Κυριακή 31 Μαΐου 2020

ΣΠΥΡΟΣ ΑΥΛΩΝΙΤΗΣ "ΑΣΕ ΜΕ"

Abstract art by Osnat Tzadok

Στην απόληξη της νύχτας
αγκιστρωμένος στ’ όνειρο
σκιαγραφώ τη μορφή.
Προσπερνώ το χρόνο
αναζητώντας τη στιγμή
για ένα μόνο άγγιγμά σου.
Επιζητώ να ξεδιψάσω
στο ποτήρι των χειλιών σου
να μεταλάβω την αμαρτία
μιας ανεξέλεγκτης επιθυμίας.
Πριν η πρώτη αχτίδα
ακουμπήσει απαλά
το τρεμάμενο κορμί
σαν πέπλο αραχνοΰφαντο.
Θέλω να νιώσεις
το θρόισμα των φύλλων
με ένα μου χάδι.
Άσε με να στο προσφέρω…

ΑΘΗΝΑ 30/05/2020
ΑΥΛΩΝΙΤΗΣ ΣΠΥΡΟΣ













ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΣΠΟΝΤΗ "Παρακαλώ,δεν μπορώ ν αναπνεύσω."



Παρακαλώ,δεν μπορώ ν αναπνεύσω. Στην μνήμη του Τζ. Φλοιντ. Και τι να συγχωρέσεις, αφού το λάθος ξεπηδάει εκεί που σκάει το πάθος. Η ξεκοιλιασμένη συγνώμη πίσω απ το μαχαίρι 
χλευάζει την παρολίγον δολοφονία,
δεν αρκείται στον πνιγμό θέλει πλήρες ξεπάστρεμα, τα λεφτά σου τη ζωή σου το βιος σου όλο πάνω στο πινάκιο της λαιμαργίας, κατακρεουργημένη υπόσταση από το τέρας το αιμοσταγές. Πονάς. Άλλη υποταγή κι αυτή η ικεσία, να παρακαλάς να σε οικτίρει ο πλησίον, ο εξουσιαστής ποτέ δεν χορταίνει με ένα σκέτο κεφάλι, σε θέλει μαζί με τα σωθικά, δεν σπλαχνίζεται το γεμάτο στομάχι, όλο σου το αίμα για μια υπεροχή, δεν είσαι τίποτα είσαι μόνο ο φόβος σου, να τρέμεις από τον επικείμενο θάνατο, να κρυώνεις από τη λάμα του φονικού. Δεν είναι προσβάσιμο σε όλους τούτο το λάθος, ανήκει μόνο στον καρεκλοκένταυρο ίσκιο, εσύ του παραχωρείς το χειροκρότημα κι ώσπου να το καταλάβεις, ανασαίνεις υπό κατοχήν, πια,πειναλέο το στόμα σου, καταπίνει ντροπή, παρακαλώ,δεν μπορώ ν αναπνεύσω.

ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΣΠΟΝΤΗ





ΤΑΣΟΣ Σ. ΜΑΝΤΖΙΟΣ "ΠΑΛΙΑ ΕΘΝΙΚΗ ΟΔΟΣ"



Έχει πολλές στροφές,ως το χωριό,
ο δρόμος,
κάποτε,πολυσύχναστη
εθνική οδός,
τώρα,παρατημένος
σταμάτησαν να έρχονται
και τα λεωφορεία του ΚΤΕΛ,
απ΄όταν άρχισε να λειτουργεί
η Εγνατία.

Δρόμος,που σφύζει παρελθόν
τον σφίγγει τώρα ο λόγγος,
σαν στερεμένος είναι ποταμός,
σαν δίχως αίμα,αρτηρία.

Παρατημένος δρόμος,
ερήμωσε και το χωριό
κι οι μέρες οι παλιές
δεν θα ξανάρθουν,
σταμάτησαν και τα λεωφορεία να περνάν,
άλλωστε
οι γέροι πού να παν
και τί ανάγκες να΄χουν.

Τάσος Σ. Μάντζιος

Η φωτογραφία είναι από https://parallaximag.gr/







ΣΟΦΙΑ Δ. ΝΙΝΙΟΥ "Εμείς που βλέπαμε τα τραίνα να περνούν"

«Εμείς που βλέπαμε τα τραίνα να περνούν»*, Σοφία Δ. Νινιού


   Και τώρα λοιπόν, που χαθήκαν τ’ αυτονόητα κι όλοι επαναπροσδιοριζόμαστε, συχνά, για μην πω με την πρώτη ευκαιρία, τασσόμαστε σε ομάδες, που μια ταυτότητα μας την δίνουν. Όχι ομάδες αθλητικές. Αυτές τις έχουμε. Ούτε πολιτικές. Αυτές τις χάσαμε. Κάτι άλλες. Του τύπου «όλοι όσοι ξυπνάμε μεσημέρι σε ένα γκρουπ» ή «είχα κι εγώ φλόμπερ μικρός» ή «ο μουσακάς της Ελληνίδας μάνας». Κι άλλα πολλά παρόμοια και παρεμφερή.
   Εγώ για να πω την αλήθεια, δεν το πολυψάχνω. Όχι ότι δεν έχω κρίση ταυτότητας. Ειδικά εμένα ό, τι κρίση περάσει, γράφει πάνω μου. Αλλά σαν άνθρωπος του καιρού μου, θέλω κι εγώ να φτιάξω ένα γκρουπ στο φέης μπουκ, που ν’ αφήσει εποχή. Κι όχι που να το παινευτώ, θεωρώ πως χτες βράδυ το βρήκα. Βασικά έκλεψα από τις ρετρό κουβέντες της παρέας. Το ’χουν αυτό οι νυχτερινές μαζώξεις στις θερινές κατοικίες λόγω διακοπών. Ειδικά όταν πρόκειται για το σπίτι στο χωριό. Κι άμα έχει και τη δροσούλα του (που γιατί να μην την έχει) και το κρασάκι του και τους γρύλους παρακεί και τον κακιασμένο σκούρκο ακόμα, που τον μάζεψε η λάμπα της αυλής, η βαλίτσα πάει μακριά. Εκεί. Κάτω από μια κληματαριά, μια ελιά. Κάτω από τον έναστρο ουρανό τέλος πάντων, που μας κρατάει ξάγρυπνους, ζωηρούς και φρέσκους. Μάχιμους ενάντια στο χρόνο και την ασάφειά του. Σθεναρούς απέναντι στην κούραση του χειμωνιάτικου μόχθου. Εκεί. Κι άρχισαν οι κουβέντες και το φαγοπότι βραδάκι κι έφτασε ξημέρωμα.
   Και τι δε θυμηθήκαμε! Αυτό ακριβώς μετράει το χρόνο. Οι αναμνήσεις. Εκείνη η γλυκειά θωπεία της νοσταλγίας που περνάει τους πόνους των χαμένων ονείρων, των φίλων που φύγαν, των αγαπημένων που χάθηκαν, της ζωής που ματαιώνεται χωρίς να μας λυπάται.
Ως είθισται, ο μίτος των εξομολογήσεων βρέθηκε σε χέρια γυναικεία∙ στης Τάνιας. Έπιασε το κουβάρι και παραδέχτηκε πως συνηθίζει να δραπετεύει ως τη Σταυρούπολη Ξάνθης. Πάντα. Δεν είναι μακριά. Έναν υπνάκο δρόμο και συναντάει τον τόπο των παιδικών της διακοπών. Κι άρχισε πρώτη τη μακριά κουβέντα, που μας έβγαλε ως την αυγή.
   Έτσι ακριβώς είπε. Το έχει ανάγκη αυτό το ταξίδι μ’ όνειρο. Πώς κλείνει τη θέση δε διευκρίνισε. Πάντως ο παππούς κι η γιαγιά είναι στην πόρτα και την περιμένουν. Κι ένα περίεργο πράγμα. Ξυπνάει πάντα την ώρα, που φτάνει με το τραίνο, βλέπει το σταθμό, κατεβαίνει, αγκαλιάζει τους αγαπημένους της. Αυτή η τέλεια αίσθηση της θερμής αγκαλιάς από χέρια, που σε λαχταράνε και μετά αρχίζουν να μετράνε πόσο ψήλωσες.
   Εγώ θυμήθηκα τη φορά, που είχε έρθει ο πατέρας μου να μας παραλάβει στο σταθμό Πελοποννήσου. Λείπαμε για καλοκαίρι. Τρεις μήνες. Κι αποδείχτηκε ότι τόσο έφτασε για να μην τον αναγνωρίζουμε. Μπορεί να έφταιγε το μουστάκι, που είχε αφήσει, μπορεί κι η απόσταση, που μέτραγε τότε. Σ’ έπαιρνε το τραίνο κι έχανες ανθρώπους, άλλαζες εικόνες, ξέχναγες ήχους. Και το ταξίδι καταλυτικό. Μετά την εφτάωρη διαδρομή ντούκου-ντούκου και το ρυθμικό λίκνισμα ζερβά-δεξά σαν να ήμασταν κεφάλια των σκυλιών μπιμπελό στις εταζέρες των αυτοκινήτων της δεκαετίας του ’60, φτάναμε και έπρεπε να περιμένουμε υπομονετικά να σταματήσουν να κουνιούνται οι τοίχοι κι ό, τι υπήρχε γύρω μας. Κι από την άλλη μέρα κιόλας ζούσαμε την τρομερή εμπειρία να μετράμε το χρόνο με τα τραίνα. Στις τρεις περνούσε το πατραίικο. Όπως ακριβώς το λέει το παιδικό τραγουδάκι:

Η ώρα είναι μία!
Περνάει η αστυνομία!
Η ώρα είναι δύο!
Περνάει το λεωφορείο!
Η ώρα είναι τρεις!
Περνάει η ωτομοτρίς!

   Από εκεί κι έπειτα η μεσημεριανή σιέστα είχε σημάνει. Παιδικά παιχνίδια τέλος. Κι όταν το βράδυ πέρναγε το νυχτερινό γι’ Αθήνα έντεκα παρά, η μέρα τέλειωνε οριστικά.
—Για στάσου! Κι εγώ, όταν υπηρετούσα Κόρινθο, περίμενα να περάσει το νυχτερινό και μετά κοιμόμουνα.
  Παρέμβαση Ιωάννας αυτή. Αλλά και ποιος δεν έχει οριοθετήσει τη μοναξιά του ακούγοντας τα τραίνα να περνούν; Ειδικά με τα νυχτερινά δρομολόγια. Άλλοτε λες, σοβαρέψου, πέρασε η ώρα κι άλλοτε αρπάζεσαι από το αργόσυρτο βαρύ εμπορικό και παρηγοριέσαι, που κι άλλοι εκεί έξω, δεν κοιμούνται, γιατί έχουν λόγο.
Μυστήριο ήταν πώς καταλαβαίναμε το δρομολόγιο, που είχε καθυστερήσει. «Τι να έγινε;», ρωτιόμασταν. Κι ησυχάζαμε, όταν επιτέλους, έστω και παράωρα, βλέπαμε το τραίνο να περνάει. Μεγάλη η στιγμή, που έτρεχε όλη η παρέα να προλάβει να φτάσει στη γραμμή και να δει την απλή αμαξοστοιχία, την ταχεία, την ωτομοτρίς, το εμπορικό ή το μουτζούρη να περνάνε μπροστά απ’ τα χαρούμενα μάτια μας. «Βουουου!» η κόρνα από μακριά κι εμείς να τρέχουμε, να τρέχουμε για να δούμε τα βαγόνια να τρέχουν, να τρέχουν κι αυτά. Και να χαιρετάμε τους άγνωστους, μα πάντα χαρούμενους επιβάτες, που κρέμονταν απ’ τα παράθυρα να προλάβουν να μας χαιρετήσουν κι αυτοί.
   Το καλύτερο ήταν, όταν θα βλέπαμε κάποιον συγγενή, που δούλευε στα τραίνα, να περνάει και να μας χαιρετά κρεμάμενος από τη στενή πόρτα, ρισκάροντας για να τον δούμε εμείς, με την επιβλητική του στολή και τη μεγαλοσύνη του καπέλου του. Αν ήταν και μηχανοδηγός, ακόμα καλύτερα, γιατί κόρναρε ειδικά για μας. Πώς καμαρώναμε, που ξέραμε τον ηγέτη του οχήματος! Πολύ!
   Εμένα ο θείος μου ο Μίμης ήταν κλειδούχος στα τραίνα. Δεν ταξίδευε δηλαδή. Καθόλου δε μ’ άρεσε αυτό, γιατί έχανα από την αίγλη του μύθου, ελάτε να χαιρετήσουμε περνάει με το τριπολιτσιώτικο, ας πούμε, ο δικός μου θείος σήμερα. Χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια για να καταλάβω ότι, αν δεν έχεις το κλειδί, δεν έχεις τίποτα κι άμα το κρατάς, έχεις τα πάντα. Ρυθμίζεις ποιον δρόμο ανοίγεις και ποιον κλείνεις. Κανονίζεις ποια κατεύθυνση θα πάρεις και με ποιον θα διασταυρωθείς και ποια στιγμή ακριβώς, ώστε ν’ αποφύγεις τη σύγκρουση.
   Η χτεσινή βραδιά λοιπόν, στάθηκε η ευκαιρία μου. Η μεγάλη ευκαιρία μου να πάρω το αίμα μου πίσω αναλύοντας τη σημασία να είναι κανείς κλειδούχος. Και μ’ αφορμή τη θεωρία μου περί κατευθύνσεων έπιασε η Αγγελική το τραγούδι:

«Τα τραίνα που φύγαν
αγάπες μου πήρανε.
Αγάπες και κλαίνε,
ποια μοίρα τις μοίρανε;»

Και συνεχίσαμε όλοι μαζί μες στον πόνο, γιατί όλοι την είχαμε πατήσει κάποια φορά κάποτε:

«Δωσ’ μου χέρι να πιαστώ
Να πιαστώ να κρατηθώ
Ένα γέλιο μια ματιά
Κι ανασταίνετ’ η καρδιά1»

