René Magritte, The Memory, 1944
Μανόλης Αναγνωστάκης - Η αγάπη είναι ο φόβος
Η αγάπη είναι ο φόβος που μας ενώνει με τους άλλους.
Όταν υπόταξαν τις μέρες μας και τις κρεμάσανε σα δάκρυα
Όταν μαζί τους πεθάνανε σε μιαν οικτρή παραμόρφωση
Τα τελευταία μας σχήματα των παιδικών αισθημάτων
Και τι κρατά τάχα το χέρι που οι άνθρωποι δίνουν;
Ξέρει να σφίξει γερά εκεί που ο λογισμός μάς ξεγελά
Την ώρα που ο χρόνος σταμάτησε και η μνήμη ξεριζώθηκε
Σα μιαν εκζήτηση παράλογη πέρα από κάθε νόημα;
(Κι αυτοί γυρίζουν πίσω μια μέρα χωρίς στο μυαλό μια ρυτίδα
Βρίσκουνε τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους που μεγάλωσαν
Πηγαίνουνε στα μικρομάγαζα και στα καφενεία της συνοικίας
Διαβάζουνε κάθε πρωί την εποποιία της καθημερινότητας).
Πεθαίνουμε τάχα για τους άλλους ή γιατί έτσι νικούμε τη ζωή
Ή γιατί έτσι φτύνουμε ένα ένα τα τιποτένια ομοιώματα
Και μια στιγμή στο στεγνωμένο νου τους περνά μιαν ηλιαχτίδα
Κάτι σα μια θαμπήν ανάμνηση μιας ζωικής προϊστορίας.
Φτάνουνε μέρες που δεν έχεις πια τι να λογαριάσεις
Συμβάντα ερωτικά και χρηματιστηριακές επιχειρήσεις
Δε βρίσκεις καθρέφτες να φωνάξεις τ’ όνομά σου
Απλές προθέσεις ζωής διασφαλίζουν μιαν επικαιρότητα
Ανία, πόθοι, όνειρα, συναλλαγές, εξαπατήσεις
Κι αν σκέφτομαι είναι γιατί η συνήθεια είναι πιο προσιτή από την τύψη.
Μα ποιός θά ’ρθει να κρατήσει την ορμή μιας μπόρας που πέφτει;
Ποιός θα μετρήσει μια μια τις σταγόνες πριν σβήσουν στο χώμα
Πριν γίνουν ένα με τη λάσπη σαν τις φωνές των ποιητών;
Επαίτες μιας άλλης ζωής της Στιγμής λιποτάχτες
Ζητούνε μια νύχτα απρόσιτη τα σάπια τους όνειρα.
Γιατί η σιωπή μας είναι ο δισταγμός για τη ζωή και το θάνατο.
Σαλβαδόρ Νταλί (1904-1989), The Persistence of Memory, 1931
Το παρελθόν έχει πικρές ώρες και στιγμές, μη μου το θυμίζεις,
Ας πούμε ότι με δεμένα χέρια με είδες, μη μου το θυμίζεις!
Ας πούμε, με είδες στους δρόμους μεθυσμένο, μη μου το θυμίζεις,
μεθυσμένο, ταπεινωμένο και χαμένο, μη μου το θυμίζεις!
Ας πούμε ότι είχα πάθει πολλές ήττες, μη μου το θυμίζεις,
Και μια μέρα με δείρανε δυο-τρεις αλήτες, μη μου το θυμίζεις!
Με δείρανε γιατί μέλισσες κοιτούσα στο λιβάδι, μη μου το θυμίζεις,
Και δεν μπορούσα να κοιμηθώ όλο το βράδυ, μη μου το θυμίζεις!
Ας πούμε με είδες πνιγμένο στα κλάματα, μη μου το θυμίζεις,
Και η γούνα μου τ’ άξιζε τα ράμματα, μη μου το θυμίζεις!
Ας πούμε, με άκουγες όταν έλεγα ένα ψέμα, μη μου το θυμίζεις,
Όταν εξαντλημένο μ’ έπαιρνε το ρέμα, μη μου το θυμίζεις!
Καμιά φορά δεν ήμουν άντρας στο κρεβάτι, μη μου το θυμίζεις,
Και από την ντροπή γυρνούσα την πλάτη, μη μου το θυμίζεις!
Το παρελθόν έχει πικρές ώρες και στιγμές, μη μου το θυμίζεις,
Έχει δισταγμό και σιωπή, ενώ ήθελε φωνές, μη μου το θυμίζεις!
Ντριτερό Αγκόλι [ Μετάφραση από τα αλβανικά: Ρομέο Τσολάκου ]
Αφιέρωμα στον G.A. Bequer
Πρόλογος
«Δεν είχανε χρονίσει ακόμα μήτε ο αρχάγγελος μήτε το ρόδο.
Όλα είταν πριν απ’ το βέλασμα πριν απ’ το κλάμα.
Όταν το φως δεν ήξερε καλά-καλά
αν η θάλασσα θα γεννούσε αγόρι ή κορίτσι.
Όταν ο άνεμος ονειρευότανε μαλλιά να τα χτενίζει,
γαρούφαλα και μάγουλα να κατακαίει η φωτιά
και το νερό να ξεδιψάει από δυο χείλη ράθυμα.
Όλα είταν πριν από το κορμί και τ’ όνομα,
πριν απ’ το χρόνο.
Λοιπόν θυμάμαι μια φορά στον ουρανό…
Πρώτη ανάμνηση
…Ένα κομμένο κρίνο…
G.A.B.
Εβάδιζε μ’ ένα λύγισμα κρίνου συλλογισμένου,
πουλιού σχεδόν που εννόησε πως πρέπει να γεννήσει,
κοιτώντας δίχως να κοιτάζεται σ’ ένα φεγγάρι
που παρασταίνονταν μες στ’ όνειρό της σαν καθρέφτης,
σε μια σιωπή χιονιού που ανύψωνε τα πόδια της.
Σε μια σιωπή σκυμένη.
Είτανε πριν από την άρπα, τη βροχή, πριν απ’ τα λόγια.
Δεν ήξερε.
Άσπρη μαθητευόμενη του αέρα,
τρεμούλιαζε με τ’ άστρα, με τα δέντρα και με τ’ άνθος.
Ο μίσχος της, τ’ ανάστημά της πράσινο.
Με τα δικά μου αστέρια που μη ξέροντας,
δυο βάλτους θέλοντας να σκάψουνε στα μάτια της
σε δυο πέλαγα τη βυθίσανε.
Θυμάμαι…
Κι έπειτα τίποτα. Νεκρή να φεύγει και να χάνεται.
Δεύτερη ανάμνηση
Ήχοι φιλιών και φτεροκοπήματα
G.A.B.
Πιο πριν,
πολύ πιο πριν από την επανάσταση των ίσκιων,
πριν πέσουνε πάνω στον κόσμο τ’ αναμμένα φτερά,
κι ένα πουλί μπορέσει να πεθάνει για ένα κρίνο.
Ακόμα, πριν μου γυρέψεις
τον αριθμό και την τοποθεσία του κορμιού μου.
Πολύ πριν από το κορμί.
Στον καιρό της ψυχής.
Όταν όρθωσες στο δίχως στέμμα μέτωπο τ’ ουρανού
την πρώτη δυναστεία του ονείρου.
Όταν εσύ, κοιτάτοντάς με μέσα στο μηδέν
επινόησες την πρώτη λέξη.
Τότε η συνάντησή μας.
Τρίτη ανάμνηση
…πίσω από τη βεντάλια
με τα χρυσά φτερά…
G.A.B.
Τα βαλς τ’ ουρανού δεν είχαν ακόμα αρραβωνιάσει
το γιασεμί και το χιόνι,
δεν είχαν οι άνεμοι συλλογιστεί την πιθανή μουσική των μαλλιών σου,
ούτε κι ο βασιλιάς είχε προστάξει να ενταφιαστεί σ’ ένα βιβλίο η βιολέττα.
Όχι.
Είταν ο καιρός που ταξίδευε το χελιδόνι
χωρίς τ’ αρχικά μας στο ράμφος του.
Που οι καμπανέλλες κι οι κλιματίδες μαραίνονταν
δίχως εξώστες κι άστρα για να σκαρφαλώσουν.
Είταν εκείνος ο καιρός
που δεν υπήρχε ένα άνθος για να γείρει το κεφάλι του στον ώμο ενός πουλιού.
Και τότε, πίσω απ’ τη βεντάλια σου, το πρώτο μας φεγγάρι.»
(Ποίηση του 20ου αιώνα, μτφρ. Τάκης Σινόπουλος, Ελληνικά γράμματα)
Η ανάμνηση από τη μυρωδιά τους,
η κουβέντα τους, έφτασε αλώβητη ως εδώ.
Λίγες φωτογραφίες
ανάμεσά τους ξετυλίγουν τη ζωή μου.
Και ας μη μάθουν καν πως μετακόμισα.
Κι ας μη χτυπήσουν το κουδούνι.
Πρώτη μου μέρα στο καινούργιο σπίτι
το κατέκλυσαν
άνθρωποι που αγάπησα,
που έχασα,
και έφτασα ανεπαίσθητα
μια μοναξιά πιο πέρα.
Ο παρών χρόνος και ο παρελθών χρόνος
είναι ίσως και οι δύο παρόντες στο μέλλοντα χρόνο
και ο μέλλων χρόνος να περιέχεται στον παρελθόντα χρόνο.
Αν όλος ο χρόνος είναι αιωνίως παρών
όλος ο χρόνος δεν μπορεί να πληρωθεί.
Ό,τι θα μπορούσε να συμβεί είναι μια αφαίρεση
που παραμένει μια διαρκής δυνατότητα
μόνο σ’ έναν κόσμο από εικασίες.
Ό,τι θα μπορούσε να συμβεί και ό,τι συνέβη
δείχνουν σ’ ένα τέλος που είναι πάντοτε παρόν.
Μετάφραση: Χάρης Βλαβιανός
https://www.catisart.gr/
Οδυσσέας Ελύτης - Ηλικία της γλαυκής θύμησης
Ελαιώνες κι αμπέλια μακριά ως τη θάλασσα
Κόκκινες ψαρόβαρκες πιο μακριά ως τη θύμηση
Έλυτρα χρυσά του Αυγούστου στον μεσημεριάτικο ύπνο
Με φύκια ή όστρακα. Κι εκείνο το σκάφος
Φρεσκοβγαλμένο, πράσινο, που διαβάζει ακόμη στην ειρήνη
του κόλπου των νερών Έχει ο Θεός
Περάσανε τα χρόνια φύλλα ή βότσαλα
Θυμάμαι τα παιδόπουλα, τους ναύτες που έφευγαν
Βάφοντας τα πανιά σαν την καρδιά τους
Τραγουδούσαν τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα
Κι είχαν ζωγραφιστούς βοριάδες μες στα στήθια.
Τι γύρευα όταν έφτασες βαμμένη απ’ την ανατολή του ήλιου
Με την ηλικία της θάλασσας στα μάτια
Και με την υγεία του ήλιου στο κορμί – τι γύρευα
Βαθιά στις θαλασσοσπηλιές μες στα ευρύχωρα όνειρα
Όπου άφριζε τα αισθήματά του ο άνεμος
Άγνωστος και γλαυκός, χαράζοντας στα στήθια μου
το πελαγίσιο του έμβλημα
Με την άμμο στα δάχτυλα έκλεινα τα δάχτυλα
Με την άμμο στα μάτια έσφιγγα τα δάχτυλα
Ήτανε η οδύνη –
Θυμάμαι ήταν Απρίλης όταν ένιωσα πρώτη φορά το ανθρώπινο
βάρος σου
Το ανθρώπινο σώμα σου πηλό κι αμαρτία
Όπως την πρώτη μέρα μας στη γη
Γιόρταζαν τις αμαρυλλίδες – Μα θυμάμαι πόνεσες
Ήτανε μια βαθιά δαγκωματιά στα χείλια
Μια βαθιά νυχιά στο δέρμα κατά κει που χαράζεται παντοτινά του
ο χρόνος
Σ’ άφησα τότες
Και μια βουερή πνοή σήκωσε τ’ άσπρα σπίτια
Τ’ άσπρα αισθήματα φρεσκοπλυμένα επάνω
Στον ουρανό που φώτιζε μ’ ένα μειδίαμα.
Τώρα θα ‘χω σιμά μου ένα λαγήνι αθάνατο νερό
Θα ‘χω ένα σχήμα λευτεριάς ανέμου που κλονίζει
Κι εκείνα τα χέρια σου όπου θα τυραννιέται ο Έρωτας
Κι εκείνο το κοχύλι σου όπου θ’ αντηχεί το Αιγαίο.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ, «Προσανατολισμοί»
Ντριτερό Αγκόλι - ΜΗ ΜΟΥ ΤΟ ΘΥΜΙΖΕΙΣ!
Το παρελθόν έχει πικρές ώρες και στιγμές, μη μου το θυμίζεις,
Ας πούμε ότι με δεμένα χέρια με είδες, μη μου το θυμίζεις!
Ας πούμε, με είδες στους δρόμους μεθυσμένο, μη μου το θυμίζεις,
μεθυσμένο, ταπεινωμένο και χαμένο, μη μου το θυμίζεις!
Ας πούμε ότι είχα πάθει πολλές ήττες, μη μου το θυμίζεις,
Και μια μέρα με δείρανε δυο-τρεις αλήτες, μη μου το θυμίζεις!
Με δείρανε γιατί μέλισσες κοιτούσα στο λιβάδι, μη μου το θυμίζεις,
Και δεν μπορούσα να κοιμηθώ όλο το βράδυ, μη μου το θυμίζεις!
Ας πούμε με είδες πνιγμένο στα κλάματα, μη μου το θυμίζεις,
Και η γούνα μου τ’ άξιζε τα ράμματα, μη μου το θυμίζεις!
Ας πούμε, με άκουγες όταν έλεγα ένα ψέμα, μη μου το θυμίζεις,
Όταν εξαντλημένο μ’ έπαιρνε το ρέμα, μη μου το θυμίζεις!
Καμιά φορά δεν ήμουν άντρας στο κρεβάτι, μη μου το θυμίζεις,
Και από την ντροπή γυρνούσα την πλάτη, μη μου το θυμίζεις!
Το παρελθόν έχει πικρές ώρες και στιγμές, μη μου το θυμίζεις,
Έχει δισταγμό και σιωπή, ενώ ήθελε φωνές, μη μου το θυμίζεις!
Ντριτερό Αγκόλι [ Μετάφραση από τα αλβανικά: Ρομέο Τσολάκου ]
MEMORY BY RAMCHANDRA KHARATMAL
Ορέστης Αλεξάκης - Νυχτοφιλία
…
Μνήμη συνάζω
μνήμη και σιωπή
στυφή τροφή
για τον βαρύ χειμώνα
*
Πάλι χαράζει εντός μου
παρελθόν
πάλι χιονίζει εμπρός μου
πεπρωμένο
(Απόσπασμα)
…
Μνήμη συνάζω
μνήμη και σιωπή
στυφή τροφή
για τον βαρύ χειμώνα
*
Πάλι χαράζει εντός μου
παρελθόν
πάλι χιονίζει εμπρός μου
πεπρωμένο
(Απόσπασμα)
Ραφαέλ Αλμπέρτι - ΤΡΕΙΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ
Αφιέρωμα στον G.A. Bequer
Πρόλογος
«Δεν είχανε χρονίσει ακόμα μήτε ο αρχάγγελος μήτε το ρόδο.
Όλα είταν πριν απ’ το βέλασμα πριν απ’ το κλάμα.
Όταν το φως δεν ήξερε καλά-καλά
αν η θάλασσα θα γεννούσε αγόρι ή κορίτσι.
Όταν ο άνεμος ονειρευότανε μαλλιά να τα χτενίζει,
γαρούφαλα και μάγουλα να κατακαίει η φωτιά
και το νερό να ξεδιψάει από δυο χείλη ράθυμα.
Όλα είταν πριν από το κορμί και τ’ όνομα,
πριν απ’ το χρόνο.
Λοιπόν θυμάμαι μια φορά στον ουρανό…
Πρώτη ανάμνηση
…Ένα κομμένο κρίνο…
G.A.B.
Εβάδιζε μ’ ένα λύγισμα κρίνου συλλογισμένου,
πουλιού σχεδόν που εννόησε πως πρέπει να γεννήσει,
κοιτώντας δίχως να κοιτάζεται σ’ ένα φεγγάρι
που παρασταίνονταν μες στ’ όνειρό της σαν καθρέφτης,
σε μια σιωπή χιονιού που ανύψωνε τα πόδια της.
Σε μια σιωπή σκυμένη.
Είτανε πριν από την άρπα, τη βροχή, πριν απ’ τα λόγια.
Δεν ήξερε.
Άσπρη μαθητευόμενη του αέρα,
τρεμούλιαζε με τ’ άστρα, με τα δέντρα και με τ’ άνθος.
Ο μίσχος της, τ’ ανάστημά της πράσινο.
Με τα δικά μου αστέρια που μη ξέροντας,
δυο βάλτους θέλοντας να σκάψουνε στα μάτια της
σε δυο πέλαγα τη βυθίσανε.
Θυμάμαι…
Κι έπειτα τίποτα. Νεκρή να φεύγει και να χάνεται.
Δεύτερη ανάμνηση
Ήχοι φιλιών και φτεροκοπήματα
G.A.B.
Πιο πριν,
πολύ πιο πριν από την επανάσταση των ίσκιων,
πριν πέσουνε πάνω στον κόσμο τ’ αναμμένα φτερά,
κι ένα πουλί μπορέσει να πεθάνει για ένα κρίνο.
Ακόμα, πριν μου γυρέψεις
τον αριθμό και την τοποθεσία του κορμιού μου.
Πολύ πριν από το κορμί.
Στον καιρό της ψυχής.
Όταν όρθωσες στο δίχως στέμμα μέτωπο τ’ ουρανού
την πρώτη δυναστεία του ονείρου.
Όταν εσύ, κοιτάτοντάς με μέσα στο μηδέν
επινόησες την πρώτη λέξη.
Τότε η συνάντησή μας.
Τρίτη ανάμνηση
…πίσω από τη βεντάλια
με τα χρυσά φτερά…
G.A.B.
Τα βαλς τ’ ουρανού δεν είχαν ακόμα αρραβωνιάσει
το γιασεμί και το χιόνι,
δεν είχαν οι άνεμοι συλλογιστεί την πιθανή μουσική των μαλλιών σου,
ούτε κι ο βασιλιάς είχε προστάξει να ενταφιαστεί σ’ ένα βιβλίο η βιολέττα.
Όχι.
Είταν ο καιρός που ταξίδευε το χελιδόνι
χωρίς τ’ αρχικά μας στο ράμφος του.
Που οι καμπανέλλες κι οι κλιματίδες μαραίνονταν
δίχως εξώστες κι άστρα για να σκαρφαλώσουν.
Είταν εκείνος ο καιρός
που δεν υπήρχε ένα άνθος για να γείρει το κεφάλι του στον ώμο ενός πουλιού.
Και τότε, πίσω απ’ τη βεντάλια σου, το πρώτο μας φεγγάρι.»
(Ποίηση του 20ου αιώνα, μτφρ. Τάκης Σινόπουλος, Ελληνικά γράμματα)
Rene Magritte Memory of a journey
ΓΙΩΤΑ ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΥ - Μετακόμιση
Η ανάμνηση από τη μυρωδιά τους,
η κουβέντα τους, έφτασε αλώβητη ως εδώ.
Λίγες φωτογραφίες
ανάμεσά τους ξετυλίγουν τη ζωή μου.
Και ας μη μάθουν καν πως μετακόμισα.
Κι ας μη χτυπήσουν το κουδούνι.
Πρώτη μου μέρα στο καινούργιο σπίτι
το κατέκλυσαν
άνθρωποι που αγάπησα,
που έχασα,
και έφτασα ανεπαίσθητα
μια μοναξιά πιο πέρα.
Golden memory by maria Moretti
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ - ΘΥΜΗΣΗ
Λαφρά της μυγδαλιάς σειόταν οι κλάδοι,
ολόανθο κύμα, δώρο χαρισμένο,
απ’ τους θεούς, και χιλιοχωρισμένο
λαμποκοπούσε το νερό σα λάδι.
Και το μικρούλι πρόσωπό σου – αχλάδι
στην ώρα του γλυκό και μυρισμένο·
και τα’ αχείλι σου ευώδαε, γυρισμένο
ροδόφυλλο, τα λόγια που εκελάδει.
Και στο τριζάτο πράσινο τριφύλλι
των άσπρω αρνιών βυθούσε το πηλάλημα
κι αλαργινό και γάργαρον εφίλει
τον ουρανό του φλώρου θείο το λάλημα
και του ήλιου, σπώντας η φλογάτη ρόδα
στη χιονάτη κορφή, έβρεχε ρόδα.
Από το περιοδικό «Γράμματα» (1914, τομ. 2 Αρ. 4)
ολόανθο κύμα, δώρο χαρισμένο,
απ’ τους θεούς, και χιλιοχωρισμένο
λαμποκοπούσε το νερό σα λάδι.
Και το μικρούλι πρόσωπό σου – αχλάδι
στην ώρα του γλυκό και μυρισμένο·
και τα’ αχείλι σου ευώδαε, γυρισμένο
ροδόφυλλο, τα λόγια που εκελάδει.
Και στο τριζάτο πράσινο τριφύλλι
των άσπρω αρνιών βυθούσε το πηλάλημα
κι αλαργινό και γάργαρον εφίλει
τον ουρανό του φλώρου θείο το λάλημα
και του ήλιου, σπώντας η φλογάτη ρόδα
στη χιονάτη κορφή, έβρεχε ρόδα.
Από το περιοδικό «Γράμματα» (1914, τομ. 2 Αρ. 4)
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ - ΘΥΜΗΣΗ
Λαφρά της μυγδαλιάς σειόταν οι κλάδοι,
ολόανθο κύμα, δώρο χαρισμένο,
απ’ τους θεούς, και χιλιοχωρισμένο
λαμποκοπούσε το νερό σα λάδι.
Και το μικρούλι πρόσωπό σου – αχλάδι
στην ώρα του γλυκό και μυρισμένο·
και τα’ αχείλι σου ευώδαε, γυρισμένο
ροδόφυλλο, τα λόγια που εκελάδει.
Και στο τριζάτο πράσινο τριφύλλι
των άσπρω αρνιών βυθούσε το πηλάλημα
κι αλαργινό και γάργαρον εφίλει
τον ουρανό του φλώρου θείο το λάλημα
και του ήλιου, σπώντας η φλογάτη ρόδα
στη χιονάτη κορφή, έβρεχε ρόδα.
Από το περιοδικό «Γράμματα» (1914, τομ. 2 Αρ. 4)
ολόανθο κύμα, δώρο χαρισμένο,
απ’ τους θεούς, και χιλιοχωρισμένο
λαμποκοπούσε το νερό σα λάδι.
Και το μικρούλι πρόσωπό σου – αχλάδι
στην ώρα του γλυκό και μυρισμένο·
και τα’ αχείλι σου ευώδαε, γυρισμένο
ροδόφυλλο, τα λόγια που εκελάδει.
Και στο τριζάτο πράσινο τριφύλλι
των άσπρω αρνιών βυθούσε το πηλάλημα
κι αλαργινό και γάργαρον εφίλει
τον ουρανό του φλώρου θείο το λάλημα
και του ήλιου, σπώντας η φλογάτη ρόδα
στη χιονάτη κορφή, έβρεχε ρόδα.
Από το περιοδικό «Γράμματα» (1914, τομ. 2 Αρ. 4)
Τ. Σ. Έλιοτ - [Ο παρών χρόνος και ο παρελθών χρόνος]
Ο παρών χρόνος και ο παρελθών χρόνος
είναι ίσως και οι δύο παρόντες στο μέλλοντα χρόνο
και ο μέλλων χρόνος να περιέχεται στον παρελθόντα χρόνο.
Αν όλος ο χρόνος είναι αιωνίως παρών
όλος ο χρόνος δεν μπορεί να πληρωθεί.
Ό,τι θα μπορούσε να συμβεί είναι μια αφαίρεση
που παραμένει μια διαρκής δυνατότητα
μόνο σ’ έναν κόσμο από εικασίες.
Ό,τι θα μπορούσε να συμβεί και ό,τι συνέβη
δείχνουν σ’ ένα τέλος που είναι πάντοτε παρόν.
Μετάφραση: Χάρης Βλαβιανός
https://www.catisart.gr/
Οδυσσέας Ελύτης - Ηλικία της γλαυκής θύμησης
Ελαιώνες κι αμπέλια μακριά ως τη θάλασσα
Κόκκινες ψαρόβαρκες πιο μακριά ως τη θύμηση
Έλυτρα χρυσά του Αυγούστου στον μεσημεριάτικο ύπνο
Με φύκια ή όστρακα. Κι εκείνο το σκάφος
Φρεσκοβγαλμένο, πράσινο, που διαβάζει ακόμη στην ειρήνη
του κόλπου των νερών Έχει ο Θεός
Περάσανε τα χρόνια φύλλα ή βότσαλα
Θυμάμαι τα παιδόπουλα, τους ναύτες που έφευγαν
Βάφοντας τα πανιά σαν την καρδιά τους
Τραγουδούσαν τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα
Κι είχαν ζωγραφιστούς βοριάδες μες στα στήθια.
Τι γύρευα όταν έφτασες βαμμένη απ’ την ανατολή του ήλιου
Με την ηλικία της θάλασσας στα μάτια
Και με την υγεία του ήλιου στο κορμί – τι γύρευα
Βαθιά στις θαλασσοσπηλιές μες στα ευρύχωρα όνειρα
Όπου άφριζε τα αισθήματά του ο άνεμος
Άγνωστος και γλαυκός, χαράζοντας στα στήθια μου
το πελαγίσιο του έμβλημα
Με την άμμο στα δάχτυλα έκλεινα τα δάχτυλα
Με την άμμο στα μάτια έσφιγγα τα δάχτυλα
Ήτανε η οδύνη –
Θυμάμαι ήταν Απρίλης όταν ένιωσα πρώτη φορά το ανθρώπινο
βάρος σου
Το ανθρώπινο σώμα σου πηλό κι αμαρτία
Όπως την πρώτη μέρα μας στη γη
Γιόρταζαν τις αμαρυλλίδες – Μα θυμάμαι πόνεσες
Ήτανε μια βαθιά δαγκωματιά στα χείλια
Μια βαθιά νυχιά στο δέρμα κατά κει που χαράζεται παντοτινά του
ο χρόνος
Σ’ άφησα τότες
Και μια βουερή πνοή σήκωσε τ’ άσπρα σπίτια
Τ’ άσπρα αισθήματα φρεσκοπλυμένα επάνω
Στον ουρανό που φώτιζε μ’ ένα μειδίαμα.
Τώρα θα ‘χω σιμά μου ένα λαγήνι αθάνατο νερό
Θα ‘χω ένα σχήμα λευτεριάς ανέμου που κλονίζει
Κι εκείνα τα χέρια σου όπου θα τυραννιέται ο Έρωτας
Κι εκείνο το κοχύλι σου όπου θ’ αντηχεί το Αιγαίο.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ, «Προσανατολισμοί»
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ - Ἑπτά νυχτερινά ἑπτάστιχα
Την αφρούρητη νυχτιά πήρανε θύμησες
μαβιές, κόκκινες, κίτρινες.
Τ’ ανοιχτά μπράτσα της γεμίσανε ύπνο,
τα ξεκούραστα μαλλιά της άνεμο,
τα μάτια της σιωπή.
μαβιές, κόκκινες, κίτρινες.
Τ’ ανοιχτά μπράτσα της γεμίσανε ύπνο,
τα ξεκούραστα μαλλιά της άνεμο,
τα μάτια της σιωπή.
Οδυσσέας Ελύτης - Ηλίας Ανδριόπουλος - Άλκηστις Πρωτοψάλτη...
Νάνσυ Δανέλη - Η χαμένη αθωότητα της μνήμης.
Μνημοσύνη, ω αμείλικτη μητέρα των μουσών,
Να ’ρχεσαι μόνο για το ποίημα
μετά να χάνεσαι, καθώς η μέρα πίσω απ’ τα βουνά.
Νύχτα, μόνο η νύχτα θα μας σώσει.
Κι αυτή να μας τυλίγει από παντού μόνο με μαύρο.
Πονάνε τα αστέρια. Και το φεγγάρι πάντα κάτι ζητάει.
Φοράει χίλια δυο, τρυφερά προσωπεία
ως να σου πάρει ένα δάκρυ.
Φωτίζει δίχως έλεος το χρόνο στο δωμάτιο
τις γειτονιές των ονείρων που περιπλανηθήκαμε
τα ρήγματα που εντός τους
καταποντιστήκαμε.
Στάχτη και σκουριά
και σε χάνω
μέσα στην ομίχλη του δάσους.
Και με το φεγγάρι σε βρίσκω
στο ξέφωτο ανάμνησης πικρής.
Βλέπεις, είναι μάνα η μνήμη
και δεν το μπορεί
τ’ άσχημα παιδιά της ν’ αφαλοκόψει.
Οι θηλές της στάζουν αίμα
από τόσα δαγκώματα
παλιών ημερών.
Δεν έρχεται ποτέ αθώα η μνήμη.
https://www.fractalart.gr/
Κική Δημουλά - Πέρασα
Because these wings are no longer wings to fly
— T.S. Eliot
Περπατώ και νυχτώνει.
Αποφασίζω και νυχτώνει.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Υπήρξα περίεργη και μελετηρή.
Ξέρω απ’ όλα. Λίγο απ’ όλα.
Τα ονόματα των λουλουδιών όταν μαραίνονται,
πότε πρασινίζουν οι λέξεις και πότε κρυώνουμε.
Πόσο εύκολα γυρίζει η κλειδαριά των αισθημάτων
μ’ ένα οποιοδήποτε κλειδί της λησμονιάς.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Πέρασα μέρες με βροχή,
εντάθηκα πίσω απ’ αυτό
το συρματόπλεγμα το υδάτινο
υπομονετικά κι απαρατήρητα,
όπως ο πόνος των δέντρων
όταν το ύστατο φύλλο τους φεύγει
κι όπως ο φόβος των γενναίων.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Πέρασα από κήπους, στάθηκα σε συντριβάνια
και είδα πολλά αγαλματίδια να γελούν
σε αθέατα αίτια χαράς.
Και μικρούς ερωτιδείς, καυχησιάρηδες.
Τα τεντωμένα τόξα τους
βγήκανε μισοφέγγαρο σε νύχτες μου και ρέμβασα.
Είδα πολλά και ωραία όνειρα
και είδα να ξεχνιέμαι.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Περπάτησα πολύ στα αισθήματα,
τα δικά μου και των άλλων,
κι έμενε πάντα χώρος ανάμεσά τους
να περάσει πλατύς ο χρόνος.
Πέρασα από ταχυδρομεία και ξαναπέρασα.
Έγραψα γράμματα και ξαναέγραψα
και στο θεό της απαντήσεως προσευχήθηκα άκοπα.
Έλαβα κάρτες σύντομες:
εγκάρδιο αποχαιρετιστήριο από την Πάτρα
και κάτι χαιρετίσματα
από τον Πύργο της Πίζας που γέρνει.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη που γέρνει η μέρα.
Μίλησα πολύ. Στους ανθρώπους,
στους φανοστάτες, στις φωτογραφίες.
Και πολύ στις αλυσίδες.
Έμαθα να διαβάζω χέρια
και να χάνω χέρια.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Ταξίδεψα μάλιστα.
Πήγα κι από δω, πήγα κι από κει…
Παντού έτοιμος να γεράσει ο κόσμος.
Έχασα κι από δω, έχασα κι από κει.
Κι από την προσοχή μου μέσα έχασα
κι από την απροσεξία μου.
Πήγα και στη θάλασσα.
Μου οφειλόταν ένα πλάτος. Πες πως το πήρα.
Φοβήθηκα τη μοναξιά
και φαντάστηκα ανθρώπους.
Τους είδα να πέφτουν
απ’ το χέρι μιας ήσυχης σκόνης,
που διέτρεχε μιαν ηλιαχτίδα
κι άλλους από τον ήχο μιας καμπάνας ελάχιστης.
Και ηχήθηκα σε κωδωνοκρουσίες
ορθόδοξης ερημίας.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Έπιασα και φωτιά και σιγοκάηκα.
Και δεν μου ‘λειψε ούτε των φεγγαριών η πείρα.
Η χάση τους πάνω από θάλασσες κι από μάτια,
σκοτεινή με ακόνισε.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Όσο μπόρεσα έφερ’ αντίσταση σ’ αυτό το ποτάμι
όταν είχε νερό πολύ, να μη με πάρει,
κι όσο ήταν δυνατόν φαντάστηκα νερό
στα ξεροπόταμα
και παρασύρθηκα.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Σε σωστή ώρα νυχτώνει.
Because these wings are no longer wings to fly
— T.S. Eliot
Περπατώ και νυχτώνει.
Αποφασίζω και νυχτώνει.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Υπήρξα περίεργη και μελετηρή.
Ξέρω απ’ όλα. Λίγο απ’ όλα.
Τα ονόματα των λουλουδιών όταν μαραίνονται,
πότε πρασινίζουν οι λέξεις και πότε κρυώνουμε.
Πόσο εύκολα γυρίζει η κλειδαριά των αισθημάτων
μ’ ένα οποιοδήποτε κλειδί της λησμονιάς.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Πέρασα μέρες με βροχή,
εντάθηκα πίσω απ’ αυτό
το συρματόπλεγμα το υδάτινο
υπομονετικά κι απαρατήρητα,
όπως ο πόνος των δέντρων
όταν το ύστατο φύλλο τους φεύγει
κι όπως ο φόβος των γενναίων.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Πέρασα από κήπους, στάθηκα σε συντριβάνια
και είδα πολλά αγαλματίδια να γελούν
σε αθέατα αίτια χαράς.
Και μικρούς ερωτιδείς, καυχησιάρηδες.
Τα τεντωμένα τόξα τους
βγήκανε μισοφέγγαρο σε νύχτες μου και ρέμβασα.
Είδα πολλά και ωραία όνειρα
και είδα να ξεχνιέμαι.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Περπάτησα πολύ στα αισθήματα,
τα δικά μου και των άλλων,
κι έμενε πάντα χώρος ανάμεσά τους
να περάσει πλατύς ο χρόνος.
Πέρασα από ταχυδρομεία και ξαναπέρασα.
Έγραψα γράμματα και ξαναέγραψα
και στο θεό της απαντήσεως προσευχήθηκα άκοπα.
Έλαβα κάρτες σύντομες:
εγκάρδιο αποχαιρετιστήριο από την Πάτρα
και κάτι χαιρετίσματα
από τον Πύργο της Πίζας που γέρνει.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη που γέρνει η μέρα.
Μίλησα πολύ. Στους ανθρώπους,
στους φανοστάτες, στις φωτογραφίες.
Και πολύ στις αλυσίδες.
Έμαθα να διαβάζω χέρια
και να χάνω χέρια.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Ταξίδεψα μάλιστα.
Πήγα κι από δω, πήγα κι από κει…
Παντού έτοιμος να γεράσει ο κόσμος.
Έχασα κι από δω, έχασα κι από κει.
Κι από την προσοχή μου μέσα έχασα
κι από την απροσεξία μου.
Πήγα και στη θάλασσα.
Μου οφειλόταν ένα πλάτος. Πες πως το πήρα.
Φοβήθηκα τη μοναξιά
και φαντάστηκα ανθρώπους.
Τους είδα να πέφτουν
απ’ το χέρι μιας ήσυχης σκόνης,
που διέτρεχε μιαν ηλιαχτίδα
κι άλλους από τον ήχο μιας καμπάνας ελάχιστης.
Και ηχήθηκα σε κωδωνοκρουσίες
ορθόδοξης ερημίας.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Έπιασα και φωτιά και σιγοκάηκα.
Και δεν μου ‘λειψε ούτε των φεγγαριών η πείρα.
Η χάση τους πάνω από θάλασσες κι από μάτια,
σκοτεινή με ακόνισε.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Όσο μπόρεσα έφερ’ αντίσταση σ’ αυτό το ποτάμι
όταν είχε νερό πολύ, να μη με πάρει,
κι όσο ήταν δυνατόν φαντάστηκα νερό
στα ξεροπόταμα
και παρασύρθηκα.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Σε σωστή ώρα νυχτώνει.
Ὁ ἔρωτας,
ὄνομα οὐσιαστικόν,
πολύ οὐσιαστικόν,
ἑνικοῦ ἀριθμοῦ,
γένους οὔτε θηλυκοῦ οὔτε ἀρσενικοῦ,
γένους ἀνυπεράσπιστου.
Πληθυντικός ἀριθμός
οἱ ἀνυπεράσπιστοι ἔρωτες.
οἱ ἀνυπεράσπιστοι ἔρωτες.
Ὁ φόβος,
ὄνομα οὐσιαστικόν,
στήν ἀρχή ἑνικός ἀριθμός
καί μετά πληθυντικός:
οἱ φόβοι.
Οἱ φόβοι
γιά ὅλα ἀπό δῶ καί πέρα.
Ἡ μνήμη,
κύριο ὄνομα τῶν θλίψεων,
ἑνικοῦ ἀριθμοῦ,
μόνον ἑνικοῦ ἀριθμοῦ
καί ἄκλιτη.
Ἡ μνήμη, ἡ μνήμη, ἡ μνήμη.
Ἡ νύχτα,
ὄνομα οὐσιαστικόν,
γένους θηλυκοῦ,
ἑνικός ἀριθμός.
Πληθυντικός ἀριθμός
οἱ νύχτες.
Οἱ νύχτες ἀπό δῶ καί πέρα.
(Τό λίγο τοῦ κόσμου, 1971)
ὄνομα οὐσιαστικόν,
γένους θηλυκοῦ,
ἑνικός ἀριθμός.
Πληθυντικός ἀριθμός
οἱ νύχτες.
Οἱ νύχτες ἀπό δῶ καί πέρα.
(Τό λίγο τοῦ κόσμου, 1971)
Memories beyond the mind photograph by Jorgo Photography
ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΑΪΤΑΤΖΗ-ΧΟΥΛΙΟΥΜΗ - ΕΠΙΓΟΝΟΙ
Να θυμηθούμε τις ραψωδίες του παππού
στις λέξεις να προσδώσουμε τ’ αρχαίο νόημα
Να τραγουδήσουμε για την αγάπη
να ορθώσουμε τ’ ανάστημα
Τ’ ακόντιο στην παλάμη να ζυγίσουμε καλά
πατώντας στη ρίζα σταθερά να εστιάσουμε
Σε πέντε θάλασσες σχεδίες καλοτάξιδες
ν’ αναζητήσουμε Ιθάκες να ονειρευτούμε
να τις επινοήσουμε αν χρειαστεί
Δέσποινα Καϊτατζή- Χουλιούμη, Λιγοστεύουν οι λέξεις, Μελάνι 2017
https://www.fractalart.gr/
Να θυμηθούμε τις ραψωδίες του παππού
στις λέξεις να προσδώσουμε τ’ αρχαίο νόημα
Να τραγουδήσουμε για την αγάπη
να ορθώσουμε τ’ ανάστημα
Τ’ ακόντιο στην παλάμη να ζυγίσουμε καλά
πατώντας στη ρίζα σταθερά να εστιάσουμε
Σε πέντε θάλασσες σχεδίες καλοτάξιδες
ν’ αναζητήσουμε Ιθάκες να ονειρευτούμε
να τις επινοήσουμε αν χρειαστεί
Δέσποινα Καϊτατζή- Χουλιούμη, Λιγοστεύουν οι λέξεις, Μελάνι 2017
https://www.fractalart.gr/
Νίκος Καρούζος -ΜΗΝ ΑΝΤΙΚΡΙΖΕΙΣ ΤΙΠΟΤΑ ΜΕΣ’ ΑΠ’ ΤΗ ΘΥΜΗΣΗ
«Στα παππούδικα κι αρχαία εικονίσματα
φυλάγοντας το καράβι της όρνιθας κι αντικρίζοντας
τα χρυσαφένια στάχυα του πένθιμου θέρους
αναπαύω την όραση και σκοπεύω τα στήθη
χαρίζοντας το άριστα στο θάνατο.
Τι μυρωμένη που οσφραίνομαι
στα λαμπερά σκοτάδια την αόρατην ευφροσύνη
καθώς αγγίζει την απόμακρη νεφέλη της Ανδρομέδας
μοιράζοντας τις πλούσιες νομές των χαρισμάτων
εκείθε πέρα στον ολόφωτο θόρυβο της αιωνιότητας
δίχως ανθρώπινα όρια στην κατάλευκη πρασινάδα
ξεσχίζοντας την αιθρία μ’ ένα ξίφος αγίνωτο
τη μοίρα βαθιά θερισμένη να γεμίζει τη σιγή της
επώαση κι άνθη νεκρώσιμα…
Η ζωή δεν έχει λόγο ν’ αντιλαλήσει και δεν έχει
καμιά πραγματική συγγένεια
μ’ όλου του κόσμου τις πολύχρωμες ιδέες
τίποτα το εξ αίματος.»
(Ν. Καρούζος, Τα ποιήματα, τ. Β’, Ίκαρος)
Κώστας Καρυωτάκης - Θυμήσου
Alfred de Musset
Θυμήσου, όταν η Χαραυγή στον Ήλιο δειλιασμένη
Alfred de Musset
Θυμήσου, όταν η Χαραυγή στον Ήλιο δειλιασμένη
ανοίγει το αιθερόχτιστο, το μάγο της παλάτι·
θυμού, την ώρα που η νυχτιά διαβαίνει σκεπασμένη
με τον πυκνό τον πέπλο της ονείρατα γιομάτη·
όσες φορές θα κάθεσαι μονάχη στο μπαλκόνι
τα βράδια που θ’ ακούγεται μόνο η φωνή του γκιόνη,
κάποια μουρμούρα μακρινή θα ξεψυχάει στ’ αφτί σου
και θε ν’ ακούς κάποια φωνή που θα σου λέει: «Θυμήσου».
Θυμήσου με, ομορφούλα μου, κι όντας κακά δαιμόνια
Θυμήσου με, ομορφούλα μου, κι όντας κακά δαιμόνια
εκεί μακριά στην ξενιτιά θα ’ρθούν να με πεθάνουν,
όντας οι λύπες οι άπαυτες, οι στέρησες, τα χρόνια,
την ξέχειλη από Σένανε καρδιά μου θα μαράνουν.
Θυμήσου κείνες τις στιγμές που μου ’σφιγγες το χέρι
και την καρδιά μου ξέσφιγγες. Το χέρι σου, ποιός ξέρει
αν θα το πιάσω πια ποτές; Ω, χύνε στη μορφή σου
κάποια λαμπράδα σα θ’ ακούς από ψηλά: «Θυμήσου!»
Θυμήσου με, θυμήσου με, σαν κάτω από το χώμα
Θυμήσου με, θυμήσου με, σαν κάτω από το χώμα
θρυμματισμένη κοιμηθεί δίχως ζωή η καρδιά μου·
θυμήσου με, μικρούλα μου, και θρήνησέ με ακόμα
όντας στον τόπο που θα μπουν τα δόλια κόκαλά μου
φυτρώσει κάποιο λούλουδο. Την ύστερη πνοή μου
θα τη ρουφήξεις, συ μικρή, κι η αθάνατη ψυχή μου
θα ’ρθεί σιμά σου σαν πιστή κι αχώριστη αδελφή σου.
Άκου στη νύχτα μια φωνή σα βογκητό: «Θυμήσου».
[Alfred de Musset]
https://www.greek-language.gr/
[Alfred de Musset]
https://www.greek-language.gr/
"Memory," by Easam Darawshi
Φροσούλα Κολοσιάτου - ΦΡΟΥΡΟΙ ΑΠΟ ΠΕΤΡΑ
Μεγάλωσα σε σπίτια εκατό
Στις γειτονιές του ελάσσονος
Γι’ αυτό τρομάζω στους θυμούς
Μισώ να πιέζω τους ανθρώπους
Μεγάλωσα σε σπίτια εκατό
Στις γειτονιές του ελάσσονος
Γι’ αυτό τρομάζω στους θυμούς
Μισώ να πιέζω τους ανθρώπους
Κάθε που έρχεται η άνοιξη
Μοσχοβολούσαν τα κρινάκια
Κρασί
Γλυκά
Κεντήματα
Τότε που τα παιδιά
Επινοούσαν ακόμα παιχνίδια
Ο συλλαβισμός της ομορφιάς
Να σκαλίζει μικρά αλλόκοτα είδωλα
Έρχονται από τον κόσμο του ονείρου
Τρυφερές διαφάνειες
Ακριβές
Της παιδικής ηλικίας
(ΟΤΑΝ ΦΕΥΓΟΥΝ ΤΑ ΦΛΑΜΙΓΚΟΣ (2005)
Μαρία Κουτούση - Μνήμης εγκώμιο...
