Στις 2 Απριλίου πέθανε ο Άρης Αλεξάνδρου (το πραγματικό όνομα του : Αριστοτέλης Βασιλειάδης, 24 Νοεμβρίου 1922 – 2 Ιουλίου 1978) ποιητής, πεζογράφος, και μεταφραστής έργων κυρίως της ρωσικής λογοτεχνίας. Θεωρείται ως ένας από τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς Έλληνες συγγραφείς, με πολύ σημαντικό μεταφραστικό έργο. To μοναδικό μυθιστόρημά του, Το Κιβώτιο (1975), αποτιμάται ως «ένα πραγματικά σημαντικό έργο» της νεοελληνικής πεζογραφίας. Στην ποίηση του Αλεξάνδρου υπάρχει έντονη η πικρία από τη διάψευση των ελπίδων και χαρακτηρίζεται από έντονη ειρωνεία που σε ορισμένα σημεία φτάνει στο σαρκασμό.
Η κάθε μου λέξη
αν την αγγίξεις με τη γλώσσα
θυμίζει πικραμύγδαλο.
Απ’ την κάθε μου λέξη
λείπει ένα μεσημέρι
με τα χέρια της μητέρας
δίπλα στο ψωμί
και το φως που έσταζε
απ’ το παιδικό κουτάλι στην πετσέτα.
ΟΙ ΑΠΟΣΤΑΤΕΣ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ
…Ποιος θα το φέρει, η θάλασσα
ποιος θα το πάρει, η θάλασσα
χρυσό σκουφί που το φοράς για λίγο καλοκαίρι
σκουφί σαν ήλιος κόκκινος που βάφει την καρδιά σου
και τη ματώνει φλάμπουρο να το καρφώσεις μόνος
στο πιο ψηλό της πολιτείας κοντάρι
στο πιο ψηλό της θάλασσας μπαλκόνι
να το φιλάει η θάλασσα να το δροσίζει η νύχτα
να `ναι φρουρός στον ύπνο μας ν’ αχνογελά η αυγούλα
στα μάτια της καλοκαιριάς στο στόμα της γαλήνης(απόσπασμα )
Στις 5 Ιουλίου 1958 γεννήθηκε στην Άρτα ο Ηλίας Λάγιος και υπέκυψε στα τραύματά του στην Αθήνα στις 5 Οκτωβρίου του 2005 μετά από πτώση από το μπαλκόνι του. Ο Λάγιος εκμεταλλεύτηκε στην ποίησή του τόσο τον έμμετρο όσο και τον ελεύθερο στίχο, επιτυγχάνοντας την ανανέωση της σύγχρονης ελληνικής ποίησης και παρουσιάζοντας ένα έργο που εκτείνεται από κοινωνικά ζητήματα έως το πρόβλημα του θανάτου. Μελετητής και δεξιοτέχνης της ελληνικής γλώσσας, άντλησε το υλικό του από παλαιότερα και νεότερα στρώματά της, ενεργοποιώντας ένα πλούσιο λυρικό ιδίωμα, στο οποίο δεσπόζει η τραγική αίσθηση της πραγματικότητας και ο ανθρώπινος σπαραγμός. Ποιητής, ρομαντικός και σκοτεινός θα σβήσει τα μάτια του πηδώντας από το μπαλκόνι του σπιτιού του, για να νικήσει τον θάνατο μια για πάντα. Άφησε πίσω του την ποίηση και 47 χρόνια ζωής….
Ελευθερία: Το πλοίο ανταποκρίθηκε
χαρούμενο, στο χέρι που το στρέφει.
Η πρόσκληση ήταν γαλήνια,
κι η καρδιά σου ανταποκρίθηκε
χαρούμενα στην πρόσκληση, κυβερνημένη,
κυβερνώντας
την ύστατη κυριαρχία.
«ΣΤΑΛΣΙΜΟ»
Φίλοι, Διονύση, Γιώργο, σας ακούω
ας γίνει τελικά το θέλημά σας·
χαρά μου η χαρά της συντροφιάς σας,
στον ρυθμό της αγάπης να υπακούω.
Φίλοι, κι όταν με δείτε λυπημένο να ριγώ
στην ψυχρήν αύρα τ’ Απρίλη
μην ξεχνάτε, είμ’ εδώ, σας περιμένω,γλυκείς εσείς, γλυκύτατοί μου φίλοι.
Στις 5 Ιουλίου 1921 γεννήθηκε ο Νάνος (Ιωάννης) Βαλαωρίτης. Ήταν ποιητής, πεζογράφος, δοκιμιογράφος και θεωρητικός της λογοτεχνίας. Πέθανε στις 12 Σεπτεμβρίου 2019 σε ηλικία 98 ετών. Υπήρξε από τις σημαντικότερες μορφές της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας. Συμμετείχε στο κίνημα του υπερρεαλισμού και περιπλανήθηκε πάντοτε, με τη ζωή, με τη γραφή του, σε χώρους νέους, πειραματικούς και περιπετειώδεις.
«ΑΠΝΟΙΑ»
Αν κατεβούμε κάποτε προς τις ακρογιαλιές
- Τι μας είναι αυτές οι ακρογιαλιές
Παρά μια διέξοδος από τη μετριότητα
Ένας αφρός σπαταλημένων ημερών
Οι εαυτοί μας συγκεντρωμένοι στην ακροθαλασσιά
Με διαφορετικά ονόματα ο καθένας
Έτοιμοι να επιβιβαστούν στα πλοία
Αναζητώντας μια χαμένη Τροία
Οι πολυμήχανοι οι ωκύποδες με λόγια φτερωτά -
Το θέμα της συζήτησης στην τελευταία συνάντηση
Περί ανέμων και υδάτων και περί φαντασμάτων
Αγκαλά και δε θυμάμαι τι ειπώθηκε ακριβώς
Ακούστηκαν πολλές φωνές μες στις σκηνές
περί θυσίας ο λόγος και περί αποπλεύσεως
Και περί θεάς Αρτέμιδος - όμως λείπει το άθροισμα
Λείπει το εγώ που σημειώνει και περιεργάζεται
Το αύριο και το σήμερα το άλλοθι και το εδώ
Του επί ξηρού ακμής
παντοτινά ιστάμενου Γίγαντα
που βαστάει στα χέρια του τον ουρανό.
Στις 9 Ιουλίου γεννήθηκε ο Ιωάννης Καρασούτσας (1824 – 1873) ποιητής και μεταφραστής. Το 1850 διορίστηκε καθηγητής γαλλικής στο Ναύπλιο και δύο χρόνια αργότερα μετατέθηκε στην Αθήνα. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε με πολλές στερήσεις (είχε προηγηθεί απόλυσή του από τη θέση του στην εκπαίδευση) και έντονα ψυχολογικά προβλήματα. Αυτοκτόνησε το Μάρτη του 1873 στην Αθήνα. Το έργο του συνδυάζει τη ρομαντική θεματολογία με την κλασικιστική αρχαϊστική γλωσσική έκφραση. Τόσο στο ποιητικό του έργο όσο και στις μεταφράσεις και τις μελέτες του ο Καρασούτσας χρησιμοποίησε γλώσσα αρχαΐζουσα. Μοναδική εξαίρεση, σε ό,τι αφορά την γλώσσα, αποτελεί το ποίημα Φθινόπωρον. Οι δύο στροφές, η πρώτη και η τρίτη, έχουν μια υποβλητικότητα στη λιτότητά τους που κάνει εντύπωση για την εποχή που γράφτηκαν:
ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΝ (απόσπασμα)
Το βουρκωμένο σύννεφο
τον ουρανό μαυρίζει.
Ψιλή ψιλή αρχίνησε
βροχή να ψιχαλίζη·
είναι η φύσις που θρηνεί.
Τα δάκρυά της είν’αυτά
όπου πυκνοσταλάζουν,
τα σύννεφα οπού βογγούν
και βαρειαναστενάζουν
είν’η θλιμμένη της φωνή.
…………………………
Να! Βράχηκε και το ξερό
της ερημιάς ποτάμι.
Ακούς τι κρότο το νερό
μες στα χαλίκια κάμει;
Βλέπεις τον άσπρο τον αφρό;
Σταις λυγαριαίς ανάμεσα
ήταν πουλιά κρυμμένα·
τον κρότο καθώς άκουσαν
εφύγαν τρομαγμένα
μ’ένα τους πέταγμα αλαφρό…
Στις 12 Ιουλίου 1953 πέθανε ο Κώστας Ουράνης(12 Φεβρουαρίου 1890 - 12 Ιουλίου 1953) στο σανατόριο Παπανικολάου από καρδιακή προσβολή. Στο έργο του κυριαρχούν ο συμβολισμός, ο νεορομαντισμός και ο κοσμοπολιτισμός ενώ τα ποιήματά του είναι διαποτισμένα με έντονη καί διάχυτη μελαγχολία, νοσταλγία, πλήξη, διάθεση φυγής, αίσθημα αθυμίας καί πίκρας καθώς και μια αίσθηση ανεκπλήρωτου. Τα έργα του Ουράνη τον εντάσσουν στο κλίμα της γενιάς του μεσοπολέμου. Έγραψε και πεζογραφήματα καθώς και ταξιδιωτική λογοτεχνία (ως δημοσιογράφος και ανταποκριτής ταξίδεψε σ' όλο τον κόσμο και με αναφορά τα ταξίδια του έγραψε ταξιδιωτικά βιβλία), χρονογραφήματα, δοκίμια (κυρίως για θέματα εικαστικών τεχνών) ενώ ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνική κριτική και τη μετάφραση. Στα ταξιδιωτικά του έργα ό Ουράνης με την υποκειμενική, ρομαντική καί αισθητική θεώρηση των πραγμάτων συνδυασμένη με την ευσυνείδητη πρόθεση του να μην αλλοιωθεί το φυσικό τοπίο ή το κοινωνικό περιβάλλον, δημιουργούν ένα ισορροπημένο αποτέλεσμα και δημιουργούν ένα νέο αυτόνομο λογοτεχνικό είδος.
«ΠΟΤΕ Θ’ ΑΝΟΙΞΟΥΜΕ ΠΑΝΙΑ»
Πότε θ’ ανοίξουμε πανιά
για τα νησιά του νότου,
πότε το ρου θ’ ανέβουμε
του ποταμού Αμαζόνα,
καιρός μας πια να πάψουμε
να βλέπουμε μπροστά μας,
των ίδιων, πάντα, λιμανιών,
τη νυσταγμένη εικόνα.
Θα σβήσει η νέα μας ορμή
σα βήματα στην άμμο,
από το κύμα, την παλιά,
ασάλευτη ζωή μας,
σημαία, υψώστε την ψυχή,
στο πιο ψηλό κατάρτι,
δεν είν’ αλήθεια ότ’ ήρθαμε
αργά στην εποχή μας.
Μπορούμ’ ακόμα μια ζωή
να ζήσουμε καινούργια,
αντίς να μαραζώνουμε
σαν τον κομμένο δυόσμο,
φτάνει να κάνουμε πανιά,
σαν τους θαλασσοπόρους,
που μια πατρίδα αφήνοντας,
έβρισκαν έναν κόσμο,
φτάνει να κάνουμε πανιά,
σαν τους θαλασσοπόρους,
που μια πατρίδα αφήνοντας,
έβρισκαν έναν κόσμο.
NEL MEZZO DEL᾿ CAMMIN...
Νά ῾μαι κ᾿ ἐγὼ στὸ μέσο της ζωῆς μου,
μὰ δάσο σκοτεινὸ δὲ βλέπω μπρός μου
κι οὔτε τὸ φάντασμα τοῦ Βιργιλίου,
νὰ γίνει παραστάτης κι ὁδηγός μου.
Οὔτε δάσο, οὔτε φάντασμα! Μονάχα
μιὰ πένθιμη ἐρημία ποὺ μὲ παγώνει.
Ὅσο βαδίζω, τόσο καὶ πλαταίνει
τῆς σιωπῆς ὁ κύκλος ποὺ μὲ ζώνει...
Σὰν ξένη, σὰν ἀπίθανη ἱστορία
σ᾿ ἕνα παλιὸ βιβλίο ἰστορημένη
καὶ ποὺ θαμπὰ τὴν κράτησεν ἡ μνήμη -
ὅλη ἡ ζωή μου, τώρα, ἡ περασμένη.
Μήνυμα δὲ μοῦ ἔρχεται κανένα
κι ἄνοιξη πιὰ καμμία δὲν περιμένω:
στὸ δρόμο τὸ γυμνὸ ποὺ περπατάω,
ὡσότου νὰ πεθάνω - θὰ πεθαίνω!
Στις 13 Ιουλίου 1980 αυτοκτόνησε ο ποιητής Μηνάς Δημάκης σε ηλικία 67 ετών πέφτοντας από το δώμα της πολυκατοικίας, όπου κατοικούσε από το 1960, επί της οδού Αναγνωστοπούλου 69. Ο Μηνάς Δημάκης (1913-1980) ήταν ποιητής, συγγραφέας, δοκιμιογράφος και μεταφραστής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Ο σταθερός προσανατολισμός του προς τη μεταφυσική αγωνία και την έκφραση του τρόμου που προκαλεί στην ποιητική φύση ο εχθρικός και αδιέξοδος κόσμος, τάση που εντάθηκε ιδιαίτερα στα τελευταία έργα του, σηματοδοτήθηκε με τη συλλογή του "Κάψαμε τα καράβια μας", που εκδόθηκε το 1946.
«NOLI ME TANGERE»
Κάποτε θα με συναντήσεις
δε θα κάμω τίποτα
δε θα κινηθώ ούτε μια πήχη απ’ αυτό το χώμα
οι πολιτείες θα περάσουν και θα σβήσουν
οι κάμποι θα περάσουν και τα βουνά
και θα περάσουν οι θάλασσες με τ’ ακρογιάλια
και θα περάσουν νύχτες και μέρες
ήλιος στο σκοτάδι σκοτάδι στον ήλιο
και θα με βρεις στην καρδιά σου
όταν θα ψάχνεις στην έρημο των καιρών
όταν θα μετράς στην άμμο της αιωνιότητας.
Έχω νεκρούς φαντάσματα μες στην καρδιά μου
καράβια βουλιαγμένα στα βάθη των ωκεανών
ιστία λευκά και φτερά διπλωμένα
χέρια δεμένα που καρτερούν του χρόνου το πλήρωμα-
έχω νεκρούς φαντάσματα στην καρδιά μου
που περιμένουν τη σάλπιγγα του τρόμου να ξυπνήσουν
και θ ανεβούν τα καράβι και θ’ απλωθούν τα φτερά
και θα λυθούν τα χέρια στον αέρα
και θ’ ακουστεί ο λόγος της σιωπής
κ’ η έρημος θ’ ανθίσει άγρια κρίνα.
Έχω νεκρούς αγαπημένους στην καρδιά μου
τα δειλινά τ’ αχνά πονεί και ψάχνει
μι’ αράχνη στην καρδιά μου υγρή σαν πάχνη
μνήμη φωτιά στη δειλινή γαλήνη
αιμάζει σαν πληγή που πια δεν κλείνει
ζει η ανάμνηση χιόνι κι αγιάζι ρίχνει
ίσκιους συνάζει γύρω κ’ ίσκιων ίχνη
ζει τ’ όνειρο και καρτερεί κ’ εκείνο
ν’ ανθίσει μες στην έρημο άγριο κρίνο
-έχω νεκρούς που περιμένουν στην καρδιά μου.
Με τους ανέμους μιλώ
με τους ανέμους φεύγω
μη μ’ αγγίζεις είναι άνεμος τα φτερά μου
έζησα πριν από τη στιγμή τούτη της ζωής
κι όταν έλειπα ήμουν πάντα παρών
κι ας μην ήξερες να με διακρίνεις.
