Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2019

ΘΟΔΩΡΗΣ ΜΠΕΛΙΤΣΟΣ "Τρεις Πρωτοχρονιές"


«Όλα τριγύρω αλλάζουνε, κι όλα τα ίδια μένουν»
Μανώλης Ρασούλης, «Υδροχόος».

-1820-

Ο χιονιάς είχε κατέβει χαμηλά φέτος. Τα ζωντανά υπέφεραν κι ας τα ’χαν φέρει νωρίς στο χειμαδιό. Δυο αρνάδες ψόφιες βρήκαν πάλι. Άσε που είχαν ακουστεί και λύκοι να ουρλιάζουν. Αν δεν εύρισκαν αγρίμια στο βουνό, θα κατέβαιναν χαμηλά, στα κοπάδια, και τότε κλάψ’ τα. Μα χειρότερος κι απ’ τους λύκους ήταν ο αφέντης Καραπαύλος. Ούτε από χιόνι καταλάβαινε ούτε από παλιόκαιρο. Τις προάλλες πέρασε με τ’ άλογο απ’ το Κοντόβρυσο. Εκείνη πότιζε τα πράματα. Προσπάθησε να του μιλήσει ανθρώπινα, μα της πήρε το λόγο απ’ τα μούτρα.
-Κερά Μαργίτσα, μη με λέγεις τέτοια. Εγώ αρνιά σ’ έδωκα, αρνιά θέλω· και μαλλιά θέλω και τυριά θέλω· καθαρές δ’λιές. Τάπαμε, τα συμφωνήσαμε.
-Μα ο Θανασός…, προσπάθησε να αντιλογήσει.
-Αν ο κούροσ’ έχει τα μυαλά τ’ πάνω απ’ την κεφαλή τ’ και σας άφ’κε, εγώ δεν φταίγω, την έκοψε. Κάντε τα κουμάντα σας!
Έδωσε μια καμτσά στ’ άλογο και σκαπέτησε κατά το Λιβάδι, στα άλλα υποστάτικά του. Τον μισό κάμπο απ’ το Κοντόβρυσο ως το Λιβάδι διαφέντευε, μαζί με τον αγά. Ζουρλάθηκε η Μαργίτσα, σφοντυλιά στο μελίγγι της ήταν η απάντηση.
Τ’ Αγιοβασιλιού έβρεχε αναστάλαγο. Το χιόνι, παγωμένη λάσπη, πατούσες και βούλιαζες ως το γόνατο. Βγήκε μόνος ο γέρος να φροντίσει τα πράματα. Εκείνη καταπιάστηκε να φτιάξει καμιά πίττα και λίγες τηγανίδες με πετιμέζι. Να καταλάβουν λίγο τη γιορτή. Ο γέρος άρμεξε, τυροκόμησε και γύρισε στο καλύβι ψόφιος, λασπωμένος και παγωμένος. Πήρε μια πίττα, έκοψε ένα φελί τυρί, γιόμισε μια κούπα τσίπουρο και σωριάστηκε στο παραγώνι να συνέλθει.
-Μαργίτσα κι από χρόνου, χαιρέτισε και σήκωσε την κούπα.
-Αμ δεν το γλέπω, μουρμούρισε εκείνη. Είδα τον Καραπαύλο τις προάλλες. Δεν σηκών’ κουβέντα. Αρνιά έδωκε, λέγει και θέλει το διάφορο ακέριο. Αν είχαμε το Θανασό, κάπως θα κάναμε κουμάντο, αλλά δυο ξερά κορμιά…
-Μπορεί να ναι για καλό που ’φυγε το πιδί, απάντησε ο γέρος.
-Ο δάσκαλος φταίβει για ούλα, αντιγύρισε η Μαργίτσα. Ούλο για παλιές δόξες κρέν’, για γραφές, για λευτεροσύν’, τον έμαθε το θούργιο· τραγουδ’, τραγούδ’, φουσκώσαν τα μυαλά τ’. Δεν φάν’κε καλά-καλά χνούδ’ στ’ αχείλι τ’, πήρε των ομματιών του και τράβηξε στους καπετάνιους, στα βουνά.
-Αν ήμουνα νιος το ίδιο θα ’καμα, μίλησε ο γέρος. Παλεύουμ’ ολοχρονίς και ποιο το διάφορο; Μόνο ο κόπος μας. Όλο το έχει μας το παίρνουν ο Καραπαύλος με τον αγά. Μπάστα πια!
Το χάραμα βροντοχτυπήματα στην ξυλόπορτα τους ξεσήκωσαν. Τρεις ορθάνοιχτες αγκαλιές γίνηκαν μια. Λίγες κουβέντες: μάνα, γέρο, γιέμ’· τα κορμιά σφίχτηκαν τόνα πάνω στ’ άλλο, να χορτάσουν την αποθυμιά. Ολόχαρη η Μαργίτσα έκοψε ένα πετεινάρι, το μάδησε και το ’βαλε να βράσει στο λεβέτι· βάλανε κρασί κι αρχίνισε ο Θανασός να λέει, να λέει, να λέει...
Για τον καπετάνιο, για το καριοφίλι που του εμπιστεύτηκε, για τα παλικάρια, για το καμάρι που ένιωσε όταν τον χρίσανε γραμματικό, μιας κι ήξερε να γράφει και να διαβάζει τα ρωμαίικα, για τα γλέντια που κάνανε, μα πιο πολύ για το λεύτερο αγέρα του βουνού. Ο γέρος καμάρωνε φανερά· η Μαργίτσα κρυφοκαμάρωνε, μα και ίδρωνε από αγωνία.
Σαν αποφάγανε, τους έσκασε το μεγάλο μυστικό για την Εταιρεία που φτιάξανε μεγάλοι και τρανοί πέρα στο Μόσκοβο, για το σχέδιο, για τον ξεσηκωμό που ετοιμαζόταν.
-Να γίνουμ’ αφέντες στον τόπο μας, γέρο! «Ως πότε παλικάρια θα ζούμε στα στενά…», αρχίνισε να ψέλνει το Θούριο μεθυσμένος από ενθουσιασμό.
-Χαλάλι σου γιεμ’, ψιθύρισε ο γέρος και τον φίλησε σταυρωτά.
-Χαλάλι σου Θανασό μ’, ψιθύρισε η Μαργίτσα και σκούπισε με τη μαντήλα της το δάκρυ που κύλησε στο μάγουλο. Στράφηκε στο εικόνισμα και σταυροκοπήθηκε: «Παναγιά μ’, στα χέρια σου».

-1920-

«Μάνα, κοντεύουμε να λωλαθούμε. Προχωράμε, προχωράμε αλλά αυτή η χώρα δεν τελειώνει πουθενά. Βουνά, ποτάμια, λιβάδια, λίμνες και τώρα και κάμποσες μέρες μόνο ερημότοπος. Μα δεν είναι μόνο αυτό. Από όπου περνάμε, όλοι μας κοιτάζουν με μισό μάτι. Χριστιανό δεν βρίσκουμε, ρωμαίικη κουβέντα δεν ακούμε, καμπαναριό δεν υπάρχει. Μόνο μιναρέδες και μουεζίνηδες. Οι ανώτεροι είναι μπερδεμένοι. Τι γυρεύουμε και πού μας πάνε, δεν ηξεύρω. Γίνονται άσχημα πράγματα εδώ πέρα. Ο Θεός να βοηθήσει αλλά φοβάμαι δεν θάχει καλό τέλος όλο αυτό».
Η Μαριώ διάβαζε και ξαναδιάβαζε το τελευταίο γράμμα του γιου της και δεν το πίστευε. Ο Θανάσης ήταν το καμάρι της. Πρώτος στο σχολειό, πρώτος στη δουλειά, πρώτος και στο γλέντι· τον καμάρωνε όλο το Λιβάδι. Οι καλοκυράδες τον θέλαν για γαμπρό κι είχαν αρχίσει να στέλνουν προξενήτρες. Μα κείνος ήθελε πρώτα να πάει ένα χειμώνα στο Γυμνάσιο, στην πόλη, να γίνει δάσκαλος και μετά να γυρίσει και να φτιάξει φαμελιά. Όλο το καλοκαίρι δούλεψε στα καπνά, και στα δικά τους και σε ξένα, να κάνει μια σιρμαγιά, να μην στεναχωρήσει τα γονικά. Μα δεν ήταν γραφτό.
Λες κι αναποδογύρισε ο κόσμος. Ξέσπασε ο πόλεμος με την Τουρκιά. Αντί να πάει στη σχολή, βρέθηκε να πολεμά στο Σαραντάπορο, στα Γιαννιτσά και στο Σόροβιτς. Πρώτος και κει, πήρε παράσημα και γαλόνια, και πριν καλά-καλά το καταλάβει έγινε μόνιμος στο στράτευμα. Καμάρωνε η Μαριώ σαν τον έβλεπε να έρχεται στο Λιβάδι με τη στολή, καβάλα στο άλογο. Προπαντός καμάρωνε σαν έβλεπε να στέκεται δίπλα του προσοχή ο Καραπαύλος, που τους είχε πιει το μεδούλι γενιές και γενιές.
Παλιά στο Κοντόβρυσο οι παππούδες της είχαν να λένε ιστορίες και ιστορίες για τους Καραπαυλέους, που τάχαν καλά με όλους, και με τους αγάδες και με τους καπεταναίους και με το ελληνικό αργότερα, ώστε να διαφεντεύουν ανενόχλητοι τους κολίγους και τα βοσκολίβαδά τους. Όταν μέρεψαν οι άνθρωποι και ησύχασε κάπως ο τόπος από κλεφτοκαπετάνιους και ληστές, αποφάσισαν να παρατήσουν το κακοτράχαλο Κοντόβρυσο και να εγκατασταθούν στο Λιβάδι. Βγάλανε άδειες κι έβαλαν καπνά. Μα πάλι στον Καραπαύλο προσπέσανε, μεγαλέμπορο πια. Αυτός τους δάνειζε για σπόρο, εργαλεία και ό,τι άλλο χρειάζονταν και τον ξεπλήρωναν με καπνά στην παραγωγή που την αγόραζε ο ίδιος, φυσικά. Και αν δεν είχαν δουλειά τα καπνά! Ολοχρονίς ζευγαρίζανε, κοπρίζανε, σβαρνίζανε, ξεβοτανίζανε, φυτεύανε, ποτίζανε, μεταφυτεύανε, ξαναποτίζανε· κουράγια νάχεις να δουλεύεις. Και στη συγκομιδή κάθε μέρα από το χάραμα, να προλάβουν χλωρά τα φύλλα, να τ’ αρμαθιάσουν, να τα ξεράνουν. Κι ύστερα από όλον αυτό τον κάματο, ερχόταν ο Καραπαύλος και πάντα εύρισκε ψεγάδια για να χαμηλώσει την προσφορά, δηλαδή ποια προσφορά, αφού χρεωμένοι ήταν· «χάρη σας κάνω», τους έλεγε. Ώσπου ο κόσμος άρχισε να φεύγει στην Αμερική, κι όπου αλλού μπορούσε.
-Α σιχτίρ με τον Καραπαύλο, χρονιάρες μέρες, μουρμούρισε. Ξανάπιασε το γράμμα του Θανάση της, το φίλησε και το ξαναδιάβασε. Άκρη δεν έβγαζε. Αλλιώς της τάλεγε λίγους μήνες νωρίτερα. Για τον ενθουσιασμό που είχανε, όταν φτάσανε με το βαπόρι στη Σμύρνη, τις σημαίες στα μπαλκόνια, τις αγκαλιές και τα χαμόγελα του κόσμου, το πανηγύρι που επικρατούσε. Μετά της έγραφε αραιά και πού λίγα λόγια, ότι η μονάδα του προχωρούσε ανατολικά σε κάτι μέρη με παράξενα ονόματα. Ότι οι Τούρκοι υποχωρούσαν, ότι πήρε κι άλλο βαθμό «επ’ ανδραγαθία»… Ήταν ήσυχη, πριν έρθει αυτό το γράμμα το τελευταίο, και την αναστατώσει. Δεν τόχε φέρει ο ταχυδρόμος, μ’ ένα φαντάρο, κοντοχωριανό, της το είχε στείλει, που ήρθε με άδεια. Για να μην το ψάξει η λογοκρισία του στρατεύματος, της είχε πει το παλικάρι και να σου γράψει δυο λόγια παραπάνω.
-Δηλαδή; Ρώτησε με αγωνία.
-Χάλια είναι η κατάσταση, θεια Μαριώ. Μόνο αυτό είπε και την αποτέλειωσε.
Αναστατώθηκε. Φέτος τον χρειαζόταν πιο πολύ από άλλες χρονιές το Θανάση, γιατί χωρίς τη βοήθειά του, τα βερεσέδια στον Καραπαύλο είχαν αυγατίσει.
-Για τον ήρωα του χωριού μας, θα κάνω υπομονή κυρά-Μαριώ, της είχε πει εμπιστευτικά, αλλά το μάτι του έπαιξε περίεργα και τρόμαξε, μην της ζητήσει τίποτα ζευζεκιές. Είχε ακουστεί και για τέτοια. Αυτό δα της έλειπε. «Αχ Θανάση μου, σε χρειάζομαι κι εγώ, όχι μόνο ο στρατός», μουρμούρισε και στράφηκε στα εικονίσματα.
Ξημέρωμα του Αγιοβασιλιού έφτασε το μαντάτο. «Έπεσεν ηρωικώς», έλεγε, «αμυνόμενος προ υπερτέρου αριθμού εχθρών», συνέχισε ο γραμματέας που διάβαζε το τηλεγράφημα. Τα υπόλοιπα περί απαράμιλλου θάρρους, πατριωτικού καθήκοντος, απονομής παρασήμου ανδρείας, προαγωγής μετά θάνατον, δεν τα άκουσε. Είχε λιγοθυμήσει στην αυλόπορτα.
Πριν τελειώσει ο Γενάρης, πούλησε όσο όσο τα καπνά στον Καραπαύλο κι έριξε μαύρη πέτρα. 

