Ως προς την δευτέραν Στέργαιναν δυστυχώς δεν αλήθευσε το ρητόν: «η πρώτη δούλα, η δεύτερη κυρά». Η Θοδωριά, η πτωχή, υπέφερεν όλας τας αγγαρείας, όσας της επέβαλεν ο σύζυγός της. Ασβεστάς εκείνος, φουρνάρισσα αυτή. Το πτωχόν νήπιον, ο Ελευθέρης, δεν είχε χορτάσει το γάλα της μητρός του. Εφαίνετο γηράσασα ήδη, αν και μόλις είχεν υπερβή το τριακοστόν πέμπτον έτος. Ο μπάρμπα- Στέργιος, δέκα πέντε έτη μεγαλείτερός της, την είχε πάρει εις δεύτερον γάμον, και μάλιστα με το σπαθί του· την έκλεψεν. Ο μικρός Ελευθέρης, τετραετής ήδη, ζαρωμένος, χλωμός, ζουριασμένος, και η μήτηρ του ούτε να τον θρέψη ήτον ικανή, ούτε να τον «αποκόψη» ηδύνατο. Οι μαστοί της ως να είχαν παραψηθή από την αντιλαμπήν του φούρνου, εκρέμαντο μαραμμένοι υπό την τραχηλιάν, και ο μικρός δυσκόλως εύρισκεν εκεί σταγόνα γάλακτος.
Της είχαν πεθάνει τα δύο πρώτα παιδιά της, το έν θήλυ, το άλλο μικρόν αγόρι, και τώρα όλαι αι ελπίδες της εκρέμαντο εις τον μικρόν Ελευθέρην. Αλλά μέγας φόβος την είχε κυριεύσει, διότι και αυτό της το παιδί ήτον άρρωστον. Α! η καρδούλα της ήτον καμμένη! Καλλίτερα να μη ‘μβαίνη στον κόσμον άνθρωπος. Ενθυμείτο μετά σπαραγμού την στιγμήν, όταν «αγγελιάστηκε» το μικρόν κοράσιόν της. Πηγαίνει και το βρίσκει στην κούνια του, ξερό, μελανό, μισοπεθαμμένο. Βάζει μια φωνή. Τρέχουν δυο γειτόνισσες. «Τι έχεις; τι είνε;». «Το παιδί μου!»
Φωνάζουν το γιατρό. Όσο ν’ αρθή ο γιατρός, το κορίτσι «έσωσε». Σε μια ώρα, μιαν ωρίτσα! Ήρθεν η γειτόνισσα η Κατερίνα η Μπροστινή, το σαβάνωσε· η Θοδωριά έψαξε και ηύρε τα ρουχάκια του· έσκυφτε μες την κασσέλα να τα εύρη, κ’ εμοιρολογούσε! Η Κατερίνα την εμάλλωνε, λέγουσα ότι δεν μοιρολογούν τον νεκρόν, πριν τον ενδύσουν. Το στόλισαν ώμορφα-ώμορφα, το ξάπλωσαν στο κυλίμι, και το σκέπασαν να μη το βλέπη ο μικρός και κλαίη. Ο Χαραλαμπάκης ήτον δυο χρόνια μεγαλείτερος, κ’ ένοιωθε· τον επήραν η γειτόνισσες και τον απεμάκρυναν, έως να γείνη η εκφορά. Ύστερα το βράδυ, όταν ο Χαραλαμπάκης ερωτούσε: «Πούνε το Χρυσώ, μάννα, πού πάει το Χρυσώ;» του απήντησαν ότι επήγε να κοιμηθή «στα λουλούδια». Κ’ η Κατερίνα η Μπροστινή του είπεν ότι πάει «Στου παππά τ’ αλώνι κη στο περιβόλι». Και ο μικρός εξηκολούθει να ερωτά: «Πότε θαρθή, μάννα, πίσω το Χρυσώ μας;» έως ότου επέρασαν τρεις ημέραι και το εξέχασεν.
Α! Ποιο το είξευρε ότι τόσον γρήγορα έμελλε να υπάγη να την ανταμώση. Στο χρόνο απάνω, ο Χαραλαμπάκης πέφτει άρρωστος. Το γιατρό, ευθύς το γιατρό, να μη ξαναπάθουν τα ίδια. Έρχεται ο γιατρός, το βλέπει, «δεν έχει τίποτε», τους στέλνει ένα γιατρικό, άλλο γιατρικό. Όσο έπαιρνε τα γιατρικά, τόσο άναβεν η ζέστη κ’ η φλόγα πού είχεν. Έρχεται, το ξαναβλέπει, «μετά τρεις ημέρας θα είνε καλά». Μετά τρεις ημέρας ήτον αποθαμμένο. Αχ! με τι καρδιά να ψάξη να βρη τα ρουχάκια του, και με τι χέρια να το στολίση; Ευτυχώς ήτον εκεί η Κατερίνα η Μπροστινή, με την ακούραστον προθυμίαν της, με το λευκόν τλουπάνι υπό την πολίτικην μανδήλαν, με τους ελαφρώς διαγραφομένους μύστακάς της, και την απήλλαξε του κόπου. Με τι στόμα να το μοιρολογήση; Τι τραγούδια να του πη; Ήλθαν η παππάδες και το επήραν και αυτό, και το ετραγούδησαν και το επήγαν «στα λουλούδια», εκεί πού είχαν υπάγει και την μικράν Χρυσώ προ ενός έτους. Τώρα, αυτό το παιδάκι, ο Ελευθέρης, της έμεινεν. Ήτον εξαπλωμένη πλησίον του, ανέχουσα την κεφαλήν διά του βραχίονος υπέρ το προσκέφαλον του παιδίου, έχουσα την κεφαλήν του παιδίου υπό την αριστεράν μασχάλην της. Τα ενθυμείτο όλα όσα υπέφερε, και δεν είχεν ύπνον. Εις την εστίαν οι ολίγοι άνθρακες, χωμένοι εις την στάκτην, ετυφλόκαιαν ακόμη. Υπεράνω της κεφαλής της έκαιε το κανδήλι εμπρός εις τα εικονίσματα, σημειούν με φωτεινήν γραμμήν τας μελαγχολικάς μορφάς των αγίων. Ο σύζυγός της εξηπλωμένος εκ δεξιών της, έρρεγχε προ πολλού, από της ενάτης ώρας. Είχε γυρίσει δις ήδη και από τα δύο πλευρά και ανέπνεε δυνατά, και κάτι εμορμύριζε, και ενίοτε εμυκάτο εις τον ύπνον του. Ο καϋμένος ο μπάρμπα-Στέργιος δεν ήτο και πολύ κακός, αν και ηγάπα να τρώγη το ψωμί του από τα «φουρνιάτικα». Έλεγεν ότι, με το να κολλά τον φούρνον εις την γειτονιάν, η γυναίκα του, έβγαινεν από έναν κόπον να ζυμώνη. Κλαδιά της εκουβαλούσεν άφθονα, με το ονάριόν του, όσα επερίσσευαν από το καμίνι. Ήτον εν τούτοις εργατικός, και δεν την εβασάνιζε πολύ, την γυναίκα του. Μόνον όταν ετύχαινε να πωλήση μαζωμένον ασβέστην, κ’ έπαιρνε τίποτε λεπτά, ποτέ δεν εγύριζε στο σπίτι με τα θυλάκια πλήρη ή με τον στόμαχον κενόν. Συνήθως «τα άναβε τα καντήλια». Και αν μάλιστα ήτο Σάββατον βράδυ «εβαστούσε τρίμερο», καθώς έλεγε η Θοδωριά, και ήτον «εν τη δόξη του» έως το πρωί της δευτέρας. Αλλ’ αυτή το είξευρε το σύστημά του, και όταν τον έβλεπε να είνε στα «πράμματα», δεν του ωμιλούσε, διότι τότε ήτον φόβος μην «της φάη». Μόνον την Δευτέραν, πρωί, πριν αναχωρήση διά να υπάγη στο καμίνι, του εζήτει να της αφήση τίποτε λεπτά, αν του είχαν περισσεύσει, κ’ εκείνος τότε ήρχετο κάπως εις αίσθησιν. Τας προλαβούσας ημέρας των Χριστουγέννων, το είχεν «αλαλάξ τω Κυρίω», διότι είχε πωλήσει πολλά καντάρια ασβέστην, κ’ επήρεν ολίγα τάλληρα. Τώρα, τα Χριστούγεννα πέρασαν, ήρχετο Άις- Βασίλης, κ’ επειδή εν τω μεταξύ ήτο και Κυριακή, δεν είχε μαζεχθή ακόμη. Την εσπέραν ταύτην πάλιν ήτον ολίγον «στο φίλο, στο χορό», αλλ’ ευτυχώς είχεν έλθει ενωρίς απόψε, κ’ εντεύθεν η Θοδωριά εσυμπέρανεν ότι τα τάλληρα θα εσώθηκαν, από την τελευταίαν πώλησιν. Ό,τι όμως ηγνόει είνε ότι, εντός της ημέρας, ο μπάρμπα-Στέργιος επώλησε και άλλον ασβέστην. Και ο λόγος δι’ όν είχεν έλθει ενωρίς ήτο ότι είχε βαρυνθή κάπως την κραιπάλην, και ησθάνετο σφοδρόν πονοκέφαλον. Εν τούτοις η Θοδωριά ηυχαριστήθη, διότι, αφού έβλεπε το παιδί της άρρωστον, έστω και κοιμώμενον, και ο ρογχαλισμός του ανδρός της ήτο ως παρηγοριά της διά την ανησυχίαν της. Εν τούτοις το παιδίον εχειροτέρευεν. Η Θοδωριά, ήτις δεν ηδύνατο να κλείση όμμα επιβλέπουσα αγρύπνως το άρρωστον, είδεν αίφνης ότι το τεκνίον ηγωνία και επνευστία, βήχον ξηρώς. Ωχρόν ήτο το μέτωπόν του, απεξηραμμένα τα χείλη του, τα όμματά του θολά, και ελαφρά ερυθρότης ανέβαινεν από τας παρειάς του εις τους κροτάφους. Η γυνή ενθυμείτο τα συμπτώματα από τα δύο άλλα παιδιά της και ήτο έντρομος και περιδεής.