Κάνω στάση στις απάνεμες γωνιές
της ζωής μου.
Σφίγγω επάνω μου το ρούχο του χρόνου.
Μια ζεστασιά γυρεύει η μνήμη...
Τρέχει μακριά από διαδρομές
που παγωμένα χέρια την αγγίζουν.
Στέκεται στους σταθμούς
που εκείνη διάλεξε
για της βιοτής μου το βιβλίο.
Αφήνομαι με εμπιστοσύνη
στα επιλεκτικά της χέρια,
τα επιδέξια να γράφουν
και να σβήνουν...
Στην ευφυΐα της να πλάθει
και να μεταπλάθει αλήθειες,
πόνους και πόθους,
να προσθέτει και να αφαιρεί
χρώμα και φως.
Της κλείνω με νόημα το μάτι...
Ξέρουμε, κατά βάθος, και οι δύο
σε πόσους ανέμους και γκρεμούς
γυρίσαμε την πλάτη.
Πόσο σμικρύναναμε καιρούς
και μεγενθύναμε άλλους...
Πώς χτίσαμε γωνιές απάνεμες
στου χρόνου τις φουρτούνες.
Πώς ράψαμε ρούχο ζεστό
για παγερούς χειμώνες.
Μ.Κ. (φβ)
της ζωής μου.
Σφίγγω επάνω μου το ρούχο του χρόνου.
Μια ζεστασιά γυρεύει η μνήμη...
Τρέχει μακριά από διαδρομές
που παγωμένα χέρια την αγγίζουν.
Στέκεται στους σταθμούς
που εκείνη διάλεξε
για της βιοτής μου το βιβλίο.
Αφήνομαι με εμπιστοσύνη
στα επιλεκτικά της χέρια,
τα επιδέξια να γράφουν
και να σβήνουν...
Στην ευφυΐα της να πλάθει
και να μεταπλάθει αλήθειες,
πόνους και πόθους,
να προσθέτει και να αφαιρεί
χρώμα και φως.
Της κλείνω με νόημα το μάτι...
Ξέρουμε, κατά βάθος, και οι δύο
σε πόσους ανέμους και γκρεμούς
γυρίσαμε την πλάτη.
Πόσο σμικρύναναμε καιρούς
και μεγενθύναμε άλλους...
Πώς χτίσαμε γωνιές απάνεμες
στου χρόνου τις φουρτούνες.
Πώς ράψαμε ρούχο ζεστό
για παγερούς χειμώνες.
Μ.Κ. (φβ)
Τάσος Λειβαδίτης -ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
Και τώρα που ξεμπερδέψαμε πια με τα μεγάλα λόγια, τους άθλους, τα όνειρα, καιρός να ξαναγυρίσουμε στη ζωή μας -αλλά μάταια, το σχέδιο της πόλης άλλαξε, κατά που πέφτει ο δρόμος που αγαπηθήκαμε παιδιά, που πήγε ο άνεμος που σκόρπισε τόσους συντρόφους, υπάρχει ακόμα ο κόσμος; -τώρα στη γλώσσα μας μπερδεύονται παλιά τραγούδια, κανείς δεν μας καταλαβαίνει και μόνο τα παιδιά μαντεύουν πιο πολλά, μα μεγαλώνουν γρήγορα και τα πουλιά πετάνε για να μη θυμούνται – ένα τέτοιο παρελθόν και δεν απόμεινε παρά λίγη στάχτη, όπου σκυμμένοι τα βράδια σχεδιάζουμε σημαίες, άστρα, λόφους, άλογα κι
αναμεσά τους την τύψη ότι δεν τα δώσαμε όλα ελευθερώνοντας έτσι όρκους αλλοτινούς και τις πιο ωραίες χειρονομίες του μέλλοντος.
(Από τη συλλογή «Ο Τυφλός με τον Λύχνο» εκδόσεις Κέδρος)
Τάσος Λειβαδίτης - Εκείνο
Έρχονται ώρες, που ξαφνικά σε πλημμυρίζει ολάκαιρο
η νοσταλγία του ανέκφραστου – σαν τη θολή, αόριστη ανά-
μνηση απ’ τη γεύση ενός καρπού,
πούφαγες κάποτε, πριν χρόνια, σαν ήσουνα παιδί,
μια μέρα μακρινή, λιόλουστη – και θέλεις να τη θυμηθείς
κι όλο ξεφεύγει. Τα μάτια σου
γεμίζουν τότε από ‘να θάμπος χαμένων παιδικών καιρών.
Ή ίσως κι από δάκρυα.
Γι’ αυτό, σας λέω, πιστεύετε πάντοτε έναν άνθρωπο που
κλαίει.
Είναι η στιγμή που σας απλώνει το χέρι του,
φιμωμένο και γιγάντιο,
Εκείνο που ποτέ δε θα ειπωθεί».
«Ποιήματα (1958 ? 1964)» , εκδόσεις Κέδρος
«Ναι κι όταν φτάνει ο ζεστός κι αταίριαστος με την
εποχή
Καιρός στο τέλος του χρόνου του επόμενου
αργοπορημένου χρόνου
Κι ο άνεμος ο νοτιοδυτικός μυρίζοντας βροχή και
καλοκαίρι
Γδύνει τα πελώρια κλώνια απ’ τα νεκρά τους φύλλα.
Κι εσύ το σούρουπο πέρα στη Φρίντριχστράσσε
Ή εσύ στην προκυμαία την ανεμόδαρτη του
Παρισιού
Τα φύλλα ανασκαλεύεις τα ρηχά που έπεσαν
μπροστά σου
Μέσα σε σκέψεις που αλλάζουνε σα σύννεφα σταχτιά
Ούτε που θα το νιώσεις πως απότομα μια γλύκα
Γεμίζει την καρδιά σου και δάκρυα σταλάζουνε στα
μάτια
Θα σταθείς στο θερμό σαν τον Ιούνιο άνεμο κι ως τα
φύλλα
Θα πέφτουν Πότε ξανάγινε θα λες αυτό Με ποιαν
Διόλου δε θα το θυμηθείς θα σταθείς εκεί
Νιώθοντας τον άνεμο στο λαιμό τον άνεμο στα
μανίκια
Θα μυρίζεις τα φύλλα τα νεκρά στο γρασίδι ενός
κήπου
Θα κλείνεις τα μάτια σου Με ποιαν θα λες Αχ πού;
(Ποίηση του 20ου αιώνα, μτφρ. Κλείτος Κύρου, Ελληνικά γράμματα)
Χρήστος Μπουλώτης - Θυμάσαι;
Σε μια ξένη πόλη ούτε δική μου
ούτε δική σου, εκεί σε πρωτοείδα
Μπορεί και να μ΄ήξερες από παλιά
κι απλά με ξαναβρήκες.
Κι έβρεχε, χωρίς ομπρέλα
ΤΟ ΘΥΜΑΣΑΙ;
ούτε δική σου, εκεί σε πρωτοείδα
Μπορεί και να μ΄ήξερες από παλιά
κι απλά με ξαναβρήκες.
Κι έβρεχε, χωρίς ομπρέλα
ΤΟ ΘΥΜΑΣΑΙ;
την άλλη κιόλας μέρα φτιάξαμε ένα τρένο
κίτρινο κόκκινο μπλε το βάψαμε
και ταξιδεύαμε τη γη..
νύχτες ταξιδεύαμε
στον ουρανό..
αστέρι και σταθμός
ΘΥΜΑΣΑΙ;
βρήκες το πιο μακρινό αστέρι
κι είπες να το γυαλίσουμε
να του φυτέψουμε μια λέυκα
να μείνουμε για πάντα εκεί
ΘΥΜΑΣΑΙ;
όταν σου έδινα πορτοκάλι
πήγαινε να πει μόνο μαζί σου ταξιδεύω.
Με πέντε πορτοκάλια κάναμε πορτοκαλάδα
την πίναμε μισή μισή
ΘΥΜΑΣΑΙ;
Κι έτρεχα κάθε άνοιξη σ΄όλη τη γη
να βρω το πρώτο πρώτο λουλούδι
για σένα βέβαια..
Κατέβαινες στα βάθη του ωκεανού εσύ
και μου ΄φερνες ένα κοχύλι
ΘΥΜΑΣΑΙ;
Άμα στο ζήταγα γινόσουνα ποτάμι λίμνη θάλασσα ωκεανός..
Κι όταν το ζήταγες γινόμουνα κι εγώ
ΘΥΜΑΣΑΙ;
Μου έστελνες στον ύπνο μου όνειρα
καλοπλυμένα, καλοχτενισμένα
και τα δικά σου όνειρα εγώ τα ετοίμαζα.
ΘΥΜΑΣΑΙ;
θυμάσαι τότε που κατέβηκα στον ύπνο σου μ΄ ένα τεράστιο ροζ αερόστατο;
Σου χάρισα ένα μύλο
να τον κρατάς γερά
γιατί φοβόσουν τα σκοτάδια.
Μου χάρισες έναν ολόιδιο κι εσύ
το θυμάσαι ακόμη;
Μια νύχτα χάθηκες σένα μεγάλο δάσος
Είχες το μύλο δε φοβήθηκες…
κι έτρεξα και σε βρήκα
Μου χάρισες ένα χρυσόψαρο
που μέτραγε ως τα χίλια
κι ένα τζιτζίκι
και μια ζίνα
κι ένα πουκάμισο άσπρο..
το θυμάσαι;
και σου μάθα να ζωγραφίζεις
κάμπους και ποτάμια.
Μη πατάς πολύ το μολύβι σου ΄λεγα.
Μια αγκαλιά ψυχές το τοπίο
κι οι ψυχές δεν έχουν περίγραμμα
ΘΥΜΑΣΑΙ;
Και μου μάθες να φτιάχνω χάρτινα καράβια
Και χάρτινα κινέζικα πουλιά
Μια μέρα είπαμε καιρός πια να εφεύρουμε την δική μας γραφή
να μην την ξέρει άλλος
Τη ζωγραφίσαμε στο πι και φι
κοντά σ’ενα ποτάμι, πάντα ένα ποτάμι
τη θυμάσαι ακόμη εκείνη τη γραφή;
Κι εφεύραμε ένα σωρό πράγματα από τότε
τη σαντιγύ
τον ήλιο
τις αυπνίες
την παλίρροια
το σκούρο μπλε
τα θυμασαι όλα;
Ό,τι δεν χώραγε στις λέξεις
το κάναμε μικρές μικρές σημαιούλες πολύχρωμες.
Θυμάσαι πως τις ανεμίζαμε;
Το μαγικό δωμάτιο που άλλαζε σχήμα ανάλογα με τη στάση του κορμιού μας
το θυμάσαι;
κι ήταν φορές που γινότανε ολοστρόγγυλο
Θυμάσαι πότε;
Μαζί διαβάζαμε τα πιο ωραία παραμύθια
Κι όταν μας τέλειωσαν
αρχίσαμε να παίζουμε δικά μας παραμύθια
Μια φορά και έναν καιρό ήτανε δυο
ΘΥΜΑΣΑΙ;
Ήτανε δυο κι ήτανε σαν ένας
ένας και πολλοί μαζί
Χωρίζαμε για λίγο μόνο
γιατί αλλιώς
πως θ’ ανταμώναμε ξανά;
Και σου ’γραφα κάθε στιγμή
κάτι τεράστια γράμματα
Μου ΄γραφες και συ ακόμη πιο τεράστια.
