Μεγάλη Πέμπτη ήταν, του 2016. Ημέρα του Εσταυρωμένου. Ήταν ασυνήθιστα καλόκεφος σήμερα ο Πάβελ. Έφτασε σιγοσφυρίζοντας στο βενζινάδικο και μπήκε στο γραφείο να αλλάξει, να βάλει τη φόρμα της δουλειάς. Στο μυαλό του στριφογύριζαν οι εκπλήξεις που είχε ετοιμάσει για τους αγαπημένους του ανθρώπους. Το χαμόγελο που άνθιζε στο πρόσωπό του, δεν τον άφηνε να δει τη σκοτεινιά που υπήρχε γύρω του.
-ο-ο-ο-
Καθαρίστρια ήταν. Τις καλές εποχές δούλευε σε σχολεία, στην Καλλιθέα που ζούσαν. Δούλευε και ο άντρας της σε οικοδομές. Ήταν καλά. Αλλά δεν είχε χρόνια στη δουλειά για να γίνει μόνιμη. Έτσι με το ξέσπασμα της κρίσης, τέλειωσαν και οι καλές εποχές γι’ αυτήν.
-Κυρία Λουντμίλα, της είπε η διευθύντρια του δημοτικού τον Ιούνιο του 2011, να ξέρετε πως το Σεπτέμβριο δεν θα σας πάρουμε ξανά, δεν μας το επιτρέπει ο νόμος.
Της ήρθε κεραμίδα. Πήγε στο Δήμο, παρακάλεσε, τίποτα. Η δουλειά του άντρα της ήδη πήγαινε χάλια, έχασε και τη δικιά της. Άρχισε να δουλεύει σε σπίτια, όπως όταν είχε πρωτοέρθει από το Κράσνονταρ. Αλλά τα πράγματα τώρα είχαν αλλάξει. Παλιά είχε τέσσερα-πέντε σπίτια την εβδομάδα και δεν τα προλάβαινε. Τώρα την καλούσαν μια φορά στις δεκαπέντε, και αν.
Άρχισε τις περικοπές. Οι λογαριασμοί της ΔΕΗ και της ΕΥΔΑΠ άρχισαν να μαζεύουν σκόνη στο ράφι. Τα κοινόχρηστα και το νοίκι, συνεχώς στο έναντι. Σταμάτησε και την κόρη από τα αγγλικά. Με πόνο ψυχής, αλλά δεν γινόταν, με το ζόρι πλέον εξοικονομούσαν το φαγητό τους.
Έτσι βγήκε ο πρώτος χειμώνας ελπίζοντας σε κάτι καλύτερο. Αλλά ο δεύτερος ήταν χειρότερος. Το διαμέρισμα που έμεναν πουλήθηκε. Κακοπουλήθηκε, δηλαδή, γιατί οι αξίες είχαν πέσει, αλλά η ουσία είναι πως ο νέος ιδιοκτήτης τούς έβγαλε. Το ήθελε για ιδιοκατοίκηση, είπε. Παραμύθια! Έτσι το άφησε, άδειο. Πήγαινε και έβλεπε καμιά φορά τις παλιές γειτόνισσες. Την πόνεσε πολύ η έξωση. Δώδεκα χρόνια είχε μείνει εκεί, από νιόπαντρη, σε μια κάθετο της οδού Σκρα ήταν η πολυκατοικία, στην Ξενοφώντος.
Πανικοβλήθηκε. Άνεργοι και δίχως σπίτι. Σπίτι βρήκανε -πλήθος τα ανοίκιαστα- ένα δυαράκι παλιό στη Σκοπευτηρίου, σε ημιώροφο, έβλεπε στον ακάλυπτο. Διακόσια πενήντα ζητούσε, διακόσια είκοσι τους το άφησε. Δανείστηκαν για την εγγύηση, το βάψανε μόνοι τους, το σουλουπώσανε. Τέλος πάντων, βολευτήκανε. Η συνέχεια μια από τα ίδια. Απλήρωτοι λογαριασμοί, απλήρωτα κοινόχρηστα, καθυστέρηση στα ενοίκια. Ο ιδιοκτήτης έμενε στην ίδια πολυκατοικία και ήταν πολύ πιεστικός. Όποτε τους έβλεπε, φώναζε, τους ρεζίλευε: «Τα νοίκια μου, εγώ από αυτά ζω», και τέτοια. Εισοδηματίας. Είχε δώσει αντιπαροχή τη μονοκατοικία του πατέρα του και ζούσε από τα ενοίκια των διαμερισμάτων.
Ξαναθυμήθηκε τη Ρωσία, τα παιδικά της χρόνια. Φτωχικά ζούσανε, αλλά τουλάχιστον είχανε ένα σπίτι. Γαμώ τον καπιταλισμό σας, βλαστήμησε μια μέρα. Την είχε φτάσει στο αμήν! Εκείνη να μην έχει να πάρει ψωμί κι εκείνος να ζητά το νοίκι. Εκεί τέλειωσε το πράγμα. Ο σπιτονοικοκύρης τα πήρε στο κρανίο:
-Μαζέψτε τα, τους είπε. Δώστε τα νοίκια που μου χρωστάτε και δρόμο!
Θα του περάσει, σκέφτηκε. Αλλά τους έστειλε κάτι περίεργους φουσκωτούς με τατουάζ στα μπράτσα. Ήταν η πρώτη φορά που φοβήθηκε, για την κόρη της πιο πολύ. Φύγανε νύχτα. Προσωρινά πήγανε σε έναν μακρινό ξάδερφο και συνάδελφο του άντρα της, στη Χαροκόπου, ανύπαντρο, ώσπου να τελειώσει η σχολική χρονιά. Έκτη δημοτικού πήγαινε το Αλινάκι της.
-Αστέρι η Αλίνα, κ. Στομπουλίδου, της λέγανε οι δασκάλες. Να τη χαίρεστε! Καλό παιδί και ξύπνιο. Θα πάει μπροστά.
