Ετικέτες
- Άρθρα
- Βιβλιοπαρουσίαση
- Γλυπτική
- Διαθεματικότητα
- Εκδηλώσεις
- Επιστήμη
- Ζωγραφική
- Θέατρο
- Ιστορία
- Κινηματογράφος
- Κοινωνία
- Λαογραφία
- Λογοτεχνία
- Μνήμες
- Μουσική
- Μουσική.
- Μυθολογία
- Παιδεία
- Περιβάλλον
- Σαν Σήμερα
- Σύγχρονη Λογοτεχνία
- Ταξιδιωτικές Εντυπώσεις
- Τέχνη
- Τεχνολογία
- Τηλεόραση
- Υγεία
- Φιλοσοφία
- Φωτογραφία
- Ψυχολογία
Τρίτη 30 Μαΐου 2023
"ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ" Δοκίμια για το θέατρο, τον κινηματογράφο και την εικαστική απεικόνιση - Τεύχος 1ο, Μάιος 2023
Δευτέρα 29 Μαΐου 2023
ΑΝΤΩΝΗΣ Ε. ΧΑΡΙΣΤΟΣ "Τί είναι ο «δομημένος» ρεαλισμός εισαγωγή στην τεχνοτροπία"
Σοφία Δ. Νινιού «Θωρηκτό Αβέρωφ»
Απόψε κρύφτηκα βαθιά
στο αμπάρι της ιστορίας
κι από το φινιστρίνι
μέτραγα τι έμεινε
να δουν αυτοί που ήρθαν
και όσοι θα’ρθουν
*
Προσπαθούσα να διακρίνω
τη Δόξα, τη Θυσία, κάποιον ήρωα
Το σκοτάδι έπεφτε βαριά
Σαν ομίχλη του χειμώνα
σκέπαζε τα κατάρτια
πλάκωνε τους ανθρώπους
*
Μικρό το κάδρο
και το λιμάνι ήσυχο
αγκάλιαζε στερνά και πρώτα
μνήμες και μελλούμενα
*
Πότε αγναντεύοντας
πότε ψηλαφώντας
αναζητούσα αχνάρια
Σκοτάδια πυκνά
*
Μισόκλεισα τα μάτια
να δω καθαρά
Και πάλι σκοτάδια πυκνά
*
Μακρινές μουσικές φτάσαν
απ’ τη μνήμη στην ψυχή μου·
«Παιδιά, της
Ελλάδος παιδιά...»
Ξυπνήσαν οι ήρωες
Ταράχτηκαν τ΄ακίνητα νερά του λιμανιού
Χτυπούσαν στις πλευρές του Θωρηκτού
*
Ψίθυροι φτάσαν μυστικά
ως την καρδιά μου·
«Η Πατρίδα
αναγεννάται»
*
Αφουγκράστηκα τον παφλασμό
κι ένιωσα τη βαρειά ανάσα της
καθώς γιγαντωνόταν αργά
Φούσκωνε η θάλασσα
που την κυοφορούσε.
*
Στου Θωρηκτού την πλώρη
φάνηκε η Δόξα συλλογισμένη
*
Παλληκάρια μάτωσαν
Παλληκάρια χάθηκαν
Μα ο θάνατος ταπεινώθηκε
κι η όψη του η τρομερή
κανέναν δε τρομάζει
*
Διαπέρασε το μπόι του
το ατρόμητο ξίφος
του Πολεμιστή, του Ήρωα
που έπεσε για την Πατρίδα
που τόλμησε και τον κοίταξε
κατάματα με το χέρι στην καρδιά
*
Ο απόηχος της Θυσίας
έσμιξε με τη θάλασσα
ανέβηκε στους ουρανούς
κατέβηκε στην πλώρη
*
Η Δόξα έλαμψε!
