλο το Λιβάδι. Οι καλοκυράδες τον θέλαν για γαμπρό κι είχαν αρχίσει να στέλνουν προξενήτρες. Μα κείνος ήθελε πρώτα να πάει ένα χειμώνα στο Γυμνάσιο, στην πόλη, να γίνει δάσκαλος και μετά να γυρίσει και να φτιάξει φαμελιά. Όλο το καλοκαίρι δούλεψε στα καπνά, και στα δικά τους και σε ξένα, να κάνει μια σιρμαγιά, να μην στεναχωρήσει τα γονικά. Μα δεν ήταν γραφτό.
Λες κι αναποδογύρισε ο κόσμος. Ξέσπασε ο πόλεμος με την Τουρκιά. Αντί να πάει στη σχολή, βρέθηκε να πολεμά στο Σαραντάπορο, στα Γιαννιτσά και στο Σόροβιτς. Πρώτος και κει, πήρε παράσημα και γαλόνια, και πριν καλά-καλά το καταλάβει έγινε μόνιμος στο στράτευμα. Καμάρωνε η Μαριώ σαν τον έβλεπε να έρχεται στο Λιβάδι με τη στολή, καβάλα στο άλογο. Προπαντός καμάρωνε σαν έβλεπε να στέκεται δίπλα του προσοχή ο Καραπαύλος, που τους είχε πιει το μεδούλι γενιές και γενιές.
Παλιά στο Κοντόβρυσο οι παππούδες της είχαν να λένε ιστορίες και ιστορίες για τους Καραπαυλέους, που τάχαν καλά με όλους, και με τους αγάδες και με τους καπεταναίους και με το ελληνικό αργότερα, ώστε να διαφεντεύουν ανενόχλητοι τους κολίγους και τα βοσκολίβαδά τους. Όταν μέρεψαν οι άνθρωποι και ησύχασε κάπως ο τόπος από κλεφτοκαπετάνιους και ληστές, αποφάσισαν να παρατήσουν το κακοτράχαλο Κοντόβρυσο και να εγκατασταθούν στο Λιβάδι. Βγάλανε άδειες κι έβαλαν καπνά. Μα πάλι στον Καραπαύλο προσπέσανε, μεγαλέμπορο πια. Αυτός τους δάνειζε για σπόρο, εργαλεία και ό,τι άλλο χρειάζονταν και τον ξεπλήρωναν με καπνά στην παραγωγή που την αγόραζε ο ίδιος, φυσικά. Και αν δεν είχαν δουλειά τα καπνά! Ολοχρονίς ζευγαρίζανε, κοπρίζανε, σβαρνίζανε, ξεβοτανίζανε, φυτεύανε, ποτίζανε, μεταφυτεύανε, ξαναποτίζανε· κουράγια νάχεις να δουλεύεις. Και στη συγκομιδή κάθε μέρα από το χάραμα, να προλάβουν χλωρά τα φύλλα, να τ’ αρμαθιάσουν, να τα ξεράνουν. Κι ύστερα από όλον αυτό τον κάματο, ερχόταν ο Καραπαύλος και πάντα εύρισκε ψεγάδια για να χαμηλώσει την προσφορά, δηλαδή ποια προσφορά, αφού χρεωμένοι ήταν· «χάρη σας κάνω», τους έλεγε. Ώσπου ο κόσμος άρχισε να φεύγει στην Αμερική, κι όπου αλλού μπορούσε.
-Α σιχτίρ με τον Καραπαύλο, χρονιάρες μέρες, μουρμούρισε. Ξανάπιασε το γράμμα του Θανάση της, το φίλησε και το ξαναδιάβασε. Άκρη δεν έβγαζε. Αλλιώς της τάλεγε λίγους μήνες νωρίτερα. Για τον ενθουσιασμό που είχανε, όταν φτάσανε με το βαπόρι στη Σμύρνη, τις σημαίες στα μπαλκόνια, τις αγκαλιές και τα χαμόγελα του κόσμου, το πανηγύρι που επικρατούσε. Μετά της έγραφε αραιά και πού λίγα λόγια, ότι η μονάδα του προχωρούσε ανατολικά σε κάτι μέρη με παράξενα ονόματα. Ότι οι Τούρκοι υποχωρούσαν, ότι πήρε κι άλλο βαθμό «επ’ ανδραγαθία»… Ήταν ήσυχη, πριν έρθει αυτό το γράμμα το τελευταίο, και την αναστατώσει. Δεν τόχε φέρει ο ταχυδρόμος, μ’ ένα φαντάρο, κοντοχωριανό, της το είχε στείλει, που ήρθε με άδεια. Για να μην το ψάξει η λογοκρισία του στρατεύματος, της είχε πει το παλικάρι και να σου γράψει δυο λόγια παραπάνω.