Πώς να πάει μπροστά, σκεφτόταν, γαμώ τον καπιταλισμό σας, της είχε κολλήσει τότε αυτή η βλαστήμια. Τα αγγλικά τής τα έκοψα και σε δυο-τρία χρόνια καθαρίστρια τη βλέπω να γίνεται σαν κι εμένα, μουρμούριζε φεύγοντας από το σχολείο.
Το δεύτερο καλοκαίρι, του 2013, δούλεψε σε ξενοδοχείο, στη Νέα Μάκρη. Δέκα ώρες δουλειά, δηλωμένη για έξι. Τα λεφτά λίγα και όχι στην ώρα τους. Κοιμόταν σε ένα μεγάλο δωμάτιο που τους είχε δώσει το αφεντικό, μαζί με άλλες δύο, μια καμαριέρα Αλβανή, πιτσιρίκα και μια λαντζέρισσα μελαμψή, Ασιάτισσα, που δεν ήξερε σχεδόν καθόλου ελληνικά, από μια χώρα Μπάγκλα, ούτε κατάλαβε. Ευτυχώς, δεν είχε προβλήματα μαζί τους. Παρακάλεσε το αφεντικό να την αφήσει να φέρει και την Αλίνα. Την άφησε. Κοιμόταν δίπλα στο κρεβάτι της, πάνω σε ένα φουσκωτό στρώμα. Έτσι έκανε μερικά μπάνια το παιδί, λευτερώθηκε κι ο άντρας της και γύριζε με τον ξάδερφο για μεροκάματα σε διάφορα νησιά: Σαλαμίνα, Αίγινα, Σπέτσες. Τον ξαναείδε το Σεπτέμβρη. Πάλι καλά που δεν χώρισαν.
Ευτυχώς ήταν δυνατή η σχέση της με τον Πάβελ, δοκιμασμένη. Έρωτας από το σχολείο, στο Κράσνονταρ. Και εκεί σοβατζής ήταν. Όταν ήρθε με τη μάνα της από τη Ρωσία, στα δεκαοκτώ της, εκείνος έπεσε να πεθάνει. Σε δυο μήνες είχε κάνει τα χαρτιά του και να σου τον μια μέρα στην Καλλιθέα, έξω από την πολυκατοικία που μένανε, με ένα ματσάκι λουλούδια.
«Λουντμίλα Φιοντόροβνα, γιε λιουμπλιού σιντά!», της φώναξε, με ένα χαμόγελο φωτεινό σαν το μαλλί του και τόσο μεγάλο που φώτισε όλη την οδό Σκρα.
Μεγαλύτερη χαρά δεν είχε νιώσει στη ζωή της. Τον αγκάλιασε χωρίς να λογαριάσει τη γειτονιά, την περιπτερού, τη φουρνάρισσα, τους περίεργους στο απέναντι τυροπιτάδικο και τους χασομέρηδες του καφενείου. Οι μισοί ήταν συμπατριώτες της και θα πρόφταιναν τα νέα στη μάνα της αλλά δεν την ένοιαζε. «Γιε λιουμπλιού σιντά Πάβλιουσκα, κι εγώ σ’ αγαπώ!», του ψιθύρισε στο αυτί γεμάτη δάκρυα. Το ίδιο βράδυ ήρθε επίσημα στο σπίτι της.
Ο Πάβελ Σβερντλόφσκι ήταν Ρώσος, Κοζάκος για την ακρίβεια, με μακρινή ποντιακή ρίζα από τον πατέρα της γιαγιάς του και είχε δυσκολευτεί να αποδείξει πως είναι ομογενής ώστε να βγάλει βίζα. Όταν ήταν μικρός του άρεσε να πλάθει κουκλάκια από πηλό. Στην Κομσομόλ είχαν να το λένε για το κόκκινο πήλινο σφυροδρέπανο που είχε φτιάξει σε μια γιορτή της Πρωτομαγιάς. Το είχαν κρεμάσει ψηλά στην κεντρική σάλα, στα γραφεία της νεολαίας. Σκόπευε να γίνει κεραμίστας. Αλλά όταν έπεσε ο Γκορμπατσόφ και ανέλαβε ο Μπόρις Γιέλτσιν, στην τεχνική σχολή βάλανε δίδακτρα. Τα ρούβλια γρήγορα έγιναν χαρτιά χωρίς αξία. Όλοι ζητούσαν δολάρια. Η σύνταξη της μάνας του δεν τους έφτανε ούτε για μια εβδομάδα. Άρχισε να δουλεύει σοβατζής για να μαζέψει λεφτά. Οι συμπατριώτες του είχανε χάσει το μπούσουλα. Μέρα με τη μέρα τούς έβλεπε να πουλούν την περηφάνια τους, την αξιοπρέπειά τους για λίγα δολάρια. Παράσημα του πολέμου πουλιόντουσαν στην άκρη της αγοράς για ένα καρβέλι. Κορίτσια δούλευαν σε μπαρ, αγόρια γίνονταν μπράβοι, περιουσίες άλλαζαν χέρια σε μια νύχτα. Όσοι είχαν ποντιακή ρίζα κάνανε τα χαρτιά τους και φεύγανε στην Ελλάδα. Μόλις έφυγε η Λουντμίλα, το πήρε απόφαση. Θα έφευγε και αυτός. Είχε χάσει όλα του τα όνειρα, δεν ήθελε να χάσει και το κορίτσι του, το τελευταίο όνειρο που του είχε απομείνει. Λάδωσε κάποιους γραφιάδες, πήρε βίζα κι έφυγε.