*
Τα φώτα της μεγάλης πόλης
ξύπνησαν δυο γλάρους
έκαναν κύκλους
πάνω απ’ το ιστίο
και γίναν ένα με τη σημαία
Στο φόντο η Καστέλλα
Ο ίσκιος τους εκεί ψηλά
ισορροπούσε στο σταυρό
Θύμιζε τον δικέφαλο
«Με πας στο Βόσπορο;»
ρώτησα τον αητό
κι εκείνος περήφανα
άνοιξε τα φτερά του
κι υψώθηκε στα ουράνια
υπερήφανος και δυνατός
Υψώθηκα κι εγώ
*
Ύμνοι νικητήριοι
ήχησαν στην ψυχή μου
*
Υπέρμαχος Ναύαρχος
στης πατρίδας το τιμόνι
Σοφία Δ. Νινιού
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Β. ΜΟΛΑΡΗ - ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Κυριακή 28 Μαΐου 2023
ΣΑΝ ΤΟ ΑΓΕΡΙ : Τραγούδι του Γιώργου Σαλαμπάση σε στίχους Αγγέλας Μαντιού & Μουσική-ενορχήστρωση Πάνου Αθανασίου
A poem by Jeannete Eureka Tiburcio / Mexico and the translation in Greek by Εύα Πετρόπουλου Λιανου
ΕΥΑ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΛΙΑΝΟΥ "Δοθήκαμε"
Σου δίνω
Μου δίνεις
Δοθήκαμε
Παραδοθήκαμε
Κι αφού σε μια αγκαλιά
Ενωθήκαμε
Θελήσαμε να επιστρέψουμε
στη μάνα Γη
Να παλέψουμε
Για τους φόβους μας
Να ακούσουμε το τραγούδι της καρδιάς μας
Να δώσουμε όρκους αιώνιας αγάπης
Πίστης
Συνειδητά
Να ζήσουμε
Από την αρχή
Στη μάνα Γη
Που μας έφερε στο φως
Ήλιε μου,
Βασίλισσα μου,
Σε μια αγκαλιά σφιχτή
Παραδίδω τη ψυχή μου
Δώσε μου το χέρι σου
Από τώρα και για πάντα
Σύζυγοι θα είμαστε
Σύζυγοι στη Γη
Στον ουρανό
Μια αγκαλιά μας ένωσε
Μια αγάπη μυστηριακή
Μια δύναμη από χρόνια παλαιά
Όπως τα αγάλματα
Στεκόμαστε στο παρελθόν
Στο παρόν
Στο μέλλον
Μια αγκαλιά σφιχτή
Μια καρδιά γίναμε οι δύο μας
Παραδοθήκαμε στον απόλυτο έρωτα
Μια αγκαλιά σφιχτή
Ένα κουβάρι
Ένας δεσμός ιερός
Οι ψυχές μας.
Εύα Πετρόπουλου Λιανου
Κώστας Σμοκοβίτης - Φιλμ η ζωή μου στον καιρό Σε στίχους Ηρακλή Κριεζή και Μουσική Λευτέρη Σταμπούλογλου
Σάββατο 27 Μαΐου 2023
Poems by Dr Jernail S Aanand / India
THE WORDSMITH AND THE PACKING PAPER
ΣΟΦΙΑ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΟΥ "Μυστικό"
- Κρατάς μυστικό ;
- Κρατάω.
- Στον κήπο έκρυψα μια κούνια.
- Μα πώς κρύβεται μια κούνια σ’ έναν κήπο;
- Εύκολα· τα μάτια των ανθρώπων έπαψαν να τη βλέπουν κι αυτή χάθηκε .
Τους ενοχλούσε της κίνησης το πέταγμα που μιλούσε με τον ουρανό ·
τα σχοινιά που μόνο σε μαριονέτες συνήθιζαν να βλέπουν.
Στοίχημα πως τους τρόμαξε από την πρώτη στιγμή που την έφτιαξα .
Στον κήπο θα στέκει μνημείο αιωρούμενων προσδοκιών.
- Θαρραλέο μυστικό ! Κι εγώ θα κρύψω κάτι.
- Να το κάνεις ! Μόνο πρόσεξε : να επιλέγεις τα μυστικά σου ·
έχουν την τάση κρυβόμενα να σε αποκαλύπτουν !
Πέμπτη 25 Μαΐου 2023
ΑΝΝΑ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ - ΤΣΙΟΥΛΠΑ "Η ΓΡΙΑ "
Ό,τι ακούς ,δεν είναι και η αλήθεια
Μια φορά κι έναν καιρό σ’ένα όμορφο χωριό
ζούσε μια «κακιά» γριά,
έτσι λέγαν στα παιδιά!