   Τι τα θες, τι τα γυρεύεις χωρίς τραγούδι πόνος δεν περνάει και καημός δεν περνιέται.
   Η Αγγελικούλα είχε δυο μέρη να θυμάται με νοσταλγία μεγάλη∙ τον Πλαταμώνα Πιερίας και τον Πλάτανο Αχαΐας. Κι αυτό γιατί άκουγε μαγεμένη το τραίνο να έρχεται και να φεύγει. Και σχεδιάζοντας τα δικά της ταξίδια διέφευγε, γιατί τον πόθο και τη λαχτάρα της νιότης να καλπάσει τίποτα και κανένας δεν μπορεί να τιθασεύσει.
   Σπουδαία τα σιδηροδρομικά ταξίδια για όλους τότε. Ο ένας κοντά στον άλλον μες στο βαγόνι, μες στη ζέστη, μες στο μουγκρητό της μηχανής, που αγκομαχούσε να τα βγάλει πέρα με το δρόμο. Γεγονός μέγα η κάθε στάση και σταθμός της διαδρομής. Ποιος θ’ ανέβει; Να δούμε. Ποιος θα κατέβει; Να τον αποχαιρετήσουμε. Κι αγωνία να έρθει κι η δικιά μας η σειρά να φτάσουμε. Μπορεί γι’ αυτό να μάθαμε, εμείς που βλέπαμε τα τραίνα να περνούν, ότι ξεκινάς, τρως μια χαρούμενη ταλαιπωρία και φτάνεις. Σίγουρο αυτό. Μάθαμε πως όλοι με τη σειρά τους το ταξίδι θα το κάνουν. Κι ώσπου να έρθει η σειρά τους, δεν είχαν παρά να βλέπουν τους άλλους, που ταξίδευαν.
   Ας πούμε, η Τάνια μας είπε, κάπου στο μέσο της χτεσινοβραδινής διαδρομής, για τη Θεοφανία που ερχόταν επίσκεψη στο σπίτι της θείας Σουλτάνας όλη χαρά για δουν μαζί τα τραίνα να περνούν. Βέβαια! Δε βλέπαν όλα τα σπίτια στη γραμμή. Ούτε ήταν όλα χτισμένα κοντά στο σταθμό. Κι ο Σταθμός… τι όμορφο μέρος! Ήταν περίφημη η βόλτα στο Σταθμό. Κόσμος πολύς. Να πηγαίνει, να έρχεται. Όλη μέρα. Κάτι θα είχες να παραλάβεις, κάτι να στείλεις. Κάποιον να περιμένεις, κάποιος να φεύγει. Ένα-δυο καφενεδάκια κοντά να εξυπηρετούν τους επιβάτες και να φιλοξενούν τους ντόπιους, που θέλαν να συμμετέχουν στην κίνηση παθητικά πίνοντας την πορτοκαλάδα τους οι πιο εκσυγχρονισμένοι ή απολαμβάνοντας υποβρύχιο δροσερό ή γλυκό του κουταλιού οι κλασικοί.
   Τι αγωνία κι εκείνη με τους πωλητές εδεσμάτων κι αναψυκτικών στους σταθμούς, που ανέβαιναν βιαστικοί να προλάβουν την πελατεία και να κατέβουν πριν να ξεκινήσει το τραίνο! Ποτέ μου δεν κατάλαβα πώς τα κατάφερναν. Τρόμος μ’ έπιανε μην και φύγει το τραίνο και τους πάρει μαζί. Γι’ αυτό και δεν ήθελα να κατεβαίνει ο πατέρας μου, ως πλέον επιτήδειος, να ψωνίσει. Φοβόμουν μην και μείνει κάτω. Καλύτερα να μην έτρωγα παστέλι ποτέ στο Ζευγολατιό ή σουβλάκι στους Μύλους κι ας περίμενα με τόση λαχτάρα να πιάσουμε σταθμό. Είχα όμως τεράστια χαρά να συναντήσουμε τους θείους και τα ξαδέρφια μας στο σταθμό της Τρίπολης. Γι’ αυτούς είχα μια σιγουριά πως δε θα γίνει λάθος κι ούτε θα πάει κάτι ανάποδα. Και κρεμιόμασταν απ’ τα παράθυρα να δούμε από μακριά ότι μας περίμεναν. Και πάντα περίμεναν. Κι αν το τραίνο δεν έπιανε σταθμό, ήξερα πως θα ήταν εκεί να το δουν να περνάει και να μας κουνήσουν το χέρι. Αυτό γινόταν στάνταρ με τους συγγενείς μας, που ήταν στον Άμμο, γιατί είχε στάση. Είτε φεύγαμε είτε πηγαίναμε ήταν εκεί να μας δουν να περνάμε και να τους δούμε κι εμείς. Γιατί οι ταχείες αμαξοστοιχίες από και για Αθήνα δε σταματούσαν σε στάσεις παρά μόνο σε σταθμούς.
   Όταν πέρασα στο Πανεπιστήμιο στη Θεσσαλονίκη κι έπρεπε για πρώτη φορά να ταξιδέψω χωρίς τη συνοδεία κηδεμόνα, επέλεξα την ασφάλεια του σιδηροδρόμου. Κι έτσι είχα την εμπειρία να μπω στην αμαξοστοιχία «Ακρόπολις» και να κάνω το πρώτο μέρος μιας τεράστιας διαδρομής, που έφτανε ως τη Γερμανία. Όπως και να ’χει, πήρα κατά κάποιον τρόπο κι εγώ το τραίνο για τη Γερμανία. Για κάμποσες ώρες ήμουνα μαζί με κάποιους, που ίσως δε θα γύριζαν ποτέ στην πατρίδα. Μοιραζόμουν τα ίδια βαγόνια, που είχαν μεταφέρει πόνο, ελπίδες, δάκρυα.
   Χτες βράδυ μας αφηγήθηκε η Τάνια μια επιστροφή, που έζησε παιδάκι στη Σταυρούπολη το καλοκαίρι του '75. «Μετά τις 3 τα ξημερώματα κατεβαίνει απ' το νυχτερινό μια μεγάλη παρέα Λαζογερμανών. Με το που φτάνουν βάζουν μπρος ένα φορητό ραδιοκασετόφωνο με Καζαντζίδη και αρχίζουν ένα χορό τρικούβερτο, στο σπίτι μας μπροστά στο Σταθμό. Νομίσαμε πως ο χορός είχε στηθεί στο σαλόνι μας. Τα παράθυρά του βλέπαν τα μισά στην αποβάθρα και τα μισά στο καφενεδάκι. Σηκωνόμασταν απ’ το κρεβάτι μας ένας-ένας, ώσπου μαζευτήκαμε όλοι και, όχι, δεν πιάσαμε κι εμείς το γλέντι. Δεν είναι πως δε μας ξεσήκωσε ο Στελλάρας αλλά ξαφνιαστήκαμε απ’ τη χαρά τους. Και μείναμε σα χαμένοι, χωρίς να έχουμε ξυπνήσει καλά-καλά, να τους παρακολουθούμε με τα φώτα μας σβηστά και τις κουρτίνες τραβηγμένες μέσα στα άγρια ξημερώματα. Θα ’μουνα 10-12 χρονών και δε θα ξεχάσω τη συγκίνησή τους αλλά και τη δική μου. Για λίγες στιγμές ένιωσα τη λαχτάρα και τη χαρά της επιστροφής τους. Από τότε είμαι πολύ ευαίσθητη με όλους τους ξενιτεμένους. Λένε πως ζυγίσανε τη φτώχεια, την ορφάνια, την ξενιτιά και την αρρώστια και βρήκαν πως βαρύτερα είν' τα ξένα.»
   Την Τάνια την ξέρω χρόνια. Τα μάτια της όμως δεν τα ’χω δει έτσι άλλη φορά. Κλείνανε στους καθρέφτες τους τη θλίψη, την περηφάνια, τη συγκίνηση των Λαζογερμανών εκείνων∙ τη σοφία του ανθρώπου, που έχει βρεθεί αναπάντεχα μπροστά στον πόνο, την πίκρα και τη χαρά μαζί.
   Τι να πω μετά εγώ; Γιατί είχα κι εγώ να πω. Ξέγνοιαστα πράγματα όμως. Χαλαρά. Με το λάμδα σαλονικιώτικο. Είναι γεγονός πως ταξιδεύοντας με το «Ακρόπολις» γνώρισα τη μοναδικότητα του βαγκόν-λι, την πολυτέλεια του εστιατορίου. Ως τότε αλλά κι από τότε ως τώρα μόνο στις ταινίες είχα δει πώς είναι να κοιμάσαι κι έξω να περνάνε βουνά, κοιλάδες, ποτάμια, θάλασσες. Να σε κοιτάει το φεγγάρι και να σε χάνει και να σε βρίσκει πάλι. Ρυθμικά, σταθερά στο πιο απροσδόκητο νανούρισμα∙ τακατακ τακατακ, τακατακ τακατακ και ουουου… Κοιμάσαι στην Αθήνα ή λίγο πιο έξω και ξυπνάς στη Θεσσαλονίκη. Κι αυτό ταξίδι μια νύχτα δρόμος σαν το όνειρο της Τάνιας. Τώρα που το σκέφτομαι, δεν μπορώ να βρω τη διαφορά. Για μένα τότε η ουσία ήταν πως κέρδιζα χρόνο. Κάλυπτα την απόσταση τρέχοντας και γλυκοκοιμώμενη έχοντας απλώς αλλάξει κρεβάτι. Θ’ ακουστεί σα διαφήμιση αλλά ισχύει. Νυχτερινό! Η έξυπνη λύση για το φοιτητή, το φαντάρο και κάποιους επιχειρηματίες. 
   Μέχρι που έμαθα να εκτιμώ διαφορετικά τη λεγόμενη απώλεια του χρόνου, οπότε και αντικατέστησα και το εξπρές ακόμα ή το ιντερσίτυ με το αεροπλάνο. Καμμιά φορά σκέφτομαι μήπως αυτή είναι η αιτία, που τραίνα πια δεν περνούν. Κι επειδή είμαι δίκαιος άνθρωπος, πήρα πάλι το τραίνο για Θεσσαλονίκη. Όμως έτσι είναι. Όταν ο χρόνος της ζωής περνάει, εκτιμάμε αλλιώς την ανάλωση χρόνου. Και φτάνει το περί ου ο λόγος μέσον, να αποδεικνύεται το ιδανικότερο στη σωστή εκτίμηση του πολύτιμου χρόνου, γιατί μας δίνει τη δυνατότητα να αξιολογούμε κάθε λεπτό του, να το απολαμβάνουμε δημιουργικά ή χαζεύοντας και να βιώνουμε πόντο-πόντο τη διαδρομή. Η χιλιομετρική απόσταση παύει να μας δυναστεύει τυραννικά. Γίνεται η ευκαιρία να πλουτίζουμε τη ζωή μας με απλότητα και χαλαρότητα. Αφηνόμαστε να μας πηγαίνει. Αποδεχόμαστε τις ράγες και δεν ψάχνουμε πώς να κόψουμε δρόμο.
   Κι έτσι έφτασα χτες βράδυ να εξηγώ στους νοσταλγούς των διακοπών της πάλαι ποτέ παιδικής ηλικίας πώς ανέλαβα να μυήσω τους έφηβους στην απόλαυση του ταξιδιού με τραίνο. Άξιζε να το μοιραστώ μαζί τους. Κανείς τους δε με πίστεψε πως χρειάστηκε να εξηγήσω πόσο ασφαλές μέσο είναι αλλά κι ότι επιτρέπεται να είσαι όρθιος, να κινείσαι και να μετακινείσαι ακόμα. Και για να βεβαιώσω του λόγου μου το αληθές επιστράτευσα το διαδίκτυο. Εκεί μέσα υπήρχε βιντεοσκοπημένη η δράση της παλιοπαρέας, που έψησα να επιλέξει το αργό δρομολόγιο για Θεσσαλονίκη. Και τότε πήρε το θάρρος ο Γιάννης να μας πει ότι, όταν ήταν φαντάρος, είχε γνωρίσει ένα Μακεδόνα, που περήφανος εξηγούσε ότι είναι σπουδαίο το χωριό του, γιατί περνάνε πολλά τραίνα. Τα περισσότερα. Και τι έκανε ο αθεόφοβος Αθηναίος; Του απαρίθμησε πόσα τραίνα έχει η πρωτεύουσα. Κανείς μας δεν είχε σκεφτεί να βάλει στο λογαριασμό και το αυτοκίνητο όχημα με το σουλούπι τραίνου, που κάνει βόλτες τουρίστες και παιδάκια στο ιστορικό κέντρο και το κέντρο του Πειραιά. Εκείνος όμως το μέτρησε και αυτό.
   Τέτοιες κακεντρεχείς κι αλαζονικές πράξεις σαν του Γιάννη, ρίχνουν το ηθικό αυτών που βλέπουν τα τραίνα να περνούν απ’ τα χωριά τους με αποκλειστικότητα και δεν αποκλείεται να αποτελούν σοβαρή αιτία της παρακμής του μέσου. Γιατί η αλήθεια είναι πως ακολούθως κι ως το τέλος της βεγγέρας ασχοληθήκαμε όλοι μα όλοι με την ανεύρεση των αιτίων αλλά και των υπαιτίων της σιδηροδρομικής διάλυσης.
Κάπως έτσι έφτασα να θυμηθώ κάποια φορά, στη φοιτητική μου περίοδο, κάποιους τουρίστες να περνούν ταχέως με το αυτοκίνητό τους στον παράλληλο προς τις σιδηροδρομικές γραμμές, να δείχνουν την ταχεία, στην οποία υπερηφάνως επέβαινα, και να γελούν, επειδή μας προσπερνούσαν. Ίσως τότε να ξεκίνησε το κακό της παρακμής. Ίσως κι όταν διαδόθηκε, εντελώς ύπουλα και με πρόθεση την παραπληροφόρηση της κοινής γνώμης πως πάτησε τους μάγκες κι από τότε δεν υπάρχουν πια. Ίσως όμως να άρχισε, όταν το έψιλον αντικατάστησε το άλφα γιώτα. Μαζί με τις εκπτώσεις στην ορθογραφία πρέπει να παρουσιάστηκε μια γενικότερη έκπτωση με επακόλουθη την τελική πτώση του ιστορικού μέσου μαζικής μεταφοράς.
   Πάντως εγώ, όταν τραγουδούσα «κάνε κάτι λοιπόν να χάσω το τραίνο»2, δεν ευχόμουν την εξαφάνισή του. Ξεκαθαρισμένο αυτό. Και το γκρουπάκι θα το φτιάξω στο φέης μπουκ. «Εμείς που βλέπαμε τα τραίνα να περνούν» θα το πω.
   Φαντάζομαι ο ιστορικός του μέλλοντος με ειδικότητα στη συγκοινωνιολογία να διευκρινίσει ποια ήταν τα ακριβή αίτια, εξαιτίας των οποίων δε βλέπουμε πλέον τα τραίνα να περνούν. Ως τότε «εμείς που βλέπαμε τα τραίνα να περνούν», θα νοσταλγούμε ισορροπώντας ελεύθερα πάνω στις σιδηροτροχιές∙ θα ξημερωνόμαστε σαν τα νυχτερινά, που το πρωί φτάνουν αγόγγυστα στον προορισμό τους, είτε είναι τα ανώνυμα της Πελοποννήσου είτε ο «Έβρος» ο χακί∙ θα παίζουμε Μονόπολη αγοράζοντας και πουλώντας τ’ αφημένα κεντημένα πέτρινα και τα ζωγραφιστά χρωματιστά κτίσματα των σιδηροδρομικών σταθμών∙ θα ταράζουμε τους κοιμώμενους σαν τα εμπορικά, που φορτωμένα αξιοποιούν το άχαρο κενό της νύχτας, θυμίζοντάς τους πως κάποιοι ξαγρυπνούν για να μην καταργείται το διηνεκές και να υπάρχει το παντοτινό. 