-Δηλαδή; Ρώτησε με αγωνία.
-Χάλια είναι η κατάσταση, θεια Μαριώ. Μόνο αυτό είπε και την αποτέλειωσε.
Αναστατώθηκε. Φέτος τον χρειαζόταν πιο πολύ από άλλες χρονιές το Θανάση, γιατί χωρίς τη βοήθειά του, τα βερεσέδια στον Καραπαύλο είχαν αυγατίσει.
-Για τον ήρωα του χωριού μας, θα κάνω υπομονή κυρά-Μαριώ, της είχε πει εμπιστευτικά, αλλά το μάτι του έπαιξε περίεργα και τρόμαξε, μην της ζητήσει τίποτα ζευζεκιές. Είχε ακουστεί και για τέτοια. Αυτό δα της έλειπε. «Αχ Θανάση μου, σε χρειάζομαι κι εγώ, όχι μόνο ο στρατός», μουρμούρισε και στράφηκε στα εικονίσματα.
Ξημέρωμα του Αγιοβασιλιού έφτασε το μαντάτο. «Έπεσεν ηρωικώς», έλεγε, «αμυνόμενος προ υπερτέρου αριθμού εχθρών», συνέχισε ο γραμματέας που διάβαζε το τηλεγράφημα. Τα υπόλοιπα περί απαράμιλλου θάρρους, πατριωτικού καθήκοντος, απονομής παρασήμου ανδρείας, προαγωγής μετά θάνατον, δεν τα άκουσε. Είχε λιγοθυμήσει στην αυλόπορτα.
Πριν τελειώσει ο Γενάρης, πούλησε όσο όσο τα καπνά στον Καραπαύλο κι έριξε μαύρη πέτρα.
-2020-
Ξαπλωμένη στον καναπέ, μισοκοιμόταν με μουσκεμένα μάτια. Στην οθόνη απέναντι, μια αμερικάνικη, χιλιοπαιγμένη ταινία πλησίαζε στο «ευτυχές» τέλος της, όπως αρμόζει στο πνεύμα των ημερών. Μα δεν ήταν η ταινία υπεύθυνη για την υγρασία των ματιών της, μολονότι αυτό είχε συμβεί πολλές φορές στο παρελθόν, όταν παρακολουθούσε τέτοια έργα.
Μια αστραπή την έκανε να στραφεί προς το παράθυρο. Τα βαριά, μολυβιά σύννεφα που κρέμονταν έξω απ’ τις κουρτίνες, κατέβαιναν όλο και πιο χαμηλά. Είχαν σκαρφαλώσει στο μπαλκόνι κι είχαν σκεπάσει σχεδόν τα πάντα. Τα στολισμένα χριστουγεννιάτικα φωτάκια είχαν χαθεί. Η τεράστια φωτεινή «Καλή Χρονιά» από το μίνι μάρκετ απέναντι πάσχιζε να τρυπήσει τη μαυρίλα, να στείλει την ευχή στο διαμέρισμά της, μα ίσα που διακρινόταν πια.
Η παχιά πάχνη ήταν έτοιμη να εισβάλει στο καθιστικό της, όταν ακούστηκε το κουδούνισμα του viber. Έτρεξε στον καθρέφτη, έφτιαξε στα γρήγορα το μαλλί, ίσιωσε την μπλούζα που είχε τσαλακωθεί, μηδένισε τον ήχο της τηλεόρασης, στόλισε το πρόσωπό της μ’ ένα μεγάλο χαμόγελο κι άνοιξε τη μικρή οθόνη του κινητού. Εφτά και πέντε ήταν.
