Είμαι ελεύθερη
🌼
ΑΤΙΤΛΟ
Δεν κάνουμε εκπτώσεις στον ουρανό
-ίσως μας κλέψανε τη γη μας-
ακόμα ακόμα και τη ζωή μας
και αναρωτιέμαι συχνά πόσο αμαχητί
παραδοθήκαμε....
όμως εκπτώσεις δεν κάνουμε στον ουρανό.
🌼
ΕΠΙΤΥΜΒΙΟΝ
Ενθάδε κείται ο μεγάλος απών
πτέραρχος στρατηγός ή στρατηλάτης
που μόνος του κατέκτησε πόλεις κι ηπείρους.
Ενθάδε κείται ο μεγάλος απών
βασιλιάς φαραώ η αυτοκράτωρ
που μόνος του έκτισε Αγίες Σοφίες και πυραμίδες.
Ενθάδε κείται ο μεγάλος απών
Μοναδικός τετιμημένος της μνήμης μας.
🌼
Οπτασία
Πέρασε από δίπλα μου ειρωνικά
Σαν οπτασία
Ίσα που μ άγγιξε στο χέρι
η σκιά του…..
κι ύστερα μου αρνήθηκε
όχι μόνο τη μέρα
ούτε ακόμα τη νύχτα
την χαρά η τη θλίψη
μου τα αρνήθηκε όλα
το δίκαιο της προσμονής
το άδικο της αναμονής
και το δικαίωμα στο αντίο…
Παράξενο στ αλήθεια
το πέρασμα του δίπλα μου...
ΠΕΖΑ
Η επόμενη μέρα
Την επόμενη μέρα αναμετράς τις απώλειες,
τις νίκες και τις ήττες,
τα συν τα πλην..
τα σωστά και τα λάθη.
Η επόμενη γενιά θα σε κρίνει γι αυτά.
Και θα σ αμφισβητήσει σε όλα ακόμα και στο εάν πολέμησες...
Και είναι αυτό που πιότερο με πληγώνει, Ερχονται και αμφισβητούν οι επόμενοι, που δεν το ζησαν δεν αγωνίστηκαν -είτε αγωνίστηκαν με την ασφάλεια όμως του απυρόβλητου-.
Δεν είχαν περάσει 20 χρόνια από το πολυτεχνείο, όταν κάποιοι αδιόριστοι εκπαιδευτικοί διαμαρτυρόμενοι είχαν προβεί σε κατάληψη του υπουργείου παιδείας.Εκεί λοιπόν στην οδό Μητροπόλεως τα "παιδιά" είχαν κάνει κατάληψη. Αδιόριστοι εκπαιδευτικοί τουλάχιστον τριαντάρηδες κι απέξω οι γονείς ανήσυχοι. Ο δημοσιογράφος του Δεύτερου τους μίλησε και στο ραδιόφωνο σπάραζε η αγωνία της μάνας "τα παιδιά δεν έχουν τρόφιμα δεν έχουν σερβιέτες, υγρά για τους φακούς επαφής " Ο αγώνας μεταλλάχθηκε.. Η επόμενη γενιά της σερβιέτας και των φακών επαφής, του διορισμού... της ανωριμότητας,Των παιδιών που δεν απογαλακτίστηκαν δεν ενηλικιώθηκαν, (και όχι δεν τους βάζω όλους στο ίδιο τσουβάλι). Αυτή η γενιά μας κατέστρεψε.. Η επόμενη...
Αφήστε το πολυτεχνείο ήσυχο.. πέντε δέκα ήταν που το εκμεταλλεύτηκαν. Οι άλλοι οι ανώνυμοι κυκλοφορούν αθόρυβα ανάμεσα μας ...και θλίβονται γιατί...
"Πέρασαν για πάντα
οι παλιές ιδέες, οι παλιές αγάπες
οι κραυγές.
Γίνανε παιχνίδι στα χέρια των παιδιών "
🌼
Μόνη ελπίδα η φωτιά...
Η Δούκισσα της Πλακεντίας αγαπούσε πολύ την κόρη της, όπως άλλωστε και κάθε μάνα θα αγαπούσε την κόρη της. Λένε πως σαν εκείνη πέθανε , η μάνα ταρίχευσε το πτώμα κι έζησε μαζί της για χρόνια μέχρι που το μεγαλόπρεπο σπίτι κάηκε. Μαζί και η μούμια της κοπέλας και η μάνα αποτρελάθηκε… Τώρα αυτό που έχει απομείνει είναι ένα μεγαλόπρεπο ρημαγμένο κτίριο.
Κάνω πάλι περίεργους συνειρμούς. Σαν να βλέπω την Ελλάδα του σήμερα. Προσκολλημένοι στο χτες στα μεγαλόπρεπα αρχαία ονόματα,στις πέτρες και τα αγάλματα,τις μουσικές τους ποιητές, την δημοκρατία και τους αγώνες.
Όλα έχουν πεθάνει πια. Μα εμείς τα ταριχεύσαμε και τα συντηρούμε, τα αναπαράγουμε αλλά τρόπο να τα ζωντανέψουμε δεν έχουμε. Βέβαια στην Ελλάδα ο θάνατος δεν ήταν αναπόφευκτος.Τον επιτρέψαμε, παρακολουθώντας απαθείς παραδομένοι πλήρως σε λαοπλάνους αρχηγούς,που μας ξεπούλησαν πολύ εύκολα και πολύ απλά πολλά χρόνια πριν.
