Και τώρα λοιπόν, που χαθήκαν τ’ αυτονόητα κι όλοι επαναπροσδιοριζόμαστε, συχνά, για μην πω με την πρώτη ευκαιρία, τασσόμαστε σε ομάδες, που μια ταυτότητα μας την δίνουν. Όχι ομάδες αθλητικές. Αυτές τις έχουμε. Ούτε πολιτικές. Αυτές τις χάσαμε. Κάτι άλλες. Του τύπου «όλοι όσοι ξυπνάμε μεσημέρι σε ένα γκρουπ» ή «είχα κι εγώ φλόμπερ μικρός» ή «ο μουσακάς της Ελληνίδας μάνας». Κι άλλα πολλά παρόμοια και παρεμφερή.
Εγώ για να πω την αλήθεια, δεν το πολυψάχνω. Όχι ότι δεν έχω κρίση ταυτότητας. Ειδικά εμένα ό, τι κρίση περάσει, γράφει πάνω μου. Αλλά σαν άνθρωπος του καιρού μου, θέλω κι εγώ να φτιάξω ένα γκρουπ στο φέης μπουκ, που ν’ αφήσει εποχή. Κι όχι που να το παινευτώ, θεωρώ πως χτες βράδυ το βρήκα. Βασικά έκλεψα από τις ρετρό κουβέντες της παρέας. Το ’χουν αυτό οι νυχτερινές μαζώξεις στις θερινές κατοικίες λόγω διακοπών. Ειδικά όταν πρόκειται για το σπίτι στο χωριό. Κι άμα έχει και τη δροσούλα του (που γιατί να μην την έχει) και το κρασάκι του και τους γρύλους παρακεί και τον κακιασμένο σκούρκο ακόμα, που τον μάζεψε η λάμπα της αυλής, η βαλίτσα πάει μακριά. Εκεί. Κάτω από μια κληματαριά, μια ελιά. Κάτω από τον έναστρο ουρανό τέλος πάντων, που μας κρατάει ξάγρυπνους, ζωηρούς και φρέσκους. Μάχιμους ενάντια στο χρόνο και την ασάφειά του. Σθεναρούς απέναντι στην κούραση του χειμωνιάτικου μόχθου. Εκεί. Κι άρχισαν οι κουβέντες και το φαγοπότι βραδάκι κι έφτασε ξημέρωμα.
Και τι δε θυμηθήκαμε! Αυτό ακριβώς μετράει το χρόνο. Οι αναμνήσεις. Εκείνη η γλυκειά θωπεία της νοσταλγίας που περνάει τους πόνους των χαμένων ονείρων, των φίλων που φύγαν, των αγαπημένων που χάθηκαν, της ζωής που ματαιώνεται χωρίς να μας λυπάται.
Ως είθισται, ο μίτος των εξομολογήσεων βρέθηκε σε χέρια γυναικεία∙ στης Τάνιας. Έπιασε το κουβάρι και παραδέχτηκε πως συνηθίζει να δραπετεύει ως τη Σταυρούπολη Ξάνθης. Πάντα. Δεν είναι μακριά. Έναν υπνάκο δρόμο και συναντάει τον τόπο των παιδικών της διακοπών. Κι άρχισε πρώτη τη μακριά κουβέντα, που μας έβγαλε ως την αυγή.
Έτσι ακριβώς είπε. Το έχει ανάγκη αυτό το ταξίδι μ’ όνειρο. Πώς κλείνει τη θέση δε διευκρίνισε. Πάντως ο παππούς κι η γιαγιά είναι στην πόρτα και την περιμένουν. Κι ένα περίεργο πράγμα. Ξυπνάει πάντα την ώρα, που φτάνει με το τραίνο, βλέπει το σταθμό, κατεβαίνει, αγκαλιάζει τους αγαπημένους της. Αυτή η τέλεια αίσθηση της θερμής αγκαλιάς από χέρια, που σε λαχταράνε και μετά αρχίζουν να μετράνε πόσο ψήλωσες.
