Τρίτη 29 Ιουνίου 2021

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ "ΑΡΙΑ(Από τον καιρό της καραντίνας)"

 

Πίνακας - Γιώργος Κωνσταντινίδης 

Σε ένα στενό μπαλκόνι που βγαίνει μισό μέτρο από τον τοίχο στέκει μια γυναίκα στο σούρουπο. Φορά ένα απλό ριχτό φόρεμα και έχει τα μαλλιά της μαζεμένα πρόχειρα. Στο πλάι της ένα τετράχρονο αγόρι κρατάει ένα ηχείο από όπου ακούγεται μια συμφωνική ορχήστρα να παίζει ένα βαλς. Η γυναίκα στρέφεται προς το παιδί και σιγουρεύεται ότι κρατά σωστά το ηχείο και γυρίζει ένα κουμπί που αυξάνει την ένταση. Στρέφεται προς τα μπροστά της, παίρνει βαθιά ανάσα και αρχίζει να τραγουδάει μια γνωστή άρια μιας όπερας. Η φωνή της υψώνεται μέσα την υγρή ατμόσφαιρα του Μαρτίου και κατρακυλάει προς τους 10 ορόφους κάτω απ το μπαλκόνι της μα και προς τις άλλες πολυκατοικίες μπροστά της.
Όσο το λεπτό της σώμα κρέμεται σ αυτή την λουρίδα του μπαλκονιού, η φωνή της που πάλλεται γεμίζει τον αέρα .Ακούγονται φωνές και παλαμάκια από τα απέναντι μπαλκόνια, λες και προσπαθούν να αγκαλιαστούνε με αυτήν την άρια, τώρα που τα χέρια δεν αγγίζουν άλλα χέρια .
Το σούρουπο που βαθαίνει ξεβάφει το χρώμα από όλη την συνοικία, μόνο η σοπράνο φωνή τυλίγει την ατμόσφαιρα μαζί με τις επιδοκιμασίες των γειτόνων στα μπαλκόνια τους.
Το αγόρι κρατώντας το ηχείο κοιτάζει την μαμά του.
Σε μια στιγμή, το μπαλκόνι ξεκολλάει απ τον τοίχο και ενώ η γυναίκα εξακολουθεί να τραγουδάει Βέρντι, πετάει σαν ιπτάμενο χαλί πάνω από το Μιλάνο και ύστερα πάνω από την Ιταλία και η μουσική βρέχει όλη την γη.
Το παιδί έχει αφήσει το ηχείο κάτω και έχει αρχίσει να κλαίει .
Η μητέρα του σταματάει το τραγούδι ,και το παίρνει αγκαλιά.
‘’Τι έπαθες’’,το ρωτάει καθώς ανοίγει την μπαλκονόπορτα για να μπούνε μέσα.





Παρασκευή 25 Ιουνίου 2021

ΕΙΡΗΝΗ ΚΑΝΑΚΑΚΗ "ΤΟ ΑΡΩΜΑ ΤΗΣ ΕΝΤΑΣΗΣ" - ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΦΙΛΝΤΙΣΙ

 

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Το άρωμα της έντασης
1992-1996
Κομοτηνή

Συλλογή από κάτι σαν ποιήματα και πεζo - παίχνιδα της Ειρήνης Κανακάκη
Εκδόσεις : Φίλντισι
Λιανική τιμή: 10 ευρώ +ΦΠΑ
Σελ. 54
ISBN: 978 618 5464 31 3
Οι πίνακες ζωγραφικής που κοσμούν την έκδοση είναι του Βασίλη Σολιδάκη


To άρωμά της

«Όταν εξομολογείσαι, ταυτόχρονα παραχωρείς ένα μέρος της ελευθερίας σου»,
επισημαίνει ο συνονόματος μου στη Σελεστίνα.
Η γραφή της Κανακάκη δεν φοβάται αυτή την συν-διαχείριση με τον αναγνώστη της.
Αιχμηρή, επιθετική και αιμάσουσσα δεν καταφέρνει να κρύψει την αφάνταστη
τρυφερότητά της.
Το άρωμα του ταλέντου διαποτίζει κάθε σελίδα της ιδιαίτερής της γραφής σε μια
περιήγηση στον ανελέητο λαβύρινθο των παθών, στα «άοσμα μονοπάτια» του στερημένου
κόσμου με μόνο αντίδωρο μια καρδιά που σπαράζει για τα ανθρώπινα και το μέλλον τους.
Ένα μέλλον χαμένο, σε μιαν Αριστερά το ίδιο χαμένη με το μέλλον της και τα
στερεότυπά της. Χαμένοι όλοι, όλες και όλα!
Τουλάχιστον, η Κανακάκη έχει για παρηγοριά το άρωμα του σπάνιου ταλέντου της.

Ζαχαρίας Ρόχας
Συνοδοιπόρος


Τα Ρέστα Μου Στο Παραμύθι

Πρωταγωνιστές, αλλόκοτο ζευγάρι, το άρωμα και η ένταση.
Απόκρημνες οι γωνιές του έρωτά τους και τα φευγιά τους
συνοδεύονται από κουβέντες βαριές και βρόμικες.
Το πάθος τους όμως, ηχεί στις αλλεπάλληλες επιστροφές τους.
Η αυγή μουρμουράει τα λόγια τους.
Κουβέντες κόκκινες, κουβέντες χρυσές,
να τραγουδάνε για τη σχέση την καταδικασμένη
στον αέναο κύκλο, κυνηγητού και χάους.
Και η ηδονή της σάρκας να χαράζει την πορεία της.
Και τα πρόσωπα αλλόκοτα από τα χρέη τους.
Και οι ψυχές λερωμένες από άποψη εποχής.
Απ’ το πετσί, το γυρισμένο προς τα μέσα,
να ψάχνει να βρει τις απαντήσεις.
Κι ο χορός να κορυφώνεται, να σηκώνεται, ν’ αγριεύει και να ηρεμεί.
Και να μην τελειώνουν οι στροφές.
Να συνεχίζονται με διαστροφή και πόνο ως το τέλος.
Κι ο έρωτας αυτού του ζευγαριού να μας κοστίζει
ζωή, ψυχή και όνειρο.
Και να μας οδηγεί ακατάπαυστα προς την αντίθεση
και τη μεταμόρφωση.
Γι’ αυτό λοιπόν, τα ρέστα μου σ’ αυτό το παραμύθι.


Η Ειρήνη Κανακάκη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1974. Είναι πτυχιούχος της Νομικής Σχολής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, της Δραματικής Σχολής Αθηνών, (Γ.Θεοδοσιάδη) και του Atelier Υποκριτικής και Θεατρικών Σπουδών, (Κέντρο Λαϊκού Θεάτρου) και Υποψήφια Διδάκτωρ στο τμήμα Θεατρικών Σπουδών Ναυπλίου του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.
Έχει διδάξει υποκριτική, ιστορία θεάτρου, δημιουργική γραφή σε σεμινάρια που φιλοξενήθηκαν σε χώρους τέχνης και σχολές και Αγωγή του Προφορικού Λόγου στη Δραματική Σχολή του Πειραϊκού Συνδέσμου.
Έχει εργαστεί ως ηθοποιός στο θέατρο και την τηλεόραση.
Ασχολείται με την πρωτότυπη γραφή, τη διόρθωση, την επιμέλεια και τη μετάφραση κειμένων. Επίσης με την επικοινωνία, οργάνωση, καλλιτεχνική επιμέλεια και σκηνοθεσία πολιτιστικών εκδηλώσεων και παραστάσεων.
Από τα έργα της έχουν εκδοθεί δύο επιστημονικά συγγράμματα: «Ανθολόγιο Θεατρικών Μονολόγων Ξένοι Συγγραφείς» (Δωδώνη, 2005. Θαλασσί, 2010. Εκδόσεις Φίλντισι, 2016) και «Ανθολόγιο Θεατρικών Μονολόγων Αρχαίοι Έλληνες Συγγραφείς» (εκδόσεις Φίλντισι, 2012) τα οποία αφορούν συνθέσεις ιστορίας, βιογραφιών δραματουργών, συνόψεις μύθων των έργων τους και ανθολογίας μονολόγων, τα οποία έχουν επιλεχθεί ως διδακτέα ύλη σε αντίστοιχες σχολές ΑΕΙ (Θεσσαλονίκης, Ναυπλίου) και στις περισσότερες δραματικές σχολές.
Επίσης έχουν εκδοθεί η δραματική κομεντί διασκευασμένη σε νουβέλα, «Άσε με να καπνίσω το δάκρυ σου» (Πλέθρον, 1996), η πολιτική παρωδία «7 Συγγραφείς κάνουν βαρελάκια στους τάφους τους» (Πορφύρα, 2008), η νουβέλα επικής φαντασίας «Οι  γυναίκες που δεν υπήρξαν ποτέ» (ΕΝΤΥΠΟΙΣ, 2013, Μωραΐτης Εκδόσεις, 2016) και «μία συνενοχή κειμένων», το «Με λένε Σαλώμη και είμαι ένα κωλόπαιδο» της οποίας υπήρξε Ηθική αυτουργός και συνεργός (Μωραΐτης Εκδόσεις, 2018.) και μία συλλογή κειμένων με τίτλο Greca Mama Mafiosa (εκδόσεις Φίλντισι, 2019). Υπό έκδοση δε βρίσκονται η μετάφραση 16 ποιημάτων του John Wilmot (Earl of Rochester) και μιας συλλογής ποιημάτων και διηγημάτων της, με τίτλο το Άρωμα της Έντασης
Από τα προαναφερόμενα τα δύο πρώτα έχουν παρασταθεί αντιστοίχως στο ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Κομοτηνής το 1996 και στο θέατρο Εντροπία το 2008-9. Επίσης συμμετείχε και στη δραματική σύνθεσή δύο μονόπρακτων, «Το τελευταίο Επουράνιον άρωμα» στο Χυτήριο το 2007 και στο φεστιβάλ Νέων Καλλιτεχνών στο Τρένο στο Ρουφ το 2012 με τη φουτουριστική μηχανή «Yesmanity 2042», η οποία στην πλήρη μορφή της παρουσιάστηκε στον Πολυχώρο Αλεξάνδρεια τον Ιούνιο του 2013. Το 2017, παρουσίασε τη σκηνική σύνθεση «Του Έρωτα και της Απώλειας» με την ερασιτεχνική ομάδα της στον πολιτιστικό σύλλογο Εύπολις στον Ν. Κόσμο.
Εμπνευστής και δημιουργός του χώρου Γραμμάτων και Τεχνών DUENDE που στηρίχτηκε στην αρχή της ανταποδοτικότητας φιλοξενώντας και διοργανώνοντας πολλαπλής φύσεως καλλιτεχνικές εκδηλώσεις, δραστηριότητες και σεμινάρια κατά τη σεζόν 2014-15.
Από το 2016, παρουσιάζει την interactive surreal dramedy της, Μπαμ Τρελελέ De Deux Femmes, Barb Tyrolese De Deux Femmes, Το Υπογένειο Δύο Γυναικών ή Να Με Πάτε Στον
Μπαρμπέρη Να Μου Ξουρίσει Το Μούσι! (Μωραΐτης Εκδόσεις, 2016) σε σκηνοθεσία της στο θέατρο Παραμυθίας, στον Πολυχώρο Τέχνης Αλεξάνδρεια, στο LA Theatre, στη Σβούρα, στο Λουκούμι, στο Cabaret Voltaire στους πολιτιστικούς συλλόγους Καλλιτεχνόραμα και Εύπολις, στη μουσική σχολή Εστουδιαντίνα… η οποία κυκλοφορεί από τις Μωραΐτης Εκδόσεις και συνεχίζει… παρέα με το Πω-Πω! Νεύρα!, τη δεύτερη διαδραστική μουσικοθεατρική παράστασή της που έκανε πρεμιέρα το Φεβρουάριο του 2018 και πάει…
Επίσης το Αριστερά καθ’ υπόθεσιν μία μουσικοποιητική σύνθεση που ξεκίνησε τον Απρίλη του 2019. To 2.500 χρόνια San ta Mutra Mas. (Μουσικο – θεατρικό Interactive Ancient Bar Theater) ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2020 και θα πάει… Αναμένονται το Εγένετο Ρεμπέτικο (μουσικοθεατρική αναβίωση) και οι παραστασιακές εκδοχές των «Σαλωμών» και των «Μαμάδων».

Εκδόσεις Φίλντισι

Ξανθίππου 123, Παπάγου
Τηλ.: 210 6540170

www.filntisi.gr info@filntisi.gr






Πέμπτη 24 Ιουνίου 2021

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ "ΤΟ ΜΑΤΙ" Διήγημα

Πίνακας - Γιώργος Κωνσταντινίδης 

Καθώς κατέβαινε τις αυτόματες σκάλες του Μετρό,ο εξηντάρης κύριος με το ψάθινο καπελάκι τα σανδάλια κ το μπλε σορτς,είχε το κινητό στα δυο του χέρια κ τράβαγε  αδιάκοπα φωτογραφίες τα πόδια, αντρικά κ γυναικεία, που προπορεύονταν μπροστά του.Στην αφετηρία το έκλεισε για λίγο,βρήκε μια θέση να ακουμπήσει στον τοίχο και το ξαναπήρε στα χέρια. Πρώτα εστιάστηκε στους ανθρώπους που περίμεναν στην απέναντι από τις ράγες πλευρά . Κάτω  από την επιγραφή Περιστέρι ήσαν καθιστά έξι άτομα. Εκανε ζουμ κ τους φωτογράφησε. ύστερα στράφηκε προς τους μελλοντικούς επιβάτες στην δική του πλευρά.  Με το τετράγωνο της κάμερας έφτιαχνε κάδρα σε κοντινά η μακρινά πλάνα,με πολλοίς η λίγους ανθρώπους, γνωστούς η άγνωστους μεταξύ τους. Ανθρώπους που τους συνέδεε η αναμονή της μετακίνησης από το εδώ σε κάποιο εκεί ενός προορισμοί.

Σε λίγο το μετρό έφθασε κι επιβιβάστηκε μαζί με πολύ κόσμο. Ορθιος σε μια γωνιά έβγαλε το κινητό του ξανά κ άρχισε να φωτογραφίζει ανθρώπους   των οποίων  η αύρα τον άγγιζε σχεδόν. Ενοιωσε ότι κλέβει την εικόνα τους,ότι μπαίνει στον προσωπικό χώρο ξένων ,κ προσπάθησε να το κάνει όσο κρυφά γίνεται

Κάποια κυρία σηκώθηκε κ κάθισε αυτός στην θέση της. Τώρα η λεία του ήταν σε απόσταση αναπνοής. Κάνοντας ότι διαβάζει μηνύματα,όπως κάνουν όλοι,άρχιζε να εστιάζει το μάτι της κάμερας στις κυρίες απέναντι του,σ ένα νέο που στεκόταν όρθιος πιο πίσω,σε ό τι υπήρχε δεξιά κ αριστερά του. Υστερα έκλεισε το κινητό κ το έβαλε στην τσέπη του.

Σε μια στιγμή βλέπει έναν νεαρό με μούσι να έρχεται από την πίσω μεριά κ να πλησιάζει τον νέο μπροστά του κ να του λέει κάτι. Σαν χαστούκι του έρχεται η υποψία ότι ο πρώτος λέει στον δεύτερο  ότι τον είδε να τον τραβάει φωτογραφίες. Κρύος ιδρώτας τον λούζει και λουφάζει στην θέση του προσπαθώντας να χαλιναγωγήσει τα αισθήματά του.

Ο ‘’καταδότης’’νεαρός έρχεται σε λίγο και ακουμπάει στο τζάμι με την πλάτη γυρισμένη στον κύριο ο οποίος προς στιγμήν ανακουφίζεται. Σε λίγο ο συρμός σταματάει στην επόμενη στάση και ο νέος αποβιβάζεται .Πριν όμως προλάβει ο φωτογράφος να πει’’ ουφ’’,ο νέος του χτυπάει απ έξω, με την παλάμη άγρια το τζάμι του παράθυρου κάνοντας την κίνηση του δεξιού χεριού που συμβολίζει αυνανισμό. Σε δευτερόλεπτα έχει βάλει το κεφάλι του στην πόρτα  πριν κλείσει και αρχίζει να φωνάζει προς όλους τους επιβάτες  ότι…’’Να,αυτός ο ανώμαλος,με έπαιρνε φωτογραφίες,εμένα,έναν άλλο νεαρό  ,μια κυρία, κ άλλους,για να κάνει μάτι…ο ανώμαλος..!’’
   
Η πόρτα κλείνει σε δευτερόλεπτα και ο συρμός αναχωρεί βιαστικά. Ο κύριος είναι αλαλος και κοιτάζει γύρο του προσπαθώντας να κρύψει την ταραχή του. Μέσα του έχει πέσει βαριά μια καταδίκη από ένα πόρισμα στο όποιο δεν έχει να αντιτάξει τίποτε. Αλλωστε,ποιοι τον δικάζουν?

Πριν την επόμενη στάση,ένας άντρας σηκώνεται απ την θέση του και τον περιεργάζεται με καχύποπτο ύφος .Σε λίγο, σηκώνεται και η γυναίκα του που κι αυτή τον κοιτάζει με περιέργεια και ανταλλάσσει με τον άντρα της βλέμματα και κάποιο ειρωνικό χαμόγελο.

Η έκθεση ζωγραφικής του Σπύρου Κορωναίου ,είναι γεμάτη κόσμο. Μια λαμπερή Κολωνακιώτικη γκαλλερί, στεγάζει τα λάδια και ακρυλικά της τελευταίας δουλειάς του γνωστού εικαστικού..Οι δημοσιογράφοι του παίρνουν συνέντευξη ενώ ένας τεχνοκριτικός αναλύει σε μαθήτριες κ μαθητές τα σημαινόμενα που είναι δυσπρόσιτα σε ένα μη έμπειρο μάτι.

‘’Φιγούρες που ενώ κάθονται ή στέκονται δίπλα δίπλα,είναι βυθισμένες η κάθε μια στον δικό τους κόσμο. Το βλέμμα του κάθε ανθρώπου απλανές,και ενώ τα άκρα τους σχεδόν αγγίζονται,δεν έχουν καμμία επαφή ο ένας με τον άλλο.Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι είναι άγνωστοι μεταξύ τους,που περιμένουν κάτι σε ένα κοινό χώρο αναμονής. Ομως ο ζωγράφος δεν προδίδει το’’ που’’, παρά περιβάλλει τα σώματα με ένα κοκκινωπό χρώμα που η θέρμη του είναι σε αντίθεση με την αποξένωση που αποπνέουν οι φιγούρες και οι εκφράσεις τους,και σηματοδοτεί έναν ουτοπικό χώρο. Μόνο σε ένα πίνακα για άγνωστο λόγο,εδώ που σας δείχνω, τοποθετεί αυτόν το νεαρό ολόγυμνο σε βαγόνι του μετρό, να ακουμπά τα αχαμνά του,ενώ οι συνεπιβάτες του όλοι ντυμένοι, δεν στρέφουν το μάτι τους καθόλου προς αυτόν και την γύμνια του..’’













Τετάρτη 23 Ιουνίου 2021

Το βιβλίο «Σαν μια φορά» του Ηλία Μπουντούρη και σε Audio Book.


ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Για πρώτη φορά σε ελληνική έκδοση αξιοποιήθηκε η σύγχρονη τεχνολογία με τέτοια μέθοδο ώστε το βιβλίο «Σαν μια φορά», εκτός από έντυπη μορφή, να εκδοθεί και σε Audio Book.

Το βιβλίο αναφέρεται με έναν ιδιαίτερο τρόπο στα Ελληνικά Ξεχασμένα Επαγγέλματα και περιλαμβάνει 30 μικρές ιστορίες, οι περισσότερες αφηγηματικές, στις οποίες περιγράφεται η καθημερινότητα 30 και πλέον παλιών επαγγελματιών, αρκετοί εκ των οποίων έχουν πια οριστικά πάψει να δραστηριοποιούνται.
Ήρωας της κάθε ιστορίας είναι ένας παλιός επαγγελματίας.

Συγγραφέας του βιβλίου είναι ο Σύμβουλος Πολιτισμικής Διαχείρισης, Ηλίας Μπουντούρης, ο οποίος προβαίνει σε αυτήν την έκδοση μετά από πολυετή έρευνα, καταγραφή και μελέτη των πολιτισμικών στοιχείων που συνθέτουν τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία και αφού έχει εκπονήσει για λογαριασμό δημόσιων και ιδιωτικών σχολείων, πλήθος εκπαιδευτικών προγραμμάτων που αναδεικνύουν τον ελληνικό πολιτισμό και ιδιαιτέρως τα ξεχασμένα παραδοσιακά επαγγέλματα.

Στο Audio Book περιέχονται οι ηχογραφημένες αφηγήσεις αυτών των μικρών ιστοριών. Κατά τη διάρκεια των αφηγήσεων ακούγονται ήχοι της αντίστοιχης εποχής αλλά και ήχοι από το κάθε επάγγελμα, όλα αυτά με συνοδεία κατάλληλα προσαρμοσμένων μουσικών του Μίκη Θεοδωράκη, του Σταμάτη Κραουνάκη και του Στέφανου Βαρελά, που ευγενικά έχουν παραχωρηθεί στον κύριο Μπουντούρη.

Τις ιστορίες αφηγούνται καταξιωμένοι εκπρόσωποι των γραμμάτων και των τεχνών,
οι οποίοι αναφέρονται αλφαβητικά:

Μέμη Αναστασοπούλου – ηθοποιός, πρόεδρος Πολιτιστικού Συλλόγου «Ορίζων»
Μαίρη Βιδάλη – ηθοποιός, Αντιπεριφερειάρχις Πολιτισμού Αττικής
Φωτεινή Γκαλτέμη – φωτογράφος
Χρίστος Δάντης – μουσικός
Νίκος Έξαρχος – εικαστικός, εκπαιδευτικός, συλλέκτης
Γεωργία Ζώη – ηθοποιός, τραγουδίστρια
Γαβρίλης Ιστικόπουλος – ποιητής
Οδυσσέας Ιωάννου – στιχουργός
Ηλίας Καρελλάς – καραγκιοζοπαίκτης
Τάσος Κώνστας – καραγκιοζοπαίκτης
Σταμάτης Κραουνάκης – μουσικός
Σπύρος Μπιμπίλας – ηθοποιός, πρόεδρος Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών
Αγνή Στρουμπούλη – αφηγήτρια λαϊκών παραμυθιών
Δέσποινα Τσολάκη – σοπράνο, ηθοποιός
Αλεξία Αλεξίου – κουκλοπαίκτρια

Ορισμένες από τις ιστορίες αφηγείται και ο ίδιος ο συγγραφέας.

Φωνητικά έκανε η Γεωργία Ζώη,
ενώ μουσικές έπαιξαν η Αρετή Κοκκίνου και ο Πάρης Μαμμάς.

Το βιβλίο προλογίζει η Δρ Αικατερίνη Πολυμέρου-Καμηλάκη,
τ. Διευθύντρια, επιστημονική συνεργάτις Κέντρου Ερεύνης
της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών
και μέλος της Εθνικής Επιτροπής Ελλάδα 2021,
έχει εικονογραφηθεί από 25 σύγχρονους ζωγράφους,
φέρει την Αιγίδα της UNESCO Πειραιώς
και εκδίδεται από τον Εκδοτικό Οίκο Little Island Publications.

Στο βιβλίο περιλαμβάνονται και οι θετικές αξιολογήσεις σπουδαίων προσωπικοτήτων, όπως ο π. Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, Κάρολος Παπούλιας, η Ιστορικός Ηélène Castellano-Eυθυμίου, η Καθηγήτρια Φιλολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών, Γιόλα Αργυροπούλου, η Διευθύντρια Παιδικής Φροντίδας Σταυρούλα Βαρδάκου, η Δρ Κλασικής Αρχαιολογίας, Μιμίκα Γιαννοπούλου, η Ιστορικός Τέχνης, Μαρίνα Γκόντα, ο Πρόεδρος Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, Κώστας Καρούσος, ο π. Πρύτανης Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Γεώργιος Καψάλης, ο Θεωρητικός Τέχνης, Σάντι Νικολαρέας και η Διευθύντρια Μουσείων, Χαριτωμένη Ευγένιου Σπαθάρη.

Καθώς το συγκεκριμένο έργο απευθύνεται και σε παιδαγωγούς, έχει δομηθεί με τέτοιον τρόπο που να αποτελεί και εκπαιδευτικό εργαλείο, ώστε, αφού κατακτηθεί αυτή η ιδιαίτερη γνώση, να μπορεί να μεταδοθεί στους μαθητές και να παράγει για εκείνους αξιοποιήσιμο εφόδιο. Για τον λόγο αυτόν, προωθείται ήδη και στα σχολεία της Ελλάδας, της Κύπρου και της Ομογένειας.

Πρόσβαση στο Audio Book θα έχει ο αναγνώστης μέσω ενός QR Code που βρίσκεται στην 1η σελίδα του βιβλίου, ή αλλιώς μέσω της ιστοσελίδας του συγγραφέα:

https://iliasbountouris.com/shop/?product_type=music

Little Island Publications
email: littleislandpublications2@gmail.com




















Κωνσταντίνος Λίχνος "Αξεινος Πόντος" Διήγημα



Όταν ξύπνησα, ο ήλιος είχε ήδη πάρει να δύει. Για μια ώρα ξάπλωσα δήθεν, μα τελικά μου γλίστρησε μέσα απ' τα χέρια ολάκερη η μέρα. Πιθανότατα, όμως, να μην αξίζει ούτε τον παραμικρό θρήνο αυτή μου η απώλεια. Σάμπως θα έκανα και τίποτα το αξιομνημόνευτο αν έμενα ξύπνιος; Αναξιοποίητο θα περνούσε και τούτο το απόγευμα, παρανάλωμα του χρόνου θα γίνονταν· όπως και τόσα άλλα πριν απ' αυτό. Τουλάχιστον ξεκουράστηκα, και ίσως εδώ να βρίσκεται η πεμπτουσία των διακοπών τελικά· στην κάθε είδους απρογραμμάτιστη, ανώφελη κι άκοπη κατασπατάληση του υπερπολύτιμου χρόνου μας.

Η παραλία δεν απέχει ούτε εκατό μέτρα απ' το ξενοδοχείο μου, βέβαια. Αν θέλω, προλαβαίνω ακόμη να αξιοποιήσω τη μέρα μου. Τι θα μπορούσε να είναι καλύτερο, άλλωστε, από ένα κολύμπι στο ηλιοβασίλεμα και μια ξαφνική επίδειξη παρορμητικότητας. Μονό και στη σκέψη του να ξεμυτίσω απ' την τρώγλη μου με πλημμυρίζει ενθουσιασμός, στον οποίο παραδίνομαι με ανακούφιση. Τι υπέροχο συναίσθημα που αποδεικνύεται αλήθεια, το να δέχεσαι εκ των έσω μια τόσο πηγαία κι ακαταμάχητη παρότρυνση. Τι κρίμα, που πλέον νιώθω την ώση του ενθουσιασμού τόσο σπάνια!

Βγαίνω απ' το δωμάτιό μου βιαστικά και βαδίζω συνεπαρμένος κατά την παραλία. Βήμα το βήμα, όμως, η χαρά μου εξανεμίζεται κι απομένω κενός. Παρά την καλή μου προδιάθεση, η όψη της θάλασσας μου φαίνεται ταραγμένη κι ακάθαρτη. Πλησιάζω την ακτή μ' ανασφάλεια, και βυθίζομαι στο νερό μόνο και μόνο για να νιώσω παρείσακτος· λες και το υδάτινο στοιχειό με απορρίπτει μετά βδελυγμίας. Λες και το κύμα, ακατάδεχτο κι αηδιασμένο, πασχίζει να με περιορίσει στην στεριά και το πράττει αυτό δίχως χάρη καμία ή διακριτικότητα. Aυτή του η προσβλητική απρέπεια, με πεισματώνει και μ' εξωθεί να αγωνίζομαι μάταια ώστε να διεισδύσω μετά βίας στη θάλασσα· μα τούτο το ανώφελο πάλεμα μ' εξαντλεί πάραυτα. Οι προσπάθειες μου ήταν καταδικασμένες να αποτύχουν εξαρχής, μα τουλάχιστον δεν αποδείχτηκα ρίψασπις. Αντιθέτως, βγήκα απ' τη θάλασσα απτόητος και με την αξιοπρέπεια μου ακέραιη, λες και ήμουν στεγνός.

Σαν έμπηξα τα πέλματά μου στην αρμυρισμένη αμμουδιά της ακτής, απέστρεψα το βλέμμα απ' τη θάλασσα και το στύλωσα στο σταχτή ουρανό που κρέμονταν επάνω μου. Ένα συναίσθημα αγαλλίασης με κατέκλυσε τότε, ένα είδος ευγνωμοσύνης προς την επερχόμενη νύχτα, που έμοιαζε να ζυγώνει λυτρωτικά για να με απαλλάξει από το μουντό θέαμα της ταραγμένης θάλασσας. Δεν είμαι σίγουρος για πόση ώρα στάθηκα έτσι, μα σύντομα η θερμοκρασία άρχισε να πέφτει και ο άνεμος γινόταν σφοδρότερος. Το χειρότερο που θα μπορούσε να μου συμβεί τώρα, θα ήταν να αρπάξω κανένα κρυολόγημα. Θα έπρεπε να γυρίσω απευθείας στο ξενοδοχείο μου, σκέφτηκα, αλλά για κάποιο λόγο ένιωσα τη σκέψη αυτή να με ταπεινώνει.

Για ποιο λόγο να επιστρέψω, άλλωστε, τι με περιμένει στο δώμα μου; Κάθε βράδυ έχει την ίδια κατάληξη! Κάθομαι μόνος στο μπαλκόνι κι αγναντεύω τους δρόμους, από το ιδιωτικό μου αυτό αγκυροβόλι και παρατηρητήριο. Εξερευνώ τα απέναντι κτίρια και τα πλακόστρωτα σοκάκια της πόλης, καθώς ξεπλένονται απ' το νυχτερινό αλμυρό αεράκι και παρακολουθώ τους ανθρώπους, σαν άβουλες σκνίπες, να συσσωρεύονται γύρω από την άλω των φώτων και να πηγαινοέρχονται ολούθε νευρικά και ασύνταχτα. Παντού περαστικοί που μιλούν ακατάπαυστα, περιεργάζονται με απληστία τα πάντα και περιηγούνται σε δρομάκια που εκτείνονται προς κάθε κατεύθυνση μα δεν οδηγούν πουθενά. Στο μπαλκόνι μου μπορεί να είμαι στάσιμος αλλά ατενίζω τα πάντα αφ' υψηλού, κρατώντας προπαντός απόσταση ασφαλείας από τους άλλους ανθρώπους.

Για φανταστείτε να βάδιζα τώρα στο δρόμο και να με κατέκλυζαν οι ορδές των περαστικών. Θα τους ένιωθα ιδρωμένους κι ακάθαρτους, να κολλάνε επάνω μου όπως χυμάει στα βράχια το μανιασμένο αγριόκυμα, που ορθώνεται με την πλημμυρίδα για να καλύψει στην φουσκονεριά του τα πάντα. Στέκομαι μόνος στο απόρθητο προπύργιό μου λοιπόν, αδιασάλευτος όπως της Μυτιλήνης το κάστρο· που γρονθοκοπείται αδιάκοπα απ' το διαβρωτικό λιθοξόο θαλασσόκυμα. Μα όσο περιφρουρώ το ζωτικό μου χώρο, τόσο ο κόσμος τριγύρω μου αλλοιώνεται. Ο κόλπος της Γέρας μοιάζει να διαστέλλεται και η θάλασσα να κοχλάζει, λες και ετοιμάζεται να ξεχυθεί για να παρασύρει τα πάντα στο διάβα της. Λες και θέλει να καταπιεί τις ιαματικές πήγες του νησιού και να καταποντίσει το ρωμαίικο υδραγωγείο, μέχρι να φτάσει απειλητικά κάτω απ' τα πόδια μου· κυκλώνοντας την Μόρια ολότελα.

Άρχισα, δυστυχώς, να γκρινιάζω και πάλι, αν και όχι αναίτια. Το δωμάτιο είναι άβολο, η ζέστη ανυπόφορη, η φασαρία κουραστική και μέσα σ' όλα έχω κι αυτό το καταραμένο το αυχενικό που με διαλύει. Το χειρότερο, όμως, είναι εκείνη η αναθεματισμένη η θάλασσα που συνεχίζει αδιάλλακτα να με απορρίπτει. Φουσκώνει συνέχεια, με πλησιάζει φουρτουνιασμένη και παρόλο που ντρέπομαι να το ξεστομίσω, νομίζω πως έχει βαλθεί να με εκδιώξει. Με διακατέχει μια ανησυχία παράλογη, πως όταν ξυπνήσω αύριο θα μ' έχει περικυκλώσει ολοκληρωτικά, κι ενώ απεχθάνομαι όσο δεν λέγεται ετούτη την βορβορώδη πολιτεία, η ενδεχόμενη διαβρωτική επέλαση του νερού από επάνω της μου προξενεί παραδόξως θλίψη δυσβάσταχτη. Θλίψη για τον αφανισμό του Λεσβιακού τοπίου, που θα σκεπαστεί στην άλμη, τα κοχύλια, τα όστρακα κι άλλα απολιθώματα των σαπφικών μουσικών οργάνων που κείτοναι καρτερικά στον πυθμένα της θάλασσας.
Το επόμενο πρωινό σηκώθηκα κουρασμένος και άκεφος. Για μια ακόμη βραδιά είχα κοιμηθεί ανήσυχος. Με τον παραμικρό θόρυβο τιναζόμουν και ξυπνούσα, κατάρρυτος απ' τον ιδρώτα. Λίγο πριν την αυγή, ήμουν ήδη στο πόδι και δεν ευθυνόταν η ζέστη. Έφταιγε εκείνο το ξεθωριασμένο φως του λυκαυγούς που έμοιαζε να συνθηκολογεί με την υγρασία και να απορροφά το οξυγόνο για να συντηρηθεί και να μην ξεψυχήσει. Μπορεί να έφταιγε και ο θόρυβος, η πολυκοσμία ή η απαίσια δυσωδία των αντηλιακών που αιωρούνταν διαρκώς στον αέρα. Ίσως, στην τελική, να ευθυνόταν η πλαστότητα των ημερών μας κι αυτός ο βαθύς ηθικός ρύπος της εποχής μας. Ένας ρύπος, που ούτε η απύθμενη θάλασσα δεν μπορεί να τον εγκολπωθεί και να τον αποκαθάρει και ίσως γι' αυτό να τον αποβάλει τελευταία, εν είδει πτωμάτων, στις αμμώδεις ακτές του αρχιπελάγους.

Η πρώτη σκέψη που έκανα μόλις ανέτειλε ο ήλιος ήταν, “και τώρα τι κάνουμε;”. Είχε ήδη ξεκινήσει η εναγώνια αναζήτηση του πως θα αξιοποιήσω τη μέρα μου. Τα πάντα είμαι διατεθειμένος να κάνω για να την τερματίσω και να νιώσω δραστήριος. Τα πάντα θα δοκιμάσω, κι ας μην ολοκληρώνω τίποτα με πηγαία ευχαρίστηση, κι ας διεκπεραιώνω απλώς το πρόγραμμα μου, συχνά, απαθέστατα. Ποιον κοροϊδεύω αλήθεια; Ίσως θα έπρεπε να τερματίσω τις διακοπές μου εδώ. Στο κάτω κάτω, ποιος ο λόγος να βασανίζομαι και να καταξοδεύομαι κι από πάνω; Αύριο κιόλας πρέπει να φύγω! Πρωί πρωί μάλιστα, ώστε να γλιτώσω τη ζέστη και την κίνηση. Να αποφύγω πάνω απ' όλα τις δεύτερες σκέψεις. Να δράσω πριν η καφεΐνη αφυπνίσει το νου, τότε που μπορώ ακόμη να παίρνω αποφάσεις παρορμητικά, δίχως να λογοκρίνω τον εαυτό μου. Αν βγω στο δρόμο, αν αρχίσω να ταξιδεύω, αυτή η περιπέτεια θα έχει κιόλας τελειώσει. Αν υπάρχουν δρόμοι ακόμη, αν δεν έχει μέχρι αύριο σκεπάσει τα πάντα η καταλύτρα η θάλασσα.

Η συνετή επιλογή θα ήταν να τερματίσω το συντομότερο αυτή την κατάσταση, προτού προλάβει να εξελιχθεί σε δυσβάσταχτο δράμα. Φοβάμαι όμως, πως θα το μετανιώσω οικτρά αν έτσι λιπόψυχα τραπώ σε φυγή. Άντε να τολμήσω να κάνω σχέδια για μελλοντικές εκδρομές ύστερα από μια τέτοια ανεπανάληπτη ήττα, η επανάληψη παρόμοιων εγχειρημάτων θα εγκαταλείπεται εκ προοίμιου. Ίσως θα ήταν προτιμότερο, λοιπόν, να ακολουθήσω απαρέγκλιτα τον αρχικό μου σχεδιασμό, να ακουμπήσω στο πρόγραμμα μου και να ολοκληρώσω τις διακοπές μου όπως τους πρέπει. Μερικές μέρες απομένουν μονάχα, λίγη υπομονή και τελικά θα περάσουν.

Θα αποφασίσω τι θα κάνω το βράδυ, όταν θα είμαι ασφαλής στο μπαλκόνι μου θα τα βάλω όλα κάτω και θα τα λογαριάσω καλά. Το μόνο που απομένει, μέχρι να φτάσει η ώρα εκείνη, είναι να αντιμετωπίσω την ενδιάμεση πρόκληση, την προγραμματισμένη απογευματινή μου επίσκεψη στην τοπική παραλία. Μεγάλη δοκιμασία αναντίρρητα, και όχι μονάχα επειδή έχω αναπτύξει μια κάποια αντιπαλότητα με τη θάλασσα. Όταν θα βγω από το ξενοδοχείο μου, η πόλη θα σφύζει από ζωή, η κίνηση και η φασαρία θα είναι στο απόγειο τους και δεν θα γίνεται με τίποτα να προφυλαχτώ. Ακόμη και η ρυμοτομία ετούτου του τόπου σχεδιάστηκε έτσι ώστε να με βασανίζει, όλοι οι δρόμοι οδηγούν στο κέντρο αναγκάζοντας τους ανθρώπους να συναντώνται.

Θα μπορούσα να μείνω και κάθειρκτος στο δωμάτιο μου βέβαια, αποφεύγοντας έτσι όλο αυτό το μαρτύριο. Υπάρχει κάτι όμως, που με αναγκάζει να συνεχίσω απρόθυμα την ατελέσφορη πάλη μου με το στοιχείο του ύδατος που συγκεντρώνεται γύρω μου. Ένα βαθύ κι ακατάληπτο κάλεσμα, που με υποτάσσει σαν ανάγκη ακατάβλητη και μ' εξωθεί να καταδυθώ στα μουλιασμένα σπλάχνα του ωκεανού και να κουρνιάσω στου πυθμένα τα σεντεφένια κελύφη· εγκαταλείποντας για πάντα τον ηλιόχαρο ορίζοντα. Να παραδοθώ στην θάλασσα, ως προσφορά εξευμενισμού και αντιστάθμισμα για τα εκατοντάδες πτώματα των προσφύγων που ξεβράζονται στις Μεσογειακές παραλίες.

Τελικά επέλεξα να αναβάλω για αύριο την επίσκεψη μου στην παραλία. Μα εφόσον μου ήταν αδύνατο να παραμείνω κλεισμένος σε τέσσερις τοίχους, ντύθηκα προσεγμένα και κίνησα να περιπλανηθώ στην πρωτεύουσα. Στη Μυτιλήνη, την πόλη των αντιθέσεων! Με τα περίτεχνα αρχοντικά, τα μουσουλμανικά τεμένη και στο βόρειο λιμάνι την προσφυγική συνοικία της Επάνω σκάλας· στοιχειωμένη από τα, ανύπαρκτα πια, μισογκρεμισμένα παραπήγματα. Εκεί που στήθηκε κάποτε το μνημείο ενός αλλοτινού ξεριζωμού. Τότε που η θάλασσα από πονετική γίνηκε, σαν και τώρα, εκδικητική και μανιασμένη. Τότε που κουβαλούσε στην ασημένια ράχη της βάρκες φυλακές και ξέβραζε στο χώμα το Μυτιλινιό χαμένες ψυχές.

Βάδισα ανώφελα σε δρόμους που έχουν απομείνει δίχως ονόματα και δεν με οδηγούν πουθενά. Κινούμενος σαν τους δείκτες των ρολογιών, που περιστρέφονται μάταια, βολόδερνα για ώρες σε δαιδαλώδη σοκάκια ακολουθώντας μια πορεία ελλειπτικής επανάληψης. Καθηλωμένος, εκεί που κάποτε η ελπίδα άνοιγε δρόμους και η νιότη γκρέμιζε αδιέξοδα. Γειρτός και βεβαρημένος από τις εναντιότητες της ζωής και τις προσωπικές μου ελλείψεις. Παλιότερα ήμουν ασίγαστος, κινούμουν αδιάκοπα λες και ήμουν όλος ενέργεια. Τώρα νιώθω γιομάτος από σώμα ή μάλλον, σαν να συνθλίβομαι υπό το βάρος ενός άκαμπτου σώματος. Νευρόπονοι, πιασίματα, κεφαλαλγίες και πάνω απ' όλα μια μόνιμη αίσθηση κόπωσης. Μια κόπωση, που δεν εκδηλώνεται απλώς ως έλλειμμα δύναμης αλλά κι ως επώδυνη όχληση.

Τα πάντα γύρω μου είναι φορείς πιθανοτήτων, κυοφορούν υποσχέσεις, μα εγώ στέκομαι εμπρός τους χωρίς προσδοκίες· οδηγούμενος στην αθόρυβη απόρριψη ενός κόσμου που διαρκώς κοιλοπονά την απόγνωση. Κάποτε η ορμή μου ξεχύνονταν για να ισοσταθμιστεί με την αδυναμία μου, τώρα απορροφάται πλήρως απ' την εφεκτικότητα μου. Τα πάντα γύρω μου σφύζουν από ζωή, η πλάση σύσσωμη βροντοφωνάζει καλοκαίρι, μα μέσα μου η καλοκαιρία είναι εύθρυπτη, ακόμη και το πιο ήπιο μπουρίνι μπορεί να την καταλύσει. Υποθέτω πως ήταν αναπόφευκτο να καταλήξω να αισθάνομαι έτσι. Το αδηφάγο εσωτερικό μου κενό, κάποια στιγμή θα κατόρθωνε να καταβροχθίσει τον κόσμο ολάκερο. Ακόμη και το αύριο, που άλλοτε μπορούσε να στεγάζει την ελπίδα μου, δεν αποτελεί πια παρά μια μελλοντική δοκιμασία.

Δεν ξέρω για πιο λόγο περιφέρομαι άδικα, ενώ έχω πάρει ήδη την απόφαση μου γι' απόψε. Θα αυτοπεριοριστώ και πάλι στο μπαλκόνι μου, διαβάζοντας κάποιο παλιό και τσαλακωμένο βιβλίο, παρέα με την αθρόα αίσθηση της απωλείας και του κενού. Θα κρατάω ανώφελα στα δάχτυλα μου ένα στυλό, για να εκτονώνω την νευρικότητα που ανά πάσα στιγμή θα απειλεί να με κυριεύσει και θα παραμένω άγρυπνος σε μια νύχτα που θα φαντάζει χωρίς τελειωμό. Κάθε τόσο, θα αφουγκράζομαι τον παφλασμό των κυμάτων για να βεβαιωθώ πως με χωρίζει ακόμη απόσταση ασφαλείας από το μένος της θάλασσας. Διακοπές να σου πετύχουν! Τουλάχιστον όσο τις προγραμμάτιζα αποτελούσαν μια σκέψη καταφυγής, τώρα δεν είναι παρά μια προϊούσα αποτυχία.

Ίσως να με καταπλακώνει κι εμένα, η ίδια αίσθηση που βασανίζει τους ντόπιους. Η αίσθηση πως ο τόπος τους γίνηκε φυλακή για χιλιάδες κατατρεγμένους ανθρώπους. Λες και το νησί μετατράπηκε σε παραφορτωμένη κυψέλη και ο κόσμος γίνηκε αφηνιασμένο μελίσσι. Από το κέντρο υποδοχής των προσφύγων, αναδίδεται ένα ακατάληπτο μουρμουρητό που ταξιδεύει με το βρυχηθμό του ανέμου, μπλέκεται με το ρόχθο της θάλασσας και εμποτισμένο με την αρμύρα του ωκεανού, γίνεται δάκρυ γλυφό που θα μεταφερθεί στην Ανατολή, στον Αδραμυτινό κόλπο, τις Κυδωνιές και τα Μικρασιατικά παράλια· την άλλοτε Λέσβια χώρα. Ένας οδυρμός πολυταξιδευτής, που θαμπώνει μέχρι και την αίγλη του παλιού λατομείου, απ' το οποίο ταξίδευε άλλοτε το απολλώνιο μάρμαρο για την κατασκευή των περίφημων μνημείων της Ρώμης και της ξακουστής Περγάμου της Μυσίας.

Πέμπτη πρωί. Τρεις μέρες μείναν ακόμη και θα επιστρέψω στην έδρα μου. Πριν γίνει αυτό, όμως, έχω να κλείσω κάποιους λογαριασμού και πλέον δεν σκοπεύω να αγοράσω άλλη αναμονή. Δίχως αμφιταλάντευση, ετοιμάζομαι και κινάω για την παραλία. Πλησιάζω τη θάλασσα και διαισθάνομαι πως αρχίζει να δυσφορεί. Τα στιλπνά της νερά ιριδίζουν στο φως του ήλιου και ο θυμωμένος των κυμάτων αφρός, αστράφτει κι από ασήμι λαμπρότερα. Τόσο σαγηνευτική και υπέροχη είναι, μα στην επαφή της μαζί μου φοράει ένα εντελώς αποκρουστικό προσωπείο. Υποκρίνομαι πως αδιαφορώ για την αντιπάθεια της και βουτώ αμήχανα μέσα της, αλλά σύντομα ξαναβγαίνω βιαστικά στην ακτή. Λιγόλεπτο κι αδέξιο, σαν άχαρη βάφτιση, ήταν το μπάνιο μου και με άφησε κενό και μουσκεμένο να παίρνω το δρόμο της επιστροφής· συνεχίζοντας το αθληφόρο μου πάλεμα. Ανορθώνω με τα βιας την ισχνή μου θέληση, για να καταφέρω να φτάσω στο δώμα μου και βαδίζω, για τελευταία ίσως φορά, τα σοκάκια μιας επαπειλούμενης από καταποντισμό πολιτείας.

Οι άνθρωποι με προσπερνούν αδιάφορα και επελαύνουν ασύνταχτα προς την παραλία. Ορθώνουν ομπρέλες, ανοίγουνε ψάθες και βγάζουν φωτογραφίες αναμνηστικές. Γελούν ασταμάτητα, σκορπάνε σκουπίδια, αναμερίζουν τις πέτρες και χαράζουν τα ονόματα τους στην άμμο. Διαταράσσουν αναιδέστατα την φυσική ηρεμία, σαν παιδιά που αφεθήκαν να παίζουν ακηδεμόνευτα. Επιταχύνω το βήμα και σπεύδω να απομονωθώ, μα περιτριγυρίζομαι ακόμη από ανθρώπους και θόρυβο. Σκοντάφτω σε μερικούς και αναγκάζομαι να ζητήσω συγνώμη με το βλέμμα μου ή με κάποιο νεύμα της κεφαλής. Με αντίστοιχο τρόπο αντιδρούν και εκείνοι, αλλά παρόλο που οι χειρονομίες τους μοιάζουν να υπόκεινται στους κανόνες της επικοινωνίας, εμένα μου φαίνονται σπασμωδικές και υπονομευμένες από ανειλικρίνεια.

Οι πολυκατοικίες, σαν βαθύσκια δέντρα καταμεσής της ασφάλτου, ορθώνονται επηρμένα ολόγυρά μου και μου στερούν τον ορίζοντα. Ο καπνός από τις ψησταριές αναδύεται δεητικά, σαν χέρια υψωμένα σε σπαραχτική προσευχή. Τα φύλα των δέντρων παραμένουν ασάλευτα, ενώ η άψυχη ανασαιμιά του αγέρα μολύνεται απ' τη δυσωδία που αναβλύζει από τους υπερφίαλους κάδους απορριμμάτων. Στα ισόγεια των κτιρίων, στεγάζονται ανθοπωλεία και καταστήματα με τουριστικά σουβενίρ αλλά στους παραπάνω ορόφους δεσπόζουν αποκρουστικές πινακίδες ιδιωτικών ιατρείων που παραπέμπουν σε θανατικό και αρρώστιες. Τίποτα σε τούτο το ακαλαίσθητο χάος δεν με θέλγει να το ακολουθήσω. Μονάχα η κενότητα και η εκκωφαντική σιωπή, που πρυτανεύει στο θλιβερό μου δωμάτιο, μπορεί ενίοτε να με αναγκάσει να ξεπορτίσω.

Φτάνω στο δωμάτιο μου, ξεπλένομαι βιαστικά από την αλμύρα, ανοίγω τον κλιματισμό και σωριάζομαι στο κρεβάτι αποκαμωμένος. Κοιμάμαι για ώρες και ξυπνάω όταν έχει πλέον νυχτώσει. Είναι η ιδανική ώρα για να επισκεφτώ το μπαλόνι μου, και το κάνω αυτό χωρίς δεύτερη σκέψη. Παίρνω το βιβλίο μου, ένα ποτήρι νερό και θρονιάζομαι στην πολυθρόνα μου για να απολαύσω τη θέα. Τα φώτα της πόλης θολώνουν από την υγρασία και μοιάζουν ωχρά, διογκώνοντας έτσι την εγκιβωτισμένη μέσα μου πανδαμάτειρα θλίψη. Τα άστρα, απειράριθμες λαμπρές κουκκίδες στο θόλο τ' ουρανού, με προσκαλούν σε ολονύχτια ρέμβη κι εγώ αφήνομαι στην συντροφιά τους. Ξεφυλλίζω μια εφημερίδα και διαπράττω το σφάλμα να ρίξω μια φευγαλέα ματιά στο ωροσκόπιο μου. Ήταν πλέον, ένα αστρολογικά επικυρωμένο γεγονός, διένυα μια περίοδο αξιοσημείωτης κατήφειας και κακοδαιμονίας. Μερικές ώρες αργότερα αν είχα γεννηθεί, ίσως και να ήταν διαφορετικά τα πράγματα για 'μένα ετούτο το καλοκαίρι.

Δυσοίωνα μοιάζουν τα σημάδια και για το νεαρό ζευγαράκι που διανυκτερεύει στο διπλανό μου δωμάτιο. Από χθες το απόγευμα καβγαδίζουν αδιάκοπα και οι φωνές τους, αργόσυρτες και διαπεραστικές, ταξιδεύουν μέχρι τ' αυτιά μου νοτισμένες από θυμό και παράπονο. Η σύγκρουση τους, μου φαίνεται ενδεικτική της γενικής μας κατάστασης. Δύσκολο να συμβιώσεις με άλλους ανθρώπους, όταν αισθάνεσαι μέρισμα ενός συνόλου που δεν λογαριάζει τον εαυτό του ως σύνολο. Όταν καταλήγουμε αποκομμένοι, να πολλαπλασιαζόμαστε σαν καρκινικά κύτταρα και να τρεφόμαστε απ' τις ίδιες τις σάρκες μας.

Ο κακοήθης όγκος που εμφανίζεται, δεν αποτελεί ατυχής εκτροπή ή ανωμαλία ασυνήθιστη, είναι η φυσιολογική ανάπτυξη ενός οργανισμού που συμπεριφέρεται ολάκερος σαν χυδαίο καρκίνωμα. Κι ύστερα, όταν η νόσος έχει φτάσει στο τελικό στάδιο, απομονωμένοι και πάσχοντες, επιζητάμε την επανένωση με τους άλλους ανθρώπους. Αναζητάμε αποδράσεις, γυρεύουμε κάποια επουλωτική εμπειρία που θα μας χαρίσει έστω και πρόσκαιρα το ασυννέφιαστο μειδίαμα της εσωτερικής θαλπωρής και πληρότητας. Μια χιμαιρική αναζήτηση της ευδαιμονίας, στην οποία αποδυόμαστε συντροφιά με τον απολεσθέντα εαυτό μας, που σκορπά σταδιακά στα σκαλοπάτια του χρόνου και συνθλίβεται επάνω στων κακουχιών τον χάλκινο άκμονα. Κι εγώ, στέκω κατάμονος παρέα με μια ιδέα, την ιδέα να επιστρέψω στη θάλασσα και να ενδώσω σε τούτο το σφοδρό και παράφορο πάθος. Τώρα ίσως, που τα κύματα χτυπούν με μανία τα βράχια, επισείοντας την απειλή να ξεβράσουν στην ακτή συντρίμμια και πτώματα· καταστρέφοντας ολοκληρωτικά την αυριανή επίσκεψη των λουόμενων στην ειδυλλιακή παραλία.

Παραδομένος όπως είμαι στην ακινησία, αποκοιμιέμαι στην πολυθρόνα μου και ξυπνάω όταν οι πρώτες αχτίδες του ήλιου με αγγίζουν στο πρόσωπο. Έκπληκτος από την λαμπρότητα της ημέρας, παίρνω αιφνιδιαστικά την απόφαση να φύγω και κινούμαι συγκροτημένα· σαν έτοιμος από καιρό. Μαζεύω τα υπάρχοντά μου, σηκώνω τις αποσκευές μου και βγαίνω στο δρόμο. Περνώ δίπλα από ταβέρνες και καφενεία κι αναγκάζομαι να υποστώ τις συνομιλίες των καθήμενων και των περαστικών. Ένα κύμα δυσανασχέτησης εκπέμπεται από κάθε κατεύθυνση, αλλά αυτό που φτάνει στ' αυτιά μου ως θλιβερή επωδός, είναι πως για όλα τα δεινά μας ευθύνονται οι ξένοι. Όχι αδιακρίτως φυσικά, καθώς οι τουρίστες είναι πάντα ευπρόσδεκτοι ενώ οι πρόσφυγες λογαριάζονται ως ανήκεστη συμφορά. Ο μετανάστης μετατράπηκε σε έννοια αφηρημένη, παρουσιάζεται ως ον δισυπόστατο που κατορθώνει να διατελεί σε καταστάσεις αλληλοαναιρούμενες. Θα μπορούσαμε να τον αποκαλέσουμε ξένο του Σρέντινγκερ, καθώς ενώ καταλαμβάνει κάθε διαθέσιμη θέση εργασίας, παράλληλα ζει παρασιτικά και καρπώνεται επιδόματα ως αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες που μας προσφέρει. Την μετάδοση ασθενειών δηλαδή και την επίταση της εγκληματικότητας.

Κάπως έτσι, διφυής, αισθάνομαι τώρα κι εγώ, καθώς στέκομαι καταμεσής του δρόμου ολομόναχος. Ενώ τα πάντα γύρω μου είναι φωτοπερίχυτα, εγώ τα βλέπω ζοφερά και παραμένω ανίσκιωτος. Χωρίς να το καλοσκεφτώ, αλλάζω προορισμό και κινούμαι ταχύρρυθμα προς την ερημωμένη και γλαυκοθώρητη ακροθαλασσιά. Οι αποσκευές γλιστρούν απ' τα χέρια μου, σαν βαρίδια αχρείαστα, κι ότι με συνέδεε με τούτο το μέρος μοιάζει με ευτελές παραγέμισμα. Στρέφω στερνή φορά το βλέμμα προς την πολιτεία που απαρνήθηκα και έκπληκτος θωρώ με αγλαή αγαθότητα τους ανθρώπους να συνομιλούν μεταξύ τους μειλίχια. Τα πρόσωπα τους φαίνονται αδελφά και παρόμοια, μα το σημαντικότερο είναι πως απουσιάζει η πρότερη αχρειότητα που τα στιγμάτιζε· η πάντοτε εμπνέουσα την αποστροφή και την αποθάρρυνση. Συνεχίζω να κινούμαι προς την γαλαζόπεπλη θάλασσα, για να διαπεράσω το μεταξένιο μαγνάδι της και να βυθιστώ στην κυανή και αχανή της ουσία. Προχωρώ διχασμένος, ανάμεσα στην ελπίδα και την αποκαρτέρηση, καθώς η θάλασσα μέχρι και την έσχατη στιγμή, που βυθίζομαι μέσα της, με αποπλανεί και με αποδιώχνει συνάμα. Εξαπολύει επάνω μου ορμητικά αργυρόχαιτα κύματα για να με αναχαιτίσει, μα παράλληλα με προσκαλεί, επιδεικνύωντας με έπαρση τα στραφταλίζοντα νερά της· τα ποικιλμένα με της αυγής τα πορφυρώδη κεντίδια.

Εξίσου δισυπόστατη μ' εμένα, λοιπόν, φαντάζει στα μάτια μου και η ακατάλυτη θάλασσα. Την αισθάνομαι γεμάτη μοχθηρότητα να μεταφέρει στις ακτές μας έναν ενάλιο αλαργινό εισβολέα και συνάμα πως ποθεί να μας σμίξει ευλογημένα στην άλμη της, με την απολεσθείσα ανθρωπιά μας. Άλλοτε νιώθω πως πλησιάζει για να μας μυρώσει με το αλμυρό της αγέρι κι άλλοτε πως μας ζυγώνει απειλητικά για να αφανίσει τους κόπους μας· σηκώνοντας ένα κύμα υδάτινης λήθης που θα μας παρασύρει στον άχρονο, ανήλιαγο κι αφιλόξενο της βυθό. Μα ίσως, ο μόνος λόγος που νιώθουμε τούτο τον οικείο μας κόσμο να αλλοιώνεται από τα μακρινά θαλάσσια ρεύματα, να είναι επειδή αντιλαμβανόμαστε τα άγνωρα νερά ως μιαρά και κακόβουλα. Ίσως η αίσθηση της απειλής να οφείλεται, απλώς και μόνο, στο ότι κατακερματίσαμε σε ωκεανούς την αδιάλειπτη θάλασσα και αναζητήσαμε την καταγωγή στην άναρχη των ανέμων φορά. Καταλήξαμε έτσι να τρέμουμε τους γογγυσμούς απ' τα αναδυόμενα κύματα, που ταξιδεύουν ακούραστα για να μας ενώσουν με του πελάγου τον αργυροκέντητο και καθαγιασμένο δεσμό.


Βιογραφικό

Ο Κων/νος Λίχνος γεννήθηκε στον Αστακό Αιτ/νίας. Είναι Πτυχιούχος Μηχανικός Πληροφορικής & Επικοινωνιών. Διατηρεί το μπλόκ Επίκουρος, αρθρογραφεί σε ηλεκτρονικά έντυπα (λογοτεχνικά και πολιτικά), είναι συνεργάτης των εκδόσεων Κεφαλος και μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού Texnesonline.gr.
Με την λογοτεχνία ασχολήθηκε από την εφηβεία του και διακρίθηκε σε πολυάριθμους πανελλαδικούς λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, ενώ δοκίμια και διηγήματά του δημοσιεύτηκαν σε λογοτεχνικά περιοδικά καθώς και σε λογοτεχνικά ιστολόγια του διαδικτύου. Διηγήματά του έχουν εκδοθεί σε συλλογικά έργα από τον εκδοτικό οίκο Σύγχρονη εποχή και Άπαρσις.
Θεωρεί την λογοτεχνία και την τέχνη γενικότερα, ως πράξη πολιτική. Ως προσπάθεια αποκάλυψης της κοινωνικής πραγματικότητας και παρέμβασης στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Ένα μέσο για τον εξανθρωπισμό της ζωής των ανθρώπων.
Το Διήγημα του “Οι πορτοκαλιές” εκδόθηκε το 2018 από τον Εκδοτικό οίκο Σύγχρονη εποχή και το διήγημά του «Επιδημική κρίση» εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο Άπαρσις το 2019 στο συλλογικό έργο “Διηγήματα του εγκλεισμού”.
Κέρδισε το 1ο βραβείο για το δοκίμιο του “Περί λογοτεχνικής κριτικής και δοκιμιογραφίας” στον 20ο πανελλαδικό λογοτεχνικό διαγωνισμό της Ε.Τ.Ε.Π.Κ, ενώ για το ίδιο έργο του απέσπασε το δεύτερο βραβείο στον πανελλαδικό διαγωνισμό του λογοτεχνικού περιοδικού Κέφαλος. Το 2ο βραβείο κέρδισε και στον 20ο Πανελλαδικό διαγωνισμό της Ε.Τ.Ε.Π.Κ για το παραμύθι του “Ο μικρός Κάστορας”.

Το 2018 απέσπασε για το διήγημα του “Οι πορτοκαλιές” Γ’ βραβείο διηγήματος στον 8ο Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό που διεξήγαγε η Πνευματική Συντροφιά Λεμεσού 2018 καθώς και το Γ’ βραβείο διηγήματος στο Διαγωνισμό Λογοτεχνικού Έργου που προκήρυξε η ΚΕ του ΚΚΕ το 2018, με αφορμή τα 100 χρόνια του ΚΚΕ.
Το 2019 πέτυχε συνολικά 10 πανελλαδικές διακρίσεις στις κατηγορίες του Δοκιμίου και του Διηγήματος. Το Δοκίμιο του “Ο ρεαλισμός του εξωπραγματικού” κέρδισε το Α’ βραβείο Δοκιμίου στον Παγκόσμιο λογοτεχνικό διαγωνισμό του ΕΠΟΚ , Α’ βραβείο Δοκιμίου στον 19ο λογοτεχνικό διαγωνισμό της Εταιρείας Τεχνών Επιστήμης και Πολιτισμού Κερατσινίου (Ε.Τ.Ε.Π.Κ.) καθώς και έπαινο στον ΛΕ´ Λογοτεχνικό Διαγωνισμό από το Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσός και έπαινο στον 38ο Πανελλήνιο λογοτεχνικό διαγωνισμό της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών.
Το διήγημα του “Νόστος” απέσπασε Έπαινο στην κατηγορία του Διηγήματος στον Παγκόσμιο λογοτεχνικό διαγωνισμό του ΕΠΟΚ καθώς και στον 9ο πανελλαδικό διαγωνισμό που προκηρύχτηκε απο την Πνευματική Συντροφιά Λεμεσού. Το 1ο βραβείο κέρδισε και στην μεγάλη κατηγορία του μυθιστορήματος ενήλικων στον 2ο πανελλαδικό διαγωνισμό Πεζογραφίας Κέφαλος για το μυθιστόρημα του WWW.Dialogos.gr.
Για το σύνολο των διακρίσεων, το έργο και την ενεργή του παρουσία στα γράμματα, στη διανόηση και στη σύγχρονη πνευματική δραστηριότητα, το Λογοτεχνικό Περιοδικό της Κεφαλλονιάς του απένειμε το ειδικό «Βραβείο Πεζογραφίας ”Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης”.




Η φωτογραφία είναι από http://www.economy365.gr/

















Δευτέρα 21 Ιουνίου 2021

ΚΡΙΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΟΙΗΤΕΣ ΒΑΣΙΛΗ ΤΣΑΚΙΡΟΓΛΟΥ & ΔΗΜΗΤΡΗ ΦΑΦΟΥΤΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ "ΧΡΟΝΙΚΕΣ ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΕΣ" ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ ΓΕΡΟΝΤΑΡΑ

 



ΧΡΟΝΙΚΕΣ ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΕΣ ΚΡΙΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΒΑΣΙΛΗ ΤΣΑΚΙΡΟΓΛΟΥ


Λένε ότι η Τέχνη ενώνει τους ανθρώπους, εγώ θα έλεγα ότι η Ποίηση τους αγκαλιάζει και τους ταξιδεύει στην ομορφιά και στην ηρεμία.

Ο μεγάλος μας ποιητής , ο Βρεττάκος κάπου λέει: «Αν δεν μου ‘δινες την Ποίηση Κύριε, δεν θα ‘χα τίποτα να ζήσω». Νιώθει κανείς ιδιαίτερη συγκίνηση όταν έρχεται σε πρώτη επαφή με κάποια καινούρια ποιητική συλλογή που έχει κάτι να του πει και πιο πολύ, όταν αυτή παρέχει αξιόπιστες υποσχέσεις για μια μελλοντική εξελικτική συνέχιση της. Και η ποιητική συλλογή της Ειρήνης Γεροντάρα με τίτλο «Χρονικές δευτερεύουσες», έχει να πει πολύ περισσότερα από «κάτι».

Έσκυψα με ενδιαφέρον πάνω στα ποιήματα της. Ενδιαφέρον που το προκαλούν η τόλμη της, η καθαρότητα της ματιάς της, ο έντονος κραδασμός της ψυχής της σε καταγραφές που εμπνέει η μοναξιά και ο διάχυτος στους στίχους της ρεαλισμός που αναβλύζει μιαν αρχαϊκή μεγαλοπρέπεια. «Όλοι με την σκιά της θλίψης μας γέρνουμε το απόβραδο στον καναπέ μας. Όλοι με αγκαλιά, την ερημιά μας κοιμόμαστε τα βράδια», γράφει στο ποίημα της «Ύπνος».

Το έργο δεν είναι παρά μια ατέλειωτη μάχη της μοναξιάς και του έρωτα με τον Χρόνο, που μέσα του κουβαλάει σιωπές και κραυγές, απόγνωση κι ελπίδα, έλλειψη καιπληρότητα, ζωή και θάνατο. Ο εσώτερος κόσμος της ποιήτριας εκχυλίζει άλλοτε από ευαίσθητους ποιητικούς τόνους και άλλοτε από υπαρξιακή απόγνωση όταν στο ποίημα της «ΠΛΕΚΤΑΝΗ», διαπιστώνει πως : «Όλοι μας, τότε και τώρα και πάντοτε σταγόνες απλές μιας τυχαίας ψιχάλας είμαστε. Και ο Χρόνος δημιουργός και πανδαμάτορας είναι ανένδοτος, πολύξερος, ασυμβίβαστος, άτακτος κι αιώνιος έφηβος που γελάει με την καρδιά του εις βάρος μας».

Η ποίηση είναι η ίδια η ζωή και αν δεν υπάρξει βίωση της καθημερινής πραγματικότητας, κάθε ποιητική καλλιτεχνική δημιουργία δεν είναι παρά η τέχνη για την τέχνη. Μια τέχνη που δεν μπορεί να συγκινήσει ευρύτερα.

Ο PONGE λέει: «Ο έρωτας των λέξεων είναι η οδός για την ποιητική δημιουργία και η Ειρήνη Γεροντάρα για να τον δικαιώσει έχει έρωτα με τις λέξεις. Τις διαλέγει μία , μία και δείτε την φανταστική αισθητική του πίνακα που μας παραθέτει : «Χελιδόνιαζε η ψυχή της κάθε που στο νου της η όψη του ερχόταν. Μια θύμηση παλιά, μια κλέφτρα. Κι ένα χαμόγελο ζωγράφιζε τα χείλη της κι έβαφε τα μάγουλα της ροδακινιά».

Οι λέξεις κονταροχτυπιούνται κι επιστρατεύονται η τρυφερότητα, ο στοχασμός, ο ρεαλισμός αλλά και ο λυρισμός ώστε να γεννηθούν οι «ΧΡΟΝΙΚΕΣ ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΕΣ».

Η λογοτεχνία πέρα από την κοινωνική θεματολογία, τις πιο πολλές φορές έχει ουσιαστικό και μεγαλειώδες υπόβαθρο, τον έρωτα. Στην Ελληνική Μυθολογία ο ΕΡΩΤΑΣ είναι η ζωογόνος δύναμη των ΘΕΩΝ και των ΑΝΘΡΩΠΩΝ.Η ψυχή και η καρδιά του ανθρώπου, δύσκολα αντέχει την απουσία του Έρωτα.

Ο έρωτας δεν είναι απλά το κυρίαρχο στοιχείο σε όλες τις κοινωνίες, αλλά η ενστικτώδη αντίσταση του ανθρώπου ενάντια στην φθορά και στον θάνατο. Και η Ειρήνη Γεροντάρα, είναι μια κατ’ εξοχήν ερωτική ποιήτρια. Σε τούτη την ποιητική συλλογή το θέμα «ΕΡΩΤΑΣ» κατέχει σταθερά τη θέση που του αρμόζει χωρίς καμία έκπτωση, λοιδορία ή μετακίνηση.

Η δημιουργός και ο έρωτας διαγράφουν μια τροχιά ανόδου, αξιοπρέπειας κι ευγένειας και η ποίηση καμαρώνει την περίοπτη θέση που της ετοιμάζει η ποιήτρια, η οποία, ανοίγει το παράθυρο του νου και αμέσως ξεπετούν θύμισες αλλοτινών χρόνων με «ξέγνοιαστα γέλια μαθητών, αθώα κυλίσματα στο γρασίδι, αχνά πέλματα ροδαλά και μια αφή που ζεματάει τη σάρκα».

«Σ’ εφηβικών ονείρων τεθλασμένες γραμμές ζωγραφίζουμε τη ζωή και ως έφηβοι αδημονούμε να την κουρσέψουμε», λέει η ποιήτρια. Κι έπειτα «γευόμαστε τη γλύκα και την πίκρα του έρωτα» για να διαπιστώσουμε «πως το χάδι είναι ανήμπορο και νικιέται από την αλήθεια της ζωής. Και φθάνουμε στο φθινόπωρο της ζωής, σαν μιας αρχαίας τραγωδίας την κάθαρση για να κλείνει ο κύκλος». Διαβάζει τον έρωτα σαν τη λειτουργία της φύσης. Άνοιξη , καλοκαίρι, φθινόπωρο Χειμώνας. Βλέπει ένα μέλλον να έρχεται ανύπαρκτο και παθιασμένα ζητάει ένα κόρφο με θαλπωρή να κουρνιάσει τις ανασφάλειες και τους φόβους της.

Η ποιήτρια απορρίπτει τους εφήμερους «έρωτες εκεί που οι όρκοι γελάνε αυθάδικα σαν εγωιστές πολύξεροι μαθητές». Και λέει: «Ίσως μια μέρα να ορκιστώ στην αγάπη και ν’ αθετήσω τον όρκο μου. Ίσως αυτή η μέρα να ήρθε κάποτε για εμένα μα εγώ συλλήβδην να την απέρριψα» θα γράψει στο ποίημα της «ΊΣΩΣ».

Η ποίση της Ειρήνης Γεροντάρα, λυρική στο σύνολο της, με τρυφερές εικόνες, τέρπει τον αναγνώστη που οικειώνεται μαζί της. Με τον αγώνα ενάντια στον χαμένο χρόνο και την μοναξιά που συχνά κουβαλάει μαζί της, να είναι τα κυρίαρχα αισθήματα που τρέχουν πάνω στους στίχους της, η ποιήτρια νοσταλγικά μας φέρνει πίσω τις βιωμένες μας ώρες, τις αλησμόνητες, με μόνο μας ρούχο τον έρωτα. «Την ευτυχία αν δεν τη ζεις», λέει η ποιήτρια, « ξεφεύγει, χάνεται, πάει σε άλλα σπιτικά. Και το φθινόπωρο δεν ξέρεις αν είναι ένα σκαλί πριν την μοναξιά του χειμώνα ή το χρυσάνθεμο που γνέφει, τάζοντας μιαν άνοιξη παραπλανητική».

Τώρα πια ξέρει πως «ο χρόνος στα παιδικά μάτια είναι πολύς, είναι όμως τόσο λίγος στην γλυκιά περιπέτεια της ζωής». Όμως τότε μας λέει: «Ζούσα για μια άνοιξη που όλο αργούσε. Κι όσο έβλεπα να περνούν από μπροστά μου όρκοι που αθετούνται στο χρόνο και εκείνα τα ματωμένα για πάντα αδικαίωτα, που όλο και γεννιούνται κάθε μέρα για να ματαιωθούν αργότερα, με δάκρυα φθινοπωρινά προστάτευα τους ρυτιδιασμένους χειμώνες μου». Κάθε ποίημα πιάνει ένα ευρύτερο ψυχικό χώρο, όπου ο καθένας μπορεί να βρίσκει μια αναφορά σε μια δική του περίπτωση ζωής.

Αυτός άλλωστε είναι και ο ρόλος του ποιητή, να ανάγει την προσωπική του περίπτωση σε σύμβολο πολλαπλού προσώπου.Δεν αποδέχεται το τετελεσμένο. Κουράστηκε να βλέπει κάθε πρωί «να ανατέλλουν σιωπές μαζί με σαρακιασμένες ελπίδες. Μάζεψε όλες τις μοναξιές της σε μια βαλίτσα σκονισμένη, πεταμένη στο πατάρι και ζητάει να ανακτήσει τον χαμένο χρόνο. Να γίνει Αόριστος, Ενεστώτας και Μέλλοντας. Άλλωστε τι ξέρει η καρδιά από χρονολογίες;»

Μπροστά σε ένα ανύπαρκτο Μέλλον, κοιτάζει κατάματα τον εχθρό, την μοναξιά και με οδηγό την ελπίδα που πορεύεται τελευταία ακόμα κι όταν ο χρόνος τελειώνει, πιστεύει πως θα έρθει μια μέρα που οι ψυχές μας θα είναι καθάριες, η ευτυχία θα μας κυκλώσει και η μοναξιά θα είναι μια λέξη παλιά και ξεπερασμένη.

Ο Σεφέρης είχε πει, «το δυσκολότερο πράγμα στην ποίηση είναι να γράφεις απλά και η Ειρήνη Γεροντάρα με έναν απλό, ουσιαστικό, ζεστό λόγο απευθύνεται σε όλους όσους ονειρεύονται την αγάπη σαν την πεμπτουσία της πρόσκαιρης ζωής μας. Την αγάπη που αντικρύσουμε κατάματα και δεν θα τρέξουμε πανικόβλητοι να κρυφτούμε. Την αγάπη που δεν την φοβόμαστε σαν απειλή του είναι μας, του εγώ μας. «Θα είναι μια μέρα με γεύση παράδεισου. Κι εγώ θα είμαι ακόμα πιο ερωτευμένη μαζί σου. Κι εσύ θα ξέρεις πως πάντα υπήρχα δική σου», φωνάζει απροκάλυπτα.

Δεν θα κάνω τον κριτικό για να κρίνω το έργο ή ακόμα και το μέγεθος της Ειρήνης Γεροντάρα ως δημιουργού. Κι αυτό γιατί πιστεύω πως οι ποιητές δεν είναι τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από τους στίχους τους. Και οι στίχοι τους είναι αυτοί και μόνο αυτοί, που μπορούν να μιλούν αποφασιστικά για τους ίδιους τους ποιητές.

Όποιος θςλήσει να βυθομετρήσει την ποίηση της Ειρήνης Γεροντάρα, θα ανακαλύψει κάτω από το ερωτικό κέλυφος των στίχων της, τον ανθρώπινο πόνο. Τον πόνο εκείνο για τα χαμένα όνειρα της νιότης μας, τον πόνο για τα αξέχαστα καλοκαίρια τα παιδικά που τέλειωναν προτού καν αντιληφθείς πως άρχισαν.

Οι άνθρωποι είναι θάλασσες. Άλλοτε ανταριασμένες και ανυπότακτες κι άλλοτε γλυκές και πειθήνιες, θελκτικές και μαγεμένες σ’ έναν πανάρχαιο χορό ακατάπαυστων εναλλαγών. Οι άνθρωποι πονούν, αγαπούν, υποφέρουν, ανεβαίνουν, συνθλίβονται, ξαναγεννιούνται και πάλι από την αρχή. Λες κι η ζωή δεν είναι τίποτε άλλο παρά η χαρά και η λύπη σ’ έναν ατέλειωτο, αβάσταχτο αλλά και υπέροχο χορό. Αυτόν τον χορό μα καλεί η ποιήτρια να χορέψουμε, χωρίς φόβο και χωρίς πάθος με μόνη μας φορεσιά τα χθες, τα τώρα και όλα μας τα αύριο.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΑΚΙΡΟΓΛΟΥ

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΤΣΑΚΙΡΟΓΛΟΥ

Ο Βασίλης Τσακίρογλου γεννήθηκε στο Κερατσίνι του Πειραιά από γονείς πρόσφυγες από το Αϊδίνιο και τη Σμύρνη.

Πτυχιούχος εκτελωνιστής, εργάστηκε ως σύμβουλος επί τελωνειακών θεμάτων στην «ΑΛΟΥΜΙΝΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ» Α.Ε. σε όλο τον εργασιακό του βίο.

Υπήρξε αθλητής στίβου, κριτής και αντιπρόεδρος του Συνδέσμου Κριτών Κλασσικού Αθλητισμού Βοιωτίας – Εύβοιας.

Ιδρυτής του τμήματος στίβου στον «ΜΕΔΕΩΝΑ». Έφορος και πρώτος προπονητής ο ίδιος.

Ασχολείται με τη λογοτεχνία και το θέατρο.

Με τον μαέστρο Τοντόρ Καμπακτσίεφ και τις χορωδίες Άσπρων Σπιτιών και Αντίκυρας έχει παρουσιάσει εδώ και σε άλλες πόλεις, μεγάλους καλλιτέχνες όπως τους Μίμη Πλέσσα, Ηλία Ανδριόπουλο, Σταύρο Κουγιουμτζή, Μάριο Τόκα, Νότη Μαυρουδή, Κώστα Χατζή, Μαρία Φαραντούρη και άλλους.

Στον τόπο αυτό, είναι από τα ιδρυτικά μέλη της ομάδος των «Φίλων του Λόγου» που η αγάπη τους για την λογοτεχνία γέννησε και την ιδέα για την έκδοση του περιοδικού «ΕΜΒΟΛΙΜΟΝ».

Είναι μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών και της Εταιρίας Τεχνών Επιστήμης και Πολιτισμού Κερατσινίου.

Έχει εκδώσει πέντε ποιητικές συλλογές. ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ, ΝΟΣΤΙΜΟΝ ΗΜΑΡ, ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΑ ΦΕΓΓΑΡΙΑ, ΤΗΣ ΟΡΓΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ και το μαρτυρικό έργο ΔΙΣΤΟΜΟ ΚΑΝΤΑΤΑ για το ολοκαύτωμα του ΔΙΣΤΟΜΟΥ για το οποίο του απονεμήθηκε το Πρώτο Βραβείο στον Ένατο Παγκόσμιο Διαγωνισμό Ποίησης της ΑΜΦΙΚΤΥΩΝΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ.

Ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί κατά καιρούς σε γνωστά λογοτεχνικά περιοδικά όπως το ΕΜΒΟΛΙΜΟΝ η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ, ο ΝΟΥΜΑΣ, η 3η ΧΙΛΙΕΤΙΑ κ.α. Κάποια από αυτά έχουν μεταφραστεί στην Πολωνία και άλλα έχουν μελοποιηθεί από τον από τον μαέστρο Τοντόρ Καμπακτσίεφ και τον Σταμάτη Καλογιάννη.


💮   💮   💮


«ΧΡΟΝΙΚΕΣ ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΕΣ» ΤΗΣ  ΕΙΡΗΝΗΣ ΓΕΡΟΝΤΑΡΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΦΑΦΟΥΤΗ

Μέσα στις «Χρονικές Δευτερεύουσες» η Ειρήνη Γεροντάρα, βρίσκεται σε ένα αδιάκοπο, κρυφό κυνηγητό με τον χρόνο. Από την εποχή της προετοιμασίας για τα πρώτα πετάγματα της, στα χρόνια της εφηβείας, μέχρι και σήμερα, στα τωρινά ώριμα χρόνια. Με υπαρξιακά ερωτηματικά για την συνέχεια της ζωής. Κυρίως όμως για το αναπόφευκτο τέλος της.

Από το πρώτο ποίημα της συλλογής θα μοσχοβολήσουν τα παιδικά της χρόνια. Η τρυφερή ανάμνηση των παιδικών χρόνων με τις θαλασσοδαρμένες βάρκες, τον νοτισμένο βασιλικό, την μυρωδιά των εσπερινών και της ταπεινοφροσύνης, το αλέρωτο καλό φουστάνι, πιστή στην προσταγή της μάνας της.

Από τότε αρχίζει η προετοιμασία. Προετοιμασία για τα αναπάντεχα μελλούμενα της ζωής. Θα μας μιλήσει για τα φθινοπωρινά δάκρυα με τα οποία προσπαθούσε να μαλακώσει τους κρύους χειμώνες. Ήθελε να διώξει τον φόβο για εκείνες τις άδειες ψυχές που θα συναντούσε στην ζωή της.

Είναι στην φύση μας, «Ας μην το κρύβουμε. Διψάμε για ουρανό», όπως έγραψε ο Μίλτος Σαχτούρης. Μέσα στο χρόνο που δεν σταματά, η ποιήτρια γύρευε την Άνοιξη για να ευωδιάσει τον κόσμο της. Μα αυτή η Άνοιξη αργοπορούσε. Και κάποτε πέρασε έξω από την πόρτα της χωρίς να σταματήσει.

Θα γράψει : «Τι τα θες, όλα στην ώρα τους οφείλουν να γίνονται αλλιώς τελειώνουν σύντομα προτού καν αντιληφθείς πως άρχισαν.»

Δεν ήξερε ότι η διάψευση των προσδοκιών είναι η αναπόφευκτη μοίρα της ύπαρξης μας. Και όπως έχει ειπωθεί θα πρέπει: «Να σελώνεις τα όνειρα σου πριν τα καβαλήσεις».

Αγωνιά για τον χρόνο. Ο χρόνος βαδίζει σταθερός και αμείλικτος. Όσο περνά το μεν πνεύμα πρόθυμο αλλά το σώμα ασθενεί. Μόνο η καρδιά ακολουθεί το ρυθμό του χρόνου, όλα τα άλλα υποτάσσονται στο αναπόφευκτο με τα χέρια ψηλά.

Θα μας πει : «Μα ήταν του χρόνου τα δάκρυα που πόνεσαν πιότερο απ’ αυτά της καρδιάς. Σαν εκείνος τελείωνε, αυτή ακμαία, αγέρωχη πορευόταν ξέφρενη σ’ ονειρικούς παφλασμούς μ’ ένα σώμα αδύναμο ν’ ακλουθεί».

2.

Ο Έρωτας είναι διάχυτος στα ποιήματα της Ειρήνης. Όμως δεν είναι ύμνοι στολισμένοι με τα συνήθη αστραφτερά κι αθώα τιμαλφή. Θυμάται έντονα τον παιδικό έρωτα. Την ιερή στιγμή, όπου όλοι και όλα μυρίζουν φρεσκοστυμμένο λεμόνι. Θυμάται το γαλάζιο βλέμμα του αγοριού, να σκαρώνει σκαριά για να ταξιδέψουν σε όνειρα νιότης. Μα τα χάδια είναι ανήμπορα για χαρταετούς και μεγάλα πετάγματα στον ουρανό. Και η ψευδαίσθηση διαλύεται απ’ την αλήθεια. Γιατί όπως θα πει : «Η ζωή πάντα κερδίζει», μα «τα φτερά μιας πεταλούδας πάντα αντέχουν».

Είναι η διακύμανση της ερωτικής σχέσης, με τις μεγαλοπρεπείς μικρότητες και την επιστροφή στην πρωτόπλαστη αθωότητα. Την ακούνε να λέει: «Ίσως μια μέρα, αν ορκιστώ στην αγάπη και ν’ αθετήσω τον όρκο μου. Ίσως τότε, εγώ να μην είμαι εντός της ψυχής μου». Όμως ο αληθινός έρωτας δεν γνωρίζει εγωισμούς, φόβους κι άγαρμπες συμπεριφορές. Ο έρωτας είναι η βαθιά συνομιλία και η αφοσίωση. Να διαβάσετε εκείνη την ερωτική συνομιλία στις «Καθημερινές Ασκήσεις». Με το τζιμάνι παιδί που ονειρεύεται την παιδικότητα που χάθηκε και που όμως διαρκώς αναζητά το αυθεντικό και το πρωτόπλαστο: «τότε που ήταν παιδί κι έκοβε νεράντζια και τα πέταγε στους δρόμους τους κατηφορικούς να τα κοιτά να κυλάνε». Τώρα με τα μπλουτζίν, τα φρέντοεσπρέσσο και την πρωινή γκαρσόνα του καφέ, τον κυκλώνει η νοσταλγία. Για εκείνα τα Σαββατόβραδα της προσμονής και της αγκαλιάς : «Να προσμένει τα Σάββατα. Γιατί χωρίς εκείνην μοιάζανε Δευτέρες».

Κάποτε η ποιήτρια σωπαίνει μπροστά στα μελαγχολικά, ερωτικά αδιέξοδα. Όταν στον απολογισμό του έρωτα, νοιώθει να περιτριγυρίζεται από ανολοκλήρωτα «τώρα». Όταν διαπιστώνει ότι ο Μαραθώνας δεν ήταν παρά χώμα και νερό. Κι ότι κάθε θυσία απαξιώθηκε μέσα σε αλαλαγμούς και ζητωκραυγές. Τότε θα κατεβάσει το μολύβι και θα παραδεχθεί: «Στο έλεγα πως δίχως εσένα τα λόγια δεν έχουν αξία. Ρήμαξε ο κήπος. Ξεράθηκε κείνη η τριανταφυλλιά που πότιζες μ’ ευλάβεια. Ούτε σπουργίτι δεν έρχεται πια. Τι να τα κάνω τα δώρα αν δεν σε περιέχουν;»

Απρόβλεπτος κι αδίστακτος και ο χρόνος και ο έρωτας. Το ΠΟΤΕ και το ΠΑΝΤΑ μοιάζουν με ανορθογραφίες της ζωής, συχνά μας ξεφεύγουν εν επιγνώσει μας. Και το βασανιστικό ερώτημα παραμένει : Φεύγει ο έρωτας με τον χρόνο ή ο χρόνος φεύγει μέσα σε έναν διαρκή έρωτα;

3

Κάθε στίχος αποπνέει την αγωνία για την ζωή, την αγωνία για την ύπαρξη μας. Κάνει συχνά τον απολογισμό, για να προσδιορίσει το πρόσημο της πορείας μας. Για να χαράξει καινούρια σημάδια και αν ξεκινήσει από την αρχή, με βήματα βελτιωμένα για να ξεφύγει από τα αδιέξοδα. Γράφει η ποιήτρια: «Τα φθινόπωρα της ζωής έρχονται συνήθως σαν μιας αρχαίας τραγωδίας την κάθαρση. Να μεταβαίνεις στον Χειμώνα, άσπιλος, όπως γεννήθηκες. Να κλείνει ο κύκλος». Προσομοιάζει την ζωή με τον κύκλο των εποχών, ώσπου κλείνει ο κύκλος για να παραδοθούμε, Έτσι άσπιλοι και αμόλυντοι να σβήσουμε τον ανερμήνευτο κύκλο της ζωής μας.

Ψάχνει για την καταγωγή και τον τελικό προορισμό. Που και πότε χαράζει. Που και πότε θα βραδιάσει. Όταν φύγει η πλάνη και αντικρίζει το αληθινό πρόσωπο της ζωής, έχει πάρει να βραδιάζει. Κάπου αλλού θα ξημερώσει, ίσως την ίδια πλάνη κουβαλώντας. Μας βεβαιώνει: «Κάπου αλλού θα ξημερώσει σίγουρα. Εδώ, όμως, πήρε να βραδιάζει».

Ωστόσο, ένας ανεξήγητος φόβος την ώθησε να μπάσει την ζωή μέσα σε οδυνηρές παρενθέσεις για να την προστατέψει από τις συναρτήσεις του αγνώστου. «Έκλεισα τη ζωή μου σε παρένθεση από το φόβο μήπως και τη ζήσω» Έτσι λησμόνησε να ζήσει, στερήθηκε εκείνη τη ζωή που προχωράει με θορύβους και ζητωκραυγές. Όμως, μέσα από την εκούσια παρένθεση ξόδεψε την αγάπη που περιείχε. «Να ζεις όπως σ’ αρέσει ακόμα κι από την παρένθεση γιατί ο χρόνος είναι λίγος και τελειώνει».

4

Η μοναξιά είναι θέμα αγαπημένο της ποιήτριας. Ακροβατεί πάνω στις διάφορες εκδοχές της και συχνά οπλίζεται με την απόφαση να την αποτινάξει και να λυτρωθεί. Η ερημιά που είναι συνώνυμη της μοναξιάς, που είναι ταίρι της ένδον ξενιτιάς, που γυροφέρνει εντός μας και δεν μας αφήνει να γευτούμε τις ομορφιές της ζωής και τις άγριες αμαρτίες μας. Θα γράψει: « Πίσω μου τα Χτες, γκρεμός που έχασκε μπροστά του Τώρα πηχτό σκοτάδι. Την μοναξιά μου κοίταξα κατάματα την σφιχταγκάλιασα να μου υποταχθεί».

Η μοναξιά που βαραίνει την ζωή μας, σαν την παλιά περισπωμένη, που έχει το δικό της βάρος όταν σκεπάζει τα φωνήεντα, την απασχολεί αλλά έχει πάρει την απόφαση να την ξεχάσει και να την αποτινάξει από την ψυχή της. Ποτέ δεν θα υποκύψει στη θέα της σκονισμένης βαλίτσας, όπου αποθήκευσε οριστικά τις μοναξιές που την συνέθλιψαν, Όπως θα γράψει η ποιήτρια: «Κάθε φθινόπωρο είναι μια άνοιξη που προσμένει μια αρχή. Ας μείνει για πάντα λησμονημένη αυτή η βαλίτσα».

5 ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Πρόκειται για μια σπουδαία κι απολαυστική Ποίηση. Πότε μελαγχολική και πότε αποπνέει την απόφαση να συγκρουστεί με τα αδιέξοδα. Με βαθιά αυτογνωσία, με διακριτικό φιλοσοφικό στοχασμό, με προεκτάσεις που δείχνουν ότι δεν θητεύει μονάχα το ιδιωτικό της όραμα αλλά αφορά όλους μας. Και κάνοντας χρήση δικών της εκφράσεων, θα πω ότι οι στίχοι της υπενθυμίζουν «τις καταβολές και τον προορισμό μας», οι στίχοι της «ραίνουν τα σκοτάδια μας» και «χελιδονιάζουν την ψυχή μας».

Ο Πλάστης έπλασε αμέτρητους μοναχικούς πλανήτες στο μέγα στερέωμα. Ανάμεσα τους όμως, έβαλε κι έναν ήλιο γεμάτο φως.

Η Ποίηση και ο πλάστης-ποιητής έχουν μια ανά πάσα στιγμή εξελισσόμενη σχέση. Ο ποιητής θα πλάσει πολλά ποιήματα-πλανήτες. Κάποια ώριμη όμως στιγμή ανάμεσα τους θα βάλει και τα ποιήματα-ήλιος, έτσι ώστε αυτά να χωρέσουν μέσα στην ζωή των άλλων.

Η Ειρήνη Γεροντάρα με τις «Χρονικές Δευτερεύουσες» έχει ήδη προχωρήσει πολύ και πλάθει τον δικό της ήλιο.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΑΦΟΥΤΗΣ



ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΦΑΦΟΥΤΗ

Ο Δημήτρης Φαφούτης γεννήθηκε στην Μενδενίτσα Λαμίας. Είναι Χημικός Μηχανικός κι εργάστηκε επί 35 χρόνια στο εργοστάσιο παραγωγής αλουμινίου, στα Άσπρα Σπίτια (Παραλία Διστόμου) στην Βοιωτία.

Έχει εκδώσει επτά ποιητικές συλλογές , ένα βιβλίο δοκιμίων και μια μελέτη για το Νικηφόρο Βρεττάκο.

Είναι ιδρυτικό μέλος του Ομίλου Φθιωτών Λογοτεχνών και συγγραφέων και μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.


Για το βιβλίο δείτε εδώ









Σάββατο 19 Ιουνίου 2021

ΘΟΔΩΡΗΣ ΜΠΕΛΙΤΣΟΣ "Η Αγία Τριάδα και το Κουρούμπελο "

 


Ο ναός

Στο πατρογονικό μου χωριό, τη Μεγάλη Μαντίνεια Αβίας στη Δυτική Μάνη, υπάρχει ο κοιμητηριακός ναός της Αγίας Τριάδας. Το αρχικό κτίσμα ήταν πολύ παλιό, πιθανόν από την εποχή που μεταφέρθηκε εκεί το κοιμητήριο του χωριού. Το παλιό κοιμητήριο, όπως αφηγούνται, βρισκόταν στον Άγιο Λια στα δυτικά του χωριού.



Η Αγ. Τριάδα Μεγ. Μαντίνειας (Δυτ. Μάνη)


Ο ναός είναι μονοκάμαρος με εμφανή πέτρα και ανακαινίσθηκε το 2000. Τότε προστέθηκαν ο πρόναος, το κωδωνοστάσιο και κατασκευάστηκε νέα στέγη, δαπάναις Γεωργίου και Νίκης Κοζομπόλη εις μνήμην του υιού τους Αναστάσιου, με δωρεάν τεχνική συνδρομή του μάστρο-Γιώργη Θ. Κωστέα, όπως αναφέρει σχετική επιγραφή.


Στον μεγάλο περίβολο του ναού διοργανώνεται τοπικό πανηγύρι από τον τοπικό Εξωραϊστικό Πολιτιστικό Σύλλογο άλλοτε στο καθολικό του ναού κι άλλοτε το καλοκαίρι.



Το Κουρούμπελο

Στον περίβολο του ναού, που βρίσκεται στη βόρεια έξοδο του χωριού, δέσποζε παλιότερα το «Κουρούμπελο», ένα ιδιόμορφο, πέτρινο, μνημειακό εικονοστάσι. Στο τοπικό ιδίωμα κουρούμπελο λέγανε τον μικρό, κιονόσχημο στύλο από πέτρες (συνήθως ξερολιθιά) που έστηνε ο ιδιοκτήτης ενός αγρού σε εμφανές σημείο, ως επισήμανση ότι δεν επέτρεπε τη βόσκηση ζώων στο χωράφι του.


Το Κουρούμπελο (φωτ. Ηλίας Κοτσόβολος)

Αποτροπαϊκός ήταν ο ρόλος και του μνημειακού Κουρούμπελου της Αγ. Τριάδας, το οποίο σωζόταν ως το 1985 περίπου. Διηγούνται, πως είχε αποτρεπτικό χαρακτήρα κατά των επιδημιών και ότι είχε κτιστεί στα χρόνια του Κριμαϊκού πολέμου (1854-56), για να αποτραπεί η επέκταση στο χωριό της επιδημίας χολέρας, η οποία είχε ξεσπάσει τότε. Χτίστηκε σε αυτή τη θέση, επειδή είναι μία από τις εισόδους του χωριού και στο κοίλο μέρος του είχε ένα εικόνισμα της Παναγίας. Αναφέρεται η ύπαρξη κι άλλων παρόμοιων σε άλλες εισόδους του χωριού, τα οποία όμως δεν διασώθηκαν.

Το φαλλικό σχήμα του θύμιζε την αρχέγονη μορφή που είχαν οι αρχαίοι Ερμές, όπως κληροδοτήθηκε από τους Πελασγούς, πριν ακόμα οι Αθηναίοι τους προσθέσουν την μορφή του Ερμή και πάρουν την ονομασία ‘Ερμαί’. Οι Ερμαϊκές στήλες, εκτός των άλλων, στήνονταν στην είσοδο των σπιτιών, ως δηλωτικά της κατοικίας αλλά και για προστασία και εξορκισμό του κακού.


Μάρτιος 1976. Τα αδέρφια Παύλος, Ανδρέας και Ντίνος Λ. Κοτσώνης μπροστά στο Κουρούμπελο. Πίσω τους διακρίνεται η στέγη της Αγ. Τριάδας [φωτ. Ηλίας Κοτσόβολος].


Αποτροπαϊκοί στύλοι και τελετές

Παρόμοιες κατασκευές με αποτροπαϊκό χαρακτήρα, όπως στύλοι, κολώνες κλπ, σε συνδυασμό με θρησκευτικές τελετουργίες, συναντάμε σε πολλές περιοχές και έχουν αρχαίες ρίζες. Η πιο διάσημη περίπτωση είναι το «Κολωνάκι» της Αθήνας, το οποίο ονομάστηκε έτσι από έναν αρχαίο, μαρμάρινο κίονα, που είχαν στήσει οι Αθηναίοι, προς αποτροπή επιδημιών, στον οποίο έκαναν λιτανείες και ιεροτελεστίες με θυσίες ζώων. Τέτοια κολωνάκια υπάρχουν και σε άλλα σημεία στην Αθήνα, όπως στο Κουκάκι, και είναι διαφόρων εποχών, από τα ρωμαϊκά ως τα νεότερα χρόνια.


Ο κίονας του Κολωνακίου

Το αποτροπαϊκό τελετουργικό, όπως γινόταν ως τα τέλη του 19ου αιώνα στην Αθήνα, ήταν μια λιτανεία συνήθως με την εικόνα του Αγ. Χαραλάμπους που θεωρείται προστάτης από τις ασθένειες. Στην πομπή προπορεύονταν δύο δαμάλια με άροτρο και ακολουθούσαν ιερείς και πολίτες που κουβαλούσαν το λεβέτι με τα «μανταλόγια»: αντικείμενα και σημειώματα με ξόρκια σχετικά με τις πιο επικίνδυνες αρρώστιες. Η πομπή περικύκλωνε την Αθήνα, διερχόμενη από συγκεκριμένες κολώνες που θεωρούνταν καθαγιασμένα ορόσημα. Κατέληγε στο τελευταίο κολωνάκι, περίπου στο σημερινό Γκάζι.

Εκεί θυσίαζαν και έθαβαν τα δαμάλια, μαζί με το άροτρο και το σκεύος με τα μανταλόγια. Ο λάκκος σφραγιζόταν με την αρχαία κολόνα, η οποία αποκτούσε πλέον ρόλο φύλακα που απέτρεπε την απελευθέρωση της θαμμένης αρρώστιας. Η τελετή αυτή είχε εμφανείς ρίζες από αρχαία τελετουργικά, όπως η «περιάρωση» και τα «βουφόνια».


Ο κίονας στο Κουκάκι

Δεν γνωρίζουμε αν κάτι ανάλογο (λιτανεία κλπ) συνέβη με την περίπτωση του Κουρούμπελου της Αγ. Τριάδας στο χωριό μας. Το μόνο που αναφέρεται είναι πως υπήρχαν άλλα δύο ή τρία σε άλλες εξόδους του χωριού. Να επισημάνουμε επίσης, ότι στα ΒΔ επί της παλιάς οδού προς την Παλιόχωρα και σε απόσταση 300μ περίπου από το χωριό, υπάρχει παλιό ξωκλήσι του προστάτη από τις ασθένειες Αγίου Χαραλάμπους, με λιγοστές αγιογραφίες, ενδεχομένως του 18ου αιώνα.


Η προέλευση της λέξης κουρούμπελο

Αναζητώντας την καταγωγή της λέξης ‘κουρούμπελο’ βρήκα πως είναι λατινογενής και προήλθε μάλλον από το λατινικό ‘columna’, που σημαίνει: κίονας, στύλος. Από την ίδια λατινική λέξη προέρχεται το ιταλικό ‘colonna’, από όπου και η ελλ. ‘κολόνα’ (ή ‘κολώνα’). Μια άλλη εκδοχή, νομίζω λιγότερο πιθανή, είναι πως προήλθε από το επίσης λατ. ‘cumulus’, που σημαίνει: σωρός από χώμα ή πέτρες. Ας δούμε το θέμα πιο αναλυτικά.

Οι παλιοί Αθηναίοι αποκαλούσαν τους στύλους του Ολυμπίου Διός ‘κόλουμνα’ ή ‘κούλουμνα’, λέξη από την οποία εικάζεται πως προήλθαν τα ‘κούλουμα’ της Καθαρής Δευτέρας, την οποία γιόρταζαν «πηγαίνοντας στα κούλουμνα», δηλαδή στην άπλα δίπλα στις κολόνες του αρχαίου ναού αλλά και του Θησείου. Επίσης, σε πολλά μέρη της Πελοποννήσου και της Ρούμελης λέγανε πως την Καθαρή Δευτέρα «χαλάμε τα κούλουμπα ή κούλουμπρα». «Κούλουμπ[ρ]ο» ήταν ο στύλος από πέτρες που έστηναν για να απαγορεύουν την είσοδο στους αγρούς. Με τη φράση εννοούσαν πως θα γιορτάσουν στο ύπαιθρο παραβιάζοντας την απαγόρευση. Σε κάποια μέρη τις κατασκευές αυτές αποκαλούσαν ‘κούμουλα’, γι’ αυτό μερικοί γλωσσολόγοι θεωρούν πως η λέξη προήλθε από αναγραμματισμό του λατ. ‘cumulus’ (σωρός από χώμα ή λίθους), όπως προανέφερα.

Όποια κι αν είναι η αρχική ετυμολογική προέλευση, στην περιοχή μας το ‘κούλουμπρο’ έγινε ‘κούρουμπλο’ με γλωσσική αντιμετάθεση των ‘λ-ρ’, κάτι που επιβεβαιώνεται από δυο παλιά τοπωνύμια που υπάρχουν στην περιοχή της Μεγ. Μαντίνειας: ‘Κουρούμπλια (τα)’ και ‘ Κουρούμπλα (η)’. Με την προσθήκη κατάληξης προέκυψε το ‘κουρούμπελο’ και παράγωγο αυτού το σχετικό ρήμα που ακούγεται στη φράση «κουρουμπελιάζω τα λαχίδια», δηλαδή στήνω κουρούμπελα (λίθινους στύλους) για να εμποδίσω την βόσκηση.

Παρενθετικά να προσθέσουμε πως η πανελληνίως κοινή φράση «έγινε κουρούμπελο» για τον μεθυσμένο, προήλθε από την αστάθεια του μεθυσμένου που σωριάζεται εύκολα, όπως άλλωστε και το κουρούμπελο που είναι φτιαγμένο από ξερολιθιά.

Τα κουρούμπελα λειτουργούσαν ως νοητοί φράχτες, οι οποίοι δήλωναν την απαγόρευση, χωρίς στην ουσία να την εξασφαλίζουν. Το ίδιο προφανώς συνέβαινε και με την αποτροπή των ασθενειών, γι’ αυτό οι λαϊκοί άνθρωποι παράλληλα επικαλούνταν και την εξ ύψους βοήθεια, είτε την παγανιστική με διάφορα ξόρκια είτε τη χριστιανική (εικόνες, ψαλμοί κλπ).

Άραγε προηγήθηκε η χρήση τους στην γεωργική πρακτική κι ακολούθησε η αποτροπαϊκή κατά των επιδημιών ή συνέβη το αντίστροφο; Ποιος το ξέρει; Όπως και να ’χει, το παλιό Κουρούμπελο της Μεγ. Μαντίνειας αποτελούσε ένα τοπικό ορόσημο. Ήταν κατάλοιπο μιας εποχής που ακόμα επιβίωναν αρχαίες και μεσαιωνικές δοξασίες, φιλτραρισμένες από το χρόνο και προσαρμοσμένες στις νεότερες θρησκευτικές αντιλήψεις.

Σήμερα στη θέση του παλιού, που δυστυχώς κατεδαφίστηκε, έχει κτιστεί ένα νεότερο που θυμίζει περισσότερο εικονοστάσι. Η γοητεία που είχε το παλιό Κουρούμπελο, οι ιστορίες που το συνόδευαν, οι προσευχές και οι επικλήσεις των προγόνων μας που ήταν αποτυπωμένες στη φαγωμένη από το χρόνο πέτρα του, έχουν για πάντα χαθεί.


Θοδωρής Μπελίτσος
Ν. Σμύρνη 18.06.2021