Το ξέρω· είμ’ ένα πλάσμα ταπεινόσαν τόσα, χωρίς δύναμη και χάρη,κι είμαι μια στάλα στον ωκεανό,κι είμαι στον κάμπο ασήμαντο χορτάρι. 5Όμως άκουσε τ’ όνειρο το πλάνοπου φάνηκε μπροστά μου αστραφτεράτην ώρα που είχα κλείσει μια φοράτα μάτια μου στα γόνατά σου επάνω. Είδα πως εκοιμόμουνα βαριά10σφιχτός από έναν ύπνο μολυβένιο·και το κρεβάτι μου μαλαματένιοέλαμπεν από κάθε του μεριά. Κι ενώ τα μάτια μ’ έμεναν κλειστά,έβλεπαν απ’ το φως αυτό λουσμένα.15Απ’ το χρυσό κρεβάτι μου μπροστάπολλοί, πολλοί περνούσαν ολοένα. Κι έβλεπα, στο κρεβάτι μου μπροστάσταματούσανε, μήτε που μιλούσαν,και μ’ άνθη μύρια μοσχοβολιστά20με ράντιζαν και με μοσχοβολούσαν. Κι έβλεπα κόσμο ακίνητο, σκυφτό,με γόνατα μπροστά μου λυγισμένα,αλλά κανένα μες στον κόσμο αυτόπου να πονεί δεν ένιωθα για μένα. 25Δεν έβλεπα ένα στόμα να γελά,μιαν όψη από φροντίδα να βαραίνει,δυο μάτια δεν αντίκρισα θολά·λάμψη παντού μαρμάρου ήταν χυμένη. Παιδιά, γυναίκες, γέροι, νέοι, λαός30αμέτρητος μαρμάρωνεν εμπρός μου,κι έλεγες πως εγώ ήμουν ο θεόςτου στοιχειωμένου αλλόκοτου αυτού κόσμου. Αλλά θεός που είχα για φιλιά,κι είχα για χάιδια περισσή τρεμούλα!35που μ’ όλη μου τη θεία φεγγοβολιάέκρυβα μια πολύπαθη καρδούλα. Και κοίταζα καταφρονετικάλουλούδια, γονατίσματα, λιβάνια,θεός που λαχταρούσα πιο γλυκά40έναν περιστεριώνα απ’ τα ουράνια. Θεός με δίχως δύναμη καμιά,παρά με το προσκύνημα των άλλωνπου μου πλάταιναν και την ερημιάκαι έκαναν τον καημό μου πιο μεγάλον. 45Είδα καημός πως μ’ έπιανε τρανόςνα διώξω τέτοιον ύπνο, να ξυπνήσω,και λόγια τρυφερά του καθενόςνα ειπώ και γέλια μ’ όλους ν’ αρχινήσω. Και στέφανα οι ανθοί, από μέ πλεχτά,50σ’ όλους να τα μοιράσω πεταχτάκαι με τις νιες και με τα παλικάριαχορό να στήσω στα χλωρά χορτάρια. Αλίμονο, μια δύναμη κρατάτο σώμα μου δεμένο στο κρεβάτι,55τα χέρια μου στο στήθος καρφωτά,το στόμα σφραγιστό, κλειστό το μάτι. Και μου βαραίνουν οι χιονάτοι ανθοί,νεκρολούλουδα, χέρια μου και στήθια…αλλά του κάκου καρτερώ να ’ρθεί60να με γλιτώσει ανθρωπινή βοήθεια. Και τότε μια φωνή λαχταριστήκι απ’ της καρδιάς μού ξέφυγε τα βάθη,στο λάρυγγά μου μέσα η φωνή μου εχάθη,κι έλεγε αυτά η φωνή προτού σβηστεί: 65«Ω! Κάλλιο να είμ’ αγνώριστος απ’ όλουςκαι καταφρονεμένος να γυρνώ,να τρέχω, να βογκάω, και να πονώμέσα σε λόγγους, μέσα σε τριβόλους, «Καλύτερα τα πόδια μου γυμνά70σ’ αγκάθια, σε πρινάρια να ματώνω,και μες στις ερημιές και στα βουνάρόδα ποτέ, φίδια να βρίσκω μόνο, »παρά να μ’ έχ’ η δόξα χαϊδευτόκι ανθοστεφάνωτο να μ’ έχει θύμα,75κι εμπρός μου κόσμο να θωρώ σκυφτόστης Φήμης το κρεβάτι, σα σε μνήμα. »Μου φτάνει εμέ παράμερη ζωή,ψυχή και χέρια ελεύθερα να νιώθω,κι η αγάπη, μαλακότατη πνοή,80να μου ξανάβει της ζωής τον πόθο. »Μου φτάνει ο ήλιος, άστρο ευλογητό,όπως για όλους και για με να λάμπει,κι οι κάμποι που δουλεύω και πατώνα μου είναι της γλυκιάς πατρίδας κάμποι. 85»Μου φτάνει να ’χω πάντα στο πλευρόπαρηγορήτρα συντροφιά μου Εσένα,του βάσανου μου φτάνει το σταυρόμαζί να τον κρατούμε αντρειωμένα». Κι εξύπνησ’ από τ’ όνειρο το πλάνο90που πρόβαλε μπροστά μου αστραφτεράτην ώρα που είχα κλείσει μια φοράτα μάτια μου στα γόνατά σου επάνω. Το ξέρω· είμ’ ένα πλάσμα ταπεινόσαν τόσα, χωρίς δύναμη και χάρη,95κι είμαι μια στάλα στον ωκεανό,κι είμαι της γης ασήμαντο χορτάρι. Μα δεν ποθώ της δόξας τα παλάτια,και της Αθανασίας τον ουρανό·δόξα δική μου είναι τα δυο σου μάτια,100τα μάτια σου που κλαίνε όταν πονώ! |