Και μείς απαθείς… Ζούμε μέσα στο κουφάρι μιας χώρας που έχει πεθάνει και απλά αναμασάμε το παρελθόν. Μόνη η ελπίδα η φωτιά. Είτε για να χαθούμε οριστικά, είτε για να αναγεννηθούμε μέσα από τις στάχτες..
Μόνη ελπίδα η φωτιά….
🌼
Αποκαθήλωση
Χιλιάδες κόσμου καθισμένοι στριμωχτά πάνω στις κερκίδες, τα διαζώματα ακόμα και καταγής στο γρασίδι περίμεναν με ανυπομονησία να ξεκινήσει η εκδήλωση. Κάποιοι κρατούσαν στα χέρια τους αναμμένα κεριά και άλλοι άναβαν τους αναπτήρες τους και σήκωναν τα χέρια τους ψηλά. Ένα υπόκωφο μουρμουρητό δυσφορίας είχε ξεσηκωθεί, η εκδήλωση κινδύνευε να καταλήξει σε φιάσκο αφού εκείνοι εκεί πάνω, οι διοργανωτές, δεν σταματούσαν τα άχαρα και προβλέψιμα λογύδριά τους.
Είχαν κάνει, άλλωστε άπειρες πρόβες μπροστά στον καθρέφτη, αναγκάζοντας τη φάτσα τους να δείχνει θλιμμένη, βουρκώνοντας τα μάτια τους. Μιλούσαν με σπασμένη φωνή για το χαμένο φίλο τους. Εκείνος- ο μεγάλος απών- τους κοιτούσε από ψηλά, από την τεράστια φωτογραφία , σκυθρωπός, αμέτοχος στα συμβάντα εκείνης της βραδιάς. Ο κόσμος είχε αγανακτήσει, ένα κλίμα αποδοκιμασίας πήγε να σηκωθεί να καλύψει τα λόγια των επάνω, αλλά εκείνοι πρόλαβαν έγκαιρα να σώσουν το φιάσκο.
Πρόσμενε και αυτός σαν το πλήθος να το βουλώσουν οι επάνω. Καθισμένος μπροστά μπροστά, στην καλύτερη θέση ανάμεσα στις διασημότητες και τους επίσημους, που σχολίαζαν το παρελθόν και το νεκρό, άκουγε σκόρπιες κουβέντες, κάποιοι έλεγαν ¨”ο καημένος” , κάποιοι άλλοι ο “φτωχός’, κενά λόγια θλίψης και οίκτου. Δεν έπρεπε να έρθει, έχει αποφασίσει μέρες πριν να μην έρθει, αλλά την τελευταία στιγμή μία εσωτερική παρόρμηση τον οδήγησε εδώ. Κι ας το ξερε καλά πώς΄δεν θα είχε το σθένος να ξεπεράσει μια τέτοια συγκίνηση. Μήνες τώρα οι αφίσες κατέκλυσαν την πόλη, καλώντας το κοινό στο στάδιο για τη συναυλία. Μήνες τώρα όπου και να γυρνούσε έβλεπε τη φωτογραφία του. Δεν ήταν η πρώτη φορά που γινόταν αυτή η σύναξη, κάθε χρόνο στην επέτειο του θανάτου του, γινόταν εκδήλωση. Και ο κόσμος ερχόταν, πιστός φίλος, μοναδικός πιστός φίλος.
Εκείνος, τις προηγούμενες φορές είχε έρθει απρόσκλητος, ανώνυμος μέσα στο πλήθος. Έκλαιγε βουβά, δίχως δάκρυα προσπαθώντας να λυτρωθεί από τον πόνο που του δάγκωνε τα σπλάχνα. Τότε ήξερε πως δεν άντεχε άλλη τέτοια συγκινησιακή περιπέτεια. Δεν άντεχε να ξανακούσει την ίδια μουσική , τα ίδια λόγια συμπάθειας, δεν άντεχε να ξαναδεί τις ηλίθια θλιμμένες φάτσες τους. Θυμόταν έντονα της τελευταίας φοράς τα συμβάντα, καθόταν στις πίσω κερκίδες και είχε χαθεί στις αναμνήσεις του δίχως να συμμετέχει στο παρόν. Η συναυλία τελείωσε, ο κόσμος έφυγε και μόνο όταν ο φύλακας τον πέταξε με τις κλωτσιές έξω από το στάδιο, μόνο τότε, βρέθηκε στο παρόν. Συνειδητοποίησε τι έτρεχε και -μόνο τότε -πρόλαβε να δει να κατεβάζουν τη φωτογραφία του, έτσι ψυχρά. Η “αποκαθήλωση” είχε σκεφτεί μόνο.