-2020-

Ξαπλωμένη στον καναπέ, μισοκοιμόταν με μουσκεμένα μάτια. Στην οθόνη απέναντι, μια αμερικάνικη, χιλιοπαιγμένη ταινία πλησίαζε στο «ευτυχές» τέλος της, όπως αρμόζει στο πνεύμα των ημερών. Μα δεν ήταν η ταινία υπεύθυνη για την υγρασία των ματιών της, μολονότι αυτό είχε συμβεί πολλές φορές στο παρελθόν, όταν παρακολουθούσε τέτοια έργα.
Μια αστραπή την έκανε να στραφεί προς το παράθυρο. Τα βαριά, μολυβιά σύννεφα που κρέμονταν έξω απ’ τις κουρτίνες, κατέβαιναν όλο και πιο χαμηλά. Είχαν σκαρφαλώσει στο μπαλκόνι κι είχαν σκεπάσει σχεδόν τα πάντα. Τα στολισμένα χριστουγεννιάτικα φωτάκια είχαν χαθεί. Η τεράστια φωτεινή «Καλή Χρονιά» από το μίνι μάρκετ απέναντι πάσχιζε να τρυπήσει τη μαυρίλα, να στείλει την ευχή στο διαμέρισμά της, μα ίσα που διακρινόταν πια.
Η παχιά πάχνη ήταν έτοιμη να εισβάλει στο καθιστικό της, όταν ακούστηκε το κουδούνισμα του viber. Έτρεξε στον καθρέφτη, έφτιαξε στα γρήγορα το μαλλί, ίσιωσε την μπλούζα που είχε τσαλακωθεί, μηδένισε τον ήχο της τηλεόρασης, στόλισε το πρόσωπό της μ’ ένα μεγάλο χαμόγελο κι άνοιξε τη μικρή οθόνη του κινητού. Εφτά και πέντε ήταν.
Η αγαπημένη μορφή του μοναχογιού της φάνηκε από την άλλη άκρη του Ατλαντικού. Τόσο κοντά… τόσο μακριά! Έξω από τις κουρτίνες τα σύννεφα κοντοστάθηκαν αναποφάσιστα. Μια φωτεινή χαραμάδα βρήκε ευκαιρία και τρύπωσε στο μικρό σαλονάκι.
-Καλημέρα μάνα, καλή χρονιά! Πίσω του, κόσμος όλο κέφι τραγουδούσε “Happy New Year” κι άνοιγε σαμπάνιες. Η διαφορά της ώρας, βλέπεις.
-Καλή χρονιά Θάνο. Έσκυψε να σκουπίσει το δάκρυ μα δεν μπόρεσε να το κρύψει.
-Δεν αποφάσισες να ’ρθεις, βρε μάνα, βούρκωσε κι εκείνος. Είχες παρέα ή μόνη σου την άλλαξες τη χρονιά;
-Πήγα σε μια συνάδελφο, είχα παρέα, μην ανησυχείς. Το είχε προετοιμάσει, μα δεν ήταν καλή στα ψέματα και αμφέβαλε αν την πίστεψε, γι’ αυτό άλλαξε στα γρήγορα την κουβέντα.
-Και σήμερα, αν μπορείς να το φανταστείς, θα πάω στη Νέα Υόρκη, συμπλήρωσε χαρούμενα και έσκασε ένα χαμόγελο, σαν είδε την γκριμάτσα απορίας του γιου της. Αλήθεια! συνέχισε, το μεσημέρι θα πάμε με μια φίλη σε ένα ωραίο εστιατόριο με πιανίστα που παίζει αμερικάνικες μελωδίες.
-Άλλα τις, η Μαρίτσα μεγαλεία, την πίστεψε ο γιος. Πάντα Μαρίτσα την φώναζε, όταν ήθελε να την πειράξει. Είπαν κι άλλα.
Εκείνη αγωνιούσε αν τρώει καλά, αν ντύνεται ζεστά, αν τα πάει καλά με τον συγκάτοικο, αν πλήρωσε την τελευταία δόση για τα δίδακτρα που του είχε στείλει. Εκείνος πώς τα πάει στη δουλειά της, αν νιώθει μοναξιά, πώς περνάει τον ελεύθερο χρόνο της, τέτοια.
Εκείνη δεν του είπε ότι η εταιρεία χρεοκόπησε και την απέλυσαν, ότι πούλησε κάτι προικώα που είχε από τη μάνα της στο Κοντόβρυσο και στο Λιβάδι για να του στείλει τα δίδακτρα, ότι η μόνη της διασκέδαση ήταν οι χριστουγεννιάτικες ταινίες στην τηλεόραση.
Εκείνος δεν της είπε πως με τον συγκάτοικο δεν μιλιόντουσαν, πως με τα μαθήματα δυσκολεύεται, πως η υποτροφία είχε κοπεί και τα χρήματα δεν έφτασαν για τα δίδακτρα, πως δούλευε σε φαγάδικο για να τα βγάζει πέρα, πως δεν είχε σκοπό να γυρίσει πίσω ξανά.
-Να βάλεις το πιο καλό σου φόρεμα, έτσι; Να διασκεδάσεις, μη σε ξαναδώ βουρκωμένη! Έτσι Μαρίτσα; Καλή χρονιά!
-Καλή χρονιά, να προσέχεις Θάνο μου. Άσε με τώρα, πρέπει να ετοιμαστώ, συνέχισε και βιάστηκε να κλείσει, προτού την πιάσουν πάλι τα δάκρυα.
Έβαλε το παλτό της και πήρε το δρόμο προς το δημοτικό κατάστημα, όπου ο Δήμος διοργάνωνε πρωτοχρονιάτικο γεύμα για τους άνεργους της πόλης.
Το γεύμα πρόσφερε η γνωστή φιλάνθρωπος κυρία Καραπαύλου, του βιομηχάνου.

Θοδωρής Μπελίτσος
Ν. Σμύρνη, 30-12-2019










ΖΩΗ ΧΑΤΖΗΘΩΜΑ "Η δική μου Άγια Νύχτα!"



Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες ψάχνει ο καθένας τη δική του Άγια Νύχτα, με τα δικά του ξεχωριστά αρώματα και γεύσεις, χρώματα, δυνατούς παλμούς και ενίοτε δάκρυα από έντονα συναισθήματα. Η δική μου νύχτα με γυρίζει πολλά χρόνια πίσω, παιδί δώδεκα χρόνων,να κάνω ονειρεμένες γιορτές στο χωριό με τον παππού και τη γιαγιά.

Ήταν παράξενη εκείνη η παραμονή Πρωτοχρονιάς. Όλα λευκά και παγωμένα, το χιόνι έφτανε στο ένα μέτρο και οι παππούδες μου σιγομουρμουρίζοντας και ψιθυρίζοντας κάτι μεταξύ τους μπαινόβγαιναν στον στάβλο πίσω από το σπίτι. Εγώ με τον αδελφό μου προσπαθούσαμε να καταλάβουμε τι συμβαίνει και φυσικά δεν πηγαίναμε για ύπνο.

Γρήγορα αντιληφθήκαμε ότι η γέρικη κατσίκα γεννούσε, αλλά οι δυνάμεις της δεν τη βοηθούσαν. Ο παππούς έλεγε ότι δε θα τα καταφέρει και μαζί θα χαθούν και τα μικρά αγέννητα κατσίκια. Η γιαγιά πάλι, που οι κατσίκες της τη βοήθησαν να μεγαλώσει τα τρία της παιδιά, φώναζε ότι δεν έπρεπε να την αφήσουν να πεθάνει και ότι δεν εγκαταλείπουμε ποτέ όσους αγαπάμε, ακόμη και όταν όλες οι ελπίδες έχουν χαθεί.

Κοιτάζω πίσω και βλέπω όλη τους τη ζωή: όλα μια ταλαιπωρία και ένας τίμιος διαρκής αγώνας για επιβίωση. Σχοινοβάτες σε κενό, μα έπρεπε να ισορροπήσουν, να σταθούν στο ύψος τους, κι ας κάγχαζε κάτω από τα πόδια τους το χάος.

Η Ασπρούλα, λοιπόν, υπέφερε από τη δύσκολη γέννα. Στενοχώρια και κακό εμείς τα μικρά, οι πόρτες να ανοιγοκλείνουν και το χιόνι να μπαίνει στην κουζίνα με την ξυλόσομπα, όπως το έφερνε ο λυσσασμένος βοριάς. Θυμάμαι την παλιά μάλλινη κόκκινη εσάρπα της γιαγιάς σε δευτερόλεπτα να γίνεται άσπρη από τις νυφάδες. Και τον παππού να πίνει κονιάκ, για να ζεσταθεί...Νομίζω ότι εκείνα τα ξεψυχισμένα βελάσματα της κατσίκας στο στάβλο δε θα σταματήσουν ποτέ να στοιχειώνουν τα αυτιά μου.

Δυο ζευγάρια μάτια παιδικά έζησαν το δικό τους θαύμα μέσα στη νύχτα εκείνη και η στιγμή έγινε μεγάλη και ξεπέρασε τα άνευ ουσίας όρια του χρόνου. Η κατσίκα πάλευε στα χέρια του παππού, όταν ακούσαμε τη φωνή του:
“Ένα...δύο...να και το τρίτο...Δεν έχει άλλα...χα! Μωρέ μπράβο, Ασπρούλα μου,πώς τα άντεξες τέσσερα;Γερό κόκκαλο είσαι, σαν εμένα...” θαύμαζε και η γιαγιά σταυροκοπιόταν σε όσους Αγίους γνώριζε.