1 «Τα τραίνα που φύγαν» (1970) Στίχοι Βαγγέλης Γκούφας και Βασίλης Ανδρεόπουλος, Μουσική Σταύρος Ξαρχάκος
2 «Κάνε κάτι να χάσω το τρένο» (1976) Στίχοι-Μουσική Τάκης Μουσαφίρης

*Από την ανέκδοτη συλλογή διηγημάτων της Σοφία Δ. Νινιού «Απουσίες και πορτραίτα»










Αριστείδης Φουτρίδης(1887-1923) Ο νεότερος καθηγητής του Χάρβαρντ ήταν Έλληνας και λίγοι γνωρίζουν την ιστορία του



Αν και λίγοι ξέρουν το έργο του, ο Αριστείδης Φουτρίδης διέπρεψε στην Αμερική τόσο εξαιτίας της λαμπρής του πορείας στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, όσο κι ως πρεσβευτής της ελληνικής λογοτεχνίας στις ΗΠΑ.

Γεννημένος το 1887 στην Ικαρία και έχοντας περάσει τα παιδικά του χρόνια στο χωριό του νησιού, Εύδηλος, ο Αριστείδης παρά το σπουδαίο έργο του πέθανε πολύ νέος από ανακοπή σε ηλικία μόλις 36 ετών.

Πρώτος μαθητής, από πάμφτωχη οικογένεια

Γιος του καπετάνιου Ευάγγελου Φουτρίδη, ο ίδιος δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Ελλάδα καθώς η πάμφτωχη οικογένειά του αναγκάστηκε να μεταναστέψει στην Αίγυπτο για να επιβιώσει.
Μάλιστα λέγεται πως όταν αποχαιρετούσε τους συμφοιτητές του, ο καθηγητής του τότε τους είπε όλοι να σηκωθούν και να το αποχαιρετήσουν προσωπικά, καθώς όπως τους είχε πει τότε, θα γινόταν κάποτε ένας πολύ σπουδαίος άνθρωπος.
Λέγεται πως όσο ήταν φοιτητής στην Αθήνα, για να καλύψει τα έξοδα των σπουδών του, ο Φουτρίδης παρέδιδε μαθήματα στα δύο παιδιά του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνου Τσάτσου.
Έγινε ο νεότερος καθηγητής του πανεπιστημίου Χάρβαρντ, στα 28 του

Στην Αμερική βρέθηκε λόγω των τριών αδελφών του, δύο από τα οποία είχαν χειροτονηθεί ιερείς εκεί.
Πριν διδάξει στο Χάρβαρντ, ο ίδιος φοίτησε στο Mt. Hermon School, όπου και προετοιμάστηκε καταλλήλως.

Ο Αριστείδης Φουτρίδης έγινε στα 28 του χρόνια καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, όπου δίδαξε αρχαία ελληνικά και λατινικά .

Ήταν επίσης ένας από τους ιδρυτές της Σχολής Ελληνικής Γραμματείας στο Χάρβαρντ, ενώ δίδαξε για μερικά χρόνια και στο Πανεπιστήμιο του Yale.

Ήταν ο πρώτος που μετέφρασε Κωστή Παλαμά

Το έργο που άφησε είναι κάτι παραπάνω από αξιομνημόνευτο, καθώς κατά την διάρκεια της ζωής του μελέτησε τους αρχαίους τραγικούς, εκπόνησε διατριβή (1910) για τον Διγενή Ακρίτη, μετέφρασε σύγχρονούς του λογοτέχνες, ίδρυσε τον «Ελικώνα» (1911-1918), την πρώτη ελληνική φοιτητική Ένωση στις ΗΠΑ, και δημοσίευσε στα αγγλικά δοκίμια για τους Έλληνες λογοτέχνες της εποχής του.

Ήταν επίσης, ο πρώτος που μετέφρασε Κωστή Παλαμά, καθώς κι άλλους διηγηματογράφους της τότε εποχής όπως Παπαδιαμάντη, Δροσίνη, Ξενόπουλο, ενώ οι φιλολογικές μελέτες για τον αρχαίο τραγικό Ευριπίδη, αποτελούν μέχρι και τις μέρες μας βιβλιογραφική αναφορά.

Ο Βενιζέλος τον κάλεσε να διδάξει στην Ελλάδα, αλλά τον απέλυσαν…

O Βενιζέλος μάλιστα είχε αναγνωρίσει τις απόψεις του Φουτρίδη για την ανώτατη εκπαίδευση, τον κάλεσε να τις εφαρμόσει και να έρθει από το Χαρβαρντ στην Αθήνα και συγκεκριμένα να διδάξει τότε στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών.

Ο ίδιος δέχτηκε την πρότασή του, αλλά του ζήτησε ένα χρόνο περιθώριο ώστε να διευθετήσει κάποιες εκκρεμότητες στην Αμερική.

Ωστόσο, τελικά ο Φουτρίδης δεν δίδαξε ποτέ, καθώς η επόμενη κυβέρνηση από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, τον απέλυσε πριν καλά καλά ξεκινήσει να διδάσκει εδώ.

Σήμερα, αν κάποια στιγμή επισκεφτείτε τον Εύδηλο της Ικαρίας, θα διαπιστώσετε ότι το Λύκειο της περιοχής ονομάζεται “Αριστείδης Φουτρίδης” προς τιμή αυτού του άνδρα που αν και προσέφερε τόσο πολλά στον ελληνικό πολιτισμό και σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, η μοίρα δεν του επέτρεψε να γίνει γνωστός σε όλον τον πλανήτη, διαδίδοντας μέσω των έργων του τον ελληνικό πολιτισμό.
Παρακάτω η επιστολή της Μαργαρίτας Γκάρισον- Φουτρίδη προς την οικογένεια του Έλληνα καθηγητή στην οποία τους ανακοινώνει τον θάνατό του:

“Ἀγαπητὴ μητέρα Φουτρίδη καὶ Δέσποινα καὶ Γιάννη καὶ Ἀσπασία καὶ λοιποί:
Μὲ μεγάλη grave [σοβαρότητα] σᾶς ἔστειλα ἐκεῖνο τὸ ἀπαίσιο τηλεγράφημα: ἀλλ᾽ ἐφοβήθηκα μὴ μάθετε τὴν εἴδηση ἀπὸ ἄλλας πηγὰς (πρὶν ἢ ἐγὼ σᾶς γράψω).
Ὁ ἀγαπητὸς Ἄρης ἀπέθανε αἰφνιδίως εἰς τὴν νῆσον Chebeague τὴν Κυριακὴν 26 Αὐγούστου περὶ τὴν μεσημβρίαν. Ἦτο ἐξαισίας ὑγείας καθ᾽ ὅλον τὸ θέρος καὶ ὅλος ζωὴ καὶ σφρῖγος. Εἶχε κερδίσῃ ὀλίγο εἰς βάρος καὶ ἦτο εὔμορφος. Πόσο θέλω νὰ σοῦ μεταδώσω τὶς ἀναμνήσεις τοῦ καλοκαιριοῦ μας”




ΒΙΒΛΙΟ

Το τιμιότερο πρόσφορο

Επιστολές του Αριστείδη Ε. Φουτρίδη προς τον Χρίστο Ν. Λαμπράκη, τον Σωκράτη Β. Κουγέα και συγγενικά του πρόσωπα

Αριστείδης Ε. Φουτρίδης
επιμέλεια: Σωκράτης Β. Κουγέας

Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2017
345 σελ.
ISBN 978-960-250-684-4,

Το βιβλίο παρουσιάζει την πολυκύμαντη πορεία της σύντομης ζωής του Αριστείδη Φουτρίδη μέσα από τις επιστολές του προς τον Χρίστο Λαμπράκη, τον Σωκράτη Κουγέα και συγγενικά του πρόσωπα. Οι επιστολές αυτές ρίχνουν φως στο κύμα μετανάστευσης προς την Αμερική στις αρχές του 20ού αιώνα και σκιαγραφούν άγνωστες πτυχές της προσωπικότητας του νεαρού Φουτρίδη: τους στενούς δεσμούς με την οικογένεια και τους φίλους του, την αστείρευτη αγάπη του για τη μόρφωση και τη φιλολογία, το ενδιαφέρον του για την πρόοδο του μαθητή του Κωνσταντίνου Τσάτσου, το πάθος του για τη μετάφραση του λογοτεχνικού έργου του Κωστή Παλαμά. Κυρίως όμως προσφέρουν στον αναγνώστη μια γλαφυρή εικόνα του μαχητικού χαρακτήρα ενός μετανάστη από την Ικαρία, ο οποίος, παρά τις οικονομικές δυσκολίες, κατόρθωσε με ακατάπαυστη και ευσυνείδητη πνευματική εργασία να διακριθεί και να πραγματώσει τους στόχους του.
Ο τίτλος του βιβλίου είναι δάνειο από το μνημόσυνο άρθρο που έγραψε ο Κωστής Παλαμάς για τον Αριστείδη Φουτρίδη ένα χρόνο μετά τον θάνατό του.


Λαμπρινή Κουζέλη -  ΑριστείδηςΦουτρίδης, ο ελληνιστής του Χάρβαρντ

Παιδί φανατικό για γράμματα, ο Αριστείδης Φουτρίδης, γιος του καπετάνιου Ευάγγελου Φουτρίδη, γεννήθηκε το 1887 στην Ικαρία και κατέληξε καθηγητής Ελληνικών Σπουδών στο Χάρβαρντ. Ο αιώνας που μας χωρίζει από την αναχώρησή του από την Ελλάδα και τον πρόωρο θάνατό του – πέθανε από συγκοπή σε ηλικία μόλις τριάντα έξι ετών το καλοκαίρι του 1923 – έχει εξασθενίσει την ακτινοβολία του στα καθ’ ημάς, παραμένει όμως φημισμένο τέκνο του ελληνισμού της Διασποράς στους κύκλους των αποδήμων και πρωτοπόρος νεοελληνιστής στους κύκλους των αμερικανών ελληνιστών. Σπούδασε κλασική και αγγλική φιλολογία στο Χάρβαρντ – συνεχίζοντας τις σπουδές που άφησε ανολοκλήρωτες στην Αθήνα λόγω εσπευσμένης αναχώρησης για την Αίγυπτο για λόγους οικονομικούς – όπου και δίδαξε αφήνοντας σημαντικό λογοτεχνικό, μεταφραστικό και κριτικό έργο. Μελέτησε τους αρχαίους τραγικούς, εκπόνησε διατριβή (1910) για τον Διγενή Ακρίτη, μετέφρασε σύγχρονούς του λογοτέχνες, ίδρυσε τον «Ελικώνα» (1911-1918), την πρώτη ελληνική φοιτητική Ενωση στις ΗΠΑ, και δημοσίευσε στα αγγλικά δοκίμια για τους έλληνες λογοτέχνες της εποχής του.

