Ο Άντολφ Βέλφλι (Adolf Wölfli, 29 Φεβρουαρίου 1864 - 6 Νοεμβρίου 1930) ήταν αυτοδίδακτος Ελβετός καλλιτέχνης, ζωγράφος και συγγραφέας, εξέχουσα μορφή της αποκαλούμενης τέχνης του περιθωρίου. Διαγνώστηκε με σχιζοφρένεια και έζησε το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής του έγκλειστος στην ψυχιατρική κλινική του Βαλντάου στη Βέρνη, μέσα στην οποία ξεκίνησε η ενασχόλησή του με την τέχνη.
Είναι δημιουργός ενός μεγάλης έκτασης και εξαιρετικά σύνθετου έργου που είναι δύσκολο να κατηγοριοποιηθεί. Επιμελώς αριθμημένα, χρονολογημένα και οργανωμένα σε χειροποίητα βιβλία, η ζωγραφική και τα σχέδιά του συνοδεύονται από εικόνες, κείμενα, αριθμητικούς υπολογισμούς, μουσική σημειογραφία και γεωμετρικά σύμβολα, συνιστώντας συνολικά ένα πολυδιάστατο καλλιτεχνικό έργο αποτελούμενο από περίπου 25.000 σελίδες. Η ζωγραφική του διακρίνεται για την πρωτότυπη και εξόχως ιδιοσυγκρασιακή χρήση του χρώματος, ενώ οι συνθέσεις του διακρίνονται για την λεπτομερή δομή και οργάνωσή τους. Σε μεγάλο βαθμό αυτοβιογραφικό, το σύνολο του έργου του πραγματεύεται μια προσωπική μυθολογία, με κέντρο βάρους τη φανταστική δημιουργία του άλτερ έγκο του, Αγίου Άντολφ. Υπό αυτή την οπτική, η τέχνη του Βέλφλι θεωρείται πως εισέρχεται στη σφαίρα των αρχετύπων και διαθέτει μια επίδραση που σχετίζεται περισσότερο με την τέχνη των μάγων, των γιόγκι και των σαμάνων.
Κυρίως μετά τα μέσα του 20ού αιώνα και στα πλαίσια ενός γενικότερου ενδιαφέροντος για την αποκαλούμενη «πρωτόγονη» τέχνη, το έργο του αναγνωρίστηκε διεθνώς, φιλοξενήθηκε σε μουσεία, βιβλιοθήκες και πινακοθήκες ανά τον κόσμο, ασκώντας επίδραση σε σύγχρονους καλλιτέχνες και μουσικούς. Αποτιμώντας το σύνολο του έργου του, θεωρείται επίτευγμα του Βέλφλι το γεγονός πως κατάφερε να συγκεράσει τις δημιουργικές τάσεις και το καλλιτεχνικό του όραμα με τη σχιζοφρένειά του, κληροδοτώντας τελικά ένα ενιαίο καλλιτεχνικό έργο που εκφράζει την ιδιαίτερη ψυχοσύνθεσή του
Ο Βέλφλι γεννήθηκε το 1864 στο Μποβίλ (Bowil) του Έμενταλ, στο καντόνι της Βέρνης και, σύμφωνα με την αυτοβιογραφία του, ήταν το νεότερο από τα συνολικά επτά παιδιά του Γιάκομπ Βέλφλι (Jacob Wölfli) και της Άννα Φρόιτς (Anna Freuz), εκ των οποίων τα δύο πέθαναν πρόωρα. Τον ίδιο χρόνο η οικογένεια του μετακόμισε στη Βέρνη. Εκεί έζησε με τους γονείς του μέχρι την ηλικία των οκτώ ετών. Ο πατέρας του ήταν τεχνίτης της πέτρας και αλκοολικός που παραμελούσε συστηματικά την οικογένεια και κατέληξε στη φυλακή. Εξαιτίας ασθενείας της μητέρας του, επέστρεψαν το 1872 στην κοινότητα Σανγκνάου του Έμενταλ, όπου εργάστηκαν σε ξεχωριστές φάρμες με αντάλλαγμα φαγητό και διαμονή. Η μητέρα του πέθανε το 1873 και τα επόμενα χρόνια ο Βέλφλι, έχοντας εγκαταλείψει το σχολείο, δούλεψε κάτω από εξαντλητικές συνθήκες ως εργάτης σε διάφορες φάρμες. Παρά την κακομεταχείρισή του από ορισμένες από τις οικογένειες για τις οποίες εργάστηκε, υπήρξε εξαιρετικός μαθητής και ολοκλήρωσε τη βασική εκπαίδευση το 1879. Οι μαρτυρίες των εργοδοτών του και των συνεργατών του εμφανίζουν μεταξύ τους διαφορές, ωστόσο προσφέρουν χαρακτηριστικές πληροφορίες για την προσωπικότητα του Βέλφλι. Ένας συνάδελφός του τον περιέγραψε ως τραχύ και ευέξαπτο χαρακτήρα, που συχνά βρισκόταν σε κακή διάθεση και μιλούσε ακατανόητα για το διάβολο, τις γυναίκες και άλλα θέματα, με τέτοιο τρόπο ώστε οι περισσότεροι να πιστεύουν πως ήταν τρελός. Σπανίως συμφωνούσε με τους εργοδότες του και επιθυμούσε να δίνει ο ίδιος διαταγές ακολουθώντας το δικό του δρόμο.