Ο καινούριος χρόνος βρήκε τον παππού και τη γιαγιά κατάκοπους και δυο παιδιά να τρέχουν να βάλουν σε αυτοσχέδια χάρτινη φάτνη τα τέσσερα νεογέννητα και να μαλώνουν για τα ονόματα που θα τους δώσουν. Την πρώτη του χρόνου ήμασταν όλοι νικητές που βίωσαν ταπεινά, αλλά σε όλο του το μεγαλείο, το θαύμα της ζωής!
Το καλύτερο Πρωτοχρονιάτικο δώρο το πήραμε μέσα σε έναν παλιό στάβλο, χωρίς πολλά φαγιά σε στολισμένα τραπέζια, χωρίς ακριβά ρούχα και χρυσόσκονη, μόνο με την κόκκινη μαντήλα της γιαγιάς, που μας ζέσταινε όλους. Ήταν η καλύτερη νύχτα, η δική μου Άγια Νύχτα και το φυλαχτό που κρατώ σφιχτά στα ζόρια, κάθε φορά που η ζωή κάνει κακοκαιριά!

Εύχομαι η νέα χρονιά να μας φέρει περισσότερα χαμογελαστά παιδικά πρόσωπα, λιγότερα δάκρυα και απογοητεύσεις, λιγότερο μίσος, λιγότερες στερήσεις και πείνα, λιγότερη αναίδεια, παλιανθρωπιά και ξιπασιά και περισσότερες ανοιχτές καρδιές. Να γίνουν λιγότερες οι άδειες καρέκλες στα γιορτινά τραπέζια.
Να γίνουν τα λίγα πολλά για όσους έχουν ανάγκη και τα δύσκολα απλά.

Ας μας έχει όλους καλά ο Θεός και ας ρίξει και καμιά κλεφτή ματιά στη βασανισμένη μας χώρα. Ας παραμείνουμε άνθρωποι και ας σκύψουμε το κεφάλι με σεβασμό στον σταυρό που σηκώνει ο διπλανός μας, γιατί ο κάθε άνθρωπος δίνει μια σκληρή μάχη.

Η κρίση μας αποξένωσε, μας έκανε χειρότερους ανθρώπους: Είδαμε, όταν έπεσαν οι μάσκες, αδελφό να μισεί αδελφό και να βγαίνει δηλητήριο για λίγα μέτρα γη, για λίγα ευρώ και συχνά χωρίς λόγο. Είδαμε γονείς να φθονούν τα παιδιά τους και συνάδελφο να δίνει τον συνάδελφο στο ίδιο γραφείο και μετά να του χαμογελάει.
Ας είναι, προχωράμε, μπορεί και να κάνουμε φέτος τη διαφορά. Είμαστε τυχεροί που είμαστε ζωντανοί και όλα μπορούμε να τα αλλάξουμε!
Κατανοούμε, συγχωρούμε και ελπίζουμε στο θαύμα, όσο και αν έχει ξεθυμάνει η μυρωδιά από σμύρνα και λιβάνι των παιδικών μας χρόνων!
Λένε πως όταν πονάει η πλάτη μας, ίσως μεγαλώνουν τα φτερά μας...Να κοιτάζουμε μόνο αν είναι του έξω από δω ή του Αγγέλου που έχουμε μέσα μας! Ζ.Χ.






Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2019

ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΑΒΟΥΡΛΗΣ "Πρώτη φορά απών (στο Θάνο Μικρούτσικο)"


Πρώτη φορά απών (στο Θάνο Μικρούτσικο)
...κι έμεινε το τσούρμο σύξυλο -όλοι μας- με απορία στα μάτια να κοιτάει που όσο κι αν γύριζε ο Καπετάνιος το τιμόνι Το βαπόρι ακολουθώντας δικό του μπούσουλα -πορεία αγκάλιαζε την καταιγίδα χόρευε εννέα όγδοα το τραγούδι του χαμού Κάποιοι σωθήκαν σε τούτο το ταξίδι κάποιοι μας έλειψαν, χαθήκαν στο προσκλητήριο ο Θάνος πρώτη φορά ήταν απών -θάναι όμως πάντοτε παρών- Ήπιε όσο ζούσε τ’ αθάνατο νερό θάναι μαζί μας στης καρδιάς το μέρος θα τραγουδά τις ρότες τις αρμύρας θα μας κερνά αψέντι και θα γλυκαίνεται η ζωή Θα τραγουδάμε κι εμείς μαζί του ώσπου οι ψυχές μας βρουν απάγκιο μέχρι να βρούμε της ρότας μας το γέρμα... ‘Ανδρεας Δαβουρλής 30 δεκ 2020

H φωτογραφία είναι από https://www.902.gr/


















ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΚΑΡΟΥΣΟΥ ΓΙΑ "ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΕΙΑ ΤΩΝ ΘΕΩΝ" ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ ΓΕΡΟΝΤΑΡΑ


ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΕΙΑ ΤΩΝ ΘΕΩΝ Εκδόσεις «γραφομηχανή» - πεζό 
της Ειρήνης Γεροντάρα

Το βιβλίο ακολουθεί πιστά την άνοδο της ζωής με την υπέρβαση, όλα υποτάσσονται στ’ ολοκάθαρο ταξίδι του Έρωτα, το ασύνορο, το υπερβατικό, το αναλλοίωτο, σε χρόνο, σε εποχές και ορίζοντες. Τ’ ανθρώπινα προσωπεία σε μια υπέρ - διάσταση, πάνω από τα εγκόσμια της καθημερινότητας, λίγο πιο πάνω από τα φθαρτά πάθη και την πρόχειρη αλλοτρίωση, λίγο πιο πάνω από την διαδρομική αθανασία του Τέλους, της μιας περιπέτειας ή των πολλών, χωρίς έλεος καρδιάς και ψυχής, λίγο πιο πάνω από την συνηθισμένη άνοιξη των πόλων της αγάπης και των ταξιδιών, από την ανθοφορία της ψυχής, προς μια ουσιώδη λύτρωση, τελείωση της πράξης και της κάθαρσης , αναζήτησης και πραγμάτωσης.

Η αξιοπρέπεια της ζωής που δεν κρύβεται, ο ηθικός ενστερνισμός της που δεν κρύβεται, αλλά χάνεται, στον κοινωνικό συμφερτό της πτώσης και της μικρότητας. Ο έρωτας – εν τέλει- της ζωής που γίνεται, ο αδιαπραγμάτευτος προορισμός κάθε πράξης και κάλεσμα ζωής, κάθε ταξιδιού και καθεμιάς υπέρβασης, όταν οδηγούν τον άνθρωπο, σε μια αναλαμπή προσωπικής και κοινωνικής ωραιότητας, που δεν έχει- κάποτε- τίμημα, για τους άλλους, ούτε για το ευρύτερο κοινωνικό γίγνεσθαι, όταν ευημερούν τα πάθη της οιασδήποτε εξουσίας, κατά της απολυτότητας των επιλογών του ανθρώπου, προς μια ολόδικη του κατάνυξη και κατάληξη και ολοκλήρωση, κόντρα στα διαπραττόμενα της ζωής.

Γράφει για τους γείτονες η συγγραφέας, σελ. 47 «όλοι ξεκινούσαν και πορεύονταν σαν ιδιαίτερα ξεχωριστοί. Μα ήταν ξεχωριστοί μόνο στον καθρέφτη τους. Στην πραγματικότητα ήταν απόλυτα ίδιοι με αυτούς τους οποίους περιστασιακά απαξίωναν για να αυτοεπιβεβαιωθούν». Οι ανατροπές -εδώ- έρχονται απρόσκλητες, επικίνδυνες και διασπαστικές(κάποτε) και οι ήρωες του βιβλίου είναι πρόσωπα -καθημερινά- που βιώνουμε κοινά πράγματα, που αγνοούμε όμως την επιρροή τους και το χλευαστικό παιχνίδι της ζωής πάνω τους, όταν οι ανατροπές έρχονται μεταχρονικά , είτε ως φυσική τιμωρία της Νέμεσις , είτε ως απαύγασμα ευτυχίας, που δυσδιάκριτα επιβεβαιώνουμε προσωπικά. Στο κοινωνικό παιχνίδι της ζωής , το απρόσμενο τέλος όποιας κατάστασης ή τυχαιότητας, είναι και φέρεται είτε ως αυθορμησία των επιλογών των προσώπων, είτε ως αλαφιασμένη διαίσθηση , είτε ως ηχηρή επιβράβευση και απολαβή της ζωής (στην επικράτηση αυτής της κοινωνικής ικανοποίησης ) και προς τα άλλα μέλη της οικογένειας, ή στον εσώτερο κοινωνικό στίβο, αυτής της εισπραττόμενης απολαβής, της ηρεμίας, της αγάπης, της  συντροφικότητας κ.λ.π.

Το καθημερινό μας οδοιπορικό – για την συγγραφέα είναι ένα συνεχόμενο στάδιοσυναισθηματικής υπέρβασης. Προτρέπει στην υπέρβαση, προτρέπει στην παρατήρηση και στην καθημερινή ανίχνευση της ζωής. Η συγγραφέας είναι ένας ηδυπαθής γευσιγνώστης των γεγονότων (όπως είχα γράψει σε ένα ποίημα μου),αναλυτής και μαχητής, της δύναμης που βγαίνει αυτούσια, δημιουργική, λυτρωτική –είτε στιγμιαία, είτε ολοζώντανη, αλλά που δημιουργεί μια άλλη – αδιάσπαστη συνέχεια στη ζωή, ικανοποιητικής προσωπικής οντότητας.

Μαζεύει η συγγραφέας προσεκτικά την κρούστα του διηγήματος, προσφέροντας μια αλυσιδωτή ψυχική-εμπειρική ανθοφορία πράξεων. Γράφει η συγγραφέας σελ.92 «Το έβγαζαν και φωτογραφίες με τα τηλέφωνα τους, πλάι στις βρύσες. Και κορδωνόταν ο κυρ Θανάσης , αγκαλιά με την πλουμιστή πραμάτεια του. Και γέλαγε με το πλατύ ξεδοντιάρικο στόμα του και τα’ αστραφτερά μάτια του. Είχε φτάσει η μουτσούνα του στα πέρατα της γης. Ας ήταν καλά τούτο το νεράκι του Θεού το δώρο για τους ανθρώπους και την πλάση όλη». Και στην σελ. 79 « Ο παράδεισος. Ένα όνειρο σαν την σκόνη από τα φτερά της πεταλούδας. Αν την αγγίξεις, μόνο λερώνεσαι και η πεταλούδα σαν να ξεβάφει».

Μέσα στην φρενίτιδα της ζωής και της άστατης καθημερινότητας, η συγγραφέας και παρά την οξύτητα των παρατηρήσεων (έμμεσων ή άμεσων) που βγαίνουν αβίαστα κατά την ανάγνωση της ανθρώπινης συμπεριφοράς, ή της όποιας τραγικότητας της διήγησης και των γεγονότων, έμμεσα πλανώνται στο βιβλίο, τα στοιχεία της τρυφερότητας, της αθωότητας και της προσεγμένης ανασκόπησης και ψυχολογίας των ηρώων, έτσι που να διαφαίνεται το αποτέλεσμα καλύτερα και η κάθαρση ως μια εκ προοιμίου θετική λύτρωση και διέξοδος, που να συνδέει τα κοινωνικά δρώμενα μεταξύ τους και να είναι -ταυτόχρονα- ως δίκην δικαίου, το τέλος της διήγησης , ή σαν κάτι αναπόφευκτο - ως κοινωνική διαπαιδαγώγηση ή σαν αιχμηρό αποτέλεσμα, προηγούμενων εμπειριών της ζωής που κλείδωσαν τα συμφραζόμενα, με ηθική διέξοδο (ως επί το πλείστον), συμμορφούμενος ο ήρωας με το κοινωνικά δίκαιο και
αποδεκτό.