Μια φορά όμως που άργησες
πρόλαβε κι ήρθε ο χειμώνας
που κράτησε όσο πέντε.
Κι όταν τέλειωσε
ήρθε πάλι χειμώνας ακόμη πιο βαρύς
Και δεν μπορούσες να γυρίσεις
Έμεινες μακριά
Και μου ΄γραψες
Η πιο μεγάλη απόσταση είναι ο χρόνος…
Μπορεί…
όμως..
τα πιο ωραία μας ταξίδια
δεν τα ταξιδέψαμε ακόμη
Σε περιμένω…
ΕΛΑ
Θα μετρήσω ώς το δέκα ….»
Έμιλυ Ντίκινσον - Αν είχαμε Φτερά
Για ν’ αποδράσουν απ’ τη μνήμη
Θα πετούσανε πολλοί από εμάς
Αν είχαμε Φτερά
Με πιο αργούς ρυθμούς εξοικειωμένα
Έκπληκτα τα πουλιά θα παρακολουθούσαν
Την έντρομη Καρότσα
Ανθρώπων που δραπέτευαν
Απ’ τον ανθρώπων νου.
Έμιλι Ντίκινσον (1872)- Το ανεξάντλητα Σημαίνον
https://www.ithaque.gr/
https://www.ithaque.gr/
Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος - Ελπίζω εις το μέλλον
Ελπίζω εις το μέλλον
Το παρελθόν είν’ όνειρον, πόθων σπασμοί, ελπίδες,
και το παρόν μαστίζουσιν εισέτι καταιγίδες‧
μας πλήττει πρώτον ο Θεός την ευτυχίαν στέλλων,
ελπίζω εις το μέλλον.
Το παρελθόν ήτο μικρός τις κόκκος εις το χώμα,
και το παρόν δενδρύλλιον πατούμενον ακόμα,
δένδρον θα γίν’ εις τον Θεόν τους κλάδους αποστέλλον,
ελπίζω εις το μέλλον.
Το παρελθόν είναι σωρός εκπληκτικών συννέφων,
και το παρόν ο κεραυνός ο τας θυέλλας στέφων,
αλλά μακρόθεν φαίνεται αστήρ τις ανατέλλων,
ελπίζω εις το μέλλον.
Το παρελθόν είναι η νυξ η πλήρης μαύρου σκότους,
εις το παρόν βλέπω σκιάς, εικόνας αλλοκότους,
πλην της νυκτός ο σύντροφος ιδού το φως του στέλλων,
ελπίζω εις το μέλλον.
Το παρελθόν είναι ωόν του αετού εισέτι,
και το παρόν αετιδεύς εις τα μικρά του έτη,
αλλά θα φθάσ’ η πτήσις του και μέχρι των αγγέλων,
ελπίζω εις το μέλλον
Ελπίζω εις το μέλλον
Το παρελθόν είν’ όνειρον, πόθων σπασμοί, ελπίδες,
και το παρόν μαστίζουσιν εισέτι καταιγίδες‧
μας πλήττει πρώτον ο Θεός την ευτυχίαν στέλλων,
ελπίζω εις το μέλλον.
Το παρελθόν ήτο μικρός τις κόκκος εις το χώμα,
και το παρόν δενδρύλλιον πατούμενον ακόμα,
δένδρον θα γίν’ εις τον Θεόν τους κλάδους αποστέλλον,
ελπίζω εις το μέλλον.
Το παρελθόν είναι σωρός εκπληκτικών συννέφων,
και το παρόν ο κεραυνός ο τας θυέλλας στέφων,
αλλά μακρόθεν φαίνεται αστήρ τις ανατέλλων,
ελπίζω εις το μέλλον.
Το παρελθόν είναι η νυξ η πλήρης μαύρου σκότους,
εις το παρόν βλέπω σκιάς, εικόνας αλλοκότους,
πλην της νυκτός ο σύντροφος ιδού το φως του στέλλων,
ελπίζω εις το μέλλον.
Το παρελθόν είναι ωόν του αετού εισέτι,
και το παρόν αετιδεύς εις τα μικρά του έτη,
αλλά θα φθάσ’ η πτήσις του και μέχρι των αγγέλων,
ελπίζω εις το μέλλον
Τίτος Πατρίκιος -Κυκλικό
Άραγε πώς γεννιέται
από ένα τίποτα η επιθυμία;
από ένα τίποτα η επιθυμία;
Πώς η επιθυμία γίνεται έρωτας,
ο έρωτας πώς αλλάζει
σε μακρινή ανάμνηση;
Άραγε πώς μπορεί
η ανάμνηση να σβήνει
μες στο τίποτα;
JACQUES PRÉVERΤ - Η ΑΝΑΜΝΗΣΗ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
Η
ανάμνηση του έρωτα δεν είναι μια καρδιά
στην
άκρη μιας αλυσίδας, ούτε γραμμένο όνομα
πάνω σ΄ ένα
γουρουνάκι από μελόψωμο στο πανηγύρι,
μήτ΄
ένα πυροτέχνημα που σκάει στων χεριών
το κράτημα
τέλος,
δεν είναι αυτό που είναι χαραγμένο
στη
μνήμη μου, είναι αυτό που είναι αόρατα
χαραγμένο
πάνω
σ΄ ολάκερο το σώμα μου,
το
σώμα μου το χορτασμένο από αγάπη, χάδι,
θαυμασμό.
Memory Palace by Joshua Flint
Γιάννης Ρίτσος - Άγνωστη θύμηση
«Τα μεσημέρια, κάποτε, ανάμεσα στο θόρυβο
των τζιτζικιών, των νερών, των πουλιών, της αεραντλίας,
γίνεται μια άξαφνη σιωπή κυκλική, σαν ένα αλώνι
όπου λυχχνίσαν, οι άλλες εποχές, μεγάλα στάχυα
ολόχρυσα, άγνωστα, που μας θρέψαν αγνώριστα.»
(Γ. Ρίτσος, Ποιήματα, τ. 4ος, Κέδρος)
Γιάννης Ρίτσος - Παιδική ανάμνηση
Τα μεσημέρια του καλοκαιριού που κοιμούνται οι μεγάλοι,
ένας κουβάς νερό πέφτει από τη σκάλα στα πλακάκια του διαδρόμου.
Και τότε, κάτω από το διάδρομο, στο ίδιο ακριβώς σημείο
που χύθηκε ο κουβάς, ανοίγεται μια δροσερή αποθήκη
λησμονημένη χρόνια ολόκληρα. Κει μέσα καταφεύγουν
πουλιά με τα μικρά βιολιά τους, τα λινά πετσετάκια,
κολλαριστές πετσέτες μιας παλιάς θλιμμένης νοικοκυροσύνης,
δυο σπασμένες καρέκλες, ένα καλάθι σταφύλια,
ένα ζευγάρι κόκκινα σαντάλια, ένα ψηλό ποτήρι,
η κιμωλία, το σχολικό κουδούνι, κι ο μικρός ξυλουργός
που πριονίζει τη μεγάλη σκάλα του τζίτζικα. Σε λίγο
αρχίζει να φυσάει από κει μέσα μια λεπτότατη αύρα
ρυτιδώνοντας μια ελάχιστη θάλασσα και το μέτωπο της ποίησης
μ’ αυτή την παραμελημένη, αστεία, παιδική, συνοφρύωση.»
(Γ. Ρίτσος, Ποιήματα, τ. 4ος, Κέδρος)
Γιάννης Ρίτσος -Ανάμνηση
Ο πατέρας γύρισε αργά. Δεν είπε καλησπέρα.
Η μητέρα νοιαζόταν πια τα παιδιά της. Δεν τον πρόσεξε.
Τα παιδιά χαίρονταν την έγνοια της. Δεν τον άκουσαν που δεν
είπε καλησπέρα. Εκείνος
δεμένα πίσω του τα χέρια,
είχε μιλήσει με τη βροχή στα θερισμένα χωράφια
πίσω από την καλύβα του ξυλοκόπου. Είχε περασμένο στον ώμο
του το δίκαννο.
Στάθηκε μόνος κοντά στο παράθυρο
κι όταν εφώτισε μια δυνατή αστραπή τα τζάμια
είδα να γράφεται στο μέτωπό του ο σταυρός του παράθυρου.
Ίσως αυτό το χωρισμό να μάθαμε απόψε
ίσως αυτός ο ίδιος ο σταυρός να γράφεται από τότε
στο φωτισμένο τοίχο της σιωπής μας.
((Γ. Ρίτσος, Ποιήματα, τ. 1ος, Κέδρος)
https://spirospv.blogspot.com/
Η μητέρα νοιαζόταν πια τα παιδιά της. Δεν τον πρόσεξε.
Τα παιδιά χαίρονταν την έγνοια της. Δεν τον άκουσαν που δεν
είπε καλησπέρα. Εκείνος
δεμένα πίσω του τα χέρια,
είχε μιλήσει με τη βροχή στα θερισμένα χωράφια
πίσω από την καλύβα του ξυλοκόπου. Είχε περασμένο στον ώμο
του το δίκαννο.
Στάθηκε μόνος κοντά στο παράθυρο
κι όταν εφώτισε μια δυνατή αστραπή τα τζάμια
είδα να γράφεται στο μέτωπό του ο σταυρός του παράθυρου.
Ίσως αυτό το χωρισμό να μάθαμε απόψε
ίσως αυτός ο ίδιος ο σταυρός να γράφεται από τότε
στο φωτισμένο τοίχο της σιωπής μας.
((Γ. Ρίτσος, Ποιήματα, τ. 1ος, Κέδρος)
https://spirospv.blogspot.com/
Να με θυμάσαι όταν θα ‘μαι μακριά,
μακριά σε χώρα σιωπηλή, να μην μπορεί
εσύ απ’ το χέρι να με παίρνεις ούτε πια
μισή στραμμένη για να φύγω να ‘μαι εκεί.
Να με θυμάσαι κι όταν πια δεν θα μου λες
μέρα τη μέρα σχέδιά σου για το μέλλον˙
να με θυμάσαι απλώς: καταλαβαίνεις, πλέον
θα ‘ναι αργά για προσευχές ή συμβουλές.
Μα κι αν για λίγο με ξεχάσεις κι ύστερα
με θυμηθείς ξανά, μη θλίβεσαι: γιατί
εάν αφήσουν το σκοτάδι κι η φθορά
έστω ένα ίχνος από αυτά που ‘χα σκεφτεί,
καλύτερα είναι να γελάς κι ας μη θυμάσαι
παρά να μη με λησμονείς και να λυπάσαι.
Ποίημα από τον τόμο D.J. tracks 1-45: Σύντομη ιστορία του λυρισμού, επιμ.-μτφρ.: Διονύσης Καψάλης – Γιώργος Κοροπούλης, Εκδόσεις Sestina, 2014
μακριά σε χώρα σιωπηλή, να μην μπορεί
εσύ απ’ το χέρι να με παίρνεις ούτε πια
μισή στραμμένη για να φύγω να ‘μαι εκεί.
Να με θυμάσαι κι όταν πια δεν θα μου λες
μέρα τη μέρα σχέδιά σου για το μέλλον˙
να με θυμάσαι απλώς: καταλαβαίνεις, πλέον
θα ‘ναι αργά για προσευχές ή συμβουλές.