Το περιπετειώδες μυθιστόρημα της ζωής του αφηγείται ο ίδιος σε πρώτο πρόσωπο στις εκατόν οκτώ επιστολές που κυκλοφόρησαν στον τόμο Το τιμιότερο πρόσφορο (ΜΙΕΤ, 2017) προς τους φίλους του Χρίστο Ν. Λαμπράκη και Σωκράτη Κουγέα, την αδελφή του Δέσποινα, τον αδελφό του Νείλο και άλλα συγγενικά του πρόσωπα. Την έκδοση των επιστολών, οι οποίες απόκεινται στο Ελληνικό, Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (ΕΛΙΑ), επιμελήθηκε ο φιλόλογος και ερευνητής Σωκράτης Β. Κουγέας, εγγονός του ιστορικού, πανεπιστημιακού καθηγητή και ακαδημαϊκού Σωκράτη Κουγέα (1877-1966) και μελετητής της ζωής και του έργου του ηπειρώτη παιδαγωγού Χρίστου Ν. Λαμπράκη (1882-1925). Η αναλυτική και κατατοπιστική εισαγωγή του στον τόμο καθώς και τα σοφά επιλεγμένα πραγματολογικά σχόλια που υπογράφει μαζί με την Κατερίνα Ευσταθίου πλαισιώνουν την προσωπική αποσπασματική αφήγηση του Φουτρίδη με όλα τα ιστορικά και φιλολογικά της συμφραζόμενα. Είναι τα χρόνια του Εθνικού Διχασμού, της όξυνσης του γλωσσικού ζητήματος, της συγκρότησης του Εκπαιδευτικού Ομίλου (1910), των μεγάλων βενιζελικών εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων και των συνακόλουθων αναιρέσεών τους από τις αντίπαλες κυβερνήσεις. Είναι μια εποχή κινητικότητας και αισιοδοξίας για τις ελληνικές σπουδές. Στις επιστολές παρακολουθούμε από κοντά πώς οι τρεις φίλοι, συντασσόμενοι με τη βενιζελική παράταξη, τους δημοτικιστές και τον κύκλο του Νικόλαου Πολίτη, δίνουν ο καθένας από το δικό του μετερίζι αγώνα για την πνευματική αναγέννηση της Ελλάδας. Ο Κουγέας ως καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και μέσα από άλλες δημόσιες θέσεις, ο Λαμπράκης ως συλλογέας δημοτικών τραγουδιών της πατρίδας του και θεμελιωτής των Νεοελληνικών Σπουδών στη Γενεύη με κληροδότημα που αφήνει μετά τον θάνατό του, και ο Φουτρίδης ως καταξιωμένος ελληνιστής σε ένα τα περιφημότερα πανεπιστήμια της αμερικανικής Ivy League, στη μνήμη του οποίου το Χάρβαρντ προσφέρει υποτροφία σε έλληνες φοιτητές.

Δάσκαλος του Κωνσταντίνου Τσάτσου
Φοιτητής στην Αθήνα, για να καλύψει τα έξοδα των σπουδών του, ο Φουτρίδης παραδίδει μαθήματα σε δύο παιδιά της οικογένειας Τσάτσου. Ο μικρότερος από τους μαθητές του, ο Κωστάκης, είναι ο μετέπειτα φιλόσοφος, ακαδημαϊκός και Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Παρότι ο Κωνσταντίνος Τσάτσος ήταν μόλις έξι ετών το 1905 όταν ο Φουτρίδης έφυγε από την Αθήνα συστήνοντας στην οικογένεια Τσάτσου ως διάδοχό του τον φίλο του Χρίστο Λαμπράκη, αυτό το «χρυσό παιδάκι» είχε ήδη εντυπωσιάσει τον δάσκαλό του με τις μαθησιακές του ικανότητες. Γνωρίζει τα μέρη του λόγου, κλίνει ουσιαστικά και ρήματα, κάνει αριθμητικές πράξεις και απολαμβάνει τις αφηγήσεις επεισοδίων από την ελληνική Ιστορία. «Είνε ψυχή ευφάνταστη και ποιητική. Δίδε τροφήν με εθνικά παραμυθάκια, με την αρχαίαν μυθολογίαν. Προ παντός πρόσεχε να λαμβάνη ύφος εμπνευσμένου· θα τον βλέπεις σχεδόν δακρύοντα» γράφει ο Φουτρίδης στον Λαμπράκη στις 24 Οκτωβρίου 1905 από την Αίγυπτο, καταλήγοντας: «Tον Κωστάκην πολύ τον αγαπώ και σοι τον εμπιστεύομαι με όλην την θέρμην της απείρου στοργής ην προς αυτόν τρέφω». Δέκα χρόνια αργότερα, στην Αμερική πια, βραβευμένος μελετητής, δεν παύει να ενδιαφέρεται για την καλλιέργεια του παλιού μαθητή του. Μέσω του Λαμπράκη στέλνει στον Κωστάκη μελετήματά του στα αγγλικά, την πραγματεία «The Literary Impulse of Modern Greece» και το άρθρο του για τον Ολυμπο που δημοσιεύθηκε στο έγκριτο αμερικανικό περιοδικό Scribners’ Magazine.

Απόστολος του δημοτικισμού
Στην ιστορία του γλωσσικού ζητήματος οπωσδήποτε δεν θα συναντήσουμε το όνομα του Φουτρίδη μεταξύ των μαχόμενων δημοτικιστών. Αντιθέτως. Στην Αθήνα ζει από κοντά τις ταραχές των Ευαγγελικών (1901) και των Ορεστειακών (1903) και, φοιτητής της φιλολογίας, συμμετέχει με άλλους φοιτητές του αρχαϊστή καθηγητή Γεωργίου Μιστριώτη στον προπηλακισμό του «προδότη» Παλαμά. Λίγα χρόνια αργότερα, δάσκαλος στο Σιμπίν ελ Κομ στην Αίγυπτο – όταν στα πρώτα του μαθήματα, ύστερα από μια εισαγωγή στη γραμματική της αττικής διαλέκτου και μια διάλεξη περί του κάλλους της (αρχαίας) ελληνικής, οι μαθητές του τού μαρτυρούν ότι ο προηγούμενος δάσκαλός τους τη θεωρούσε βάρβαρη γλώσσα και «καλλίτερη αυτή που μιλούμε» – ο Φουτρίδης αποφαίνεται για τον «μαλλιαρό» προκάτοχό του: «Θα είνε τρελλός». Στις ΗΠΑ, μακριά από την επιρροή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο Φουτρίδης διαβάζει τακτικά τον Νουμά, υιοθετεί στον λόγο του μια ήπια δημοτική και γίνεται σταδιακά ευαγγελιστής της δημοτικής γλώσσας και των δημοτικιστών συγγραφέων στον Νέο Κόσμο. Μάρτυρες της μεταστροφής αυτής, οι επιστολές που δημοσιεύονται στον τόμο, γραμμένες στην καθαρεύουσα, ακόμη κι εκείνες που απευθύνονται στα πιο οικεία του πρόσωπα, απεκδύονται βαθμιαία το καθαρευουσιάνικο λεξιλόγιο και τη μορφολογία και αποστέλλονται στην Ελλάδα σε μια ζεστή δημοτική. Ζητά συχνά στους φίλους του να του ταχυδρομήσουν ποιήματα του Παλαμά με τα οποία δηλώνει, τον Δεκέμβριο του 1914, πως «έχω ίσαμε τώρα γεμίση τους αμερικανούς και ελληνικούς μου φίλους της Βοστώνης». Την επόμενη χρονιά θα δώσει σχετική διάλεξη στα ελληνικά στο ελληνικό κοινό της Βοστώνης. «Εβάλαμε σωστή φωτιά», θα γράψει στον Λαμπράκη. «Το γλωσσικό ζήτημα άναψε με όλες τις φασαρίες του».

Μεταφραστής του Παλαμά
Στα τέλη του 1914 ο Φουτρίδης έχει μόλις επιστρέψει στις ΗΠΑ από πολύμηνη παραμονή στην Ελλάδα όπου συναντιέται και με τον Παλαμά. Είναι τώρα πεπεισμένος για την «επιστροφή της πνευματικής αριστοκρατίας στην ψυχή του λαού». Στο κίνημα αυτό ξεχωρίζει τον ποιητή Παλαμά και τον λαογράφο και καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Νικόλαο Πολίτη. Κοινοποιεί τις απόψεις του στους αμερικανούς αναγνώστες στο άρθρο «The Literary Impulse of Modern Greece» που δημοσιεύεται στο πρωτοχρονιάτικο τεύχος του Poet Lore (1915). Οπως μεταφέρει ο ίδιος σε επιστολή του στον Λαμπράκη τον Απρίλιο του 1915, στο άρθρο υποστηρίζει ότι Πολίτης και Παλαμάς είναι «τέλειοι εργάτες εντελώς αφοσιωμένοι στην ψυχή του λαού». Ο Πολίτης χαρακτηρίζεται «πιστός συλλέχτης και σωτήρας κάθε λαϊκής δημιουργίας» και ο πάλαι ποτέ «προδότης» Παλαμάς «η μεγαλύτερη δημιουργική λογοτεχνική μεγαλοφυΐα που η Ελλάδα έχει γεννήσει μετά την αρχαία κλασσική εποχή». Αρχίζει να μεταφράζει Παλαμά. H δουλειά θα γίνει εξαιρετικά μεθοδικά. Για να αποφασίσει με ποιο κείμενο θα ξεκινήσει, ζητά να διαβάσει όλα τα έργα του Παλαμά, ζητά την άδειά του, ζητά και το copyright από την κεντρική κυβέρνηση στις ΗΠΑ. Μέσω Λαμπράκη μηνύει στον Παλαμά: «Τα έξοδα θα είναι όλα δικά μου και αν τυχόν και έχωμε κέρδη τότε θα είναι ελεύθερος ο ποιητής να τα διαθέσει όπως θέλει ο ίδιος». Τα επόμενα χρόνια θα μεταφράσει – και θα εκδοθούν – την Ασάλευτη ζωή (1919, 1921), τον «Θάνατο παλληκαριού» (1920) και την Τρισεύγενη (1923). Κατά διαστήματα γράφει στον Παλαμά, του ζητά βιογραφικά στοιχεία και βιβλία. Ο ποιητής αμελεί να απαντήσει. Εναν χρόνο μετά τον θάνατο του Φουτρίδη, θα του κάνει φιλολογικό μνημόσυνο στον Ελεύθερο Λόγο, κλείνοντας με την υπόσχεση να δημοσιεύσει κάποτε την τελευταία επιστολή που του έστειλε ο Φουτρίδης λίγο πριν πεθάνει, τον Μάρτιο του 1923, το «τιμιότερο πρόσφορο» στη μνήμη του.

Μια ανθολογία νεοελληνικού διηγήματος
Καθώς τα ενδιαφέροντα του Φουτρίδη στο Χάρβαρντ μετακινούνται σταδιακά από την αρχαία στη σύγχρονη γραμματεία, αναλαμβάνει την πρωτοβουλία της διάδοσης του νεοελληνικού πολιτισμού στην Αμερική και συνεργάζεται με την ελληνοαμερικανίδα λογοτέχνισσα Δήμητρα Βάκα στην έκδοση μιας ανθολογίας νεοελληνικού διηγήματος. Ο τόμος Modern Greek Stories (Duffield and Company, 1920) – ψηφιοποιημένος τώρα στο σύνολό του από τη Βιβλιοθήκη του Χάρβαρντ και προσβάσιμος μέσω Διαδικτύου – περιλαμβάνει διηγήματα των Καρκαβίτσα, Βιζυηνού, Δροσίνη, Ξενόπουλου, Πολυλά, Εφταλιώτη, Παλαμά, Καστανάκη, Παπαδιαμάντη μεταφρασμένα από τον Φουτρίδη και τη Βάκα, η οποία υπογράφει το προλογικό σημείωμα. Η ιδέα είχε προταθεί στη Βάκα από τον νεοϋορκέζικο εκδοτικό οίκο, που ζητούσε δέκα διηγήματα «διαφόρων συγγραφέων εκφραστικών της ελληνικής ζωής». Μεθοδικός πάντα, άξιος μίμησης για ανάλογες εκδοτικές προσπάθειες και επί των ημερών μας, το 1919 ο Φουτρίδης γράφει στον Κουγέα: «Τρέξε σε παρακαλώ στον Δελμούζο, Χατζόπουλο, Δέλτα, Παλαμά κτλ. και μαζί κάμετε πρόχειρη λίστα δέκα καλλιτέρων νεωτέρων διηγηματογράφων… αν μου στείλεις και τίποτε δημοσιευμένες κριτικές διηγηματογραφίας νεοελληνικές θα σου φέρω ό,τι δώρο μου ζητήσεις από την Αμερική». Στην αλληλογραφία του σώζονται οι λίστες που του είχε αποστείλει ο Κουγέας, στις οποίες, μεταξύ άλλων, προτείνονται επίσης κείμενα του Χατζόπουλου, του Πασαγιάννη, του Θεοτόκη και του Κονδυλάκη.

Κριτικός της σύγχρονής του παραγωγής
Παρότι ζητά τη βοήθεια φίλων του στην Ελλάδα, ο Φουτρίδης παρακολουθεί από πρώτο χέρι την ελληνική λογοτεχνική κίνηση από την αλεξανδρινή Νέα Ζωή, τον Νουμά, τη Λαογραφία και άλλα έντυπα που ζητά να του στέλνουν από την Αθήνα, και εκφράζει με παρρησία τις απόψεις του. Τον Ιούνιο του 1910, με αφορμή τεύχος της Ηγησώς που του στέλνει ο Λαμπράκης, σχολιάζει: «Πες εις αυτούς τους ποιητάδες να παύσουν να γρινιάζουν και να γράφουν κάτι με σημασία και καθ’ αυτό ελληνικό. […] Η ζωή είναι ωραία, έρως, φύσις, γη, ουρανός, όλα εις την Ελλάδα είναι γλυκά. Μου φαίνεται σαν παρακμή να έχωμε να γρινιάζωμεν διά πόνους ανυπάρκτους και φαντασιοπληξίας εν ω έχομεν τόσο ωραίας παραδόσεις τόσω εμπνευστικά θέματα εις την γλώσσα μας. Επειτα η τεχνική των μου φαίνεται κάπως ακαταλόγιστος…». Με κριτική οξύνοια συλλαμβάνει την ατμόσφαιρα απαισιοδοξίας και θλίψης που επικρατεί στην ποίηση των νεαρών νεορομαντικών ποιητών της βραχύβιας Ηγησώς (1907-1908), με την οποία συνεργάζονται τακτικά ο Βάρναλης, ο Λαπαθιώτης και ο Φιλύρας – η οποία θα εκφραστεί εντονότερα την επόμενη δεκαετία από τους ίδιους και άλλους ποιητές της λεγόμενης «ποίησης της παρακμής».