Στο διήγημα «Οι ενδιάμεσοι», θίγει η συγγραφέας την απόλυτη αναγκαιότητα της ύπαρξης της ζωής και της συνέχειας της- με όποιο κόστος. Στα «Προσωπεία των θεών» (τίτλος βιβλίου) μάχεται για την ανθρώπινη ταυτότητα που παραληρεί σε ασύμφορες- συνήθως- συνθήκες ζωής και αλλάζει κατά το δοκούν το πρόσωπο. Ο τίτλος ενώνει νοηματικά- κοινωνικά και παραδειγματικά, όλες τις άλλες διηγήσεις. Στο διήγημα «Οι γείτονες» έδωσε σε διηγηματική κωμωδία , τις ασύμβατες πλευρές των γεγονότων, με τα διπλά πρόσωπα, στην υποβόσκουσα δολιότητα και αντικειμενικότητα της ζωής. Και τον εν τέλει ξεπεσμό, ως μια συνήθη κατάσταση, που δεν φαίνεται καθαρά εξ αρχής, ο ρόλος του γείτονα. Στο «Λίζα σ’ αγαπώ», η φρενίτιδα της ζωής που ενσαρκώνεται στην τρέλα και στην απομόνωση. Στο «Παράπλευρες απώλειες» καταδείχνεται ωμά το δράμα μιας σχέσης που ξεκίνησε το άτομο με το «έχειν» του, αλλά άδειο σε ψυχισμό και ανταπόκριση. Το τέλος, άκρως οδυνηρό, με απώλεια ζωής ατόμων, έξω του νυμφώνα της άτοπης- άκαιρης και ασύμφορης – κοινωνικά – σχέσης των δύο πρωταγωνιστών. Στο «Μεγαλώνοντας» βγαίνει όλο το κατακάθι της άπρεπης συμπεριφοράς του πατέρα και ο δεύτερος «πατέρας» του πρωταγωνιστή ( ο Καζαντζάκης) , τον οπλίζει δια βίου να παλεύει και να επιβιώνει στη ζωή. Στα «Κορίτσια» η παιδική αθωότητα και ανεμελιά και η σιωπή που καλύπτουν δεκαετίες, γεγονότα που δεν είδαν το φως της δημοσιότητας.

Συγκίνηση προκαλεί η ρευστότητα της γλώσσας, το σφιχτό δέσιμο της πλοκής – κάθε διήγησης, το άμεσο εφικτό και περιεκτικό, η ουσία της διήγησης να έχει πάντα- κοινωνικό υπόβαθρο και απόηχο ήθους και ύφους, η λαγαρή διήγηση, δεμένη άρρηκτα με το περιβάλλον, οι κεντρομόλες ιδέες του βιβλίου , στα «Προσωπεία των θεών» άμεσες και διακρινόμενες όπως και οι κεκρυμμένες παρασπονδίες της ζωής, όπως ο υποκειμενισμός και η μετριότητα της αντίληψης των ατόμων μπρος στις απαιτήσεις της κοινωνίας. Γράφει η συγγραφέας σελ. 96-97 «Έβριζε και φώναζε όταν έπινε αργά το βράδυ. Οι μέρες χωρισμένες στα δυο, στα νηφάλια πρωινά και στα μεθυσμένα βράδια.. Καμία λογική. Καμία θύμηση. Καμία συνεννόηση. Μόνο φωνές, νεύρα, θυμός και βία. Οι άνθρωποι, λένε, γεννιούνται ίσοι. Αυτό όμως δεν είναι αλήθεια. Μερικοί έχουν μόνο δικαιώματα κι άλλοι μόνο υποχρεώσεις. Οι πρώτοι απαιτούν εξυπηρέτηση. Οι δεύτεροι γίνονται δουλικά και σκλάβοι των πρώτων. Κι ο Μιχάλης μεγάλωνε σ’ ένα σπιτικό γεμάτο καυγάδες και σιωπές. Σε μια φαμίλια, που δεν ήξερε προς τα πού πήγαινε. Εκείνη την ημέρα πήρε την «Ασκητική» και βούρκωνε σε κάθε πρόταση και δεν μπορούσε να διαβάσει πιο πέρα. Τόση λευτεριά μέσα στις σελίδες, τόση δύναμη..»

Η ευτέλεια- λοιπόν- ο θεατρινισμός, η πλαγιοσκόπηση της συνείδησης, όπου το άτομο πιέζεται ή αντιστέκεται, η ελπίδα της ευτυχίας, το ξεδίψασμα της ψυχής και το αγίασμα της στάσης του ατόμου, που έρχεται μέσα από το κοινωνικό δίκαιο ή μέσα από τον κρατήρα της κοινωνίας που καλλιεργεί νέο πρόσωπο, νέα συνείδηση, νέα συμπεριφορά και νέες αντιστάσεις στα πράγματα, είναι το συνολικό επίτευγμα στα «Προσωπεία των Θεών» της εκλεκτής φίλης, ποιήτριας, πεζογράφου Ειρήνης Γεροντάρα.

Το βιβλίο προτείνει ν’ αγγίξουμε τον άλλο άνθρωπο και να τον δούμε εσωτερικά, γράφει στο οπισθόφυλλο.

Της ευχόμεθα από καρδιάς, οικογενειακή χαρά, ευτυχία και δύναμη ψυχής να συνεχίσει το έργο της με αισιοδοξία και μεστή λογοτεχνική προσφορά στη ζωή.

Κώστας Καρούσος (Πρόεδρος της Ε. Ε. Λ. , Λογοτέχνης, Εικαστικός)

Αθήνα
Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών 20/12/2019











ΣΠΥΡΟΣ ΑΥΛΩΝΙΤΗΣ " Μ Ι Α Ν Υ Χ Τ Α "

Shell by Vladimir Kush

Στάλαζες αρμύρα
κι η σελήνη απαλά
χρύσωνε μαγευτικά
τα ξέπλεκα μαλλιά σου .
Καθώς ο λαμπρός Ωρίωνας
ανέβαινε στο στερέωμα
αισθησιακά με σημάδεψες .
Την όποια φαντασίωση μου
στην μορφή σου αντάμωσα !
Σύρθηκα στο κορμί σου
εκεί ακριβώς που χωρίζει
το κύμα απ' την άμμο ,
η αλήθεια απ ' το ψέμα .
Χρυσαλλίδες τα μάτια σου
οριοθετούν την πορεία
ταξιδεύοντας ανάστροφα
στην έκσταση της βραδιάς .
Ακανόνιστος ο σφυγμός ,
τρεμάμενη η ανασαιμιά ,
πάλλεται ηδονικά η ψυχή .
Μα απειλητικά το φως
επικίνδυνα ζυγώνει .
Μια νύχτα μόνο , που
δεν μπόρεσε να σβήσει
ποτέ,η πιο όμορφη αυγή . . .

ΑΘΗΝΑ 29 -- 12 -- 2019

ΑΥΛΩΝΙΤΗΣ ΣΠΥΡΟΣ







Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2019

Σερ Ισαάκ Νεύτων - Ισαάκ Νιούτον (4 Ιανουαρίου 1643 – 31 Μαρτίου 1727)

Copy of a painting by Sir Godfrey Kneller (1689)

Ο Σερ Ισαάκ Νιούτον (Sir Isaac Newton, 4 Ιανουαρίου 1643 – 31 Μαρτίου 1727) ήταν Άγγλος φυσικός, μαθηματικός, αστρονόμος, φιλόσοφος, αλχημιστής και θεολόγος. Θεωρείται πατέρας της Κλασικής Φυσικής, καθώς ξεκινώντας από τις παρατηρήσεις του Γαλιλαίου αλλά και τους νόμους του Κέπλερ για την κίνηση των πλανητών διατύπωσε τους τρεις μνημειώδεις νόμους της κίνησης και τον περισπούδαστο «νόμο της βαρύτητας» (που ο θρύλος αναφέρει πως αναζήτησε μετά από πτώση μήλου από μια μηλιά). Μεγάλης ιστορικής σημασίας υπήρξαν ακόμη οι μελέτες του σχετικά με τη φύση του φωτός καθώς επίσης και η καθοριστική συμβολή του στη θεμελίωση των σύγχρονων μαθηματικών και συγκεκριμένα του διαφορικού και ολοκληρωτικού λογισμού. Δεν είχε κοινοπολιτειακή υπηκοότητα, αλλά είχε αποκτήσει τον τίτλο του Εταίρου της Βασιλικής Εταιρείας, που δίνονταν σε πολίτες ή μόνιμους κατοίκους της Κοινοπολιτείας των Εθνών. Είχε διατελέσει πρόεδρος της Βασιλικής Εταιρίας.

1450-1642: Η πολιτικοκοινωνική κατάσταση στην Αγγλία δύο αιώνες πριν τον Νιούτον

Το 1450, τον καιρό που γεννιόταν η τυπογραφία, έπεφτε η Βυζαντινή αυτοκρατορία και ο Ρεγκιομοντάνους σήμαινε την αναγέννηση της θετικής επιστήμης στην Κεντρική Ευρώπη, στην Αγγλία ξεκινούσε ένας αιματηρός εμφύλιος, που έμελλε να διαρκέσει πάνω από τριάντα χρόνια, ο πόλεμος των Δύο Ρόδων (1451–1485). Οι συνέπειες του εμφύλιου αυτού οδήγησαν έμμεσα τη χώρα σε μία από τις ενδοξότερες περιόδους της ιστορίας της.

Συγκεκριμένα, όταν ο οίκος του Λάνκαστερ επικράτησε οριστικά επί του οίκου Γιορκ, η ως τότε ισχυρή αγγλική αριστοκρατία είχε ατονήσει ανεπανόρθωτα από τις απώλειες της αναμέτρησης τόσο, ώστε ο Ερρίκος Ζ΄, που ανήλθε στο θρόνο το 1485, είχε την άνεση να κυβερνήσει εποικοδομητικά τη χώρα χωρίς να φθείρεται από εσωτερικές αντιπαλότητες. Ήταν η απαρχή της δυναστείας των Τυδώρ (1485-1603). Το κατοπινό μεγαλείο της Αγγλίας θεμελιώθηκε κατά τη διάρκεια της απολυταρχίας τους: η χώρα αναδεικνύεται ως το σπουδαιότερο ναυτικό και αποικιακό κράτος του κόσμου, η Εκκλησία της ανεξαρτητοποιείται από την Εκκλησία της Ρώμης, οι τέχνες και τα γράμματα, δίπλα στα άλλα, αναγεννώνται και ακμάζουν.

Μετά από μία τέτοια υποδομή ενός και μισού σχεδόν αιώνα και ενώ η δυναστεία των Στιούαρτ βρισκόταν για τέσσερις δεκαετίες στο θρόνο, για πρώτη φορά μετά από την αποδυνάμωση της αριστοκρατίας στον πόλεμο των Δύο Ρόδων, ο λαός της Αγγλίας διεκδικούσε πλέον συνειδητά και σθεναρά τη διαμόρφωση κοινοβουλευτικού πολιτεύματος.

Σε αυτήν την πολιτικά ανήσυχη και μεταβατική περίοδο, την ημέρα των Χριστουγέννων του 1642 (σύμφωνα με το παλαιό ημερολόγιο), στο χωριό Γούλσθορπ, κοντά στο Γκράντχαμ του Λίνκολνσαϊρ, γεννήθηκε ο Νιούτον.