Τότε έσπευσε να εξυπνήση αποτόμως τον σύζυγόν της.
— Σήκω, Στέργιο!. . . κοιμάσαι, άνδρα μου;
Ο μπάρμπα-Στέργιος, μισοκοιμισμένος, εξηροτανύσθη κ’ εχασμήθη.
— Τι είνε;. . . Τι θέλεις;. . . Δεν κοιμάσαι, Θοδωριά;
Κ’ εγύρισεν από το άλλο πλευρόν. Η γυνή τον έσεισε σφοδρώς. — Δεν ακούς, άνδρα; Ξανακοιμήθηκες; Σε καλό σου!
— Τι λες, μωρή γυναίκα;
— Σήκω, δεν μπορεί το παιδί μας.
— Και τι να σ’ κάμω εγώ;. . . Σα δεν μπορεί ας γιάννη. . .
Και ήδη επέπλεεν ως υπεράνω αβύσσου χασκούσης να τον καταπίη κάτωθεν, οίαν εφαντάζετο το στόμα της συζύγου του, και προσεκολλάτο εις το προσκεφάλαιον, ως εις χείλος μαλακής, ηδυπαθούς αιώρας, οποία του εφαίνετο ο ύπνος και ως ο κολυμβητής ο ετοιμαζόμενος εις κατάδυσιν, ητοιμάζετο να βυθισθή εκ νέου εις τον ύπνον. — Θα σηκωθής, πατέρα;
Το «πατέρα» τούτο το είπε με τρόπον η Θοδωριά, ως εκ μέρους δήθεν του νοσούντος τέκνου. Είτα μη δυνηθείσα να κρατήση τα δάκρυα επανέλαβε·
— Θα σηκωθής, πατέρα, ή θα μ’ αφήσης να πεθάνω κ’ εγώ, καθώς πέθανε το Χρυσώ μας κι’ ο Χαραλαμπάκης μας; Εκείνα τα δυο, πατέρα, είνε «στα λουλούδια», στον άλλον κόσμο, στην αληθινή ζωή, εκεί όπου όλα τα μικρά έχουν έναν πατέρα . . . . Σ’ αυτόν τον κόσμο, εδώ, εγώ άλλον πατέρα από σένα δεν έχω, και συ άλλο παιδί από μένα δεν έχεις. . . .
Ο μπάρμπα-Στέργιος ακούσας το παράπονον τούτο, συνεκινήθη, και απωθήσας το εφάπλωμα, ανεκάθησεν επί της στρωμνής του, κ’ έστρεψε λημώντας τους οφθαλμούς προς την κοιτίδα του παιδίου. Η γυνή του έφερεν αγγείον πλήρες ύδατος, κ’ έβρεξε τους οφθαλμούς του. — Δεν πας να φωνάξης το γιατρό, Στέργιο μου;
— Τι, γιατρό και γιατρό; έχουν τώρα αυτοί πίστι και σπλάχνα; . . . θαρρείς πως λυπούνται, μωρή γυναίκα; θα πάω, θα τον φωνάξω, θα ρίξω πέτρες στο παραθύρι, και θα κάμη τον κουφό, ή θα σηκωθή να με βρίση και να με διώξη. «Δεν ειξέρατε από πιο νωρίς ναρθήτε; τώρα μεσάνυχτα, ήρθες να ξυπνήσης το γιατρό; Αχ! να είξερες τι σκληροί είνε, γυναίκα!
— Δεν πειράζει, σύρε συ, και ρίξε τ’ άδικα σ’ εμένα. Πες, η γυναίκα σου δεν σούπε αποβραδής πώς ήτον το παιδί άρρωστο.
Ο μπάρμπα-Στέργιος ηγέρθη, εφόρεσε την βράκαν του, την τσάκαν του, εζώσθη το κίτρινον, πλατύ και φουντωτόν ζωνάρι του, υπέδησε τα πέδιλα εις τους πόδας, έλαβε το φέσι του το ξασπρισμένον με την κοντήν μαδημένην φούνταν, εφορτώθη την κάπαν του, επήρε το φανάρι, όπου του ήναψεν η γυναίκα του, κ’ εξήλθεν. Έξω ήτο σκότος βαθύ, ολίγα άστρα έλαμπαν τήδε κακείσε, και ο ουρανός εφαίνετο ωμιχλιασμένος. Είχε κοπάσει προ μιας ώρας ο μαινόμενος από τριών ημερών χιονιστής βορράς, κ’ έκαμνεν παράξενην γλύκαν, την οποίαν ο μπάρμπα-Στέργιο αμέσως ενόησεν, ούσαν προάγγελον χιόνος στρωτής, ής αι πρώται αραιαί νιφάδες είχαν αρχίσει ήδη να πίπτωσιν. «Α! κ’ η Θοδωριά γυρεύει να φέρω το γιατρό, εψιθύρισε χασμώμενος ο ασβεστιάς· θα θελήση ο γιατρός ναρθή μεσάνυχτα με το χιόνι!»
Εν τοσούτω εστράφη δεξιά, εβάδισεν έως διακόσια βήματα από συνοικίας εις συνοικίαν, και τέλος φθάσας υπό την οικίαν του ιατρού, έκαμεν ως είπε, κατά γράμμα. Έκρουσε μάτην την θύραν. Είτα έρριψε χαλίκια εις έν παράθυρον, όπου είξευρεν ότι ήτο ο κοιτών του ιατρού. Ούδεμίαν απάντησιν έλαβε. Τέλος ηνήχθη κατά το ήμισυ έν παραθυρόφυλλον κάτω του ισογείου, και η υπηρέτρια, με ένα βόστρυχον από τα ξέπλεκα μαλλιά της προβάλλοντα και κρεμάμενον έξω του παραθύρου, είπε·
— Δεν είνε εδώ ο γιατρός.
— Πού είνε; ηρώτησεν ο μπάρμπα-Στέργιος.
— Είνε όξου.
— Πού όξου;
— Δεν ήρθε ακόμα. Θα πήγε σε κανέναν άρρωστο.
— Τέτοια ώρα;
— Όπως τον γυρεύεις και του λόγου σου τέτοια ώρα, έτσι μπορεί να τον εγύρεψαν κι’ άλλοι.