Έζησα μέσα στ’ αδέρφια μου τα νερά
και τα δέντρα και τις πέτρες και τη φωτιά
και στον αδερφό μου τον άνεμο
κ’ έχω ταξιδέψει λευκό σύννεφο στον αιθέρα.
Πόσο θα βραδύνεις να μ’ αναγνωρίσεις
να δεις τις πληγές μου δικές σου πληγές
και τη χαρά μου καμωμένη μόνο για σένα
πόσο θα καθυστερήσεις στις μικρές σου φροντίδες
για να πάρεις το δρόμο που θα με ζητήσεις.
Αλλά στη μάταιη πορεία σου τη σκοτεινή
μι’ άγρυπνη κραυγή σα σήμα κινδύνου θα σε προσκαλεί
μια φωνή που δεν ήξερες να την ακούσεις
- οι αδερφοί μου θα μαρτυρήσουν για μένα
οι νεκροί μου θα ξυπνήσουν για μένα
και θ’ ακούσεις τη φωνή στην καρδιά σου
και θα με γνωρίσεις.
Κάποτε θα μ’ ανακαλύψεις
όχι με τις πέντε αισθήσεις σου που μου είναι ξένες
τις φτωχές τις ανίδεες που σε ξεγελάνε
και κοιτάζεις με τα μάτια και δε βλέπεις
κι ούτε τον ίσκιο μου μπορούν να ψαύσουν τα χέρια σου
και στην ακοή σου δε φτάνει η φωνή μου
αλλά με την καρδιά σου θα με διακρίνεις
και θα μ’ αγγίσεις με τα φτερά της ψυχής σου.
Κι ας πεθάνω θα μ’ ανακαλύψεις
γιατί θα ζει η παρουσία μου
σε μια σταγόνα δρόσου που λάμπει στον όρθρο
στο χώμα που θα βαραίνει το πέλμα σου
στον άνεμο που αγκαλιάζεις
—όταν θα ξαναγυρίζω στους αιώνιους αδερφούς μου
όνειρο όνειρο ονείρου σκιά.
«ΔΥΤΙΚΟΣ ΑΝΕΜΟΣ» (απόσπασμα)
Δεν ήταν βράχια άγρια σπηλιές και γλαροφωλιές
με την αμάχη της θάλασσας στη μαυροκόκκινη σιδερόπετρα
δεν ήταν ερημότοπος θαλασσινό κοιμητήρι.
Ήταν αμμουδιά πλατιά σαν απέραντη
με εκβολές από τα ποτάμια της ενδοχώρας
κι όλας απ’ τις πρώτες στέγνες του καλοκαιριού
μισοξεραμένα.
Με φυτά της αρμύρας θίνες πυκνές σταχτοπράσινες
λόφοι μικροί με καλαμιώνες της αμμουδιάς
να σφυρίζουν στο δροσερό μελτέμι
τραγούδι θαλασσινό.
Εκεί κοπάδια να ξαποστάζουν ντάλα μεσημέρι
σαν αφρισμένα κύματα πετρωμένα στην άμμο
εκεί κοράκια να ψάχνουν βραχνιασμένα
για ψοφίμι παραχωμένο
σμήνη θαλασσοπούλια να βόσκουν στα νερά.
Εκεί ο δικός μας
ο γαλάζιος παράδεισος ο παιδικός ο θαλασσινός
ο έρωτας ο μυστικός ο δικός μας
με το νερό το χοχλάδι τα φύκια
ύπνος σαν τα νερά σαν την αφή στον άυλο αιθέρα.
Εκεί γράψαμε τ’ όνομά μας στην άμμο
ταξιδεύοντας όνειρα σ’ ένα κάτασπρο φτερό γλάρου.....
«Η ΑΠΕΛΠΙΣΙΑ»
Η απελπισία
Δεν είναι συναίσθημα διαρκείας
Ή
Εμμονής
Κανείς δεν εμμένει σε τέτοια φτώχεια
Που δεν είναι μόνο φτώχεια ή ερήμωση
Είναι αφανισμός
Μπορεί να γδυθείς βέβαια στο παγωμένο δάσος
Και συχνά βρέθηκες γυμνός
Και τα ρούχα χάθηκαν
Κι άλλα δεν είχες
Αλλ' εάν δε ζητήσεις
Κάποια κουρέλια να σε προφυλάξουν
Το δάσος δεν υπάρχει πια για σένα
Μήτ' εσύ για το δάσος
Όμως εδώ βρίσκεσαι
Προσμένοντας τα δέντρα να ξανανθίσουν
Δε σε διακρίνω καλά
Μες στο χιόνι που πέφτει
Αλλά θα βρήκες και πάλι
Κουρέλια για να φορέσεις
Και θα ονειρεύεσαι πάλι
Μια καινούργια στολή
Η απελπισία δεν είναι συναίσθημα διαρκείας
Αφού υπάρχω
Και υπάρχεις
Η απελπισία τελειώνει σύντομα
Έτσι
Ή
Αλλιώς
(από τη συλλογή Σκοτεινό πέρασμα)
Στις 16 Ιουλίου 1998 πέθανε η Ζωή Καρέλλη (Χρυσούλα Αργυριάδου) Η Ζωή Καρέλλη (1901-1998) ήταν Ελληνίδα ποιήτρια και θεατρική συγγραφέας, δοκιμιογράφος και μεταφράστρια. Στο ποιητικό έργο της Ζωής Καρέλλη κυριαρχούν ο εσωτερικός λόγος και η υπαρξιακή αγωνία, εκφρασμένη στο πλαίσιο των συνδυασμών γυναικείας ευαισθησίας και διανόησης, ελληνικότητας και ανθρωπισμού και μιας «ανοίκειας» θεματικής και ποιητικής γραφής. Η ποίησή της πρόκειται για μια «διασταύρωση της θρησκευτικής ανησυχίας με τον πυρήνα του ερωτικού βιώματος» που οδηγεί σε μια λυτρωτική πνευματικότητα. Είναι μια ποίηση «του εσωτερικού χώρου, της πνευματικής και καλλιτεχνικής αγωνίας και των υπαρξιακών ερωτημάτων». Θέματά της ο χρόνος, η μοναξιά, η φθορά, ο έρωτας και ο θάνατος
«ΜΟΝΑΞΙΑ»
Πού θα πάμε, ψυχή, μ’ όλη τούτη
την εξορία που μέσα μας φέρνουμε;
Μαζί μας κανένας κι η μοναξιά
έγινε τόσο παράξενη, που είναι ίδια
με τη συντροφιά των πολλών ανθρώπων.
Μιλάς και σωπαίνεις και τα πράγματα
μένουν αδιάλλαχτα, σα να μην υπάρχει
θέληση καμιά, να τα κυβερνήσει.
Αστειότερες, οι θλιβερές προσπάθειες,
γιατί τόση απαισιοδοξία;… Σαν το τίποτα
να μεγάλωσε, να φούσκωσε αλλόκοτα,
δείχνει ένα πρόσωπο παράφορο δίχως μορφή,
έτοιμο να σκάσει, να βγάλει απ’ το νου,
όλα τα πλήθη που το κρατούν
και τώρα διασπώνται, σαν το τίποτα
να γίνετ’ ένα μυρμήγκιασμα.
Α, τι αθλιότητα περιέχουν
τα μάτια τής μοναξιάς!
Φύγετε τόσο μακριά,
που ποτέ να μη συναντήσετε πια
την μονάχην εικόνα σας,
καθώς φαίνεται, σήμερα, ολόκληρη.
«ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ»
Θ’ απομείνω να κοιτάζω στο φως
περιέχοντας τον εαυτό μου
με την ανησυχία ολόκληρη.
Τη συναίσθησή της θα συγκρατώ
όπως την αισθητή δίψα
που προσφέρει οράματα ηδονικά.
Οδύνη μεγαλόπρεπη με περιβάλλει
ουσία πολύτιμη,
κατεργάζεται τη ζωή.
Ανύπαρκτα δάκρυα, – ένδειξη
εφήμερου πόνου, – ανακούφιση επιζητεί
ο άνθρωπος που ζητά.
Έχασα τα προστατευτικά βλέφαρα
της ψυχής με κυνηγούν όλα τα οράματα.
Ποια είναι η γαλήνη,
πώς καλείται η ονομαστί χαρά;
Από τη συλλογή Πορεία (1940)
«ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ»
Ημέρες...
ή μάλλον ώρες της ζωής μου
δεμένες με βάρος, ξανάρχονται
εμπρός μου, γύρω μου δε φεύγουν.
Φαντάσματα του χρόνου,
του εκείνου δικού μου καιρού,
ανήσυχες ψυχές από στιγμές
που μείναν ανάρμοστα οδυνηρές,
δίχως απάντηση, στο γιατί της οδύνης.
Ώρες δίχως εγκαρτέρηση κι υπομονή,
δίχως παραδοχή, δεν λησμονούνται
τούτες οι πληγές που ανοιχτές μένουν
στο σώμα του χρόνου εκεί,
εκείνου που αγάπησα παράφορα,
οι αναμνήσεις επιμένουν επίπονες.
Από τη συλλογή Φαντασία του χρόνου (1949)
«ΣΕ ΤΑΞΙΔΙ»
Εδώ τότε φανταστικά είχα έρθει.
Επιθυμούσα το πλούσιο ταξίδι.
Το επιθυμούσα πολύ,
περίεργο δε με συγκινεί τώρα.
Εκεί, με την επιθυμία έμεινε
η κίνηση επιθυμητή. Τότε και τώρα…
Πώς ν’ ανταμώσω τα χρόνια;
Μου φαίνεται δίχως όνειρο να κοιμούμαι,
κινούμαι ασήμαντα.
Εκείνο της επιθυμίας
μ’ εμποδίζει το πριν που έσβησε.
Δε θέλω να πω, κάπως βαριέμαι.
Όταν είναι νέος φεύγει κανείς,
μπορεί να φύγει απομένοντας.
– Εδώ να ευχαριστηθώ.
Με πειράζει, που ανησυχώ ακόμα.
Δεν ησυχάζει το πριν,
σαν να ξύπνησα στο πριν έξαφνα
θυμήθηκα, πόσο είχα φτάσει εδώ
με φαντασιόπληχτες επιθυμίες
της νεότητας αίσθηση.
Στο μεταξύ υπάρχει χρόνος που πέθανε.
Τώρα κάποιος πρέπει να πει:
«μα τι ωραίο ταξίδι…»
Ξέχασα να πάρω το φιλμ.
Η ματαιοδοξία δεν είναι κενή,
σημασία της μάταιας των ανθρώπων δόξας.
Κεντρίζεσαι για να βεβαιωθείς,
πως υπάρχεις στους άλλους ανάμεσα,
σ’ έναν καιρό απαράλλαχτο,
όπως στις φωτογραφίες τής συλλογής
απ’ το ταξίδι τής ζωής.
Από τη συλλογή Φαντασία του χρόνου (1949)
Ο Νίκος Καρούζος γεννήθηκε στις 17 Ιουλίου του 1926 στο Ναύπλιο.
«ΑΠ᾿ ΤΟΝ ΚΗΠΟ ΜΟΥ ΣΤ᾿ ΑΝΑΠΛΙ»
Χειμωνικά μου χρώματα οἱ ἀποθῆκες τὸ μικρὸ τρένο
μὲ οὐράνιους καπνοὺς
χρωματιστὰ παιδιὰ κορδέλες
οἱ ἕλληνες μὲ βάσανα καὶ δάφνες
καὶ ὁ θεός μας τόσο πατρικὸς ὑάκινθε.
Ἀνάληψη ζωαρχικὴ
μικρὸ τρένο μὲ τοὺς οὐράνιους καπνούς.
Ο Νίκος Καρούζος συγκαταλέγεται στους πιο αξιόλογους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Στις πρώτες του ποιητικές συλλογές διακρίνεται η θετική του στάση απέναντι στην ελληνορθόδοξη παράδοση. Στις ποιητικές συλλογές από το 1956 και μετά ο Καρούζος εγκατέλειψε τις λακωνικές ποιητικές εκφράσεις και άνοιξε τον δρόμο στην αναλυτική έκφραση του πνεύματος με κύριους άξονες αναζητήσεων τον έρωτα, τον θάνατο και τον θεό. Ο Νίκος Καρούζος άφησε την τελευταία του πνοή στις 28 Σεπτεμβρίου 1990 στο νοσοκομείο «Υγεία» της Αθήνας, σε ηλικία 64 ετών.
«ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΠΡΩΤΟΣ» (απόσπασμα):
….Βρεθήκαμε σ᾿ ἕνα διάλειμμα τοῦ κόσμου
ὁ σῴζων ἑαυτὸν σωθήτω.
Θὰ σωθοῦμε ἀπὸ μία γλυκύτητα
στεφανωμένη μὲ ἀγκάθια.
Χαίρετε ἄνθη σιωπηλὰ
μὲ τῶν καλύκων τὴν περισυλλογὴ
ὁ τρόμος ἐκλεπτύνεται στὴν καρδιά σας….
Δὲν ἔχει ἡ ἁπαλὴ ψυχὴ βραχώδη πάθη
καὶ πάντα λέει τὸ τραγούδι τῆς ὑπομονῆς.
Ὢ θὰ γυρίσουμε στὴν ὀμορφιὰ μία μέρα…
Μὲ τὴ θυσία τοῦ γύρω φαινομένου
θὰ ἀνακαταλάβει, ἡ ψυχὴ τὴ μοναξιά της.
(από την συλλογή ΔΙΑΛΟΓΟΙ, 1956)
«ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ»
Ο χρόνος είναι γενικός.
Δεν μπορούμε να εντοπίζουμε τα οράματα.
Δεν μπορούμε να μοιράζουμε αστραπές
απ’ τα κλωστήρια τ’ ουρανού με δόσεις.
Ένα σκαθάρι το στοχαζόμαστε απέριττα
η πιο μεγάλη ώρα της ζωής
υπάρχει σαν τις άλλες...
Δεν πάει μια βδομάδα που έβλεπα
δυο μουλάρια στην ύπαιθρο
να ξεραίνουν το θάνατο στη ράχη τους.
Ο χρόνος είναι κοροΐδευτικός.
Είναι αμέτοχος σαν τα περίπτερα στην κίνηση
«ΕΡΗΜΟΣ ΣΑΝ ΤΗ ΒΡΟΧΗ»
Διαβαίνω ἀγιάτρευτος μέσ᾿ στ᾿ ὄνειρό μου
σὲ δίχτυ μόνος της πρώτης σιωπῆς
ἔδειξα τὰ πτηνὰ διχάζεται ὁ δρόμος
ἡ ἀλήθεια φαρδαίνει πάντα τὴν ὁρμή.
Κ᾿ ἡ μοῖρα τῶν ἄστρων θὰ εἶναι τέφρα
θὰ εἶναι μία μεγάλη πυρικὴ
τώρα μαθαίνω τὸ αἷμα μου
δίχως τοὺς δροσεροὺς ὑάκινθους
τώρα σὲ βλέπω δρόμε τοῦ καλoῦ
σὰν εἰδοποίηση μὲ κρίνους
ἔχοντας τὸ σακούλι τ᾿ ἀναστεναγμοῦ
κι ὅλο πηγαίνω πηγαίνω
στὶς πηγές.
«ΝΕΟΤΕΡΟΣ»
[…] Αἰσθάνομαι μόνος
ἀφοῦ δεν ἔχει δεύτερη ζωή ν᾿ ἀλλάξουμε
και το φεγγάρι ταξιδεύει πάντα ἴδιο.
Σύντροφε οὐρανέ
ἄλλοτε ἡ ἐλπίδα φεγγοβολοῦσε στά χέρια
κοιτάζω το σῶμα βρίσκω τ᾿ ὄνειρο
πάει κ᾿ ἡ ἀγάπη
χάνεται
σαν το νερο στην πέτρα.