Εκείνη ήταν καθαρόαιμη Πόντια από γονείς και από παππούδες. Ο Θοδωρής Στομπουλίδης, ο προπάππους της ήταν έμπορος από τη Ριζούντα, παντρεμένος στο Νοβοροσίσκι. Το όνομά του είχε ο πατέρας της, ο Φιοντόρ, που ήταν δάσκαλος στο Κράσνονταρ. Ο πατέρας της αγαπούσε το θέατρο. Τους μιλούσε με καμάρι για τον Ευριπίδη, τους αρχαίους κλασικούς. Από κείνους βαστάμε, τους έλεγε, μη το ξεχάσετε ποτέ! Όταν έπεσε ο Γκορμπατσόφ, τα πράγματα δυσκόλεψαν, ο μισθός του με το ζόρι τους έφτανε να ζήσουν. Άρχισε να πίνει, να κλαίει μόνος του. Να πάτε στην πατρίδα, τους έλεγε όταν ήταν νηφάλιος, όλο και πιο σπάνια δηλαδή. Ώσπου τον βρήκαν παγωμένο σε ένα σοκάκι ένα Σαββατόβραδο. Την πήρε η μάνα της και ήρθαν στην Αθήνα.
Ενάμιση χρόνο αργότερα, όταν παντρεύτηκαν, ο Πάβελ Σβερντλόφσκι πήρε το επώνυμό της κι έγινε Παύλος Στομπουλίδης. Αφενός ήθελε να ξαναβρεί τη ρωμαίικη ρίζα του, αφετέρου δεν του άρεσε να τους λένε Ρώσους. Δέκα μήνες μετά το γάμο γέννησε το Αλινάκι της.
Το Σεπτέμβρη του ’13, όταν τέλειωσε από τη δουλειά στη Νέα Μάκρη, ξανά-μανά από την αρχή. Ψάξανε για σπίτι, όσο μπορούσαν πιο φτηνό. Νοικιάσανε ένα δυάρι στην Αριστείδου, πίσω από τα σχολεία. Ιδιοκτήτρια μια γεροντοκόρη γρουσούζα, που δεν είχε δουλέψει ποτέ και ζούσε από τη σύνταξη του πατέρα της ως «ορφανή ανύπαντρος θυγάτηρ». Διακόσια ζητούσε, εκατόν ογδόντα πέντε τους το άφησε γιατί δεν έβρισκε νοικάρηδες. Ήταν παμπάλαιο, κτίσμα του ’70, από τις αντιπαροχές της συμφοράς της επταετίας. Τον κατασκευαστή, μάθανε αργότερα, πως τον είχαν συλλάβει για κακοτεχνίες σε κάποια άλλη πολυκατοικία που είχε χτίσει. Ό,τι είχανε μαζέψει πήγε στην εγγύηση και στα πρώτα έξοδα, βάψιμο, πρίζες, κλειδαριές κλπ. Ο χειμώνας αυτός, του ’14, ήταν ο χειρότερος. Ξεπαγιάσανε. Το διαμέρισμα ήταν κρύο, βορινό. Είχε αυτονομία στη θέρμανση και καθώς λεφτά για πετρέλαιο δεν τους περίσσευαν, στο σπίτι ζούσαν με τα μπουφάν.
«Ντάμπρο παζάλοβατς Κρασναντάρ», έλεγε και γελούσε μόνη της σε όποιον ερχόταν στο σπίτι, «καλώς ήλθατε στο Κράσνονταρ».
Δουλειά έπιασε σε μια εταιρία καθαρισμού κτιρίων. Ως τότε το είχε αποφύγει καθώς είχε ακούσει διάφορα. Είχε γίνει και κείνο το επεισόδιο με τη Βουλγάρα συνδικαλίστρια, την Κούνεβα, που της είχαν κάψει το πρόσωπο και τα σωθικά με βιτριόλι και είχε φοβηθεί. Αλλά δεν πήγαινε άλλο. Έπρεπε να δουλέψει μόνιμα. Η Αλίνα ήταν πια στο γυμνάσιο, έπρεπε να την ξαναγράψει στα αγγλικά. Ο Πάβελ, ό,τι είχε μαζέψει από το καλοκαίρι, μετά το Σεπτέμβρη πάλι στο ένα, άντε δύο, μεροκάματα την εβδομάδα. Κι αυτά της συμφοράς, κακοπληρωμένα. Μια μέρα τον βρήκε πιωμένο. Πανικοβλήθηκε. Η εικόνα του πατέρα της ήρθε στο μυαλό της. Τον πήρε στην αγκαλιά της, τον γέμισε φιλιά.
«Πάβλιουσκα, μη μου το ξανακάνεις αυτό», τον παρακάλεσε δακρυσμένη, «κάνε υπομονή, γιε λιουμπλιού σιντά», του ψιθύρισε και του δάγκωσε το αυτί παθιασμένα. Αν μου τύχει κι αυτό, σκέφτηκε, χάθηκα. Κάνε Χριστέ μου να αντέξει ο Πάβελ μου, προσευχήθηκε. Την άλλη μέρα μπήκε σε μια εκκλησιά κι άναψε ένα κερί στην εικόνα του εσταυρωμένου.
Από εκείνη εξαρτιόταν πια η επιβίωσή τους. Πήγε σε δυο-τρεις εταιρίες καθαρισμού κτιρίων. Μόλις της ζητούσαν διαβατήριο και τους έδειχνε ελληνική ταυτότητα, την έδιωχναν. Δεν θέλανε Ελληνίδες! Με τα πολλά κάποιος τη δέχτηκε. Αλλά της το ξεκαθάρισε από την πρώτη στιγμή. Έτσι και πας στην Επιθεώρηση Εργασίας, σε τελείωσα! Κατάλαβες! Δυόμισι ευρώ την ώρα, ήταν η συμφωνία. Ένσημα; Τι ήταν αυτό; Αυτά τα κανονίζει ο λογιστής, ήταν η απάντηση. Πληρωμή κάθε εβδομάδα, της είπανε.
