Ο Κώστας Καρυωτάκης (Τρίπολη 30 Οκτωβρίου – Πρέβεζα 21 Ιουλίου 1928) ήταν Έλληνας ποιητής και πεζογράφος. Θεωρείται ως ο κυριότερος εκφραστής της σύγχρονης λυρικής ποίησης και τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από τριάντα γλώσσες. Η ποίησή του διδάσκεται σε αρκετά Πανεπιστήμια της Ελλάδας αλλά και του εξωτερικού.Για το έργο του έχουν γραφεί εκατοντάδες εργασίες και βιβλία, πραγματοποιήθηκαν δε δεκάδες ειδικά συνέδρια.
Ο Κώστας Καρυωτάκης γεννήθηκε στην Τρίπολη, γιος του νομομηχανικού Γεωργίου Καρυωτάκη και της Αικατερίνης το γένος Σκάγιαννη. Είχε μια αδερφή και έναν αδερφό. Παρακολούθησε εγκλύκλια μαθήματα σε διάφορα μέρη της Ελλάδας λόγω των συνεχών μεταθέσεων του πατέρα του. Το 1913 ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές σπουδές του στα Χανιά, όπου συνδέθηκε συναισθηματικά με την Άννα Σκορδούλη (δεσμός που κράτησε ως το 1922). Το Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας, από όπου αποφοίτησε το 1917. Το 1918 επισκέφτηκε την οικογένειά του στη Θεσσαλονίκη και συνελήφθη ως ανυπότακτος. Αναγκάστηκε να καταταγεί, λίγο αργότερα όμως γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας και πήρε αναστολή στράτευσης. Στις αρχές του 1919 προσπάθησε να λειτουργήσει προσωπικό δικηγορικό γραφείο χωρίς επιτυχία. Τον ίδιο χρόνο στρατεύτηκε ξανά και τον Οκτώβριο διορίστηκε υπουργικός γραμματέας Α΄ στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης, όπου παρέμεινε ως τον Φλεβάρη του 1920. Τον ίδιο χρόνο απαλλάχτηκε από τα στρατιωτικά του καθήκοντα ως ανίκανος και μετατέθηκε στην Άρτα. Ακολούθησαν μεταθέσεις στις νομαρχίες Κυκλάδων και Αττικοβοιωτίας, όπου το 1922 γνωρίστηκε με τη Μαρία Πολυδούρη, επίσης νομαρχιακή υπάλληλο την εποχή εκείνη.
|
Κ. Καρυωτάκης - Αυτοπροσωπογραφία |
Η Πολυδούρη ερωτεύτηκε τον Καρυωτάκη με πάθος και η σύντομη σχέση τους την οδήγησε στην απελπισία. Το φθινόπωρο του 1923 ο Καρυωτάκης παραιτήθηκε από τη θέση του και διορίστηκε στην κεντρική Υπηρεσία του υπουργείου Πρόνοιας στην Αθήνα. Το 1924 ταξίδεψε στη Γερμανία και την Ιταλία. Δυο χρόνια αργότερα ταξίδεψε με αναρρωτική άδεια στη Ρουμανία μαζί με το συνθέτη ξάδερφό του Θ.Δ. Καρυωτάκη και στο τέλος του χρόνου μετατέθηκε στο τμήμα Αγαθοεργών Ιδρυμάτων. Είχαν τότε ξεκινήσει οι μεθοδεύσεις των ανωτέρων του εναντίον του λόγω της έντονης συνδικαλιστικής του δράσης. Το 1927 μετατέθηκε στο τμήμα Λοιμωδών Νόσων και το 1928 εκλέχτηκε Γενικός Γραμματέας του Δ.Σ. της Ενώσεως Δημοσίων Υπαλλήλων Αθηνών και συμμετείχε στην Οικονομική Επιτροπή της Συνομοσπονδίας Δημοσίων Υπαλλήλων, ενώ αποσπάστηκε για πέντε μήνες στην Πάτρα. Στη θέση του στην Αθήνα επέστρεψε το Μάη του ίδιου χρόνου και αμέσως μετά από ένα σύντομο ταξίδι στο Παρίσι μετατέθηκε στην Πρέβεζα, όπου τον Ιούλιο αυτοπυροβολήθηκε , στην παραλιακή τοποθεσία Άγιος Σπυρίδων, σε ηλικία τριάντα τριών ετών. Η ενασχόληση του Καρυωτάκη με τη λογοτεχνία ξεκίνησε σε ερασιτεχνικό επίπεδο γύρω στο 1912 όταν άρχισε να δημοσιεύει τα πρώτα του ποιήματα σε λαϊκές εφημερίδες και περιοδικά (Παρνασσός, Ελλάς), ενώ σ’ όλη του τη ζωή ασχολήθηκε παράλληλα με τη σκιτσογραφία. Συνέχισε να δημοσιεύει στίχους και στα φοιτητικά του χρόνια, και το 1916 πραγματοποίησε μια διάλεξη στην αίθουσα εμποροϋπαλλήλων για τον ποιητή Ζοζέ Μαρία ντε Ερεντιά. Στις αρχές του 1919 ξεκίνησε τη συνεργασία του με το Νουμά και εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Ο πόνος του ανθρώπου και των πραγμάτων και το σατιρικό περιοδικό Γάμπα (μαζί με το φίλο του Άγη Λεβέντη), που γνώρισε επιτυχία, απαγορεύτηκε όμως μετά το έκτο τεύχος από τη λογοκρισία.
Συνεργάστηκε επίσης με τα περιοδικά Μούσα, Λόγος (Κων/πολης), Νέα Ζωή (Αλεξάνδρειας), Έσπερος (Σύρου), Νέα Τέχνη, Νέα Εστία, Εμείς (όπου το 1924 δημοσίευσε το ποίημα Ένα σπιτάκι, που συμπεριέλαβε στις Ελεγείες και Σάτιρες και αφιέρωσε στην Πολυδούρη) κ.α. Το 1920 πήρε το β’ βραβείο στο Φιλαδέλφειο ποιητικό διαγωνισμό για την ανέκδοτη ποιητική συλλογή του Τραγούδια της πατρίδας. Το βραβείο παρέλαβε ο φίλος του Χαρίλαος Σακελλαριάδης, καθώς ο Καρυωτάκης νοσηλευόταν τότε στο Στ΄ Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αθηνών. Το 1921 δημοσίευσε τα Νηπενθή, τη δεύτερη ποιητική συλλογή του και έγραψε τη θεατρική επιθεώρηση Πελ - Μελ μαζί με το Σακελλαριάδη (ενώ σημειώνεται επίσης το χαμένο μονόπρακτο θεατρικό έργο του Ο Άρρωστος, γραμμένο το 1920). Τελευτάια ποιητική συλλογή του είναι η Ελεγεία και Σάτιρες, που τυπώθηκε το 1927. Έγραψε επίσης πεζογραφήματα και μεταφράσεις και το 1928 δημοσίευσε το άρθρο Ανάγκη Χρηστότητος: Το Δημοσιοϋπαλληλικόν Ζήτημα. Ο Καρυωτάκης θεωρείται ως ο σημαντικότερος εκφραστής του λεγόμενου νεορομαντικού πνεύματος στην αθηναϊκή ποίηση του Μεσοπολέμου (στον ίδιο χώρο τοποθετούνται ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, ο Τέλος Άγρας, ο Κλέων Παράσχος, ο Μήτσος Παπανικολάου, ο Κώστας Ουράνης και άλλοι). Ξεκινώντας από το χώρο του συμβολισμού με επιρροές από τους Μαλακάση, Βάρναλη αλλά και Heine και Laforgue οδηγήθηκε σταδιακά από τη ρομαντική αναζήτηση μιας βιώσιμης ζωής και την ονειροπόληση στη σάτιρα και το σαρκασμό, με προσανατολισμό τόσο την προσωπική ζωή όσο και τον ευρύτερο κοινωνικό και πολιτικό χώρο. Η ιδιαίτερη σχέση της ζωής του Καρυωτάκη με την εξέλιξη της ποίησής του και ο πρόωρος δραματικός θάνατός του, υπήρξαν καθοριστικοί παράγοντες στη διαμόρφωση της αντιμετώπισης του έργου του από τους μεταγενέστερους ποιητές, τη λογοτεχνική κριτική και το αναγνωστικό κοινό.
Εργογραφία
(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις)
Ι.Ποίηση
• Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραγμάτων. Αθήνα, 1919.
• Νηπενθή· Ποιήματα βραβευμένα στο Φιλαδέλφειο Διαγωνισμό. Αθήνα, 1921.
• Ελεγεία και Σάτιρες. Αθήνα, Αθηνά, χ.χ.
ΙΙ.Πεζά
• Δεσποινίς Bovary. Αθήνα, Κέδρος, 1994.
ΙΙΙ.Δοκίμια
• Ανάγκη χρηστότητος· Ένα λανθάνον κείμενο κοινωνικής πολιτικής· Επιμέλεια – Σημειώσεις – Σχόλια Γιάννης Παπακώστας. Αθηνά, Φιλιππότης, 1986.
ΙV. Μετάφραση
• Ποιητικές μεταφράσεις· Δίγλωσση έκδοση. Αθήνα, Γραφή, 1980.
V.Συγκεντρωτικές εκδόσεις
• Άπαντα έμμετρα και πεζά. Αθήνα,1938.
• Άπαντα τα ευρισκόμενα · Τόμος πρώτος· Επιμέλεια Γ.Π.Σαβίδη. Αθήνα, 1965.
• Άπαντα τα ευρισκόμενα · Τόμος δεύτερος· Επιμέλεια Γ.Π.Σαββίδη. Αθήνα, 1966.
• Ποιήματα και πεζά· Επιμέλεια Γιώργος Σαββίδης. Αθήνα, Ερμής, 1972.
• Ποιητικές μεταφράσεις · Δίγλωσση έκδοση. Αθήνα, Γραφή , 1980.
• Οι μεταφράσεις του Κ.Γ. Καρυωτάκη. Αθήνα, Το Ροδακιό, 1994.
|
Ο Κώστας Καρυωτάκης νεκρός, στο Βαθύ Πρέβεζας (1928). |
Η τελευταία επιστολή
Στην τσέπη του κουστουμιού του πτώματος του Κώστα Καρυωτάκη βρέθηκε επιστολή που γράφει τα εξής: «Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περισσότερες, να μπορώ να τις αισθανθώ. Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι' αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική. Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ' αυτούς απευθύνομαι. Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές (!!!), είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τα αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ήμουν άρρωστος. Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέση την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας» Κ.Γ.Κ. [Υ.Γ.] Και για ν' αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ωρισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου». Κ.Γ.Κ. (Κώστας Γ. Καρυωτάκης).
Το περιοδικό Η Γάμπα
O Κώστας Καρυωτάκης δεν ήταν απλά ένας "καταραμένος ποιητής". Πολύ πριν το διορισμό του στο δημόσιο και την επαφή του μ' έναν περιβάλλον εργασίας κι έναν τρόπο ζωής που δεν ανταποκρινόταν στα προσωπικά του ιδανικά (και αποτέλεσε τη θρυαλλίδα του τέλους του), ο Καρυωτάκης είχε κάνει μια απόπειρα σατιρικής σταδιοδρομίας εκδίδοντας το εβδομαδιαίο, σατιρικό περιοδικό "Η Γάμπα" από κοινού με τον φίλο του Άγη Λεβέντη το Σεπτέμβριο του 1919.
Το περιοδικό είχε προκαλέσει αίσθηση, αλλά κυκλοφόρησαν μόνο έξι τεύχη. Τα περισσότερα ποιηματάκια που δημοσιεύονταν είχαν τολμηρούς, ερωτικούς στίχους, το περιεχόμενο των οποίων θεωρούνταν αρκετά "προκλητικό" για τα υπερβολικά σεμνά ήθη της εποχής.
http://www.gampa.gr/
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
[Eίμαστε κάτι...]
Eίμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες
κιθάρες. O άνεμος, όταν περνάει,
στίχους, ήχους παράφωνους ξυπνάει
στις χορδές που κρέμονται σαν καδένες.
Eίμαστε κάτι απίστευτες αντένες.
Yψώνονται σα δάχτυλα στα χάη,
στην κορυφή τους τ' άπειρο αντηχάει,
μα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένες.
Eίμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις,
χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε.
Στα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσις.
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Mας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.
Από τα Ποιήματα και Πεζά, Ερμής 1972
Εμβατήριο Πένθιμο και Κατακόρυφο
Στο ταβάνι βλέπω τους γύψους.
Mαίανδροι στο χορό τους με τραβάνε.
H ευτυχία μου, σκέπτομαι, θά 'ναι
ζήτημα ύψους.
Σύμβολα ζωής υπερτέρας,
ρόδα αναλλοίωτα, μετουσιωμένα,
λευκές άκανθες ολόγυρα σ' ένα
Aμάλθειο κέρας.
(Tαπεινή τέχνη δίχως ύφος,
πόσο αργά δέχομαι το δίδαγμά σου!)
Όνειρο ανάγλυφο, θα 'ρθώ κοντά σου
κατακορύφως.
Oι ορίζοντες θα μ' έχουν πνίξει.
Σ' όλα τα κλίματα, σ' όλα τα πλάτη,
αγώνες για το ψωμί και το αλάτι,
έρωτες, πλήξη.
Ά! πρέπει τώρα να φορέσω
τ' ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνι.
Έτσι, με πλαίσιο γύρω το ταβάνι,
πολύ θ' αρέσω.
Από τα Ποιήματα και Πεζά, Ερμής 1972
Αισιοδοξία
Aς υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει
στο μαύρο αδιέξοδο, στην άβυσσο του νου.
Aς υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάση
μ’ αυτοκρατορικήν εξάρτυση πρωινού
θριάμβου, με πουλιά, με το φως τ’ ουρανού
και με τον ήλιον όπου θα τα διαπεράσει.
Aς υποθέσουμε πως είμαστε εκειπέρα,
σε χώρες άγνωστες της Δύσης, του Bορρά·
ενώ πετούμε το παλτό μας στον αέρα,
οι ξένοι βλέπουνε περίεργα, σοβαρά.
Για να μας δεχτεί κάποια λαίδη τρυφερά,
έδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα.
Aς υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύρος
άξαφνα εφάρδυνε, μα εστένεψαν, κολλούν
τα παντελόνια μας, και, με του πτερνιστήρος
το πρόσταγμα, χιλιάδες άλογα κινούν.
Πηγαίνουμε -σημαίες στον άνεμο χτυπούν-
ήρωες σταυροφόροι, σωτήρες του Σωτήρος.
Aς υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει
από εκατό δρόμους τα όρια της σιγής,
κι ας τραγουδήσουμε, το τραγούδι να μοιάσει
νικητήριο σάλπισμα, ξέσπασμα κραυγής-
τους πυρρούς δαίμονες, στα έγκατα της γης,
και, ψηλά, τους ανθρώπους να διασκεδάσει.
Από τα Ποιήματα και Πεζά, Ερμής 1972
|
«Αισιοδοξία», χειρόγραφο του Κώστα Καρυωτάκη |
Kυριακή
O ήλιος ψηλότερα θ' ανέβει
σήμερα που 'ναι Kυριακή.
Φυσάει το αγέρι και σαλεύει
μια θημωνιά στο λόφο εκεί.
Tα γιορτινά θα βάλουν, κι όλοι
θα 'χουν ανάλαφρη καρδιά:
κοίτα στο δρόμο τα παιδιά,
κοίταξε τ' άνθη στο περβόλι.
Tώρα καμπάνες που χτυπάνε
είναι ο Θεός αληθινός.
Πέρα τα σύννεφα σκορπάνε
και μεγαλώνει ο ουρανός.
Άσε τον κόσμο στη χαρά του
κι έλα, ψυχή μου, να σου πω,
σαν τραγουδάκι χαρωπό,
ένα τραγούδι του θανάτου.
Από τα Ποιήματα και Πεζά, Ερμής 1972
Mικρή Aσυμφωνία εις A μείζον
A! κύριε, κύριε Mαλακάση,
ποιος θα βρεθεί να μας δικάσει,
μικρόν εμέ κι εσάς μεγάλο,
ίδια τον ένα και τον άλλο;
Tους τρόπους, το παράστημά σας,
το θελκτικό μειδίαμά σας,
το monocle που σας βοηθάει
να βλέπετε μόνο στο πλάι
και μόνο αυτούς να χαιρετάτε
όσοι μοιάζουν αριστοκράται,
την περιποιημένη φάτσα,
την υπεροπτική γκριμάτσα
από τη μια μεριά να βάλει
της ζυγαριάς, κι από την άλλη
πλάστιγγα να βροντήσω κάτου,
μισητό σκήνωμα, θανάτου
άθυρμα, συντριμμένο βάζον,
εγώ, κύμβαλον αλαλάζον.
A! κύριε, κύριε Mαλακάση,
ποιος τελευταίος θα γελάσει;
Από τα Ποιήματα και Πεζά, Ερμής 1972
Μυγδαλιά
Κι ακόμα δεν μπόρεσα να καταλάβω
πώς μπορεί να πεθάνει μια γυναίκα
που αγαπιέται.
Εχει στον κήπο μου μια μυγδαλιά φυτρώσει
κι είν' έτσι τρυφερή που μόλις ανασαίνει·
μα η κάθε μέρα, η κάθε αυγή τηνε μαραίνει
και τη χαρά του ανθού της δε θα μου δώσει.
Κι αλίμονό μου! εγώ της έχω αγάπη τόση...
Κάθε πρωί κοντά της πάω και γονατίζω
και με νεράκι και με δάκρυα την ποτίζω
τη μυγδαλιά που 'χει στον κήπο μου φυτρώσει.
Αχ, της ζωούλας της το ψέμα θα τελειώσει·
όσα δεν έχουν πέσει, θα της πέσουν φύλλα
και τα κλαράκια της θε ν' απομείνουν ξύλα.
Την άνοιξη του ανθού της δε θα μου δώσει
Κι όμως εγώ ο φτωχός της είχ' αγάπη τόση...
Θάλασσα
Ομως τα στήθια που τα ταράζει κάποιο
θανάσιμο πάθος δεν θα γαληνέψουν
Τα σύννεφα γιγάντικα φαντάζουν κι ασημένια
στο μολυβένιον ουρανό
σαν τα χτυπά του ήλιου το φως· σαν τα χτυπά ο αγέρας
φεύγουνε πίσω απ' το βουνό.
Κι είναι θεριό η θάλασσα. Το παρδαλό της χρώμα
δίνει της -- μπλαβό εκεί μακριά,
πιο δώθε ανοιχτοπράσινο κι ακόμα δώθε γκρίζο --
κάποια παράξενη θωριά.
|
Με τη Μαρία Πολυδούρη |
Αγαπημένη
Ι
Βρεθήκαμε μονάχοι στο μπαλκόνι∙
μας έσπρωξε κει πάνου αυτή η φροντίδα
που τα πουλιά στα δέντρα ζευγαρώνει.
Ολόφωτη στα σκοτεινά την είδα.
Η νύχτα με τη νύχτα των ματιών της
παράβγαινε —μα, μάταια— στη μαυρίλα∙
κάθε άστρο μπρος στ΄ αστέρια των ματιών της
τρεμόσβηνε σαν άλαδη καντήλα.
Τα μάτια της τα μάργαρα… Η ματιά της
εβύθιζε, πλατιά και γοργοφτέρα,
στα τρίπαχα σκοτάδια τη φωτιά της
κι επέταγε όλο πέρα κι όλο πέρα,
Σε κόσμους ονειρόβγαλτους, σε μάκρη
ανείδωτα. Στο δροσομάγουλό της
εκύλησε διαμάντινο ένα δάκρυ
και πρόδωσε το μαύρο στοχασμό της.
Εδάκρυσα. Τρεμάμενη η φωνή μου
ακούστηκε δειλή, κομματιασμένη
(την άκουσε, την άκουσε η καλή μου;):
«Ω, πάψε πια, μην κλαις, αγαπημένη».
ΙΙ
Σε πέπλο συνεφένιο τυλιγμένο
εφάνηκε —κι ακλούθησε με χάρη
το δρόμο του τον ωριοχαραγμένο
μ’ αστέρια κι απ’ αστέρια —το φεγγάρι.
Οι αχτίδες του που παίζουν στο σκοτάδι
σιμά της σαν περνούνε, απαλαφήνουν
στη σάρκα της ζεστό ένα φωτοχάδι
και στα μαλλιά χρυσόσκονη της χύνουν.
Τα σκότια πια βαριά δεν την τυλίγουν
και κρούσταλο το δάκρυ της δε βρέχει
το μάγουλο∙ οι ματιές μας γλυκοσμίγουν
κι η σκέψη μας μακριά τώρα δεν τρέχει.
Μια δύναμη γιγάντινη τραβάει
και φέρνει το ένα στ’ άλλο τα κορμιά μας,
τα χείλια μας μια δύναμη κολλάει,
μια δύναμη πληθαίνει τα φιλιά μας.
Ξημέρωνε. Τρεμάμενη η φωνή μου
ακούστηκε μες στα φιλιά πνιγμένη
(την άκουσε, την άκουσε η καλή μου;)
«Ω, φίλα, φίλα, φίλα, αγαπημένη».
Ελεγεία και Σάτιρες, 1927
Τι να σου πω, φθινόπωρο
Τι να σου πω, φθινόπωρο, που πνέεις από τα φώτα
της πολιτείας και φτάνεις ως τα νέφη τ' ουρανού;
Ύμνοι, σύμβολα, ποιητικές, όλα γνωστά από πρώτα,
φυλλορροούν στην κόμη σου τα ψυχρά άνθη του νου.
Γίγας, αυτοκρατορικό φάσμα, καθώς προβαίνεις
στο δρόμο της πικρίας και της περισυλλογής,
αστέρια με τιο πρόσωπο, με της χρυσής σου χλαίνης
το κράσπεδο σαρώνοντας τα φύλλα καταγής,
είσαι ο άγγελος της φθοράς, ο κύριος του θανάτου,
ο ίσκιος που, σε μεγάλα βήματα· φανταστικά,
χτυπώντας αργά κάποτε στους ώμους τα φτερά του,
γράφει προς τους ορίζοντες ερωτηματικά...
Ενοσταλγούσα, ριγηλό φθινόπωρο, τις ώρες,
τα δέντρα αυτά του δάσους, την έρημη προτομή.
Κι όπως πέφτουνε τα κλαδιά στο υγρό χώμα οι οπώρες,
ήρθα να εγκαταλειφθώ στην ιερή σου ορμή.
Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα
Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα
είδα το βράδυ αυτό.
Κάποια χρυσή, λεπτότατη
στους δρόμους ευωδιά.
Και στην καρδιά
αιφνίδια καλοσύνη.
Στα χέρια το παλτό,
στ' ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνη.
Ηλεκτρισμένη από φιλήματα
θα 'λεγες την ατμόσφαιρα.
Η σκέψις, τα ποιήματα,
βάρος περιττό.
Έχω κάτι σπασμένα φτερά.
Δεν ξέρω καν γιατί μας ήρθε
το καλοκαίρι αυτό.
Για ποιον ανέλπιστη χαρά,
για ποιες αγάπες
για ποιο ταξίδι ονειρευτό.
|
Ο ποιητής στη Συκιά Κορινθίας με μέλη της οικογένειάς του |
Δημόσιοι Υπάλληλοι
Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουν
σαν στήλες δύο δύο μές στα γραφεία.
(Ηλεκτρολόγοι θα 'ναι η Πολιτεία
κι ο Θάνατος, που τους ανανεώνουν.)
Κάθονται στις καρέκλες, μουτζουρώνουν
αθώα λευκά χαρτιά, χωρίς αιτία.
«Συν τη παρούση αλληλογραφία
έχομεν την τιμήν» διαβεβαιώνουν.
Και μονάχα η τιμή τους απομένει,
όταν ανηφορίζουμε τους δρόμους,
το βράδυ στο οχτώ, σαν κορντισμένοι
Παίρνουν κάστανα, σκέπτονται τους νόμους,
σκέπτονται το συνάλλαγμα, του ώμους
σηκώνοντας οι υπάλληλοι οι καημένοι.
[Ω Βενετία]
Ω Βενετία, πόλις από χρυσάφι κι από σμάλτο,
κορόνα στη λαμπρότητα της Αδριατικής,
Μέγα Κανάλι, Γέφυρα των Στεναγμών, Ριάλτο,
ω θύμηση ανεξάλειπτη μιας εκθαμβωτικής
νύχτας, που επερπάτησα στη μυθική πλατεία
του Αγίου Μάρκου, μπρος στο παλάτι των Δουκών,
ακούοντας να σφυρηλατούν τις ώρες μία μία
τα χάλκινα ομοιώματα των δύο στρατιωτών --
πόσο πλάγι σου φαίνονται μικρά και χωρίς βάθος
τα αισθήματα που μας κρατούν ακόμη εδώ στη γη,
εφήμερος η λύπη μας, αταίριαστο το πάθος,
ω αιώνια παράδοση του κάλλους και πηγή!
Πρέβεζα
Θάνατος είναι οι κάργες που χτυπιούνται
στους μαύρους τοίχους και τα κεραμίδια,
θάνατος οι γυναίκες, που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια.
Θάνατος οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι
με τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους,
ο ελαιώνας, γύρω η θάλασσα, κι ακόμη
ο ήλιος, θάνατος μες στους θανάτους.
Θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει
για να ζυγίσει μια «ελλιπή» μερίδα,
θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι,
κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.
Βάσις, Φρουρά, Εξηκονταρχία Πρεβέζης.
Την Κυριακή θ' ακούσουμε την μπάντα.
Επήρα ένα βιβλιάριο Τραπέζης
πρώτη κατάθεσις δραχμαί τριάντα.
Περπατώντας αργά στην προκυμαία,
«Υπάρχω;» λες, κ' ύστερα «δεν υπάρχεις!»
Φτάνει το πλοίο. Υψωμένη σημαία.
Ίσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης.
Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους
αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία...
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία.
|
Η οικογένεια Καρυωτάκη |
ΠΕΖΑ
Ο Κήπος της Αχαριστίας
Θα καλλιεργήσω το ωραιότερο άνθος. Στις καρδιές των ανθρώπων θα φυτέψω την Αχαριστία. Ευνοϊκοί είναι οι καιροί, κατάλληλος ο τόπος. Ο άνεμος τσακίζει τα δέντρα. Στη νοσηρή ατμόσφαιρα ορθώνονται φίδια. Οι εγκέφαλοι, εργαστήρια κιβδηλοποιών. Τερατώδη νήπια τα έργα, υπάρχουν στις γυάλες. Και μέσα σε δάσος από μάσκες, ζήτησε να ζήσεις. Εγώ θα καλλιεργήσω την Αχαριστία.
Όταν έρθει η τελευταία άνοιξις, ο κήπος μου θα 'ναι γεμάτος από θεσπέσια δείγματα του είδους. Τα σεληνοφώτιστα βράδια, μονάχος θα περπατώ στους καμπυλωτούς δρόμους, μετρώντας αυτά τα λουλούδια. Πλησιάζοντας με κλειστά μάτια τη βελούδινη, σκοτεινή στεφάνη τους, θα νιώθω στο απρόσωπο τους αιχμηρούς των στημόνες και θ' αναπνέω το άρωμά τους.
Οι ώρες θα περνούν, θα γυρίζουν τ' άστρα, και οι αύρες θα πνέουν, αλλά εγώ, γέρνοντας ολοένα περσότερο, θα θυμάμαι.
Θα θυμάμαι τις σφιγμένες γροθιές, τα παραπλανητικά χαμόγελα και την προδοτική αδιαφορία.
θα μένω ακίνητος ημέρες και χρόνια, χωρίς να σκέπτομαι, χωρίς να βλέπω, χωρίς να εκφράζω τίποτε άλλο. Θα είμαι ολόκληρος μια πικρή ανάμνησις, ένα άγαλμα που γύρω του θα μεγαλώνουν τροπικά φυτά, θα πυκνώνουν, θα μπερδεύονται μεταξύ τους, θα κερδίζουν τη γη και τον αέρα. Σιγά σιγά οι κλώνοι τους θα περισφίγγουν το λαιμό μου, θα πλέκονται στα μαλλιά μου, θα με τυλίγουν με ανθρώπινη περίσκεψη.
Κάτου από τη σταθερή τους ώθηση, θα βυθίζομαι στο χώμα.
Και ο κήπος μου θα είναι ο κήπος της Αχαριστίας.
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Αλεξανδρινή Τέχνη", Γ' , 8-9, Αύγουστος-Σεπτέμβριος 1929. Το χειρόγραφο σώζεται σήμερα στο αρχείο του Γ.Θ. Καρυωτάκη. Είναι καθαρογραμμένο με μελάνι από τη μια όψη ενός φύλλου 31Χ21 εκ
|
Ο Κώστας Καρυωτάκης (στη μέση) τον Φεβρουάριο του 1927 στο μέγαρο της δούκισσας της Πλακεντίας. Ο ποιητής είναι νευριασμένος γιατί η κοπέλα δίπλα του ετοιμάζεται να του πετάξει μια χιονόμπαλα... πηγή φωτογραφίας
|
Κάθαρσις
Βέβαια. Έπρεπε να σκύψω μπροστά στον ενα και, χαίδεύοντας ηδονικά το μαύρο σεβιότ - παφ, παφ, παφ, παφ -, «έχετε λίγη σκόνη» να είπω «κύριε Aλφα».
Ύστερα έπρεπε να περιμένω στη γωνιά, κι όταν αντίκριζα την κοιλιά του άλλου, αφού θα 'χα επί τόσα χρόνια παρακολουθήσει τα αισθήματα και το σφυγμό της, να σκύψω άλλη μια φορά και να ψιθυρίσω εμπιστευτικά: «Ωχ, αυτός ο Αλφα, κύριε Βήτα...»
Έπρεπε πίσω από τα γυαλιά του Γάμμα, να καραδοκώ την ιλαρή ματιά του. Αν μου την εχάριζε, να ξεδιπλωσω το καλύτερο χαμόγελό μου και να τη δεχθώ όπως σε μανδύα ιππότου ένα βασιλικό βρέφος. Αν όμως αργούσε, να σκύψω για τρίτη φορά γεμάτος συντριβή και ν' αρθρώσω: «Δούλος σας, κύριε μου».
Αλλα πρώτα πρώτα έπρεπε να μείνω στη σπείρα του Δέλτα. Εκεί η ληστεία γινόταν υπό λαμπρούς, διεθνείς οιωνούς, μέσα σε πολυτελή γραφεία. Στην αρχή δεν θα υπήρχα. Κρυμμένος πίσω από τον κοντόπαχο τμηματάρχη μου, θα οσφραινόμουν. Θα είχα τρόπους λεπτούς, αέρινους. Θα εμάθαινα τη συνθηματική τους γλώσσα. Η ψαύσις του αριστερού μέρους της χωρίστρας θα εσήμαινε: «πεντακόσιες χιλιάδες». Ένα επίμονο τίναγμα της στάχτης του πούρου θα έλεγε: «σύμφωνος». Θα εκέρδιζα την εμπιστοσύνη όλων. Και, μια μέρα, ακουμπώντας στο κρύσταλλο του τραπεζιού μου, θα έγραφα εγώ την απάντηση: «Ο αυτόνομος οργανισμός μας, κύριε Εισαγγελεύ...»
Έπρεπε να σκύψω, να σκύψω, να σκύψω. Τόσο που η μύτη μου να ενωθεί με τη φτέρνα μου. Έτσι βολικά κουλουριασμένος, να κυλώ και να φθάσω.
Κανάγιες!
Το ψωμί της εξορίας με τρέφει. Κουρούνες χτυπούν τα τζάμια της κάμαρας μου. Και σε βασανισμένα στήθη χωρικών βλέπω να δυναμώνει η πνοή που θα σας σαρώσει.
Σήμερα επήρα τα κλειδιά κι ανέβηκα στο ενετικό φρούριο. Επέρασα τρεις πόρτες, τρια πανύψηλα, κιτρινωπά τείχη, με ριγμένες επάλξεις. Όταν βρέθηκα μέσα στον εσωτερικό, τρίτο κύκλο, έχασα τα ίχνη σας. Κοιτάζοντας από τις πολεμίστριες, χαμηλά, τη θάλασσα, την πεδιάδα, τα βουνά, ένιωθα τον εαυτό μου ασφαλή. Εμπήκα σ' ερειπωμένους στρατώνες, σε κρύπτες όπου είχαν φυτρώσει συκιές και ροδιές. Εφώναζα στην ερημία. Επερπάτησα ολόκληρες ώρες σπάζοντας μεγάλα, ξερά χόρτα. Αγκάθια κι αέρας δυνατός κολλούσαν στα ρούχα μου. Με ήβρε η νύχτα.
Δημοσιεύτηκε μετά το θάνατο του ποιητή στα Ευρισκόμενα.
|
Ο Καρυωτάκης στο Παρίσι... πηγή φωτογραφίας
ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Η ΥΠΟΓΡΑΦΗ ΤΟΥ Κ. ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ
|
ΠΗΓΕΣ
http://www.snhell.gr/
http://karyotakis.awardspace.com/