Το 1882 ο ανεκπλήρωτος έρωτάς του για την κόρη ενός αγρότη, εξαιτίας της άρνησης της οικογένειάς της, υπήρξε μετά το γεγονός του θανάτου της μητέρας του μια ακόμα σημαντική απώλεια με έντονα αρνητικό ψυχολογικό αντίκτυπο. Το 1890 συνελήφθη και καταδικάστηκε σε δύο χρόνια φυλάκισης για την παρενόχληση ενός κοριτσιού ηλικίας πέντε ετών, ενώ είχε προηγηθεί, τον ίδιο χρόνο, παρόμοια απόπειρά του εναντίον μιας δεκατετράχρονης. Στην αυτοβιογραφία του, περιγράφει λεπτομερώς τις άσχημες συνθήκες διαβίωσης και εμπειρίες του στη φυλακή. Το 1895 συνελήφθη εκ νέου για την απόπειρα κακοποίησης ενός τρίχρονου κοριτσιού. Στην ομολογία του, ο Βέλφλι παραδέχτηκε ότι είχε πλήρη επίγνωση της πράξης του ωστόσο δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει τι τού είχε συμβεί ισχυριζόμενος ότι οι αισθήσεις του βρίσκονταν σε πλήρη σύγχυση. Από τα δικαστικά πρακτικά προκύπτει πως είχε επίσης κατηγορηθεί για κάποιο ηθικό παράπτωμα το 1890, για το οποίο όμως αθωώθηκε λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων. Στις 3 Ιουνίου του 1895 οδηγήθηκε στην ψυχιατρική κλινική του Βαλντάου στη Βέρνη, όπου διαγνώστηκε με σχιζοφρένεια. Εκεί παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του.
Τα πρώτα χρόνια του εγκλεισμού του επέδειξε βίαιη συμπεριφορά, με επιθέσεις εναντίον του προσωπικού αλλά και άλλων ασθενών, υστερικά ξεσπάσματα, μεγάλες περιόδους κατάθλιψης και απομόνωσης, καθώς και παραισθήσεις. Σύμφωνα με το ιατρικό ιστορικό του, η κατάστασή του σημείωσε σημαντική βελτίωση από το 1899, χρονιά κατά την οποία ξεκίνησε και η αυθόρμητη ενασχόληση του με τη ζωγραφική. Παρόλα αυτά τα πρώτα γνωστά σχέδιά του χρονολογούνται στο διάστημα 1904-1906, καθώς τα πρώιμα έργα του δεν έχουν διασωθεί. Στη διάρκεια της ζωής του, ο Βέλφλι ολοκλήρωσε μεγάλο αριθμό έργων, δουλεύοντας ως επί το πλείστον με απλά υλικά. Το 1908 ξεκίνησε τη δημιουργία ενός εικονογραφημένου ημιαυτοβιογραφικού έπους 45 τόμων, εκτεινόμενο σε περισσότερες από 25.000 σελίδες και περιέχοντας περισσότερες από χίλιες εικονογραφήσεις. Η αφήγηση του έργου περιλαμβάνει πραγματικά γεγονότα από τη ζωή του Βέλφλι, αναμεμειγμένα με φανταστικές ιστορίες, προϊόντα της ιδιαίτερης ψυχοσύνθεσής του.
Ο γιατρός της κλινικής του Βαλντάου, Βάλτερ Μόργκεντάλερ, έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το καλλιτεχνικό έργο του και το 1921 δημοσίευσε τη μονογραφία Ein Geisteskranker als Künstler (Ένας ψυχασθενής ως καλλιτέχνης), η οποία έστρεψε την προσοχή του καλλιτεχνικού κόσμου, κυρίως της Γερμανίας και της Γαλλίας, προς τον Βέλφλι. Ο Μοργκεντάλερ δεν περιορίστηκε στην ιατρική μελέτη της περίπτωσής του αλλά, με τον Βέλφλι ως πρότυπο, ισχυρίστηκε πως ένας άνθρωπος που έπασχε από μία σοβαρή ψυχική ασθένεια ήταν σε θέση να εξελιχθεί σε σημαντικό καλλιτέχνη και να συνεισφέρει ευρύτερα στην εξέλιξη της τέχνης. Ανάμεσα στους καλλιτέχνες που απέδωσαν αξία στο έργο του Βέλφλι ήταν και ο Ζαν Ντιμπιφέ (Jean Dubuffet), ιδρυτής μαζί με τον Αντρέ Μπρετόν της Ένωσης Ωμής Τέχνης (Compagnie de l' Art Brut). Ο Μπρετόν τοποθετούσε το έργο του Βέλφλι ανάμεσα στις κορυφαίες δημιουργίες του 20ου αιώνα.