Τί εἶναι πια ἕνα δέντρο τί εἶναι τ᾿ ἀσημένια φύλλα;
Μέσ᾿ στην ὁρμή τῆς ἐρημιᾶς γινόμαστε διάφανοι.
«ΜΕ ΚΙΤΡΙΝΑ ΜΕΓΑΛΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ»
Ο ποιητής κύριοι περισσεύει!
Μου το ’παν οι τσιγγάνες ένα βράδυ.
Μου το ’χε πει κ’ η μάνα μου παλιότερα:
«Πρόσεξε, πρόσεξε σ’ αυτό τον κόσμο που σ’ έφερα.
Στο λέω για το καλό σου, παιδάκι μου,
CINTURATO υπάρχει μόνο PIRELLI».
Μα εγώ δεν την άκουσα.
Η Γιώτα Αργυροπούλου έφυγε από τη ζωή την Τετάρτη 19 Ιουλίου 2018 σε ηλικία 57 ετών(1960-19 Ιουλίου 2018). Γεννήθηκε στους Κωνσταντίνους Μεσσηνίας το 1960. Σπούδασε Φιλολογία στην Αθήνα και εργάστηκε στη Μέση Εκπαίδευση στην Καλαμάτα. Για την ποιητική της συλλογή Διηγήματα τιμήθηκε το 2010 από την Ακαδημία Αθηνών με το Βραβείο Γεωργίου Αθάνα του Ιδρύματος Ουράνη. Ανέκδοτα ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά, έντυπα και ηλεκτρονικά. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα ισπανικά, τα ουγγρικά και τα γερμανικά.
«Η ΕΓΝΟΙΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ»
Κάθε φορά που ταχυδρομεί ένα βιβλίο του
– αφιερωμένο εξαιρετικά –
για την τύχη του αγωνιά.
Θα διαβαστεί;
Θα πεταχτεί;
Θα ξεχαστεί
σε μια γωνιά;
Και σκέφτεται μοιραία
τη συλλογή του Καρυωτάκη
αφιερωμένη – κι άκοπη –
στη βιβλιοθήκη του Καβάφη.
«Η ΑΓΑΠΗ ΔΥΝΑΜΩΝΕΙ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΕΤΡΑ»
Ανθίζουν σπίτια ταπεινά
όρθια μετράνε τούς αιώνες.
Κυλάει το ποτάμι της αγάπης
το αίμα που δε γίνεται νερό,
κι όπως στεριώνει τις γενιές
την πέτρα δυναμώνει.
Αρχοντικά περήφανα ρημάξαν.
Μεσοτοιχίες εχθρικές μοιράσανε τις σάλες
—πού να περάσουν οι ψυχές
πού να βρει κοίτη η αγάπη —
σαλεύουν απ’ τη θέση τους
γκρεμίζονται και οι πέτρες.
Γιατί η αγάπη στερεώνει και την πέτρα
«ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΗ»
Καθώς τις νύχτες καθρεφτίζομαι
στις σελίδες με τα παλιά μου ποιήματα
-δεν είναι παρά λίγοι επίμονοι στίχοι-
βλέπω πως η σκιά μου μεγάλωσε
και δε χωρώ στο ποίημα
περισσεύω.
Τότε έγραφα στις αμμουδιές με ήλιο τη σκιά μου
και όπως είπε ο ζωγράφος-χρόνια θήτευε στο φως
το φεγγάρι γεννά τις μεγάλες σκιές
ο ήλιος τις επίμονες.
Μεγάλωσαν οι νύχτες μου
τα σύνεργα πανάλαφρα, βγαίνω με το φεγγάρι
κι όλο προβάρω και φορώ
παλιά, καινούργια ποιήματα
μακριές μεγάλες νύχτες.
Στις 20 Ιουλίου 2015 απεβίωσε ο Νίκος Χουλιαράς σε ηλικία 75 ετών(Οκτώβριος 1940 - 20 Ιουλίου 2015) Ήταν ζωγράφος, γλύπτης, συγγραφέας, ποιητής και τραγουδοποιός. Έγραψε ποίηση, διηγήματα και μυθιστορήματα, ενώ έγραψε στίχους και συνέθεσε μελωδίες. Φιλοτέχνησε ακόμη εξώφυλλα βιβλίων και δίσκων ενώ υπήρξε ο πρώτος που διασκεύασε παλιούς ηπειρώτικους δημοτικούς σκοπούς. Διηγήματά του έχουν μεταφερθεί στην τηλεόραση, ενώ το μυθιστόρημα ο Λούσιας έγινε τηλεοπτική σειρά.
«ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ»
Τις νύχτες που ξαγρύπναγες
Κοιτώντας ένα αστέρι
Τι τάχα να σου είπανε
Κι έγινες περιστέρι;
Μη σού’πανε για το νερό
Μη σού’παν για τον ήλιο;
Τις ώρες που ξαπόσταινες
Από το χαμογέλιο
Τα μάτια σου ανοιγόκλεινες
Στα ρόδα της αγάπης
«ΕΤΣΙ ΕΙΝΑΙ»
Έτσι είναι
κουράστηκα να σε ψάχνω
σε τούτες τις πόλεις
που δεν τελειώνουν
Έτσι είναι
Πώς θα ’θελα να ήμουν
ένα πεζούλι πέτρινο
κάτω απ’ τα χέρια του ήλιου
Πώς θα ’θελα να ήμουν
ένα τραγούδι άγνωστο
πάνω απ’ τα πέλαγα της γης
Πώς θα ’θελα να ήμουν μια κιθάρα
που παίζει μόνη της
πάνω από τις μεγάλες
χιονισμένες μέρες
Έτσι είναι
λησμόνησα το σχήμα
το σχήμα της σκιάς σου
πάνω στην άσφαλτο
Έτσι είναι
Πώς θα ’θελα να ήμουν
η άκρη από το στάχυ
στο πέρασμα του ανέμου
Πώς θα ’θελα να ήμουν
το πετραδάκι του ήλιου
Ο Κ. Γ. Καρυωτάκης (30 Οκτωβρίου 1896 - 21 Ιουλίου 1928)θεωρείται ως ο κυριότερος εκφραστής της σύγχρονης λυρικής ποίησης και τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από τριάντα γλώσσες. Για το έργο του έχουν γραφεί εκατοντάδες εργασίες και βιβλία, πραγματοποιήθηκαν δεκάδες ειδικά συνέδρια. Στις 21 Ιουλίου 1928, το απόγευμα 4.30 μ.μ., και σε ηλικία μόλις 32 ετών, ο Κώστας Καρυωτάκης περπάτησε από το καφενείο «Ουράνιος Κήπος» της Βρυσούλας προς τη θέση Βαθύ της Μαργαρώνας, μια απόσταση περίπου 400 μέτρων. Ξάπλωσε κάτω από έναν ευκάλυπτο και αυτοκτόνησε με πιστόλι στην καρδιά. Η τότε χωροφυλακή τράβηξε φωτογραφία του πτώματος η οποία έχει δημοσιευθεί και τον δείχνει κουστουμαρισμένο, με ψαθάκι και με το χέρι με το πιστόλι στο στήθος. Στην τσέπη του κουστουμιού του πτώματος του Κώστα Καρυωτάκη βρέθηκε επιστολή που γράφει τα εξής:
«Εἶναι καιρὸς νὰ φανερώσω τὴν τραγωδία μου. Τὸ μεγαλύτερό μου ἐλάττωμα στάθηκε ἡ ἀχαλίνωτη περιέργειά μου, ἡ νοσηρὴ φαντασία καὶ ἡ προσπάθειά μου νὰ πληροφορηθῶ γιὰ ὅλες τὶς συγκινήσεις, χωρὶς τὶς περισσότερες, νὰ μπορῶ νὰ τὶς αἰσθανθῶ. Τὴ χυδαία ὅμως πράξη ποὺ μοῦ ἀποδίδεται τὴ μισῶ. Ἐζήτησα μόνο τὴν ἰδεατὴ ἀτμόσφαιρά της, τὴν ἔσχατη πικρία. Οὔτε εἶμαι ὁ κατάλληλος ἄνθρωπος γιὰ τὸ ἐπάγγελμα ἐκεῖνο. Ὁλόκληρο τὸ παρελθόν μου πείθει γι' αὐτό. Κάθε πραγματικότης μοῦ ἦταν ἀποκρουστική.
Εἶχα τὸν ἴλιγγο τοῦ κινδύνου. Καὶ τὸν κίνδυνο ποὺ ἦρθε τὸν δέχομαι μὲ πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω γιὰ ὅσους, καθὼς ἐγώ, δὲν ἔβλεπαν κανένα ἰδανικὸ στὴ ζωή τους, ἔμειναν πάντα ἕρμαια τῶν δισταγμῶν τους, ἢ ἐθεώρησαν τὴν ὕπαρξή τους παιχνίδι χωρὶς οὐσία. Τοὺς βλέπω νὰ ἔρχονται ὁλοένα περισσότεροι μαζὶ μὲ τοὺς αἰῶνες. Σ' αὐτοὺς ἀπευθύνομαι.
Ἀφοῦ ἐδοκίμασα ὅλες τὶς χαρές (!!!), εἶμαι ἕτοιμος γιὰ ἕναν ἀτιμωτικὸ θάνατο. Λυποῦμαι τοὺς δυστυχισμένους γονεῖς μου, λυποῦμαι τὰ ἀδέλφια μου. Ἀλλὰ φεύγω μὲ τὸ μέτωπο ψηλά. Ἤμουν ἄρρωστος.
Σᾶς παρακαλῶ νὰ τηλεγραφήσετε, γιὰ νὰ προδιαθέση τὴν οἰκογένειά μου, στὸ θεῖο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, ὁδός Μονῆς Προδρόμου, πάροδος Ἀριστοτέλους, Ἀθήνας»
Κ.Γ.Κ.
[Υ.Γ.] Καὶ γιὰ ν' ἀλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω ὅσους ξέρουν κολύμπι νὰ μὴν ἐπιχειρήσουνε ποτὲ νὰ αὐτοκτονήσουν διὰ θαλάσσης. Ὅλη νύχτα ἀπόψε ἐπὶ δέκα ὧρες, ἐδερνόμουν μὲ τὰ κύματα. Ἤπια ἄφθονο νερό, ἀλλὰ κάθε τόσο, χωρὶς νὰ καταλάβω πῶς, τὸ στόμα μου ἀνέβαινε στὴν ἐπιφάνεια. Ὡρισμένως, κάποτε, ὅταν μοῦ δοθεῖ ἡ εὐκαιρία, θὰ γράψω τὶς ἐντυπώσεις ἑνὸς πνιγμένου».
Κ.Γ.Κ.
Ακόμα και σήμερα υπάρχουν απορίες και αντιθέσεις στην ερμηνεία αυτής της επιστολής
Στις 23 Ιουλίου 1996 απεβίωσε μετά από μακροχρόνια ασθένεια στην Αθήνα η Διαλεχτή Ζευγώλη-Γλέζου (1907- 23 Ιουλίου 1996) Η θεματολογία της ποίησης της περιστρέφεται γύρω από επαναλαμβανόμενους άξονες: τα γηρατειά, η σκιά του επερχόμενου θανάτου, η γαλήνη μπροστά στην αναπόφευκτη μοίρα, η ήρεμη αναπόληση τω περασμένων, το πρόβλημα του χρόνου, η νοσταλγία της παλιάς ζωής στη γενέτειρα, οι αντιφάσεις της «μοντέρνας» ζωής.
Πέρασε κι’ έσβυσε το χτες και πάει με τ’ άλλα τα σβυστά.
Kι’ εξέφτυσε το σήμερα σα ρόδο απάνω στο κλωνί.
Tο αύριο, το μεθαύριο, μοιάζουνε βλέφαρα κλειστά
που των ματιών δε ξαίρομε μαύρο το χρώμα γιά ουρανί.
(από τα Τραγούδια της Μοναξιάς, Μουσικά Χρονικά 1931)
Η ΑΓΕΡΙΝΗ ΚΛΩΣΤΗ
Είν΄η ζωή μας μια μετάξινη κλωστή που όλο και τρέμει
ίδιο στο χειμωνιάτικο βοριά και στο καλοκαιριάτικο μελτέμι.
Είναι μια μετάξινη, αδύνατη κλωστή
έτοιμη να κοπεί την πάσαν ώρα
και να χαθεί στην πεινασμένη, άπονη γη
σαν την πεσμένη απ΄το δεντρί ώριμη οπώρα
Πέφτει στη γη η αέρινη κλωστή κι όλοι μαζί της πέφτουνε καημοί και πόθοι……………..
Ποιός να την κλώθει τη μετάξινη κλωστή;
Ποιός να την κλώθει;
Στις 24 Ιουλίου πέθανε ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης(1824- 1879). Ήταν ένας από τους πιο διακεκριμένους Επτανήσιους ποιητές του 19ου αιώνα Τα θέματά του αντλούνται από την Επαναστατική και προεπαναστατική εποχή, την Λατινοκρατία, τους αγώνες των κλεφτών, των αρματολών και των Σουλιωτών. Κυρίαρχο μέτρο στην ποίησή του είναι ο δημοτικός ομοιοκατάληκτος δεκαπεντασύλλαβος, ο οποίος στα τελευταία του ποιήματα εγκαταλείπεται. Ο Βαλαωρίτης είναι από τους πρώτους λογοτέχνες που θεματογραφεί ηθογραφικά στοιχεία στην Ελληνική λογοτεχνία. Η ποίησή του ήταν πάντοτε γραμμένη στη δημοτική, οι πρόλογοι όμως και τα σχόλια που τα συνόδευαν γραμμένα στην καθαρεύουσα.
«ΤΟ ΞΕΡΙΖΩΜΕΝΟ ΔΕΝΤΡΟ» (ἀπόσπασμα)
«Δέντρο, πῶς κοίτεσαι νεκρὸ στὸν ἄμμο τοῦ γιαλοῦ μου;
Ποιὸ χέρι σὲ ξερρίζωσε, ποιὰ δύναμη σ᾿ ἐπῆρε
ἀπὸ τὴ ράχη τοῦ βουνοῦ καὶ σ᾿ ἔρριξε στὸ κῦμα;...
Ἐσένα τὰ γεράματα δὲ σ᾿ εἶχαν σαρακώσει
στὰ ἀτάραγα κλωνάρια σου ἑκατοστάδες χρόνοι
χωρὶς νὰ τὰ λυγίσουνε, ἐστέκαν σωριασμένοι,
στὴ σιδερένια φλούδα σου, χωρὶς νὰ τήνε γδάρῃ,
τοῦ λόγγου τ᾿ ἀγριοδάμαλο τὰ κέρατα ἐτροχοῦσε.
Πές μου, πῶς κοίτεσαι νεκρό, ρουπάκι, στὸ γιαλό μου;»
Στις 26 Ιουλίου πέθανε ο Τάκης Παπατσώνης (1895 – 1976) Ο Τάκης Παπατσώνης τοποθετείται από τους ιστορικούς της λογοτεχνίας στην ποιητική γενιά του τριάντα, ως μια ιδιαίτερη όμως περίπτωση που υπερβαίνει τις όποιες κατηγοριοποιήσεις. Η ποιητική του Παπατσώνη αποτελεί ένα ιδιαίτερο μείγμα φαινομενικά ετερόκλιτων στοιχείων. Από την μία πλευρά διακρίνουμε σε αυτήν μια θρησκευτικής υφής ατμόσφαιρα και από την άλλη έναν ευρύτερο στοχασμό πάνω στα ανθρώπινα που, υφολογικά, αντλεί δάνεια και από την καβαφική τεχνοτροπία. Ο Παπατσώνης ανήκει στην γενιά των ποιητών του μεσοπολέμου αλλά ή γραφή του παραπέμπει περισσότερο σε μεταγενέστερους ποιητές. Εγκαινίασε την χρήση του ελεύθερου στίχου ως εισηγητής στην νεότερη και μοντέρνα ελληνική ποίηση και ένα μέρος από την θεματολογία του προέρχεται από την ευρύτερη σφαίρα της θρησκείας και κινείται στο μεταίχμιο μεταξύ ανατολικής και δυτικής πολιτιστικής παράδοσης .Το ποιητικό του έργο χαρακτηρίζουν ποικίλες δημιουργικά αφομοιωμένες επιδράσεις και έντονα προσωπικό ύφος στα πλαίσια του μυστικιστικού και θεολογικού στοχασμού του.
«ΘΕΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ»
Όνειρα, πια, σκιά μου,
που σου φοβίζαν τις νύχτες
δεν θα ξαναρθούν, οι νύχτες
μικρύναν κι αλαφρώσαν, κι εμείς,
δεν το αισθάνθηκες ακόμη; ―γινήκαμε
οι ήρωες ενός καλού μεγάλου Ονείρου.
«ΕΝ ΩΡΑ ΘΕΡΙΝΗ»
Έχω αντικρύ μου τις δήθεν δροσιές αυτού του κήπου.
Πότε πια θα περάσει ο μπερδεμένος κόμπος των ζεστών ημερών.
Πότε πια θα περάσουμε τον κατάξερο κάβο των ζεστών ημερών.
Πιέζομαι να καταλάβω αυτό που λένε Θαύμα του Ήλιου.
Αυτό που λένε φως της Ελλάδας ή Απολλώνιαν Αίγλη,
ο μισός εαυτός μου μονάχα το νιώθει,
ο άλλος μισός το απωθεί.
Άλλωστε με το να παρατραβά ο κόμπος των ζεστών ημερών, έγινε μια σκονισμένη μουντάδα όλος ο ουρανός•
και τα βουνά με τις γαλήνιες γραμμές, Πεντέλες, Υμηττοί,
είναι σαν είδη για ξεσκόνισμα, τόσο βουτημένα
στις ανταύγειες της δύσπνοιας.
Έφυγε και ο Απόλλωνας,εφύγαν κι οι Δρυάδες,
πάνε μακριά από την αναμμένη πέτρα
«IF ONLY»
Ω, αν μόνο κάποτε έρθει ο καιρός,
η μόνωση πλησίον μιας παραλίας μακρινής
να πληροί όλα τα φοβερά κενά της ζωής και των νυχτών της,
όλους τους αγώνες με το Άγνωστο και το Μαύρο, – τούτο μόνο θ’ αρκούσε,
όλα νάταν λυμένα τα μυστήρια τ’ αγωνιώδη. (απόσπασμα)
Στις 26 Ιουλίου 2004 στον Μόλυβο της Λέσβου, άφησε την τελευταία του πνοή από καρδιακή προσβολή ο λογοτέχνης Νάσος Θεοφίλου σε ηλικία 64 ετών. Έγραψε διήγημα, μυθιστόρημα και διάφορα ιδιόμορφα λογοτεχνικά είδη. Τα γραπτά του διακρίνονται από το στοιχείο της φαντασμαγορίας, της δημιουργίας ενός ιδιαίτερου μικρόκοσμου με αρκετά παράδοξα, σκιές κι οράματα από το βαθύτερο ανθρώπινο ψυχισμό, απροσδόκητες εξελίξεις
.
…Στο Μόλυβο μια μέρα
φρεσκάρισε ο καιρός,
θολώσαν τα νεράκια,
φουρτούνιασε ο χορός.
Οι μουσικές βροντούσαν
κι αστράφταν οι καρδιές.
Πλημμύρα τα ποτήρια,
μελτέμια οι μυρωδιές.
Ετρίζανε τα στήθια
και πάφλαζε ο ντουνιάς,
τα χνώτα κι οι ανάσες,
αγέρι η καταχνιά….
Στο Μόλυβο μια μέρα
φρεσκάρισε ο καιρός,
κι ο χρόνος, τα ρολόγια
της θάλασσας αφρός.
Διψούσε η ψυχή μας,
φουσκώσαν τα πανιά
και τ’ άστρα απ’ το μεθύσι
λαμπάκια στα σχοινιά.
Ζωγραφιστό σε κάδρο
καράβι αλλοτινό
μας πήρε για ταξίδι
σε κύμα κι ουρανό.
Στις 29 Ιουλίου 1919 γεννήθηκε ο Μίλτος Σαχτούρης.
«29 ΙΟΥΛΙΟΥ»
29 Ιουλίου, αποφράδα ημέρα
της μη γεννήσεώς μου
βρίσκομαι βαθιά μες στα νερά
της θάλασσας του Πόρου
νεοφώτιστος
συντροφιά με τους φίλους μου
τα ψάρια.
Ο Σαχτούρης αν και επηρεάστηκε από τον υπερρεαλισμό δεν αφομοιώθηκε απ' αυτόν. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι ξέφυγε από αυτόν αποκτώντας μια καθαρά προσωπική φωνή. Μπορεί όμως με ευκολία να χαρακτηριστεί ποιητής του παραλόγου και του συμβολισμού. Η γλώσσα των ποιημάτων του είναι ελλειπτική, λιτή, τραγική,σκυθρωπή και σοβαρή. Επίσης η ποίησή του ως προς τη δομή είναι ενιαία, δηλαδή εμπειρίες οι οποίες συνεχώς αναπαράγονται με μια κυκλική φορά, ενώ διακρίνει κανείς μια έντονη εικονοποιία. Ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά, είναι ένας πρωτοποριακός ποιητής, με αντοχή στο χρόνο. Ο Σαχτούρης είναι ποιητής του κλειστού χώρου, αντιηρωικός, εκφραστής και απολογητής της κατακερματισμένης και καθημαγμένης ανθρώπινης ύπαρξης. Απορρίπτει την παραδοσιακή γραφή και στρέφεται στον συμβολισμό και τον υπερρεαλισμό. Έφυγε από τη ζωή στις 29 Μαρτίου του 2005.
«Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΠΟΙΗΤΗΣ»
Δὲν ἔχω γράψει ποιήματα
μέσα σε κρότους
μέσα σε κρότους
κύλησε ἡ ζωή μου
Τὴ μιὰν ἡμέρα ἔτρεμα
τὴν ἄλλην ἀνατρίχιαζα
μέσα στὸ φόβο
μέσα στὸ φόβο
πέρασε ἡ ζωή μου
Δὲν ἔχω γράψει ποιήματα
δὲν ἔχω γράψει ποιήματα
μόνο σταυροὺς
σὲ μνήματα
καρφώνω
«ΤΑ ΛΥΠΗΜΕΝΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ»
Εἶναι τὰ λυπημένα Χριστούγεννα 1987
εἶναι τὰ χαρούμενα Χριστούγεννα 1987
ναί, τὰ χαρούμενα Χριστούγεννα 1987!
σκέπτομαι τόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα...
Ἄ! ναὶ εἶναι πάρα πολλά.
Πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε
ὁ Διονύσιος Σολωμὸς
πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε
ὁ Νίκος Ἐγγονόπουλος
πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε
ὁ Μπουζιάνης πόσα ὁ Σκλάβος
πόσα ὁ Καρυωτάκης
πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα
πέρασε ὁ Σκαλκώτας
πόσα
πόσα
Δυστυχισμένα Χριστούγεννα τῶν Ποιητῶν.
«Η ΑΓΡΥΠΝΙΑ»
Ὅλοι κοιμοῦνται
κι ἐγὼ ξαγρυπνῶ
περνῶ σὲ χρυσὴ κλωστὴ
ἀσημένια φεγγάρια
καὶ περιμένω νὰ ξημερώσει
γιὰ νὰ γεννηθεῖ
ἕνας νέος ἄνθρωπος
μέσ᾿ στὴν καρδιά μου
τὴν παγωμένη
ἀπὸ ἄγρια φαντάσματα
καὶ τόση μαύρη πίκρα.
Στις 29 Ιουλίου γεννήθηκε ο Ιωάννης Γρυπάρης (Σίφνος, 29 Ιουλίου 1870 – Αθήνα, 13 Μαρτίου 1942) μεταφραστής, λογοτέχνης εκπαιδευτικός, στέλεχος του Υπουργείου Παιδείας και διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου. Ο Γρυπάρης συνέβαλε τα μέγιστα στην αναβίωση του αρχαίου δράματος με τις θεωρούμενες πλέον ως κλασικές μεταφράσεις του των αρχαίων τραγωδιών και για αυτόν τον λόγο έγινε γνωστός περισσότερο ως μεταφραστής Ο Ιωάννης Γρυπάρης έκανε ιδιαίτερη αίσθηση στο χώρο των Γραμμάτων με τις δύο αλλεπάλληλες εκδόσεις της ποιητικής συλλογής του «Σκαραβαίοι και Τερακότες» που κυκλοφόρησαν το Δεκέμβριο του 1919 και τον Ιανουάριο του 1920, οπότε και τιμήθηκε με το Αριστείο Γραμμάτων. Στην ποίηση επηρεάστηκε από τον συμβολισμό και τον παρνασσισμό και θεωρείται ότι εντάσσεται στα πλαίσια της Νέας Αθηναϊκής Σχολής.
«ΤΟ ΩΡΑΙΟ ΝΗΣΙ»
Τὸ ὡραῖο νησὶ ποὺ ὁ πόθος του μ᾿ ἀνάβει,
φαντάζομαι πὼς φεύγει κι ἀρμενίζει.
Σὰ πλῶρες τὸν ἀφρὸ σκορποῦν οἱ κάβοι.
Στῶν δέντρων τους ἱστούς, ἀγέρας τρίζει.
Τὸ δρόμο ποὺ ξεκίνησε δὲ παύει
κι ἂν οὔτε πάει μπρὸς οὔτε ποδίζει,
μὰ πάντα σὰν ὀρθόπλωρο καράβι
δίχως ἐμέ, τοῦ Αἰγαίου τὸ κῦμα σκίζει.
Δίχως ἐμέ! καὶ μέσα στὴ χαρά μου
Σὰ νύφη ἀπ᾿ τὰ στέφανα τοῦ γάμου
πῆρε τὸ πλοῖο καὶ πάει καὶ δὲ γυρνᾷ,
ἐνῷ ἀπ᾿ τὸ βράχο, ποὺ ἔρημο καὶ μόνο
μ᾿ ἔρριξ᾿ ἡ μοῖρα, βλέπω νὰ περνᾷ
καὶ μ᾿ ἄκρα απελπισιά τὰ χέρια ἁπλώνω.
«ΥΠΝΟΥ ΔΑΚΡΥΑ»
Μπρόβαλε μέρα λιβανὴ κι ὀνειροξεδιαλύτρα
νὰ διώξῃς τὰ ἠσκιώματα τοῦ ὕπνου
ἀπὸ κοντά μου·
μπρόβαλε μέρα, κοίμισε
τὴν ὑπνοφαντασιά μου,
ποὺ ἐνῷ κοιμοῦμαι ξαγρυπνᾷ ἡ νυχτοπαρωρίτρα.
Γιατὶ νεκρούς, γιατὶ χλωμοὺς
σὰν μαραμένα κίτρα,
μὲς στὰ παράξενα πολὺ καὶ ἄγρια πολὺ ὄνειρά μου,
εἶδα καὶ τοὺς πενήντα γυιοὺς τοῦ παλαιοῦ Πριάμου
καὶ τὴν Ἑκάβη ἐπάνω τοὺς βουβὴ μοιρολογήτρα.
Δάκρι δὲν εἶχε στὸ στεγνὸ γεροντικό της μάτι
καὶ -μόσχον ἀξεθύμαστο- τὸν πόνο της ἐκράτει
μέσα στὰ στήθια της κλειστὸν ἀπ᾿ τοὺς παλιούς τους χρόνους.
Μὰ ἐσύ, καρδιά μου, πέτρινη
γιὰ τὰ δικά σου πάθη,
δάκρυα ἀρχινᾷς στὸν ὕπνο σου
νὰ χύνῃς γι᾿ ἄλλου πόνους
σὰν σταλαχτίτες τοῦ γκρεμνοῦ ἀπ᾿ τῆς σπηλιᾶς τὰ βάθη!
«ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΦΩΣ»
Mεσουρανίς η ολόφεγγη η Σελήνη
λαμποκοπά κι αστράφτει πέρα ως πέρα
το φως της μες στον έρημον αιθέρα
της νύχτας όλα τάλλα φώτα σβήνει.
Mα εκεί βαθιά που ροδοφέγγει η μέρα
όταν μικρή ζωή στη νύχτα μείνη,
έν' άστρο λίγο μα δικό του χύνει
φως τρέμιο από την άγνωστή του σφαίρα.
K' είπα: τέτοιο καλό μακριά 'πό μένα,
αφού κοντά σε μεγαλεία ξένα
ό,τι σιμώνει το δικό του χάνει,
Καλύτερα μακριά και μοναχός μου!
σε μια άγνωστη κρυφή γωνιά του κόσμου
λίγο μα και δικό μου φως με φτάνει.
26.07.2019 Σε ηλικία 74 ετών «έφυγε» ο Χριστόφορος Λιοντάκης. Ο Χριστόφορος Λιοντάκης (1945–2019) ήταν βραβευμένος ποιητής και μεταφραστής. Ανήκε στην αποκαλούμενη Γενιά του '70, μαζί με άλλους συγγραφείς που άρχισαν να δημοσιεύουν τα έργα τους κατά τη δεκαετία του 1970. Το Υπουργείο Πολιτισμού της Γαλλίας τον ονόμασε Ιππότη της Τάξεως Γραμμάτων και Τεχνών και ο Δήμος Ηρακλείου του απένειμε το βραβείο Νίκου Καζαντζάκη. Το 2012 τιμήθηκε με το βραβείο Ποίησης του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών, για το σύνολο του έργου του. Στην ποίησή του προσπαθεί να συμφιλιώσει τα προσωπικά του οράματα και τις αναμνήσεις της παιδικής και εφηβικής ηλικίας με τον παράλογο και αντιφατικό σημερινό κόσμο. Πέθανε στις 26 Ιουλίου 2019, μετά από προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε.
«ΣΤΗΝ ΟΧΘΗ ΤΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ»
Εδώ στην όχθη της λογικής,
της εγκατάλειψης,
της άρνησης των παλιών ημερών.
Εδώ μη ρωτάς για ο, τι βλέπεις.
Το φως της αυριανής ημέρας,
μη ρωτάς για ο, τι βλέπεις,
δε θα ζητήσει ποτέ την γνώμη σου.
Μη προσπαθείς να μάθεις
πότε θα`ναι η σειρά σου,
μη λεηλατείς τα χαμόγελα που σου προσφέρουν.
Κράτησε την ανάμνηση
από το άρωμα κάποιας χειραψίας,
δεν είναι λίγη ανταμοιβή.
Εδώ στην όχθη της λογικής,
της εγκατάλειψης.
«ΑΝΤΙΔΟΤΟ»
Μια θλίψη που δεν λέει να πάρει όνομα –
πάντα σκοντάφτει η γλώσσα.
Λόγια που λοιδόρησα και χλεύασα
κι αργότερα μέσα από άλλα στόματα τα αγάπησα.
Και πάντα η μέθεξη από εκείνα τα μισοσπασμένα λόγια
τότε που το φως έκοψε την πλαγιά στα δυο
υπονοώντας μετάνοια στο δροσερό σκοτάδι.
Η χειροπιαστή λευκότητα της μανόλιας
αντίδοτο στις δρόγες της καθημερινότητας.
Επιμέλεια- Επιλογή υλικού και φωτογραφιών : Ιωάννα Βλάχου
Πηγή : Διαδίκτυο