Η αγαπημένη μορφή του μοναχογιού της φάνηκε από την άλλη άκρη του Ατλαντικού. Τόσο κοντά… τόσο μακριά! Έξω από τις κουρτίνες τα σύννεφα κοντοστάθηκαν αναποφάσιστα. Μια φωτεινή χαραμάδα βρήκε ευκαιρία και τρύπωσε στο μικρό σαλονάκι.
-Καλημέρα μάνα, καλή χρονιά! Πίσω του, κόσμος όλο κέφι τραγουδούσε “Happy New Year” κι άνοιγε σαμπάνιες. Η διαφορά της ώρας, βλέπεις.
-Καλή χρονιά Θάνο. Έσκυψε να σκουπίσει το δάκρυ μα δεν μπόρεσε να το κρύψει.
-Δεν αποφάσισες να ’ρθεις, βρε μάνα, βούρκωσε κι εκείνος. Είχες παρέα ή μόνη σου την άλλαξες τη χρονιά;
-Πήγα σε μια συνάδελφο, είχα παρέα, μην ανησυχείς. Το είχε προετοιμάσει, μα δεν ήταν καλή στα ψέματα και αμφέβαλε αν την πίστεψε, γι’ αυτό άλλαξε στα γρήγορα την κουβέντα.
-Και σήμερα, αν μπορείς να το φανταστείς, θα πάω στη Νέα Υόρκη, συμπλήρωσε χαρούμενα και έσκασε ένα χαμόγελο, σαν είδε την γκριμάτσα απορίας του γιου της. Αλήθεια! συνέχισε, το μεσημέρι θα πάμε με μια φίλη σε ένα ωραίο εστιατόριο με πιανίστα που παίζει αμερικάνικες μελωδίες.
-Άλλα τις, η Μαρίτσα μεγαλεία, την πίστεψε ο γιος. Πάντα Μαρίτσα την φώναζε, όταν ήθελε να την πειράξει. Είπαν κι άλλα.
Εκείνη αγωνιούσε αν τρώει καλά, αν ντύνεται ζεστά, αν τα πάει καλά με τον συγκάτοικο, αν πλήρωσε την τελευταία δόση για τα δίδακτρα που του είχε στείλει. Εκείνος πώς τα πάει στη δουλειά της, αν νιώθει μοναξιά, πώς περνάει τον ελεύθερο χρόνο της, τέτοια.
Εκείνη δεν του είπε ότι η εταιρεία χρεοκόπησε και την απέλυσαν, ότι πούλησε κάτι προικώα που είχε από τη μάνα της στο Κοντόβρυσο και στο Λιβάδι για να του στείλει τα δίδακτρα, ότι η μόνη της διασκέδαση ήταν οι χριστουγεννιάτικες ταινίες στην τηλεόραση.
Εκείνος δεν της είπε πως με τον συγκάτοικο δεν μιλιόντουσαν, πως με τα μαθήματα δυσκολεύεται, πως η υποτροφία είχε κοπεί και τα χρήματα δεν έφτασαν για τα δίδακτρα, πως δούλευε σε φαγάδικο για να τα βγάζει πέρα, πως δεν είχε σκοπό να γυρίσει πίσω ξανά.
-Να βάλεις το πιο καλό σου φόρεμα, έτσι; Να διασκεδάσεις, μη σε ξαναδώ βουρκωμένη! Έτσι Μαρίτσα; Καλή χρονιά!
-Καλή χρονιά, να προσέχεις Θάνο μου. Άσε με τώρα, πρέπει να ετοιμαστώ, συνέχισε και βιάστηκε να κλείσει, προτού την πιάσουν πάλι τα δάκρυα.
Έβαλε το παλτό της και πήρε το δρόμο προς το δημοτικό κατάστημα, όπου ο Δήμος διοργάνωνε πρωτοχρονιάτικο γεύμα για τους άνεργους της πόλης.
Το γεύμα πρόσφερε η γνωστή φιλάνθρωπος κυρία Καραπαύλου, του βιομηχάνου.
Θοδωρής Μπελίτσος
Ν. Σμύρνη, 30-12-2019