Από τις αρχές του 1930 έπασχε από καρκίνο του στομάχου. Εγχειρίστηκε στην κλινική της Βέρνης, όπου παρέμεινε από τις 15 Μαρτίου έως τις 4 Απριλίου. Επέστρεψε στην ψυχιατρική κλινική του Βαλντάου, όπου πέθανε στις 6 Νοεμβρίου. Παρά την ασθένειά του συνέχισε να ζωγραφίζει και να γράφει μέχρι το θάνατό του. Το 1972 ιδρύθηκε το Ίδρυμα Άντολφ Βέλφλι στο Μουσείο Καλών Τεχνών της Βέρνης, το οποίο φιλοξενεί μέχρι σήμερα το σύνολο των έργων του.
Assiisen=des=Mittel=Landes (1904), μολύβι σε χαρτί εφημερίδας, 99.3 x 74.5 εκ. Συλλογή Ιδρύματος Άντολφ Βέλφλι, Μουσείο Καλών Τεχνών Βέρνης.
Σχέδιο με αυτοβιογραφικές αναφορές στα σεξουαλικά αδικήματα του Βέλφλι και την καταδίκη του. Στην πάνω δεξιά γωνία διακρίνεται η μορφή ενός κοριτσιού που σηκώνει το φόρεμά της, προφανώς αναφορά στις νεαρές κοπέλες που είχε επιχειρήσει να κακοποιήσει. Στην κάτω δεξιά γωνία φαίνεται η μορφή του εισαγγελέα, ενώ οι υπόλοιπες κεφαλές που βρίσκονται σε διαφορετικά σημεία της σύνθεσης αναπαριστούν τους ενόρκους. Στο κάτω αριστερό τεταρτημόριο διακρίνεται ο ίδιος ο Βέλφλι με τη μορφή του διαβόλου σε μαύρο χρώμα. Λίγο πιο κάτω διακρίνεται ένα ακόμα πρόσωπο πίσω από σίδερα φυλακής.
Έργο
Ο Βέλφλι κληροδότησε ένα ογκώδες καλλιτεχνικό έργο, αφηγηματικό και εικονογραφικό, κυρίως στη μορφή φύλλων εφημερίδας τυπικών διαστάσεων 100x75 εκατοστών. Ο Μοργκεντάλερ κατηγοριοποίησε τα έργα του σε δύο μεγάλες ομάδες, ανάλογα με τον σκοπό για τον οποίο προορίζονταν. Στην πρώτη ανήκαν τα σχέδια και οι πίνακες που φιλοτεχνούσε με σκοπό να τα προσφέρει σε τρίτους, ως αντάλλαγμα για την προμήθεια υλικών όπως μολύβια και χαρτί, ενώ στη δεύτερη περιλαμβάνονταν εικονογραφήσεις και κείμενα της αυτοβιογραφίας του. Στην μονογραφία του, ο Μοργκεντάλερ δημοσίευσε σχέδια της πρώτης ομάδας, μέσα από τα οποία έγινε περισσότερο γνωστός ο Βέλφλι. Σήμερα το έργο του ταξινομείται σε τρεις βασικές κατηγορίες: τις πρώιμες δημιουργίες του, τις αυτοτελείς συνθέσεις που διέθετε ως αντάλλαγμα (η αποκαλούμενη Brotkunst) και το αφηγηματικό του έργο που χωρίζεται σε πέντε διακριτές ενότητες. Σύμφωνα με τον Μοργκεντάλερ, αντικείμενο του έργου του ήταν η αυτοβιογραφία του, που άλλοτε ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και άλλοτε αποτελεί αποκύημα της φαντασίας του. Μια λεπτομερής εξέταση αναδεικνύει πληθώρα αυτοβιογραφικών αναφορών. Ενδεικτικά, στο Assiisen-des-Mit-tel-Landes αποτυπώνεται η ιστορία της καταδίκης του με τη μορφή ενός κοριτσιού που σηκώνει το φόρεμά της αποκαλύπτοντας τα γεννητικά της όργανα να αποτελεί αναφορά στις νεαρές κοπέλες που είχε επιχειρήσει να κακοποιήσει.
Ο Βέλφλι ξεκίνησε να ζωγραφίζει αυθόρμητα, αλλά και με επιμονή, παρά τη δυσκολία πρόσβασής του σε υλικά, γεγονός που τον ανάγκαζε να παρακαλά για ένα φύλλο χαρτί ή μολύβι. Σύμφωνα με τις περιγραφές του Μοργκεντάλερ, από τη στιγμή που ξεκινούσε ένα έργο, ζωγράφιζε σαν να ακολουθεί ένα μηχανικό νόμο και δίχως να συνειδητοποιεί απόλυτα τις λεπτομέρειές του. Από τα προϊόντα της φαντασίας του, επέλεγε εικόνες, ονόματα ή αριθμούς μέσα από μια καθαρά προσωπική, ασυνείδητη και ενστικτώδη οπτική. Η σκέψη του, όπως και η μέθοδος εργασίας του, περιγράφονται ως χωρίς αρχή και τέλος, εργαζόταν ωστόσο ακατάπαυστα.
