Τετάρτη 27 Μαΐου 2020

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ "Κλοσάρ"



Η Μαργκό εγκατέλειψε το νοικοκυριό που διατηρούσε μαζί με την κόρη της το '72. Τα δυο τελευταία χρόνια ζει σε μια αποβάθρα της αριστερής όχθης του Σηκουάνα κάτω από τη γέφυρα της Ημέρας. Όχι πολύ μακριά από εκεί που έμενε πριν πάρει την απόφαση να ζήσει σαν άστεγη, με μόνη ευθύνη τον εαυτό της σε επίπεδο επιβίωσης. Ένα τέταρτο με το μετρό. Ναι, πάντα μια απόφαση σε οδηγεί κάπου, ή παραπέρα ή ακόμα και στο να μείνεις στο ίδιο σημείο. Εδώ η απόφαση πάρθηκε προς την κατεύθυνση της επιλογής της ζωής του άστεγου, συγκεκριμένα του κλοσάρ *1. Γιατί κλοσάρ δεν σημαίνει άστεγος. Κλοσάρ είναι τρόπος ζωής, ύστερα από επιλογή κατά το πλείστον, και εμπεριέχει την έννοια του άστεγου.
Χειμώνας του 1974 τώρα. Παραμονές Χριστουγέννων. Πλησιάζουν τά Χριστούγεννα λοιπόν, κάτι που δεν σημαίνει και πολλά πράγματα για ένα κλοσάρ, παρά μόνο, ίσως, σαν ανάμνηση. Πρωί, γύρω στις έντεκα, ξαπλωμένη πάνω σε στρώμα από χαρτόνια συσκευασίας, να τρέμει κουλουριασμένη και τυλιγμένη με δυο μισολειωμένες κουβέρτες, ό,τι καλύτερο διαθέτει αυτές τις μέρες, ελπίζοντας σε κάποιο πεταμένο πάπλωμα που μπορεί να βρει μέσα στην πόλη, ψάχνοντας στους κάδους ανακύκλωσης. Το δώρο του Πέρ Νοέλ *2 για εκείνη. Γλυκός χειμώνας εφέτος με 10 βαθμούς Κελσίου στις 11 το πρωί. Όμως έχει πυρετό και κρυάδες. 
Μαζί με καμιά ντουζίνα «συντρόφους» ακόμα, γύρω από δυο βαρέλια κομμένα στη μέση, στο ρόλο υπαίθριας σόμπας. Καφασόξυλα, χαρτόνια, ροκανίδια, σκουπίδια από τους κάδους των οδοκαθαριστών και κανένα κλαδάκι δέντρου από τα χειμωνιάτικα κλαδέματα, αποτελούν την καύσιμη ύλη. Ανά μισάωρο περίπου σηκώνονται με τη σειρά, εκτός από τους ανήμπορους, για να φροντίσουν τη φωτιά. 
Ο καθένας μόνος, με παρέα ή αντιμέτωπος με τις σκέψεις του, ανάλογα με την ποιότητά τους, ξαπλωμένος στο πλάι με το χέρι για στήριγμα στο ανασηκωμένο κεφάλι του ή ανακαθισμένος, αγκαλιά με το μισογεμάτο μπουκάλι μέ φτηνό κότ ντι ρόν.*3 Αξύριστοι οι άντρες, με μακρυά μαλλιά ανακατωμένα, ή μάλλον αναστατωμένα, για βδομάδες ή μήνες άλουστα, λιπαρά, χαρά μεγάλη, αληθινή γη της επαγγελίας, για τις ψείρες. Το βλέμμα τους αλαφιασμένο ή απλανές, συνήθως εστιασμένο στο άπειρο με το μάτι θολό ή να γυαλίζει από το μεθύσι. Τα ρούχα, τα σακκάκια και τα πανταλόνια τρύπια στους αγκώνες και τα γόνατα αντίστοιχα. Παλτά φθαρμένα ριγμένα στους ώμους. Τα πανταλόνια, σπάνια στα μέτρα τους, με σκοινιά για ζώνες στη μέση.
Οι γυναίκες κι αυτές αναμαλλιασμένες από τον ύπνο, φιλοξενούν τις ψείρες εκτός από τα μαλλιά, και σε άλλά σημεία του κορμιού τους. Αγαπημένη τους ασχολία το συστηματικό ξεψείριασμα που μετράει το χρόνο. Σπάνια τυχαίνει μια γυναίκα κλοσάρ να φορά εσώρουχα. Κι αυτά βρώμικα και πολυκαιρισμένα, για καλό δεν είναι. Κάποιο κολάν, ένα με το πετσί τους, ζεσταίνει το υπογάστριο, τους μηρούς και τις γάμπες. Από πάνω ένα άθλιο παντελόνι κι όλο το κορμί καλύπτεται από ένα χοντρό, συνήθως κάτω από το γόνατο, φόρεμα. Παλτό, ρόμπα καπιτονέ, τζάκετ και πάντα ένα, έστω και σε κακή κατάσταση αδιάβροχο. 