Ο μπάρμπα-Στέργιος ίστατο αναποφάσιστος. Αίφνης η θεραπαινίς, ως να ήθελε να δείξη πλείονα του συνήθους εμπιστοσύνην, προσέθηκε·
— Κύτταξε μην είνε κανένα μαγαζί ανοικτό στην πιάτσα, μην παίζουνε πουθενά τα χαρτάκια. Μην ‘πης πως ‘ς το είπα εγώ.
Και αμέσως έκλεισε το παραθυρόφυλλον κ’ έγεινεν άφαντος.
Ο μπάρμπα-Στέργιος υπώπτευσεν ότι η πονηρά υπηρέτρια θα τον «γέλασε μες τα μάτια».
— Βέβαια, βέβαια, έλεγεν, έτσι μας γελούν τώρα εμάς τους γέρους, αυταίς η δούλαις, πού μας βλέπουν και δεν αξίζουμε τίποτα. Ως τόσο, εγώ δεν είμαι και πολύ γέρος, και δεν υπανδρεύτηκα παραπάν’ από δυο φοραίς, κι’ αν τυχόν μου πέθαινε η Θοδωριά. . .
Δεν ετελείωσε τον στοχασμόν του, όστις ήτο οιονεί τελευταία τις υποτροπή της από ημερών κραιπάλης του, και η εικών του χλωμού παιδίου με την ασθενή αναπνοήν και της μητρός με τα δάκρυα ήλθε και επάγωσε την αιφνιδίαν νεανικήν θέρμην του. Επανήλθε τότε εις την μνήμην του η φράσις της υπηρετρίας: «μη παίζουνε πουθενά τα χαρτάκια». Και επειδή είχε ξενυστάξει κ’ εντρέπετο να γυρίση άπρακτος εις την οικίαν, απεφάσισε να επιστρέψη διά της αγοράς, όπως ίδη μη τυχόν συναντήση που τον ιατρόν.
Κοντά εις όλα τα άλλα δεινά, είχε κολλήσει και η ψώρα αυτή εις το παραθαλάσσιον χωρίον, να μάθουν οι νέοι να παίζουν χαρτιά. Από όλους τους υπαλλήλους, μόνον ο υποτελώνης, όστις είχεν εγγύησιν δοσμένην, και ο ειρηνοδίκης, όστις εφρόντιζε διά την υπόληψίν του, καθώς και ο Ελληνοδιδάσκαλος, δεν ελάμβανον μέρος εις τας εσπερινάς συναναστροφάς, αίτινες εγίνοντο τακτικά εις την οικίαν του ενός και του άλλου των υπαλλήλων. Όλοι οι άλλοι, ο υπολιμενάρχης, ο υγειονόμος, οι δύο βοηθοί ή υπολογισταί του υπολιμεναρχείου, ο γραμματεύς του ειρηνοδικείου, ο τηλεγραφητής, και όλοι, εκαίοντο κάθε βράδυ εις τα χαρτιά. Αλλά δεν ήτο και εντελώς φερτόν το νόσημα, και απόδειξις ότι, τας ημέρας αυτάς ιδίως, ότε αι εσπερίδες εγίνοντο εις το κομψόν και καλώς ευπρεπισμένον καπηλείον του Θανάση του Μπρεγυιού, ελάμβανον μέρος και πολλοί εντόπιοι, ο γραμματεύς της δημαρχίας, δύο νέοι χασάπηδες, οίτινες είχον υπηρετήσει εις τον στρατόν, ο φραγκορράπτης, όστις τον περισσότερον καιρόν έκαμνε τον δικολάβον, είς κουρεύς και δύο ναυτικοί. Ο δημοδιδάσκαλος ήρχετο τακτικά καθ’ εσπέραν κ’ εποντάριζεν μίαν ή δύο δεκάραις εις το έξ, και αν τας έχανεν, έφευγε σιωπηλώς χωρίς να πίη ούτε ένα ρούμι· αλλ’ εάν τας εκέρδιζεν, εκάθητο με το έν σκέλος εξηπλωμένον επί της μπαγκέττας, με το άλλο κάτω εις το δάπεδον, με το κοντόν τσιμπούκι του ακοίμητον πάντοτε, έπινε δύο τρία ρούμια, ίσα-ίσα το κέρδος και άμα το ωρολόγιον εσήμαινε την δωδεκάτην, έφευγε και επήγαινε να κοιμηθή. Οι άλλοι εξενυκτούσαν συνήθως, πότε εις τας τρεις, πότε εις τας τέσσαρες. Ο κάπηλος, ο Θανάσης ο Μπρεγυιός, ηυχαριστείτο τα μέγιστα εκ του είδους τούτου του εμπορίου, διότι εκτός του «νομίμου βιδανίου» είχε και το εμπόριον του μοσχάτου οίνου και των άλλων ποτών. Η συντροφιά έπαιζε κ’ έπινεν. Όποιος εκέρδιζεν, ευχαρίστως εκέρνα τους άλλους· μόνον ότι σπανίως ευρίσκετό τις να ομολογήση ότι εκέρδισε. Και ίσως να ήσαν και ειλικρινείς, διότι, κατά το αξίωμα των χαρτοπαικτών, δύο άνθρωποι κερδίζουν· όστις δεν παίζει ποτέ και όστις εισπράττει το βιδάνιον. Είς εκ της πρώτης κατηγορίας ήρχετο κατά πάσαν εσπέραν, ο καπετάν- Γιωργός ο Ασπρουδάκης, όστις ποτέ δεν έπαιζεν, αλλά και ποτέ δεν έλειπεν από τας εσπερίδας.
Δύο-τρεις άλλοι, όρθιοι όπισθεν των νώτων των παικτών, έμενον ως απολιθωμένα φαντάσματα, ως η ζώσα προσωποποίησις της καλής και της κακής τύχης. Επίσης ήρχετο κι’ ο μπάρμπ’-Αντώνης ο Πρίφτης, γηραιός βαρκάρης, όστις έμενε μέχρις ότου αποφασίση τις να κεράση «στα όλα», και τότε, αφού έπινε το ρούμι του, έφευγε, συναπάγων και τους άλλους, τους ορθούς ισταμένους, ως να ήσαν κολλημένοι εις την πλάτην των παικτών. Εάν όμως έβλεπεν ότι αργούσαν να κεράσουν, έφευγε κρυφά ή επήγαινεν εις την βάρκαν του διά να πλαγιάση.
Ενίοτε όμως ο μπάρμπ’-Αντώνης ο Πρίφτης με τον καπετάν Γιωργό τον Ασπρουδάκη και με δύο άλλους έπαιζαν απλώς σκαμπίλι με τα συνήθη κεράσματα, χωρίς λεπτά, παρά τινα γωνίαν αποσυρόμενοι, σύντροφοι πάντοτε οι δύο. Ο καπετάν-Γιωργός έκαμε πάντοτε τον μάστορα, και αν συνέβαινε να χάσουν, έμεναν οι δύο, παίζοντες «τον κακόν σύντροφο» ως τας δύο μετά τα μεσάνυκτα. Τελευταίος δ’ έχανε συνήθως ο μπάρμπ’-Αντώνης διαμαρτυρόμενος πάντοτε ότι ο καπετάν-Γιωργός τον έκλεπτε. Την εσπέραν εκείνην, ενώ η συντροφιά ευρίσκετο εις το κομψόν καπηλείον, έξαφνα χιών ήρχισε να πίπτη, αλλά τόσον ήσυχα και τόσον μαλακά, ως να έστρωνεν ο θεός λευκά σινδόνια διά τους πτωχούς και δια τους αστέγους, εις την οδόν. Ο άνεμος είχε κοπάσει αίφνης, δεν υπήρχε ψύχος επαισθητόν. Τόσον γλυκά και τόσον σιγανά, ευρέθησαν έξαφνα πλατείαι λευκαί λωρίδες καλύπτουσαι την γην. Είς των χαρτοπαικτών, σηκωθείς διά να ξεμουμουδιάση από την τράπεζαν (ήτο ημίσεια μετά τα μεσάνυκτα) είχεν έλθει προς το παράθυρον, κ’ ηθέλησε να κυττάξη έξω διά της θολωμένης υέλου. Αλλά σχεδόν δεν έβλεπε τίποτε, ειμή έν αχανές υπόλευκον φαιόν. Την ιδίαν στιγμήν εκρούσθη η θύρα του καπηλείου, μανδαλωμένη έσωθεν. — Άνοιξε, κυρ-Θανάση!
— Ποιος είνε; εφώναξε με συναχωμένην φωνήν ο κάπηλος, καθήμενος παρά την τράπεζαν κ’ επιτηρών αγρύπνως τους παίζοντας.
— Άνοιξε γιατί ρίχνει χιόνι.
Όχι τόσον ένεκα των επικλήσεων του κρούοντος την θύραν, όσον κατά σύμπτωσιν μάλλον, διότι ο σηκωθείς να κυττάξη διά του παραθύρου παίκτης, αφού είδε συγκεχυμένως διά των υέλων, ησθάνθη την επιθυμίαν να ιδή καλλίτερα αν εχιόνισεν, ηνοίχθη η θύρα (ο ίδιος ο παίκτης την ήνοιξε) και εισήλθεν ο μπάρμπα- Στέργιος τινάζων την κάπαν του, ασπρισμένην την φοράν ταύτην από ασβέστην. Διότι έως να φθάση από την οικίαν του εις του ιατρού, κ’ εκείθεν εις την αγοράν, όπου είδε φως εις το μαγαζί του Θανάση του Μπρεγυιού, ο νιφετός έγεινε πολύ πυκνότερος κ’ εντός ολίγων λεπτών εστρώθη ως σπιθαμήν από του εδάφους. — Χιονίζει, χιονίζει! είπαν όλοι, ιδόντες ασπρισμένον τον μπάρμπα-Στέργιον, και όσοι ήσαν όρθιοι εχώρησαν προς την θύραν, ενώ οι καθήμενοι εις την πασέταν εφώναξαν·
— Κλείστε μας την πόρτα.
— Κι’ από πού μας έρχεσαι, μπάρμπα-Στέργιο;
— Μεσάνυκτα, μας ήρθες απ’ το καμίνι!
Ο μπάρμπα-Στέργιος δεν έδωσεν απάντησιν εις τας φωνάς ταύτας, αλλ’ ανακαλύψας με το πρώτον βλέμμα τον ιατρόν, όστις εκάθητο μεταξύ του υπολιμενάρχου και του γραμματέως του Ειρηνοδικείου, επλησίασε και κύψας εις το ους αυτού, του ωμίλησε·
— Μου κάνεις τη χάρι, εξοχώτατε, να πάμε ως το σπίτι, έχω άρρωστο.
— Ποιος δεν μπορεί; η γυναίκα σου;
— Όχι το παιδί μου.
— Και τέτοια ώρα ήρθες;
— Δε μου είπε η βλοημένη η γυναίκα. Μα από νωρίς ήτον καλά το παιδί, και τώρα την νύκτα εβάρυνε.
— Δεν βλέπεις που χιονίζει; πού να πάμε!
— Έλα, έλα, κόπιασε από δω, μπάρμπα-Στέργιο, είπε μία άλλη φωνή. Φέρε, Θανάση, ένα μοσχάτο του μπάρμπα-Στέργιου. Πιε ένα μοσχάτο να ζεσταθής. Έλα στο πλάγι μου κάτσε.
Ήτο ο γραμματεύς του ειρηνοδικείου, υψηλός νέος, ξανθός, με μεγάλους λινόχρους μύστακας, με τους οφθαλμούς προέχοντας εν χρω του προσώπου. Ούτος είχε την ώραν εκείνην τον μπάγκον, Και τα μουστάκια του, άμα είδε τον μπάρμπα- Στέργιον, ανέβαιναν και κατέβαιναν ως της γάττας της οσφρανθείσης ποντικόν.
Τον έδραξεν από του αγκώνος με την στιβαράν χείρα του, και τον έβαλε με το είδος εκείνο της φιλικής βίας, όπερ τινές άνθρωποι αγαπώσι να μετέρχωνται προς τους ασθενεστέρους τον χαρακτήρα, τον έβαλε να καθήση πλησίον του. Εκαλείτο Αριστείδης Μαγγανόπουλος και είχεν εκσφενδονισθή κατά την αλλαγήν του Υπουργείου (ήτο περί το 188. . . ) από το έν άκρον του Βασιλείου εις το άλλο. Ήτο φιλήδονος, φιλοπότης, καλόκαρδος· πώς να ζήση τις με εξήντα δραχμάς τον μήνα;
Ο μπάρμπα-Στέργιος έπιε το ποτήριον του μοσχάτου και πάλιν, κύψας όπισθεν του γραμματέως, εις το ους του ιατρού του είπε·
— Κάμε μου αυτήν την καλωσύνην, γιατρέ, κι’ ο Θεός να σου δώση ό,τι αγαπάς. Μ’ έστειλεν η γυναικά μου, και θα με περιμένη, το παιδί κινδυνεύει.
— Στάσου να περάση λίγο, να σταματήση το χιόνι, είπεν ο ιατρός.
Ο ιατρός ήτο καλός νέος, πλησιάζων εις το τεσσαρακοστόν, λιγνός, πρόθυμος, όχι πολύ σκληρός, ούτε πλεονέκτης. Ήτο απόφοιτος του εν Αθήναις Πανεπιστημίου, και δεν τον είχε κολλήσει μανία, αν και είχε τα μέσα να μεταβή εις την Εσπερίαν, όπως αγοράση σοφίαν. Εν τούτοις ενίοτε εβαρύνετο, και την εσπέραν ταύτην εμέμφετο τον εαυτόν του, ότι εδελεάσθη από την χαρτοπαικτικήν εσπερίδα. Του εφαίνετο ότι, αν ήτο από ενωρίς εις την κλίνην του, ούτε το παιδί του μπάρμπα- Στέργιου δεν ήθελεν αρρωστήσει, ούτε θα ήρχετο ούτος να του χαλάση την ησυχίαν.
— Πώς έμαθες πως είμ’ εδώ; του λέγει έξαφνα.
Ο μπάρμπα-Στέργιος την στιγμήν εκείνην ενθυμήθη την σύστασιν της υπηρετρίας και απήντησεν·
— Επήγα στο σπίτι σας, κ’ ήρθα απ’ το γιαλό, οπούνε πιο απάγγιο…. Σαν είδα φως στο μαγαζί, λέω, ας μβω μέσα, μήπως κ’ είν’ εδώ ο γιατρός.
— Και τι λόγους είχες να το υποθέσης;
— Δεν ξέρω πώς μου ήρθε. . . κάτι μου έλεγε πώς θα ήσαστ’ εδώ . . . ήθελα να πιω κ’ ένα ρουμάκι για να ζεσταθώ. . .
— Και αντί για ρουμάκι ήπιες μοσχάτο. . . .
— Ας είνε καλά ο κυρ-γραμματικός πού μ’ εκέρασε. . . .
Ο Αριστείδης ο Μαγγανόπουλος δεν είχε λησμονήσει τον μπάρμπα- Στέργιον, αλλά τον εκράτει κάπως διά του γόνατος. Ακούσας όμως την φράσιν του ασβεστά, έσπευσε να λάβη μέρος εις την ομιλίαν.
— Ε! τώρα, δεν θα πουντάρης καμμιά δεκαρίτσα, μπάρμπα-Στέργιο, για να περάση η ώρα;
Ο μπάρμπα-Στέργιος δεν ήτο όλως άπειρος του χαρτοπαιγνίου. Εις την νεότητά του υπήρξε δεκανεύς εν τω στρατώ και είχε ζήσει επί τέσσαρα έτη εις διαφόρους πόλεις της Ελλάδος.
Διά να ευχαριστήση τον γραμματικόν, ήρχισεν από την δεκάραν και την έχασεν. Αλλ’ εντός ολίγων λεπτών της ώρας, έβγαλεν από την τσέπην όσα κέρματα είχεν, άνω της δραχμής, και τα έχασεν όλα.
Διά να τον παρηγορήση ο Αριστείδης ο Μαγγανόπουλος τον εκέρασεν ένα δεκάρικο μοσχάτο. Ο μπάρμπα-Στέργιος το ερρόφησε, και είτα κύψας εις το ους του ιατρού·
— Δεν πάμε τώρα, γιατρέ, είπε. . . θα σταμάτησε το χιόνι.
— Σταμάτησε, μα δεν έλυωσε, εψιθύρισε σιγά ο γραμματικός.
— Τώρα θα κυττάξουμε να ιδούμε αν θα μπορέσουμε μπάρμπα- Στέργιο, είπεν ο ιατρός· τι διάβολο, τώρα βρέθηκε ν’ αρρωστήση κι’ αυτό το παιδί σου;
— Να χαρής ό,τι αγαπάς, γιατρέ μου. . . .
Ο γραμματικός στραφείς προς τον μπάρμπα-Στέργιον·
— Έλα τώρα, μπάρμπα-Στέργιο, του λέγει, τι συλλογιέσαι; . . . . παίζε να περάσ’ η ώρα. . . . Να πάρης και τα λεπτά σου πίσω. . . .
— Δεν έχω άλλα λεπτά, κυρ-γραμματικέ.
— Μη μας πουλάς ψευτιαίς, μπάρμπα-Στέργιο. . . . θαρρείς δεν το ξέρω εγώ που πούλησες ασβέστη σήμερα;
Ο απλοϊκός άνθρωπος έκυψεν εις το ους του γραμματικού, και του είπε μυστηριωδώς·
— Πες και του λόγου σου του γιατρού, να τον καταφέρης να πάμε;. . .
— Να πάτε;. . . πού;
— Στο σπίτι. . . έχω το παιδί άρρωστο.
— Δεν έχει τίποτε, είπεν ο γραμματικός· μη σε μέλει. . . θα γένη καλά.
— Με καρτερεί η γυναίκα μοναχή της. . . για συλλογίσου, κυρ γραμματικέ.
— Μπα! όξου καρδιά, μπάρμπα-Στέργιο! . . . μη φοβάσαι. . . δεν παθαίνει τίποτε το παιδί.
Ο μπάρμπα-Στέργιος εταπείνωσε την κεφαλήν και την στιγμήν εκείνην του επεφάνη απαισία η εικών του αγωνιώντος παιδίου, βήχοντος, ασθματικού, με νεκρικήν ωχρότητα επί του μετώπου, και της βαρυαλγούς μητρός συναπτούσης τας χείρας κ’ επικαλουμένης έλεος.
— Φέρε μας δύο μοσχάτα με τον μπάρμπα-Στέργιο, Θανάση, διέταξεν ο γραμματικός.
Ο κάπηλος εκόμισε τα δύο μοσχάτα. Ο Μαγγανόπουλος έρριψε το περισσότερον του ιδικού του εις το ποτήριον του συμπότου.
— Δεν πίνω, είπεν ο γέρων ασβεστάς· θα μου πέση πολύ·. . . Είχα πιει κι’ από το βράδυ.
— Πιε, και μη σε μέλη . . . μη συλλογίζεσαι. . . Δεν έχει τίποτε το παιδί.
Ο μπάρμπα-Στέργιος έπιε το ευώδες ποτόν, και σιγά-σιγά οι ατμοί ανέβαιναν.
— Είσαι καλός φίλος, είπεν εις τον γραμματικόν. Μου έδωσες θάρρος . . . είχα πολύ φόβο για το παιδί μου.
— Βγάλε και μισό ταλλαράκι να σου χαλάσω, μπάρμπα-Στέργιο, είπεν ο γραμματικός, ανακινών της δεκάραις επί της τραπέζης· αυτά όλα που βλέπεις, τα είχα χαμένα όλα πρωτήτερα. . . ούτε τα λεπτά μου δεν πιάνω.
Ο μπάρμπα-Στέργιος εξήγαγε την πανίνην σακκούλαν του, την λιπώδη και αμαυράν, δεμένην με σπάγγον περί το στόμιον, την ήνοιξεν, έβγαλεν έν τάλληρον και ο γραμματικός του το ήλλαξεν.
Είς εκ της συντροφιάς είχεν εξέλθει, και την στιγμήν εκείνην επέστρεψε.
— Το χιόνι είνε παραπάν’ απ’ το γόνα . . . πώς θα πάμε στα σπίτια μας, βρε παιδιά;
— Έπαυσε τουλάχιστον να ρίχνη; ηρώτησεν ο ιατρός.
— Ρίχνει ακόμα. Ω! διάβολε!
— Τ’ ακούς; μπάρμπα-Στέργιο; είπεν ο γραμματικός. Ρίχνει ακόμα. . . Κάθισε ως πού να σταματήση, και τότε πάτε με το γιατρό.
— Τι να γείνη, κυρ γραμματικέ.
— Δεν παίζεις από καμμιά δεκαρούλα;
Ο μπάρμπα-Στέργιος ήρχισε να παίζη από μίαν δεκαρούλαν, από δυο, και δος του και πάει τέρτσο τίρο και πάει και απαγάι και παρόλι, και εις κάθε απαγάι ο γραμματικός τον εκέρνα από ένα μοσχάτο, και εις κάθε πάρολι τον εκέρνα από ένα δεκάρικο, Και εις μισήν ώραν έχασε το τάλληρον μέχρι λεπτού. Και έβγαλε τότε δεύτερον τάλληρο, και εις έν τέταρτον της ώρας το έχασεν· έβγαλε και το τρίτον τάλληρον, το τελευταίον που είχεν ακόμη· και εις δέκα λεπτά της ώρας ο γραμματικός με τον πάγκον του το εσφόγγισεν. Ήτο δε τότε τρίτη ώρα μετά τα μεσάνυκτα.
Αίφνης εκρούσθη η θύρα του καπηλειού.
— Ανοίξτε! ανοίξτε!
— Ποίος παλαβός είνε τέτοια ώρα, με τέτοιο χιόνι; είπεν ο υπάλληλος.
— Άνοιξε, παρακαλώ, κυρ-Θανάση!
— Ποιος είσαι;
— Είμ’ εγώ, ο Γιώργης ο Σεφερτζής.
— Και τι θέλεις;
— Είν’ εδώ ο μπάρμπα-Στέργιος ο ασβεστάς;
— Και τι τόνε θέλεις;
Όλοι εστράφησαν προς τον μπάρμπα-Στέργιον, όστις ζαλισμένος από το μοσχάτον προσεμειδία ηλιθίως εις τους μύστακας του γραμματικού κ’ έλεγε·
— Δεν με μέλει! πάρ’ τα όλα! Όξου φτώχεια . . . παράδες δεν προσκυνώ εγώ . . . Εγώ εχτιμώ φιλίαν!. . . Είσαι όμως καλός φίλος!
Ηνοίχθη η θύρα και εισήλθεν ο Γιώργης ο Σεφερτζής.
Ακουμβημένη η Θοδωριά εις το προσκεφάλαιον, αισθανομένη επί της παρειάς την θερμήν πνοήν του παιδίου, εμέτρα τας στιγμάς και την ώραν, όση είχε παρέλθει από την αναχώρησιν του συζύγου της, κ’ έλεγε·
— Τώρα θα έρθη, έρχεται. . . όπου είνε θα φτάση, θαρθή κι’ ο γιατρός μαζί, να μου κάμη καλά το παιδί μου. . . Τι φταίνε οι γιατροί; φταίνε οι γονιοί πού δεν αιστάνονται. . . αν τον επροσκαλούσα, το γιατρό, με την ώρα μου, δε θα μου πέθαινε ο Χαραλαμπάκης.
Έτεινε το ους ν’ ακούση κρότον τινά αναγγέλλοντα την έλευσιν του συζύγου και του ιατρού, αλλ’ ουδείς κρότος ηκούετο. Ο θεός εχιόνιζεν αθορύβως· έρριπτε νιφάδας να μεθύση την γην, διά να φάγωσιν οι ζώντες τους καρπούς αυτής, και λευκόν σάβανον διά τους νεκρούς, διά να είνε βαθύτερον υπό την γην τεθαμμένοι.
Εν τούτοις παρήρχετο η ώρα, και ο μπάρμπα-Στέργιος δεν έδιδε σημείον επιστροφής. Η Θοδωριά ηγέρθη, έρριψε ξυλάριά τινα εις την εστίαν, συνεδαύλισε το πυρ, κ’ επανελθούσα ανεκλίθη πάλιν παρά την κοιτίδα του μικρού Ελευθέρη. Το παιδίον εστέναζεν, εγόγγυζε θλιβερώς, είχε κοιμηθή εναγώνιον ύπνον, εξύπνησε, πάλιν, έκλαιε κ’ έβηχε μετά σπασμών.
— Σιώπα, καλέ μου, σιώπα μικρό μου, θα γείνης καλά αύριο. Πάει ο πατέρας να σ’ αγοράση καλούδια, να τάχης μεθαύριο τ’ Άι- Βασιλειού, να παίζης, να χαίρεσαι. Θα σ’ κάμω κ’ εγώ μια ώμορφη κοκκώνα, αλειμμένη με το αυγό, που να είνε πλασένια· θα σ’ σφέρη κ’ η νουνά σ’ άλλη μια μεγάλη κοκκώνα, λαμπένια και στραφτένια, με τα κεντίδια, με τα πουλάκια, με τ’ αηδονάκια, που να μην την έχη κανένα παιδί.
Το παιδίον δεν ησθάνετο ίσως, και αφ’ εσπέρας έπαυσε να ψελλίζη. Η Θοδωριά δεν έπαυσε να ερωτά : «Πού σε πονεί, Λευθεράκη μ’, πού σ’ πονεί;» αλλ’ ο μικρός εις απάντησιν εγόγγυζε μόνον και ήσθμαινεν.
Εις την εστίαν είς δαυλός ήρχισεν έξαφνα μετά ροίβδου να σπινθηρίζη και η Θοδωριά ενθυμηθείσα το δημώδες ήρχισε να επαναλαμβάνη :
$«Αν είνε φίλος, να χαρή, $αν είν’ εχτρός, να σκάση· $κι’ αν είν’ από το σπίτι μας, $ογλήγορα να φτάση . . . »
Αλλ’ ο σπινθηρισμός εξηκολούθησεν επί πολύ, και η επωδή δεν εφαίνετο έχουσα την δύναμιν να τον σταματήση· ίσως διότι την φοράν ταύτην ήτο και φίλος, ήτο κ’ εχθρός, ήτο από το σπίτι, και δεν ήτο από το σπίτι. . .
Τέλος ο σπινθηρισμός έπαυσεν, αλλ’ ο μπάρμα-Στέργιος δεν επανήλθεν. Η Θοδωριά δεν είχε κλείσει όμμα από της εσπέρας. Ω! πόσον μακραί ήσαν αι ώραι. Η πτωχή γυνή ακουσίως έκλεισε οφθαλμούς, και απενεκρώθη επί τινας στιγμάς, φθάσασα μέχρι της καταστάσεως εκείνης, καθ’ ήν η ψυχή εισέρχεται εις τα προπύλαια του φανταστικού παλατίου των ονείρων, χωρίς ο ύπνος να έχη καταλάβει εξολοκλήρου το σώμα. Αλλά μετά έν λεπτόν την εξύπνησε άλλος τις ροίβδος, ουχί ανόμοιος με τον αρτίως παύσαντα, ο κρότος της θρυαλλίδος του κανδηλίου αγωνιζομένης με την τελευταίαν ρανίδα τον ελαίου να σωθή από της επαφής του ύδατος, ως ο άνθρωπος ο πνιγόμενος και προσκολλώμενος εις σανίδα, ως η ψυχή η βασανιζομένη και εις μεγάλην αγωνίαν πλέουσα πριν χωρισθή από του σώματος. Πόσον μυστηριώδης, πόσον θλιβερός ο ροίβδος εκείνος! οποίαν φρικίασιν εξήγειρεν, οποίον φόβον προεκάλει! Εφαίνετο το κανδήλι εκείνο ως έμψυχον, ως μαντικόν, ως προφητικόν. Τι να ενθυμείτο άραγε, τι να έβλεπεν, τι να προέλεγεν; ως να εβαρύνθη να είνε συνάμα ιερόν και βέβηλον, να φωτίζη την απάθειαν και ηρεμίαν των Βυζαντινών αγίων, και τα πάθη και τας κινήσεις της ψυχής και τα αμαρτήματα των ανθρώπων, εφαίνετο ότι ήθελε να σβύση. . . Το κανδήλι ήθελε να σβύση, αλλ’ η θρυαλλίς ανθίστατο και ήσπαιρνε. . .
Η Θοδωριά ηγέρθη, ύψωσε την κεφαλήν, κ’ έμεινεν επί τινας στιγμάς ακούουσα τον ροίβδον της θρυαλλίδος. Το πρόσωπον, ο πώγων και ο λαιμός της έλαβον την εκφραστικήν εκείνην θέσιν, την οποίαν εις τας εικόνας των μεγάλων τεχνιτών της δύσεως θαυμάζομεν. Ήτο υψηλή, μελαγχροινή, συμπαθής, νόστιμη, σχεδόν ωραία. Πολλαί τρίχες της μαύρης κόμης της ήσαν ήδη περί τους κροτάφους, καίτοι τριακονταπεντούτις ήτο, λευκόφαιοι, ως να τας είχεν αποτεφρώσει ο φούρνος, ή να τας είχεν ασπρίσει ο ασβέστης. Πτωχή ασβέστου! Δυστυχής φουρνάρισσα!
Η Θοδωριά έλαβεν από τινος ερμαρίου το λαδικόν, κατεβίβασε το κανδήλιον, και ο κρότος της προστριβής του σχοινίου επί της μικράς τροχαλαίας την έκαμε ν’ ανατριχιάση. Έρριψεν έλαιον εις το κανδήλιον, το ανεβίβασε πάλιν, έκαμε τρεις σταυρούς εμπρός εις τα εικονίσματα των αγίων, και επεκαλέσθη την βοήθειαν της Παναγίας. — Ως τόσο ο άνδρας μου πολύ άργησε, είπεν είτα· τι να έγεινε, Θεέ μου!
Της εφάνη ότι, αν ήνοιγε το παράθυρον ν’ αγναντέψη, θα τον έβλεπεν ερχόμενον και τον ιατρόν ομού. Ήλθεν εις το παράθυρον, το ήνοιξε, κ’ εξαφνίσθη ιδούσα όλην την οδόν λευκάζουσαν εις το σκότος, και τας στέγας όλας λευκάς. — Χιόνισε! Χριστέ μου! πότε χιόνισε;
Συνήψε τότε τας χείρας, και ησθάνθη διπλασιαζόμενον το βάρος της δυστυχίας της. Έως τώρα είχε τον φόβον διά το δυστυχές παιδίον, τώρα ήρχισε ν’ ανησυχή και διά τον άνδρα της. Τι να έγεινε; Μην τον επλάκωσε το χιόνι; Μην κάρδιασε; Θεέ μου! Κ’ εμέμφετο εαυτήν διά τι να τον στείλη τοιαύτην ώραν να καλέση τον ιατρόν. Καλλίτερα ν’ άφηνεν εις το έλεος του θεού το παιδί της. Χριστέ και Παναγία! τι έγεινεν ο μπάρμπα-Στέργιος; Δεν θα είνε καλά. Και αν της τον φέρουν το πρωί ξεπαγιασμένον, καρδιασμένον, αποθαμμένον! ω!
Έκλεισε το παράθυρον, εσκέφθη προς στιγμήν τι να κάμη.
Της ήρχετο να κινήση η ιδία, όπως ευρίσκετο, να υπάγη να ιδή τι έγεινεν ο άνδρας της. Αλλά το παιδί, πού ν’ αφήση το παιδί; Κ’ έπειτα ειμπορούσε αυτή, γυναίκα, να υπάγη να τρέξη νύκτα μες τα χιόνια; Επατείτο τάχα ο τόπος; Ανεζήτει εις τον λογισμόν της εικασίας προς καθησύχασιν. Ίσως ο μπάρμπα-Στέργιος δεν έπεισε τον ιατρόν, ίσως ο ιατρός εφάνη σκληρός και ο μπάρμπα-Στέργιος θα εντρέπετο να γυρίση άπρακτος, και στον θυμόν του επάνω. . . . να ηύρε τάχα κανένα μαγαζί ανοικτό τέτοια ώρα, να αντάμωσε τίποτα φίλους του και ήρχισαν να πίνουν;. . . Αλλά τι ώρα να είνε;. . . Θα είνε πολύ ώρα πού λείπει. Τέτοια ώρα μαγαζί ανοικτό; Δεν είνε καλή δουλειά αυτή. Εδίστασεν ακόμη ολίγον, και είτα, ελθούσα προς την άλλην πλευράν της οικίας, ήνοιξε το άλλο παράθυρον, προς δυσμάς. Εκεί κολλητά σχεδόν ήτο η οικία του Γιώργη του Σεφερτζή, γείτονος με τον οποίον προ πολλού δεν έτυχε να μαλλώσουν.
— Γειτόνισσα Γιώργαινα! ανέκραξε· γειτόνισσα Γιώργαινα!
Επερίμενεν ολίγας στιγμάς.
Δεν έλαβεν απάντησιν.
— Γειτόνισσα! επανέλαβε· γείτονα Γιώργη!
Παρήλθον ολίγα δευτερόλεπτα ακόμη, και είτα γυναικεία φωνή είπε·
— Τι φωνάζεις, Στέργαινα;
— Κοιμάται ο Γιώργης; είπεν η Θοδωριά αναγνωρίσασα την φωνήν της γειτονίσσης.
— Κοιμάται.
— Δε μου κάνεις τη χάρι να τόνε ξυπνήσης;
— Τι τρέχει;
Η Γιώργαινα είχεν ανοίξει το παράθυρον. Η Στέργαιννα διηγήθη εν συντόμω τι της συνέβαινε.
— Και τι τόνε θέλεις;
— Ας κάμη ένα έλεος να πάη να ιδή τι έγεινεν ο άνδρας μου.
— Και πώς να πάη, που είνε το χιόνι ένα μπόι;
— Ένα μπόι!. . . Ω! καϋμένη, τι να γείνω;
Εν τω μεταξύ είχεν εξυπνήσει και ο Γιώργης, όστις μετά τινας αντιρρήσεις καμφθείς εις τας παρακλήσεις της δυστυχούς γυναικός απεφάσισε να εξέλθη προς αναζήτησιν του συζύγου της. Η χιών ήτο πράγματι είς τινα μέρη υπέρ το γόνυ, αλλαχού, εις επιπλέον υπήνεμα, έως δύο σπιθαμάς. Ευτυχώς ο Γεώργιος Σεφερτζής, πρώην ναυτικός και ήδη γεωργοκτηματίας, είχε ζεύγος παλαιών υποδημάτων υψηλών άνω του γόνατος.
Εις το άκρον της παραθαλασσίας ανωφερούς οδού, παρά το λιθόστρωτον, δι’ ού ανήρχετο τις εις την άνω ενορίαν, εκεί όπου δεν ήτο πλέον αγορά, αλλά και όχι έξω της αγοράς εξ ολοκλήρου, ήτο το μαγαζί του κυρ-Αργυρού του Συρματένιου. Εάν τυχόν ο έφορος και ο πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου, και δεν ειξεύρω άλλος ακόμη, ήθελον να κατανείμωσι δικαίως τους φόρους του επιτηδεύματος, πολύ θα εδίσταζον, εις ποίαν τάξιν εμπορευμάτων να τον κατατάξωσι, διότι κατά το φαινόμενον, δεν επώλει τίποτε. Εντός του μαγαζείου, ανοικτού πάντοτε όντος από πρωίας μέχρι της ογδόης της εσπέρας, δεν έβλεπε τις τίποτε άλλο, ειμή να «σκελετά», μόστρας κενάς, με δύο ή τρία βαρέλια πάντοτε άδεια, με μίαν ζυγαριάν, ήτις άδηλον εις τι εχρησίμευε, και με έν πιθαράκι δίπλα εις την ζυγαριάν, του οποίου το επί του στομίου πινάκιον πολλοί πολλάκις ανεσήκωσαν υποθέσαντες ότι περιείχε ταμβάκον, αλλ’ εψεύσθησαν της ελπίδος, ευρόντες το πιθαράκι αδειανόν. Είνε αληθές, ότι τότε, πρόθυμος προσεφέρθη αυτοίς η ταμβακέρα του κυρ-Αργυρού του Συρματένιου, όστις εκάθητο όλην την ημέραν επί του σκίμποδός του ροφών ταμβάκον και συνομιλών με φίλους τινας περί των πολιτικών της ημέρας ή περί των τοπικών πραγμάτων. Ο κυρ-Αργυρός, υψηλός, λευκός, ευτραφής, εξηκοντούτης, ξανθόφαιος, λεπτότατος τους χαρακτήρας, με μικρά όμματα αόρατα όπισθεν των ομματογυαλίων, οψέ αποφασίσας να φραγκοφορέση, υπείκων εις τας απαιτήσεις της εποχής, φορών ουχ ήττον επί των φραγκικών ενδυμάτων την γούναν του μακράν ως τους αστραγάλους και σκούφον κεντητόν επί της κεφαλής, είχε πάντοτε τον αντίχειρα και τον δείκτην της αριστεράς ηνωμένους, σχεδόν κολλημένους, κρατών αιωνίως την πρέζαν του. Ερρόφα ταμβάκον, καθώς όλοι οι γέροντες φιλάργυροι, οι αισθανόμενοι την ανάγκην ν’ αντικαταστήσωσιν όλα τα πάθη — τον καπνόν, τον οίνον, τα χαρτιά, το σφαιριστήριον, τας εκδρομάς, τα συμπόσια και αυτόν τον έρωτα, δι’ ενός μόνου, του ευθηνοτέρου. Και μ’ όλον ότι το πιθαράκι ήτο κενόν, ο κυρ-Αργυρός προθύμως προσέφερε πρέζαν εκ της ταμβακέρας του, σκεπτόμενος ίσως ότι με δέκα πέντε ή είκοσι πεντάραις τον μήνα υπεχρέωνε τόσους και τόσους και τους έκαμνε φίλους. Κ’ ενώ κάτω εις το μαγαζείον ούτω μονοτόνως διήγε τας ημέρας του ο φιλήσυχος κυρ-Αργυρός απιδαψιλεύων πολλάκις και συμβουλάς εις πάντας, άνω εις την οικίαν η γυνή του, γραία ομήλιξ με αυτόν, εξήσκει το κυρίως εμπόριον, το οποίον συνίστατο εις την πώλησιν μεταξωτών υφασμάτων και χρυσού νήματος διαφόρων ποιοτήτων εις τας γυναίκας όλου του χωρίου, τας εχούσας κοράσια προς υπανδρείαν και υποχρεωμένας να κεντήσωσι τα «προικιά». Εκ του εμπορίου τούτου ο κυρ-Αργυρός, ευσυνειδήτως λίαν, θα ωφελείτο έως 75 %.
Ελέγετο εν τούτοις ότι ενίοτε εδάνειζεν, εις στενούς φίλους, και χρήματα επί ενεχύρω πάντοτε τριπλασίας αξίας της του δανειζομένου ποσού, και με τόκον όχι ανώτερον των 80 τοις εκατόν κατ’ έτος. — Οι καιροί είνε δύσκολοι, να σας χαρώ. Και ο παράς, το σήμερο, εύκολα δεν βγαίνει. Κι’ όταν, εσύ, κατάλαβες, σου φταίει άλλος, ορίστε; Τι σου χρωστάει άλλος, ας πούμε, να σου δώση λεπτά; Εσύ φταις που είσαι τεμπέλης, έτσι να έχουμε καλά στερνά, και δεν είσαι ικανός να ζήσης. Περισσεύουν λεπτά, νάχουμε καλή ψυχή, για να βοηθήση κανείς κ’ ένα άλλονε; Εγώ δεν μπορώ να δώσω, έτσι να ιδούμε Θεού πρόσωπο, δεν μπορώ να δώσω παράδες στα χαμένα. . . Την πρωίαν της ημέρας εκείνης, ότε, παύσαντος του νιφετού και των νεφών διαλυθέντων, ο ήλιος είχεν ανατείλει πράως φωτίζων την γην, διαλύων που και που τα ελαφρότερα στρώματα της χιόνος, πολλαχού δε της κώμης, κατά γειτονίαν, άνθρωποι με υψηλά υποδήματα και με πτυάρια εκοπίαζον να ξεχιονίσουν και ν’ ανοίξουν δρόμον διά μέσου της χιόνος, ο μπάρμπα-Στέριος με την κάπαν του, στυγνός, κατηφής, επαρουσιάσθη περί την ενάτην εις το μαγαζείον του κυρ-Αργυρού.
— Τι έχουμε, Στέργιο! του είπεν ούτος. Σαν συλλογισμένο σε βλέπω.
— Τι νάχουμε, κυρ-Αργυρέ, απήντησε στενάξας ο μπάρμπα- Στέργιος, μην τα ρωτάς. Δεν είμαι καλά.
— Τι τρέχει;
— Το παιδί μου πέθανε σήμερα το πρωί, ένα που τούχα. . . Και λέγων εδάκρυε.
— Πώς; είχε καιρό άρρωστο;
— Λίγαις μέραις είχε, μα. . . ψες το βράδυ εβάρυνε. . . πήγα μεσάνυκτα να φωνάξω το γιατρό, κ’ έξαφνα άρχισε να χιονίζη. Δεν μπόρεσα να ξυπνήσω το γιατρό, εγύρισα πίσω, τα μάτια κλαμμένα . . . κι’ ως το πρωί το παιδί τελείωσε.
— Και γιατί δεν ξυπνούσες το γιατρό, αφού ήτον ανάγκη;
— Δεν ήτον σπίτι.
— Πώς γίνεται; τέτοια ώρα;
— Ή δεν ήτον, ή δεν μου τον μαρτύρησαν, είπεν ο μπάρμπα- Στέργιος, αποφεύγων να είπη ακεραίαν την αλήθειαν.
Μετά στιγμιαίαν σιωπήν, ο μπάρμπα-Στέργιος εξηκολούθησεν·
— Ήρθα, κυρ-Αργυρέ, να βάλω τα μούτρα μου . . . επειδή είμαι σε μεγάλη απελπισία. . . σου έφερα κ’ αυτά τα ειδιώματα. . . αν θέλης να με δανείσης καμμιά εικοσαριά δραχμαίς, να κάμω τα έξοδα της θανής του παιδιού . . . επειδή δεν έχω λεπτά σε χέρι . . .
Και του έδειξε δύο σκουλαρίκια αργυρά της γυναικός του και έν δακτυλίδι.
— Πώς δεν έχεις λεπτά; είπε με στρυφνόν ύφος ο κυρ-Αργυρός· εσύ φέτος έκαμες, καθώς έμαθα, τόσα καμίνια . . .
— Κ’ εψές ακόμα επήρα λεπτά, είπεν ο μπάρμπα-Στέργιος, χρωστούσα και τάδωσα . . . πού να είξερα;
— Και δεν πας ‘ς εκείνους που χρωστούσες κ’ επλήρωσες να σε ξαναδανείσουν; παρετήρησεν ο κυρ-Αργυρός, χωρίς να εγγίση με τας χείρας τα αργυρά κοσμήματα.
Ο μπάρμπα-Στέργιος ήτο και εις τας δεινάς περιστάσεις ετοιμόλογος.
— Κείνοι πού τους χρωστούσα είνε μπακάληδες και δε δανείζουν απήντησε. Το χρέος μου ήτον από βερεσέδια.
— Κ’ εμένα με ξέρεις να δανείζω; είπεν ο κυρ-Αργυρός. Ο μπάρμπα- Στέργιος είπε μετά θλίψεως·
— Αν θέλης, κυρ-Αργυρέ. . . ύστερα-ύστερα ειμπορώ να το θάψω και βερεσέ το παιδί μου . . .
Ο κυρ-Αργυρός έλαβεν εις χείρας τα τρία αργυρά τεμάχια και εξήτασεν επί μακρόν.
— Ποιός ξέρει αν είνε κι’ ασήμι; είπε· χρειάζεται να είνε κανείς κουιουμζτής για να ξέρη. . . Μα ως τόσο, δεν τα πιστεύω όλα όσα είπες, Στέργιο. . . χρωστούσες κ’ επλήρωσες. . . μπορεί. Σ’ αυτή την εποχή που βρεθήκαμε, να σε χαρώ. . . Μεγάλο κεσσάτι, μεγάλη δυστυχία στον κόσμο! . . Ο παράς δεν ξέρω πού πάει και χώνεται, και δε βγαίνει στο μεϊντάνι. . . Κι’ αν πας εσύ και πίνης και μεθάς, νάχουμε καλή ψυχή. . . Όταν τα έχης τα λεπτά, δεν τα στιμάρεις. . . Δεν μου βρίσκονται παράδες, έτσι νάχω καλά υστερνά. . . Να ιδώ, αν έχω είκοσι δραχμαίς να σου δώσω, έτσι να ιδούμε Θεού πρόσωπο. . .
Εκύτταξεν ακόμη τα τρία κοσμήματα, τα εζύγισε με την χείρα, και είτα είπεν·
— Αυτά δεν αξίζουν ούτε δέκα δραχμαίς. . . σύρε να μου φέρης και τίποτε άλλο καν.
— Δεν έχω άλλο ασημικό στο σπίτι.
— Δεν είχε τσαπράκια η γυναίκα σου;
— Δεν είχε.
— Κανένα φερμεσάτο φουστάνι δεν της βρίσκεται; κανένα λαχουρί; κανένα μπαμπουλλί ατλαζένιο, καμμιά καζάκα τλαζένια;
— Να πάω να ιδώ.
Ο μπάρμπα-Στέργιος απήλθεν οίκαδε, έλαβεν ό,τι μεταξωτόν ένδυμα είχεν η Θοδωριά κ’ επέστρεψε πλησίον του κυρ-Αργυρού·
Ο γέρων τοκογλύφος του εμέτρησε τότε είκοσι δραχμάς.
Είχεν επανέλθει εις την οικίαν περί το λυκαυγές, πειθαναγκασθείς υπό του Γιώργη του Σεφερτζή, όστις είχεν έλθει εις το καπηλείον. Ο ιατρός επείσθη και αυτός, αφού άπαξ θ’ απήρχετο οίκαδε να κοιμηθή την πρωίαν, να περάση από την οικίαν του γέροντος ασβεστά. Έφθασεν εις την οικίαν, προπορευόμενου του Γιώργη του Σεφερτζή πατούντος επί των ιδίων ιχνών, τα οποία είχεν αφήσει επί της χιόνος κατά την εις την αγοράν κάθοδόν του, και κρατούντος φανάριον. Ο Ιατρός ήρχετο δεύτερος, και τελευταίος ο Μπάρμπα-Στέργιος, παραπατών και γλιστρών εις την χιόνα πίπτων και ανορθούμενος. Έφθασαν, ενώ το παιδίον έπνεε τα λοίσθια. Παρέστησαν εις τας τελευταίας στιγμάς του. Ο Ιατρός είχεν επάνω του μολυβδοκόνδυλον και χάρτην έγραψε το «ενταφιαστήριον» ή την έκθεσιν της νεκροσκοπίας, την ενεχείρισεν εις τον μπάρμπα- Στέργιον κ’ επήγε να κοιμηθή. Η Θοδωριά έκλαιε και εδέρνετο . . .
Περί το δειλινόν, εξήρχετο η μικρά πομπή από την εκκλησίαν, Έν μικρόν φέρετρον, όμοιον με λίκνον κρατούμενον υπό δύο ανθρώπων, οι δύο ιερείς της ενορίας, ο μπάρμπα-Στέργιος, η Θοδωριά, και τέσσαρες πέντε άλλαι γυναίκες, συγγενείς ή γειτόνισσαι.
Αντικρύ της εκκλησίας, παρά την θύραν παντοπωλείου, ίστατο ομάς τις ανθρώπων, οίτινες, ιδόντες την πομπήν, έβγαλαν τα καπέλλα των. Ήσαν ο υπολιμενάρχης, ο τηλεγραφητής και ο γραμματεύς του Ειρηνοδικείου και δυο άλλοι. Ο Αριστείδης ο Μαγγανόπουλος αναγνωρίσας τον γέροντα ασβεστάν ηρώτησε·
— Μπα! ο μπάρμπα-Στέργιος, τι θέλει εκεί;
— Είνε το παιδί του που απέθανε, απήντησεν είς εντόπιος.
— Αλήθεια; Κι’ απόψε τα μεσάνυκτα περάσαμε τόσο καλά μαζί. . . Ηύρε τον καιρό ν’ αποθάνη με τέτοιο χιόνι