Συνδυάζοντας λεκτικά, διακοσμητικά, μουσικά και εικονογραφικά στοιχεία, οι συνθέσεις του διακρίνονται για τη δομή και οργάνωσή τους. Συνήθιζε να ζωγραφίζει ξεκινώντας από τα άκρα της σύνθεσης, προχωρώντας προς το κέντρο μέχρι να έχουν καλυφθεί όλοι οι κενοί χώροι. Αυτή η χαρακτηριστική «φοβία του κενού» (horror vacui) συναντάται συχνά σε καλλιτεχνικές δημιουργίες σχιζοφρενών, αν και ορισμένα από τα έργα της ύστερης περιόδου του δεν αντικατοπτρίζουν αυτή την εμμονή με την κάλυψη των κενών χώρων της σύνθεσης
.
Πρώιμη περίοδος: 1904-1907
Τα πρώτα σχέδια του Βέλφλι χρονολογούνται το 1899, τέσσερα χρόνια μετά τον εγκλεισμό του στο Βαλντάου, και σε μια περίοδο που, όπως μαρτυρά το ιατρικό ιστορικό, η υγεία του καλυτέρευσε. Από το ιατρικό ιστορικό αντλούνται επιπλέον οι λιγοστές πληροφορίες που διαθέτουμε για τα πρώιμα έργα του Βέλφλι, της περιόδου 1899-1903, τα οποία δεν διασώζονται. Η ζωγραφική του χαρακτηρίστηκε από τους γιατρούς του ως «ανόητη» και «χαοτικό συνονθύλευμα από νότες, λέξεις και φιγούρες».
Θεματικά, τα πρώιμα έργα του Βέλφλι χαρακτηρίζονται από μορφές ανθρώπων, ζώων, εσωτερικούς χώρους και τοπία, που αποδίδονται με νατουραλιστικό ύφος. Ήδη στα πρώιμα ασπρόμαυρα έργα του Βέλφλι διαφαίνονται χαρακτηριστικά μοτίβα του καλλιτέχνη, όπως οι ομόκεντροι κύκλοι και το σύμβολο της μαντάλα, φιγούρες διαφόρων μεγεθών που μοιάζουν με σαλιγκάρια ή πουλιά, αλλά και η χρήση σύντομων περιγραφικών φράσεων που συνήθως εξηγούν το θέμα της σύνθεσης. To 1975 o Ελβετός καλλιτέχνης Μάρκους Ρέτζ σχεδίασε ένα λεξιλόγιο, στο οποίο συνοψίζονται τα χαρακτηριστικά μοτίβα του Βέλφλι. Τα κυρίαρχα διακοσμητικά στοιχεία και η επικάλυψη διαφορετικών μοτίβων κάνουν συχνά την αναγνώρισή τους δύσκολη. Οι φόρμες του Βέλφλι μπορούν να χωριστούν γενικά στις εξής βασικές κατηγορίες: διακοσμητικά στοιχεία, φόρμες που καλύπτουν ή συμπληρώνουν κενούς χώρους, σύμβολα και γεωμετρικά σχήματα. Χαρακτηριστικά είναι τα απλούστερα διακοσμητικά στοιχεία στο σχήμα σαλιγκαριού, τα οποία ο Βέλφλι ξεχώριζε δίνοντάς τους συγκεκριμένες ονομασίες. Εμφανίζονται τόσο μεμονωμένα όσο και σε συμμετρικά ζεύγη ή ομάδες, ενίοτε και ως εκτεταμένες ζώνες. Ανάλογες είναι και οι φιγούρες «πουλιών», οι οποίες όμως αποτελούν σημαντικό διακοσμητικό στοιχείο κυρίως των ύστερων έργων του και συναντώνται λιγότερο συχνά στις πρώιμες συνθέσεις του. Οι εκτεταμένες διακοσμητικές ζώνες των έργων του είναι γνωστές ως «δακτύλιοι», όπως τις αποκαλούσε ο ίδιος, και αποτελούνται συχνά από μια αλληλουχία οβάλ σχημάτων ή κύκλων, ενίοτε με πρόσθετα διακοσμητικά στοιχεία, όπως σπιράλ σχηματισμούς ή διαγραμμίσεις.
Adolf Wölfli, Strichniin, Milch, Vittriool, Bentziin. Familie Wölfli bei Tisch, 1909, από τη συλλογή βιβλίων Von der Wiege bis zum Graab.
Σύμφωνα με την επιγραφή, οι έξι μορφές σε διαγώνια διάταξη αναπαριστούν μέλη της οικογένειας Βέλφλι γύρω από το βραδινό τραπέζι, με τη μητέρα στο κέντρο. Η χαρακτηριστική «μάσκα» γύρω από τα μάτια των προσώπων αποτελεί χαρακτηριστικό μοτίβο, όπως και ο σταυρός πάνω από τις κεφαλές.