«Η παιδεία πηγή της κακοδαιμονίας μας»
Η προοδευτική γλωσσική και ιδεολογική μεταστροφή του Φουτρίδη οφείλεται εν πολλοίς, όπως μαρτυρεί επιστολή του Δεκεμβρίου του 1908 από τη Μασαχουσέτη, στην επίδραση που ασκεί επάνω του η αμερικανική εκπαίδευση. Τα παιδευτικά οφέλη του Χάρβαρντ προκαλούν δύσθυμες σκέψεις για την ελληνική κοινωνία – με ισχύ. «Οσω περισσότερον απολαύω των αγαθών του ενταύθα κόσμου, τόσω βαθύτερον οίκτον αισθάνομαι διά την φοβεράν κατάραν του έθνους μας να έχει τόσο ελεεινήν παιδείαν. Εν τη παιδεία μας κείται νομίζω η πηγή της κακοδαιμονίας μας». Και συνεχίζει στην επιστολή του προς τον φίλτατο Χρίστο: «Οι χρυσοί μας αιώνες παρήλθον! Χρειαζόμαστε Νέαν Ζωήν, χρειαζόμεθα φως νέων πηγών. Η Ελλάς μας είναι νεκρόν άγαλμα. Χρειάζεται ο εραστής Πυγμαλίων ίνα τη δώση ζωήν διά του πυρός θείου έρωτος». Και προτρέπει τους φίλους του στην Ελλάδα να ακολουθήσουν το παράδειγμα άλλων εθνών: «…εάν θέλετε να κάμητε τίποτε εις εκείνον τον τόπον, να φροντίσητε με κάθε τρόπον να ζήσητε επί δύο τρία έτη εις κόσμους, όπου ζη ακόμη ελευθερία αληθής».







ΙΣΜΗΝΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ "Βουνό ή Θάλασσα;"


«Βουνό ή θάλασσα;» 
Ένα ερώτημα που δεν χρειάζεται να γίνει αν ο προορισμός διακοπών σας είναι η Καλαμάτα. Ξαπλωμένη σε μια υπέροχη ακρογιαλιά δέκα χιλιομέτρων από βότσαλα και γκρίζα άμμο, στην αγκαλιά ενός από τα πιο επιβλητικά βουνά της Ελλάδας, τον Ταϋγετο, η Καλαμάτα είναι μοναδικός συνδυασμός των δύο καθιστώντας την ιδανική για όλα τα γούστα. 
Οι εραστές της θάλασσας και των σπορ της, απλών μα και εξτρήμ, μπορούν να έχουν ό,τι επιθυμούν εδώ, από κολύμπι και ψάρεμα μέχρι ιστιοπλοΐα, σέρφιν, σκι, πόλο ως και παραγλάιντιν και από ηλιοθεραπεία και ξεκούραση μέχρι ρακέτες και τένις προσφέρονται απλόχερα στην Καλαμάτα. 
Για τους λάτρεις του βουνού, των περιπάτων στο δάσος, της αναρρίχησης σε ομαλές ή απότομες πλαγιές και εξερεύνησης της χλωρίδας και της πανίδας του βουνού, η ψηλότερη κορυφή του Ταϋγέτου (2400μ.) είναι μόλις σε 30 λεπτά απόσταση με το αυτοκίνητο από την πόλη. 
Αν πάλι ανήκετε σε κείνους που διψούν για πνευματική τροφή και απόλαυση, η Καλαμάτα σας περιμένει να σας παρέχει ό,τι επιθυμείτε: Θέατρα, κινηματογράφους, κονσέρτα, τοπικά και διεθνή φεστιβάλ χορού και χορωδιών, τέσσερα μουσεία (αρχαιολογικό, λαογραφικό, στρατιωτικό και παραδοσιακών φορεσιών), δύο σημαντικές βιβλιοθήκες (Δημόσια και Λαϊκή), και δύο γκαλερί τέχνης (Πινακοθήκη Καλαμάτας και Μουσείο Κατσουλίδη στη γειτονική Μεσσήνη) προσφέρονται αφειδώς σ’ αυτήν την πόλη που κρατά τα σκήπτρα του πολιτισμού χειμώνα-καλοκαίρι. 
Παράλληλα, η σύγχρονη πόλη της Καλαμάτας, που έχει χτιστεί πάνω από τις αρχαίες Φαρές, βρίσκεται σε απόσταση μισής ώρας από μια από τις σημαντικότερες ανασκαφές στην Ελλάδα, την αρχαία Μεσσήνη, όπου βλέπεις να αναδιπλώνεται η ιστορία της αρχαίας Μεσσηνίας και όπου τα καλοκαίρια, στο υπαίθριο θέατρό της φιλοξενούνται ελληνικές και ξένες παραστάσεις αρχαίου δράματος, ενώ στο χώρο του τεράστιου Σταδίου τής αρχαίας πόλης δίνονται μεγάλες συναυλίες από γνωστούς καλλιτέχνες. 
Τέλος, μετά από όλα αυτά τα σπορ και την πνευματική απόλαυση σίγουρα θα πεινάτε. Γι αυτό υπάρχει μεγάλη ποικιλία εστιατορίων όπου μπορείτε να απολαύσετε ένα χορταστικό γεύμα. Από ψαροταβέρνες με φρέσκο ψάρι κατά μήκος της ακρογιαλιάς μέχρι γκουρμέ εστιατόρια, με προσιτές τιμές, σ’ όλη την πόλη, σας εγγυώμαι όχι μόνο δεν θα πεινάσετε στην Καλαμάτα αλλά θα φύγετε χορτάτοι και με την επιθυμία να ξανάρθετε. 
Για αυτούς και διάφορους άλλους λόγους όπως έντονη νυχτερινή ζωή, αν το επιθυμείτε, καφετέριες και μπαράκια, ουζάδικα και τσαγερί, σουβλατζίδικα και γευστικότατα τέικ αγουέη, φιλικούς και φιλόξενους ανθρώπους, μοντέρνα καταστήματα ή ήρεμη παραμονή, αν αυτό επιθυμείτε, η Καλαμάτα αποτελεί έναν τέλειο προορισμό διακοπών καθώς καλύπτει όλα τα γούστα των επισκεπτών

Ισμήνη Κωνσταντοπούλου


Η φωτογραφία είναι από https://kalamatanews.blogspot.com/










Σάββατο 30 Μαΐου 2020

ΝΑΝΣΥ ΔΑΝΕΛΗ "Η τελευταία ανάσα."




Έρχεται λίβας απ΄τη Μινεσότα
λίβας απλώνεται στη Νέα Υόρκη
καίει τα δωμάτια του Λευκού Οίκου
καίει της Αμερικής τους δρόμους
όλης της γης τους δρόμους καίει.

Είναι η καυτή ανάσα του Τζορτζ Φλόιντ
κάτω απ΄το γόνατο του μπάτσου,
I can’t breath,
κάτω απ΄το γόνατο του χάρου
η ύστατη αδύναμη ικεσία
που μας συντρίβει

η τελευταία καυτή ανάσα του Τζορτζ Φλόιντ
έρχεται λίβας
και μας κατακαίει

‘’Πεθαίνουμε, αδερφέ, με το γόνατο κάποιου στον λαιμό μας,
δίχως σε τίποτα να φταίμε
τελειώσαμε, αδερφέ.
θέλω να πω, είμαστε ήδη νεκροί,
ας πεθάνουμε στους δρόμους’’

ενώνοντας με την καυτή ανάσα του Τζόρτζ Φλόιντ
τις ανάσες μας
ανάβοντας με τις καυτές ανάσες μας
μια τεράστια φωτιά
ας πεθάνουμε κατακαίγοντας όλη τη σκατοψυχία
πατώντας με το γόνατο
το λαιμό του κτήνους
που κρύβεται κάτω από κολλαριστά πουκάμισα
ας πεθάνουμε
κάνοντας στάχτη
μια ζωή που δε μετράει.

έτσι κι αλλιώς είμαστε κιόλας πεθαμένοι.

Νάνσυ Δανέλη











Παρασκευή 29 Μαΐου 2020

ΗΛΙΑΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ «ΕΑΛΩ Η ΠΟΛΙΣ – ΠΑΡΘΕΝ Η ΡΩΜΑΝΙΑ»


«Αλί εμάς και βάι εμάς, πάρθεν η Ρωμανία!»

            Στην ελληνική ιστορία κανένα άλλο γεγονός δεν προκάλεσε τόση θλίψη και απογοήτευση όσο η άλωση της Πόλης (29 Μαΐου 1453). Η αποφράς αυτή ημέρα συνοδεύτηκε από ένα πλήθος θρύλων, θρήνων και παραδόσεων που αντανακλούν το μέγεθος της απώλειας. Όλα αυτά αποκρυσταλλώνουν με ενάργεια την ψυχική συντριβή που βίωσαν όχι μόνο οι Έλληνες εκείνης της εποχής αλλά και οι μεταγενέστεροι.

            «Θρήνος, κλαυθμός και οδυρμός και στεναγμός/ και λύπη, / θλίψις απαραμύθητος έπεσεν τοις Ρωμαίοις».

            Οι θρήνοι αυτοί πέρα από τον ιστορικό τους χαρακτήρα (μαρτυρίες) μας βοηθούν να προβληματιστούμε για το εύρος των εθνικών συνεπειών της Άλωσης αλλά περισσότερο για τη συναισθηματική σχέση των Ελλήνων προς το γεγονός αυτό.

            Το Βυζάντιο (Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία) πληθυσμιακά υπήρξε μια πολυεθνική αυτοκρατορία και απλωνόταν σε δυο ηπείρους (Ευρώπη – Ασία) και για κάποιο χρονικό διάστημα σε τρεις (Αφρική). Σήμερα πολλοί λαοί – ιδιαίτερα Βαλκάνιοι – επιθυμούν και διακηρύσσουν ότι είναι οι συνεχιστές του Βυζαντίου (πολιτικά ή πολιτισμικά).

             Ωστόσο, κανένας λαός παρά «μόνο οι Νεοέλληνες έχουν με την Πόλη (Κων/λη) και την Αγία Σοφιά σχέση φορτισμένη με συγκίνηση και νοσταλγία» (Αρβελέρ «Πόσο Ελληνικό είναι το Βυζάντιο;»)*. Κι αυτό διαφαίνεται καθαρά όχι μόνο από τους θρήνους (προφορικούς και γραπτούς) που ακολούθησαν αλλά κι από τους θρύλους που γεννήθηκαν για το γεγονός της άλωσης αλλά και για την ελπίδα επανάκτησή της. Ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς, τα τηγανισμένα ψάρια, ο παπάς της Αγίας – Σοφιάς (ημιτελής λειτουργία) και πολλά άλλα καταδεικνύουν το βαθύ πόνο  των Ελλήνων αλλά και τη βαθιά επιθυμία για την απελευθέρωση της πόλης, που εκφράστηκε εναργέστατα με το:

            «Σώπασε, κυρά Δέσποινα, μην κλαις και μη δακρύζης, πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θα ‘ναι».

            Κάποιοι υποστηρίζουν πως το Βυζάντιο δεν ήταν Ελληνικό παρά μια εκδοχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αφού και ο τελευταίος αυτοκράτορας υπέγραφε ως αυτοκράτωρ Ρωμαίων. Εξάλλου κατά την περίοδο της Βυζαντινής αυτοκρατορίας οι Βυζαντικοί αρέσκονταν να ονομάζονται Ρωμαίοι, χρησιμοποιώντας τη λέξη «Έλλην» για τους ειδωλολάτρες – Εθνικούς.

            Ωστόσο οι Βυζαντινοί, αν και απέφυγαν τη λέξη «Έλλην» θεωρούσαν εαυτούς – ένιωθαν κληρονόμοι του κλασικού ελληνικού παρελθόντος αφού η πνευματική ζωή ήταν εμπλουτισμένη από το αρχαιοελληνικό πνεύμα, όσο κι αν αυτό πολεμήθηκε από την εκκλησία. Εξάλλου η ελληνική γλώσσα από ένα χρονικό σημείο και μετά (6ος – 7ος αιώνας) αρχίζει να κυριαρχεί στη διοίκηση και στους νόμους «νεαρές». Πολλοί υποστήριξαν πως το «λογισμικό» των Βυζαντινών ήταν καθαρά Ελληνικό, όσο κι αν κάποιοι το αρνούνταν ή το απέκρυπταν.


            Σχετικά ο Γεννάδιος Σχολάριος (πρώτος Πατριάρχης) μετά την άλωση της πόλης) δήλωνε εμφαντικά: «Έλλην ων τη φωνή, ουκ αν ποτε φαίην Έλλην είναι, δια το μη φρονείν ως εφρόνουν ποτέ οι Έλληνες αλλ’ από της ιδίας μάλιστα θέλω ονομάζεσθαι δόξης. Και ει τις έροιτό με τις ειμί, αποκρινούμαι χριστιανός είναι». Όσο κι αν αυτή η ομολογία ξαφνιάζει, υποδηλώνει το κλίμα που επικρατούσε παραμονές της άλωσης.


            Ωστόσο υπήρχαν κι άλλες φωνές που αποκάλυπταν την άλλη πλευρά της εθνικής ταυτότητας των Βυζαντινών και το στοιχείο εκείνο που τροφοδοτούσε τον εθνικό τους αυτοπροσδιορισμό. Κορυφαία φωνή μεταξύ αυτών υπήρξε κι αυτή του Γεωργίου Γεμιστού (γνωστός και ως Πλήθων).

            «Εσμέν γαρ Έλληνες το γένος ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί».

            Ο παραπάνω διχασμός, παραμονές της άλωσης, δεν ήταν και ο μοναδικός. Η διαμάχη δυτικόφιλων (ενωτικοί) με αυτούς που απέκρουαν κάθε συζήτηση με τον Παπισμό (ανθενωτικοί) επηρέασε καταλυτικά το φρόνημα των υπερασπιστών της Πόλης, αφού ακούγονταν και οι ακραίες ομολογίες του τύπου: «κρειττότερον εστίν ειδέναι εν μέση τη πόλει φακιόλιον βασιλεύον ή καλύπτραν λατινικήν».