Κανένα δεν ενοχλεί, η ανυπόφορη για τους κατοίκους της πόλης, βρώμα του άλλου. Γιατί αρκεί στον καθένα, η δική του. Ένα κομμάτι τυρί καμαμπέρ ή κατσικίσιο μπρί, δυο τρεις φέτες από κάποιο πικάντικο σαλάμι και λίγο χτεσινό ψωμί είναι το πρωινό τους που συνοδεύει το κρασί. Ναι όπως ακριβώς γράφτηκε, για τους κλοσάρ το φαΐ συνοδεύει το κρασί, και όχι το αντίστροφο. Την κλασσική μπαγκέτα, θα πάνε αργότερα στην πόλη να την ψάξουν. Να την ζητιανέψουν από κανένα φούρνο ή να την αγοράσουν, αν τους βγαίνουν τα σαντίμια*4, από κάποιο σουπερμάρκετ όπου μπορούν εύκολα να κλέψουν και τα υπόλοιπα απαραίτητα τρόφιμα για το μεσημέρι και το βράδυ, κρύβοντάς τα κάτω από τα ρούχα τους, οι δε γυναίκες στα πιο απόκρυφα σημεία του κορμιού τους. Γιατί ποιος ηρωικός υπάλληλος θα βρεθεί να ψάξει, αντιμέτωπος με τη αποκρουστική μυρωδιά που εκπέμπουν; 
Κάποιοι από την «παρέα», δυο άντρες και τρεις γυναίκες, ήδη έχουν απομακρυνθεί από τον αυτοσχέδιο κοιτώνα που είναι και τραπεζαρία επίσης και, μέρος του, χρησιμεύει ακόμα και για τουαλέτα πολύ συχνά. Κατευθύνονται προς την παληά αλλά καλοσυντηρημένη πέτρινη σκάλα με τα σαρανταοχτώ σκαλοπάτια χωρισμένα σε δυο «ορόφους» από ένα μεγάλο πλατύσκαλο. Αυτή η σκάλα οδηγεί ένα επίπεδο πιο πάνω, στο φαρδύ πεζοδρόμιο της γέφυρας. Εκεί, οι «σύντροφοι» συνάντησαν δυο αστυνομικούς που κατέβαιναν στην αποβάθρα. Αναρωτήθηκαν «τι δουλειά έχουν οι μπάτσοι εδώ τέτοια ώρα» αλλά συνέχισαν τον δρόμο τους μέσα στην πόλη.
Οι αστυνομικοί κατευθύνθηκαν προς το μέρος της εξαθλιωμένης ομήγυρης.
- Μαργαρίτα Λανιέ; είναι εδώ; ρώτησε με βροντερή φωνή ο μεσήλικας αστυνομικός.
- Παρούσα πρόεδρέ μου.
Οι άλλοι, όσοι είχαν απομείνει, χασκογέλασαν χωμένοι μέχρι το λαιμό στις κουβέρτες και στα κουρέλια που είχαν για σκέπασμα.
- Σκασμός αλήτες. Κι εσύ κυρά μου, πρόσεχε καλά. Δεν είμαι πρόεδρος. Στον πρόεδρο του δικαστηρίου θα σε στείλω, αν συνεχίσεις έτσι. Αστυνομικός είμαι. Άντε.
- Εντάξει κύριε φλίκ*5... έεεε κυριε αστυνομικέ ήθελα να πω. Τι θέλεις από μένα; Στο μεταξύ είχε ανασηκωθεί, καθισμένη με την πλάτη ακουμπισμένη στην παγωμένη πέτρα του πυλώνα που μαζί με άλλους στήριζε τη γέφυρα.
- Άκου λοιπόν. Η κόρη σου η Άννα Προνιέ νοσηλεύεται... Χμμμ... Στο νοσοκομείο Πιτιέ-Σαλπετριέρ.
Και άρχισε να ξύνει τό αριστερό του μάγουλο με το δεξί του χέρι, από αμηχανία. Δεν ήταν η πρώτη φορά, ούτε η τελευταία θα ήταν που το έκανε αυτό σαν διατεταγμένη υπηρεσία αλλά... Αλλά! Να που είχε κι αυτός μια κόρη. Εικοσιπέντε χρονών κι εκείνη, σαν τα κρύα νερά. Μόλις είχε πάρει το πτυχίο της νομικής από το πανεπιστήμιο της Ναντέρ.
Γι αυτό και τον έλουζε κρύος ιδρώτας μέσα στο καταχείμωνο.
- Λοιπόν η κόρη σου δεν είναι καλά… κυρά μου.
- Έ για να είναι ξάπλα στο νοσοκομείο, δεν θα είναι καλά... συμπλήρωσε κάποιος από το «ακροατήριο». Ο νεώτερος της παρέας. Ένας κοκκινοτρίχης γύρω στα τριάντα, με το μαλλί ίσιο σαν χτενισμένο, από τη λίγδα, που το μάτι του γυάλιζε από το αλκοόλ.
Κι έσκασαν όλοι στα γέλια με το… ακαταμάχητο χιούμορ του νεαρού. Για τα καλά αποστασιοποιημένοι από τον ανθρώπινο πόνο.
- Σκάσε ρε βρωμιάρη. Σιχαμένε τύπε. Για την κόρη μου λέει, βρε ηλίθιε... Πες κύριε αστυνόμε, άστον αυτόν. Είναι τύφλα.
Χάχανα πάλι από την ομήγυρη.
-Σκασμός εσείς! Κοίτα κυρία μου, η κόρη σου κατέληξε σήμερα τα χαράματα της Πέμπτης, 22 Δεκεμβρίου του έτους 1974 στις 2.45, μετά από τρεις μέρες νοσηλείας ύστερα από πιθανή απόπειρα αυτοκτονίας με γκάζι στο διαμέρισμα, ιδιοκτησίας της στην οδό Νταγκέρ, αριθμός 20, στο 14ο διαμέρισμα της πόλης του Παρισιού... Αυτά τα δυσάρεστα έχουμε να σου ανακοινώσουμε. Λυπάμαι. Τα συλλυπητήριά μου.
Δίπλωσε το επίσημο χαρτί της ειδοποίησης από το νοσοκομείο που κρατούσε ανοιχτό με το χέρι του τεντωμένο ένα μέτρο μακριά λόγω της πρεσβυωπίας του. Αφού το δίπλωσε με σκοπό να της το δώσει, σαστισμένος, πήγε να σκουπίσει με αυτό τον ιδρώτα στο μέτωπό του.. αλλά συνήλθε την τελευταία στιγμή και τράβηξε το μαντήλι του από την τσέπη του πανταλονιού της στολής.
- Πού κατέληξε κύρ αστυνόμε η Αννέτα μου; ρώτησε η Μαργκό σα να μην ήθελε να καταλάβει... Και πώς να ήθελε; Τα χείλη της στέγνωσαν, μπορούσε να το αντιληφθεί κανείς από τον τρόπο που πρόφερε τις λέξεις…
- Κυρία μου η κόρη σας, δυστυχώς, πέθανε. Τώρα αναπαύεται στον νεκροθάλαμο του νοσοκομείου Πιτιέ, ανέλαβε να διευκρινίσει κοφτά, ο νεώτερος από τους δυο αστυνομικούς.
Άσπρισε η Μαργκό. Βουβή, ανέκφραστη, πήγε να σηκωθεί. Με μεγάλη προσπάθεια τα κατάφερε τελικά τρέμοντας σύγκορμη. Έκανε δυο τρία βήματα κοιτώντας όχι μπροστά της αλλά πέρα μακριά, τα πανήψυλα δέντρα της απέναντι όχθης. Της Ριβ Ντρουάτ*6, που σπάνια την επισκέπτονταν. Κινούμενοι αστραπιαία και με πολλή προσπάθεια την πρόλαβαν οι αστυνομικοί πριν πέσει ανάσκελα στο καλντερίμι της αποβάθρας. Μια μεγάλη πληγή στη γάμπα που αποκαλύφθηκε, τυλιγμένη με λερά πανιά, ήταν η πιθανότερη αιτία της αστάθειάς της.
-Κάτσε κυρά μου, που πας, περίμενε. Σε κανα μισάωρο θα έρθει ασθενοφόρο να σε πάει στο Στρατό της Σωτηρίας*7. Θα σε καθαρίσουν εκεί, θα σε πλύνουν με σαπούνι και ζεστό νερό. Θα φροντίσουν την πληγή σου. Θα σου δώσουν καθαρά ρούχα, να βάλεις, να πας να δεις την κόρη σου. Συμπλήρωσε, μαλακά αυτή τη φορά, ο νεαρός αστυνομικός. 
Τότε και οι δυο αστυνομικοί χαιρέτησαν μηχανικά και κατευθύνθηκαν προς την πέτρινη σκάλα. Βουβαμάρα και θλίψη, τουλάχιστον φαινομενική, στην ομήγυρη. Η Μαργκό γρήγορα τους ξαπόστειλε όλους επειδή πίστευε πως ήθελαν να της πιάσουν κουβέντα περισσότερο για να μάθουν κατιτίς παραπάνω και πολύ λιγότερο για να της πουν δυο λόγια παρηγοριάς.
