Η έκλειψη Σελήνης έγινε χθες το βράδυ μοναχή της. Επί της Γης οι άνθρωποι συνέχιζαν να κάνουν τα δικά τους, τα γνωστά δικά τους.
Αυτός πώς το πήρε στα σοβαρά ένα τέτοιο νέο που άκουσε στις ειδήσεις και πήρε τα βουνά...
Μπήκε στο αυτοκίνητο και ανηφόρισε κατά την Πεντέλη. Στην πλατεία η γνωστή βουή, ο κόσμος καθόταν στις ταβέρνες και καταβρόχθιζε κρέατα. Στους δρόμους τα αδέσποτα σκυλιά έτρεχαν το ένα πίσω από το άλλο. Το αστεροσκοπείο κλειστό.
Ανέβηκε ακόμα πιο πάνω. Ερημιά. Βρήκε ένα πλάτωμα και σταμάτησε. Ήταν μια βρύση εδώ, τη θυμόταν από τις προηγούμενες επισκέψεις του. Η βρύση έτρεχε ασταμάτητα, ασταμάτητα έχανε το πολύτιμο νερό της. Γύρω σκοτάδι.
Την είδε να αιωρείται ολοστρόγγυλη και ζεστή στην άκρη του ουρανού.
Κάτι είχε κοινό μαζί της, αν και δεν μπορούσε να ξεκαθαρίσει τι ακριβώς.
Από το δρόμο περνούσε πού και πού κάποιο βιαστικό αυτοκίνητο, το φως του έπεφτε φευγαλέα γύρω και φώτιζε ένα μισοσκότεινο, ακίνητο τοπίο, μετά πάλι σκοτάδι και σιωπή.
Η φύση κούρνιαζε. Σκιές γιγάντιες. Κι ο χαμηλότονος ήχος του νερού που έτρεχε λίγο πιο πέρα. Κάποιο φουρφούρισμα στο πλάι του τον τρόμαξε. Αλλά ήταν μόνο ένας αδέσποτος σκύλος. Ήθελε να τον φωνάξει, να τον φιλέψει κάτι, όμως δεν είχε παρά μόνο τσιγάρα. Ο σκύλος τον αγνόησε. Έκανε κι αυτός το ίδιο.
Εκείνη ανέβαινε σιγά-σιγά στον ουρανό. Καμιά σκιά ακόμη στο στρογγυλό της πρόσωπο.
Η ώρα περνούσε. Ησυχία. Ο σκύλος βαρέθηκε κι έφυγε. Μια παρέα νεαροί κατέβηκαν από ένα αυτοκίνητο, ήπιαν νερό, γέλασαν κι έφυγαν.
Εκείνη ανέβαινε.
Άρχισε να κάνει κρύο. Έμεινε στη θέση του καπνίζοντας τσιγάρα και κοιτάζοντάς την. Κάτι είχε κοινό μαζί της, αλλά δεν ήξερε τι.
Πολύ αργά άρχισαν να την ακουμπούν οι πρώτες σκιές. Μπορούσε εν τω μεταξύ να σκεφτεί χιλιάδες πράγματα, να τα συσχετίσει, να τα ανακατέψει, να φτιάξει νέους συνειρμούς.
Οι σκιές έγιναν μια μεγάλη σκιά που αφαιρούσε αδιόρατα τη Σελήνη.
Έμεινε ως το τέλος. Την είδε που σκοτείνιασε, άκουσε μέσα του άγριες φωνές, έκανε υπομονή.
Όταν άρχισε να ξαναφανερώνεται, σηκώθηκε κι έφυγε. Κατέβηκε στην πόλη. Βουή.
Τώρα όμως ήξερε τι είχε κοινό μαζί της. Ήταν ολομόναχος αυτός καθώς κι εκείνη εκεί πάνω. Όσα τους συνέβαιναν, μεγάλα και τρομαχτικά, συνέβαιναν μπροστά στους άλλους, μακριά από τους άλλους. Μόνο οι επιστήμονες τούς μελετούσαν και τους δυο χωρίς συγκίνηση κι έβγαζαν τα συμπεράσματα και τους νόμους τους.
Λίγο πριν μπει στο σπίτι, κοίταξε τον ουρανό. Στεκόταν εκεί ψηλά, ολοκάθαρη και λαμπερή πάλι, σαν να μην είχε μεσολαβήσει το τραύμα.
-Συμβαίνουν αυτά, της είπε. Ευτυχώς πολύ σπάνια. Το περισσότερο καιρό διατηρούμε τους ρυθμούς μας.
Της έκλεισε το μάτι και μπήκε στο σπίτι του.