Και τρεις μέρες με βροχή που δεν βγήκε στην αυλή,
είπε ένα μικρό παιδί θα’τανε δε θα’τανε δέκα παρά κάτι:
εγώ θα πάω στη γριά να τη δω από κοντά,
που θα’τανε δε θα’τανε ενενήντα παρά κάτι.
«Όχι» του είπε η μαμά του ,και πλησίασε κοντά του,
«η γριά κόσμο δεν θέλει και εσένα τι σε μέλλει
που δε βγήκε με βροχή στη δική της την αυλή;
Το τι κάνει μια γριά αυτό δε σε αφορά!»
«Μα δε βγαίνει ,δεν ακούω γεροντίστικη φωνή
πίσω από τη μεγάλη τη γυρόχτιστη αυλή;
Και στ’ αλήθεια, μια φορά δεν την είδαμε πώς είναι,
μήπως δεν είναι κακιά κι είναι μια καλή γιαγιά;
Είμαι περίεργος θα βγω και θα πάω να τη δω.
και θα βάλω μια φωνή στο σπίτι της να με δεχτεί!»
Μια και δυο ο μικρός μας φίλος πήγε που λέτε παιδιά
για να δει από κοντά ,τι να κάνει η γριά,
που του λένε είναι κακιά.
Βάζει κάτω απ’ τη μπλούζα κι ένα βάζο με γλυκό
μήπως ήταν άρρωστη, για αρρωστικό.
Η μαμά του κάθε χρόνο έκανε βάζα γλυκά,
φράουλα και κερασάκι, βύσσινο και καρπουζάκι,
ντοματάκι και τζιτζίφι και αρίδα κολοκύθι.
Έκανε πολλά να έχει, τους επισκέπτες να κερνάει
και σε άλλον που αρρωστούσε ένα βάζο να του πάει.
Κι ο μικρός μας φιλαράκος μόλις έφτασε μπροστά
εις την πόρτα της γριάς, τρεις φορές χτυπάει το ρόπτρο
τρεις φορές φωνάζει θειά,μα κανείς δεν απαντάει
άφαντη είναι η γριά!
Περιμένει και φωνάζει και την πόρτα δοκιμάζει
να ανοίξει προσπαθεί.
Υπομένει κι επιμένει και η πόρτα η μαγκωμένη,
να ’σου, ανοίγει μοναχή,
και μπαίνει ο φίλος στην αυλή!
Να η γριά ,καθότανε μόνη και μοναχή της
μπροστά στην πόρτα του σπιτιού κι έλιαζε την ψυχή της,
την «παγωμένη» της ψυχή που ήθελε τόσα να πει.
Την πλησιάζει με χαρά ,
πάνω στην πλάτη ακουμπά το παιδικό του χέρι.
Σκύβει στο αφτί και της μιλεί :τι κάνεις έξω στην αυλή;
-Παιδάκι μου, αγγελούδιμου, μόνη και μοναχή μου
έχασα και τον άντρα μου ,έχασα το παιδί μου.
Εδώ κανείς δε μου μιλεί
και δέκα χρόνια μοναχή,μες στην απαντοχή μου,
μόνο ένας έρχεται εδώ και φέρνει την τροφή μου
κι ό,τι αφορά τη ζήση μου, εκείνος με προσέχει
για ό,τι και να χρειαστώ εκείνος μόνο τρέχει.
Σκέφτομαι και πικραίνομαι γιατί πρέπει να ζήσω
αφού δεν βλέπω άνθρωπο, λίγο να του μιλήσω.
Κι εσύ πώς ήρθες τώρα δα, το ξέρουν οι δικοί σου
γιατί φωνάζουν στα παιδιά:«μακριά απ’ εκείνη τη γριά ».
«Όχι γιαγιά ήρθα κρυφά,γιατί η μαμά μαλώνει
και σου ‘φερα λίγο γλυκό που το ‘χει για αρρωστικό».
«Βοήθαμε τώρα να μπω μέσα στο σπιτικό μου,
μου φαίνεται πώς σήμερα ήρθες για το καλό μου».
Κάθισε στο τραπέζι της κι έσπρωξε στο παιδί
φωτογραφίες μπόλικες και του είπε να τις δει.
Κι όπως κοιτούσε το παιδί γεμάτο απορία,
με έκπληξη εστάθηκε σε μια φωτογραφία.