1643-1661: Παιδικά χρόνια

Όταν γεννήθηκε, ο πατέρας του είχε ήδη πεθάνει. Τα τρία πρώτα χρόνια της ζωής του μένει μαζί με τη μητέρα και τη γιαγιά του. Κατόπιν η μητέρα του, Χάννα, παντρεύεται για δεύτερη φορά και φεύγει από το σπίτι, αφήνοντας το μικρό Ισαάκ στα χέρια της μητέρας της. Όταν ο πατριός πεθαίνει επίσης, μετά από οκτώ χρόνια, η μητέρα γυρίζει στο χωριό με τα τρία ετεροθαλή αδέρφια του, δύο κορίτσια και ένα αγόρι. Είναι γνωστό ότι ο Νεύτων, ως νεαρός, κρατούσε ένα «αμαρτιολόγιο», έναν κατάλογο δηλαδή όπου σημείωνε τις αμαρτίες που πίστευε ότι διέπραττε. Μέσα εκεί αναφέρεται στη μητέρα του και στον πατριό του και έτσι γνωρίζουμε ότι ένιωθε ζήλια και μνησικακία για το γεγονός ότι εκείνη τον άφησε από μικρό για να ξαναπαντρευτεί. Πιστεύεται γενικά ότι η προσωπικότητά του, που διαμορφώθηκε αργότερα σε στρυφνή και αντικοινωνική, αναμφισβήτητα επηρεάστηκε από το ότι δεν είχε γνωρίσει τον πατέρα του και το ότι η μητέρα του τον άφησε μόνο του στη μικρή εκείνη ηλικία.

Τις πρώτες σπουδές του τις ολοκλήρωσε στο κοντινό Γκράντχαμ . Όταν η μητέρα του πείστηκε ότι ο πρωτότοκος γιος της δεν επρόκειτο να αφοσιωθεί στο γεωργικό τρόπο ζωής για τον οποίο τον προόριζε, αποφάσισε να τον αφήσει να προετοιμαστεί για περαιτέρω σπουδές στο πανεπιστήμιο. Έτσι, στις 5 Ιουνίου του 1661, ο νεαρός Νεύτων εισάγεται στο Κολλέγιο Τρίνιτι του Καίμπριτζ. Λαμβάνει το πρώτο πτυχίο του το 1665 και με υποτροφία, μετά από τρία χρόνια (1668) ολοκληρώνει το μεταπτυχιακό του. Στο μεταξύ εκλέγεται μέλος της πανεπιστημιακής κοινότητας και αρχίζει έτσι επίσημα την ερευνητική σταδιοδρομία του.

1661-1669: Σπουδές στο Κέμπριτζ και οι πρώτες έρευνες

Η παιδεία που έλαβε στο Γκράντχαμ, αν και βασιζόταν κυρίως στην αρχαία ελληνική και λατινική γραμματεία, συνδυασμένη με το ανήσυχο εφηβικό του πνεύμα, τον ώθησε να ασχοληθεί, εκτός από το διάβασμα, και με την ευρεσιτεχνία. Ανάμεσα σε άλλα είχε κατασκευάσει ηλιακά ρολόγια, τα οποία είχε τοποθετήσει σε καίρια σημεία στο διαμέρισμά του και, επίσης, είχε καταφέρει να σηκώσει ένα χαρταετό στον οποίο είχε εφαρμόσει ένα αναμμένο φανάρι, ένα εγχείρημα που λέγεται ότι τρομοκράτησε τους ανθρώπους της περιοχής του. Οπωσδήποτε, τέτοιου είδους δραστηριότητες μαρτυρούσαν ότι τον μικρό Ισαάκ διακατείχε οξεία ερευνητική διάθεση.

Για τον κοινωνικό κύκλο του Νιούτον κατά την περίοδο της φοίτησής του στο Καίμπριτζ, λίγα πράγματα είναι γνωστά. Οπωσδήποτε, ένας φίλος του ήταν ο συγκάτοικός του Γουίκινς (Wickins), ο οποίος εκτέλεσε κάποτε και χρέη γραφέα του. Από αναφορές του ίδιου του Νιούτον διαπιστώνουμε πως, πέρα από τη μελέτη, πολύ λίγα άλλα πράγματα τον ενδιέφεραν.

Σε αντίθεση με τη σύγχρονη φήμη του Καίμπριτζ, τον καιρό που ο Νιούτον ήταν εκεί, το ίδρυμα διένυε περίοδο σημαντικής ύφεσης, για λόγους που οφείλονταν κατά μείζονα λόγο στην πολιτική αστάθεια που επικρατούσε στη χώρα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα αφενός την αποστασιοποίηση του νέου φοιτητή από τους συμφοιτητές του, οι οποίοι στην πλειοψηφία τους επιδίδονταν σε ανούσιες παραπανεπιστημιακές ασχολίες, και αφετέρου την έλλειψη μεθοδικής και έγκυρης καθοδήγησης από τους διδασκάλους του, πολλοί από τους οποίους ήταν διορισμένοι στο ίδρυμα χάριν του πολιτικού ή θρησκευτικού καθεστώτος και ελάχιστη σχέση είχαν με τα επιστημονικά δρώμενα.

Αυτή η κατάσταση, ωστόσο, δεν φαίνεται να εμπόδισε το νεαρό Νεύτωνα να ασχοληθεί με τις επιστήμες με τον πιο ενεργητικό και δημιουργικό τρόπο. Βρίσκοντας το δρόμο μόνος του, πειραματίστηκε αρχικά σε θέματα οπτικής — πολλές φορές με ακραίο τρόπο — ενώ παράλληλα μελετούσε τους παλαιότερους συγγραφείς, όπως οπτική από τον Κέπλερ, φιλοσοφία από τον Αριστοτέλη, τον Γαλιλαίο και τον Ντεκάρτ και, φυσικά, τα μαθηματικά έργα αυτών και άλλων.

Από τα τελευταία είμαστε σε θέση να ξεχωρίσουμε εκείνα που είχαν τη σημαντικότερη επίδραση στο έργο του ίδιου του Νεύτωνα. Τα Στοιχεία του Ευκλείδη ήταν η πρώτη επαφή του με τη γεωμετρία και γνωρίζουμε ότι, αν και αρχικά ήταν μία ρηχή επαφή και τα υποβίβασε σε σχέση με τη γεωμετρία του Ντεκάρτ, με τον καιρό τού εμφύσησε τη μαθηματική αυστηρότητα και τουλάχιστον του δίδαξε τις κλασικές διαδικασίες της μαθηματικής απόδειξης.

Ένα από τα πρώτα βιβλία που περιήλθαν στα χέρια του ήταν και το Clavis Mathematicæ (1631) του Γουίλιαμ Ότρεντ (William Oughtred). Το βιβλίο είχε γραφτεί για διδακτικούς σκοπούς, περιείχε στοιχειώδη θέματα αριθμητικής και άλγεβρας και — το κυριότερο — διαπνεόταν από την μη παραδοσιακή πεποίθηση ότι η άλγεβρα ήταν ένα «εργαλείο ανακάλυψης», που δεν χρειαζόταν να υποστηρίζεται από τη γεωμετρία.

Η πεποίθηση αυτή ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο από τον Ντεκάρτ, ο οποίος δίδασκε ότι η άλγεβρα μπορεί κατά μία έννοια αυτή να στηρίξει τη γεωμετρία. Εκτός από το φιλοσοφικό έργο του Ντεκάρτ, το μοναδικό του καθαρά μαθηματικό σύγγραμμα, η «Γεωμετρία» (Géométrie, 1637), υπήρξε σταθμός στις μελέτες του Νεύτωνα. Πέρα από την καινοφανή αλγεβρική προσέγγιση καθαυτή σε γεωμετρικά ζητήματα, η «Γεωμετρία» αποτέλεσε επίσης το κίνητρο για την επινόηση του διαφορικού λογισμού. Συγκεκριμένα, η άποψη του Ντεκάρτ ότι από την εξίσωση μίας καμπύλης μπορούμε δυνητικά να έχουμε οποιαδήποτε πληροφορία για την καμπύλη, παρότρυνε τον Νεύτωνα να γενικεύσει τις αποσπασματικές μεθόδους του Γάλλου φιλοσόφου σε «αναλυτικούς» αλγόριθμους που να έχουν εφαρμογή σε κάθε καμπύλη.

Στην ανάπτυξη τέτοιων αλγόριθμων από τη σκοπιά του ολοκληρωτικού λογισμού, ο Νεύτων βασίστηκε στο έργο του Τζον Γουόλις (John Wallis), ο οποίος υπήρξε μαθητής του Ότρεντ. Στο Arithmetica Infinitorum (1655) ο Γουόλις ασχολείται με το γνωστό πρόβλημα του τετραγωνισμού του κύκλου. Ορμώμενος από τη μελέτη αυτή, ο Νεύτων ασχολήθηκε με το γενικότερο πρόβλημα τετραγωνισμού καμπύλης, το οποίο σήμερα μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ως εύρεση του εμβαδού κάτω από καμπύλη. Ακόμη βασίστηκε στο βιβλίο αυτό όταν ανακάλυπτε το γενικευμένο διωνυμικό θεώρημα. Τέλος, από τον Γουόλις ο Νεύτων διάβασε και το Tractatus Duo (1659), μία γεωμετρική μελέτη επάνω στην κυκλοειδή, την κισσοειδή και άλλες καμπύλες.

Ο Φρανς Βαν Σούτεν (Frans Van Schooten), Ολλανδός μαθηματικός, χωρίς να έχει παραγάγει αξιόλογο πρωτότυπο έργο, συνεισέφερε ωστόσο πολύ στις σπουδές του Νεύτωνα, εκδίδοντας και σχολιάζοντας με επιμέλεια σύγχρονους μαθηματικούς της εποχής, όπως τον Φρανσουά Βιέτ (François Viète) στο Opera Mathematicæ (1946), και τη Γεωμετρία του Ντεκάρτ (1659-61), όπου συμπεριέλαβε, μεταξύ άλλων, έργα των Πιερ ντε Φερμά (Pierre de Fermat), Κρίστιαν Χόυχενς (Christiaan Huygens) και του Χέντρικ φαν Χόιρετ (Hendrik van Heuraet). Ο τελευταίος, ειδικά, δίνοντας μία γενική λύση επάνω στο πρόβλημα της «ευθυγράμμισης καμπύλης» (δηλαδή της εύρεσης του μήκους καμπύλης), έδωσε στον Νεύτωνα το ερέθισμα να ερευνήσει την ακριβή σχέση των πράξεων της παραγώγισης και της ολοκλήρωσης, ή, όπως ο ίδιος αργότερα τα ονόμασε, τη σχέση μεταξύ της ευθείας και της αντίστροφης «μεθόδου των ροών».