Μα κι αν για λίγο με ξεχάσεις κι ύστερα
με θυμηθείς ξανά, μη θλίβεσαι: γιατί
εάν αφήσουν το σκοτάδι κι η φθορά
έστω ένα ίχνος από αυτά που ‘χα σκεφτεί,
καλύτερα είναι να γελάς κι ας μη θυμάσαι
παρά να μη με λησμονείς και να λυπάσαι.
Ποίημα από τον τόμο D.J. tracks 1-45: Σύντομη ιστορία του λυρισμού, επιμ.-μτφρ.: Διονύσης Καψάλης – Γιώργος Κοροπούλης, Εκδόσεις Sestina, 2014
Γ. Σαραντάρης - Ἀέρινη Λεπτή Ἀνάλαφρη
Θυμᾶμαι. Θέλω και θυμᾶμαι
Ἡ ἀνάμνηση, με την ἀνατροφή,
ἀέρινη λεπτή γίνεται ἡδονή·
βασανισμένη, γοητεύει τα δάκρυά της
με χαμογέλια· εἶναι
κι αἰσθάνεται τον ἑαυτό της ἡδονή
ἀέρινη λεπτή, ἀνάλαφρη.
Γιώργος Σαραντάρης - ΞΕΧΝΩΝΤΑΣ …
Ξέχασε κάθε όνομα γυναίκας
Κάθε ενθουσιασμό
Κάθε ψευδαίσθηση
Φτάσε στις διάφορες μνήμες
Τη μνήμη των παιδικών σου χρόνων
Που ούτε τα φαντάζεσαι πια
Κι άφησε στον χρόνο το ταξίδι…
Τήνος, 8 Σεπτέμβρη 1931
[Γιώργος Σαραντάρης – Τα Ιταλικά ποιήματα – Γαβριηλίδης, 2015
Μετάφραση: Τηλέμαχος Χυτήρης]
Ξέχασε κάθε όνομα γυναίκας
Κάθε ενθουσιασμό
Κάθε ψευδαίσθηση
Φτάσε στις διάφορες μνήμες
Τη μνήμη των παιδικών σου χρόνων
Που ούτε τα φαντάζεσαι πια
Κι άφησε στον χρόνο το ταξίδι…
Τήνος, 8 Σεπτέμβρη 1931
[Γιώργος Σαραντάρης – Τα Ιταλικά ποιήματα – Γαβριηλίδης, 2015
Μετάφραση: Τηλέμαχος Χυτήρης]
Memories by Maureen Lisa Costello
Γιώργος Σεφέρης - Μνήμη, Α΄
καὶ ἡ θάλασσα οὐκ ἔστιν ἔτι *
Κι εγώ στα χέρια μου μόνο μ’ ένα καλάμι·
καὶ ἡ θάλασσα οὐκ ἔστιν ἔτι *
Κι εγώ στα χέρια μου μόνο μ’ ένα καλάμι·
ήταν έρημη η νύχτα το φεγγάρι στη χάση
και μύριζε το χώμα από την τελευταία βροχή.
Ψιθύρισα· «Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί,
ο ουρανός είναι λίγος, θάλασσα πια δεν υπάρχει,
ό,τι σκοτώνουν τη μέρα τ’ αδειάζουν με κάρα πίσω απ’ τη ράχη».
Τα δάχτυλά μου παίζανε ξεχασμένα μ’ αυτή τη φλογέρα
Τα δάχτυλά μου παίζανε ξεχασμένα μ’ αυτή τη φλογέρα
που μου χάρισε ένας γέροντας βοσκός επειδή τού ειπα καλησπέρα·
οι άλλοι ξέγραψαν κάθε χαιρετισμό·
ξυπνούν, ξυρίζουνται, κι αρχίζουν μεροκάματο το σκοτωμό,
όπως κλαδεύεις ή χειρουργείς, μεθοδικά, χωρίς πάθος·
ο πόνος νεκρός σαν τον Πάτροκλο και κανείς δεν κάνει λάθος.
Συλλογίστηκα να φυσήξω ένα σκοπό κι έπειτα ντράπηκα τον άλλο κόσμο
Συλλογίστηκα να φυσήξω ένα σκοπό κι έπειτα ντράπηκα τον άλλο κόσμο
αυτόν που με βλέπει πέρ’ απ’ τη νύχτα μέσ’ απ’ το φως μου
που υφαίνουν τα κορμιά ζωντανά, οι καρδιές γυμνές
κι η αγάπη που ανήκει και στις Σεμνές
καθώς και στον άνθρωπο και στην πέτρα και στο νερό και στο χορτάρι
και στο ζώο που κοιτάει κατάματα το θάνατο που έρχεται να το πάρει.
Έτσι προχώρεσα στο σκοτεινό μονοπάτι
Έτσι προχώρεσα στο σκοτεινό μονοπάτι
κι έστριψα στο περβόλι μου κι έσκαψα κι έθαψα το καλάμι
και πάλι ψιθύρισα· «Θα γίνει η ανάσταση μιαν αυγή,
πως λάμπουν την άνοιξη τα δέντρα θα ροδαμίσει του όρθρου η μαρμαρυγή,
θα ξαναγίνει το πέλαγο και πάλι το κύμα θα τινάξει την Αφροδίτη·
είμαστε ο σπόρος που πεθαίνει». Και μπήκα στ’ αδειανό μου το σπίτι.
Celtic Memories by Graeme Stevenson
Εφερ᾽ο άνεμος τραγούδι στην νυχτιά
τραγούδι, άσμα των ασμάτων, ύμνο
σαν μελωδία αγγελική στη σιγαλιά
νανούρισμα γλυκό στον φευγαλέο ύπνο
Γέμισαν νότες του μυαλού την ερημιά
χορδές, κιθάρες και γλυκόλαλα βιολιά
Σύραν οι θύμησες χορό με την φωνή της λύρας
τσιγγάνες, γυφτοπούλες θύμησες
οι μάγισες της μοίρας
Χόρεψ᾽ο αγέρας τα κλαδιά τηε φοινικιάς
κλειδιά του Σολ στον ουρανό τα μαυροπούλια
Τσιγγάνες γύφτισες με σύραν στον χορό
και γυφτοπούλες θύμισες μου φίλησαν τα χείλια
Και μια μελαχρινή, μια γυφτοπούλα όμορφη. μικρή
κρατούσε στο χεράκι της και χτύπαγε το ντέφι
Σεργιάνιζαν στον άνεμο πάθη, κορδέλλες και καημοί
και το μικρό κορμάκι της το τύλιγε μια μέθη
Τα ποδαράκια της κι᾽αυτά λες με φτερά
μια κάποια στριφογύριζαν στον νου αγκάλη
στα γύφτικα τσαντήρια τα παλιά
μέθη, τραγούδι φούντωνε, κραιπάλη
Ω, γυφτοπούλα θύμηση νάταν να έγερνα ξανά
μεσ᾽τα σγουρά σου τα μαλλιά να βρω την λήθη
και να χορέψω εκεί με τα χρυσά φλουριά
π᾽αγκάλιαζαν τα τρυφερά σου στήθη
Childhood Memories by Charles Vaughn
Μάρκ Στράντ - ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ
Δώσε μου έξι γραμμές
γραμμένες από τον πιο τιμημένο
από τους ανθρώπους,
και θa βρω μέσα σε αυτές
έναν λόγο να τον κρεμάσω
(Richelie)
Ποτέ δε βρήκαμε τις τελευταίες γραμμές που αυτός έγραψε
ή πού ο ίδιος βρισκόταν όταν τον βρήκαν.
Για την τιμή του οι άνθρωποι φαίνεται πως τίποτα δεν ξέρουν.
Και μάλιστα πολλοί αμφισβητούν το ότι κάποτε υπήρξε.
Δεν πειράζει.Το γεγονός ότι πέθανε
είναι αρκετός λόγος για να πιστέψει κανείς πως υπήρχαν λόγοι.
Προσωρινή Αιωνιότητα ,Βακχικόν,2019
Μετάφραση Ασημίνα Ξηρογιάννη
http://varelaki.blogspot.com/
Ενώ οδηγώ νυστάζω και σταματώ στην άκρη του δρόμου κάτω
απ’ τα δέντρα. Κουλουριάζομαι στο πίσω κάθισμα και κοιμάμαι. Πόσο
διάστημα; Ώρες. Πρόλαβε να πέσει σκοτάδι.
Ξυπνώ ξαφνικά και δεν αναγνωρίζω τον εαυτό μου. Εντελώς ξύπνιος,
μα δε βοηθά. Ποιός είμαι; ΠΟΙΟΣ είμαι; Είμαι κάτι
που ξυπνά στο πίσω κάθισμα, στριφογυρίζει πανικόβλητο σαν μια γάτα
σε σακί. Ποιός;
Επιτέλους η ζωή μου επιστρέφει. Το όνομά μου έρχεται σαν
άγγελος. Έξω απ’ τα τείχη ηχεί το σύνθημα τρομπέτας ( όπως στην
Leonore Overture) και τα λυτρωτικά βήματα κατεβαίνουν γοργά
γοργά την πολύ μακριά σκάλα. Εγώ είμαι! Εγώ είμαι!
Μα αδύνατον να ξεχάσω τον αγώνα των δεκαπέντε δευτερολέπτων στην
κόλαση της λήθης, μερικά μέτρα μακρυά από τον μεγάλο δρόμο εκεί όπου
η κυκλοφορία γλιστρά μπρος στ’ αναμμένα φώτα.
Βλέποντας στο σκοτάδι (1970)
Μετάφραση: Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη
https://www.fractalart.gr/
Πορεία δύσκολη, ενέχυρα νυχτέρια
Πως να μισείς ότι αγαπάς -τα δυό συγχρόνως-
Το γέλιο δάκρυ και τα μάτια μας νυστέρια
Μνήμη πληγή, χαμένο φως, άκληρος χρόνος
.
Κρυφά ναυάγια στη σιωπή δίχως το κύμα
Σώματα ξένα, στα δικά τους τα κουφάρια
Ψάχνουν σε μνήμες το άστεγό τους μνήμα
Κι η Ερινύα μας πληγή σ’ άδεια φεγγάρια
.
Συνομιλίες με τον πρότερο εαυτό μας
Τότε που ο λόγος μας κάποια είχε αξία
Δεν μας ελέησε μια στάλα το γραφτό μας
Κι όλο το δίκιο μας παράτονη οξεία
.
Με τους απόντες μας τις νύχτες να μιλάμε
Σε παραλήρημα ονείρων συναντήσεις
Χρόνια εκατό σε δευτερόλεπτα γερνάμε
Δέντρα που καίγονται βουβά οι αναμνήσεις
Κ.Χ. (φβ)
Summer Memories by Rachel Paxton
Στρατής Τσίρκας - Μνήμη
(διήγημα)
Το Διηγημα Ειναι από τη συλλογή Στον κάβο. Ο μύθος του τοποθετείται στην Αλεξάνδρεια. Ο Σάββας και τα πρόσωπα του διηγήματος, όπως και ο ίδιος ο συγγραφέας είναι Αιγυπτιώτες Έλληνες. Όπως θα διαπιστώσετε, όταν το διαβάσετε, ο συγγραφέας βρήκε, έναν ιδιότυπο τρόπο, για να το γράψει: ύστερα από την πρόταση των φίλων του Σάββα, που πέθανε, δείχνει πως προσπαθεί να συγκεντρώσει υλικό, για να το γράψει, ενώ στην πραγματικότητα το γράφει. Γι' αυτό στο διήγημα πρέπει κυρίως να προσεχτεί α) ο ρόλος του αφηγητή και β) η διάρθρωσή του.
Μου τηλεφώνησε κάποιος φίλος· καθόμαστε στο ίδιο προάστιο.
— Τα βράδια κλείνεσαι πάντα;
— Εμ;
— Φίνα. Θα 'ρτουμε με το Δημήτρη. Κάτι θέμε να σου ζητήσουμε.
Ήρθανε γύρω στις εννιά. Τους έβγαλα καφεδάκι και μπήκαν αμέσως στο προκείμενο.
— Θέλουμε να μας γράψεις ένα μικρό διήγημα στη μνήμη του Σάββα.
— Για σταθείτε, τους είπα. 'Ετσι ολούρμου θαρρείτε πως γράφονται τα διηγήματα; Το Σάββα τον αγαπούσα... τον θαύμαζα. Πήγα στην κηδεία του, τον έκλαψα...
— Περιμέναμε πως θα 'λεγες δυο λόγια πριν να τον χώσουν.
— Δεν το σκέφτηκα. Κι ύστερα, ήμουν τσακισμένος. Την παραμονή τον είχα δει που έλεγε τα χωρατά του, κι ήταν τόσο ήρεμος. Και την άλλη, πάει ο καλός ο άνθρωπος.
— Ώστε τον είδες την παραμονή;
— Είναι ένας ξάδερφός μου στο νοσοκομείο, με κήλη, κι είχα πάει να του κάνω συντροφιά. Εκεί μπαίνει το γιατρουδάκι μας: χαιρετούρες, τραταρίσματα, ευγένειες. Ο ξάδερφος, καταλαβαίνετε, είναι στην πρώτη θέση. Γυρίζει μια στιγμή ο γιατρός και μου κάνει: Ξέρεις ποιον έχουμε κάτω, στο θάλαμο; Το Σάββα. Εγχειρίζεται αύριο.
— Ώστε τ' αποφάσισε, λέω.
— Τ' αποφάσισε το θηρίο!
— Κι εσείς, τι λέτε;
Στράβωσε τα μούτρα του. Κατάλαβα.
- Του το είπατε;
— Το ξέρει. Μα προτιμάει να το παίξει τώρα, παρά κάθε μέρα που... Δεν περνάς να τον δεις κατεβαίνοντας;
— Είναι στο κρεβάτι;
— Είναι με τις πιτζάμες, αλλά μπορείς να κρατήσεις το Σάββα πλαγιασμένο;
Κατέβηκα και τον βρήκα στο διάδρομο. Είχε τρεις τέσσερις γυναικούλες γύρω του και τους κουβέντιαζε.
— Γεια σου, Σάββα, του λέω.
— Α, καλώς τον. Μια στιγμή να πεταχτώ στο θάλαμο να δω τι γίνεται ο άρρωστος. Θες να περιμένεις;
— Θα περιμένω, του λέω. Για σένα ήρθα.
Γύρισε σε λίγο.
— Εντάξει, μου λέει. Ο άρρωστός μου κοιμάται βαθιά.
— Ο άρρωστός σου;
— Ε, ναι. Έχω έναν στο διπλανό κρεβάτι κι όλη νύχτα τον πάλευα. Ήθελε να σκοτωθεί. Είχε πάρει σουμπλιμέ —«ερωτική απελπισία», ακούς εκεί; Τον φέρανε σε κακά χάλια. Κι αυτός ο καλός σου, μόλις συνέφερε κομμάτι, πήρε δρόμο για την ταράτσα, να τα δώσει από κει πάνω. Καλά που τον κατάλαβα κι έτρεξα πίσω του. Το λαρύγγι μου γάνιασε να τον κατηχάω όλη τη νύχτα. Ερωτική απελπισία, σου λέει. Να δεις κράση, να δεις κορμί. Ε, ρε, αδικίες ο κόσμος...
— Ώστε, Σάββα, τ' αποφάσισες;
— Να σου πω. Θέλω να ζω και να ξέρω πως σε κάτι χρησιμεύω. Έτσι, με το σήμερα και το αύριο δεν μπορώ να βάλω πλάνο. Τι να περιμένουμε και να χάνονται οι μέρες;
— Κι ο γέρος σου θα έρτει αύριο;
Εκεί τo μούτρο του για μια στιγμή συννέφιασε μα γρήγορα φωτίστηκε από μια εύθυμη σκέψη.
— Έπρεπε να πάρω τις πιτζάμες μου, κατάλαβες; Του είπα λοιπόν πως η Εταιρεία με στέλνει στο Κάιρο, για να παραλάβω καινούριο καμιόνι και θα λείψω μέρες. Φρόντισα και του γέμισα το κουτί του καφέ για μια βδομάδα. Τίποτ' άλλο δε χρειάζεται. Τι να τον έχω να τρώγεται; Αν είναι να το μάθει, θα το μάθει μια και καλή.
Κάθισα με το Σάββα κάπου δυο ώρες κι όλο με το καλαμπούρι και το χωρατό του ήταν. Θυμηθήκαμε τα παλιά. Πώς γνωριστήκαμε κάτω από τις βόμβες μια νύχτα συναγερμού, που τριγυρίζανε τα Μέσερσμιτ πάνω απ' την Αλεξάντρεια... Σηκώθηκα για να φύγω και δεν ήξερα πως να τον αποχαιρετήσω. Ο μορφασμός του γιατρού μού τριβέλιζε το μυαλό, και μ' έπιασε γλωσσοδέτης.
— Έλα να φιληθούμε, μου λέει εκείνος. Αν δεν ξανανταμώσουμε, εσύ τη δουλειά σου, σύμφωνοι;
— Αυτά να γράψεις, μου κάνει ο Δημήτρης.
— Μα με τέτοια δε γίνεται διήγημα, δεν το καταλαβαίνεις; Αν έχεις να μου πεις τίποτα παράξενο, τίποτα έκτακτο που να έκανε...
— Δημήτρη, πες του για τους αστυφύλακες.
— Σώπα, μωρέ Νικόλα. Τι να τους κάνει τους αστυφύλακες; Α, να κάτι: Θυμάσαι τότε επί Φαρούκ, που κανείς δεν τολμούσε να κατεβεί στο δρόμο για να μαζέψουμε υπογραφές στη Διακήρυξη της Στοκχόλμης. Ο Σάββας έκανε την αρχή. Διάλεξε τον τομέα του Τελωνείου και τον αλώνισε. Άλλους, τους πιάσανε. Δυο φάγαν απέλαση, θυμάσαι; Μα ο Σάββας όχι μόνο δεν πιάστηκε, αλλά κατάφερε και να πάρει την υπογραφή του αξιωματικού που του έκανε την ανάκριση.
— Πώς τον κατάφερε;
— Του εξήγησε. Του διάβασε τη διακήρυξη κι ο άλλος είπε: Μα τούτο το υπογράφω κι εγώ.
— Άλλες λεπτομέρειες; Αν ξέραμε περισσότερα...
— Τι τα χρειάζεσαι; Δε σου φτάνει πως πήρε την υπογραφή εκεινού που θα διάταζε να τον πιάσουν;
— Στο διήγημα δεν είναι τα γεγονότα που λογαριάζουν, μα πώς γινήκανε και πώς τα περιγράφεις. Χωρίς ψυχολογικές λεπτομέρειες κανείς δε θα σε πιστέψει.
— Δημήτρη, πες του για τους αστυφύλακες.
— Σώπα, μωρέ. Δε βλέπεις τι σου λέει;
- Γράψε τότε για την κηδεία. Για το γέρο του και τ' αδερφάκι του. Τι ωραία που στάθηκαν. Γράψε για τον κόσμο που έκλαιε...
— Α, τώρα θυμήθηκα, τον έκοψε ο Δημήτρης. Αλλά τούτο δε θα μπαίνει σε διήγημα. Ήταν όταν τον ψέλναν στο εκκλησάκι. Είχα μείνει στα σκαλοπάτια και με διπλάρωσε ο ένας από τους νεκροθάφτες, ο Ρωμιός. Βυθομετρούσε την κατάσταση για το φιλοδώρημα: Για κοίτα κόσμος, μου λέει. Πού βρέθηκαν τόσοι γιατροί, δικηγόροι, δάσκαλοι. Τι κοπέλες, τι γέροι, τι παιδιά. Τόση αργατιά. Παλαιοί πολεμιστές και ανάπηροι με τα λάβαρα... Τι ήταν ο μακαρίτης;
— Σοφέρ, του κάνω. Σοφέρ σε καμιόνι.
— Τίποτα μασονία, ε;
— Ποια μασονία τσαμπουνάς, ευλογημένε. Άνθρωπος ήταν σαν κι εμάς.
— Και τόσα κόκκινα τριαντάφυλλα; Αλλού αυτά... Εδώ κοντεύει ν' αδειάσετε τ' ανθοπωλεία. Εκτός αν δεν ξέρεις του λόγου σου. Μα το Σταμάτη (θα τον λένε Σταμάτη) δεν τον γελάει κανείς. Χρόνια στο επάγγελμα. Μπορώ με το πρώτο να σου πω αν ο μακαρίτης είχε τη σειρά του, αν τον κλαίνε στ' αλήθεια ή στα ψέματα. Του λόγου σου, για παράδειγμα, συγγενής σου ήταν;
— Συγγενής όχι, μα φίλος.
— Τι φιλίες μπορούσες να έχεις του λόγου σου μ' ένα σοφέρ; Βλέπεις; Κι άκουσε να σου πω. Χρόνια έχω να δω τόσους πολλούς να κάνουνε σειρά, ποιος θα πρωτοσηκώσει το σεντούκι. Πολύ παράξενος σοφέρ, μα την αλήθεια!
— Αμ, οι δυο αστυφύλακες; είπε τώρα ο Νικόλας. Πώς το πήρανε χαμπάρι και τρέξανε;
— Οι δυο που ήταν στην κηδεία; Είπα εγώ. Θα τους έστειλε η Ασφάλεια.
— Ασφάλεια και πράσινα άλογα! Ήταν της Τροχαίας, φίλοι του. Όλοι της Τροχαίας τον ξέραν και τον αγαπούσαν. Όποιος ήθελε φάρμακο στο Σάββα πήγαινε. Τον σταματούσαν με το καμιόνι του όπου και να 'ταν, σε σταυροδρόμι, στην Κορνίς. Το και το, του λέγανε: το κεφάλι, τα νεφρά, ρευματισμοί. Κι αυτός τους βόλευε. Με δείγματα από το φαρμακεμπορείο που δούλευε.
Σωπάσαμε κάμποσο. Σα να μας φάνηκε πως ο Σάββας πηγαινοερχόταν μέσα στο γραφείο με την ντουμανιασμένη ατμόσφαιρα. Χαμογελούσε ήρεμα: Αν δεν ξανανταμώσουμε, εσύ τη δουλειά σου. Σύμφωνοι;
— Τι λες, γίνεται τίποτα;
— Δε σας υπόσχομαι. Μα θα προσπαθήσω.
Τους έβγαλα ως το κεφαλόσκαλο. Με καληνύχτισαν και φύγαν
οι πίνακες είναι από