Τώρα όμως ήταν αλλιώς, τον είχαν καλέσει επίσημα, με μπιλιετακι ταχυδρομικό λες κι ήταν ξένος, του είχαν παραχωρήσει μάλιστα θέση τιμητική. Ανακοίνωσαν την παρουσία του από τα μεγάφωνα και είχε νιώσει τα βλέμματα όλων στραμμένα πάνω του, ακόμα και την κάμερα της τηλεόρασης. Επιτέλους σταμάτησαν. Τώρα είχε το λόγο άλλος, ένα μπουζούκι άρχισε, μετά μία κιθάρα και ο γνώριμος σκοπός ξεχύθηκε σε όλο το στάδιο. Ο κόσμος άρχισε να χειροκροτά και ύστερα ένα κερί άναψε ναι, κι έπειτα άλλο, κι άλλο, ώσπου στο τέλος το στάδιο μεταβλήθηκε σε ένα ατελείωτο κοιμητήρι. Πολλές μελωδικές φωνές που αποτελούσαν την χορωδία έψαλλαν θαρρείς με κατάνυξη τα τραγούδια του. Όλα είχαν αλλάξει με μιας και η μαγεία κατέκλυσε την ατμόσφαιρα. Ακόμα και η καρδιά του γέρου γλυκάθηκε. Ξέχασε για λίγο την πίκρα του κι έπιασε τον εαυτό του να σιγοτραγουδά. Μόνο εκείνος -ο νεκρός- είχε απομείνει στο βάθρο του αμέτοχος σε όλα. Η μουσική είχε φτάσει στο φόρτε της, ο κόσμος αποθέωνε χτυπώντας ρυθμικά παλαμάκια και ο πρώτος εκνευρισμός είχε ξεχαστεί. Ο γέρος πίστεψε ξάφνου πως όλα ήταν ένα όνειρο... πώς εκείνος ζούσε και διεύθυνε πάλι την ορχήστρα του και τραγουδούσε μόνος του. μα η φωνή ήταν ξένη.. Γύρισε στο παρόν απότομα, στην καρδιά του η ίδια πάλι δαγκωματιά , στο στήθος η σιδερένια γροθιά, κάτι έσπασε μέσα του. Η κάμερα πάλι επάνω του κι αυτός δεν ήθελε να κλάψει.
Εκείνος έμεινε αμέτοχος από ψηλά… ψηλότερα από όλους αδιαφορούσε. Δεν τον άγγιζε τίποτε, ούτε η αποθέωση του κοινού, ούτε τα ψεύτικα δάκρυα των φίλων του, ούτε τα αληθινά του γέρου. Σε αυτή τη φωτογραφία κόλλησε ο γέρος τα μάτια του, περιεργάστηκε το γνώριμο πρόσωπο, τα πρόωρα ασπρισμένα μαλλιά, η ματιά φουρτουνιασμένη, το ύφος κατσούφικο, διέκρινε κανείς τη μελαγχολία, σαν να ήθελε τούτη η φωτογραφία να υποδηλώσει την ιδιαιτερότητα του καλλιτέχνη. Το ήξερε καλά τούτο το πρόσωπο ο γέρος, τόσο καλά που και πάλι ξεχάστηκε, πήγε να του μιλήσει αλλά συγκρατήθηκε πάλι - ευτυχώς- η κάμερα ήταν επάνω του και δεν ήθελε, διάβολε, με τίποτα δεν ήθελε να φανερώσει τη θλίψη του. Γιατί στα αλήθεια του κόλλησε τόσο επίμονα τη λέξη; “Αδικία” . Άδικα υπήρχαν πολλά μα τούτο το άδικο ήταν το μεγαλύτερο, έτσι έλεγε ο γέρος.. “ άδικο για μένα, άδικο για σένα” πάλι είχε παρασυρθεί και του μιλούσε σαν να ήταν ζωντανός. Το συνήθιζε τα βράδια που κοιτούσε τις φωτογραφίες του. Από τότε που είχε φύγει και η γυναίκα του, είχε απομείνει μοναχός, το συνήθιζε ν΄ανοίγει το άλμπουμ και να μιλά με τα στιγμιότυπα. Κάποτε ξεχνιόταν και τους μιλούσε σαν να μην είχαν φύγει, όταν συνερχόταν, η σουβλερή γροθιά τον έκανε να κλαίει. Άλλοτε πάλι δεν κατάφερνε να ξεχαστεί και τότε δεν παρηγορούνταν ούτε στιγμή, “Άδικο”, μουρμούρισε τώρα ο γέρος “και για μένα και για σένα”.