Όπως αναφέρει ο Γουάιτσαϊντ (D.T. Whiteside) στην έκδοση των μαθηματικών έργων του Νεύτωνα, για να κάνει δημιουργική δουλειά ένας μαθηματικός «χρειάζεται επαρκή συμβολισμό, ικανή γνώση της μαθηματικής δομής και της φύσης της αξιωματικής απόδειξης, άριστο έλεγχο του πυρήνα των σύγχρονων μαθηματικών και κάποια προδιάθεση για μελλοντική πρόοδο», ανάγκες που όσον αφορά τα παραπάνω έργα, ικανοποιήθηκαν σε μεγάλο βαθμό για τον Νεύτωνα.5

Τις χρονιές 1665 και 1666, όταν έπληττε την Ευρώπη η πανούκλα και το πανεπιστήμιο στο Καίμπριτζ παρέμεινε αναγκαστικά κλειστό για προφανείς προληπτικούς λόγους, ο Νεύτων γύρισε στο Γούλσθορπ. Κατά την παραμονή στη γενέτειρά του η μελέτη του πάνω στα έργα άλλων επιστημόνων άρχισε ήδη να αποδίδει καρπούς. Την περίοδο εκείνη έκανε, ή είχε τουλάχιστον εμπνευστεί, σημαντικότατες ανακαλύψεις για τα μαθηματικά και όχι μόνο: η θεωρία χρωμάτων, βασισμένη στα πειράματα που για καιρό διεξήγαγε, το γενικευμένο διωνυμικό θεώρημα, και βέβαια, ο απειροστικός λογισμός. Επρόκειτο για μία πολύ δυνατή ώθηση για την επιστήμη που «οδήγησε τα μοντέρνα μαθηματικά υψηλότερα από το επίπεδο της ελληνικής γεωμετρίας».6 Ήταν τόσο σημαντικές οι επιστημονικές ανακαλύψεις αυτές, που τα έτη 1665 και 1666 για τον Νεύτωνα αναφέρονται στη βιβλιογραφία ως «Anni Mirabiles» (Θαυματουργά Έτη). Ο ίδιος λέει για τις χρονιές αυτές: «Στις δυο χρονιές 1665 και 1666 της πανούκλας… ενδιαφερόμουν για τα Μαθηματικά και τη Φιλοσοφία πιο πολύ παρά οποιαδήποτε άλλη φορά από τότε».

Αντίγραφο του δεύτερου ανακλαστικού τηλεσκόπιου του Νεύτωνα, που παρουσίασε στη Βασιλική Εταιρεία το 1672.

1669-1696: Καθηγητής στη Λουκασιανή Έδρα του Τρίνιτι

Το 1669 διορίζεται στη Λουκασιανή Έδρα των Μαθηματικών στο Τρίνιτι, παίρνοντας τη θέση του καθηγητή του, Ισαάκ Μπάροου (Isaac Barrow). Ως καθηγητής γνωρίζουμε ότι δεν είχε την αναμενόμενη ίσως αναγνώριση, καθώς, όπως μας πληροφορεί ο Χάμφρεϊ Νεύτων, ανιψιός του Ισαάκ, «...τόσο λίγοι πήγαιναν να τον ακούσουν, και ακόμη λιγότεροι τον καταλάβαιναν, που πολλές φορές, κατά κάποιο τρόπο ελλείψει ακροατηρίου, διάβαζε στους τοίχους». Στις παραδόσεις «έμενε συνήθως γύρω στη μισή ώρα· όταν δεν είχε ακροατήριο, επέστρεφε συνήθως σε επτά λεπτά ή λιγότερο.»

Ποιο ήταν το περιεχόμενο των διαλέξεών του όμως ώστε να μειώνεται τόσο πολύ το ακροατήριό του; Από τα αρχεία της πανεπιστημιακής βιβλιοθήκης του Καίμπριτζ, γνωρίζουμε ότι είχε διδάξει οπτική (1670-1672), αριθμητική και άλγεβρα (1673-1683) και πολύ από το περιεχόμενο του περίφημου Philosophiæ Naturalis Principia Mathematica (1684-1687), το οποίο είχε δρομολογηθεί ήδη από τα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας, μέσα κυρίως από τεταμένη αλληλογραφία με τον Ρόμπερτ Χουκ (Hooke) και κατόπιν μετά από την επαφή του με τον Έντμουντ Χάλλεϋ (Halley). Επρόκειτο, λοιπόν, για διαλέξεις επάνω στις εκάστοτε ερευνητικές του ανησυχίες — κάπως απαιτητικό επίπεδο για τους προπτυχιακούς του φοιτητές.

Το 1672 ο Νεύτων εντάχθηκε στη Βασιλική Εταιρεία του Λονδίνου. Είχε έτσι την ευκαιρία να έρθει σε επαφή, προσωπικά ή αλληλογραφώντας, και με άλλους επιστήμονες πέρα από τον Χουκ και τον Χάλεϊ, όπως ήταν ο χημικός Ρόμπερτ Μπόιλ (Boyle), ο αστρονόμος Τζον Φλάμστιντ (John Flamsteed), καθώς και οι Χόιχενς και Γουάλις. Πιο γνωστοί ίσως από όλους ήταν ο Γκότφριντ Βίλχελμ Λάιμπνιτς (Gottfried Wilhelm Leibniz), με τον οποίο ο Νεύτων είχε μεγάλη διαμάχη για τη διεκδίκηση της πατρότητας του λογισμού, και ο γνωστός φιλόσοφος Τζον Λοκ (John Locke), ιδρυτής του εμπειρισμού, με τον οποίο είχε επικοινωνία επάνω σε θεολογικά ζητήματα.

Είναι αλήθεια ότι ο Νεύτων δεν είχε αμιγώς επιστημονικές ανησυχίες. Από την ίδια χρονιά που διορίστηκε στη Λουκασιανή Έδρα, εκτός από τα μαθηματικά και την οπτική, άρχισε παράλληλα να ασχολείται με την αλχημεία και τη θεολογία. Διαβάζοντας κανείς την αρκετά διεξοδική αναφορά του Κοέν (I. B. Cohen) στο ζήτημα αυτό, καταλαβαίνει ότι η ενασχόληση του Νεύτωνα με τέτοια παραεπιστημονικά ζητήματα δεν ήταν και τόσο παραεπιστημονική η ίδια. Μπορούμε να διακρίνουμε μεθοδικότητα και ρητορική διάθεση ακόμη και στις έρευνές του επάνω στις γραφές και τις προφητείες, αν και αυτά μάλλον δεν υποστηρίζονταν πάντοτε από αντικειμενικά κίνητρα.



Το αντίτυπο του Principia Mathematica του ίδιου του Νεύτωνα, με χειρόγραφες σημειώσεις για τη δεύτερη έκδοση.

Το καλοκαίρι του 1684 ωστόσο, όταν ο Έντμοντ Χάλεϊ επισκέφτηκε τον Λουκασιανό καθηγητή για να συζητήσει μαζί του για θέματα κινηματικής, ο Νεύτων αποφάσισε να διακόψει καθετί άλλο και να ασχοληθεί σοβαρά με τη μηχανική. Το αποτέλεσμα ήταν να ολοκληρώσει μέσα σε τρία χρόνια ένα από τα σημαντικότερα επιστημονικά έργα του αιώνα του -και όχι μόνο- το Philosophiæ Naturalis Principiæ Mathematica. Σε αυτό το αυστηρά δομημένο έργο ο Νεύτων βασίζεται εν μέρει στα θεωρητικά αποτελέσματα του Κέπλερ και εξάγει το γνωστό νόμο της παγκόσμιας έλξης θεμελιώνοντας τη μηχανική. Εγκαθίδρυσε έτσι μία κοσμολογική άποψη για τη βαρύτητα που κυριάρχησε στην επιστημονική κοινότητα, ώσπου να την αναθεωρήσει ο Άλμπερτ Αϊνστάιν (Albert Einstein) το 1915 με τη γενική θεωρία της σχετικότητας. (Περίφημη παραμένει η φράση του Αϊνστάιν Νεύτων, συγχώρεσέ με).

Μετά την έκδοση του Principiæ Mathematica και μέχρι το 1696 που έφυγε από το Καίμπριτζ, επέστρεψε ξανά στις δευτερεύουσες ασχολίες του και άρχισε να χάνει σταδιακά το ενδιαφέρον του για τη Λουκασιανή Έδρα. Αξιοσημείωτο είναι ότι το 1689 εκλέχθηκε μέλος του κοινοβουλίου καθώς και ότι το φθινόπωρο του 1693 υπέστη νευρική κατάπτωση. Όταν ένας από τους παλιούς προσκείμενους μαθητές του μπόρεσε να του εξασφαλίσει τη θέση του διευθυντή του εθνικού Νομισματοκοπείου (Warden of the Mint), αποφάσισε να παραιτηθεί από τη Λουκασιανή Έδρα — πράγμα που τυπικά έγινε το 1701 — και να μετακομίσει στο Λονδίνο, ώστε να αναλάβει τα νέα του καθήκοντα.

Ο Νεύτων το 1702. Πορτραίτο του Γκόντφρεϋ Κνέλερ.

1696-1727: Τα τελευταία χρόνια στο Λονδίνο

Από τη στιγμή που ο Νεύτων έφυγε από το Καίμπριτζ, μειώθηκε σε μεγάλο βαθμό και η επιστημονική του δραστηριότητα. Συνέχισε να ασχολείται με μαθηματικά προβλήματα αλλά κυρίως ασχολήθηκε με τις δημοσιεύσεις των εργασιών του. Ήταν τα χρόνια της διαμάχης με τον Λάιμπνιτς. Χρησιμοποιώντας κάθε δυνατό μέσο, προσπάθησε — αποτελεσματικά ως ένα βαθμό — να πείσει την επιστημονική κοινότητα ότι ο λογισμός ήταν δική του επινόηση και ότι ο Λάιμπντς δεν έκανε τίποτε άλλο από το να οικειοποιηθεί τις δικές του ιδέες. Αναγκάστηκε, λοιπόν, να ξεπεράσει τις παλιές του επιφυλάξεις και να εκθέσει στην κρίση των συναδέλφων του τις παλιές ανακαλύψεις του, σε έναν αγώνα δρόμου να κατοχυρώσει τους ερευνητικούς του καρπούς. Μέχρι το 1711 είχαν εκδοθεί από μία τουλάχιστον φορά τα Opticks (1704), Tractatus de Quadratura Curvarum (1704), Enumeratio Linearum Tertii Ordinis (1704), Arithmeticæ Universalis (1707), De Analysi (1711), Methodis Differentialis (1711) καθώς και δύο ακόμη φορές το Principiæ Mathematica (1713, 1726) ενώ εννιά χρόνια μετά το θάνατό του, εκδόθηκε για πρώτη φορά το De Methodis Fluxionum et Serierum Infinitarum (1736).

Το Φεβρουάριο του 1699 η Ακαδημία των Επιστημών του Παρισιού ονόμασε τον Νεύτωνα αντεπιστέλλον μέλος, ενώ το Νοέμβριο του 1703 εκλέχθηκε πρόεδρος της Βασιλικής Εταιρείας, όπου παρέμεινε μέχρι το θάνατό του. Στη θέση αυτή στάθηκε σκληρός και άτεγκτος, ενώ μάλιστα έχει δειχθεί ότι επωφελήθηκε της θέσης ώστε να ενεργήσει κατά του Λάιμπνιτς. Τέλος, αξιοσημείωτο είναι ότι στις 16 Απριλίου του 1705, σε τελετή που έγινε στο Κολέγιο του Τρίνιτι, η βασίλισσα Άννα έχρισε τον Νεύτωνα ιππότη ως αναγνώριση των πολιτικών υπηρεσιών του προς την Αγγλία. Είκοσι δύο χρόνια μετά, στις 31 Μαρτίου του 1727, πέθανε άρρωστος από πάθηση των πνευμόνων σε ηλικία ογδόντα τεσσάρων ετών.

Χρονολογικός πίνακας

Κάποια από τα ιστορικά ενδιαφέροντα γεγονότα της ζωής του Νεύτωνα έχουν συγκεντρωθεί στον παρακάτω πίνακα: (Όπου σημειώνεται τίτλος συγγράμματος θα εννοείται η ημερομηνία έκδοσης και όχι συγγραφής, εκτός αν σημειώνεται διαφορετικά)

Ο Ισαάκ Νεύτων σε προχωρημένη
 ηλικία το 1712, σε πορτραίτο 
του Τζέιμς Θόρνχιλ.