Von der Wiege bis zum Graab: 1908-1912
Την περίοδο μετά την άφιξη του Μοργκεντάλερ στο Βαλντάου χρονολογείται το κύριο αφηγηματικού χαρακτήρα έργο του Βέλφλι, το οποίο αναπτύχθηκε σε τέτοιο βαθμό ώστε να περιέχει ακόμα μουσικές συνθέσεις, ποίηση ή πρόζα, κολάζ και αριθμητικούς υπολογισμούς. Αποτελείται από πέντε ξεχωριστά και πολύτομα μέρη, καθένα από τα οποία αντιστοιχεί σε μια διαφορετική χρονική περίοδο. Το πρώτο μέρος (αριθμημένα τετράδια 1-5, 9, 10 1Α και 17) τιτλοφορείται «Από την κούνια μέχρι τον τάφο» (γερμ. Von der Wiege bis zum Graab) και αποτελεί μια φανταστική αυτοβιογραφία, η οποία περιέχει περίπου 3000 σελίδες και 752 εικόνες. Όλα τα κείμενα συνοδεύονται από λεπτομερή χρονολόγηση προσδιορίζοντας τόσο τη χρονολογία συγγραφής (1908-1912) όσο και των γεγονότων που πραγματεύεται (1866-1872). Η αφήγηση ακολουθεί το οδοιπορικό του Ντούφι (υποκοριστικό του Άντολφ), που δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον Βέλφλι στην ηλικία των 8-12 ετών, κατά τη διάρκεια μιας ανέμελης περιόδου της ζωής του, πριν το θάνατο της μητέρας του. Ο Βέλφλι περιγράφει την περιπλάνησή του σε διάφορες χώρες και ηπείρους, αναμειγνύοντας πραγματικά περιστατικά με φανταστικές διηγήσεις.
Στο Βαλντάου, ο Βέλφλι ήταν εξοικειωμένος με τη βιβλιοθήκη του φρενοκομείου και θεωρείται βέβαιο πως άντλησε έμπνευση από το υλικό που αυτή διέθετε, όπως ταξιδιωτικά βιβλία, εφημερίδες και περιοδικά. Ιδιαίτερη επιρροή του άσκησε το εικονογραφημένο περιοδικό Über Land und Meer («Περί στεριάς και θάλασσας»), το οποίο φαίνεται πως αποτέλεσε και πρότυπο για το σχεδιασμό των βιβλίων του. Οι περιγραφές των ταξιδιών του ήρωα Ντούφι στην Αμερική παρουσιάζουν αρκετές ομοιότητες με το βιβλίο Reise einer Schweizerin um die Welt («Ταξίδι μιας Ελβετίδας σε όλο τον κόσμο») της Cäcilie von Rody, δημοσιευμένο το 1903.
Το μεγαλύτερο μέρος των εικόνων χρονολογούνται το 1910 και 1911 και περιέχονται κατά κύριο λόγο στο τέταρτο βιβλίο της σειράς. Είναι ζωγραφισμένες με μολύβι ή παστέλ, συνήθως σε φύλλα χαρτιού διαστάσεων 100 x 75 εκ. ή και ακόμα μεγαλύτερα, τα οποία τότε διπλώνονταν μέσα στο βιβλίο. Σε ολοσέλιδες εικόνες, ο Βέλφλι αναπαριστά ανθρώπινες φιγούρες, εκκεντρικά τοπία, λαβυρινθώδη κτίρια, χάρτες ή σύμβολα που λειτουργούν συμπληρωματικά στα δρώμενα της ιστορίας που αφηγείται. Οι απεικονίσεις κτιρίων, όπως εκκλησίες, πύργοι και κάστρα, κυριαρχούν καθώς η αφήγηση προχωρά και ενίοτε συνοδεύονται από εντυπωσιακά λεπτομερή διακοσμητικά στοιχεία.
Σχέδιο από τα Γεωγραφικά και Αλγεβρικά Τετράδια (Geographisches Heft Nr. 11, S.837, 1913)
Geographischen und Allgebräischen Heften: 1912-1916
Τα επτά επόμενα βιβλία (τετράδια 6, 7, 8, 11, 12, 13 και 14) που ολοκλήρωσε ο Βέλφλι την περίοδο 1912-16 φέρουν τον τίτλο Geographischen und Allgebräischen Heften («Γεωγραφικά και Αλγεβρικά Τετράδια») στα οποία εξιστορεί έναν εγωκεντρικό μύθο προέλευσης του κόσμου. Από συμπάθεια για τις κακουχίες του, ο Ντούφι αποκτά μια μεγάλη περιουσία μέσω δωρεών, αγοράζει όλες τις εκτάσεις γης που προηγουμένως επισκέφτηκε, χτίζοντας εξαρχής πόλεις ή ακόμα ολόκληρες χώρες, στα πλαίσια ενός μεγαλειώδους σχεδίου δημιουργίας. Στα Γεωγραφικά και Αλγεβρικά Τετράδια ο Βέλφλι επινοεί ένα ακόμα άλτερ έγκο, μετεξέλιξη του Ντούφι, αυτή τη φορά τον παντοδύναμο και θεϊκής υπόστασης Άγιο Άντολφ. Σε αντίθεση με τις επίγειες περιπέτεις του Ντούφι των προηγούμενων βιβλίων, εδώ ο Βέλφλι αφήνει τη γη περιγράφοντας ένα ταξίδι στο διάστημα που παίρνει το χαρακτήρα κοσμικού δράματος.
