Αρχές της δεκαετίας του 1960 και στις γειτονιές της πρωτεύουσας ο κοσμάκης προσπαθούσε μόλις και μετά βίας να σταθεί στα πόδια του. Το κράτος της μετεμφυλιακής περιόδου ήταν στις δόξες του. Τα ξερονήσια ήταν γεμάτα. Οι φυλακές το ίδιο και ο χωροφύλακας η πραγματική εξουσία. Κοντά σ’ αυτά η γάγγραινα της μετανάστευσης έτρωγε σιγά – σιγά τοσώμα της ταλαίπωρης πατρίδας. Φτώχεια, μιζέρια και φόβος δεν σ’ άφηναν να εκφραστείς. Ακόμα και τον καταγάλανο αττικό ουρανό, αυτό το θεϊκό δώρο το ένοιωθες σαν περίσσιο φορτίο στις πλάτες σου. Τότε λοιπόν, βρισκόταν στην Ευρώπη η θρυλική ομάδα της Βραζιλίας, η μεγάλη Σάντος. Στις τάξεις της είχε ένα μαύρο πιτσιρικά, ένα διαμάντι, που η ζωή τον ανέδειξε σαν τον μεγαλύτερο μπαλαδόρο όλων τον εποχών. Αντος Αράντο Ντόν Ασιμέντο, το πραγματικό του όνομα, Πελέ για όλο τον κόσμο, για τα δισεκατομμύρια θαυμαστών και φίλων του.
Περαστική από τη πατρίδα μας η πρωταθλήτρια της Βραζιλίας έπαιξε και με τον Ολυμπιακό. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν τηλεοράσεις, δεν υπήρχε η πληθώρα του αθλητικού τύπου, κυκλοφορούσαν μόνο δύο στο μεγάλο σχήμα, με γράμματα τεράστια στη πρώτη σελίδα, χρωματισμένα πράσινα και κόκκινα. Αθλητικές εκπομπές, για σχολιασμό και αναλύσεις, απουσίαζαν από τα ραδιόφωνα, αυτά τα ελάχιστα που κυκλοφορούσαν, με τις λυχνίες και τα μεγάλα κουμπιά στο μπροστινό μέρος που δυνάμωναν την ένταση και άλλαζαν τους σταθμούς. Αυτά τα μηχανήματα, εικόνα μαγική στα παιδικά μας μάτια, ήταν η Κυριακάτικη επαφή μας με το γήπεδο, ήταν η γνωριμία με τα ινδάλματα της εποχής, ήταν η επαφή μας με τον έξω κόσμο.
Ένα τέτοιο μηχάνημα, παλιό και σκονισμένο, μας έφερνε νοερά τις εικόνες από το ποδηλατοδρόμιο του Φαλήρου, το γήπεδο με το χώμα και τη μάντρα στη μια του πλευρά, την έδρα του θρύλου.
Το παιχνίδι με τα πολλά τελείωσε. Βραχνιασμένοι από τις φωνές και τους πανηγυρισμούς για τη μεγάλη, τη διεθνή νίκη της ομάδας μας, σκορπιστήκαμε από δω και από κει έτοιμοι να γεμίσουμε τις αλάνες, ν’ αρχίσουμε το δικό μας κλοτσοσκούφι. Τότε ήταν που ξεχύθηκε η γειτονιά στους δρόμους. Άνθρωποι μεγάλοι, νοικοκυραίοι, κάθε ηλικίας και γυναίκες με τα μωρά στην αγκαλιά, όλοι μαζί και γελούσαν και φώναζαν και χειροκροτούσαν τη νίκη της ομάδας. Αλήθεια πόσοι απ’ αυτούς ήταν πραγματικοί ποδοσφαιρόφιλοι; Πόσοι γνώριζαν κανονισμούς, συστήματα προπονητών και τεχνικές; Θαρρώ πως ήταν ελάχιστοι. Ίδιες σκηνές τις ξανάζησα αρκετές φορές στο Περιστέρι, στις επιτυχίες του Ατρόμητου. Γιατί για μας, για όλο τον κόσμο της ανέχειας, του μεροκάματου και της μεγάλης φτώχειας, η νίκη της ομάδας μας ήταν η νίκη των δικών μας κρυφών προσδοκιών. Των δικών μας ονείρων, που τα κρύβαμε βαθιά μέσα μας, στο πιο σκοτεινό κουτάκι του μυαλού μας. Αυτή ήταν η σχέση μας με το ποδόσφαιρο, τις ομάδες και τους ποδοσφαιριστές. Αυτή την σχέση μας τη χάλασαν σήμερα. Όλοι αυτοί που το κατάντησαν εμπόρευμα. Το χώσανε σε μεγάλη φωτισμένη βιτρίνα, το ράντισαν με ξένα πανάκριβα αρώματα, το έφεραν μέσα από τα γυάλινα κουτιά, με την μορφή του σώου, στα σπίτια μας, στη ζωή μας. Κατόρθωσαν να το βάλουν στη καθημερινότητα μας. Μπράβο τους, γιατί σαν σύγχρονοι μανατζαρέοι έκαναν σωστά τη δουλειά που τους ανάθεσαν τα αφεντικά τους. Γιατί αυτή είναι η δουλειά τους. Να ξεριζώνουν και τα εμπορεύονται τα όνειρα. Να ψάχνουν μέσα μας βαθιά, να τα βρίσκουν και να μας τα παίρνουν. Στους Ζάνες, η μεγάλη βάση μπροστά στο Καλλιμάρμαρο είναι δική τους. Είναι αφιερωμένη σ’ αυτούς. Σ’ όλους αυτούς τους γνωστούς ‘’αγνώστους’’. Μη ψάχνετε να βρείτε τα ονόματα τους. Είναι τόσα πολλά που και αυτή ακόμα η μεγάλη βάση δεν τα χώραγε. Γι’ αυτό υπάρχει μόνο μια μικρή επιγραφή. Για να μην μπερδεύεται κανείς, για να την διαβάζουν όλοι. Με κεφαλαία μάλιστα μαύρα γράμματα.
ΟΙ ΕΜΠΟΡΟΙ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ ΜΑΣ