Πνευματικοί κληρονόμοι και βιογράφοι

Όταν πέθανε ο Νεύτων, το 1727, στη χώρα του ήδη τον θεωρούσαν εθνική μορφή, έτσι ώστε να ευνοηθεί στα ανώτερα λαϊκά στρώματα ένα επιστημονικό - φιλοσοφικό ρεύμα που είναι γνωστό ως «νευτωνιανισμός» και το οποίο βασιζόταν επιφανειακά στη μεθοδολογική νοοτροπία που διέπνεε το έργο του. Πολύ περισσότερο, σε συνδυασμό με τις φιλοσοφικές ιδέες των Ντεκάρτ και Λοκ, βοήθησε να σφυρηλατηθεί το λεγόμενο ρασιοναλιστικό πνεύμα του Διαφωτισμού.

Σε καθαρά επιστημονικό επίπεδο, το έργο του είχε ευρεία και άμεση απήχηση στην Αγγλία και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Στα επόμενα χρόνια οι επιστήμονες προσπαθούσαν να εφαρμόζουν τους νόμους του Principia Mathematica μαζί με τις απειροστικές μεθόδους σε κάθε σχεδόν πρόβλημα φυσικής, ελέγχοντας παράλληλα με τον τρόπο αυτό την εγκυρότητα της θεωρίας και τα όριά της. Ο προσδιορισμός του σχήματος της Γης το 1735, ο υπολογισμός της τροχιάς της σελήνης από τον Κλερό (Alexis-Claude Clairaut, 1713-1765) και η ακριβής χρονική πρόβλεψη της επανόδου του κομήτη Χάλεϊ ήταν τα τρία αποφασιστικά βήματα που δικαίωσαν τη θεωρία του Νεύτωνα. Με μεγαλύτερη πίστη και περισσότερες ελπίδες κατόπιν, οι φυσικοί της εποχής συνέχιζαν να εφαρμόζουν τη θεωρία εξάγοντας πολλά σημαντικά αποτελέσματα, όπως του Λέοναρντ Όιλερ (Leonhard Euler, 1707-1783) στην υδροδυναμική, του Ζοζέφ Λουί Λαγκράνζ (Joseph Louis Lagrange, 1736-1813) στην αναλυτική μηχανική ή του Πιέρ Σιμόν Λαπλάς (Pierre Simon Laplace, 1749-1827) στην ουράνια μηχανική του.

Στα μαθηματικά από την άλλη, μία μεγάλη περιοχή είχε ανακαλυφθεί και περίμενε τους κατοπινούς επιστήμονες να τη χαρτογραφήσουν, η περιοχή της μαθηματικής ανάλυσης. Βασισμένοι στον απειροστικό λογισμό - αν και προτιμώντας την έκφρασή του από τον Λάιμπνιτς - πολλοί γνωστοί μαθηματικοί επέκτειναν την επιστήμη προς νέες κατευθύνσεις: οι Γιόχαν και Γιάκομπ Μπερνούλι (Bernoulli) με το λογισμό μεταβολών, ο Γκασπάρ Μονζ (Gaspard Monge) με τη διαφορική γεωμετρία, ο Λαγκράνζ στις διαφορικές εξισώσεις και την αναλυτική μηχανική, μία καθαρά αλγεβρική θεώρηση όπου εκμεταλλεύεται με άμεσο τρόπο τις άπειρες σειρές, και βέβαια ο Όιλερ σε μία πληθώρα προβλημάτων. Ήταν, μάλιστα, η γονιμότητα του λογισμού που έπεισε σταδιακά τους επιστήμονες να παραμερίσουν την κλασική γεωμετρία και μαζί με αυτήν και τα ελαττώματά της.

Ο άνθρωπος Νεύτων, χαρισματικός διανοητής αλλά προβληματικός χαρακτήρας, άργησε πολύ να κριθεί με αντικειμενικότητα από την επιστημονική κοινότητα της Αγγλίας. Οι πρώτοι του βιογράφοι — ακολουθώντας το ρεύμα της εποχής — περιορίζονταν στο να εξυμνούν τα επιτεύγματά του, ενώ η πρώτη φορά που αποκαλύφθηκαν δυσάρεστες πληροφορίες γύρω από τη ζωή του ήταν το 1835 από τον Φράνσις Μπέιλι (Francis Baily, 1774-1844), ιδρυτή της Αστρονομικής Βασιλικής Εταιρείας, και κατόπιν από τον Αουγκούστους ντε Μόργκαν (Augustus de Morgan). Από τότε έχουν γίνει πολλές μελέτες για τον Νεύτωνα, και ίσως η πιο γνωστή ανάμεσά τους είναι του Αμερικανού Ρίτσαρντ Γουέστφαλ (Richard Westfall)

Εικόνα ενός πρίσματος  που διαθλά το λευκό φως  στα χρώματα του φάσματος, 
όπως ανακάλυψε ο Νεύτων.


Η επιστημονική συνεισφορά του Νεύτωνα

Με την θεωρία της παγκόσμιας έλξης, ο Νεύτων αντιμετώπισε θεμελιώδη ερωτήματα που απασχολούσαν τη φυσική για καιρό και πρόσφερε μία σαφή και γόνιμη κοσμολογική αντίληψη, που γρήγορα υπερίσχυσε της αντίστοιχης καρτεσιανής11. Ακόμη, συνεισέφερε με ουσιαστικό τρόπο στην οπτική και συγκεκριμένα στη θεωρία χρωμάτων, όπου απέδειξε πειραματικά ότι το ηλιακό φως αποτελείται από επιμέρους χρώματα παρέχοντας την πιο εναργή θεωρία του 17ου αιώνα στον κλάδο αυτό.

Με την επινόηση του διαφορικού και ολοκληρωτικού λογισμού εισήγαγε στα μαθηματικά ένα εργαλείο έτοιμο να δώσει άμεσες λύσεις σε πολλά μαθηματικά και φυσικά προβλήματα αλλά και με πλατιά περιθώρια βελτίωσης. Τις περισσότερες φορές χάρη σε απειροστικές μεθόδους, ο Νεύτων εργάστηκε αποτελεσματικά επάνω σε προβλήματα που σήμερα φιλοξενούνται σε διακεκριμένα πεδία των μαθηματικών: τριγωνομετρικές σειρές, πεπερασμένες διαφορές, ταξινόμηση καμπυλών. Ασχολήθηκε ακόμη με την γεωμετρία, κλασική και αναλυτική, τη θεωρία αριθμών και την άλγεβρα, για την οποία μάλιστα συνέταξε το σημαντικό Arithmeticæ Universalis, ένα διδακτικό βιβλίο όπου γίνεται σαφής διαχωρισμός και μεθοδολογική αντιπαράθεση ανάμεσα στην (πρακτική) αριθμητική και την άλγεβρα και όπου αναπτύσσονται γενικές μέθοδοι επίλυσης βασικών αλγεβρικών προβλημάτων με σημαντική συνεισφορά στη θεωρία των εξισώσεων.












Παύλος Νιρβάνας "Το φλουρί του φτωχού"

Φλουρί Κωνσταντινάτο

Tο πρώτο φλουρί της βασιλόπιτας που μου έπεσε βγήκε μοιρασμένο. ‘Hταν αληθινό φλουρί, γιατί ο πατέρας μου τον καιρό εκείνο συνήθιζε να βάζει στη βασιλόπιτα του σπιτιού μας μια χρυσή αγγλική λίρα.
Πώς έρχονται τα πράματα καμιά φορά!
O πατέρας μου, όρθιος μπροστά στο αγιοβασιλιάτικο τραπέζι, έκοβε την πίτα, ονοματίζοντας κάθε κομμάτι ξεχωριστά, πριν κατεβάσει το μεγάλο μαχαίρι του ψωμιού. Aφού έκοψε το κομμάτι του σπιτιού, των αγίων, το δικό του και της μητέρας μου, πριν αρχίσει τα κομμάτια των παιδιών σταμάτησε, σαν να θυμήθηκε κάτι.
– Ξεχάσαμε, είπε, το κομμάτι του φτωχού. Αυτό έπρεπε να ‘ρθει ύστερ’ από τους αγίους. Aς είναι όμως. Θα το κόψω τώρα κι ύστερα θ’ αρχίσω τα κομμάτια των παιδιών. Πρώτα ο φτωχός.
Kατέβασε το μαχαίρι και είπε:
– Tου φτωχού.
Έπειτα θα ερχόταν το δικό μου κομμάτι, που ήμουν ο μεγαλύτερος από τα παιδιά.
Kαθώς τραβούσε όμως το κομμάτι του φτωχού, το χρυσό φλουρί κύλησε στο τραπεζομάντιλο. Tο κόψιμο της πίτας σταμάτησε. Kοιτάζαμε ο ένας τον άλλο κι ο πατέρας όλους μας.
– Ποιανού είναι τώρα το φλουρί; είπε η μητέρα μου. Tου φτωχού ή του Πέτρου; Eγώ λέω πως είναι του Πέτρου.
H καημένη η μητέρα! Tο είχε καημό να πέσει σ’ εμένα.
– Oύτε του φτωχού είναι, είπε ο πατέρας μου, ούτε του Πέτρου. Tο σωστό σωστό. Tο φλουρί μοιράστηκε. Ήταν ανάμεσα στα δυο κομμάτια. Kαθώς τα χώρισα με το μαχαίρι, έπεσε κάτω. Tο μισό λοιπόν είναι του φτωχού, το μισό του Πέτρου.
– Kαι τι θα γίνει τώρα; ρώτησε στενοχωρημένη η μητέρα μου.
Tι θα γίνει; συλλογιζόμαστε κι εμείς.
– Mην πονοκεφαλιάζετε, είπε ο πατέρας. Άνοιξε το πορτοφολάκι του, έβγαλε από μέσα δυο μισές χρυσές λίρες και τις ακούμπησε στο τραπέζι. Nα τι θα γίνει. Aυτή φυλάξτε τη, να τη δώσετε στον πρώτο ζητιάνο που θα χτυπήσει την πόρτα μας. Eίναι η τύχη του. H άλλη μισή είναι του Πέτρου.
Kαι μου την έδωσε.
– Kαλορίζικη! Kαι του χρόνου παιδί μου! Eίσαι ευχαριστημένος; Ήμουν και με το παραπάνω.
– Θα του τη δώσω εγώ με το χέρι μου, είπα.
Γελούσαμε όλοι με την παράξενη τύχη μου. T’ άλλα παιδιά με πείραζαν: «O σύντροφος του φτωχού». Mονάχα ο πατέρας μου δε γελούσε. Eκείνος με τράβηξε κοντά του, με φίλησε και μου είπε:
– Mπράβο σου! Eίσαι καλό παιδί.
Tο άλλο πρωί, μόλις ξυπνήσαμε, χτύπησε η πόρτα. Kάτι μου έλεγε πως ήταν ο ζητιάνος, που έφτανε βιαστικός να πάρει το μερίδιό του.
Έτρεξα στην πόρτα με τη μισή λίρα. Ήταν ένας γέρος φτωχός, με κάτασπρη γενειάδα, γερτός από τα χρόνια, και τρέμοντας από το κρύο μουρμούριζε ευχές.
– Πάρε, παππού, του είπα.
O γέρος το έφερε κοντά στα μάτια του για να το κοιτάξει καλύτερα. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως κρατούσε χρυσάφι στα χέρια του – τον καιρό εκείνο που όλοι έδιναν στους φτωχούς δίλεπτα και μονόλεπτα.
– Tι είναι αυτό, παιδάκι μου; με ρώτησε.
– Mισή λίρα είναι, παππού, του είπα. Πάρε την. Δική σου είναι.
O καημένος δεν ήθελε να το πιστέψει.
– Mήπως έκανες λάθος, παιδάκι μου; Για ρώτησε τους γονείς σου.
Tου εξήγησα με τι τρόπο είχαμε μοιραστεί το φλουρί της βασιλόπιτας. O γέρος έτρεμε από τη χαρά του. Σήκωσε ψηλά τα μάτια και είπε:
– O Θεός είναι μεγάλος! Nα ζήσεις, παιδάκι μου, και να σε χαίρονται οι γονιοί σου. Kαι ο Θεός να σ’ αξιώσει να ‘χεις πάντα όλα τα καλά και να τα μοιράζεις με τους φτωχούς και τους αδικημένους. Tην ευχή μου να ‘χεις!
Mου έδωσε την ευχή του, σήκωσε πάλι ψηλά κατά τον ουρανό τα μάτια και κατέβηκε με το ραβδί του τη σκάλα

