Έμεινε μόνη προσπαθώντας να βάλει μια τάξη στα γεγονότα. Να συνδυάσει την φυγή της από το σπίτι και την επιλογή της να ακολουθήσει τη ζωή της κλοσάρ με την απόπειρα αυτοκτονίας της κόρης της πριν τρεις μέρες στις 19 του Δεκέμβρη, η οποία πέθανε σήμερα. Κι αν δεν ήταν αυτοκτονία; Θα ζούσε για να το μάθει; Οι δυνάμεις της άρχισαν να την εγκαταλείπουν.
Πριν δυό χρόνια ακριβώς, στις 22 Δεκέμβρη του 1972, εγκατέλειψε, μετά από άγριο καυγά με την κόρη της, το σπίτι όπου έμεναν μαζί από τότε που η Άννα ήταν μωρό. Αυτός ο καυγάς για τον οποίο οι γείτονες κάλεσαν την αστυνομία ήταν το επιστέγασμα μιας ατέλειωτης σειράς από διαφωνίες που ξεκινούσαν από ζητήματα της καθημερινότητας και κατέληγαν στις ευθύνες που έριχνε η Άννα στη Μαργκό, για την αποχώρηση του πατέρα της από την οικογένεια. Ο σύζυγος και πατέρας, τις είχε εγκαταλείψει έξι μήνες μετά τη γέννησή της.
Τί ήταν αυτό που μεσολάβησε ώστε να φτάσει η εικοσιπεντάχρονη γυναίκα στην αυτοκτονία;
Η αυτοκτονία της κόρης της, δώρο λοιπόν, σήμερα που γινόταν 62 χρόνων. Το ασθενοφόρο έφθασε στην ώρα του μαζί με δύο νοσοκόμους, την παρέλαβαν και την άφησαν στις εγκαταστάσεις του στρατού της Σωτηρίας. Εκει την φρόντισαν με μεγάλη επιμέλεια και την μετέφεραν πάλι με ασθενοφόρο στο νεκροθάλαμο του νοσοκομείου όπου την άφησαν κάμποση ώρα να θρηνήσει την κόρη της. Η κηδεία έγινε μετά από δυο μέρες στο νεκροταφείο του Μονπαρνάς όπου οι παπούδες της είχαν φροντίσει για την αγορά οικογενειακού τάφου.
Τελικά η πρώτη ξαδέλφη της, γνωστή ποινικολόγος στο Παρίσι, κατόρθωσε να αποδείξει ότι δεν επρόκειτο για αυτοκτονία αλλά για δολοφονία με γκάζι. Δολοφόνος ο πρώην εραστής της Μαργκό που εκείνη κάποια στιγμή του ζήτησε να διακόψουν. Αυτός δεν μπόρεσε ποτέ να το αποδεχτεί. Όσο η Μαργκό ζούσε τη νέα της ζωή, τη… συναρπαστική ζωή της κλοσάρ, εκείνος προσπαθούσε να πείσει την κόρη της να συνδεθούν ερωτικά. Τελικά όταν είδε και τις τελευταίες ελπίδες του να σβήνουν αποφάσισε να εκδικηθεί και τις δυο με αυτόν τον απάνθρωπο τρόπο. Η πράξη του αυτή τον οδήγησε στην γκιγιοτίνα το φθινόπωρο του 1976.
Η Μαργκό σχεδόν αμέσως μετά την κηδεία της κόρης της επέστρεψε στο σπίτι της οδού Νταγκέρ, του οποίου είχε την επικαρπία. Στην δεύτερη επέτειο του θανάτου της κόρης της, στις 22 Δεκεμβρίου του 76, η Μαργκό Λανιέ αυτοκτόνησε με γκάζι γιατί δεν μπορούσε να αντέξει τις τύψεις που την βασάνιζαν. Τον τελευταίο καιρό, πριν φύγει από τη ζωή, έλεγε και ξανάλεγε σε φίλους: δεν έπρεπε για τίποτα στον κόσμο να την αφήσω μόνη. Ήταν η μονάκριβη κόρη μου. Μιά φορά την εγκατέλειψε ο πατέρας της κι αυτό ήταν αρκετό. Εγώ...δεύτερη φορά... δεν έπρεπε!


*1. Clochard (o), clοcharde (η), Άτομο χωρίς στέγη, που ζεί μέσα στη μιζέρια, περιθωριοποιημένο κοινωνικά. (Larousse, français)
*2. Αγιος Βασίλης
*3. Φτηνό γαλλικό κρασί που πωλείται και χύμα.
*4. Δεκαδική υποδιαίρεση του γαλλικού φράγκου.
*5. Μπάτσος, αστυνομικός
*6. Δεξιά Οχθη.
*7. Armée du Salut. Mη κερδοσκοπικός οργανισμός με κοινωνική προσφορά σε αναξιοπαθούντες.


Δημήτρης Κ. Κ.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου