Οι τρεις Μοίρες σε φλαμανδικό χαλί τοίχου του 16ου αιώνα
Η λέξη
"μοίρα" προέρχεται από το αρχαίο ρήμα:μείρομαι, δηλαδή
μοιράζω.
Κάπως έτσι ορίζεται το μερίδιο που αντιστοιχεί στον καθέναν μας από τη μοιρασιά
του συνόλου.
Οι Μοίρες είναι οντότητες της αρχαίας ελληνική μυθολογίας, που παριστάνονταν
συνήθως, ως τρεις γυναικείες μορφές που κλώθουν. Η κλωστή που κρατούν στα χέρια
τους, συμβολίζει την ανθρώπινη ζωή, δεικνύοντας έτσι το πόσο μικρή και αδύναμη
μπορεί αυτή να είναι.
Οι Αρχαίοι πίστευαν πως το νήμα της ζωής το έγνεθαν οι
Μοίρες δυο φορές κατά τη διάρκειά της: μία κατά τη γέννηση και μία κατά το
γάμο, γιατί ήταν δύο γεγονότα σημαντικά για την παραπέρα πορεία της.
Στον Ησίοδο οι Μοίρες είναι κόρες της Νύχτας ή του
Δία και τις Θέμιδας. Στα ομηρικά έπη παρουσιάζονται ως μία και μόνη: η «Αίσα ή
Μοίρα», η οποία είναι σύνθρονη του Δία και δίνει σε κάθε θνητό το μερίδιό του
από τις χαρές και τις λύπες, ορίζοντας έτσι το πεπρωμένο του. Συχνά οι αρχαίοι
Έλληνες τη Μοίρα, την Αίσα, την Ειμαρμένη ή την Ανάγκη, την έβαζαν πάνω και από
τους θεούς.
|
Η θεά Τύχη |
Ο Πίνδαρος πρόσθεσε στις τρεις Μοίρες την Τύχη, που θεωρεί
μάλιστα ότι έχει μεγαλύτερο κύρος από τις άλλες αδελφές της. Αλλά την αρχική
τριάδα ξανασυναντάμε και αργότερα στον Πλάτωνα που στο έργο του Πολιτεία
τις ονομάζει κόρες της Ανάγκης και τις παρουσιάζει καθισμένες σε ένα θρόνο, η
καθεμιά τους με χιτώνες λευκούς και στεφάνια στο κεφάλι τους να συνοδεύουν με
τη φωνή τους την αρμονία που βασιλεύει στις ουράνιες σφαίρες.
Οι Μοίρες είναι επομένως οι δυνάμεις που
ευθύνονται για τα καλά και τα κακά της ζωής του κάθε θνητού, από τη γέννηση
μέχρι το θάνατό του. Παίρνουν την δύναμή τους από τον Δία. ο οποίος για το λόγο
αυτό καλείται και «Μοιραγέτης». Στις Μοίρες υπακούουν μέχρι και οι θεοί, οι
οποίοι έχουν όμως τη δύναμη να την αλλάζουν. Μια αλλαγή τέτοια όμως θα
διατάρασσε την αρμονία του σύμπαντος κόσμου.
Η Ατροπος
Μια από αυτές είναι η Άτροπος , που συμβολίζει το παρελθόν, κόβει χωρίς τον παραμικρό
δισταγμό, όταν έρθει η ώρα, την κλωστή της ζωής των ανθρώπων.
Η Άτροπος συμβολικά κρατά ψαλίδι (όπως βλέπουμε και στην εικόνα). Αλλά γιατί
πρέπει να κόβει το νήμα της ζωής και μάλιστα με ψαλίδι κι όχι με κάτι άλλο
κοφτερό;
Γιατί με το ψαλίδι συμβολίζεται ο άγραπτος
νόμος . Η Άτροπος κρατά το λεγόμενο κάρμα των προηγούμενων ζωών , που συνδέεται
με τον άνθρωπο και με τον απόκρυφο νόμο που απαλλασόμαστε απ' αυτό.
Έτσι, με το ψαλίδι συμβολικά η Άτροπος κόβει με ακρίβεια ανάμεσα στα δυο
αντίθετα του καλού και του κακού.
Η Άτροπος αντιπροσώπευε το
παρελθόν· ό,τι έχει περάσει είναι αμετάκλητο. Εξέφρασε το αναπόφευκτο, το
μοιραίο αλλά και το άτεγκτο και το δογματικό στη ζωή των ανθρώπων
Waterhouse."The Spinner"
Η Κλωθώ αντιπροσωπεύει το παρόν
στη ζωή των ανθρώπων και θεωρείται η μεγαλύτερη από τις άλλες δύο. Πιστευόταν
ότι έκλωθε με τη ρόκα της το νήμα της ζωής του κάθε ανθρώπου, το πεπρωμένό του,
που τον συνόδευε μέχρι το θάνατό του.
Η Λάχεση αντιπροσώπευε το μέλλον
της ζωής των ανθρώπων, επειδή το τέλος, σύμφωνα με τη φύση, εκδηλώνεται σε όλα
τα πράγματα. Όριζε τη διάρκεια της ζωής του κάθε ανθρώπου μετρώντας με το ραβδί
της.
Στην Ιλιάδα ο Όμηρος παρουσιάζει το
Δία να υποχωρεί, όντας ανίκανος να αλλάξει το μέλλον του γιου τουΣαρπηδόνα, έτοιμος να
υποκύψει στα τραύματα τουΠάτροκλου, επειδή η τύχη
του του γράφει να σκοτωθεί. Η ειμαρμένη ήταν ο νόμος που διείπε τον κόσμο,
νόμος που τον είχε θεσπίσει ο Δίας και που ήταν υποχρεωμένος να υπακούσει και ο
ίδιος
Ενδεικτικός για το ρόλο που έπαιζαν οι Μοίρες στη γέννηση
του ανθρώπου είναι ο μύθος του Μελέαγρου. Όταν μια γυναίκα θέλησε να μάθει την
τύχη του νεογέννητου γιου της, παραφύλαξε τις Μοίρες, τη νύχτα που θα έρχονταν
να αποφασίσουν για τη ζωή του μωρού· άκουσε λοιπόν από την Κλωθώ πως θα γίνει
όμορφο και από τη Λάχεση πως θα γίνει δυνατό. Η Άτροπος όμως, φώναξε πως
πρόκειται το παιδί να πεθάνει σε λίγο κι έδειξε ένα πυρωμένο ξύλο που καιγόταν
στο τζάκι. Έπειτα, είπε πως αυτό θα συμβεί μόλις το δαυλί αποκαεί. Αφού έφυγαν
οι Μοίρες από την κάμαρα, η μητέρα άρπαξε το μισοκαρβουνιασμένο ξύλο, το έσβησε
και το έχωσε βαθιά μέσα σε μια κασέλα. Κράτησε για χρόνια κρυφό το μυστικό της
ζωής του γιου της κι εκείνος μεγάλωνε κι ομόρφαινε
. Όταν κάποτε πήγε για κυνήγι μαζί με τον αδερφό της μητέρας του, μάλωσε μαζί
του για τη μοιρασιά και, πάνω στο θυμό του, τον σκότωσε. ΄Οταν εκείνη το έμαθε,
έτρεξε αμέσως στην κασέλα, έβγαλε το δαυλί και το έριξε στη φωτιά. Μόλις κάηκε
εντελώς, ο γιος της άφησε την τελευταία του πνοή.
ΑΡΧΑΙΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
Προσευχή στις Μοίρες
Ακούστε, Μοίρες, που κάθεστε κοντά στους θεούς,
πλάι στο θρόνο του Δία, και με τις διαμαντένιες σας σαϊτες
υφαίνετε μύριους άφευκτους δόλους για κάθε λογής βουλές,
Αίσα, Κλωθώ και Λάχεση, κόρες της Νύχτας
με τα όμορφα χέρια, ακούστε τις προσευχές μας,
τρομαχτικές θεότητες του ουρανού και της γής.
στείλτε μας την Ευνομία με τον ρόδινο κόρφο
και τις λαμπρόθρονες αδελφές της, τη Δίκη και
τη στεφανωμένη Ειρήνη, και βοηθήστε τούτη την πόλη
να λησμονήσει την κακή τύχη που της πιέζει το στήθος.*
*μετάφραση, Ι. Ν. Καζάζης http://idrymapoiisis.blogspot.gr/
Πίνακας του Γκόγια
Νὺξ δ᾽ ἔτεκεν ………
Καὶ Μοίρας καὶ Κῆρας ἐγείνατο νηλεοποίνους,
[Κλωθώ τε Λάχεσίν τε καὶ Ἄτροπον, αἵτε βροτοῖσι
γεινομένοισι διδοῦσιν ἔχειν ἀγαθόν τε
κακόν τε,]
αἵτ᾽ ἀνδρῶν τε θεῶν τε παραιβασίας ἐφέπουσιν·
220
οὐδέ ποτε λήγουσι θεαὶ δεινοῖο χόλοιο,
πρίν γ᾽ ἀπὸ τῷ δώωσι κακὴν ὄπιν, ὅς τις ἁμάρτῃ.
Έπειτα η Νύχτα γέννησε.......
.............................
Και τις Μοίρες και τις Κήρες τις ανέσπλαχνες εκδικήτρες
[την Κλωθώ, τη Λάχεση και την Άτροπο,
που στους θνητούς την ώρα που γεννιούνται
χορηγούν το καλό και το κακό],
θεών και ανθρώπων παραβάσεις επιβλέπουν και
Ουδέποτε οι θεές σταματούν το φοβερό τους μένος,
πριν επιβάλλουν τιμωρία αυστηρή
σ’ όποιον διαπράξει σφάλμα.
απόδοση: Ματσιαρόκου Χρυσούλα
ΠΙΝΔΑΡΟΣ
(Ο Πίνδαρος αναφέρει ότι και στους πρώτους Ολυμπιακούς αγώνες οι Μοίρες έστησαν
θυσία ώστε να είναι καλότυχοι οι αγώνες, όπως και έγινε και κράτησαν για τόσο
μεγάλο χρονικό διάστημα)
..... τινὲς δὲ οὕτως· ἐκρύπτετο
νιφάδι,
τῇ περὶ τὸν Οἰνόμαον ἀδοξίᾳ. 58dB A
<ἐν πρωτογόνῳ τελετᾷ:> ἐν τῇ πρώτῃ
γεγενημένῃ
θυσίᾳ αἱ Μοῖραι ἔστησαν, ὡς ταύτην εὔμοιρον γενέσθαι,
καὶ ὁ τὴν ἀλήθειαν πᾶσαν πᾶσι φανερῶν Χρόνος,
ἐνδεικνύμενος ὅτι ἐπὶ πολὺν
χρόνον τελεσθήσεται.
Πίνακας Friedrich Paul Thumann
(Ο Πορφύριος αναφέρει τις δυνάμεις που διέπουν τις ΜοίρεςJ
Η Κλωθώ επιβλέπει την γονιμότητα, την αναπαραγωγή
Η Λάχεσις έχει οριστεί να εξασφαλίζει την τροφή
Η Άτροπος φέρεται όπως ορίζει το ύψιστο ον,
κατά το απαραίτητον του Θεού, το οποίο εφόσον
ορίζεται από ανώτερη δύναμη, είναι αδυσώπητο,
άκαμπτο και αναπόφευκτο.
Πάλιν δ' αὖ αἱ Μοῖραι ἐπὶ τὰς
δυνάμεις αὐτῆς ἀναφέρονται,
ἡ μὲν Κλωθὼ ἐπὶ τὴν γεννητικήν, Λάχεσις δὲ ἐπὶ τὴν
θρεπτικήν,
Ἄτροπος δὲ ἡ κατὰ τὸ ἀπαραίτητον τοῦ θεοῦ.
ΟΜΗΡΟΣ
Στον Όμηρο το πεπρωμένο αναφέρεται ως γυναικεία θεότητα που
λέγεται Αίσα. Ήταν θεά, ταυτόσημη με τις Μοίρες, μια και το όνομα της είναι ενδεικτικό
του μεριδίου αλλά και του δικαίου, που διέπει τον ύψιστο τον αθανάτων τον Δία.
Ἦ οὐκ
ἀίεις ὅτι
πάντας ὅσοι χθονὶ ναιετάουσιν
ἀνθρώπους ὀλοὴ περιπέπταται ἄσχετος Αἶσα
οὐδὲ θεῶν ἀλέγουσα, τόσον σθένος ἔλλαχε μούνη;
...............................................
Χόλου δέ οἱ οὔ τι ἔγωγε αἴτιος, ἀλλά
τις
Αἶσα πολύστονος ἥ
μιν ἐδάμνα.
Μ ΜΑΛΑΚΑΣΗΣ «Μοῖρες»
Nous sommes rendues a la lumiere du jour; A
La verite, nous ne sommes plus des personnes.
SECOND FAUST
Ἀργά, βαρειὰ κι ἀκόμα σὰν βγαλμένα,
Μέσ᾿ ἀπὸ νύχτες μακρινὲς ἄγνωστων χρόνων,
Ἀπάνω στὰ λιθόστρωτα ἀντηχοῦν συρμένα,
Κάποια χαμένα βήματα, λησμονημένα,
Τὰ μυστικὰ παράπονα τῶν παραπόνων.
Ἀδύνατα κορμάκια, ἀποσωμένα,
Πρόσωπα ποὺ δὲ φαίνεστε μὲς στὸ σκοτάδι,
Μάτια μεγάλα, μαῦρα, ἀραχνιασμένα,
Καὶ στεναγμοὶ βγαλμένοι μέσ᾿ ἀπὸ τὸν Ἅδη,
Φαντάσματα σκυφτά, μαυροντυμένα,
Ποῦ ἀφήνετε
τοὺς τάφους σας βράδυ σὲ βράδυ.
Καὶ δείχνετε, δὲ λέτε, περπατεῖτε
μόνον,
Μὲ τὰ
βουβὰ παράπονα τῶν παραπόνων.
John Melhuish Strudwick «A Golden Thread»
Τ. ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ "σκοτεινή μοίρα"
μες στις αστραφτερές παγίδες
τις κόρες των γυμνών ματιών σου
τη σκοτεινή εκείνη θάλασσα των τροπικών
που λαχταράει τον ξάστερο ουρανό
τους μυστικούς βυθούς όπου ελλοχεύει
γεμάτη αγκίδες κι άρωμα μεθυστικό
μετά τις τόσες μάταιες απόπειρες λεηλασίας
τυλίγομαι στα μαύρα σύννεφα
και τον κατακλυσμό δακρύων των μαλλιών σου
μα στέλνεις τις σκιές σου αδιάκοπα
να απλωθούν στους ώμους μου
ζητάς βοήθεια απεγνωσμένα
με ήχους που δεν κρυσταλλώνονται
καμιά προσποιητή αδιαφορία
μα όπως δεν θέλεις να σωθείς
και διάλεξες ν' ακολουθήσεις χωρίς δισταγμό
τον τελικό αυτό δρόμο της φωτιάς
καθώς με βεβαιότητα ορθώνεται μπροστά
Ά, στο λαό πώς μ' έριξεν η μοίρα,
πώς μ'έκρουσε στην θείαν ανατροφή
και μ'άφησεν ο δύσμοιρος και πήρα
τη χλεύη, τη βρισιά και τη ντροπή!
Όχλε λαέ, βαρβάρων σπέρμα νόθο,
πού τη βρίσκεις την κρίση και χτυπάς
στη ρίζα τον ακόρεστό μου πόθο.
Ά, μαστρωπέ, στην άβυσσο με πας!
Αθηνά Κοτσόβολου "Μοίρα"
Ζωγραφίζαμε σχήματα πάνω στην σκόνη
Τρίγωνα τετράγωνα κύκλους κι ευθείες
Και σε θυμάμαι να μιλάς για σημασιολογίας συμβολισμούς
Και αριθμολογίες.
Κρύψε την Ταρό τράπουλα σου
Κι άλλη φορά στο χω πει
Αν πιστεύεις τόσο στη μοίρα
Είναι σαν να αποδέχεσαι απλά κι αμαχητί
Την αναπότρεπτη ήττα σου
Εμείς όμως πολεμήσαμε στ αλήθεια
Κι είναι κάτι που δεν μπορείς να αμφισβητήσεις.
Καπνίζαμε….
Σε θυμάμαι να βήχεις σε κάθε ρουφηξιά
Αργότερα οι γιατροί θα απέδιδαν σε αυτό
Ένα βαρύτατο έμφραγμα
Ύστερα κτύπαγες το χέρι στο τραπέζι οργισμένος
‘Μόνος θα μείνω κι αναπότρεπτα το χρέος θα πληρώσω
Μάνα μου μάνα μου μάνα μου
Με γέννησες με αίμα κι οφείλω να ματώσω
Με γέννησες με πόνο κι οφείλω να πονέσω.
Χρέος μου είναι να παλεύω
Μόνος ενάντια σε όλους…..
ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Rosário Andrade
Στίχοι: Λίνα Νικολακοπούλου
Μουσική: Σταμάτης Κραουνάκης
Την ώρα που γεννιόμουνα σχολάγανε οι μοίρες
μονάχη μου καθόμουνα κι απ’ τη ζωή κρατιόμουνα
κρατιόμουνα σ’ ένα καφάσι μπίρες
μονάχη μου καθόμουνα κι απ’ τη ζωή κρατιόμουνα
κι ονειρευόμουνα σ’ ένα καφάσι μπίρες
Την ώρα που περπάτησα μου φέραν και τα δώρα
μια νύχτα μόνο κράτησα κι απάνω της γονάτισα
γονάτισα και μου ’λεγαν προχώρα
μια νύχτα μόνο κράτησα κι απάνω της ξεστράτισα
και παραστράτησα στην πρώτη κατηφόρα
Φωτιά κι ανάσταση καρδιά πονάς και σπάσ’ τα εσύ
τα χρόνια που ’φτασα να ζω
φωτιά και δύναμη καρδιά τρελή κι αδύναμη
στον κόσμο που ’ρθαμε χορτάσαμε γκρεμό
Τα λόγια σου τα ψεύτικα φαρμάκι κι αγωνία
μονάχη μου παντρεύτηκα σε βρήκα σ’ ερωτεύτηκα
παιδεύτηκα σ’ αυτή την κοινωνία
μονάχη μου παντρεύτηκα σε βρήκα σ’ εμπιστεύτηκα
και ρεζιλεύτηκα στην παλιοκοινωνία
Φωτιά κι ανάσταση καρδιά πονάς και σπάσ’ τα εσύ
τα χρόνια που ’φτασα να ζω
φωτιά και δύναμη καρδιά τρελή κι αδύναμη
στον κόσμο που ’ρθαμε χορτάσαμε γκρεμό
Kovács Margit
Στο πεπρωμένο σου να δίνεις σημασία
και να προσέχεις πώς βαδίζεις στη ζωή
όταν κοιμάσαι άλλος γράφει ιστορία
και κάποιος παίζει τη δική σου την ψυχή
Όλοι έχουμε γραμμένο που το λένε πεπρωμένο
και κανένας δεν μπορεί να τ’ αποφύγει
δεν υπάρχει θεωρία ούτε τρένα ούτε πλοία
κι ο καθένας το παλεύει όπως ξέρει και μπορεί
από παιδί στον ύπνο μου έβλεπα φωτιές
Για την αγάπη όσα κι αν δίνεις είναι λίγα
και να το ξέρεις πως δεν έχει ανταμοιβή
δώστα και φύγε και μη χάνεις ευκαιρία
στο περιθώριο μη βάζεις την ψυχή
Όλοι έχουμε γραμμένο που το λένε πεπρωμένο
και κανένας δεν μπορεί να τ’ αποφύγει
δεν υπάρχει θεωρία ούτε τρένα ούτε πλοία
κι ο καθένας το παλεύει όπως ξέρει και μπορεί
από παιδί στον ύπνο μου έβλεπα φωτιές
Nornir by Lund
Οι Νορν (norn, πληθυντικός nornir) της σκανδιναβικής μυθολογίας είναι τρεις γριές που ονομάζονται Ουρντ (Urd, δηλαδή αυτό που έχει γίνει), Βερντάντι (Verdandi, αυτό που γίνεται) και Σκουλντ (Skuld, το πρέπον).
Κατοικούν κάτω από τις ρίζες του Υγκντράσιλ, του παγκόσμιου δέντρου στο κέντρο του κόσμου (αν και κάποιες διηγήσεις αναφέρουν πως ζουν πάνω από τη Γέφυρα Μπιφρόστ), όπου υφαίνουν το κέντημα των μοιρών. Η ζωή κάθε ανθρώπου είναι μια κλωστή στον αργαλειό τους, και το μήκος της κλωστής είναι το μήκος της ζωής του προσώπου.
Έτσι καθετί έχει τον προορισμό του στη Σκανδιναβική θρησκεία: ακόμα και οι θεοί έχουν τις δικές τους κλωστές, αλλά οι νορν δεν τους αφήνουν να τις δουν. Αυτή η υποταγή των θεών σε μια δύναμη πέρα από τον έλεγχό τους και η συνέπειά της, ότι δηλαδή και αυτοί θα έχουν ένα τέλος, είναι μείζονα θέματα της λογοτεχνίας που περιβάλλει τη σκανδιναβική μυθολογία.
Οι τρεις υφάντρες γριές που ελέγχουν το πεπρωμένο υπάρχουν σε ένα βαθύ μυθικό επίπεδο, αν και πιθανά όχι τόσο παλιό όσο η τέχνη της υφαντουργίας. Το αντίστοιχο των Νορν στους Έλληνες ήταν οι Μοίρες, που ήταν γνωστές στους Ρωμαίους ως Πάρκε (Parcae).
Στον Μάκβεθ του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ τρεις αδερφές λένε στον πρωταγωνιστή το πεπρωμένο του.