            Έτσι οι Έλληνες του Βυζαντίου συνειδητοποιούσαν και έχτιζαν την ταυτότητά τους μέσα από τη σύγκρουση με τους Δυτικούς (Παπισμό), αφού η μνήμη των καταστροφών και λεηλασιών που υπέστη η πόλη το 1204 ήταν ακόμη νωπή. Γι΄ αυτό το «τουρκικόν φακιόλιον» για πολλούς λειτουργούσε ως το «μη χείρον βέλτιστον» μπροστά στη «λατινική καλύπτρα».

            Μπορεί η ηρωική στάση και πάλη του Παλαιολόγου να μην απέτρεψε το μοιραίο, αλλά στάθηκε η απαρχή της συνειδητοποίησης της εθνικής ιδιαιτερότητας των Ελλήνων τόσο απέναντι στους Δυτικούς όσο και προς τους Τούρκους κατακτητές. Η άρνηση συνθηκολόγησης του Κων/νου Παλαιολόγου κατέστη ιερή παρακαταθήκη για τους υποδουλωμένους Έλληνες. Μόνο το «μολών λαβέ» μπορεί να συγκριθεί με την απάντηση του Παλαιολόγου.


             «Το δε την πόλιν σοι δούναι ουκ εμόν εστίν ουτ’ άλλου των κατοικούντων ενταύθα, κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν μη φειδόμενοι της ζωής ημών».

            Έτσι μια ήττα (πτώση της πόλης) δεν γέννησε μόνο θρύλους και δεν προκάλεσε μόνο αβάσταχτη λύπη, αλλά αποτέλεσε την απαρχή της γέννησης – δόμησης της νεοελληνικής ταυτότητας. Συνιστά, βέβαια, παραδοξότητα μια τέτοια διαδικασία να τροφοδοτείται από τον πόνο, τη θλίψη και τον οδυρμό.

            Αποτελεί, όμως, κοινή παραδοχή πως η εθνική μας ταυτότητα, ως ένα «συνεχές κατασκεύασμα» εμπεριέχει και τέτοια στοιχεία (ψυχικά πάθη, εσωτερικές πληγές, ατομικά οράματα….)

            Στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον που γεννά τόσο τον εθνομηδενισμό – κοσμοπολιτισμό όσο κι έναν άγονο – στείρο φονταμενταλισμό οφείλουμε να αντιτάξουμε την εθνική μας «ετερότητα» ενάντια στην ισοπεδωτική «ομοιομορφία».

             Στην εποχή της νεωτερικότητας μπορεί να συνιστούν παραλογισμό, εθνική τύφλωση και εθνικό ναρκισσισμό οι ελπίδες να ξαναγυρίσουμε σε αυτά που χάσαμε. Αλλά ας ονειρευτούμε για λίγο και το ανέφικτο, γιατί:

            «Η Ρωμανία κι αν πέρασε ανθεί και φέρει κι άλλο».


Το 493 π.χ. λίγο μετά την καταστροφή της Μιλήτου από τους Πέρσες, ο Φρύνιχος ανέβασε το έργο του «Μιλήτου Άλωσις» με το οποίο αναπαριστούσε τις συμφορές που έπληξαν τους Μιλησίους. Οι Αθηναίοι ξέσπασαν σε κλάματα και τιμώρησαν τον Φρύνιχο με πρόστιμο 1.000 δραχμών, επειδή τους θύμισε «Οικεία κακά» και «μηκέτι μηδένα χρήσθαι τούτω τω δράματι» (Ηρόδοτος, VI, 21)

ΣΧΕΤΙΚΟ ΒΙΝΤΕΟ


ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ https://iliasgiannakopoulos.blogspot.com/














Πέμπτη 28 Μαΐου 2020

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΛΟΓΡΑΤΟΣ "ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ"


Περπάτησες ωραία,
με τους κανόνες σου
καθαρός και ξάστερος.
Περπάτησες τόσο,
που χάθηκες
από ανθρώπου μάτι.
Ώσπου έγινες,
ένα με τον ουρανό
ένα με τον ουρανό σου.-

Γιώργος Καλογράτος









Ρομπέρτο Ροσελίνι (8 Μαΐου 1906 - 3 Ιουνίου 1977)



Ο Ρομπέρτο Ροσελίνι (Roberto Gastone Zeffiro Rossellini 8 Μαΐου 1906 - 3 Ιουνίου 1977) ήταν Ιταλός σκηνοθέτης και σεναριογράφος. Ο Ροσελίνι ήταν ένας από τους σκηνοθέτες του ιταλικού νεορεαλιστικού κινηματογράφου. Η ταινία του Roma Città aperta (Ρώμη, ανοχύρωτη πόλη, 1945) είναι μία από τις γνωστότερες και σημαντικότερες ταινίες που προσέφερε στο κίνημα.

Ο Ροσελίνι γεννήθηκε στη Ρώμη. Η μητέρα του, Ελέττρα (Elettra) ήταν νοικοκυρά και ο πατέρας του, Αντζιόλο Τζουζέπε «Πεπίνο» Ροσελίνι (Angiolo Giuseppe "Peppino" Roselini), είχε μια κατασκευαστική εταιρεία. Η μητέρα του ήταν γαλλικής καταγωγής. Ανήκε στους μετανάστες που έφτασαν στην Ιταλία κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων πολέμων. Ο Ροσελίνι έζησε στη Βία Λουντοβίζι (Via Ludovisi), όπου ο Μπενίτο Μουσολίνι (Benito Mussolini) είχε το πρώτο του Ρωμαϊκό ξενοδοχείο το 1922, όταν ο φασισμός κατέλαβε την εξουσία στην Ιταλία.

Ο πατέρας του Ροσελίνι κατασκεύασε τον πρώτο κινηματογράφο στη Ρώμη, χορηγώντας στον γιο του εντελώς δωρεάν, μία κάρτα απεριόριστης διαρκείας. Ο Ροσελίνι άρχισε να συχνάζει στον κινηματογράφο σε νεαρή ηλικία. Όταν πέθανε ο πατέρας του, εργάστηκε ως ηχολήπτης για ταινίες και για κάποιο χρονικό διάστημα, εργάστηκε όλες τις θέσεις που σχετίζονται με την δημιουργία μιας ταινίας, κερδίζοντας εμπειρία σε κάθε τομέα.

Στις 26 Σεπτεμβρίου του 1936 (30 ετών), παντρεύτηκε την Μαρτσέλα Ντε Μάρκις (Marcella De Marchis) (17 Ιανουαρίου 1916, Ρώμη - 25 Φεβρουαρίου 2009, Σαρτεάνο), σχεδιάστρια κοστουμιών. Ο γάμος έγινε μετά από απόρριψη της Άσσια Νόρις (Assia Noris), μίας Ρωσίδας ηθοποιού η οποία εργαζόταν σε ιταλικές ταινίες. Η Ντε Μαρκίς και ο Ροσελίνι και είχαν δύο γιους. Τον Μάρκο Ρομάνο (Marco Romano) (γεννήθηκε στις 3 Ιουλίου 1937 και πέθανε από σκωληκοειδίτιδα το 1946), και τον Ρένζο (Renzo) (γεν. 24, Αυγούστου, 1941). Ο Ροσελίνι και η Ντε Μαρκίς χωρίστηκαν το 1950 (και τελικά πήραν διαζύγιο). Ο Ροσελίνι ήταν άθεος. 

Καριέρα

Το 1937, ο Ροσελίνι έκανε το πρώτο του ντοκιμαντέρ, Prélude à l'après-midi d'un faune. Μετά από αυτό το δοκίμιο, κλήθηκε να βοηθήσει τον Γκοφρέντο Αλεσαντρίνι (Goffredo Alessandrini) στη λήψη του Luciano Serra pilot, μια από τις πιο επιτυχημένες Ιταλικές ταινίες του πρώτου μισού του 20ου αιώνα. Το 1940 κλήθηκε για να βοηθήσει τον Francesco De Robertis στο Uomini sul Fondo.

Ορισμένοι συγγραφείς περιγράφουν το πρώτο μέρος της καριέρας του ως μια ακολουθία τριλογιών. Η La nave Bianca (1942), η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, χρηματοδοτήθηκε από το οπτικοακουστικό κέντρο προπαγάνδας του Τμήματος Ναυτικού και είναι η πρώτη ταινία της «Φασιστικής Τριλογίας» του Ροσελίνι(με την έννοια ότι γυρίστηκαν την εποχή του φασιστικού καθεστώτος,όχι διότι ο ίδιος πίστευε ιδεολογικά παρόμοιες απόψεις) , μαζί με την Un pilota ritorna (1942) και την Uomo dalla Croce (1943). Στην περίοδο αυτή ανήκει η φιλία και συνεργασία του με τους Φεντερίκο Φελίνι (Federico Fellini) και Άλντο Φαμπρίτσι (Aldo Fabrizi). Το φασιστικό καθεστώς κατέρρευσε το 1943 και μόλις δύο μήνες μετά την απελευθέρωση της Ρώμης (4 Ιουνίου, 1944), ο Ροσελίνι ετοίμαζε ήδη την αντιφασιστική ταινία Roma Città aperta (Ρώμη, ανοχύρωτη πόλη, 1945). Ο Φελίνι βοήθησε στο σενάριο και ο Φαμπρίτσι έπαιξε το ρόλο του ιερέα, ενώ παραγωγός ήταν ο ίδιος ο Ροσελίνι. Η δραματική ταινία έγινε απευθείας επιτυχία. Ο Ροσελίνι είχε αρχίσει τώρα τη λεγόμενη «Νεορεαλιστική τριλογία» του, ο δεύτερος τίτλος της οποίας ήταν Paisà (1946), που παράχθηκε με μη επαγγελματίες ηθοποιούς, και η τρίτη, Γερμανία, έτος μηδέν (1948), χρηματοδοτούμενη από έναν Γάλλο παραγωγό, γυρίστηκε στο γαλλικό τομέα του Βερολίνο. Στο Βερολίνο, επίσης, ο Ροσελίνι προτίμησε να μη χρησιμοποιήσει ηθοποιούς, αλλά δεν μπόρεσε να βρει ένα πρόσωπο που να έβρισκε "ενδιαφέρον". Τοποθέτησε την κάμερά του στο κέντρο της πλατείας της πόλης, όπως έκανε για την Paisà, αλλά εξεπλάγην όταν κανείς δεν ήρθε να παρακολουθήσει.

Όπως δήλωσε σε συνέντευξή του, «προκειμένου να δημιουργηθεί ο χαρακτήρας που έχει κανείς στο μυαλό του, είναι απαραίτητο για τον σκηνοθέτη να εμπλακεί σε διαμάχη με τον ηθοποιό του, η οποία διαμάχη συνήθως καταλήγει με την υποβολή στην επιθυμία του ηθοποιού. Δεδομένου ότι δεν επιθυμώ να χάσω την ενέργειά μου σε μια διαμάχη, όπως αυτή, χρησιμοποιώ μόνο περιστασιακά επαγγελματίες ηθοποιούς ». Ένας από τους λόγους της επιτυχίας του είναι το γεγονός ότι ο Ροσελίνι ξανάγραψε τα σενάρια των ταινιών του σύμφωνα με τα συναισθήματα και τις ιστορίες των μη επαγγελματιών ηθοποιών ». Η τοπική προφορά, διάλεκτος και τα κοστούμια παρουσιάστηκαν στην ταινία όπως είναι στην πραγματική ζωή.

Μετά την «Νεορεαλιστική Τριλογία» του, ο Ροσελίνι έγινε παραγωγός δύο ταινιών οι οποίες τώρα κατατάσσονται ως «Μεταβατικές ταινίες»: L'Amore (1948), με την Άννα Μανιάνι (Anna Magnani) και La macchina ammazzacattivi (1952), πάνω στην ικανότητα του κινηματογράφου να απεικονίζει την πραγματικότητα και την αλήθεια (ανακαλώντας την Commedia dell'Arte). Το 1948, ο Ροσελίνι έλαβε μια επιστολή από μια διάσημη ξένη ηθοποιό για προτεινόμενη συνεργασία:

Αγαπητέ κ. Ροσελίνι,
Είδα τις ταινίες σας Roma Città aperta και Paisà, και τις απόλαυσα πάρα πολύ. Εάν χρειάζεστε μια Σουηδέζα ηθοποιό που μιλάει πολύ καλά αγγλικά, δεν έχει ξεχάσει την γερμανική γλώσσα, δεν είναι πολύ κατανοητή στα γαλλικά και που από ιταλικά ξέρει μόνο το «ti amo», είμαι έτοιμη να έρθω και να κάνω μια ταινία μαζί σας.
Ίνγκριντ Μπέργκμαν (Ingrid Bergman)

Με την επιστολή αυτή άρχισε μια από τις πιο γνωστές ιστορίες αγάπης στην ιστορία του κινηματογράφου, με την Μπέργκμαν και τον Ροσελίνι, και οι δύο στο απόγειο της καριέρας τους. Η πρώτη συνεργασία τους ήταν η ταινία Stromboli terra di Dio (1950) (στο νησί Στρόμπολι, του οποίου το ηφαίστειο εξερράγη πολύ βολικά κατά τη διάρκεια της μαγνητοσκόπησης). Αυτή η σχέση προκάλεσε μεγάλο σκάνδαλο σε ορισμένες χώρες (η Μπέργκμαν και ο Ροσελίνι ήταν και οι δύο παντρεμένοι με άλλους ανθρώπους). Το σκάνδαλο εντάθηκε όταν η Μπέργκμαν έμεινε έγκυος με το παιδί του. Ο Ροσελίνι και η Μπέργκμαν απέκτησαν άλλα δύο παιδιά, την Ιζαμπέλα Ροσελίνι (Isabella Rossellini) (ηθοποιός και μοντέλο) και τη δίδυμή της, Ίνγκριντ Ιζότα (Ingrid Isotta). Europa '51 (1952), Siamo Donne (1953), Ταξίδι στην Ιταλία (Viaggio in Italia, 1954), La paura (1954) και Giovanna d'Arco al rogo (1954) ήταν οι άλλες ταινίες στις οποίες συνεργάστηκαν.

Το 1957, ο Τζαβαχάρλαλ Νέρου (Jawaharlal Nehru), ο Ινδός πρωθυπουργός εκείνης της εποχής, τον προσκάλεσε στην Ινδία για να κάνει το ντοκιμαντέρ «Ινδία» και να προσδώσει κάποια πνοή στο παραδαρμένο Ινδικό Τμήμα Ταινιών. Αν και παντρεμένος με την Μπέργκμαν, είχε σχέση με την Σονάλι Ντας Γκούπτα (Sonali Das Gupta), μία σεναριογράφος, η οποία είχε συμβάλει στην ανάπτυξη των χρονογραφημάτων για την ταινία. Δεδομένου του κλίματος της δεκαετίας του 1950, το γεγονός αυτό οδήγησε σε τεράστιο σκάνδαλο τόσο στην Ινδία όσο και το Χόλυγουντ. Ο Νέρου αναγκάστηκε να ζητήσει στον Ροσελίνι να φύγει. Μετά από αυτό, η Μπέργκμαν και Ροσελίνι χώρισαν.

Ο Ροσελίνι παντρεύτηκε τη Σονάλι το 1957 και υιοθέτησε τον γιο της, ο οποίος μετονομάστηκε σε Τζιλ Ροσελίνι (Gil Rossellini) (23 Οκτωβρίου 1956 με 3 Οκτωβρίου 2008). Ο Ροσελίνι και η Σονάλι απέκτησαν μια κόρη μαζί, τη Ραφαέλα Ροσελίνι (Raffaella Roselini), (γεν. 1958).

Το 1961 ο Ρομπέρτο Ροσελίνι επισκέφθηκε την Αθήνα για να προλογίσει την ταινία του Ινδία στο πλαίσιο του Διεθνούς Φεστιβάλ Εθνογραφικού και Κοινωνιολογικού Κινηματογράφου.

Το 1971, το Πανεπιστήμιο Ράις στο Χιούστον, Τέξας, κάλεσε τον Ροσελίνι να συμβάλει στη δημιουργία ενός Κέντρου πολυμέσων. Το 1973, είχε προσκληθεί να διδάξει στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ στο Νιου Χέιβεν, Κονέκτικατ, όπου δίδαξε για ένα εξάμηνο το μάθημα με τίτλο «Η θεμελιώδης εικόνα». Ο Ρομπέρτο Ροσελίνι πέθανε από καρδιακή προσβολή σε ηλικία 71 ετών (1977).

Κληρονομιά του έργου του

Οι ταινίες του Ροσελίνι μετά τις νεορεαλιστικές ταινίες του - ιδιαίτερα αυτές με την Ίνγκριντ Μπέργκμαν - ήταν εμπορικά ανεπιτυχής, αν και το «Ταξίδι στην Ιταλία» και θεωρείται πετυχημένο από ορισμένες πλευρές. Ήταν ένας αναγνωρισμένος πλοίαρχος για τους κριτικούς των Cahiers du Cinema γενικότερα και του Αντρέ Μπαζέν, του Φρανσουά Τριφό και του Ζαν-Λικ Γκοντάρ, ειδικότερα. Ο Τριφό σημείωσε το 1963 στο δοκίμιό του, «Ο Ρομπέρτο Ροσελίνι προτιμά την πραγματική ζωή», ότι η επιρροή του Ροσελίνι στη Γαλλία ιδίως μεταξύ των σκηνοθετών που θα γίνουν μέρος της Νουβέλ Βάγκ (Nouvelle Vague) ήταν τόσο μεγάλη που ήταν από κάθε άποψη, «ο πατέρας του γαλλικού Νέου Κύματος».

Ο Μάρτιν Σκορσέζε αναγνώρισε στο Ροσελίνι, δημιουργική επιρροή στο ντοκιμαντέρ του, Το Ταξίδι μου στην Ιταλία (ο τίτλος ο ίδιος θυμίζει αυτόν του Ροσελίνι). Ο Σκορσέζε σημειώνει στο ντοκιμαντέρ του ότι σε αντίθεση με σκηνοθέτες που συχνά γίνονται πιο συγκρατημένοι και πιο συντηρητικοί στιλιστικά κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας τους, ο Ροσελίνι γίνονταν όλο και πιο αντισυμβατικός και ήταν συνεχώς πειραματίζονται με νέες μορφές και τεχνικές προκλήσεις. Ο Σκορσέζε τονίζει ιδιαίτερα τη σειρά βιογραφιών που έκανε ο Ροσελίνι την δεκαετία του 1960 από ιστορικές φιγούρες και παρόλο που ο ίδιος δεν το συζητά λεπτομερώς, ξεχωρίζει το La Prise de pouvoir par Louis XIV με έπαινο. Ορισμένα σχετικά με τις ταινίες του Ροσελίνι υλικά και προσωπικά έγγραφα βρίσκονται σήμερα στο Πανεπιστήμιο Γουέσλιαν (Wesleyan University) κινηματογραφικών αρχείων στην οποία επιστήμονες και ειδικοί στα μέσα ενημέρωσης από όλο τον κόσμο μπορούν να έχουν πλήρη πρόσβαση.[18] Ο γιος του Ροσελίνι, ο Ρένζο, παράγει την Οπτικοακουστική Εγκυκλοπαίδεια της Ιστορίας του Ρομπέρτο Ροσελίνι, μια εγκυκλοπαίδεια που περιλαμβάνει όλα τα έργα, συνεντεύξεις του Ροσελίνι, και άλλο υλικό από το αρχείο Ροσελίνι. Η εγκυκλοπαίδεια για την ώρα υπάρχει σε μορφή πρωτοτύπου.

Φιλμογραφία


  • Dafne (1936)
  • Prélude à l'aprés-midi d'un faune (1937)
  • La Fossa degli angeli
  • Luciano Serra pilota (1938)
  • La Vispa Teresa (1948)
  • Il Tacchino prepotente (1939)
  • Fantasia sottomarina (1940)
  • Il Ruscello di Ripasottile
  • Un Pilota ritorna (1942)
  • La nave bianca (1942)
  • L'Uomo dalla Croce (1943)
  • Ρώμη, ανοχύρωτη πόλη (1945)
  • Desiderio (1946)
  • Paisà (1946)
  • L'Amore (segments: "Il Miracolo" and "Una voce umana") (1948)
  • Γερμανία, έτος μηδέν (1948)
  • L'Invasore (1949)
  • Stromboli terra di Dio (1950)
  • Francesco, giullare di Dio (1950)
  • Medico condotto (1952)
  • Les Sept péchés capitaux (segment: "Envie, L'Envy") (1952)
  • La macchina ammazzacattivi (1952)
  • Europa '51 (1952)
  • Siamo donne (segment: "Ingrid Bergman") (1953)
  • Amori di mezzo secolo (segment: "Napoli 1943") (1954)
  • Dov'è la libertà ... ? (1954)
  • Ταξίδι στην Ιταλία (1954)
  • La Paura (1954)
  • Giovanna d'Arco al rogo (1954)
  • India: Matri Bhumi (1959)
  • Il generale Della Rovere (1959)
  • Era Notte a Roma (1960)
  • Viva l'Italia! (1961)
  • Vanina Vanini (1961)
  • Uno sguardo dal ponte (1961)
  • Anima nera (1962)
  • Benito Mussolini (1962)
  • Ro.Go.Pa.G. (segment: "Illibatezza") (1963)
  • Les Carabiniers (1963)
  • The Taking of Power by Louis XIV (1966)
  • Da Gerusalemme a Damasco (1970)
  • Rice University (1971)
  • Intervista a Salvador Allende: La forza e la ragione (1971)
  • Agostino d'Ippona (1972)
  • Concerto per Michelangelo (1974)
  • The World Population (1974)
  • Anno uno (1974)
  • Il messia (1976)
  • Beaubourg, centre d'art et de culture Georges Pompidou (1977)



Ρώμη, ανοχύρωτη πόλη - Roma città aperta

Η ταινία Ρώμη, ανοχύρωτη πόλη (ιταλικός τίτλος: Roma città aperta) είναι ιταλική νεορεαλιστική δραματική ταινία, παραγωγής 1945, σε σκηνοθεσία Ρομπέρτο Ροσελίνι. Στην ταινία πρωταγωνιστούν οι Άννα Μανιάνι, Άλντο Φαμπρίτσι και Μαρτσέλο Παλιέρο και πραγματεύεται την περίοδο της γερμανικής κατοχής της Ρώμης το 1944. Η ταινία κέρδισε βραβεία σε πολλές κινηματογραφικές διοργανώσεις και έλαβε μια υποψηφιότητα για Όσκαρ Σεναρίου

Η υπόθεση της ταινίας διαδραματίζεται το 1944, στη Ρώμη. Τα συμμαχικά στρατεύματα, που είχαν αποβιβαστεί στην νότια Ιταλία, κατευθύνονται προς το βορρά αλλά δεν έχουν φτάσει ακόμα στην ιταλική πρωτεύουσα. Στο μεταξύ ιταλικές αντιστασιακές οργανώσεις δραστηριοποιούνται κατά των Γερμανών και των ιταλικών φασιστικών δυνάμεων.

Ο Τζόρτζιο Μανφρέντι (Μαρσέλο Παλιέρο), κομμουνιστής και ένας από τους επικεφαλής της αντίστασης, αφού καταφέρνει με τη βοήθεια της σπιτονοικοκυράς του να ξεφύγει από τους Γερμανούς, που τον αναζητούν, αναζητά καταφύγιο στο σπίτι του Φραντζέσκο, ενός φίλου του τυπογράφου που μετέχει επίσης στην αντίσταση. Εκεί συναντά την αρραβωνιαστικιά του Φραντζέσκο, την Πίνα (Άννα Μανιάνι), που είναι χήρα, μητέρα ενός παιδιού, του Μαρτσέλλο (Βίττο Αννικιάρικο) και έγκυος και με την οποία ο Φραντζέσκο πρόκειται να παντρευτεί την επόμενη μέρα. Η Πίνα αρχικά αντιμετωπίζει τον Τζόρτζιο αρνητικά επειδή πιστεύει ότι είναι αστυνομικός όταν όμως καταλαβαίνει ότι είναι αντιστασιακός αλλάζει στάση απέναντί του. Με τη βοήθεια της Πίνα ο Τζόρτζιο έρχεται σε επαφή με τον καθολικό ιερέα Δον Πιέτρο Πελεγκρίνι (Άλντο Φαμπρίτσι), που βοηθάει την αντίσταση, και του ζητά να μεταφέρει μηνύματα και χρήματα σε μια ομάδα αντιστασιακών που βρίσκεται έξω από την πόλη, καθώς ο ίδιος δεν μπορεί να μετακινηθεί επειδή των αναζητά η Γκεστάπο.

Ο Δον Πιέτρο πρόκειται να τελέσει το γάμο του Φραντζέσκο με την Πίνα. Ο Φραντζέσκο δεν είναι θρήσκος αλλά προτιμά να τον παντρέψει ένας πατριώτης ιερέας παρά ένας φασίστας ανώτερος υπάλληλος. Η Πίνα από την άλλη είναι μεν θρήσκα αλλά συχνά αναρωτιέται γιατί ο Θεός επιτρέπει να συμβαίνουν τόσο τρομερά πράγματα στους ανθρώπους. Ο γιός της ο Μαρτσέλλο μαζί με τους φίλους του συμμετέχει και αυτός στην αντίσταση βάζοντας βόμβες. Η αδερφή της Πίνα, η Λάουρα μένει μαζί της και εργάζεται μαζί με μια φίλη της, τη Μαρίνα, σε ένα καμπαρέ, όπου συχνάζουν ναζιστές και φασίστες. Η Μαρίνα είχε παλαιότερα δεσμό με τον Τζόρτζιο και τον αναζητά αν και έχουν χωρίσει. Τόσο η Λάουρα όσο και η Μαρίνα δεν μετέχουν στην αντίσταση.

Ο Διοικητής της Γκεστάπο στην πόλη, Φριτς Μπέργκμαν (Harry Feist), υποψιάζεται ότι ο Τζόρτζιο κρύβεται στο σπίτι του Φραντζέσκο. Για τη σύλληψή του γίνεται επιδρομή στο κτίριο όπου ήταν το σπίτι του Φραντζέσκο και συλλαμβάνονται δεκάδες άνδρες. Ο Τζόρτζιο καταφέρνει να ξεφύγει όμως ο φίλος του συλλαμβάνεται και οδηγείται μαζί με τους άλλους συλληφθέντες σε φορτηγά που περίμεναν έξω από το κτίριο. Η Πίνα τρέχει πίσω από τα φορτηγά που φεύγουν φωνάζοντας το όνομα του αρραβωνιαστικού της και σκοτώνεται από τα πυρά των στρατιωτών. Παρόντες στη δολοφονία της είναι μεταξύ άλλων ο γιός της και ο δον Πιέτρο. Αργότερα έξω από την πόλη μέλη της αντίστασης επιτίθενται στο κομβόι με τα φορτηγά που μεταφέρουν τους συλληφθέντες και τα στρατιωτικά οχήματα και πολλοί από τους συλληφθέντες, μεταξύ αυτών και ο Φραντζέσκο, καταφέρνουν να ξεφύγουν. Ο Φραντζέσκο επιστρέφει στη Ρώμη, βρίσκει το Τζόρτζιο και ζητούν τη βοήθεια του δον Πιέτρο που προσφέρεται να τους κρύψει σε ένα μοναστήρι.



Η ταινία και ο ιταλικός νεορεαλισμός

Από την προβολή της η ταινία χαρακτηρίστηκε ως δείγμα νεορεαλισμού και αποτελεί το πρώτο μέρος μιας άτυπης τριλογίας του Ροσελίνι που ονομάζεται Νεορεαλιστική τριλογία (ή Τριλογία του πολέμου) − οι άλλες δύο ταινίες που τη συμπληρώνουν είναι το Παϊζά (Paisà, 1946), γνωστό επίσης ως Αυτοί που έμειναν ζωντανοί, και το Γερμανία έτος μηδέν (Germania anno zero, 1948). Ο ιστορικός κινηματογράφου Ρόμπερτ Μπαργκόιν αναφέρει την ταινία σαν το «σημαντικότερο δείγμα αυτού του είδους κινηματογραφικής δημιουργίας (νεορεαλισμός) του οποίου ο χαρακτηρισμός αποδόθηκε από τον Αντρέ Μπαζέν».

Αυτό που κάνει το φιλμ συγκλονιστικότερο είναι η γνώση ότι ο Ροσελίνι ξεκίνησε να το γυρίζει όταν οι Γερμανοί βρίσκονταν ακόμη στη Ρώμη. Με την ιταλική κινηματογραφική βιομηχανία κυριολεκτικά ερειπωμένη και τα στούντιο της Τσινετσιτά κλειστά, ο Ροσελίνι δεν μπορούσε παρά να γυρίσει την ταινία του σε πραγματικές τοποθεσίες υπό τον συνεχή φόβο της κατάσχεσης και της σύλληψης. Αργότερα, όταν οι Σύμμαχοι απελευθέρωσαν την Ιταλία, τα προβλήματα δεν σταμάτησαν. Ο Ροσελίνι μπόρεσε να πάρει άδεια για να γυρίσει ένα ντοκιμαντέρ (στην πραγματικότητα γύριζε σκηνές για το Roma città aperta) και το μόνο διαθέσιμο φιλμ που μπορούσε να βρει ήταν χαμηλής ποιότητας, κατάλληλο μόνο για βουβές ταινίες. Παρά τις εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες όμως (ή ίσως εξαιτίας τους), το τελικό αποτέλεσμα όχι μόνο καταφέρνει να καταγράψει ένα κομμάτι της ιστορικής αλήθειας μέσα από τη μυθοπλασία του, αλλά αποτελεί κινηματογραφικό επίτευγμα. Έτσι μέσα από τα ερείπια και τις στάχτες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου αναδύθηκε το έργο που αποτέλεσε την αρχή του νεορεαλισμού και τη γέννηση του νέου ευρωπαϊκού κινηματογράφου.

Το φιλμ του Ροσελίνι γυρίστηκε στους δρόμους μιας ρημαγμένης από τον πόλεμο Ρώμης και τους ηθοποιούς πλαισίωναν αληθινά πρόσωπα, πρόσωπα τα οποία είχαν υποφέρει από τη λαίλαπα του πολέμου. Έτσι η μυθοπλασία κι η πραγματικότητα έγιναν ένα ώστε ο θεατής να μην μπορεί να ξεχωρίσει αν υπάρχει τελικά κάποιος ο οποίος να ερμηνεύει κάποιο ρόλο. Ο Ροσελίνι μέσα από την ταινία θίγει θέματα "ταμπού" τόσο για εκείνη όσο και για τη σημερινή εποχή όπως η εξάρτηση από απαγορευμένες ουσίες, η ομοφυλοφιλία κι η πορνεία. Η ταινία έγινε επίσης αφορμή να γίνει διεθνώς γνωστή η Άννα Μανιάνι, η Πίνα της ταινίας ή η Ναναρέλα όπως είναι γνωστή στην Ιταλία. O Ροσελίνι υπήρξε εραστής της Μανιάνι μέχρι το 1949, χρονιά που μπήκε ανάμεσά τους η Ίνγκριντ Μπέργκμαν.

Το σενάριο φέρει την υπογραφή εκτός των άλλων και ενός άσημου ακόμα Φεντερίκο Φελίνι, ο οποίος ανέλαβε τις κωμικές ατάκες του Άλντο Φαμπρίτσι, (πατήρ Δον Πιέτρο Πελεγκρίνο στην ταινία). Πέντε χρόνια αργότερα ο Φελίνι πήρε στα χέρια του το τιμόνι της σκηνοθεσίας γυρίζοντας την πρώτη του ταινία. Στο μεταξύ όμως συνεργάστηκε ξανά το 1948 με τον Ροσελίνι αυτή τη φορά και ως ηθοποιός στην ταινία Αγάπη (L'Amore) υποδυόμενος έναν αγύρτη που ξεγελά και αφήνει έγκυο μια απλοϊκή χωριατοπούλα, την οποία υποδύεται η Μανιάνι.
Η προβολή της ταινίας στην Αμερική το 1946 λογοκρίθηκε με αποτέλεσμα να αφαιρεθούν 15 λεπτά από το φιλμ. Σε άλλες χώρες όπως η πρώην Δυτική Γερμανία η προβολή της απαγορεύτηκε από το 1951 ως το 1960, επίσης στην Αργεντινή η ταινία αποσύρθηκε από τις αίθουσες το 1947 έπειτα από κυβερνητική εντολή



Ταξίδι στην Ιταλία  -  Viaggio in Italia

Η ταινία Ταξίδι στην Ιταλία (Ιταλ. Viaggio in Italia), είναι δράμα παραγωγής 1954 σε σκηνοθεσία Ρομπέρτο Ροσελίνι και αποτελεί ελεύθερη κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος της Κολέτ με τίτλο Duo. Το σενάριο έγραψε ο ίδιος ο Ροσελίνι σε συνεργασία με τον Βιταλιάνο Μπρανκάτι. Πρωταγωνιστές της ταινίας είναι η Ίνγκριντ Μπέργκμαν και ο Τζορτζ Σάντερς, που υποδύονται ένα ανδρόγυνο άγγλων που κατά τη διάρκεια της διαμονής τους στην Ιταλία βρίσκονται σε δίλημμα για το αν πρέπει να συνεχίσουν την κοινή τους πορεία ή να χωρίσουν. Παρά το γεγονός ότι πρόκειται για ιταλική παραγωγή, οι διάλογοι είναι γραμμένοι στα αγγλικά, ενώ στην ιταλική βερσιόν της ταινίας η Μπέργκμαν και ο Σάντερς είναι ντουμπλαρισμένοι στα ιταλικά.
Η ταινία θεωρείται από αρκετούς κριτικούς ως το αριστούργημα του Ροσελίνι, καθώς είχε μεγάλη επιρροή στο σύγχρονο κινηματογράφο χάρη στην ιδιαιτερότητα της αφήγησής του. Το 2012 το περιοδικό Sight & Sound την κατέταξε στη λίστα με τις 50 καλύτερες ταινίες όλων των εποχών.

Πλοκή

Ένα ζευγάρι της αγγλικής μπουρζουαζίας, ο Άλεξ (Τζορτζ Σάντερς) και η Κάθριν Τζόις (Ίνγκριντ Μπέργκμαν) φτάνουν στη Νάπολη της Ιταλίας για να τακτοποιήσουν ένα θέμα κληρονομιάς. Εκείνος είναι υπερόπτης και κυνικός, ενώ εκείνη είναι πουριτανή. Οι δυο τους είναι χρόνια παντρεμένοι, αλλά η φθορά του γάμου τους είναι αισθητή, εφόσον δεν έχουν πλέον τίποτα να πουν μεταξύ τους. Είναι απλά δυο ξένοι που αντιδρούν με διαφορετικό τρόπο στις ομορφιές του τόπου που τους φιλοξενεί. Η Νάπολη συμβάλλει στην διεύρυνση του ρήγματος μεταξύ του ζευγαριού κι ενώ η Κάθριν περιπλανιέται μόνη της στα μουσεία και τους αρχαιολογικούς τόπους της Νάπολης και της Πομπηίας, ο Άλεξ πηγαίνει στο Κάπρι και φλερτάρει με άλλες γυναίκες, αλλά κάτι τον κρατά από το να διαπράξει μοιχεία. Μετά από μια σειρά καυγάδων το ζευγάρι αποφασίζει να βάλει τέλος στη σχέση του. Όμως σύντομα καταλαβαίνει ότι είναι πολλά περισσότερα εκείνα που τους ενώνουν από όλα όσα τους χωρίζουν.



Πληροφορίες παραγωγής

Τέταρτη από τις πέντε συνολικά ταινίες που η Ίνγκριντ Μπέργκμαν γύρισε σε συνεργασία με τον τότε σύζυγό της Ρομπέρτο Ροσελίνι (Οι άλλες τέσσερις ήταν οι Στρόμπολι (Stromboli, terra di dio, 1950), Δε σε Είχα Απατήσει (Europa '51), Ιωάννα (Giovanna d'Arco al rogo, 1954) και Ο Φόβος (La Paura, 1954). Το ζευγάρι γνωρίστηκε το 1949, αφού η Μπέργκμαν έγραψε ένα παθιασμένο γράμμα στον νεορεαλιστή σκηνοθέτη λέγοντας του πόσο πολύ θαύμαζε τη δουλειά του και την ταινία Ρώμη, Ανοχύρωτη Πόλη (Roma, Citta Aperta, 1945) και πόσο θα ήθελε να συνεργαστούν μαζί. Ο σκηνοθέτης πέταξε λοιπόν στις Η.Π.Α. μαζί με την τότε ερωμένη του Άννα Μανιάνι και γνωρίστηκε με την Μπέργκμαν. Η γνωριμία τους οδήγησε σε παράνομη σχέση, εφόσον η Μπέργκμαν ήταν παντρεμένη και σε μια εγκυμοσύνη εκτός γάμου που προκάλεσε σκάνδαλο στην πουριτανή κοινωνία του Χόλιγουντ. Εκτός αυτού ο Ροσελίνι διέκοψε το δεσμό του με τη Μανιάνι, που επρόκειτο να πρωταγωνιστήσει στην ταινία Στρόμπολι και έδωσε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην Μπέργκμαν. Η Μπέγκμαν και ο Ροσελίνι παντρεύτηκαν στα μέσα του 1950 κι απέκτησαν άλλα δυο παιδιά, αλλά το 1954 που γύρισαν το Ταξίδι στην Ιταλία, ο γάμος τους είχε αρχίσει να δείχνει σημάδια φθοράς (η υπόθεση της ταινίας θα μπορούσε κάλλιστα να αντικατοπτρίζει τη σχέση του ζευγαριού) και οι δυο τους πήραν διαζύγιο το 1957. Η ταινία Ταξίδι στην Ιταλία γεννήθηκε από την επιθυμία του Ροσελίνι να προσαρμόσει το μυθιστόρημα της Κολέτ Duo για τη μεγάλη οθόνη. Δεν κατάφερε όμως να αποκτήσει τα δικαιώματα του μυθιστορήματος κι έτσι αποφάσισε να γράψει ένα σενάριο ελαφρώς βασισμένο στο μυθιστόρημα.

Το σκηνοθετικό στυλ του Ροσελίνι ήταν ιδιαίτερο. Οι ηθοποιοί δεν ήξεραν τις ατάκες τους μέχρι λίγο ξεκινήσουν τα γυρίσματα, με αποτέλεσμα να μην έχουν το χρόνο να προετοιμαστούν. Ο Τζορτζ Σάντερς περιέγραψε στην αυτοβιογραφία του, το 1960, τις μεθόδους του Ροσελίνι και την επιρροή τους στους ηθοποιούς και στην παραγωγή της ταινίας. Τα γυρίσματα ολοκληρώθηκαν το 1953, αλλά χρειάστηκαν 18 μήνες για να κανονιστεί η διανομή της ταινίας.

Υποδοχή

Η ταινία έλαβε κακές κριτικές στην Ιταλία, καθώς και στις Η.Π.Α. και δεν απέφερε έσοδα στο box-office. Εκθειάστηκε αντιθέτως από τους κριτικούς του γαλλικού περιοδικού Cahiers du Cinema με το Ζακ Ριβέτ να την αποκαλεί ως ένα μοντέρνο αριστούργημα. Ο Ριβέτ τόνισε ότι αν υπήρχε μοντέρνος κινηματογράφος θα ήταν όπως ακριβώς τον αποδίδει ο Ροσελίνι στην ταινία Ταξίδι στην Ιταλία κι ότι με την εμφάνισή του όλες οι υπόλοιπες ταινίες γέρασαν 10 χρόνια. Ο Αντρέ Μπαζέν έγραψε γράμμα στον Γκουίντο Αρίσταρκο, εκδότη του μαρξιστικού περιοδικού Cinema Guano υπερασπιζόμενος τη νέα καλλιτεχνική κατεύθυνση του Ροσελίνι μετά την Πολεμική του Τριλογία. Οι Cahiers du Cinema κατέταξαν την ταινία στην τρίτη θέση με τις καλύτερες όλων των εποχών μετά την Αυγή (Sunrise, 1927) του Μουρνάου και το Ο Κανόνας του Παιχνιδιού (La regle du jeu, 1939) του Ρενουάρ και τοποθετώντας την πιο ψηλά από έργα των Άιζενσταϊν, Γκρίφιθ, Γουέλς, φον Στρόχαϊμ, Ντράγιερ, Βιγκό, Χίτσκοκ και Τσάπλιν. Στην Ιταλία δεν ήταν όλες οι κριτικές αρνητικές: Ο ιστορικός κινηματογράφου Τζάνι Ροντολίνο έγραψε για την ταινία ότι: Παρουσιάζει διαύγεια, χωρίς περιττές μελοδραματικές εκφράσεις, κοιτάει τα πράγματα αντικειμενικά και αποδίδει με ρεαλισμό τη δύναμη της στιγμής. Ο Τζάνι Αμέλιο δήλωσε επίσης ότι: Το Ταξίδι στην Ιταλία είναι η ταινία που διδάσκει την τέχνη του κινηματογράφου. Ο Μάρτιν Σκορσέζε μίλησε για την επιρροή που είχε η ταινία στο έργο του στο ντοκυμαντέρ My Voyage to Italy. Η ταινία αποτελεί το συνδετικό κρίκο μεταξύ του κινήματος του νεορεαλισμού και της γαλλικής nouvelle vague της δεκαετίας του '60.



Photo of Ingrid Bergman and Roberto Rossellini.