Αυτή την περίοδο αναπτύσσει επίσης δύο νέους τύπους εικόνων: τις εικόνες αριθμών και μουσικής. Οι πρώτες πηγάζουν από την ανάγκη περιγραφής των τόκων της περιουσίας του Ντούφι και χαρακτηρίζονται από σειρές αριθμών. Ορισμένες από αυτές συνοδεύονται από εικόνες ή μοτίβα που λειτουργούν διακοσμητικά και αναπαριστούν σκηνές της αφήγησης ή ανθρώπινες φιγούρες και κτίρια. Στην προσπάθειά του να περιγράψει το υπερμεγέθες δημιούργημα του Αγίου Άντολφ, ο Βέλφλι επινόησε δικές του αριθμητικές μονάδες (23 συνολικά), που υπερβαίνουν τις ήδη γνωστές, με τη μέγιστη να ονομάζεται Τσορν (από τη γερμανική λέξη Zorn που σημαίνει οργή).
Οι εικόνες μουσικής, που εισάγονται στο ενδέκατο τετράδιο, συνιστούν κυρίως μουσική σημειογραφία, συνήθως σε οριζόντια διάταξη, ενίοτε συνοδευόμενη από άλλα διακοσμητικά στοιχεία, εικόνες και κολάζ. Ένα νέο σημαντικό μοτίβο που εισάγει ο Βέλφλι αυτή την περίοδο είναι αυτό του ματιού, το οποίο εμφανίζεται συχνά να κοιτά δεξιά. Μετά τη δημοσίευση των Γεωγραφικών και Αλγεβρικών Τετραδίων, και για μεγάλο χρονικό διάστημα, υιοθέτησε το όνομα και υπέγραφε ως Άγιος Άντολφ Β’, δίνοντας στον εαυτό του μια νέα ταυτότητα μετά από περίπου 16 χρόνια επίπονης εργασίας ως σχεδιαστής και συγγραφέας.
Zungsang-Skt.-Adolf-Roosali, 1917. Κολάζ σε χαρτί. Από την ενότητα «Τετράδια με Τραγούδια και Χορούς» (Hefte mit Liedern und Tänzen), Τετράδιο 15, S. 383. 99 x 69/70 εκ., Μουσείο Καλών Τεχνών Βέρνης
Hefte mit Liedern und Tänzen: 1917-1922
H τρίτη ενότητα του αφηγηματικού του έργου (τετράδια 15-20), γνωστή με τον τίτλο «Τετράδια με τραγούδια και χορούς» (Hefte mit Liedern und Tänzen), χρονολογείται την περίοδο 1917-1922 και έχει κυρίως μουσικό χαρακτήρα. Παράλληλα με την καλλιτεχνική του ιδιότητα, ο Βέλφλι θεωρούσε πάντα τον εαυτό του συνθέτη και συνήθιζε να παίζει ένα αυτοσχέδιο κόρνο από χαρτόνι. Με την ιδιότητα του συνθέτη (γερμ. Komponist) υπέγραψε το 1905 τη σύνθεση ‘’Sonnenring’’ («Ηλιακός κύκλος»), όπως και ένα χρόνο αργότερα μια επιστολή προς τον αδελφό του.
Όπως μαρτυρά ο τίτλος τους, τα τετράδια αυτής της περιόδου περιλαμβάνουν τραγούδια, εμβατήρια και διαφορετικούς χορευτικούς ρυθμούς (μαζούρκα, πόλκα, κ.ά), που φέρουν ονόματα γυναικών (π.χ. «Αγία Ίντα», «Αγία Λίνα»), εντελώς φανταστικές ονομασίες (π.χ. Kannari, Dalaari, κ.ά.) ή τίτλους που σχετίζονται με πραγματικά πρόσωπα και γεγονότα (π.χ. «Πόλκα του Δρ. Μοργκεντάλερ»). Θεματολογικά, επαναπροσεγγίζουν ιστορίες των προηγούμενων βιβλίων. Σχέδια και ζωγραφική εμφανίζονται σπανιότερα, αντιθέτως κυριαρχούν συνθέσεις κολάζ, τις οποίες συνδυάζει με διακοσμητικά στοιχεία, ενώ την εμφάνισή τους κάνουν επίσης φωνητικές ρίμες στην ελβετο-γερμανική διάλεκτο που μιλούσε. Το 20ο τετράδιο σηματοδοτεί το τέλος της αφήγησής του Βέλφλι, ο οποίος στον πρόλογό του εξηγεί στους αναγνώστες του πως η επώδυνη ασθένειά και τα δεινά του δεν του επέτρεπαν να ολοκληρώσει το συγγραφικό του έργο.
Οι μουσικές συνθέσεις του ακολουθούν τη μέθοδο σολφέζ και οπτικά μοιάζουν με έργα καλλιγραφίας. Βασικό στοιχείο τους είναι ο ρυθμός, όπως άλλωστε ισχύει και για τα κείμενά του ή τις ποιητικές συνθέσεις του. Η μουσική σημειογραφία που χρησιμοποιεί είναι δυσνόητη, ωστόσο μουσικοί και συνθέτες έχουν επιχειρήσει να «αποκρυπτογραφήσουν» τα έργα του, με τις πρώτες εκτελέσεις τους να χρονολογούνται στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Παρόλα αυτά, θεωρείται μάλλον αδύνατο να γίνει κατανοητός με ακρίβεια ο τρόπος εκτέλεσης των συνθέσεων του ή πώς θα ήθελε ο ίδιος ο Βέλφλι να ακούγονται.
Allbumm-Hefte mit Tänzen und Märschen: 1924 - 1928
Στην τέταρτη, χρονολογικά, ενότητα του έργου του, με τίτλο Allbumm-Hefte mit Tänzen und Märschen («Λεύκωμα Τετραδίων με Χορούς και Εμβατήρια»), ο Βέλφλι περιέλαβε συνολικά οκτώ βιβλία, που αποτελούνται κυρίως από μουσικές συνθέσεις. Τα κείμενά τους χρονολογούνται το 1924-1925, ενώ τα σχέδια είναι στην πραγματικότητα μεταγενέστερα και ανήκουν στην περίοδο 1927-1928. Το σχήμα και η διάταξή των βιβλίων παραπέμπει σε κοινά φωτογραφικά λευκώματα. Μόνο τέσσερα βιβλία φέρουν τίτλο και αρίθμηση. Συνολικά περιέχονται στο λεύκωμα 201 επικολλημένες εικόνες και φωτογραφίες, τις οποίες ο Βέλφλι ονόμαζε εικόνες-γρίφους (Bilder=Rähtsel). Πρόκειται για φωτογραφίες προσώπων, τόπων ή κτιρίων στην Ελβετία και αλλού, καθώς και εικόνες που σχετίζονται με γεγονότα ή τεχνικές ανακαλύψεις.
Trauer-Marsch: 1928-1930
Το τελευταία μέρος και επίλογος του συγγραφικού και αφηγηματικού έργου του Βέλφλι φέρει τον τίτλο Trauer-Marsch («Πένθιμο Εμβατήριο»), αποτελείται από 16 βιβλία χωρίς αρίθμηση και περιέχει σχεδόν αποκλειστικά κολάζ. Χαρακτηρίζεται ως ένα ευφορικό ρέκβιεμ, το ενθουσιώδες ύφος του οποίου δεν συμβαδίζει με την κατάσταση της υγείας του Βέλφλι την περίοδο εκείνη, και ενώ είναι γνωστό πως επεξεργαζόταν το «Πένθιμο Εμβατήριο» μέχρι το θάνατό του.[38] Το υλικό που χρησιμοποίησε περιλαμβάνει κυρίως φωτογραφίες περιοδικών, επεξεργαζόμενος θέματα και μοτίβα που διατρέχουν το σύνολο του έργου του, όπως η γυναικεία ομορφιά, η μητρική αγάπη, η πολιτική και οικονομική εξουσία κ.ά. Όλα τα βιβλία φέρουν την υπογραφή St. Adolf II («Άγιος Άντολφ Β’), η οποία συνοδεύεται από περιγραφικούς τίτλους του εαυτού του, όπως «Μέγας διοικητής», «Δρ. Τέχνης και Επιστήμης», κ.ά. Ο Βέλφλι χρησιμοποίησε πολλούς διαφορετικούς τύπους χαρτιού, από κοινό χαρτί περιτυλίγματος μέχρι χαρτιά που συνόδευαν προϊόντα μαγαζιών και πόστερ. Τα τραγούδια των βιβλίων διαχωρίζονται με κόκκινες οριζόντιες γραμμές.
Εκτιμάται ότι, ως σύλληψη, το «Πένθιμο Εμβατήριο» αποτελεί στην πραγματικότητα μια μουσική σύνθεση μεγάλης κλίμακας, παρά το γεγονός πως αντί μουσικής σημειογραφίας ο Βέλφλι χρησιμοποίησε ακατανόητες λέξεις, φράσεις, ήχους φωνηέντων και ρίμες για να δημιουργήσει ένα είδος ρυθμικού φωνητικού έργου. Ο ίδιος σημείωσε σχετικά: «Οποιοσδήποτε γνωρίζει ελάχιστα από μουσική θα είναι σε θέση να παίξει το εμβατήριο. Θα τυπωθεί και θα αποφέρει εκατοντάδες χιλιάδες φράγκα».
Wölfli's Irren-Anstalt Band-Hain, 1910
Πρόσληψη του έργου του
Μετά το θάνατο του Βέλφλι το 1930, το έργο του παραμελήθηκε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1940 όταν επανήλθε στο προσκήνιο στα πλαίσια ενός γενικότερου ενδιαφέροντος για την αποκαλούμενη «πρωτόγονη» τέχνη και τη Φροϋδική θεωρία του υποσυνείδητου. Το 1945 ο Ζαν Ντιμπιφέ επισκέφτηκε την ψυχιατρική κλινική του Βαλντάου εξασφαλίζοντας ορισμένα σχέδια του Βέλφλι, γεγονός που σηματοδότησε τη συστηματική συλλογή του Ντιμπιφέ, με επίκεντρο την ωμή τέχνη των ψυχικά ασθενών που άρχισε τότε να διαμορφώνεται ως διακριτό είδος. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, μια μεγάλη έκθεση με έργα του Βέλφλι στο Παρίσι έγινε δεκτή με ενθουσιασμό, ενώ παράλληλα ενδιαφέρον για τον Βέλφλι έδειξε επίσης η υπερρεαλιστική ομάδα και ειδικότερα ο Αντρέ Μπρετόν, ο οποίος συνεργάστηκε με τον Ντιμπιφέ για την ίδρυση της Εταιρείας Ωμής Τέχνης (Compagnie de l’ Art Brut) το 1948. Μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα το ενδιαφέρον γύρω από την ωμή τέχνη περιοριζόταν κυρίως στα πλαίσια της ψυχιατρικής κοινότητας και τους καλλιτεχνικούς κύκλους των Ντιμπιφέ και Μπρετόν. Η στάση των καλλιτεχνών, ιστορικών τέχνης και συλλεκτών άρχισε να διαφοροποιείται τη δεκαετία του 1960, καθώς τα έργα των ψυχικά ασθενών γίνονταν ευρύτερα αποδεκτά ως έργα τέχνης. Το πρώτο έργο του που εντάχθηκε σε μουσειακή συλλογή ήταν το Riesen-Stadt, Waaben-Hall (1917), το οποίο ανήκε στην προσωπική συλλογή του Ντιμπιφέ και δωρήθηκε στο Μουσείο Καλών Τεχνών της Βασιλείας. Το Δεκέμβριο του 1965, έργα του Βέλφλι περιλαμβάνονταν επίσης στην ενδέκατη διεθνή έκθεση υπερρεαλισμού στο Παρίσι, ενώ στον πρόλογο του καταλόγου της έκθεσης, ο Μπρετόν χαρακτήρισε το σύνολο του έργου του Βέλφλι ως μία από τις τρεις σημαντικότερες δημιουργίες του 20ού αιώνα.
Η διεθνής αναγνώριση του Βέλφλι ήρθε με την πέμπτη έκθεση documenta που πραγματοποιήθηκε το 1972 στο Κάσσελ της Γερμανίας. Η έκθεση φιλοξένησε όχι μόνο τα σχέδια αλλά και τα γραπτά του, καθώς και μια ανακατασκευή του κελιού του στο άσυλο του Βαλντάου. Η πρώτη ανασκοπική έκθεση έργων του Βέλφλι πραγματοποιήθηκε το 1976-1980 και παρουσιάστηκε σε διάφορες χώρες. Στις δεκαετίες του 1960 και 1970 αρκετοί καλλιτέχνες αναγνώρισαν την αξία του έργου του Βέλφλι, το οποίο αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για αρκετούς σύγχρονους δημιουργούς, μεταξύ αυτών η Ανέτ Μεσαζέ και ο Τζόναθαν Μπορόφσκι. Ολόκληρη η συλλογή έργων Βέλφλι στο Βαλντάου, που περιλάμβανε 147 σχέδια, 6 σχολικά τετράδια και 44 τόμους βιβλίων, μεταφέρθηκε στο Μουσείο Καλών Τεχνών της Βέρνης, όπως και τα 103 έργα της συλλογής του Μοργκεντάλερ. Με την έκδοση του Von der Wiege bis zum Graab το 1985 ο Βέλφλι άρχισε να αναγνωρίζεται και για το συγγραφικό του έργο, με τη συμπερίληψή του σε ανθολογίες Ελβετών λογοτεχνών και προκαλώντας το ενδιαφέρον διαφόρων γερμανόφωνων συγγραφέων, όπως των Πέτερ Μπίχσελ, Γιούργκ Λέντεραχ, Χανς-Γιούργκεν Χάινριχς, κ.ά.
Σε σύγκριση με τη ζωγραφική και το συγγραφικό του έργο, οι μουσικές συνθέσεις του Βέλφλι προσέλκυσαν μικρότερο ενδιαφέρον από μουσικούς και συνθέτες. Αποσπάσματα του 11ου Γεωγραφικού Τετραδίου μεταγράφηκαν από τους Ελβετούς μουσικολόγους Πέτερ Στράιφ (Peter Streiff) και Κελ Κέλερ (Kjell Keller) το 1976 και ηχογραφήθηκαν δύο χρόνια αργότερα για τρίο και δύο αφηγητές στο δίσκο Wölfli. Gelesen und getont. Με το έργο του Βέλφλι συνδέονται ένα χορωδιακό, μια συμφωνία και μία όπερα του Δανού συνθέτη Πιρ Νέργκαρντ (Per Nørgård), η συλλογή τραγουδιών Wölfli Liederbuch (1980-81) του Γερμανού συνθέτη Βόλφγκανγκ Ριμ, καθώς και τρεις συνθέσεις της Ελβετίδας Ρεγκίνα Ίρμαν. Ο Νεοζηλανδός συνθέτης του Χόλιγουντ Γκράιμ Ρεβέλ, σε συνεργασία με τα μουσικά συγκροτήματα Déficit des Années Antérieures και Nurse with Sound, κυκλοφόρησε το 1986 το έργο Necropolis, Amphibians & Reptiles, βασισμένο στο έργο του Βέλφλι. Στο ετήσιο φεστιβάλ σύγχρονης μουσικής Wien Modern παρουσιάστηκε το 2001 το πρόγραμμα Kopfwelten. Adolf Wölfli με σκοπό την ανάδειξη του μουσικού και συγγραφικού έργου του Βέλφλι. Στα πλαίσια του προγράμματος οργανώθηκαν συναυλίες και παρουσιάστηκαν νέες συνθέσεις αποδεικνύοντας πως ο Βέλφλι είχε γνώσεις σολφέζ.
General view of the island Neveranger, 1911