«Ποιος είναι αυτός ο κύριος γιαγιά ,πες μου ποιος είναι;»
«Είναι ο άντρας μου αυτός, που έφυγε από μικρός
γιατί οι γονείς τον διώξανε
κα ύστερα από χρόνια
μ ’έφερε εδώ σε μια γωνιά σε τούτο το σπιτάκι
και πήγε πάλι μακριά ,χωρίς απόκριση καμιά
και μόνο όταν πέθανε μου’ρθε το ραβασάκι» .
«Αυτόν, τον έχουμε κι εμείς σε μια φωτογραφία ,
είναι της γιαγιάς μου ο αδερφός
που έφυγε, χρόνια πολλά, κάτω στην Αυστραλία».
Και σαν ακούστηκε η φωνή της μάνας, αγριεμένη
είπε:«γιαγιάκα μου καλή ,φεύγω,
με περιμένειη μάνα μου,
θα ανησυχεί η «καημένη»,
και θα’ρθω πάλι να σε δω, μόλις θα βρω το χρόνο …»
Κι εκείνη του αποκρίθηκε:
Είναι η κακία αγόρι μου που μας γεμίζει πόνο!
Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά
Φιλόλογος, συγγραφέας, ποιήτρια, κριτικός
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΥΡΓΙΩΤΗΣ "Ο Μωάμεθ προς τους στρατιώτες του..."
Ποιούς συγκέντρωσε ὁ Μωάμεθ γύρω του ἢ μπροστά του γιὰ νὰ τοὺς μιλήσει; Συγκέντρωσε ὅλους «τοὺς ἐν τέλει τε καὶ ἑκατόνταρχους καὶ πεντηκοντάρχους, τό τε ἄγημα τοῦ στρατοῦ καὶ τὴν περὶ αὐτὸν πᾶσαν ἴλην» (δηλαδή, ὅλους τοὺς Γενίτσαρους) «καὶ πρὸς τούτοις ναυάρχους τε καὶ τριηράρχους καὶ τὸν ἡγεμόνα τοῦ στόλου παντός». Καὶ εἶπε:
«Ἄνδρες φίλοι καὶ τοῦ παρόντος ἀγῶνος ἐμοὶ κοινωνοί, ἐγὼ ὑμᾶς ἐνθάδε ξυνεκάλεσα οὐ ῥᾳθυμίαν τινὰ καταγνοὺς ὑμῶν ἤ ἀμέλειαν ἐς τόδε τὸ ἔργον, οὐδ' ἵνα προθυμοτέρους ἐς τὸν παρόντα ἀγῶνα ποιήσω..., ἀλλ' ὥστε μόνον ἀναμνῆσαι, πρῶτον μὲν ὡς καὶ τὰ παρόντα ἀγαθά, ἅ ἔχετε, οὐ ῥᾳθυμοῦντες καὶ ἀμελοῦντες, ἀλλὰ καὶ σφόδρα πονοῦντες καὶ μετὰ μεγάλων ἀγώνων τε καὶ κινδύνων μεθ' ἡμῶν ἐκτήσασθε καὶ ἆθλα τῆς ὑμῶν αὐτῶν ἀρετῆς καὶ ἀνδρίας ἔχετε μᾶλλον ἤ τύχης δῶρα· ἔπειτα δέ, ὡς καὶ τὰ νῦν τά τε προκείμενα ἆθλα διδάξαι ὑμᾶς ὅσα καὶ οἷά ἐστι, καὶ τὴν δόξαν ὁπόσην ἔχει μετὰ τοῦ κέρδους καὶ τιμήν, καὶ ἅμα ἵνα γνῶτε καλῶς ἐπὶ μεγίστοις ποιούμενον τὸν ἀγῶνα». Αὐτὲς ἦταν οἱ πρῶτες φράσεις τοῦ Μωάμεθ.
Δὲ μποροῦσε ν' ἀρχίσει ὁ Μωάμεθ τὸ λόγο του μὲ καλύτερο τρόπο. Οἱ πρῶτες αὐτὲς φράσεις δείχνουν καθαρὰ ὅτι ὁ νεαρὸς σουλτάνος, ποὺ μόλις εἶχε ὑπερβεῖ τὴν ἡλικία τοῦ ἐφήβου, γνώριζε καλὰ τοὺς ἀνθρώπους. Μὲ τὶς πρῶτες φράσεις του δὲν εἶπε ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος σπουδαῖος· εἶπε ὅτι οἱ ἄλλοι, ἐκεῖνοι ποὺ τὸν ἄκουγαν, εἶναι σπουδαῖοι· εἶπε ὅτι τοὺς ὑπενθυμίζει τὶς μεγάλες τους πράξεις, καὶ ὅτι ὅσα ἀγαθὰ κατέχουν εἶναι «ἆθλα» τῆς «ἀρετῆς» τους καὶ ὄχι τῆς «τύχης δῶρα». Καὶ πρόσθεσε ὅτι θὰ τοὺς διδάξει, δηλαδὴ θὰ τους πληροφορήσει πόσο μεγάλη εἶναι ἡ δόξα καὶ ἡ τιμή, ἀλλὰ καὶ πόσο μεγάλα τὰ ὑλικὰ κέρδη, πού, κυριεύοντας τὴν Κωνσταντινούπολη, θὰ ἐξασφαλίσουν. Καὶ τὰ ὀνόμασε τὰ κέρδη αὐτά:
«Πρῶτον μὲν γὰρ ὁ πλοῦτός τέ ἐστι πολὺς καὶ παντοδαπὸς ἐν τῇδε τῇ πόλει, ὁ μὲν ἐν τοῖς βασιλείοις, ὁ δὲ ἐν τοῖς οἲκοις τῶν δυνατῶν, ὁ δὲ ἐν τοῖς τῶν ἰδιωτῶν, ὁ δὲ καλλίων καὶ μείζων ἐν τοῖς ἱεροῖς ἀποκείμενος ἀναθημάτων καὶ κειμηλίων παντοίων ἐκ χρυσοῦ καὶ ἀργύρου κατασκευασμένων, λίθων τε τιμίων καὶ μαργάρων πολυτελῶν, ἐπίπλων τε ἄπειρόν τι χρῆμα λαμπρῶν, ἄνευ δὴ τῆς ἄλλης κατ' οἶκον κατασκευῆς καὶ περιουσίας· ὧν ἁπάντων ὑμεῖς ἔσεσθε κύριοι· ἔπειτα ἄνδρες ἀγαθοὶ πλεῖστοί τε καὶ τῶν εὖ γεγονότων, ὧν οἱ μὲν δουλεύουσιν ὑμῖν, οἱ δὲ ἐς ἀπόδοσιν ἔσονται, γυναῖκες τε πλεῖσται καὶ κάλλισται, νέαι καὶ ἀγαθαὶ τὰς ὄψεις, καὶ παρθένοι πρὸς γάμον ὡραῖαι εὐγενεῖς τε καὶ ἐξ εὐγενῶν, καὶ ἀρρένων ὀφθαλμοῖς ἔτι καὶ νῦν ἄβατοι ἔνιαι τούτων καὶ πρὸς γάμους ὁρῶσαι ἐπιφανῶν καὶ μεγάλων ἀνδρῶν, ὧ αἱ μὲν ἔσονται ὑμῖν ἐς γυναῖκας, αἱ δὲ πρὸς θεραπείαν ἀρκέσουσιν, αἱ δὲ πρὸς ἀπόδοσιν, καὶ κερδανεῖτε κατὰ πολλὰ ἔς τε ἀπόλαυσιν ὁμοῦ καὶ θεραπείαν καὶ πλοῦτον· καὶ παῖδες ὁμοίως πλεῖστοι καὶ κάλλιστοι καὶ τῶν εὖ γεγονότων, ἔτι δὲ νεῶν τε κάλλη καὶ δημοσίων οἰκοδομημάτων, καὶ οἰκίαι λαμπραὶ καὶ παράδεισοι καὶ τοιαῦτα πολλὰ ἔς τε θέαν ὁμοῦ καὶ τέρψιν καὶ ἡδονὴν καὶ ἀπόλαυσιν ἱκανά.
Καὶ τί δεῖ ταῦτα πάντα καταλέγοντα διατρίβειν; Πόλιν μεγάλην καὶ πολυάνθρωπον, βασίλειόν τε τῶν πάλαι Ῥωμαίων, καὶ ἐς ἄκρον εὐδαιμονίας καὶ τύχης καὶ δόξης ἐλάσασαν, κεφαλήν τε γεγενημένην τῆς οἰκουμένης ἁπάσης δίδωμι νῦν ὑμῖν ἐς διαπραγήν τε καὶ λείαν, πλοῦτον ἄφθονον, ἄνδρας, γυναῖκας, παῖδας, πάντα τὸν ἄλλον αὐτῆς κόσμον καὶ τὴν κατασκευήν· ὧν ἁπάντων ἐμφορηθήσεσθε ὥσπερ ἐν εὐωχίᾳ λαμπρᾷ, καὶ ἐνευδαιμονήσετε τούτοις ὑμεῖς τε, καὶ τοῖς ὑμετέροις παισὶ πλοῦτον πολὺν καταλείψετε, κ α ὶ τ ο μ έ γ ι σ τ ο ν , ὅτι πόλιν τοιαύτην αἱρήσετε, ἧς τὸ κλέος πᾶσαν ἐπῆλθε τὴν οἰκουμένην· καὶ δῆλον ὅτι ἐς ὅσον ἔδραμεν ἡ ταύτης ἡγεμονία καὶ δόξα, ἐς τοσοῦτον καὶ τὸ ὑμῶν κλέος ἀφίξεται τῆς ἀνδρίας καὶ τῆς ἀρετῆς, πόλιν τοιαύτην ἑλόντων ἐκ προσβολῆς. Καὶ σκοπεῖτε τίς εὐπραξία λαμπροτέρα ἤ τίς ἡδονὴ μείζων ἤ τὶς πλούτου περιουσία καλλίων ἤ ἥ μετὰ τιμῆς καὶ δόξης προσέσται ἡμῖν; Τὸ δὲ δὴ μεῖζον πάντων, ὅτι τὴν πόλιν ἐχθρῶς ἔχουσαν ἡμῖν ἐξ ἀρχῆς καὶ ἀεὶ ἐπιφυομένην τοῖς ἡμετέροις κακοῖς καὶ πάντα τρόπον ἐπιβουλεύουσαν τὴν ἡμετέραν ἀρχὴν καθαιρήσομεν καὶ τοῦ λοιποῦ αὐτοί τε βέβαια ἕξομεν τὰ παρόντα ἀγαθά, καὶ ἐν εἰρήνῃ βαθείᾳ καὶ ἀσφαλείᾳ διάξομεν, ἀπαλλαγέντες ἐχθροῦ γειτονήματος, καὶ πρὸς τὰ λοιπὰ θύραν ἀνοίξομεν».
Προχωρώντας στὸ λόγο του, ποὺ ἡ ἀρχιτεκτονική του διάρθρωση εἶναι ἄρτια, προσπάθησε νὰ πείσει ὁ Μωάμεθ τοὺς ἂνδρες του ὅτι τὸ τεῖχος εἶναι «ῥαδίως... ἁλωτόν» : «ἡ μὲν τάφρος πᾶσα ἐχώσθη, τὸ δὲ κατὰ γῆν τεῖχος ἐν τρισὶ μέρεσι... κατήρριπται». Ὅσο γιὰ τοὺς ἄνδρες ποὺ ὑπερασπίζονταν τὴν Κωνσταντινούπολη, γι' αὐτοὺς εἶπε κάμποσα ποὺ ἀνταποκρίνονται στὴν πραγματικότητα:
«Τὰ δὲ τῶν ἀντιτεταγμένων ἡμῖν τί χρὴ καὶ λέγειν; Ἄνδρες γάρ εἰσι πάνυ ὀλίγοι καὶ οἱ πλείονες ἄοπλοι καὶ πολέμων ἄπειροι· ὡς γὰρ ἔχω πυνθάνεσθαι τῶν αὐτομόλων, μόλις φασὶ δύο ἤ τρεῖς ἄνδρες εἶναι τοὺς ἐν τῷ πύργῳ προμαχομένους καὶ ἑτέρους τοσούτους ἐν τῷ μεταπυργίῳ ὥστε ξυμβαίνειν ἕνα ἄνδρα προπολεμεῖν τε καὶ προμάχεσθαι τριῶν ἢ τεσσάρων ἐπάλξεων... Πῶς οὖν ἐς τοσοῦτον πλῆθος ἡμῶν ἀρκέσουσιν οὗτοι; καὶ μάλιστα ἡμῶν μὲν ἐκ διαδοχῆς ἀγωνιζομένων καὶ ἀεὶ νεαρῶν ἐπιόντων ἐς τὸ ἔργον, καὶ καιρὸν ἐχόντων καὶ ὕπνον αἱρεῖσθαι καὶ σῖτα καὶ ἀναπαύειν αὐτούς, αὐτῶν δὲ ἀδιακόπως τε καὶ ἐπιτεταμένως μαχομένων ἀεὶ καὶ μηδένα καιρὸν ἐχόντων ἢ ὕπνου ἢ σιτίου ἢ ποτοῦ ἢ ἀναπαύλης...
Οἱ δὲ ἐπὶ τοῦ κατερριμένου τείχους τῶν Ἰταλῶν τεταγμένοι» (στὸν τομέα τῆς πύλης τοῦ Ἁγίου Ρωμανοῦ), «εἰ καί τῳ δοκοῦσιν ἀπόμαχοι εἶναι καὶ ἱκανοὶ τοὺς ἐπιόντας ἀμύνεσθαι, ὡς καλῶς τε ὡπλισμένοι καὶ πολέμων ἔμπειροι,..., ἀλλ' ἐμοὶ καὶ τὰ τούτων ἄπιστα δοκεῖ πάντη καὶ σφαλερά. Πρῶτον μὲν γὰρ οὐκ ἐθελήσουσι νοῦν ἔχοντες ὑπὲρ ἀλλοτρίων ἀγαθῶν μάχεσθαι καὶ πονεῖν..., μηδὲν κερδαίνοντες αὐτοί· ἔπειτα ξύγκλυδές τέ εἰσι καὶ ἄλλοι ἄλλοθεν ξυνεληλυθόντες, ἐπὶ τὸ λαβεῖν βλέποντες μόνον καὶ ἀπελθεῖν σῶς, οὐκ ἐπὶ τὸ μαχόμενοι ἀποθανεῖν... Δείκνυται τοίνυν ἐξ ἁπάντων μεθ' ἡμῶν εἶναι τὴν νίκην καὶ τὴν πόλιν ἡμῖν ἁλωτήν... Γίνεσθε οὖν ἄνδρες ἀγαθοὶ αὐτοί τε ὑμεῖς, καὶ τοὺς μεθ' ὑμῶν πάντας παρακελεύεσθε ἀκολουθεῖν τε γενναίως ὑμῖν καὶ πάσῃ προθυμίᾳ καὶ σπουδῇ ἐς τὸ ἔργον κεχρῆσθαι, νομίζοντας τοῦ καλῶς πολεμεῖν τρία εἶναι τὰ αἴτια, τό τε ἐθέλειν καὶ τὸ αἰσχύνεσθαι καὶ τὸ τοῖς ἄρχουσι πείθεσθαι... Κἀγὼ δὲ αὐτὸς πρῶτος παρέσομαι τῷ ἔργῳ, μεθ' ὑμῶν τε ἀγωνιζόμενος καὶ τῶν ἑκάστῳ δρωμένων θεατής».
Μετὰ τὴ γενικὴ αὐτὴ προσλαλιά, ἀπευθύνθηκε ὁ Μωάμεθ εἰδικώτερα στοὺς ἀνώτατους ἀρχηγοὺς τοῦ στρατοῦ καὶ τοῦ στόλου, διατυπώνοντας τὶς διαταγὲς κι᾿ ἐπιθυμίες του. Κι' ἔκλεισε τὸ λόγο του, ἀποφεύγοντας τὰ μεγάλα λόγια καὶ τὶς φραστικὲς κωδωνοκρουσίες: «Ἀλλ' ἄπιτε πρὸς τὰς σκηνὰς καὶ τὰς τάξεις ὑμῶν ἀγαθῇ τύχῃ, καὶ δειπνοποιησάμενοι ἀναπαύεσθε».
Ὁ Σφραντζῆς γράφει ὅτι, μόλις ἔκλεισε ὁ Μωάμεθ τὸ στόμα του, ἀκούστηκε (καὶ τὴν ἄκουσε κι' ὁ ἴδιος) μιὰ φοβερὴ κραυγὴ ἀκροατῶν ἔλεγε: «ἀλλὰ ἀλλὰ· Μεεμέτη ῥεσοὺλ ἀλλά· τοῦτ' ἔστιν ὁ θεὸς τῶν θεῶν καὶ ὁ Μουχαμέτης ὁ προφήτης αὐτοῦ».