Εγώ θυμήθηκα τη φορά, που είχε έρθει ο πατέρας μου να μας παραλάβει στο σταθμό Πελοποννήσου. Λείπαμε για καλοκαίρι. Τρεις μήνες. Κι αποδείχτηκε ότι τόσο έφτασε για να μην τον αναγνωρίζουμε. Μπορεί να έφταιγε το μουστάκι, που είχε αφήσει, μπορεί κι η απόσταση, που μέτραγε τότε. Σ’ έπαιρνε το τραίνο κι έχανες ανθρώπους, άλλαζες εικόνες, ξέχναγες ήχους. Και το ταξίδι καταλυτικό. Μετά την εφτάωρη διαδρομή ντούκου-ντούκου και το ρυθμικό λίκνισμα ζερβά-δεξά σαν να ήμασταν κεφάλια των σκυλιών μπιμπελό στις εταζέρες των αυτοκινήτων της δεκαετίας του ’60, φτάναμε και έπρεπε να περιμένουμε υπομονετικά να σταματήσουν να κουνιούνται οι τοίχοι κι ό, τι υπήρχε γύρω μας. Κι από την άλλη μέρα κιόλας ζούσαμε την τρομερή εμπειρία να μετράμε το χρόνο με τα τραίνα. Στις τρεις περνούσε το πατραίικο. Όπως ακριβώς το λέει το παιδικό τραγουδάκι:
Η ώρα είναι μία!
Περνάει η αστυνομία!
Η ώρα είναι δύο!
Περνάει το λεωφορείο!
Η ώρα είναι τρεις!
Περνάει η ωτομοτρίς!
Από εκεί κι έπειτα η μεσημεριανή σιέστα είχε σημάνει. Παιδικά παιχνίδια τέλος. Κι όταν το βράδυ πέρναγε το νυχτερινό γι’ Αθήνα έντεκα παρά, η μέρα τέλειωνε οριστικά.
—Για στάσου! Κι εγώ, όταν υπηρετούσα Κόρινθο, περίμενα να περάσει το νυχτερινό και μετά κοιμόμουνα.
Παρέμβαση Ιωάννας αυτή. Αλλά και ποιος δεν έχει οριοθετήσει τη μοναξιά του ακούγοντας τα τραίνα να περνούν; Ειδικά με τα νυχτερινά δρομολόγια. Άλλοτε λες, σοβαρέψου, πέρασε η ώρα κι άλλοτε αρπάζεσαι από το αργόσυρτο βαρύ εμπορικό και παρηγοριέσαι, που κι άλλοι εκεί έξω, δεν κοιμούνται, γιατί έχουν λόγο.
Μυστήριο ήταν πώς καταλαβαίναμε το δρομολόγιο, που είχε καθυστερήσει. «Τι να έγινε;», ρωτιόμασταν. Κι ησυχάζαμε, όταν επιτέλους, έστω και παράωρα, βλέπαμε το τραίνο να περνάει. Μεγάλη η στιγμή, που έτρεχε όλη η παρέα να προλάβει να φτάσει στη γραμμή και να δει την απλή αμαξοστοιχία, την ταχεία, την ωτομοτρίς, το εμπορικό ή το μουτζούρη να περνάνε μπροστά απ’ τα χαρούμενα μάτια μας. «Βουουου!» η κόρνα από μακριά κι εμείς να τρέχουμε, να τρέχουμε για να δούμε τα βαγόνια να τρέχουν, να τρέχουν κι αυτά. Και να χαιρετάμε τους άγνωστους, μα πάντα χαρούμενους επιβάτες, που κρέμονταν απ’ τα παράθυρα να προλάβουν να μας χαιρετήσουν κι αυτοί.
Το καλύτερο ήταν, όταν θα βλέπαμε κάποιον συγγενή, που δούλευε στα τραίνα, να περνάει και να μας χαιρετά κρεμάμενος από τη στενή πόρτα, ρισκάροντας για να τον δούμε εμείς, με την επιβλητική του στολή και τη μεγαλοσύνη του καπέλου του. Αν ήταν και μηχανοδηγός, ακόμα καλύτερα, γιατί κόρναρε ειδικά για μας. Πώς καμαρώναμε, που ξέραμε τον ηγέτη του οχήματος! Πολύ!
Εμένα ο θείος μου ο Μίμης ήταν κλειδούχος στα τραίνα. Δεν ταξίδευε δηλαδή. Καθόλου δε μ’ άρεσε αυτό, γιατί έχανα από την αίγλη του μύθου, ελάτε να χαιρετήσουμε περνάει με το τριπολιτσιώτικο, ας πούμε, ο δικός μου θείος σήμερα. Χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια για να καταλάβω ότι, αν δεν έχεις το κλειδί, δεν έχεις τίποτα κι άμα το κρατάς, έχεις τα πάντα. Ρυθμίζεις ποιον δρόμο ανοίγεις και ποιον κλείνεις. Κανονίζεις ποια κατεύθυνση θα πάρεις και με ποιον θα διασταυρωθείς και ποια στιγμή ακριβώς, ώστε ν’ αποφύγεις τη σύγκρουση.
