Τρίτη 12 Μαΐου 2020

Η ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ



Thomas Anshutz. Iron Workers at Noontime, 1882


ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ –ΡΟΥΚ - ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΑ ΜΥΣΤΙΚΑ

Ο λόγος όσο πιο έντεχνος
τόσο φυλάει το μυστικό της επιβίωσης.

Μες στις γραμμές του κρύβει
το ποιος σου μάτωσε την ψυχή
σου λέρωσε τ’ αστέρια ·
θα ψευδομαρτυρήσει ο λόγος
για να κερδίσεις εσύ
τον αντικατοπτρισμό του έρωτα.

Συνθέτει την υπεράσπιση κι αθώωσή σου
που θυσίασες το μυστικό της αιωνιότητας
για ένα στιγμιαίο σμίξιμο με τον ουρανό
και με μια ευφάνταστη του στίχου στροφή
σε κάνει να ξεχνάς τη δίαιτά σου την καθημερινή:
εφήμερο ωμό.

Αναφωνείς με ωραία διαλεγμένες αντιθέσεις:
«Μου φτάνει η ποίηση της στιγμής»
πίσω αφήνεις την απώλεια,
αναζητάς καινούργιες τεχνικές
για να υμνήσεις μάτια, κι άλλα μάτια
γιατί όσο μένουν τα δικά σου ανοιχτά, λες
έχω δουλειά ακόμη.


James Tissot, Το κορίτσι του καταστήματος. 1883-1885


ΜΑΓΙΑ ΑΓΓΕΛΟΥ - Γυναικεία εργασία

Έχω να προσέχω τα παιδιά
Ν' απλώσω τα ρούχα
Να σφουγγαρίσω το πάτωμα
Να ψωνίσω για φαγητό
Να τηγανίσω μετά το κοτόπουλο
Να σκουπίσω το μωρό


Έχω παρέα να ταΐσω
Τον κήπο να ξεχορταριάσω
Έχω πουκάμισα να σιδερώσω
Να ντύσω τα κουτσούβελα
Την κονσέρβα ν' ανοίξω

Έχω να καθαρίσω τούτη την καλύβα
Μετά να φροντίσω για τους ασθενείς
Το βαμβάκι ύστερα να μαζέψω.

Λάμψε πάνω μου, ηλιαχτίδα
Βρέξε πάνω μου, βροχή
Ριχτείτε πάνω μου απαλά, δροσοσταλίδες
και δροσίστε πάλι το μέτωπό μου.

Καταιγίδα, πάρε με από 'δω
Με τον αγριεμένο σου άνεμο
Άσε με να αιωρηθώ στον ουρανό
Ώσπου να μπορώ ξανά ν' αναπαυθώ.

Ριχτείτε απαλά, χιονονιφάδες
Καλύψτε με με λευκά
παγωμένα φιλιά και
Αφήστε με ν' αναπαυθώ απόψε.

Ήλιε, βροχή, κυρτέ ουρανέ,
Βουνό, ωκεανοί, φύλλο και πέτρα
Αστέρι λάμψε, σελήνη φέξε
Είστε ό,τι μπορώ να αποκαλέσω δικά μου.
μτφρ.: Μαρία Κατσοπούλου



Honoré Daumier, Η πλύστρα. 1860.

Κώστας Βάρναλης - Σε μια εργάτρια

Γειρτός θωρώ στη χαμηλή σου στέγη
τα γραμμένα μέλη σου απλωμένα
βαριά η ατμοσφαίρα γύρω πλέγει
στα σφραγισμένα μάτια σου, ω παρθένα.

Που κάτωχρο τ’ αχείλι τρέμει αγάλι
κατάρα ή προσευχή θα μουρμουρίσει;
Αντίκρ’ η νύχτα λιώνει στην κραιπάλη,
ω κατακόμβη, άγιο που έχεις κλείσει!

Χεροπιαστοί οι ουρανοί κι αγγέλοι
πάνου στη[ν] τόση οπού σε ζώνει φρίκη
αλλάζουν το φαρμάκι σου με μέλι…

Ορθώσου με τα στήθη κρύα πέτρα
και σείσε την αθώα βελονοθήκη
φαρμακερή στην ατιμία φαρέτρα!


Honore Sharrer, Workers and Paintings, 1943.

Νικηφόρος Βρεττάκος -    Ζητούνται εργάτες 

Ήταν εξήντα χρόνων περίπου.
Για να βάλει σε κίνηση αυτή την ανάγλυφη
σοφία των χεριών του, περίμενε ώρες
μπρός σε μια πόρτα.

Περνώντας λοιπόν,
τον άφησα πίσω μου, έξω απ’ την πόρτα
που έκλεινε σαν όταν σβύνει ένα φως.
Το μόνο που υπήρχε μέσα στη νύχτα.




 Workers On A Construction Site, Art Painting by Maximilien Luce

 Νικηφόρος Βρεττάκος - Εργατικό ατύχημα 

Σάββατο βράδυ. Χτυπούσε σφυρίζοντας
το κόκκινο σίδερο όταν τινάχτη το ρίνισμα,
καρφώθηκε, βούλιαξε, πλέοντας κόκκινο
μέσα στο μάτι του. Όλα γύρω του τότε
έγιναν κόκκινα: κ’ η βαριά κι’ ο αέρας
κ’ οι άνθρωποι που έτρεξαν. Σαν ένας λυγμός
αναλύθηκε η μνήμη του:

Τα δυο του κορίτσια,
τ’ αγόρι, η γυναίκα του, τα είκοσι
έξη του χρόνια. Κι’ ακόμη: Αν ο κόσμος
δεν ήτανε όμορφος, αν η ζωή
δεν τραγούδαγε γύρω του, δεν θα χτυπούσε
το κόκκινο σίδερο.
Στις μικρές παλάμες του,
Διακλαδίζονταν κόκκινα ρυάκια, κολλούσανε
Το ένα με το άλλο τα δάχτυλα.

Στεκόταν ακίνητος, σα νάκανε τον
απολογισμό της ζωής του. τα «Ναι» και τα «Όχι» της,
«Ζημίαι και κέρδη». Τα βρήκε ένα – ένα.
Τα βρήκε, τα ζύγισε. Κι’ άξαφνα βόγκηξε,
χτυπώντας τις δυο ματωμένες παλάμες του:
«Αίμα και δάκρυα!»



Aristarkh Lentulov Workers of the Kerch Factory

Νικηφόρος Βρεττάκος - Άνεργοι

Του εργοστασίου η πόρτα, είναι από σίδερο· έχει
στο μέσο δυο κάγκελα. Και πίσω απ’ τα κάγκελα
δυο μάτια που σφάζουν. Ο επιστάτης κοιτάζει
την ουρά των ανθρώπων που στέκονται απ’ έξω,
χέρια και πρόσωπα που κάνουν μια κίνηση
όλα μαζί, κρατούν την ανάσα, σκύβουν ν’ ακούσουν.
«Μεσημέριασε, φύγετε. Ο κύριος
διευθυντής δε θά ’ρθει. Αύριο πάλι
πρωί. Πιο πρωί».
Χαμηλώνουν τα πρόσωπα, στέκονται αμήχανα.
Ύστερα, φεύγοντας, κοιτάζουνε γύρω τους
σα να ψάχνουν να βρουν ένα βάραθρο – όχι
να κλάψουνε, όχι να ψάξουν για τίποτα.
Να ρίξουν τα χέρια τους.
(Από τη συλλογή, Το βάθος του κόσμου, 1961)



 The MIGRANT WORKERS by Ricardo Santos-alfonso

ΧΑΛΙΛ ΓΚΙΜΠΡΑΝ - Η δουλειά

Σας έχουν πει ότι η ζωή είναι σκοτάδι και μέσα στην απελπισία,
σας γυρίζει σαν ηχώ αυτό που ειπώθηκε από τον απελπισμένο.
Κι εγώ σας λέω πως η ζωή είναι σκοτάδι αν δεν υπάρχει πάθος.
Και κάθε πάθος είναι τυφλό αν δεν υπάρχει γνώση.
Και κάθε γνώση είναι μάταιη χωρίς δουλειά,
μα και η δουλειά είναι άδεια χωρίς αγάπη.
Μα σαν δουλεύετε μ' αγάπη,
ενώνεστε με τον εαυτό σας κι ο ένας με τον άλλο κι όλοι σας με το Θεό.
Και τι σημαίνει δουλεύω με αγάπη;
Σημαίνει να υφαίνεις με κλωστές που τραβάς απ' την καρδιά σου,
σαν να 'ταν να φορέσει το ύφασμα αυτό η αγαπημένη σου ψυχή…
Σημαίνει να χτίζεις ένα σπίτι με στοργή,
σαν να 'ταν να κατοικήσει σ' αυτό η αγαπημένη σου ψυχή…
Σημαίνει να σπέρνεις με τρυφερότητα τους σπόρους
και με χαρά να συλλέγεις τη σοδειά,
σαν να 'ταν να φάει τον καρπό η αγαπημένη σου ψυχή…
Σημαίνει να δίνεις σε όλα το δικό σου νόημα,
με μια ανάσα από το πνεύμα σου…
Πολλές φορές σας άκουσα να λέτε σαν να μιλούσατε στον ύπνο σας
"αυτός που δουλεύει το μάρμαρο και βρίσκει της ψυχής του την έκφραση στην πέτρα,
είναι ανώτερος από αυτόν που οργώνει τη γη.
Κι αυτός που πιάνει τα χρώματα του ουράνιου τόξου
και τα βάζει πάνω σ' ένα πανί μα ανθρώπινες μορφές,
αξίζει περισσότερο από αυτόν που φτιάχνει σανδάλια για τα πόδια μας".
Αλλά εγώ σας λέω, όχι στον ύπνο μου μα ολόξυπνος στο καταμεσήμερο,
ότι ο άνεμος δεν τραγουδά γλυκύτερα στις γιγάντιες βελανιδιές
απ' όσο στο πιο μικρό και ταπεινό χορταράκι…
Και μεγάλος είναι αυτός που μεταλλάζει τη φωνή του ανέμου
σε τραγούδι και το κάνει γλυκό με την αγάπη του.
Η δουλειά είναι φανερωμένη αγάπη.
Κι αν δεν μπορείτε να δουλεύετε μα αγάπη,
παρά μόνο με αηδία,
καλύτερα παρατήστε τη δουλειά σας και καθίστε στην πύλη του ναού
να παίρνετε ελεημοσύνη απ' αυτούς που δουλεύουν με χαρά.
Γιατί αν ψήνεις το ψωμί με αδιαφορία, ψήνεις πικρό ψωμί,
που δε χορταίνει παρά την μισή πείνα του ανθρώπου.
Κι αν αγανακτείς με των σταφυλιών το πάτημα,
η αγανάκτησή σου στάζει δηλητήριο στο κρασί.
Κι αν σαν τους αγγέλους τραγουδάς, μα δεν αγαπάς το τραγούδι,
βουλώνεις τα αυτιά του ανθρώπου στης μέρας τις φωνές και στις φωνές της νύχτας.



Work (1852–1865) is a painting by Ford Madox Brown

Σταύρος Ζαφειρίου - Βλέποντας μια γυναίκα να πηγαίνει στη δουλειά της το πρωί

Όμως αυτή η παρόμοια γυναίκα
που τώρα ετοιμάζεται αργά,
στοιχειώνοντας ιερογλυφικά καθώς διπλώνει
τη φούστα νέφος της δουλειάς στην αυριανή καρέκλα,
τούτη η γυναίκα σαν πέσει στο κρεβάτι
και σβήσει έξω της όλο το φως,
καλεί τις γύφτισσες να ’ρθουν στην κάμαρά της,
μάντισσες με τρελά χαρτιά που ξεγελούν το μέλλον.
(Σε ποιους πολύβοους τόπους να πατά,
σε ποιους βυθούς τη στέλνουνε οι δίνες,
με ποιους παράφορους ανέμους ερωτεύεται
καίγοντας όλα των σωμάτων της τα σχήματα.)

Μα να το ίδιο αυτό κατάπληκτο κορίτσι,
που μοιάζει τώρα τούτη η γυναίκα,
παίζει ματιές με τον χειμώνα απ’ το παράθυρο
(ένα φύλλο πέφτει στην πέτρα,
η πέτρα γυαλίζει στη βροχή),
γύρω στα πόδια της μαζεύει τον καιρό,
κομμάτια ενέχυρα πραγμάτων γερασμένων.

Αλλά ο καιρός είναι έξω∙
μέσα γυρίζει το ποτάμι χωρίς κύματα,
γάμους διασχίζοντας, τελετουργίες παιδιών,
ρούχα εκβάλλοντας που αστράφτουν
στης σιδερώστρας τον λαιμό.

Χύτρες αγρίμια ρουθουνίζουν στην κουζίνα.

Τούτη η γυναίκα, που απλά είναι μια γυναίκα,
κοιμάται τώρα. Στο τέλος της εικόνας της κοιμάται.
Ναυάγια ήσυχα οξειδώνουν την κοιλιά της,
γλυκό του ονείρου το κρασί στον ουρανίσκο της.
Καθώς ανοίγεται σε μέρες που ονομάζονταν
κι ο χρόνος μπαίνει αληθινός,
μονάχα στον πόθο του ύπνου της
θυμάται ποια είναι.

Το συγκεκριμένο ποίημα του Σταύρου Ζαφειρίου δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Εντευκτήριο» (τεύχος 57, Απρίλιος-Ιούνιος 2002).

Πηγή: genesis.ee.auth.gr/dimakis



Edvard Munch Field Work

Κ. Π. Καβάφης -Ζωγραφισμένα

Την εργασία μου την προσέχω και την αγαπώ.
Μα της συνθέσεως μ’ αποθαρρύνει σήμερα η βραδύτης.
Η μέρα μ’ επηρέασε. Η μορφή της
όλο και σκοτεινιάζει. Όλο φυσά και βρέχει.
Πιότερο επιθυμώ να δω παρά να πω.
Στη ζωγραφιάν αυτή κυττάζω τώρα
ένα ωραίο αγόρι που σιμά στη βρύσι
επλάγιασεν, αφού θ’ απέκαμε να τρέχει.
Τι ωραίο παιδί· τι θείο μεσημέρι το έχει
παρμένο πια για να το αποκοιμίσει. —
Κάθομαι και κυττάζω έτσι πολλήν ώρα.
Και μες στην τέχνη πάλι, ξεκουράζομαι απ’ την δούλεψή της.
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)



 Bricklayers at Work on the Studio Building


Νικόλας Κάλας - [Eπαναστάτης, Μετανάστης, Επαγγέλλομαι] 

Eπαναστάτης, μετανάστης, επαγγέλλομαι
τον ονειροκρίτη. Mελετώ Mάγους
τον van Eyck και τον Bosch, τον Breton
και τον Duchamp. Xαιρετώ άθεους Bουδιστές
του Kολοράντο, αναρχικούς κι αιρετικούς.

Γιορτάζω το ηλιοστάσιον και την επέτειο
κάθε Kομμούνας. Σέβομαι τη σκιά του Άθωνα
τις πυραμίδες, την Aφροδίτη.

Xάνομαι στο πλήθος, ξαναβρίσκω τον εαυτό μου
στις αρτηρίες της Bαβυλώνας
στην παλάμη του μέλλοντος.
[Mανχάταν 1977]



Ryan Mutter. 'The Forgotten Workers.'


Ζωή Καρέλλη - Εργάτης στα Εργαστήρια του Χρόνου 
Καθώς εργάζονταν το σχήμα,
εργάτης σε υαλουργείο,
κατάλαβε πολύ καλά τον έρωτα
για την ύλη,
όπου φυσούσε την πνοή του.
Κάποτε κρύσταλλο, κάποιο μαργαριτάρι,
φίλντισι, πολύτιμο ελεφαντοκόκαλο
ή οπάλι με χρώματα ομίχλης
προς το κυανό.
Όλ' αυτά ύλη, που γινόταν σχήμα,
σχήμα ερωτικό, για ό,τι υπάρχει
μέσ' στο χρόνο.

Το σχήμα, δοχείο του χρόνου,
ερωτικό τον περιέβαλε,
προσφορά στο χρόνο,
προσδοκία και δέξιμο μαζύ,
αγκάλιασμα στου χρόνου τη μορφή,
το σχήμα που σχημάτιζε ειδικό,
δικής του σημασίας,
δική του φαντασία.

Όμως καθώς το σχήμα έψαυε
τελειωμένο, ύστερα, το υλικό του χέρι,
κατάλαβε του χρόνου την υλικότητα∙
καθώς το χέρι το δικό του
και το σχήμα μαζί,
και το πολύτιμο ερωτικό υλικό
γινόταν διάφανη έννοια του χρόνου.
Όλα μαζί.
Ιδίως ο εαυτός του.



 Jones Joe | Railroad Workers (1940)

Κώστας Καρυωτάκης - [Μίσθια δουλειά, σωροί χαρτιών…]

Μίσθια δουλειά, σωροί χαρτιών, έγνοιες μικρές, και λύπες
άθλιες, με περιμένανε σήμερα καθώς πάντα.
Μόνο είδα, φεύγοντας πρωί, στην πόρτα μου τολύπες
τα ρόδα, και γυρίζοντας έκοψα μια γιρλάντα.


Claude Monet - Road workers 

ΣΑΜΙΟΥΕΛ Τ. ΚΟΛΕΡΙΤΖ  - Δουλειά χωρίς ελπίδα

Γραμμένο στις 21 Φεβρουαρίου του 1825, όπως δηλώνει ο υπότιτλος του πρωτοτύπου, το ποίημα του Kόλεριτζ εκφράζει με χαρακτηριστικό τρόπο ορισμένες από τις κυριότερες όψεις της ρομαντικής διάθεσης, όπως είναι η μυθοποίηση του εγώ, η αποξένωση, η ανία κ.ά.

Όλα δουλεύουν στην πλάση. Για δες: τα μελίσσια βουίζουν,
απ' τις φωλιές τους οι σάλιαγκοι* βγήκαν· στρουθιά* φτερουγίζουν.
Kαι να που κι ο γέρος χειμώνας κι αυτός στο γαλάζιο του απείρου
έχει στα μάτια του, κάτι σαν φως ανοιξιάτικου ονείρου.
Mόνος εγώ μέσα σ' όλα με δίχως δουλειά τριγυρνάω,
κι ούτ' αγαπώ, κι ούτε μέλι τρυγώ, κι ούτε πια τραγουδάω.

Kι όμως γνωρίζω κάτι άγνωστους όχτους* που αμάραντ'* ανθίζουν,
ξέρω κρυμμένες πηγές που το νέκταρ σε ρυάκια σκορπίζουν.
Για άλλους αμάραντ', αλίμονο γι' άλλους αν θέλετ' ανθίστε·
όχι! για με μην ανθίστε. Mακριά μου ρυάκια κυλήστε·
μ' έν' αστεφάνωτο μέτωπο φεύγω, με χείλη φρυγμένα*,
κι αν με ρωτάς ποιος με πνίγει καημός, άκου τούτο από μένα:
δίχως ελπίδα η δουλειά νέκταρ μέσα σε κόσκινο χύνει,
και δίχως κάποιο σκοπό η ελπίδα δε ζει μήτ' εκείνη.
μτφρ. Λάμπρος Πορφύρας

Ανθολογία της ευρωπαϊκής και αμερικανικής ποιήσεως,
επιμέλεια Κλ. Β. Παράσχος, Συμεωνίδης

*σάλιαγκοι: σαλιγκάρια *στρουθιά: σπουργίτια *όχτοι: όχθες *αμάραντα: φυτά που δε μαραίνονται *φρυγμένα: κατάξερα



Τάσσος Αλεβίζος  - Μακέτα για την σύνθεση «Καλλιέργεια του καπνού», 1960 

Γιάννης Κοντός - Ο σκουπιδιάρης ή το πρωτογενές πλεόνασμα της οικονομίας

Μήπως είναι αυτός που μες στη νύχτα μαζεύει
τα όνειρά μας σε σακούλες ή χύμα, και τα πετάει
στη μεγάλη χωματερή του ουρανού;
Βράζει ή παγώνει η νύχτα και τον ακολουθεί.
Από κάπου ακούγεται η πρώτη συμφωνία
του Γούσταβ Μάλερ. Οι δρόμοι βρεγμένοι, γεμάτοι
ρακοσυλλέκτες, ταιριάζουν τα ανόμοια.
Ο γαλαξίας κλεισμένος σε παλιά μπουκάλια μπίρας
βγάζει καπνούς, νοσταλγίες και πάει λέγοντας...
Αυτός -ας πούμε- ο θάνατος φωτογραφίζει τοπία
της αγάπης σου και τα ταχυδρομεί στο πουθενά.
Η νύχτα προχωρά, τελειώνει και αυτός ο επίορκος
συσσωρεύει τα σκουπίδια μπροστά σε ένα άγαλμα
του καθημερινού ανθρώπου. Άγαλμα από γυαλί, φως
και παρελθόν. Πώς περνούν οι ώρες;
Πώς μας δείχνουν οι δείχτες ξυράφια την εφορία
και το Υπουργείο Οικονομικών. Οι πεθαμένοι δεν μιλάνε
και αυτός διαλαλεί τον θάνατο και τα κενά του χρόνου
σε ληγμένα γραμμάτια της συμφοράς.
Μάρτιος 2014

 Ποίημα εν είδει Επιμέτρου στη συλλογή Μυστικά τοπία, Τόπος 2014



Edvard Munch Workers In The Snow 

Γιώργος Κοτζιούλας -Το μαστορόπουλο

Τον πήραν τον Κολιό
τον πήραν οι μαστόροι
παιδί από το σκολειό
να μάθει πηλοφόρι.
Καρδιά πονετική
τον ξέβγαλε με κλάμα:
«Τετράδη Κυριακή,
θα καρτερώ για γράμμα».
Δε σώνει άλλο να ιδεί,
παιδεύεται το μάτι:
κρατούσε ένα ραβδί,
το στρώμα του στην πλάτη.
Μας έφυγε ο Κολιός
κι είχε μια τέτοια λύπη!
θα ’ναι όλοι δω τ’ Άη-Λιος
και μόνο αυτός θα λείπει.»





Workers in the Field by Marc-Aurele de Foy Suzor-Cote


Βλ. Μαγιακόφσκι - Β. Ι. Λένιν

(…)Ξέρω έναν εργάτη
που γράμματα δε νογάει.
Δεν γεύτηκε
μήτε τ’ αλφάβητου τ’ αλάτι.
όμως άκουσε κάποτε,
τον Λένιν να μιλάει,
κι όλα τα κατάλαβε
το μυαλό του εργάτη.
Άκουσα
κάποιου χωριάτη απ’ τη Σιβηρία
την ιστορία.
Σηκώθηκαν, με τα ντουφέκια
πήραν τη γη,
την καρπίσαν.
Για τον Λένιν
δεν είχαν ούτε διαβάσει, ούτε ακούσει,
μα λενινιστές
κιόλας όλοι τους ήσαν.
Είδα βουνά,
που βλαστάρι δε βγαίνει.
Μονάχα το σύννεφο
στα βράχια σκοντάφτει.
Κι εκατό βέρστια πιο πέρα
κάποιος ερημίτης να μένει,
που στα κουρέλια του,
το σήμα του Λένιν
αστράφτει.
Θα μου πούνε ―
πως μιλώ για κονκάρδες
που τα κορίτσια τις καρφώνουν
στο ρούχο τους κοκέτικα
παραξενιές της ζωής.
Μα όχι ―
δεν είναι κονκάρδες
είναι η καρδιά η ίδια
που ανάβει το ρούχο,
και λάμπει γεμάτη
αγάπη για τον Ιλίτς.
Αυτό
δεν εξηγείται
με της εκκλησίας τα τεφτέρια,
κι ούτε κάνας θεός τον πρόσταξε:
Γίνου ο εκλεκτός!
Με ανθρώπινο βήμα,
με εργάτη χέρια,
με το δικό του μυαλό
πήρε το δρόμο
αυτός.(…)
Μετάφραση Δημήτρης Πάνου




Workers resting on a Construction Site
by George Hendrik Breitner (1857 - 1923)

Πρόδρομος Μάρκογλου - Δ' (η ομιλία των γυναικών)

Για πενήντα ημερομίσθια το χρόνο
προσφέρουμε
το τελευταίο μόριο της σάρκας μας

ενώ οι μηχανές πληθαίνουν
ενώ τα κέρδη σωρεύονται
κι η ανεργία σαπίζει τα θεμέλια των σπιτιών
τα χέρια των αντρών στα καφενεία.

Κάθε χρόνο λιγοστεύουν τα μεροκάματα
και να κρατάς την οικογένεια με τις πιστώσεις
να υπάρχουν εκβιαστές
να ζητάνε ανταλλάγματα
τα παιδιά ν’ αδυνατίζουν
ν’ αρρωσταίνουν
η ψυχή σου να φουσκώνει ασβέστης
από τη θλίψη
την αγανάκτηση.

Πώς να κρατήσουμε την οικογένεια
η πείνα
ο εξευτελισμός σαρώνει κάθε καλή διάθεση
μας έχουν διαβρώσει τα πρόσωπα
δε γνωρίζουμε την ψυχή μας.



Berwickshire Field-workers', Edward Arthur Walton, 1884


Γεράσιμος Μαρκοράς  - Εργασία

Ξημερώνει αυγή δροσάτη
με το πρώτο της πουλί,
λές και κράζει τον εργάτη
στη φιλόπονη ζωή.
Πριν να σβήση κάθε αστέρι,
με χαρούμενη καρδιά,
νέοι μεσόκοποι και γέροι,
τρέξετ’ όλοι στη δουλειά.
Πέρα εκείθενε οι φροντίδες
ας πετάξουνε, καθώς
ξαφνιασμένες νυχτερίδες,
όπου αγνάντεψαν το φως.
Μη σας είναι ο ξένος πλούτος
έν’ αγκάθι στην καρδιά’
πέστε αζήλευτα: είναι τούτος
εργασίας κληρονομιά.
Σηκωθήτε, η γη χαρίζει
μόνον άφθονο καρπό,
αν ο κόπος την ποτίζη
μ’ έναν ίδρωτα συχνό.
Σαν εσάς, αδέλφια, ιδρώνει
κι ο σοφός, που με το νου
κάμπους άμετρους οργώνει
γιά θροφή του λογισμού.
Δίχως άνεσι και σχόλη
πάντα ο άξιος δουλευτής,
το ανθηρότατο περιβόλι
σκάφτει, σπέρνει, ο ποιητής.
Πάντα, ναι, του τίμιου κόπου
οι γλυκύτατοι καρποί
να ’ναι μόνοι, που τ’ ανθρώπου
σώμα θρέφουν και ψυχή.»!



 Jacques Zucker "The Workers"

Μπ. Μπρεχτ -Ερωτήσεις ενός εργάτη που διαβάζει


Ποιος έχτισε τη Θήβα την εφτάπυλη;
Στα βιβλία δε βρίσκεις παρά των βασιλιάδων τα ονόματα.
Oι βασιλιάδες κουβαλήσαν τ’ αγκωνάρια;
Kαι τη χιλιοκαταστρεμμένη Bαβυλώνα,
ποιος την ξανάχτισε τόσες φορές; Σε τι χαμόσπιτα
της Λίμας της χρυσόλαμπρης ζούσαν οι οικοδόμοι;
Tη νύχτα που το Σινικό Tείχος αποτελειώσαν,
πού πήγανε οι χτίστες; H μεγάλη Pώμη
είναι γεμάτη αψίδες θριάμβου. Ποιος τις έστησε; Πάνω σε ποιούς
θριαμβεύσανε οι Kαίσαρες; Tο Bυζάντιο το χιλιοτραγουδισμένο
μόνο παλάτια είχε για τους κατοίκους του;
Aκόμα και στη μυθική Aτλαντίδα,
τη νύχτα που τη ρούφηξε η θάλασσα,
τ’ αφεντικά βουλιάζοντας, μ’ ουρλιαχτά τους σκλάβους τους καλούσαν.

O νεαρός Aλέξανδρος υπόταξε τις Iνδίες.
Mοναχός του;
O Kαίσαρας νίκησε τους Γαλάτες.
Δεν είχε ούτ’ ένα μάγειρα μαζί του;
O Φίλιππος της Iσπανίας έκλαψε όταν η Aρμάδα του
βυθίστηκε. Δεν έκλαψε, τάχα, άλλος κανένας;
O Mέγας Φρειδερίκος κέρδισε τον Eφτάχρονο τον Πόλεμο.
Ποιος άλλος τόνε κέρδισε;

Kάθε σελίδα και μια νίκη.
Ποιος μαγείρεψε τα νικητήρια συμπόσια;
Κάθε δέκα χρόνια κι ένας μεγάλος άντρας.
Ποιος πλήρωσε τα έξοδα;

Πόσες και πόσες ιστορίες.
Πόσες και πόσες απορίες.»
(Απόδοση ποιήματος Μάριος Πλωρίτης στο Bertold Brecht, Ποιήματα, Θεμέλιο)



Volunteer Workers by William Henry Johnson

Μπ. Μπρεχτ -  Ομιλία ενός Εργάτη σε έναν Γιατρό

Ξέρουμε ‘μεις τι είναι αυτό που άρρωστους μας κάνει!
Σαν αρρωσταίνουμε, ακούμε
Πως είσαι συ που θα μας γιατρέψεις.

Δέκα χρόνια ολόκληρα, μας λένε
Σ’ όμορφα σχολειά
Με τα λεφτά του λαού χρισμένα
Μάθαινες το πώς να γιατρεύεις, και για τις γνώσεις σου αυτές
Ξοδεύτηκε μια περιουσία.
Πρέπει λοιπόν να ‘σαι ικανός να μας γιατρεύεις.

Είσαι ικανός;

Όταν σ’ εσένα ερχόμαστε
Παραμερίζεις τα κουρέλια μας
Και ακροάσαι κάθε σπιθαμή απ’ το γυμνό κορμί μας.
όσο για την αιτία της αρρώστιας μας
Μια ματιά να ‘χες ρίξει στα κουρέλια μας
Θα σου ‘λεγε περισσότερα. Είναι η ίδια αιτία που φθείρει
Το κορμί μας και τα ρούχα μας.

Ο πόνος που έχουμε στον ώμο μας
Προέρχεται λες, απ’ την υγρασία… απ’ αυτήν
Προέρχεται όμως και η κηλίδα στον τοίχο του σπιτιού μας.
Πες μας λοιπόν:
Από πού προέρχεται η υγρασία;

Πάρα πολλή δουλειά και πολύ λίγο φαγητό
Αδύναμους μας κάνουν και μας αρρωσταίνουν
Η συνταγή σου λέει:
Πρέπει να πάρετε βάρος.
Μπορείς στα βούρλα να πεις
Ότι δεν πρέπει να βρέχονται.

Πόσο καιρό μπορείς να μας αφιερώσεις;
Βλέπουμε: ένα χαλί στο σπίτι σου
Κοστίζει τόσα, όσα φέρνουνε
Πέντε χιλιάδες δικές μας επισκέψεις.

Κατά πάσα πιθανότητα θα ισχυριστείς πως
Είσαι αθώος. Της υγρασίας η κηλίδα
Στον τοίχο του σπιτιού μας
Λέει το ίδιο.
{Απόδοση: Νάντια Βαλαβάνη, εκδ. Σ.Ε.}




War Workers, 1914–1918 by Gerald Moira

Μπ. Μπρεχτ -Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΩΝ ΕΡΓΑΤΩΝ

«Μιαν ορισμένη μέρα σ` ολόκληρη την Ισπανία
Σταμάτησαν οι εργάτες τις μηχανές. Κρύα
Στεκότανε τα τρένα πάνω στις ράγιες. Δίχως το φως
Βρεθήκανε τα σπίτια όπως κι οι δρόμοι, και τα τηλέφωνα
Ένας σωρός άχρηστα μαραφέτια είχανε γίνει. Οι απατεώνες
Τους αστυνομικούς άλλο πια δεν μπορούσαν να φωνάζουν Αντί γι` αυτό
Μιλάγανε οι μάζες αναμεταξύ τους. Τρεις ολόκληρες μέρες
Εμφανίζονταν αυτοί που υπηρετούσαν τον πανίσχυρο μηχανισμό
Σαν εξουσιαστές του. Οι εργάτες, σταματώντας τη δουλειά
Δείχναν τη δύναμή τους. Το καρπερό χωράφι
Δεν ήταν τίποτα άλλο ξαφνικά από πέτρινο έδαφος.
Αυτούς που δε ζεσταίναν πια τα κάρβουνα από τη στοά
Ούτε και το ακατέργαστο μαλλί γινότανε να τους ζεστάνει. Τα ίδια
τα παπούτσια των αστυνομικών
Θα φθείρονταν και κανέναν διάδοχο πια δε θα βρίσκαν.
Μετά
Έσπασε η έλλειψη της ενότητας της εξέγερσης τη δύναμη, μα ακόμη και
τότε
Μια ολόκληρη μέρα δεν μπορούσαν να φτάσουν στις μάζες
Οι ίδιες οι διαταγές των μανδαρίνων για το σταμάτημα της απεργίας, γιατί
Βέβαια δίχως ατμό ήτανε σταθμευμένες οι λοκομοτίβες
και τα ταχυδρομεία εγκαταλειμμένα. Κι έτσι
Λοιπόν ακόμα φανερώθηκε η
Μεγάλη δύναμη των εργατών.»



Going to Work by Jean-François Millet

Πάμπλο Νερούντα

«Εγώ θα μείνω με τους εργάτες να τραγουδήσω
(…) για των ψαράδων τον ωκεανό,
για το ψωμί των παιδικών μας αηδονιών,
και για την αγροτιά και για τ’ αλεύρι μας,
τη θάλασσα, το ρόδο και το στάχυ,
τους σπουδαστές, τους ναύτες, τους φαντάρους,
για όλους τους λαούς σ’ όλους τους τόπους,
για τη λυτρωτική τη θέληση
των πορφυρών λαβάρων της αυγής.
Πάλεψε πλάι μου, κι εγώ θα σου χαρίσω
τα όπλα όλα της ποίησής μου»




 Georges Seurat Farm Women at Work 1883

Κ. Παλαμάς - Εμείς οι εργάτες…

Εμείς οι εργάτες είμαστε που με τον ιδρώτα μας
ποτίζουμε τη γη για να γεννά
καρπούς, λουλούδια, τ’ αγαθά του κόσμου ολόγυρά μας
φτωχή αλουλούδιαστη, άκαρπη μονάχα η αργατιά.

Εμείς οι εργάτες είμαστε που με τον ιδρώτα μας
ζυμώνουμε του κόσμου το ψωμί.
πιο δυνατά κι απ’ τα σπαθιά τα χέρια τα δικά μας,
και με όλο τ’ αλυσόδεμα, σκάφτουν, και η γη πλουτεί.

Στου κόσμου τους θησαυριστές το βιος σου, εργάτη, νόμοι
στο τρώνε αδικητές χωρίς ντροπή.
Αγκαλιαστήτε αδέλφια ορθοί! Με μια καρδιά, μια γνώμη.
Δικαιοσύνη, βρόντηξε και λάμψε, Προκοπή!



The Milkmaid by Johannes Vermeer.

Αθηνά Παπαδάκη -Νοικοκυρά


Ώρα ξεκούρασης
με τα χέρια σταυρωμένα σε σοδειές.
Είχα σωστά μετρήσει το αλεύρι,
μα βρέθηκα λίγο λειψή απ’ τη μεριά της ζάχαρης.
Δε θα μπορούσε να 'ναι αλλιώς.
Αυτή είναι η ζωή μου, ο διάδρομος που
ενώνει τα υπνοδωμάτια με το σαλόνι
τι άλλο; δεν τολμάω να πω,
κάτι μ’ απορροφά ύπουλα,
οι τοίχοι όπως λευκοί Πατριάρχες ευλογούν
τη δουλειά μου,
σαν σκύβω
δε βλέπουν
πως στύβοντας το σφουγγαρόπανο, τα
δάκρυά μου κυλάνε προς τις ρίζες τους.

[πηγή: Αθηνά Παπαδάκη, Αμνάδα των ατμών. Με έξι γλυπτά της Αργυρώς, Εγνατία/Τραμ, Θεσσαλονίκη 1980, σ. 30]



Johannes Vermeer. Ο αστρονόμος, 1668,

Tίτος Πατρίκιος - Οικογένεια ανέργων

Δεν είχανε λεφτά ούτε για νεκροφόρα.
“Ήμαρτον Θε μου,
μα σήμερις και να πεθάνεις δεν μπορείς…”
έλεγε η διπλανή γειτόνισσα.
Τέλος φωνάξανε ένα ταξί και βάλανε το φέρετρο
εκεί που βάζουν τις βαλίτσες
μισό μέσα, μισό έξω.
Κι έτρεχε το πολύχρωμο αυτοκίνητο για το νεκροταφείο
σαν εφιαλτικό αγρίμι
που κράταγε στα δόντια τη βορά του



 Johannes Vermeer.Η δαντελού 1670


Γιώργης Παυλόπουλος - ΟΙ ΜΑΣΤΟΡΟΙ

Ξυπνήσαμε ακούγοντας χτύπους απόμακρους βαθιά στο θόλο
σαν κάτι να μαστόρευαν πολύ ψηλά στον Ουρανό.
Κάποιος έδειξε κατά τον ήλιο. Βλέπω είπε χρυσές σκαλωσιές
τους βλέπω είπε ν’ αλφαδιάζουν και να καρφώνουν εκεί πάνω.
Εμείς ψάχναμε ολοένα μες στο φως μα τίποτε δεν φαινόταν
τους χτύπους ακούγαμε μονάχα.
Ύστερα ένας Άγγελος ήρθε στο πηγάδι μας, άρχισε να βγάζει νερό.
Τα φτερά του γεμάτα γαλάζια λάσπη.
Χανότανε στα ύψη και πάλι ξαναγύριζε αμίλητος και σοβαρός
κι όλη μέρα ανέβαζε νερό να ξεδιψάν εκεί πάνω.
Δουλεύουν και διψάνε είπαμε όπως κι εμείς εδώ κάτω.
Σαν βράδιασε ρίξανε το σκοινί. Κανένας δεν κατέβηκε.
Από την άκρη του έσταζε στο χώμα λίγο αίμα.
Και ποτέ δεν μάθαμε μήτε ρωτήσαμε ποτέ
τι απογίναν οι μαστόροι.



Harvesters Resting By Jean-Francois Millet

Γιάννης Ρίτσος -Ομιλητής Προλετάριος

«Έκανε να μιλήσει˙ κόμπιασε˙
ξανάπε τα ίδια˙ σταμάτησε.

«Αυτό ήταν», είπε κι ακούμπησε το χέρι του στο τραπέζι.

Το χέρι του, στέρεο, καθάριο περίγραμμα,
ήταν ένα φαρδύ μυστρί. Μπορούσαμε να εμπιστευθούμε
στα λόγια που δεν είπε και στα χέρια του.

Έξω απ’ την κάμαρα κατέβαινε βουίζοντας το φως.»



Pellizza de Volpeda, Η "τέταρτη τάξη"

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ - ΜΟΝΟΣ ΜΕ ΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ ΤΟΥ

Όλη τη νύχτα κάλπαζε μονάχος, αγριεμένος, σπιρουνίζοντας
  αλύπητα
τα πλευρά του αλόγου του. Τον περίμεναν, λέει, το δίχως άλλο,
είταν μεγάλη ανάγκη. Σαν έφτασε με τα χαράματα,
κανείς δεν τον περίμενε, κανείς δεν είταν. Κοίταξε ολόγυρα.
Έρημα σπίτια, κλειδωμένα. Κοιμόνταν.
Άκουσε πλάι του τ’ άλογό του που λαχάνιαζε –
αφροί στο στόμα του, πληγές στα πλευρά του, γδαρμένη κ’ η
  ράχη του.
Αγκάλιασε το λαιμό του αλόγου του κι άρχισε να κλαίει.
Τα μάτια του αλόγου, μεγάλα, σκοτεινά, ετοιμοθάνατα,
είταν δυο πύργοι δικοί του, μακρινοί, σ’ ένα τοπίο που έβρεχε.

Από το βιβλίο: Γιάννης Ρίτσος, «Μαρτυρίες, σειρά πρώτη», 7η έκδοση, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 1977, σελ. 87.



Edvard Munch, Εργάτες στο δρόμο για το σπίτι τους. 1913-1915.

Ουμπέρτο Σάμπα - Εργασία

Μια φορά
ήταν η ζωή μου ευτυχισμένη∙ η γη
άνθη μου ’δινε κι άφθονους καρπούς.

Τώρα σκάβω γη ξερή και χέρσα.
Η αξίνα χτυπάει
σε πέτρες και χαμόκλαδα∙ πρέπει να σκάψω
βαθιά, όπως αυτός που θησαυρό ψάχνει.

Μετάφραση από τα ιταλικά: Θεοδόσης Κοντάκης


Edvard Munch, Εργάτης και παιδί. 1908.

Μιχ. Π. Σαντορινιός - Της δουλειάς

Πώς να σκεφτώ
που ο νους μου έγινε αριθμός.

Μετρώ, μετρώ,
ξαναμετρώ,
εννιά κι οχτώ
δεκαεφτά
κι εφτά
κι εννιά…

Παραμιλώ.
Πώς να σκεφτώ;

Μετρώ, μετρώ,
ξαναμετρώ,
εννιά κι εφτά
κι οχτώ…

Μιχ. Π. Σαντορινιός, Της δουλειάς (Δημοσιεύτηκε στην «Επιθεώρηση Τέχνης», τ. 39, Μάρτης 1958, σελ. 129



Vincent van Gogh - Peasants planting potatoes (1884)

ΗΛΙΑΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ  - Ιερή μνήμη

Πατέρα μου αγρότη
πώς τα ήξερες όλα.

Ν' ανασταίνεις παιδιά
να φυτεύεις να σπέρνεις
να ποτίζεις τη γή
να μιλάς με τ' αρνιά και τα δέντρα
ν' ακούς την ανάσα του χόρτου
να γυρνάς
φορτωμένος τα βράδια στο σπίτι
να σκορπάς τη χαρά και το γέλιο.

Δεν έγραψες στίχους εσύ.
Και ποτέ μου δε θ' άλλαζα εγώ
με τ' αλέτρι την πέννα.

Μ' απ' τους δυό μας πατέρα
ποιητής μόνο εσύ 'σουν !



Pablo Picasso Woman Ironing (1904)


Γιώργος Σουρής - Τεμπελιά 

Δεν έχω κέφι για δουλειά,
πάλι με δέρνει τεμπελιά
και κάθομαι στο στρώμα...
Βρίσκω το σώμα μου βαρύ
και όλ' η γη δε με χωρεί
κι ο ουρανός ακόμα.

Κακά νομίζω τα καλά
και βλέπω μια στα χαμηλά
και μια κοιτώ επάνω...
Σ' αυτό τον κόσμο τον χαζό
ας ημπορούσα να μη ζω
μα... δίχως να πεθάνω.



Hubert von Herkomer On Strike (1891)



Χριστόφορος Τριάντης -Εργασία και σίδερα

«Ε, ύμνοι που πέφτουν
για την ανθρώπινη εργασία
(την αξία της βεβαίως).
Ω καλοί μου άνθρωποι
όλοι το γνωρίζουν: είναι το μέτρον το άριστον
της προκοπής και της αυτογνωσίας,
ο μη εργαζόμενος μηδέ εσθιέτω!
Κι αν υπάρχουν άνεργοι, πάλι καλά,
θα ’ρθει η σειρά τους στα νταμάρια
της εργατικότητας να διακριθούν (συντόμως).
Δεν μπορεί, η τίμια εργασία τούς πάντες
αποζημιώνει με ειλικρίνεια αριθμητική
(λογαριασμών και πληρωμών).
Ναι, αποκτούν ευεργετήματα
του μόχθου οι στυλοβάτες.
Χιλιάδες χρόνια, χιλιάδες (μα την αλήθεια)
τα χέρια και το μυαλό του εργατικού δυναμικού
σήκωσαν πράγματα σημαντικά:
κάστρα και πυροβόλα,
κοιμητήρια και παλάτια,
βόθρους και κλούβια
για ζώα κι ανθρώπους.
Και τα θαύματα (επτά ή περισσότερα)
της ιστορίας
τα –εργατικά– χέρια τα ύψωσαν στον χρόνο.
Μα ξέχασαν οι αποκοιμισμένοι κύριοι
(που ηλιοθεραπεύονται ανά τις εποχές)
να πουν για τ’ ασήμαντα μνημεία
που στέριωσαν οι δρόμοι της αγίας εργασίας.
Να, για τα σίδερα μιλώ
(αιώνων και αιώνων)
που αλυσοδένουν γενικά
τον ήλιο, το φεγγάρι και τ’ αστέρια
να μην τα βλέπουνε οι όχλοι
και οπισθοδρομούν,
παρακάμπτοντας των ευνούχων
τις ολοστρόγγυλες διαταγές.
Τα σιδερένια σχοινιά που δένουν τη χαρά
μέχρι να λιώσει
και πίκρα σαν στέρφα θάλασσα να γίνει.
Τις χρυσές αλυσίδες που σφίγγουν
τις ανάγκες των φτωχών,
μέχρι να γίνουν μακρινές επιθυμίες
και ηδονικά φτιασιδωμένες,
έτοιμες προς πώληση
κι όχι προς αγορά.
Τα σιδερένια μαντίλια που τα μάτια
κλείνουν για να θωρούν το σκοτάδι σαν φως
και τους τυφλοπόντικες
ομορφότερους να τους βλέπουν απ’ τα χελιδόνια.
Τους σιδερένιους χαλκάδες που τρομάζουν τις ζωές
και πεσκέσι στον διάβολο τις προσφέρουν,
έτσι για την εύρυθμη λειτουργία των αγορών
και της φύσης (δευτερευόντως).
Τα σιδερένια αυγά που φυλακίζουν
σάρκες και κανόνια μαζί,
μέχρι κρεάτινες μπάλες να γίνουν
και με κραυγές στην ανθρωπότητα να χιμήξουν,
για να δειπνήσουν οι οπλουργοί
με κόκαλα και αίμα στα πεδία των μαχών.
Τα σιδερένια κουτιά
που το ψωμί δηλητήριο το κάνουν,
για να τρωγοπίνουν οι καθωσπρέπει κύριοι
στις εκκλησίες και τα ζυθεστιατόρια
κι ύστερα να σκοτώνουν του τρελούς
που βρίζουν τους εμπόρους των ψυχών
σαν σκυλεύουν τους αθώους.
Σίδερα αόρατα που κι εμένα δένουν,
τις λέξεις να ξεχνώ
και τα αφεντικά της χυδαιότητας
να ευλογώ,
παρέα με τους δήμιους
με τα σημαδεμένα πρόσωπα.
Ναι, είναι γεγονός πως τους δήμιους
(και τους εκτελεσμένους)
κάθε μέρα τους δείχνουν στα παιδιά
τον θάνατο και την αισχρότητα
να συνηθίσουν…»



Σικελιώτης Γιώργος-Εργάτες, 1958


Γιάννης Υφαντής -  Νεοελληνική ιστορία

Είκοσι χρόνια δούλεψα καπνά∙ είκοσι χρόνια
φυντάνια, βοτανίσματα, ποτίσματα,
όργωμα, ξαναόργωμα και σβάρνισμα
και φύτεμα και σκάλισμα και πότισμα και μάζεμα κι
αρμάθιασμα και διάλεγμα και λιάσιμο και κόψιμο
και τέλος
δεμάτιασμα

για να ‘ρθει ο έμπορας και να βαθμολογήσει
66 τοις εκατό στο κράτος
27 τοις εκατό στην τσέπη του
κι 7 τοις εκατό σ’ εμάς
και μες σ’ αυτά τα εφτά τοις εκατό,
να ‘ναι λιπάσματα, ποτίσματα, οργωτικά, εργατικά
δικός μας μόχτος, χρέη, κ’ η ζωή
που θέλει τη ζωή και τίποτε
δεν την παρηγορεί έξω απ’ αυτή.

Αν είναι που οι μισοί ξενιτευτήκαμε
αν είναι που δεν έχουμε μια σιγουριά
και δεν χορταίνουμε ξεκούραση και ύπνο και φαΐ
δεν είναι που δεν εργαστήκαμε
δεν είναι που δεν κάναμε οικονομίες
δεν είναι που δεν ήμασταν οι τυχεροί∙
είναι που μας ληστεύανε και μας ληστεύουν:

Όχι οι Πέρσες μήτε οι Ενετοί
μήτε οι Τούρκοι μήτε οι Γερμανοί
μα οι δικοί μας
γενίτσαροι του πλούτου και της μόρφωσης
πολιτικοί κι ακαδημαϊκοί
και Εκκλησία και βιομήχανοι.
Είναι που μας ληστεύανε
και μας ληστεύουν.
1976
Γιάννης Υφαντής, Ποιήματα Κεντήματα στο Δέρμα του Διαβόλου (1988)



Θεόφιλος Χατζημιχαήλ - Το λιομάζωμα 


Edward Hirsch -στο δρομολόγιο για τη δουλειά

Ένα ποτήρι κόκκινο κρασί τρέμει στο τραπέζι,
Ανέγγιχτο, και το φως της λάμπας πέφτει στους ώμους της.

Αυτή κοιτάει κάτω το λάχανο στο πιάτο της,
Καρφώνει το βλέμμα στο σχισμένο ψωμί. Πρόταση:

Η αμείωτη σκλαβιά των εργατών. «Να δουλεύεις
Ώστε να τρως, να τρως ώστε να δουλεύεις.»

Σκέφτεται το ρολόι των καρτών στο στήθος της,
Τη νύχτα που βαθαίνει στην περικοκλάδα και στην αγριάδα,

Στις αναθυμιάσεις και στα άτομα, στο εργοστάσιο
Όπου μία χαλύβδινη μέγγενη ασκεί πίεση στους κροτάφους της

Δέκα ώρες τη μέρα. Δεν τρώει.
Δεν κοιμάται. Σχεδόν δεν σκέφτεται

Τώρα που έχει τρίψει το μελανιασμένο
Χέρι της λήθης και γευτεί το αίμα, τώρα

Που ο φούρνος έχει βάλει ετικέτα στο δέρμα της
Κι επωνυμία στο μέτωπό της σαν μιας Ρωμαίας σκλάβας.

Σίγουρα ο Θεός έρχεται στους αδέξιους και στους ανεπαρκείς,
Σε συγκολλητές με τα σκούρα γυαλιά τους, και ανειδίκευτους

Εργάτες που περνούν το μερτικό τους από μέρες
Τραβώντας καυτές μεταλλικές μπομπίνες απ’ τις φλόγες.

Σίγουρα ο Θεός εμφανίζεται στους συντριμμένους και στους ανώνυμους,
Στους ταπεινωμένους και στους ταλαίπωρους

Που τα πόδια τους έχουν παντρευτεί την αέναη κίνηση
Και που τα χέρια τους είναι τόσο πολύ μικρά για τα κορμιά τους.

Πρόταση: «Μέσω της εργασίας ο άνθρωπος μετατρέπει τον εαυτό του
Σε ύλη, όπως κάνει ο Χριστός μέσω της Θείας Ευχαριστίας.

Η εργασία είναι όπως ο θάνατος. Πρέπει να περάσουμε
Μέσα απ’ τον θάνατο. Πρέπει να σκοτωθούμε.»

Πρέπει να ξυπνήσουμε ώστε να δουλέψουμε, να μοχθήσουμε
Και να μετρήσουμε, να αποτύχουμε κατ΄ επανάληψη, να υποβληθούμε

Στο φρενήρη ρυθμό των μηχανών, να υποφέρουμε
Το πανδαιμόνιο και να κατοικήσουμε τις επαναλήψεις,

Να γίνουμε το θυσιαστήριο κτήνος: ο χρόνος που εισέρχεται
Στο σώμα, το σώμα που εισέρχεται στον χρόνο.

Πιέζει το μέτωπό της ενάντια στο τραπέζι:
Να δουλεύεις ώστε να τρως, να τρως …

Έξω, οι νυχτοπεταλούδες καίγονται μες στ’ αστέρια
Κι αστέρια κρέμονται σαν χάντρες σ’ όλους τους ουρανούς.

Μέσα, ένα ποτήρι κόκκινο κρασί τρέμει
Δίπλα στο κρύο λάχανο και στο σχισμένο ψωμί.

Νύχτα εξαντλημένη, αυτή ξεχειλίζει υγρό
Και ανέγγιχτη τροφή. Έλα κάτω σ’ αυτήν.

μετάφραση: Μαρία Θεοφιλάκου
(από την ποιητική συλλογή του Έντουαρντ Χιρς: “Earthly Measures”, 1994)



Honoré Daumier, Η πλύστρα

Langston Hughes - ΓΙΑ ΜΙΑ ΜΑΥΡΗ ΠΛΥΣΤΡΑ

Ω πλύστρα
Ως τους αγκώνες βουτηγμένη μες την άσπρη σαπουνάδα
Ψυχή πλυμένη
Ρούχα ξεπλυμένα-
Έχω πολλά τραγούδια να σου τραγουδήσω
Να ‘βρισκα μόνο, άμποτε, τις λέξεις.

Να ‘τανε τέσσερις η ώρα ή έξι ένα χειμωνιάτικο απόγευμα, που σ’ είδα να ξεβγάζεις το στερνό πουκάμισο μες την κουζίνα της Κυρά Λευκής; Να ‘τανε τέσσερις η ώρα ή έξι; Δεν θυμάμαι.

Γνωρίζω πως η ώρα εφτά ένα ανοιξιάτικο πρωινό περπάταγες στη Βερμόντ Στριτ με έναν μπόγο στην αγκάλη και κινούσες για μπουγάδα.

Ναι, σε γνωρίζω, πλύστρα.

Γνωρίζω πώς τα στέλνεις τα παιδιά σου στο σχολειό και στο γυμνάσιο και στο κολλέγιο ακόμα.

Γνωρίζω πως δουλεύεις και βοηθάς τη φαμελιά σου, όταν σφίγγουνε οι καιροί.

Γνωρίζω πως οικοδομείς την κατοικία σου απ’ τη σκάφη και την αποκαλείς το σπιτικό σου.

Και πως τις εκκλησιές σου υψώνεις από άσπρη καμωμένες σαπουνάδα να λατρεύουνε τον Άγιο τον Θεό.

Σε είδα να τραγουδάς, πλύστρα. Έξω στην πίσω αυλή, κάτω από τις μηλιές, να τραγουδάς, απρόρουχα κρεμώντας σε μακριά σχοινιά μες το λιοπύρι.

Σε είδα και μια Κυριακή πρωί στην εκκλησιά ψάλλοντας ύμνους να δοξάζεις τον Χριστό σου,

γιατί μια μέρα σίγουρα θα καθίσεις εκ δεξιών του Υιού του Θεού και θα ξεχάσεις πως ποτέ σου υπήρξες πλύστρα. Την πλάτη που πονά, τον μπόγο με τα ρούχα, κανείς δεν πρόκειται να τα θυμάται τότε.

Ναι, σε είδα και να τραγουδάς.
Κι έτσι για σένα,
Ω πλύστρα που μας τραγουδάς
Για σε, κοντούλα μελαμψή που τραγουδάς,
Μαύρη γυναίκα δυνατή που τραγουδάς
Ψηλή γυναίκα κίτρινη που τραγουδάς,
ως τους αγκώνες βουτηγμένη μες την άσπρη σαπουνάδα
Ψυχή καθάρια
Ρούχα καθαρά-
Για σε πολλά τραγούδια έχω να φτιάξω
Να ‘βρισκα μόνο, άμποτε, τις λέξεις.

(μτφρ. Α. Κ. Πετρίδης)




 Βαν Γκογκ - ο σπορέας 


ΜΟΥΣΙΚΗ 



Εμείς είμαστε οι εργάτες

(Εμείς) 


Εμείς είμαστε το αίμα 
εμείς είμαστε φωτιά 
εμείς είμαστε οι εργάτες 
χτίζουμε εμείς τη λεφτεριά.

Σύνθεση, στίχοι, ενορχήστρωση & διεύθυνση ορχήστρας: Γιάννης Μαρκόπουλος
Ερμηνεία: Λάκης Χαλκιάς & Λιζέτα Νικολάου Έργο: Εργάτες (1976)



Ed. Degas, Γυναίκα που σιδερώνει.



Η δουλειά, Πρωτοψάλτη

Στίχοι: Λίνα Νικολακοπούλου Μουσική: Σταμάτης Κραουνάκης Μην πας μια μέρα στη δουλειά σου μη πας Δεν ζούμε, να δούμε αν αγαπιόμαστε μην πας Το σπίτι αυτό αν το πρωί θα τ' ανεχτούμε να συγυρίζω, να γελάω, να μου μιλάς Από μακριά πως αγαπιόμαστε το ξέρω πιστός πως είσαι και στα πάντα συνεπής Να με ρωτήσεις τι χρειάζεται να φέρω κι αν βρήκα κάποιο σινεμά της προκοπής Μην πας Τα ίδια έκανε, θυμάμαι, κι ο μπαμπάς μα εμένα ετούτη η διαδοχή μ' έχει τρομάξει Ποιος ξέρει άραγε μ' αυτό που μ' αγαπάς πιο άλλο όνειρο ζωής έχεις ξεγράψει Μην πας να δούμε αν αγαπιόμαστε να δούμε Μην πας μια μέρα στη δουλειά μην πας


Ed. Degas, Οι πλύστρες. 1879.





Δουλειά κι αγώνας, Αλεξίου

Δίσκος: Οι προστάτες Μουσική: Θωμάς Μπακαλάκος Στίχοι: Θωμάς Μπακαλάκος Σ' αγάπησα, καθώς δουλεύαμε στον ίδιο πάγκο, δουλεύαμε, μα πως να ζήσουμε φράγκο το φράγκο στο μεροκάματο του πόνου κι εσύ μ' αγαπάς. Δουλειά κι αγώνας είν' η ζωή μας, χρόνο το χρόνο θα 'ναι δική μας, γι' αυτό να μ' αγαπάς. Σ' αγάπησα, καθώς τραγούδαγες για τη δουλειά μας με ποιήματα, χιλιάδες ποιήματα, αχ! η δουλειά μας στο μεροκάματο του πόνου κι εσύ μ' αγαπάς. Δουλειά κι αγώνας είν' η ζωή μας, χρόνο το χρόνο θα 'ναι δική μας, γι' αυτό να μ' αγαπάς.


Edvard Munch, Κοπέλα που ανάβει σόμπα. 1883. 




Η δουλειά κάνει τους άντρες,

Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος Μουσική: Μάνος Λοΐζος Το πλαστό το πασαπόρτι σαν και την καρδιά σου μόρτη σαν την κάλπικη καρδιά σου τη σκληρή Μη βροντοχτυπάς τις χάντρες η δουλειά κάνει τους άντρες το γιαπί το πιλοφόρι το μυστρί Ρημαδιό ζωή και σπίτι απ' τα χούγια σου αλήτη που μετράς το αντριλίκι με βρισιές Μη βροντοχτυπάς τα ζάρια όσοι είναι παλικάρια τη ζωή τους την περνούν στις σκαλωσιές


 Edvard Munch, Nεαρή γυναίκα που πλένει. 1896




ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ -Κηλαηδόνης

Στίχοι: Λουκιανός Κηλαηδόνης
Μουσική: Λουκιανός Κηλαηδόνης
1. Λουκιανός Κηλαηδόνης


Αν τέλειωσες γυμνάσιο και θες να μορφωθείς
πριν πάρεις μιαν απόφαση καλά να το σκεφτείς
κι αυτά που λένε γύρω σου να μην τ’ ακούς ποτέ
μονάχος σου να ψάξεις να δεις τι γίνεται
καλές οι επιστήμες και τα διπλώματα
το θέμα όμως είναι τι γίνεται μετά
Λοιπόν που λες το πρόβλημα δεν είναι το να μπεις
είναι που σου την έχουνε στημένη μόλις βγεις
και όπως δεν υπάρχει και προγραμματισμός
αρχίζουνε τα κόλπα κι ο ανταγωνισμός
καλό είναι ένα δίπλωμα απ’ ανώτατη σχολή
μα οι θέσεις είναι λίγες κι απόφοιτοι πολλοί

Γι’ αυτό σου λέω σκέψου το και πρόσεξε πολύ
γιατί πριν από σένανε την πάθανε πολλοί
που πήραν το πτυχίο τους και με βαθμό καλό
κι αφού δουλειά δε βρήκαν το κάνανε ρολό
ρολό λοιπόν το κάναν κι όπως ήταν φυσικό
κι αφού το καμαρώσαν το βάλανε στο...

 Boris Dubrov, At a tailor’s (2006)


πηγές

https://itzikas.wordpress.com/
https://frear.gr/https://www.sakketosaggelos.gr/
https://teflon.wordpress.com/
https://blogs.sch.gr/
http://annagelopoulou.blogspot.com/
http://www.greek-language.gr/
http://ebooks.edu.gr/
https://ennepe-moussa.gr/
http://www.snhell.gr/
https://www.oanagnostis.gr/
https://thepoetsiloved.wordpress.com/
https://latistor.blogspot.com/l
http://alonakitispoiisis.blogspot.com/
http://www.sarantakos.com/
http://dreaming-in-the-mist.blogspot.com/
https://www.bibliotheque.gr/
http://trenopoiisis.blogspot.com/
https://www.sansimera.gr/
http://www.avgi.gr/

https://www.stagona4u.gr/

http://annagelopoulou.blogspot.com/
https://antonispetrides.wordpress.com/
https://atexnos.gr/
https://www.paintingmania.com/
https://www.oceansbridge.com/
https://www.iforinterview.com/

http://www.stixoi.info/




Γλυπτό του Philip Bews που απεικονίζει δύο χαμάληδες και βρίσκεται στο Λονδίνο .










1 σχόλιο: