Πέρασαν αρκετά χρόνια από τότε που είχε ζήσει κάτι που να αξίζει να θυμάται.
Είχε κλειδώσει τις αναμνήσεις του καλά.
Όσα αγαπούσε, ήταν εκεί.
Όσα άξιζε να θυμάται ήταν εκεί.
Σε αυτή την παλιά κορνίζα.
Ίσως να ήταν το ασπρόμαυρο που πάντα τον συγκινούσε.
Καθισμένος στην παλιά του σοφίτα, άρχισε να γράφει ένα γράμμα.
Δεν είχε σκοπό να το δώσει σε κάποιον.
Ύστερα σκέφτηκε να το κρύψει.
Θα το άνοιγε με ανυπομονησία, μετά από πολλά χρόνια, έκπληκτος θα στεκόταν.
Μπροστά σε αυτό που είχε βρει, ποιος τον θυμήθηκε, θα αναρωτιόταν.
Εκείνη την ημέρα, την τόσο μακρινή, ήξερε πως θα έδινε στον εαυτό του, μία μεγάλη χαρά.
Εκείνη την ημέρα, την τόσο μακρινή...
Κοίταξε για ώρα την παλιά φωτογραφία, σα να ήθελε να την αιχμαλωτίσει.
Ύστερα από αρκετά λεπτά, έκλεισε με δύναμη τα μάτια του.
Η εικόνα γύριζε στο μυαλό του.
Τα μάτια του γαλήνια, στο μοναδικό μέρος που ένιωθε όμορφα.
"Αυτή η φωτογραφία, ότι και να γίνει, θα μείνει για πάντα στην καρδιά μου.
Είναι ότι έχω, ότι αξίζει να θυμάμαι.
Όσα με αγάπησαν και όσα αγάπησα, βρίσκονται εδώ.
Στα μάτια μου, στην καρδιά και το μυαλό".
Πήρε μία μεγάλη γαλάζια κιμωλία.
Άρχισε να ζωγραφίζει με μανία στο ξύλινο πάτωμα.
Κάτι που έμοιαζε με θάλασσα.
Έφτιαξε πολλά σπίτια.
“Έτσι θα μοιάζει καλύτερα με ακτή.
Θα φτιάξω δύο καράβια, το ένα θα φαίνεται ολόκληρο,
και το άλλο θα φαίνεται λιγότερο από το μισό”.
Όταν τέλειωσε, πέταξε τη γαλάζια κιμωλία από τα χέρια του.
"Τώρα θα φτιάξω το βουνό ή είναι καλύτερα πρώτα τον ουρανό;
Θα κάνω πρώτα τον ουρανό, το αποφάσισα”.
Αφού πρώτα άφησε τη σωστή απόσταση για να φτιάξει το βουνό, πήρε δύο μεγάλες ροζ κιμωλίες,
τις ξάπλωσε με το πλατύ τους μέρος στο δάπεδο και άρχισε να ζωγραφίζει με μανία,
όσο έφτανε η έκταση των χεριών του.
“Έτοιμος και ο ουρανός”.
Σταμάτησε για μία στιγμή, τα ρούχα του είχαν γεμίσει χρώματα,
η μυρωδιά της κιμωλίας υπήρχε παντού στο δωμάτιο.
Μετά από πολύ ώρα έντονης προσπάθειας, ολοκλήρωσε το βουνό.
Γέμισε με το ίδιο χρώμα τα κενά του ουρανού.
“Πρέπει να είναι ακριβώς το ίδιο, επιτέλους το ολοκλήρωσα”.
Κατευθύνθηκε προς το ραδιόφωνο και δυνάμωσε την ένταση.
Με τη μουσική υπόκρουση του ραδιοφώνου, άρχισε να τραγουδάει.
Με λόγια βγαλμένα περισσότερο απ' την καρδιά του παρά από το μυαλό του.
“Δώσε μου δύναμη.
Ότι έψαχνα τόσα χρόνια, ήρθε η ώρα να τα γνωρίσω.
Να νιώσω την ψυχή μου, στις φλέβες μου τώρα, άλλος άνθρωπος κυλά.
Θέλω να ξέρω πως είναι ο πόνος, την ώρα που τα δάκρυα ενώνονται με τη γη.
Θέλω να γνωρίσω πως είναι απ' την καρδιά τους να μου πουν.
Είμαι εδώ για εσένα, ο ένας ή η μία, που σε αγαπά...
Δώσε πνοή στα φτερά μου, ποτέ σου μη με αφήσεις.
Θέλω να ξέρω πως είναι τον εαυτό σου να αγαπήσεις.
Δώσε μου δύναμη.
Την ώρα που ο αέρας χτυπάει το πρόσωπό μου.
Κάνε γνώση τις ρυτίδες μου.
Όσο γκριζάρω, να φωνάζεις πως με θες.
Αν γνωρίσω την πτώση, θα έχω μάθει πως είναι να πετάς.
Πέφτοντας, για μία αγάπη θα σου λέω, τη δική μας ή κάποιων άλλων.
Για ένα όνειρο που θέλει ελεύθερο να τρέξει.
Δώσε μου δύναμη. Δώσε μου πνοή.
Στην αγάπη μας στηρίζεται, όλη η γη”.
...Φώναξε με όλη του την ορμή.
“Σε πόσες λύπες να εξαργυρώσω τη χαρά;
Δούλος παντοτινός ή σε νίκη βασιλιάς;
Ότι και να γίνει, πρέπει να φύγω.
Ένα με τον άνεμο να γίνω.
Όχι τραγούδι, ούτε βροχή.
Όχι λουλούδι σε άνοιξης πνοή”.
Με φωνή που είχε κλείσει πλέον, συνέχισε να τραγουδάει.
“Άνθρωπο κάνε με, μάθε με να πετώ.
Δείξε μου τον τρόπο. Τις ήττες μου να αγαπώ.
Σε ότι με πτοεί, σε ότι με φοβίζει. Κάνε με γη. Κάνε με φως.
Τα αστέρια να αγκαλιάσω, κι ας είμαι μικρός.
Αν με δεις να κλαίω,
πες μου έτσι είναι οι άνθρωποι και η μοίρα τους αυτή.
Όσο μάχονται, άλλο τόσο, αγκαλιές θα ζητούν.
Άφησέ με να γευθώ μία ακόμη νίκη.
ΔΙΔΑΞΕ ΜΕ...
πως και στις ήττες τους ακόμη.
Οι άνθρωποι δε σταματάνε να αγαπούν...”.
Ξεσπώντας σε λυγμούς ξάπλωσε στη ζωγραφιά του.
Επάνω του είχε όλα τα χρώματα απ' όσα αγαπούσε και από όσα τον είχαν αγαπήσει.
(Κείμενα, φωτογραφία και επεξεργασία) Αλέξανδρος Β.
Η επεξεργασία έγινε με picasa 3
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ http://www.musicheaven.gr/html/modules.php?name=Blog&file=page&op=viewPost&pid=34874