Η ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΑ


Βασιλόπιτα ονομάζεται η πίτα που παρασκευάζεται σε ορισμένες χώρες από τους χριστιανούς παραμονές της Πρωτοχρονιάς και κόβεται (μοιράζεται) λίγο αφότου αλλάξει ο χρόνος.
Στην Αθήνα συνηθίζεται η λεγόμενη «πολίτικη» Βασιλόπιτα η οποία παρασκευάζεται κυρίως από αλεύρι, αυγά, ζάχαρη και γάλα, κατασκευάζεται σε διάφορα μεγέθη και είδη αλλά συνήθως είναι φουσκωτή, αφράτη και γλυκιά. Σε άλλα μέρη επικρατούν άλλοι τρόποι κατασκευής με μπαχαρικά κ.α. Στη δυτική Μακεδονία αντί για την «πολίτικη» Βασιλόπιτα συχνά η βασιλόπιτα είναι μια τυρόπιτα ή πρασόπιτα. Βασικό όμως κοινό γνώρισμα είναι ότι στο εσωτερικό όλων τοποθετείται νόμισμα, συνήθως κοινό όμως σε ορισμένες περιπτώσεις χρυσό (κωσταντινάτο) ή ασημένιο. Στην ελληνική επαρχία, ανάλογα με το έθιμο, τοποθετείται στο εσωτερικό της βασιλόπιτας μικρό κομμάτι άχυρου, κληματόβεργας ή ελιάς ή, σε κτηνοτροφικές περιοχές, ένα μικρό κομμάτι τυρί, για να φέρουν καλή τύχη στην παραγωγή. Σε άλλα μέρη, αντί αυτού κατασκευάζουν μικρό στεφάνι από κληματόβεργες που όποιος το βρει στα χωράφια θα είναι τυχερός στα σπαρτά, ή στην ελαιοπαραγωγή ή στο κρασί κλπ.
Συχνά γράφεται πάνω στη βασιλόπιτα ο αριθμός του νέου έτους, με σειρές αποφλοιωμένων αμυγδάλων ή με ζάχαρη .


Το ελληνικό έθιμο

Η Βασιλόπιτα κατά το ελληνικό έθιμο κόβεται σε οικογενειακή συγκέντρωση αμέσως με τον ερχομό του νέου έτους κυρίως μετά από φαγοπότι όπου και ακολουθεί χαρτοπαιξία «για το καλό του καινούργιου χρόνου». Έτσι στις 12.00 ακριβώς τα μεσάνυχτα με την αλλαγή του έτους σβήνουν τα φώτα και μετά ένα λεπτό ξανανάβουν ευχόμενοι και αντευχόμενοι όλοι «χρόνια πολλά» και «ευτυχισμένο το νέο έτος».
Τότε προσκομίζεται η Βασιλόπιτα στο τραπέζι όπου ο νοικοκύρης αφού την σταυρώσει με το μαχαίρι τρεις φορές αρχίζει να τη κόβει σε τριγωνικά κομμάτια προσφερόμενο σε κάθε ένα παριστάμενο μέλος της οικογένειας ή φίλων και συγγενών με πρώτο κομμάτι του σπιτιού (ή του Χριστού της Παναγίας και του Άι Βασίλη), του σπιτονοικοκύρη, της σπιτονοικοκυράς και των άλλων παρισταμένων κατά τάξη συγγένειας και ηλικία με τελευταίο το κομμάτι του φτωχού ή πάλι του σπιτιού, χωρίς βέβαια να λησμονούνται τυχόν μετανάστες, ασθενείς και άλλα πρόσωπα της οικογένειας που για διάφορους λόγους δεν παρίστανται. Ανάλογα με την περίπτωση μπορεί να κοπεί κομμάτι "για την εταιρεία", "για το μαγαζί" κ.λ.π..
Το κόψιμο της Βασιλόπιτας γίνεται και τις άλλες μέρες του "Δωδεκαήμερου" των εορτών. Υπουργεία, γραφεία και σύλλογοι μπορεί να κόβουν βασιλόπιτες μέχρι και το μήνα Φεβρουάριο.

Ιστορία

Το έθιμο της βασιλόπιτας είναι πολύ παλαιό, προέρχεται από εκείνο το τελούμενο στην αρχαία εορτή των «Κρονίων» (των ρωμαϊκών «Σατουρναλίων») που παρέλαβαν οι Φράγκοι, από τους οποίους και προήλθε η συνήθεια της τοποθέτησης νομίσματος μέσα στη πίτα και της ανακήρυξης ως «Βασιλιά της βραδιάς» αυτού που το έβρισκε. Κατά άλλο έθιμο, αντί νομίσματος, έβαζαν φασόλι και αυτόν που το έβρισκε τον αποκαλούσαν "φασουλοβασιλιά".


Ορθόδοξη θρησκευτική παράδοση

Πέρα όμως αυτού του φράγκικου εθίμου, που επικράτησε στην Ευρώπη, υπάρχει και μία θρησκευτική παράδοση που συνδέει και με την προσωπικότητα του Μεγάλου Βασιλείου. Κατά την θρησκευτική λοιπόν παράδοση κάποτε στη Καισαρεία της Καππαδοκίας στη Μικρά Ασία που επίσκοπος ήταν ο Μέγας Βασίλειος ήλθε να τη καταλάβει ο Έπαρχος της Καππαδοκίας με πρόθεση να τη λεηλατήσει. Τότε ο Μέγας Βασίλειος ζήτησε από τους πλούσιους της πόλης του να μαζέψουν ότι χρυσαφικά μπορούσαν προκειμένου να τα παραδώσει ως "λύτρα" στον επερχόμενο κατακτητή. Πράγματι συγκεντρώθηκαν πολλά τιμαλφή. Κατά την παράδοση όμως είτε επειδή μετάνιωσε ο έπαρχος, είτε (κατ΄ άλλους) εκ θαύματος ο Άγιος Μερκούριος με πλήθος Αγγέλων απομάκρυνε τον στρατό του, ο Έπαρχος απάλλαξε την πόλη από επικείμενη καταστροφή. Προκειμένου όμως ο Μέγας Βασίλειος να επιστρέψει τα τιμαλφή στους δικαιούχους, μη γνωρίζοντας σε ποιόν ανήκει τι, έδωσε εντολή να παρασκευαστούν μικροί άρτοι εντός των οποίων τοποθέτησε ανά ένα των νομισμάτων ή τιμαλφών και τα διένειμε στους κατοίκους την επομένη του εκκλησιασμού. Το γεγονός αυτό απέληξε σε διπλή χαρά από της αποφυγής της καταστροφής της πόλης και συνεχίσθηκε η παράδοση αυτή κατά τη μνήμη της ημέρας του θανάτου του (εορτή του Αγίου και Μεγάλου Βασιλείου).



Ενδεικτική συνταγή

Βασιλόπιτα με προζύμι

Υλικά: 850 γρ. αλεύρι, 100 γρ. μαγιά μπίρας, 6 αυγά, 180 γρ. βούτυρο, 180 γρ. ζάχαρη, 1 κοφτή κουταλιά αλάτι, 100 γρ. κάντιτα, 100 γρ. σταφίδα και ξύσμα ενός πορτοκαλιού.

Εκτέλεση: Ανακατεύουμε τα 100 γρ. αλεύρι με την μαγιά, διαλυμένη προηγουμένως σε χλιαρό νερό κάνουμε έτσι ένα προζύμι και το αφήνουμε σε χλιαρό μέρος για 3 ώρες. Ζυμώνουμε το υπόλοιπο αλεύρι με τα αυγά ολόκληρα, το βούτυρο διαλυμένο, τη ζάχαρη, το αλάτι και το ανεβασμένο προζύμι. Εξακολουθούμε το δούλεμα για αρκετή ώρα μέχρι να πετύχουμε μια πυκνή ζύμη. Προσθέτουμε το κίτρο κάντιτα ψιλοκομμένα, την σταφίδα και το ξύσμα πορτοκαλιού.

Αφήνουμε να φουσκώσει η ζύμη μέχρι να διπλασιαστεί σε όγκο και μετά την πλάθουμε σε θολωτό σχήμα χαράζοντας ένα σταυρό στην επιφάνεια. Ψήνουμε την πίτα σε φούρνο 180 βαθμούς για μια ώρα περίπου. Μετά το ψήσιμο θα πρέπει να περάσουν τουλάχιστον 24 ώρες πριν την σερβίρουμε. http://www.bakeries.gr/











ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΣΑΚΑΛΗΣ "Φιλοσοφίες"


Ανηφορίζοντας για το βουνό
με το δισάκι μου γεμάτο
αποξηραμένα φρούτα
και καπνό
σκέφτομαι ξανά
ποιος είμαι και πού πάω
αφού περπάτησα πολύ
βρήκα ένα ξέφωτο
ανάμεσα στα δέντρα
του δάσους
έστησα τη σκηνή μου
και είπα χαμηλόφωνα
"αχ, εδώ είσαι άρχοντας"
έφαγα λίγο
ήπια τσίπουρο
απ΄το μπουκάλι
και ζεστάθηκε το είναι μου
ποιος είμαι λοιπόν
και πού πάω, αναρωτήθηκα
να είμαι ζωντανός
να γίνομαι ένα με τη φύση
αυτό είναι το νόημα της ζωής
τόσο απλά
αφήνω τις φιλοσοφίες
για τους άλλους.


H φωτογραφία είναι από 
https://pt.depositphotos.com/





ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΑΜΟΛΑΔΑΣ "ΥΣΤΑΤΗ ΣΤΙΓΜΗ"


Αγάπη του πόθου το αγρίμι
συναίσθημα μοναχικής ψυχής
που σπαράζει σε αγκαλιά κενή,
απλωμένη σε χείλη που ποτέ
δεν άγγιξαν τα δικά σου ούτε στιγμή...
Άσε με να σε λέω αγάπη
και ας μην με αγάπησες πολύ,
το όνομα σου λατρεία
το κορμί σου ομορφιάς υπερβολή...
Και να τώρα καίγομαι στα πόδια σου
δίχως έλεος χωρίς ντροπή,
εσύ η κορύφωση του έρωτα,
εσύ του πάθους η διαδρομή...
Κοίτα με την ύστατη στιγμή
είμαι εδώ γονατιστός
αγάπησε με όπως μου αξίζει
και εγώ θα είμαι στον έρωτα μου
Θα παραμείνω πιστός....
Αντώνης Σαμολαδάς


Η φωτογραφία είναι από το https://www.pinterest.es/





Carpe "Δύναμη Σιωπής"

 Lorena Tinajero - Loud Silence

Πιο δυνατή απ'τα λόγια η σιωπή

μέσα της κάτι ζει.

Τρυπώνει στο σκοτάδι ,

βαδίζει στα απόσκια του νου.

Χείλη σφραγισμένα  

με της σιωπής τη δύναμη

αρκούνται στη σάρκα φορεσιά τους.

Τα ένστικτα αγγίζουν το σώμα

βουλιάζουν και χάνονται

στης θάλασσας τα βάθη.

Κρατώ σφιχτά το χρόνο που μου δόθηκε,

 μια σιωπή ξελόγιασε

τα έρημα τοπία του.

  Carpe.