Η χτεσινή βραδιά λοιπόν, στάθηκε η ευκαιρία μου. Η μεγάλη ευκαιρία μου να πάρω το αίμα μου πίσω αναλύοντας τη σημασία να είναι κανείς κλειδούχος. Και μ’ αφορμή τη θεωρία μου περί κατευθύνσεων έπιασε η Αγγελική το τραγούδι:
«Τα τραίνα που φύγαν
αγάπες μου πήρανε.
Αγάπες και κλαίνε,
ποια μοίρα τις μοίρανε;»
Και συνεχίσαμε όλοι μαζί μες στον πόνο, γιατί όλοι την είχαμε πατήσει κάποια φορά κάποτε:
«Δωσ’ μου χέρι να πιαστώ
Να πιαστώ να κρατηθώ
Ένα γέλιο μια ματιά
Κι ανασταίνετ’ η καρδιά1»
Τι τα θες, τι τα γυρεύεις χωρίς τραγούδι πόνος δεν περνάει και καημός δεν περνιέται.
Η Αγγελικούλα είχε δυο μέρη να θυμάται με νοσταλγία μεγάλη∙ τον Πλαταμώνα Πιερίας και τον Πλάτανο Αχαΐας. Κι αυτό γιατί άκουγε μαγεμένη το τραίνο να έρχεται και να φεύγει. Και σχεδιάζοντας τα δικά της ταξίδια διέφευγε, γιατί τον πόθο και τη λαχτάρα της νιότης να καλπάσει τίποτα και κανένας δεν μπορεί να τιθασεύσει.
Σπουδαία τα σιδηροδρομικά ταξίδια για όλους τότε. Ο ένας κοντά στον άλλον μες στο βαγόνι, μες στη ζέστη, μες στο μουγκρητό της μηχανής, που αγκομαχούσε να τα βγάλει πέρα με το δρόμο. Γεγονός μέγα η κάθε στάση και σταθμός της διαδρομής. Ποιος θ’ ανέβει; Να δούμε. Ποιος θα κατέβει; Να τον αποχαιρετήσουμε. Κι αγωνία να έρθει κι η δικιά μας η σειρά να φτάσουμε. Μπορεί γι’ αυτό να μάθαμε, εμείς που βλέπαμε τα τραίνα να περνούν, ότι ξεκινάς, τρως μια χαρούμενη ταλαιπωρία και φτάνεις. Σίγουρο αυτό. Μάθαμε πως όλοι με τη σειρά τους το ταξίδι θα το κάνουν. Κι ώσπου να έρθει η σειρά τους, δεν είχαν παρά να βλέπουν τους άλλους, που ταξίδευαν.
Ας πούμε, η Τάνια μας είπε, κάπου στο μέσο της χτεσινοβραδινής διαδρομής, για τη Θεοφανία που ερχόταν επίσκεψη στο σπίτι της θείας Σουλτάνας όλη χαρά για δουν μαζί τα τραίνα να περνούν. Βέβαια! Δε βλέπαν όλα τα σπίτια στη γραμμή. Ούτε ήταν όλα χτισμένα κοντά στο σταθμό. Κι ο Σταθμός… τι όμορφο μέρος! Ήταν περίφημη η βόλτα στο Σταθμό. Κόσμος πολύς. Να πηγαίνει, να έρχεται. Όλη μέρα. Κάτι θα είχες να παραλάβεις, κάτι να στείλεις. Κάποιον να περιμένεις, κάποιος να φεύγει. Ένα-δυο καφενεδάκια κοντά να εξυπηρετούν τους επιβάτες και να φιλοξενούν τους ντόπιους, που θέλαν να συμμετέχουν στην κίνηση παθητικά πίνοντας την πορτοκαλάδα τους οι πιο εκσυγχρονισμένοι ή απολαμβάνοντας υποβρύχιο δροσερό ή γλυκό του κουταλιού οι κλασικοί.
Τι αγωνία κι εκείνη με τους πωλητές εδεσμάτων κι αναψυκτικών στους σταθμούς, που ανέβαιναν βιαστικοί να προλάβουν την πελατεία και να κατέβουν πριν να ξεκινήσει το τραίνο! Ποτέ μου δεν κατάλαβα πώς τα κατάφερναν. Τρόμος μ’ έπιανε μην και φύγει το τραίνο και τους πάρει μαζί. Γι’ αυτό και δεν ήθελα να κατεβαίνει ο πατέρας μου, ως πλέον επιτήδειος, να ψωνίσει. Φοβόμουν μην και μείνει κάτω. Καλύτερα να μην έτρωγα παστέλι ποτέ στο Ζευγολατιό ή σουβλάκι στους Μύλους κι ας περίμενα με τόση λαχτάρα να πιάσουμε σταθμό. Είχα όμως τεράστια χαρά να συναντήσουμε τους θείους και τα ξαδέρφια μας στο σταθμό της Τρίπολης. Γι’ αυτούς είχα μια σιγουριά πως δε θα γίνει λάθος κι ούτε θα πάει κάτι ανάποδα. Και κρεμιόμασταν απ’ τα παράθυρα να δούμε από μακριά ότι μας περίμεναν. Και πάντα περίμεναν. Κι αν το τραίνο δεν έπιανε σταθμό, ήξερα πως θα ήταν εκεί να το δουν να περνάει και να μας κουνήσουν το χέρι. Αυτό γινόταν στάνταρ με τους συγγενείς μας, που ήταν στον Άμμο, γιατί είχε στάση. Είτε φεύγαμε είτε πηγαίναμε ήταν εκεί να μας δουν να περνάμε και να τους δούμε κι εμείς. Γιατί οι ταχείες αμαξοστοιχίες από και για Αθήνα δε σταματούσαν σε στάσεις παρά μόνο σε σταθμούς.
Όταν πέρασα στο Πανεπιστήμιο στη Θεσσαλονίκη κι έπρεπε για πρώτη φορά να ταξιδέψω χωρίς τη συνοδεία κηδεμόνα, επέλεξα την ασφάλεια του σιδηροδρόμου. Κι έτσι είχα την εμπειρία να μπω στην αμαξοστοιχία «Ακρόπολις» και να κάνω το πρώτο μέρος μιας τεράστιας διαδρομής, που έφτανε ως τη Γερμανία. Όπως και να ’χει, πήρα κατά κάποιον τρόπο κι εγώ το τραίνο για τη Γερμανία. Για κάμποσες ώρες ήμουνα μαζί με κάποιους, που ίσως δε θα γύριζαν ποτέ στην πατρίδα. Μοιραζόμουν τα ίδια βαγόνια, που είχαν μεταφέρει πόνο, ελπίδες, δάκρυα.
Χτες βράδυ μας αφηγήθηκε η Τάνια μια επιστροφή, που έζησε παιδάκι στη Σταυρούπολη το καλοκαίρι του '75. «Μετά τις 3 τα ξημερώματα κατεβαίνει απ' το νυχτερινό μια μεγάλη παρέα Λαζογερμανών. Με το που φτάνουν βάζουν μπρος ένα φορητό ραδιοκασετόφωνο με Καζαντζίδη και αρχίζουν ένα χορό τρικούβερτο, στο σπίτι μας μπροστά στο Σταθμό. Νομίσαμε πως ο χορός είχε στηθεί στο σαλόνι μας. Τα παράθυρά του βλέπαν τα μισά στην αποβάθρα και τα μισά στο καφενεδάκι. Σηκωνόμασταν απ’ το κρεβάτι μας ένας-ένας, ώσπου μαζευτήκαμε όλοι και, όχι, δεν πιάσαμε κι εμείς το γλέντι. Δεν είναι πως δε μας ξεσήκωσε ο Στελλάρας αλλά ξαφνιαστήκαμε απ’ τη χαρά τους. Και μείναμε σα χαμένοι, χωρίς να έχουμε ξυπνήσει καλά-καλά, να τους παρακολουθούμε με τα φώτα μας σβηστά και τις κουρτίνες τραβηγμένες μέσα στα άγρια ξημερώματα. Θα ’μουνα 10-12 χρονών και δε θα ξεχάσω τη συγκίνησή τους αλλά και τη δική μου. Για λίγες στιγμές ένιωσα τη λαχτάρα και τη χαρά της επιστροφής τους. Από τότε είμαι πολύ ευαίσθητη με όλους τους ξενιτεμένους. Λένε πως ζυγίσανε τη φτώχεια, την ορφάνια, την ξενιτιά και την αρρώστια και βρήκαν πως βαρύτερα είν' τα ξένα.»
Την Τάνια την ξέρω χρόνια. Τα μάτια της όμως δεν τα ’χω δει έτσι άλλη φορά. Κλείνανε στους καθρέφτες τους τη θλίψη, την περηφάνια, τη συγκίνηση των Λαζογερμανών εκείνων∙ τη σοφία του ανθρώπου, που έχει βρεθεί αναπάντεχα μπροστά στον πόνο, την πίκρα και τη χαρά μαζί.
Τι να πω μετά εγώ; Γιατί είχα κι εγώ να πω. Ξέγνοιαστα πράγματα όμως. Χαλαρά. Με το λάμδα σαλονικιώτικο. Είναι γεγονός πως ταξιδεύοντας με το «Ακρόπολις» γνώρισα τη μοναδικότητα του βαγκόν-λι, την πολυτέλεια του εστιατορίου. Ως τότε αλλά κι από τότε ως τώρα μόνο στις ταινίες είχα δει πώς είναι να κοιμάσαι κι έξω να περνάνε βουνά, κοιλάδες, ποτάμια, θάλασσες. Να σε κοιτάει το φεγγάρι και να σε χάνει και να σε βρίσκει πάλι. Ρυθμικά, σταθερά στο πιο απροσδόκητο νανούρισμα∙ τακατακ τακατακ, τακατακ τακατακ και ουουου… Κοιμάσαι στην Αθήνα ή λίγο πιο έξω και ξυπνάς στη Θεσσαλονίκη. Κι αυτό ταξίδι μια νύχτα δρόμος σαν το όνειρο της Τάνιας. Τώρα που το σκέφτομαι, δεν μπορώ να βρω τη διαφορά. Για μένα τότε η ουσία ήταν πως κέρδιζα χρόνο. Κάλυπτα την απόσταση τρέχοντας και γλυκοκοιμώμενη έχοντας απλώς αλλάξει κρεβάτι. Θ’ ακουστεί σα διαφήμιση αλλά ισχύει. Νυχτερινό! Η έξυπνη λύση για το φοιτητή, το φαντάρο και κάποιους επιχειρηματίες.
Μέχρι που έμαθα να εκτιμώ διαφορετικά τη λεγόμενη απώλεια του χρόνου, οπότε και αντικατέστησα και το εξπρές ακόμα ή το ιντερσίτυ με το αεροπλάνο. Καμμιά φορά σκέφτομαι μήπως αυτή είναι η αιτία, που τραίνα πια δεν περνούν. Κι επειδή είμαι δίκαιος άνθρωπος, πήρα πάλι το τραίνο για Θεσσαλονίκη. Όμως έτσι είναι. Όταν ο χρόνος της ζωής περνάει, εκτιμάμε αλλιώς την ανάλωση χρόνου. Και φτάνει το περί ου ο λόγος μέσον, να αποδεικνύεται το ιδανικότερο στη σωστή εκτίμηση του πολύτιμου χρόνου, γιατί μας δίνει τη δυνατότητα να αξιολογούμε κάθε λεπτό του, να το απολαμβάνουμε δημιουργικά ή χαζεύοντας και να βιώνουμε πόντο-πόντο τη διαδρομή. Η χιλιομετρική απόσταση παύει να μας δυναστεύει τυραννικά. Γίνεται η ευκαιρία να πλουτίζουμε τη ζωή μας με απλότητα και χαλαρότητα. Αφηνόμαστε να μας πηγαίνει. Αποδεχόμαστε τις ράγες και δεν ψάχνουμε πώς να κόψουμε δρόμο.
Κι έτσι έφτασα χτες βράδυ να εξηγώ στους νοσταλγούς των διακοπών της πάλαι ποτέ παιδικής ηλικίας πώς ανέλαβα να μυήσω τους έφηβους στην απόλαυση του ταξιδιού με τραίνο. Άξιζε να το μοιραστώ μαζί τους. Κανείς τους δε με πίστεψε πως χρειάστηκε να εξηγήσω πόσο ασφαλές μέσο είναι αλλά κι ότι επιτρέπεται να είσαι όρθιος, να κινείσαι και να μετακινείσαι ακόμα. Και για να βεβαιώσω του λόγου μου το αληθές επιστράτευσα το διαδίκτυο. Εκεί μέσα υπήρχε βιντεοσκοπημένη η δράση της παλιοπαρέας, που έψησα να επιλέξει το αργό δρομολόγιο για Θεσσαλονίκη. Και τότε πήρε το θάρρος ο Γιάννης να μας πει ότι, όταν ήταν φαντάρος, είχε γνωρίσει ένα Μακεδόνα, που περήφανος εξηγούσε ότι είναι σπουδαίο το χωριό του, γιατί περνάνε πολλά τραίνα. Τα περισσότερα. Και τι έκανε ο αθεόφοβος Αθηναίος; Του απαρίθμησε πόσα τραίνα έχει η πρωτεύουσα. Κανείς μας δεν είχε σκεφτεί να βάλει στο λογαριασμό και το αυτοκίνητο όχημα με το σουλούπι τραίνου, που κάνει βόλτες τουρίστες και παιδάκια στο ιστορικό κέντρο και το κέντρο του Πειραιά. Εκείνος όμως το μέτρησε και αυτό.