Τα κεριά κόντευαν να λιώσουν, η μουσική όμως συνεχιζόταν χωρίς διακοπή. Ο κόσμος τραγουδούσε με την ψυχή του, πήγε πάλι να ξεχαστεί, να πάψει να πονάει, να παρηγορηθεί για λίγο, μα δεν πρόλαβε, του ήρθε στο μυαλό η αποκαθήλωση της προηγούμενης φοράς. Έτσι ξαφνικά. Οι αναπτήρες είχαν σβήσει και η μουσική ακουγόταν τώρα κουρασμένη και υποτονική. Μόνο ο κόσμος παρέμεινε πιστός και τραγουδούσε με το ίδιο σθένος.… και εκείνος ψηλά το ίδιο αμέτοχος και αδιάφορος πάνω στο μελαγχολικό βάθρο του. “Αδικία”σκέφτηκε ο γέρος “ πάλι θα σε αποκαθηλώσουν και σε λίγο καιρό, πάλι θα ξανά πιουν το αίμα σου πάλι και πάλι μέχρι να στερέψει” “Αδικία”, μουρμούρισε πάλι και ο διπλανός τον κοίταξε παραξενεμένος. Τον αγνόησε. Κοίταξε πάλι το πρόωρα γερασμένο πρόσωπο της φωτογραφίας. Μέτρησε μία μία τις ρυτίδες και που μίλησε για άλλη μία φορά νοερά. “ Μόνο εσύ μένεις εκεί μακριά από όλους χωρίς να σε ενδιαφέρει τίποτα πια... Η να σε αγγίζει.” Εκείνος δεν απάντησε. Ξάφνου όλη η πίκρα, που χρόνια έκλεινε μέσα του, στέρεψε ξαφνικά δεν μπορούσε άλλο να την αντέξει. Σηκώθηκε απότομα και διέσχισε το πλήθος παλεύοντας να βρει την έξοδο, τυφλωμένος από τα δάκρυα, αγνόησε την κάμερα δεν τον ένοιαζαν πια τα σχόλια, έφτασε στην έξοδο ψηλαφίζοντας….
Και μόνο τότε γύρισε και κοίταξε τη φωτογραφία για τελευταία φορά την φωτογραφία του πεθαμένου γιου του και του μίλησε συνεπαρμένος. “ Τα κοράκια…” Εκείνος για πρώτη φορά βγήκε από την αταραξία του, συμφώνησε κουνώντας καταφατικά το κεφάλι κι η ματιά του συννέφιασε πιότερο.
Όμως κανείς μα κανείς άλλος δεν το πρόσεξε.
Το κείμενο αυτό είναι φανταστικό, Γράφτηκε όμως με αφορμή τη μεγάλη συναυλία που δόθηκε το 1985 στη μνήμη του Μάνου Λοΐζου. Στην πρώτη σειρά καθόταν ο πατέρας του Ανδρέας Λοΐζου...Που είχε χάσει το μοναδικό παιδί του.
Αθηνά Κοτσόβολου
🌼
Αθηνά Μανωλακέα - Όταν οι Άγγελοι κατεβαίνουν στη γη.
Γεννήθηκα κατά τις γραφές του Ελύτη «ξημερώνοντας τoυ Αγιαννιού με την αύριο των Φώτων» και ίσως γι αυτό να με στοιχειώνει η ποίηση και η ανάγκη της καταγραφής εικόνων, γεγονότων, σκέψεων και συναισθημάτων. Γεννήθηκα στις αμμουδιές του Ομήρου στην «ομορφόκτιστη Ιρή» και το όνομα μου αρχαίο και βαρύ στους ώμους μου. Σαν γεννήθηκα, η τρίτη κόρη, οι γιαγιάδες είχαν ήδη ονοματιστεί και εγώ βρισκόμουν μεταξύ του «Δήμητρα» (από τον πατέρα του πατέρα μου) και του «Ιωάννα» της ημέρας της γεννήσεως μου και της μνήμης του Αγίου Ιωάννη. Παρ΄όλα αυτά η μητέρα μου είχε την εξαιρετική ιδέα να βαπτιστώ Αθηνά εις μνήμην και σε τιμή της Αθηνάς Μανωλακέα, που ποτέ δεν γνώρισα αλλά ακόμα και τώρα ο πατέρας μου δεν μπορεί να αναφερθεί σε αυτή χωρίς να κλάψει.
Για αυτή τη γυναίκα θέλω να μιλήσω σήμερα και είναι κάτι που το έχω τάξει εδώ και καιρό, χωρίς στοιχεία χωρίς υλικό ούτε μια φωτογραφία μόνο από τις διηγήσεις των ανθρώπων που βρέθηκε δίπλα τους και τους χάρισε την αγάπη της. Επρόκειτο για γυναίκα ιδιαίτερου ψυχικού μεγαλείου και ανθρωπιάς.
Θα πρέπει εδώ να αναφέρω κάτι από τα έθιμα και τα ήθη της Μάνης, όπου ήταν πολύ διαδεδομένος ο θεσμός της σύγκρυας (συν-κυρία). Ο χήρος συχνά ερχόταν σε δεύτερο γάμο, και η δεύτερη γυναίκα του (συνήθως κατώτερης οικονομικής τάξης) όφειλε σεβασμό στην μνήμη της πρώτης συζύγου, στους γονείς και τους συγγενείς αυτής (τον ίδιο σεβασμό βέβαια όφειλαν και αυτοί σε εκείνη). Επιπλέον αυτή όφειλε να φροντίσει τα παιδιά της μακαρίτισσας και να τελεί τα καθιερωμένα μνημόσυνα. Τέτοια περίπτωση θεωρείται η περίπτωση του Δημητρίου Κοτσόβολου, δηλαδή του παππού μου, ο οποίος ήρθε σε πρώτο γάμο με την Ελευθερία Μανωλακέα. Θεωρήθηκε σώγαμπρος γιατί κατοίκησαν στο σπίτι που αυτή είχε κατά συγκυριότητα με την ανύπαντρη αδελφή της Αθηνά. Το παιδί τους πέθανε βρέφος ύστερα από την πράξη της μαμής να κάψει λίγο τα γεννητικά όργανα του μωρού μην αρρωσταίνει. Αργότερα απεβίωσε και η Ελευθερία.