Είκοσι λεπτά το κτίριο δικαιολογούσε η επιχείρηση. Δέκα λεπτά για την μετακίνηση, δηλαδή δυο πολυκατοικίες την ώρα. Δέκα πολυκατοικίες σε ένα πεντάωρο, δωδεκάμισι ευρώ μεροκάματο, εβδομήντα πέντε ευρώ την εβδομάδα για τις έξι μέρες. Έτσι τα υπολόγιζε. Ώσπου ήρθε το πρώτο Σάββατο και κατάλαβε. Της δώσανε ένα πενηντάρικο. Τα υπόλοιπα, όταν πληρωθεί η εταιρία από τους διαχειριστές των πολυκατοικιών, της είπανε. Άσε που ποτέ δεν τέλειωναν στο πεντάωρο, πάντα έξι με εξίμισι ώρες χρειάζονταν για τις δέκα πολυκατοικίες.
Κλεισμένη σε ένα φορτηγάκι με τους κουβάδες, τις σφουγγαρίστρες και τα απορρυπαντικά, γύριζε τις γειτονιές: Καλλιθέα, Νέα Σμύρνη, Παλαιό Φάληρο, Τζιτζιφιές. Μαζί της και μια νταρντάνα από τη Μολδαβία που δεν χώνευε τους Ρώσους. «Ρούσιι μπαντίτσιι», μουρμούριζε συνέχεια στη γλώσσα της, όταν έμαθε από πού ήταν. Κάποια βρισιά θα έλεγε, προφανώς. Κουβέντα δεν άλλαζε μαζί της. Για να ξεχνιέται, σκεφτόταν την κόρη της, τα παιδικά της χρόνια στο Κράσνονταρ, τις καλοκαιρινές βόλτες κοντά στο ποτάμι με τον Πάβελ.
Ήταν ωραία πόλη το Κράσνονταρ. Ειδικά το καλοκαίρι που λιώνανε οι πάγοι. Με ωραία πάρκα, μεγάλες πλατείες με σιντριβάνια, την κεντρική οδό Κράσναγια με τα παλιά κτίρια, τον ποταμό Κουμπάν, την αίθουσα συναυλιών της Φιλαρμονικής, το θέατρο Μαξίμ Γκόρκι που πήγαινε με τον πατέρα της. Τα σπουδαιότερα έργα τα έγραψαν Έλληνες της έλεγε με καμάρι, ο Ευριπίδης, ο Σοφοκλής, ο Αριστοφάνης. Τον θυμάται να της μιλά με πάθος γι’ αυτούς, κι εκείνη νόμιζε πως ζούσαν ακόμα και πως θα τους εύρισκε όταν ήρθε στην Ελλάδα.
Ο οδηγός, ένας Αλβανός, κοντοπίθαρος, ρουφιάνος του αφεντικού, μόλις φτάνανε σε πολυκατοικία, τους μοίραζε τη δουλειά και έκανε τσιγάρο. Σφουγγάρισμα στην κεντρική είσοδο, τζάμια, καθρέφτη αν υπήρχε, εξωτερικό πλατύσκαλο, σκαλοπάτια και δρόμο. Σε είκοσι λεπτά να έχετε τελειώσει, φώναζε, δεν θα ξημερώσουμε! Κι όταν τελειώνανε, δήθεν τις βοηθούσε να μαζέψουν κουβάδες και σφουγγαρίστρες για να τους βάζει χέρι. Ο γελοίος. Την πρώτη φορά αιφνιδιάστηκε. Τη δεύτερη, του τίναξε το χέρι απότομα και τον κοίταξε άγρια. Εδώ ήρθα να δουλέψω, του είπε αυστηρά. Δεν της μίλησε, αλλά στην επόμενη πολυκατοικία της έδωσε διπλάσια δουλειά από τη Μολδαβή που φαίνεται πως δεν είχε πρόβλημα με το μπαλαμούτι.
Τρεις μήνες άντεξε, ούτε κι εκείνη ήξερε πώς. Όλα μέσα της τα κρατούσε. Δεν τολμούσε να πει τίποτε στον Πάβελ, γιατί ήξερε πως θα άναβε το κοζάκικο αίμα και θα τον ξυλοφόρτωνε τον κοντοπίθαρο. Και μετά άντε να ξεμπλέξεις με τους μαφιόζους. Μια μέρα τον ξαναβρήκε πιωμένο. Χριστέ μου, τι θα κάνω; Δυνάμωσε τις προσευχές της στον εσταυρωμένο, την τελευταία της ελπίδα.
Λίγο πριν τα Χριστούγεννα πήγε στο αφεντικό και του ζήτησε να ξελογαριαστούν, γιατί έρχονταν γιορτές και ήθελε να καλύψει κάποιες υποχρεώσεις της, του είπε. Ψέματα. Κατά νου είχε σκοπό να σταματήσει μετά τις γιορτές. Είχε βρει ένα-δυο σπίτια, είχε συμφωνήσει να κάνει και την καθαριότητα στην πολυκατοικία που μένανε. Ήθελε να απαλλαγεί από το καθημερινό βασανιστήριο και να σταθεί κοντά στον Πάβελ της, που έβλεπε πως μέρα με τη μέρα μαράζωνε.
-Τι εννοείς να ξελογαριαστούμε, της είπε ειρωνικά το αφεντικό. Δεν πληρώνεσαι; Πληρώνεσαι.
-Μα…, του απάντησε, είχαμε πει δυόμισι ευρώ την ώρα, επί πέντε ώρες την ημέρα…, άρχισε να εξηγεί.
-Μην με μπερδεύεις με αυτά, τη διέκοψε. Πήγαινε στο λογιστή, αλλά δε νομίζω πώς έχεις να λαβαίνεις και της έδειξε την ανοιχτή πόρτα. Απ’ έξω καθόταν ένας γραμμωτός όλο μυς, με άγρια φάτσα. Κατάλαβε. Για το δώρο Χριστουγέννων που είχε κατά νου να του μιλήσει, ούτε που τόλμησε να το αναφέρει.
Δεν πρόλαβε να παραιτηθεί. Αμέσως μετά τα Χριστούγεννα την απέλυσαν. Πήγε στο ΙΚΑ να δει τα ένσημά της, ούτε τα μισά! Η πρωτοχρονιά του 2014 την βρήκε άνεργη. Ο κρύος χειμώνας του Κράσνονταρ ήρθε στο σπίτι της. Και η πρωτοχρονιά του 2015 το ίδιο, την βρήκε πάλι άνεργη και χωρίς επίδομα ανεργίας. Στο ενδιάμεσο είχε ψάξει σε άλλες εταιρίες καθαρισμού αλλά ήταν φανερό πως είχε πέσει σύρμα. Διασταύρωναν τα στοιχεία και την απέρριπταν -μαφία σκέτη. Νέος χειμώνας Κράσνονταρ στο σπίτι της.
Μόλις που έβγαινε το καθημερινό φαΐ, από ένα-δυο σπίτια που πήγαινε κατά καιρούς και από τα σποραδικά μεροκάματα του Πάβελ. Τους έδινε και η Πρόνοια κάποιο επίδομα πού και πού. Τα αγγλικά της Αλίνας τα είχε αναλάβει μια φιλότιμη καθηγήτρια στο σχολείο, που έκανε μαθήματα τα απογεύματα σε όσα παιδιά θέλανε να δώσουν για λόουερ. Όταν η Αλίνα πήρε το λόουερ, έφτιαξε μια σπανακόπιτα και την πήγε δώρο στην δασκάλα. Δάκρυσε, όταν άκουσε πάλι καλά λόγια για την κόρη της. Δασκάλα Αγγλικών ήθελε να γίνει, δασκάλα σαν τον παππού της. Φυσικά και μπορεί, της είπε η καθηγήτρια. Έχει ταλέντο. Σε δυο, το πολύ τρία χρόνια θα δώσει για το προφίσιενσι και μετά θα μπορεί να διδάξει.
Πού νά ’ξερες, σκέφτηκε, πως δεν μπορώ να κάνω όνειρα ούτε καν για δυο εβδομάδες, όχι για δύο χρόνια. Μετρούσε τις μέρες ως την Παρασκευή που πήγαινε στο σπίτι της κυρίας Μυρσίνης. Αυτή της έδινε είκοσι ευρώ. Και κάθε δεύτερο Σάββατο καθάριζε στης κυρίας Αριάδνης που της έδινε δεκαπέντε ευρώ. Είκοσι και είκοσι σαράντα, και δεκαπέντε, σύνολο πενήντα πέντε το δεκαπενθήμερο. Μετρημένα κουκιά, εκτός κι αν έφερνε τίποτε ο Πάβελ. Έτρεμε το φυλλοκάρδι της, μήπως συμβεί κάτι έκτακτο και της ακυρώσουν κανένα μεροκάματο. Πώς είχαν έρθει έτσι τα πράγματα;
Ευτυχώς, ο Πάβελ είχε αραιώσει το ποτό. Θα στείλω γράμμα στα ξαδέρφια μου, στο Κράσνονταρ, της είπε μια μέρα. Μπορεί να υπάρχουν δουλειές εκεί. Ξανάγινε Σβερντλόφσκι, μπήκε σε ένα λεωφορείο και γύρισε στην πατρίδα του. Της έστειλε λίγα ρούβλια στην αρχή, μετά μόνο γράμματα, μετά πάλι κάτι ρούβλια και μετά γύρισε ο ίδιος. Έφερε μερικά χρήματα, ξεπληρώσανε κάποια χρέη. Άρχισε να το σκέφτεται. Να γυρίσουν πίσω. Και η Αλίνα; Αποφάσισαν να κάνουν κουράγιο, να τελειώσει τουλάχιστον το λύκειο. Και μετά βλέποντας και κάνοντας.
-ο-ο-ο-
Δεκαεφτά μήνες έμεινε άνεργη, δέκα ενοίκια απλήρωτα, πέντε λογαριασμοί της ΔΕΗ, τέσσερις της ΕΥΔΑΠ, μόνο τα κοινόχρηστα ξεπλήρωνε καθαρίζοντας τις σκάλες της πολυκατοικίας που μένανε, στην Αριστείδου. Δεκαεφτά μήνες μετρούσε τα κέρματα στην τσέπη της ένα-ένα. Ως το Μάιο του ’15. Τότε λες και έγινε κάποιο θαύμα και βρήκε αυτή την δουλειά στην ξένη εταιρία, από κάποιον Κύπριο, γνωστό ενός ξαδέρφου της κυρίας Αριάδνης. Τρέχα-γύρευε δηλαδή, πραγματικό θαύμα, άναψε πάλι κερί στον Εσταυρωμένο.
Αγγλο-ολλανδική ήταν η εταιρία, στο Κουκάκι, Βεΐκου και Μπότσαρη σε ένα ανακαινισμένο παλιό αρχοντικό. Το όνομά της δεν μπόρεσε ποτέ να το μάθει. «Πράιβετ Ινβέστμεντς Μακλίλαν-Βανχόμελ Κόμπανι, μαμά», της εξηγούσε η Αλίνα που είχε γίνει αστέρι στα αγγλικά. Το μόνο που καταλάβαινε εκείνη ήταν πως μετά από δεκαεπτά μήνες στην ανεργία άρχισε πάλι να νιώθει άνθρωπος. Έβγαινε στη Θησέως, έπαιρνε το 040 και κατέβαινε στο Φιξ. Μια χαρά! Καθάριζε σκάλες, τουαλέτες, γραφεία. Αλλά καμιά σχέση με όποια άλλη δουλειά είχε κάνει. Παντού πλακάκια, μαρμαρίνες, κρύσταλλα, δουλειά παστρική. Της δίνανε εκατόν εξήντα πέντε καθαρά, συν το ΙΚΑ της, σταθερά κάθε μήνα. Χωρίς καθυστερήσεις. Και το δώρο της τα Χριστούγεννα. Είχε ξεχάσει πως υπήρχε δώρο Χριστουγέννων. Σάστισε τόσο, σαν είδε τριακόσια τόσα ευρώ στο λογαριασμό της, ώστε πήγε στο λογιστή να ρωτήσει μήπως είχε γίνει κάποιο λάθος.
Αλλά κι εκείνη σαν το σπίτι της την είχε την εταιρία. Μισή ώρα νωρίτερα πήγαινε, μια ώρα αργότερα έφευγε. Όλα λαμπίκο τα άφηνε. δευτεροσφουγγάριζε όταν είχαν συσκέψεις και αργούσαν. τα αποτσίγαρα δεν προλάβαιναν να σβήσουν και τα μάζευε. οι τουαλέτες πάντα με το σαπούνι και το αποσμητικό τους. Το δυάρι της το άφηνε ασκούπιστο καμιά φορά, την εταιρία ποτέ.
Βρήκε κι ο Πάβελ δουλειά σε βενζινάδικο. Σταμάτησε να πίνει. Στα ρεπό του σκάρωνε κουκλάκια από πηλό: γατάκια, σκυλάκια, αρκουδίτσες, ματάκια, τα ζωγράφιζε, τα στόλιζε με σμάλτο και τα πουλούσε στο βενζινάδικο σε πελάτες. Ξαναβρήκε το χαμόγελό του. Έγινε ξανά ο γελαστός Πάβλιουσκα. Χαμογελούσε κι έλαμπε το σπίτι. Όχι μόνο το σπίτι, όλη η Αριστείδου έλαμπε. Άρχισε να κάνει όνειρα. Να πάει σε σχολή κεραμικής, να καλλιεργήσει το παραμελημένο ταλέντο του.
Σύντομα ήρθαν σε λογαριασμό. Άρχισαν να ξεχρεώνουν. Ίσιωσε η στραβή μουτσούνα της γεροντοκόρης σπιτονοικοκυράς τους.
Ήταν ζεστός ο χειμώνας του ’16. Το παγωμένο Κράσνονταρ ξαναγύρισε πίσω στη Ρωσία. Κάθε βράδυ, στην αγκαλιά του Πάβελ, η Λουντμίλα ονειρευόταν ξανά.
-ο-ο-ο-
Μεγάλη Πέμπτη, η ημέρα του Εσταυρωμένου.
Ο Πάβελ έφτασε χαμογελαστός στο βενζινάδικο. Στη Θησέως χαμηλά ήταν αλλά πήγαινε με τα πόδια. Ό,τι καιρό και να είχε. Πάντα του άρεσε να περπατάει. Στην επιστροφή, όταν σχόλαγε, προτιμούσε τα στενά. Ανέβαινε την Ξενοφώντος, που μετά τη Σκρα γίνεται Γρυπάρη. εκεί έκανε δεξιά, το επόμενο στενό ήταν η Αριστείδου. Δεν έκανε πάνω από είκοσι λεπτά.
Ήταν παράδοξα καλόκεφος σήμερα. Μόλις είχε τελειώσει τρία πήλινα κουκλάκια. Ένα για την Αλίνα του: ένα μικρό περιστέρι με ένα κλαδί ελιάς στο στόμα. Το είχε βάψει άσπρο και του είχε βάλει δυο γαλάζιες χάντρες στα μάτια. Ένα όμοιο είχε φτιάξει κάποτε ως κομσομόλος στο Κράσνονταρ, σε μια γιορτή για την παγκόσμια ειρήνη. Είχε πάρει τότε το βραβείο του καλύτερου πιονιέρου, με δίπλωμα υπογραμμένο από τον ίδιο το γραμματέα της νεολαίας. Το είχε κορνιζάρει πάνω από το κρεβάτι του. Έκανε όνειρα τότε, όπως και τώρα. Το περιστέρι θα το έδινε της Αλίνας το Σάββατο, μετά την Ανάσταση.
Ένα δεύτερο κουκλάκι είχε φτιάξει για τη Λουντμίλα του, τον ισόβιο έρωτά του. Ήταν μια πεταλουδίτσα με χρυσοκόκκινα φτερά και άσπρες πούλιες. Πρώτη φορά έφτιαχνε πεταλούδα. Τρία μοντέλα χάλασε μέχρι να την πετύχει. Ήθελε να είναι όμορφη. Θα την ακουμπούσε στο κομοδίνο της το Σάββατο μαζί με μια καρτούλα, να τη δει μόλις πήγαιναν να ξαπλώσουν μετά το τσούγκρισμα των κόκκινων αυγών. Ονειρευόταν αυτή τη στιγμή όλες τις ημέρες που προσπαθούσε να φτιάξει την πεταλούδα, όσο πιο τέλεια μπορούσε. Ονειρευόταν την έκπληξή της, όταν θα την έβλεπε. Ονειρευόταν να της χαρίσει ένα χαμόγελο σαν εκείνο τότε, όταν τον είχε δει ξαφνικά στην πόρτα της στη Σκρα, πριν από δεκαεπτά χρόνια που είχε πρωτοέρθει από τη Ρωσία. Ονειρευόταν να ορμήσει σαν και τότε στην αγκαλιά του και να τον γεμίσει φιλιά ψιθυρίζοντας «γιε λιουμπλιού σιντά, Πάβλιουσκα». Ονειρευόταν να περάσει μια αξέχαστη νύχτα μαζί της, όπως παλιά, που δεν υπήρχε η κρίση, που δεν είχαν έννοιες.
Ένα τρίτο κουκλάκι είχε φτιάξει για το αφεντικό του: μια αντλία βενζίνης, βαμμένη κοκκινόασπρη, στα χρώματα του βενζινάδικου. Είχε βάλει όλο το μεράκι του. Ήθελε να τον ευχαριστήσει που του έδωσε την ευκαιρία να εργαστεί ξανά, αλλά και που τον άφηνε να πουλά τα πήλινα μπιμπελό του στους πελάτες. Θα του το έδινε το Σάββατο, λίγο πριν σχολάσουν, όταν θα του πλήρωνε το βδομαδιάτικό του, όπως κάθε Σάββατο.
Μεγάλη Πέμπτη, η ημέρα του Εσταυρωμένου.
Ήταν ασυνήθιστα καλόκεφος σήμερα ο Πάβελ. Έφτασε σιγοσφυρίζοντας στο βενζινάδικο και μπήκε στο γραφείο να αλλάξει, να βάλει τη φόρμα της δουλειάς. Στο μυαλό του στριφογύριζαν οι εκπλήξεις που είχε ετοιμάσει. Το χαμόγελο που άνθιζε στο πρόσωπό του δεν τον άφηνε να δει τη σκοτεινιά που υπήρχε γύρω του.
- Πάβελ, μην αλλάζεις του φώναξε το αφεντικό του.
Τον κοίταξε απορημένος. Το αφεντικό άνοιξε το συρτάρι και του έδωσε ένα φάκελο. Τον άνοιξε αφηρημένα. Είχε χρήματα, περισσότερα από το βδομαδιάτικό του. Μα η μέρα πληρωμής ήταν το Σάββατο. Δεν κατάλαβε.
- Πάβελ, δεν θα σε χρειαστώ άλλο, ξαναμίλησε το αφεντικό. Το πλυντήριο θα το αναλάβω μόνος μου. Δεν βγαίνω. Λυπάμαι. Είναι τα μεροκάματα που σου χρωστώ και η αποζημίωση.
Βγήκε ζαλισμένος από το γραφείο και άρχισε να κατηφορίζει τη Θησέως προς τη θάλασσα. Πήρε μια μπίρα από ένα περίπτερο και συνέχισε να περπατά στην παραλιακή ώσπου κουράστηκε. Πήρε άλλη μια μπίρα και άρχισε να περπατά προς τα πίσω. Προσπέρασε τη Θησέως. Στην Ξενοφώντος πήρε μια μπίρα ακόμα κι έστριψε προς τα πάνω, προς το σπίτι τους.
Θα ήπιε και πέντε μπίρες μέχρι να φτάσει. Η Αλίνα έλειπε στο εξοχικό μιας συμμαθήτριάς της, στη Σαλαμίνα. Θα γύριζε το Σάββατο να κάνουν μαζί Ανάσταση. Πριν μπει στο σπίτι αγόρασε από το σουπερμάρκετ μια βότκα. Άρχισε να πίνει χωρίς σταματημό. Κοίταξε τα κουκλάκια που είχε φτιάξει. Πήρε στα χέρια του την αντλία της βενζίνης και την πέταξε στον τοίχο. Έγινε κομμάτια αφήνοντας ένα κόκκινο σημάδι, σαν αίμα. Το αίμα του. Έβγαλε μια κραυγή. Συνέχισε να πίνει. Σε κάθε γουλιά έσπαζε κι ένα κουκλάκι. Γέμισε ο τοίχος κόκκινα σημάδια, αίματα, σφαγείο. Άρχισε να ανασαίνει βαριά. Έπεσε στο κρεβάτι μισολιπόθυμος. Το κεφάλι του κάπου χτύπησε, δεν έδωσε σημασία. Τίποτε δεν είχε πλέον σημασία γι’ αυτόν. Το αίμα του έβαψε το μαξιλάρι. Μόνο ένα λευκό περιστεράκι και μια πεταλουδίτσα με χρυσοκόκκινα φτερά είχαν γλιτώσει από το μακελειό.
Μεγάλη Πέμπτη, του 2016. Η μέρα της σταύρωσης του Πάβελ.
-ο-ο-ο-
Η Λουντμίλα βγήκε από το ασανσέρ, ακούμπησε προσεκτικά τη σακούλα με το στεφάνι για τον Εσταυρωμένο σε ένα τραπεζάκι και χτύπησε την πόρτα του διευθυντή. Όταν την ειδοποίησαν να ανέβει στο γραφείο του, δεν φανταζόταν πως είχε φτάσει η ώρα για τη δική της σταύρωση.
-Πληρωθήκατε, κυρία Λουντμίλα; τη ρώτησε δειλά.
-Δεν κοίταξα ακόμα, κύριε Άλεν, του απάντησε. Ελληνοκύπριος αγγλοθρεμμένος ήταν, καλός κύριος και θρήσκος. Κάθε δύο ώρες τού έφτιαχνε έναν διπλό σκέτο. Είχε πάντα έναν καλό λόγο να της πει. Μόνο για μισό λεπτό, το πολύ σαράντα δευτερόλεπτα κάθε δύο ώρες τον έβλεπε, αλλά είχε καταλάβει. Την ρωτούσε για την κόρη της, για τη ζωή της, καλός κύριος, ευγενής, να δεις πως τον έλεγε η κόρη της στα αγγλικά «τζέντελμαν».
-Θα βρεις παραπάνω χρήματα, της είπε κομπιάζοντας.
-Ξέρω, είναι και το δώρο, δεν την ξαναπατάω, του απάντησε χαμογελώντας.
-Όχι μόνο, κυρία Λουντμίλα, είναι και η αποζημίωση.
Ποια αποζημίωση; Τρελάθηκε, τα υπόλοιπα σχεδόν δεν τα άκουσε. Πως η κεντρική εταιρία ειδοποίησε από το Λονδίνο να κάνουν περικοπές στο προσωπικό. πως τους συνέφερε καλύτερα να αναθέσουν την καθαριότητα σε εταιρία καθαρισμού αντί να έχουν υπάλληλο για τη δουλειά αυτή. πως ήθελε να της το ανακοινώσει ο ίδιος, διότι εκτιμούσε τη δουλειά της και την ίδια αλλά δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. πως θα της δώσει συστατική επιστολή. πως…
-Γαμώ τον καπιταλισμό σας, του πέταξε κατάμουτρα τη βλαστήμια και βγήκε χτυπώντας την πόρτα.
Έφυγε φουριόζα χωρίς να αλλάξει, με τα ρούχα της δουλειάς. Το κατάλαβε όταν βγήκε από το κτίριο αλλά δεν γύρισε πίσω. Δεν ήθελε να ξαναδεί τις φάτσες τους. Θα έστελνε την Αλίνα να πάρει τη φούστα της.
Την εκτιμούσε! Σιγά την εκτίμηση, εκατόν εξήντα πέντε ευρώ τού κόστιζε. Ούτε το ένα εικοστό από το μισθό του. Την εκτιμούσε αλλά προτιμούσε την εταιρία καθαριότητας με τον γελοίο κοντοπίθαρο και την Μολδαβή νταρντάνα.
Εκείνη τούς είχε καλύτερα κι από το σπίτι της. Μισή ώρα νωρίτερα πήγαινε, μια ώρα αργότερα έφευγε. Όλα λαμπίκο τα άφηνε. δευτεροσφουγγάριζε όταν είχανε συσκέψεις και αργούσαν. τα αποτσίγαρα δεν προλάβαιναν να σβήσουν και τα μάζευε. οι τουαλέτες πάντα με το σαπούνι και το αποσμητικό τους. Το δυάρι της το άφηνε ασκούπιστο καμιά φορά, την εταιρία ποτέ. Ποιος θα τα έκανε αυτά, η Μολδαβή;
-Γαμώ τον καπιταλισμό σας, της ξαναβγήκε δυνατά η βλαστήμια από το λαρύγγι καθώς έφτασε στη στάση. Δυο τρεις επιβάτες που περίμεναν το λεωφορείο την κοίταξαν περίεργα και παραμέρισαν. Είχε κάτι το σαλό στο βλέμμα και στην κίνησή της. Μια καμπάνα χτύπησε πένθιμα. Από το μεγάφωνο ακουγόταν ο θρήνος:
Σήμερον κρεμάται επί ξύλου…
Θυμήθηκε το στεφάνι που είχε στη σακούλα για τον Εσταυρωμένο. Πατσίσαμε, είπε μέσα της, δεν σου οφείλω τίποτε. Μπήκε στο λεωφορείο και έφυγε.
-ο-ο-ο-
Μεγάλη Πέμπτη, η ημέρα του Εσταυρωμένου.
Η Λουντμίλα βγήκε από το ασανσέρ και ξεκλείδωσε την πόρτα. Πώς να πει στον Πάβελ, ότι πασχαλιάτικα έμεινε άνεργη. Μ’ αυτή τη σκέψη μπήκε στο σπίτι της, όταν τον είδε μέσα στα αίματα. Μυρωδιά βότκας κι ένα σπασμένο μπουκάλι. Οι τοίχοι και το ταβάνι κατακόκκινοι. Κι ο Πάβελ ακίνητος στο κρεβάτι, χωρίς ανάσα.
Όχι αυτό! Όχι αυτό, γαμώ τον καπιταλισμό σας, γαμώ!
Γονάτισε δίπλα στο πρόσωπό του. Τα μάτια της θόλωσαν. Έμεινε ακίνητη να τον κοιτάζει. Από τα μεγάφωνα του Αγιονικόλα ακουγόταν ο θρήνος:
Σήμερον κρεμάται επί ξύλου…
Άρχισε να του χαϊδεύει τα μαλλιά και να κλαίει βουβά.
Όι, όι Πάβλιουσκα! Γιε λιουμπλιού σιντά! Όι, όι Πάβλιουσκα!
Με ένα μαντήλι τού σκούπισε το αίμα. Τον έπλυνε με κολόνια να μη μυρίζει οινόπνευμα. Του άλλαξε πουκάμισο, του φόρεσε και τη γαμπριάτικη κόκκινη γραβάτα, τη μοναδική που είχε.
Ψευδήν πορφύραν περιβάλλεται…
Όι, όι Πάβλιουσκα! Γιε λιουμπλιού σιντά! Όι, όι Πάβλιουσκα!
Άρχισε να μαδά τα τριαντάφυλλα από το στεφάνι που είχε αγοράσει για τον Εσταυρωμένο – δέκα ευρώ είχε δώσει, γιατί του όφειλε ένα στεφάνι. Τώρα είχαν πατσίσει. Δεν όφειλε τίποτε.
Η πήλινη χρυσοκόκκινη πεταλουδίτσα στο κομοδίνο, που είχε σωθεί από το μακελειό, λαμπύρισε στο φως της λάμπας. Σήκωσε την καρτούλα:
Λουντμίλα Φιοντόροβνα, γιε λιουμπλιού σιντά!
Η κραυγή της ξέσκισε τις κουρτίνες:
Όι, όι Πάβλιουσκα! Όι, όι Πάβλιουσκα!
Σκόρπισε τα ροδοπέταλα πάνω στο άψυχο κορμί. Τα χέρια της μάτωναν από τα αγκάθια αλλά δεν την ένοιαζε πια. Κοκκίνισε το καλό πουκάμισο. Ροδοπέταλα, με σταγόνες από το αίμα της, από την καρδιά της. Τον σκέπασε με τριαντάφυλλα κι απόμεινε βουβή να τον κοιτάζει.
Το στεφάνι είχε απομείνει γυμνό από άνθη. Τα αγκάθια τής τρυπούσαν τα δάχτυλα αλλά δεν την ένοιαζε πια. Το απίθωσε στα μαλλιά του.
Στέφανον εξ ακανθών περιτίθεται…
Όι, όι Πάβλιουσκα! Όι, όι Πάβλιουσκα!
Θοδωρής Μπελίτσος
Νέα Σμύρνη, 27 Απριλίου 2016