Τέτοιες κακεντρεχείς κι αλαζονικές πράξεις σαν του Γιάννη, ρίχνουν το ηθικό αυτών που βλέπουν τα τραίνα να περνούν απ’ τα χωριά τους με αποκλειστικότητα και δεν αποκλείεται να αποτελούν σοβαρή αιτία της παρακμής του μέσου. Γιατί η αλήθεια είναι πως ακολούθως κι ως το τέλος της βεγγέρας ασχοληθήκαμε όλοι μα όλοι με την ανεύρεση των αιτίων αλλά και των υπαιτίων της σιδηροδρομικής διάλυσης.
Κάπως έτσι έφτασα να θυμηθώ κάποια φορά, στη φοιτητική μου περίοδο, κάποιους τουρίστες να περνούν ταχέως με το αυτοκίνητό τους στον παράλληλο προς τις σιδηροδρομικές γραμμές, να δείχνουν την ταχεία, στην οποία υπερηφάνως επέβαινα, και να γελούν, επειδή μας προσπερνούσαν. Ίσως τότε να ξεκίνησε το κακό της παρακμής. Ίσως κι όταν διαδόθηκε, εντελώς ύπουλα και με πρόθεση την παραπληροφόρηση της κοινής γνώμης πως πάτησε τους μάγκες κι από τότε δεν υπάρχουν πια. Ίσως όμως να άρχισε, όταν το έψιλον αντικατάστησε το άλφα γιώτα. Μαζί με τις εκπτώσεις στην ορθογραφία πρέπει να παρουσιάστηκε μια γενικότερη έκπτωση με επακόλουθη την τελική πτώση του ιστορικού μέσου μαζικής μεταφοράς.
Πάντως εγώ, όταν τραγουδούσα «κάνε κάτι λοιπόν να χάσω το τραίνο»2, δεν ευχόμουν την εξαφάνισή του. Ξεκαθαρισμένο αυτό. Και το γκρουπάκι θα το φτιάξω στο φέης μπουκ. «Εμείς που βλέπαμε τα τραίνα να περνούν» θα το πω.
Φαντάζομαι ο ιστορικός του μέλλοντος με ειδικότητα στη συγκοινωνιολογία να διευκρινίσει ποια ήταν τα ακριβή αίτια, εξαιτίας των οποίων δε βλέπουμε πλέον τα τραίνα να περνούν. Ως τότε «εμείς που βλέπαμε τα τραίνα να περνούν», θα νοσταλγούμε ισορροπώντας ελεύθερα πάνω στις σιδηροτροχιές∙ θα ξημερωνόμαστε σαν τα νυχτερινά, που το πρωί φτάνουν αγόγγυστα στον προορισμό τους, είτε είναι τα ανώνυμα της Πελοποννήσου είτε ο «Έβρος» ο χακί∙ θα παίζουμε Μονόπολη αγοράζοντας και πουλώντας τ’ αφημένα κεντημένα πέτρινα και τα ζωγραφιστά χρωματιστά κτίσματα των σιδηροδρομικών σταθμών∙ θα ταράζουμε τους κοιμώμενους σαν τα εμπορικά, που φορτωμένα αξιοποιούν το άχαρο κενό της νύχτας, θυμίζοντάς τους πως κάποιοι ξαγρυπνούν για να μην καταργείται το διηνεκές και να υπάρχει το παντοτινό.
1 «Τα τραίνα που φύγαν» (1970) Στίχοι Βαγγέλης Γκούφας και Βασίλης Ανδρεόπουλος, Μουσική Σταύρος Ξαρχάκος
2 «Κάνε κάτι να χάσω το τρένο» (1976) Στίχοι-Μουσική Τάκης Μουσαφίρης
*Από την ανέκδοτη συλλογή διηγημάτων της Σοφία Δ. Νινιού «Απουσίες και πορτραίτα»