Την εποχή εκείνη, 1928, η συγκατοίκηση χήρου και ανύπαντρης κουνιάδας σ ένα σπίτι σε μια μικρή κοινωνία θα ήταν αντικείμενο κακόβουλου σχολιασμού. Τότε η Αθηνά μη θέλοντας να διώξει το γαμπρό της από το σπίτι ζήτησε από αυτόν να ξαναπαντρευτεί και μάλιστα του υπέδειξε τη Γιωργίτσα Αβράμη, τη γιαγιά μου, που για την εποχή της ήταν «γεροντοκόρη», ανύπαντρη στα 28 της. Οι δυο γυναίκες συγκατοίκησαν για πολλά χρονιά ακόμα μετά το θάνατο του παππού, και μάλιστα τις συνέδεσε μια ιδιαίτερη φιλία.
Οι εξιστορήσεις που έχω από το πατέρα μου και τη γιαγιά μου δεν είναι ιδιαίτερα λεπτομερείς, συγκλίνουν όμως στην ψυχική ομορφιά αυτής της γυναίκας. Πρέπει να ήταν κουτσή και πολύ καλή νοικοκυρά. Η γιαγιά μου αντίθετα έβλεπε τις δουλειές του νοικοκυριού σαν μπελά και ποτέ της δεν τα κατάφερε (ούτε ποτέ θέλησε), αγαπούσε να δουλεύει στα κτήματα και ήταν πιο δυνατή και από άντρα. «Μπορεί τα ρούχα μου να ήταν χιλιομπαλωμένα αλλά ήταν πάντα πεντακάθαρα» διηγείται ο πατέρας μου. Και όταν πέθανε ο παππούς, κάπου στα 1942, οι δύο γυναίκες συμβίωσαν σαν αδελφές, φτωχά μεν, η μία δουλεύοντας έξω και η άλλη φροντίζοντας τα παιδιά σαν ήταν δικά της. Και αν καμία φορά η γιαγιά μου λύγιζε από το φόβο της φτώχειας, της χηρείας και της ορφάνιας των παιδιών της, η Αθηνά τη γαλήνευε και της απαντούσε «για όλους έχει ο Θεός» και ο Θεός είχε στείλει στη γη αυτήν να προστατέψει εκείνους που μπορούσε… Δίχως να αναφέρει τίποτα και σε κανέναν, η Αθηνά είχε πάει μόνη της στο Συμβολαιογράφο και τα είχε όλα κανονισμένα και πληρωμένα να μείνουν όλα στον πατέρα μου( τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια του είχαν ήδη πεθάνει) και όχι στους εξ αίματος συγγενείς της.. Και το σπίτι και τα κτήματα.
Ο πατέρας μου μεγάλωσε με δύο μανάδες που τον αγάπησαν και οι δύο. Οι Κινέζοι λένε κάτι σοφό «Το να μεγαλώνεις το παιδί ενός άλλου είναι μεγάλη ευθύνη» και η Αθηνά την ανέλαβε πρόθυμα όχι γιατί έπρεπε αλλά γιατί αυτό της υπαγόρευε η καρδιά της.
Έπασχε από βαρύ άσθμα και όταν η κατάσταση της χειροτέρεψε , προσβεβλημένη από μεταδοτική και θανατηφόρα ασθένεια έκανε αυτό που άλλοι δεν θα έκαναν, την πράξη της υπέρτατης καλοσύνης. Ζήτησε από τη γιαγιά μου να της φτιάξει ένα υποτυπώδες κρεβάτι από ξερά κλαδιά, στην αυλή κάτω από την πορτοκαλιά, βγήκε από το σπίτι της και αρνήθηκε να ξαναμπεί, ζητούσε μόνο από την γιαγιά μου να της αφήνει φαγητό και νερό σε απόσταση ασφαλείας και μόνο όταν εκείνη αποχωρούσε το έπαιρνε.. Γιατί νοιαζόταν.. από Αγάπη και μόνο.
Όταν πολλά χρόνια μετά το θάνατο της στα 1981 η γιαγιά μου η Γιωργίτσα βρέθηκε ετοιμοθάνατη στο νοσοκομείο μετά από ένα εγκεφαλικό που υπέστη κατά τη νοσηλεία της, όταν πήγα να τη δω με ρώτησε ποια είμαι. Ούτε εμένα ούτε τις αδελφές μου θυμόταν. Της είπα η «Αθηνά» …Η «Αθηνούλα μου», είπε … και κατάλαβα πως δεν έβλεπε εμένα μα εκείνη την Αθηνά την προστάτιδα της, τη φίλη της, την αδελφή της εκείνο τον Άγγελο στη Γη…
Ούτε η Αρχαία μεγαλόπρεπη θεά, ούτε ο Όμηρος , ούτε οι γραφές του Ελύτη… Το μεγαλείο βρίσκεται σε αυτές τις παλιές λησμονημένες ιστορίες των καθημερινών ανθρώπων, που μέσα στην απλότητα της αμάθειας τους ήξεραν τη ζωή.
΄Ηξεραν να αγαπούν…΄
🌼
Με τα μάτια ενός παιδιού
Πες μου τι βλέπεις, ρώτησα τη μικρή μου φίλη τη Βασιλική. Τι βλέπεις στα σύννεφα, δες με τη φαντασία σου.
Η Βασιλική με ρώτησε τι βλέπω εγώ .
"Πες πρώτη " της είπα.
Δεν δίστασε πολύ. "Μια μπαλαρίνα!!" και μου περιέγραψε και τη χορευτική κίνηση.
Ομορφη στιγμή να συνειδητοποιείς ότι στα πενήντα δυο σου βλέπεις ακόμα τα σύννεφα με τα μάτια ενός παιδιού...
Εβλεπα το ίδιο!!!
Μικρή Μαντίνεια 18/11/2016
🌼
Ήτανε μια Φορά κι ένας Καιρός που ψάχνανε απελπισμένα να βρουν παραμύθια.
Ήτανε μια Φορά κι ένας Καιρός που ψάχνανε απελπισμένα να βρουν παραμύθια.
Τα παραμύθια είχαν πολύ καιρό χαθεί, πικραμένα γιατί κανείς δεν τα πίστευε πια. Έβλεπαν τις καρδιές των παιδιών να σκληραίνουν αλλά και των μεγάλων … και έτσι αποφάσισαν να φτιάξουν το δικό τους παραμύθι, για γλυκάνουν ξανά τις καρδιές των παιδιών.
-Να πάρουμε το μπλε του ουρανού, είπε η Φορά ενθουσιασμένη, που είχε σκεφτεί κάτι σπουδαίο.. Έτσι πάντα λειτουργούσε παρορμητικά και συχνά έσπαγε τα μούτρα της.
Ο Καιρός, που -αν μη τι άλλο- γνώριζε πολύ καλά πως είχε γυρίσματα, δεν συμμερίστηκε την ξαφνική της απόφαση.
-Για ποιόν ουρανό μιλάς, δεν βλέπεις που πλέον η γη γέμισε ψηλά τεράστια κτήρια που φτάνουν μέχρι κει πάνω;.. Όταν οι άνθρωποι σηκώνουν το κεφάλι δεν βλέπουν παρά μόνο τοίχους, επιγραφές και διαφημίσεις για προιόντα και νομίζουν πως αν τα αποκτήσουν θα είναι ευτυχισμένοι.
Η Φορά όμως παρά-ήταν ενθουσιώδης… Όταν της καρφωνόταν κάτι στο μυαλό, θα το έκανε. Το κουβέντιαζε βέβαια με τον Καιρό, πού ήταν έμπειρος και άρα σοφός, αλλά ποτέ δεν τον άκουγε ούτε έδινε σημασία στα σημάδια του.
-Θα πάρουμε και χρυσό από τα αστέρια, συνέχισε χωρίς να παίρνει ανάσα και τα μάγουλα της κοκκίνιζαν και τα μάτια λαμπύριζαν.
-Ξεχνάς είπε ο Καιρός ατάραχος.. ξεχνάς τ’ αστέρια είναι στον ουρανό και για να τα δεις θα πρέπει να σβήσουν όλα τα φώτα της γης. Και οι άνθρωποι έχουν καλύψει με τα κτήρια τους τον ουρανό και ανάβουν τόσα πολλά φώτα τις νύχτες που τα αστέρια δες φαίνονται.
Πεισματωμένη η Φορά ζάρωσε τα χείλη της και χτύπησε το πόδι κάτω …
-Να πάρουμε μαγεία από τις νεράιδες και τα ξωτικά του δάσους και τα φύλλα των δέντρων και…
Βλέποντας πως ο Καιρός ετοιμάσθηκε πάλι να την αντικρούσει, η Φορά πρόλαβε..
-..και ξέρω τι θες να πεις, ότι τα δάση τα κάψανε οι άνθρωποι , ότι δεν υπάρχουν νεράιδες και ξωτικά, όμως δεν μπορούμε να αφήσουμε τα παιδιά πικραμένα, πρέπει να τα βοηθήσουμε να ξαναβρούν ….
-Ξεχνάς, την διέκοψε ο Καιρός, ξεχνάς πως όλα αυτά που λες τα παραμύθια των παιδιών τα είχαν και δεν τους είναι πλέον αρκετά για να τα κάνουν χαρούμενα.
Ίσως για πρώτη φορά αυτή σώπασε… Άκουσε τα σημάδια του Καιρού και αναγνώρισε πώς είχε δίκιο. Σώπασε μα δεν ήταν για πολύ.
-Και θα αφήσουμε τα παιδιά έτσι λοιπόν; Δεν θα παλέψουμε;
Ο Καιρός στάθηκε να την ακούσει και αυτός. Συμφωνούσε…
Βρίσκοντας λοιπόν ένα πρώτο σημείο συμφωνίας αποφάσισαν να δράσουν. Και σαν πρώτη κίνηση πλησίασαν τα παιδιά και άρχισαν να ρωτούν, με τι υλικό έπρεπε να φτιαχτεί ένα παραμύθι για να τα κάνουν χαρούμενα…
Μα τότε τα παιδιά απάντησαν πως δεν πιστεύουν στα παραμύθια και πως θα προτιμούσαν μια χαρούμενη αλήθεια…
«Η αλήθεια δεν είναι χαρούμενη πια…είναι σκληρή και είσαστε παιδιά… πρέπει να είσαστε χαρούμενα και να έχετε όνειρα» επέμειναν σχεδόν βλακωδώς η Φορά και ο Καιρός… και τα παιδιά απάντησαν «Μας τα έκλεψαν τα όνειρα…»
…………………………………………………….
Τότε η Φορά ξέσπασε σε λυγμούς απελπισμένη. Και ο Καιρός παρά τα τόσα του γυρίσματα και την τόση εμπειρία του, δεν άντεξε μια τέτοια αλήθεια.
Και δάκρυσε….
Συνεχίζεται….
Υ.Γ.
Η συνέχεια θα εξαρτηθεί από την ψυχική διάθεση και το μέτρο ή άμετρο της απαισιοδοξίας της γράφουσας.
Αθηνά Κοτσόβολου
🌼
Ίσως πάλι να μη σημαίνει και τίποτα…..
Είναι από τη φύση μου να πλάθω ιστορίες.. Συγχωρέστε με… Μα τούτο το μαραμένο ματσάκι αγριολούλουδα, μου κέντρισε τη φαντασία μέρες τώρα. Μαζεμένες με επιμέλεια, λίγες μαργαρίτες και καμπανούλες, δεμένες σε ματσάκι. με την ίδια επιμέλεια τοποθετημένο στο κάγκελο της στάσης του λεωφορείου, εκεί στο σημείο που το κάγκελο σχηματίζει καρδιά. Ποια ευγενική ψυχή άραγε το έκανε; Πού βρέθηκε ρομαντισμός σε τούτες τις μέρες;
Μέρες το βλέπω να μαραίνεται και -αν και δεν είναι για μένα να γράφω για μεγάλες αγάπες- αποτύπωσα την εικόνα σήμερα το πρωί με την φωτογραφική μου μηχανή, θέλοντας να καταγράψω μια πιθανή ή απίθανη ιστορία.
Το ξανάπα είναι στη φύση μου να φαντάζομαι ακόμα και να ονειρεύομαι.
..........................................
Ίσως πάλι να μη σημαίνει και τίποτα…..
Αθηνά
🌼
Ζητείται Ανθρωπος..
Πενήντα μέρες νεκρή και δεν την αναζήτησε κανείς... Οχι σε μια μεγαλούπολη αλλά σε μια "ανθρώπινη" πόλη με γειτονιές, με ανθρώπους που γνωρίζονται μεταξύ τους και ακόμα μιλούν μεταξύ τους. Δεν θα κάνω διαπιστώσεις ούτε νεκρολογίες, ούτε μνημόσυνα. Δεν τα χρειάζεται δεν πεινούσε, δεν κρύωνε ούτε πονούσε από τα δαγκώματα των τρωκτικών.. Πριν πενήντα ημέρες, η φύση της επέτρεψε να αναπαυθεί, αφού η ζωή την είχε σκοτώσει προ πολλού, όταν της στέρησε το ένα της παιδί, όταν της σακάτεψε το άλλο της παιδί, όταν ο κόσμος περνούσε από δίπλα της και έκλεινε τα μάτια.. Ένα ανάλγητο κράτος και μια κοινωνία να σφυρίζει αδιάφορα μπροστά στην ανθρώπινη δυστυχία.
Πενήντα μέρες!!!
Καληνύχτα κυρία Αθανασία, δασκάλα μου.Εκεί πάνω δεν χρειάζεσαι κανέναν.
Εγώ μπορεί να μην τα κατάφερα αλλά "πήρα τη θέση" όπως μου έλεγες.
................................................................................................
Υποκλίνομαι στην μοναξιά σου, Άνθρωπε. Παγώνω στην αδιαφορία σου.
Και τρομάζω... Καληνύχτα κοινωνία που πεθαίνεις...
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το κείμενο αυτό γράφτηκε όταν δημοσιεύτηκε η είδηση ότι 87χρονη εκπαιδευτικός βρέθηκε νεκρή στο σπίτι της,στην Καλαμάτα, μετά από 50 ημέρες. Σημειωτέον ότι στο σπίτι ζούσε μαζί της και ο 50χρονος γιος της,ο οποίος λόγω σοβαρών προβλημάτων υγείας δεν είχε συνείδηση περί του γεγονότος. Η γυναίκα αυτή ήταν καθηγήτρια της Αθηνάς όπως και πολλών από εμάς ..... ΚΑΛΟ ΤΑΞΙΔΙ Κ. ΑΘΑΝΑΣΙΑ
🌼
Κάθε φέτος Μανόλη φοβάμαι και περισσότερο..
Ήρθανε μέρες αδίστακτες Μανόλη και φοβάμαι.. Ακόμα και η ατμόσφαιρα είναι εναντίον.
μουντή η αλλόκοτη υγρασία που μου διαβρώνει τα κόκκαλα και μου σαπίζει το είναι. Είναι η μουντή ατμόσφαιρα, που έκανε ασορτί κουστούμι με την γενικότερη κατάσταση. Κάθε φέτος Μανόλη κι εγώ φοβάμαι περισσότερο..
Γιατί οι αδίστακτες μέρες ήρθανε μα αυτές που θα έρθουν θα είναι ακόμα χειρότερες. Και φοβάμαι Μανόλη, φοβάμαι τους πολιτικούς στα προεκλογικά μπαλκόνια που μας τάζανε καλύτερες μέρες και τώρα βάλθηκαν να μας εκμηδενίσουν. .
Φοβάμαι αυτές τις μέρες της πλήρους συγχύσεως και ανοησίας, ότι σε λίγο θα πληρώνω και το λειψό αέρα που θα ανασαίνω. Γιατί σε λίγο καιρό δεν θα έχω δικαίωμα ούτε να ζήσω ούτε να πεθάνω.. Φοβάμαι Μανόλη γιατί η υγεία έγινε αγαθό για τους πλούσιους μόνο. Γιατί κάποτε έκλεισαν τις εντατικές κλινικές για να υποδεχθούν τους Ολυμπιακούς αθλητές κι άφησαν τον απλό κοσμάκη να πεθαίνει..
Φοβάμαι το άλλο πρόσωπο της δικαιοσύνης, αυτό που μου έδειξαν ήδη. Φοβάμαι ότι κάποια στιγμή θα ελέγχουν ακόμα και τη σκέψη μου.. Πως θα γίνουμε έρμαια των γεγονότων, ανήμποροι να αντιδράσουμε η να αντισταθούμε. Φοβάμαι τους λογής λογής νεόκοπους φωνασκούς, που επαναστατούν οργίζονται και κραυγάζουν χωρίς να καταλαβαίνουν το μοναδικό νόημα κάθε επανάστασης (όπως εσύ είχες πει!)
Φοβάμαι τα παιδιά που μεγαλώνουν στα ιντερνέτ καφέ και sites ξεχνώντας τις αλάνες και τις πλατείες.. φοβάμαι εκείνους που επιβιώνουν παντός καιρού και ξέρουν πάντα κατά που θα φυσήξει ο άνεμος.. τους έχοντες εξουσία που απλά φοβούνται και κατέληξαν διεκπεραιωτές αλληλογραφίας.. τους έχοντες την εξουσία που την χρησιμοποιούν προς ίδιο όφελος…Φοβάμαι τον βολεμένο υπάλληλο που έμαθε μόνο να μετρά τις ώρες μέχρι να φύγει από το γραφείο.
Φοβάμαι Μανόλη γιατί κάποιοι μου έκλεψαν τον ύπνο μου και τα γλυκά ξυπνήματα των πρωινών μου. Τον ήλιο που από ζωοδότης έγινε θανατηφόρος. Φοβάμαι το σκοτάδι που κρύβει την αλήθεια, μα με τρομάζει πιότερο η ασχήμια της αλήθειας.
Φοβάμαι πολλά Μανόλη. Για τους προφήτες ποιητές που θα ξεχαστούν, για τα παιδιά μας που σπουδάζουν για να γίνουν άβουλοι υπάλληλοι η φυγαδευμένοι μετανάστες.
Για τις μανάδες που θα ξαναβγούν ξυπόλητες στους δρόμους, για τους κουρεμένους καταδίκους με τις καραβάνες. Φοβάμαι γιατί φέτος η επέτειος του Πολυτεχνείου πέρασε στα ψιλά των ειδήσεων. Φοβάμαι για μας που δεχόμαστε επανωτά τα χτυπήματα από αυτούς που κυβερνούν και μεις ανήμποροι να αντιδράσουμε... απαθείς ...οργιζόμαστε θυμώνουμε αλλά μένουμε απαθείς .. Για την αμνησία που μας διακατέχει μπροστά στην κάλπη κάθε φορά..
Φοβάμαι Μανόλη την υποταγή που θα οφείλω όταν θα κυριαρχήσει η αμάθεια και η ανέχεια.
Φοβάμαι για μένα φοβάμαι για σένα, για το σήμερα και το αύριο ακόμα και για το χτες.. Φοβάμαι να πεθάνω Μανόλη αλλά αίφνης φοβάμαι ακόμα και να ζήσω..
Κάθε φέτος Μανόλη φοβάμαι και πιο πολύ.
© Αθηνά Κοτσόβολου
Παρασκευή, 26 Νοεμβρίου 2010
ΥΓ Γραμμένο με ερέθισμα το "Φοβάμαι" του Μανόλη Αναγνωστάκη.
"Φοβάμαι
τους ανθρώπους που εφτά χρόνια
έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε τη χούντα στο λαό».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που σου 'κλειναν την πόρτα
μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια
και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο
να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που γέμιζαν τις ταβέρνες
και τα 'σπαζαν στα μπουζούκια
κάθε βράδυ
και τώρα τα ξανασπάζουν
όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη
και έχουν και «απόψεις».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν
και τώρα σε λοιδορούν
γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.
Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο."
Ελάχιστος φόρος τιμής στην πολυαγαπημένη μου πολυαγαπημένη μου αδελφή Αθηνά που τόσο πρόωρα έφυγε από αυτόν τον κόσμο .
Κατέγραψα εδώ όσα γραπτά της είχα κατά καιρούς δημοσιεύσει στο μπλογκ . ..
Για να μπορούμε όσοι την αγαπάμε , να την διαβάζουμε πιο εύκολα - χωρίς να χρειάζεται να ανατρέχουμε σε διάφορες σελίδες ....