Quint Buchholz - Art
Η ποιητική συλλογή του Γ. Αλεξανδρή "ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΠΟΥΔΗΣ”, περιλαμβάνει 23 ποιήματα
ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΗ ΜΟΝΑΞΙΑ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΣΥΛΛΟΓΗΣ
Κι αυτός που δίπλα μου σωπαίνει,
συνωμοτώντας με συνήθειες κι εμμονές,
κι εκείνος που ωρύεται πιο πέρα,
διαβάλλοντας αρετές και μαρτυρίες,
ξέρουμε πως είμαστε διπλανοί στο ίδιο ψέμα,
ανύποπτοι σε ελεγχόμενα περιθώρια
και προγραμμένοι σε κατάστιχα ζηλωτές.
Κι αυτός με τους δογματισμούς του,
που βεβαιώνει ποιος είναι απέναντί μας,
κι εκείνος με τις αναγωγές του
που πρεσβεύει σε διαλεκτική συμμετοχή,
ξέρουμε πως είμαστε διπλανοί χωρίς ιστορία,
έρμαια στη μοναξιά και τη μονοχρωμία,
κι ασπόνδυλοι σε κάθε πείραμα και χρήση.
Χάνει η ζωή τα υπάρχοντά της
και μένει η φωνή χωρίς προσανατολισμό.
Κι αυτός που αποτελεί κατηγορία,
κι εκείνος που είναι αριθμός,
ξέρουμε πως είμαστε διπλανοί στην αλήθεια,
λόγος και πρόσωπο, αναφορά κι αξία,
το μέγεθος μη χάσουμε στο ύψος του ανθρώπου.
Απολογία και εξιλέωση οι καιροί,
σε κάθε τέλος και μια αισιόδοξη αρχή.
Κι αυτός που έχει παραιτηθεί,
κι εκείνος που επιμένει στην οργή,
προλαβαίνουμε να είμαστε διπλανοί στα όριά μας,
το αύριο στην ομορφιά να ορίσουμε
και η ζωή γητεύτρα να μας αρέσει.
ΑΝΤΟΧΕΣ ΚΑΙ ΑΠΩΛΕΙΕΣ
Η νύχτα γλιστράει γυμνή
στις μικρές της τις ώρες
κι αφήνεται ανακόλουθη ηχώ
του φόβου και της ανάγκης,
απόγνωσης πέρασμα βιαστικό ,
στο κενό, σε ενοχές και δειλίες.
Επώδυνος ο παιδεμός της μνήμης
μ’ αναδρομές και δηκτικούς ψιθύρους,
μια άλλη αρχή και η παγιδευμένη οργή,
κινούμενες σκιές και αυταπάτες
και η φυγή στην άκρη της αυγής,
ανυπεράσπιστη και μοιραία.
Βία και της ψυχής το κούμπωμα,
χωρίς καρτέρεμα και δίχως πρώτο φως,
τα δειλά της φτεροκοπήματα
χαμένα ξέφωτα και πίκρα αγκιστρωμένη,
δέσμια στην άρνηση και την υποταγή
κι η μοναξιά αμετανόητη επιστροφή.
Διπλώνουν στα χέρια τους τη νύχτα,
κι είναι τόσοι αυτοί που αγρυπνούν!
Δοκιμάζουν μες στους ίσκιους αντοχές
και μ’ απώλειες μετρούν τη ζωή τους.
Το πρωί δεν έχει όνειρα και ανταμώσεις
ούτε κι ο ήλιος τύμπανα και συνάξεις.
ΠΑΙΔΙ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
[ Αθήνα 6−12−08.
Σκοτώνουν ένα δεκαπεντάχρονο αγόρι.
Το δικό μας αγόρι, το παιδί του κόσμου.
Επειδή επέμενε να ζει στον κόσμο των παιδιών
και η εξουσία δε συγχωρούσε παρατάσεις στη χώρα των ονείρων.
Ήταν επικίνδυνο. ]
Αγόρι μου,
που σε μεγάλωνα με πεθυμιές κι ανάσες
κι ονειρευόμαστε μαζί στου ήλιου το κατόπι,
να ’ναι η ζωή σου ανατολή κι οι μέρες σου δοξάρι,
πώς έγινε και βιάστηκες στο λιόγερμα να φτάσεις,
χωρίς σεργιάνι στην αυλή, στου κόσμου τα περβόλια,
χωρίς αγνάντιο σε στρατί ψηλά από παραθύρι!
Αγόρι μου,
στο ματωμένο στήθος σου, στα σφαλιστά σου μάτια,
σημάδεψαν το όνειρο τ’ αβόλευτο της νιότης,
αυτό που εγώ ζωγράφιζα και θέριευε σε σένα,
να μας νυχτώσουν την ψυχή, το νου να μας φοβίσουν,
της μέρας γύρισμα ζεστό να μην αφουγκραστούμε,
γιατ’ είναι η ζωή μας μέτρημα και οι καιροί δικοί τους!
Αγόρι μου,
οργίστηκαν οι γειτονιές και πλάτυναν οι δρόμοι,
ανέσπερο φως σε έδειξαν, παιδί του κόσμου σ’ είπαν.
Πού νa ’βρω κουράγιο να τους πω, σοφία να μαρτυρήσω,
πως κάθε μέρα πέθαινες στη μοναξιά μαζί τους,
πως κάθε πρωί και μια βολή κι απόγνωση η νύχτα
γιατ’ είναι πολλοί αυτοί που ως λάφυρο θα σε πανηγυρίσουν!
ΔΕΝ ΕΦΤΑΣΕ Η ΑΝΑΤΟΛΗ
Της οργής το φεγγάρι,
χλώμιασε απόψε στη γειτονιά της θλίψης
και η νύχτα ‚χίμαιρα και πομπή του πόνου,
σκόρπισε τ’ άμαθα των άστρων τα όνειρα.
Στέρεψε η ψυχή από αυταπάτες
και στέγνωσε στην άκρη των πόθων.
Η μνήμη χάθηκε στις στοές της
και τ’ όνειρο αιμορράγησε στη μοναξιά και το φόβο.
Ανείπωτοι με λέξεις απόψε οι καημοί,
τα πάθη μας σιωπηλή κραυγή και ρίγος,
όλα κρυφή διαδρομή στο άπειρο των ματιών σου
και την ιερότητα του κορμιού σου.
Απόψε κυλούν οι ώρες αξημέρωτες
και οι παλιοί καιροί σημαδεμένοι.
Μούχρωμα οι δισταγμοί κι η σύνεση,
όλα σιωπή και μια βαθιά πληγή.
Στ’ όνειρο δρασκελίσαμε νύχτα,
μαζέψαμε φως του ήλιου σε πρωινά.
Πώς έγινε και η ανατολή που περιμέναμε
δεν έφτασε στη ζωή μας;
ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΤΑΜΙΑ
Άγουρη κι ατίθαση η νιόφερτη άνοιξη,
γλιστρούσε τη βιασύνη της στην ακροποταμιά,
έριχνε τα μαλλιά της ξέπλεκα στ’ ανυπόταχτα νερά
και το φεγγάρι νιο κι αδέσποτο να σκύβει και να βουτά,
μαντίλι κόκκινο στη νύχτα να βάφει και να κεντά.
Θράσευαν γύρω οι καημοί σε χολωμένα νιάτα,
μάτωναν στήθια οι στεναγμοί και κουρασμένα μάτια,
κρυφά να συναλλάσσεται η αρετή με την αμαρτία
και να ζυγιάζεται αδέκαστη η ζωή,
μια στην επιστροφή και μια στην προσδοκία.
Έσφιξαν τα χέρια τους και ψηλάφισαν τη γη,
κύκλωσαν ένα κομμάτι ανοιχτό ουρανό
και με το σουραύλι της σιωπής και το φλασκί του πόθου,
ξημέρωναν τη ζωή ανατολή ‚πλημμύρα και σημάδι,
σαν τ’ όνειρο που ξέφευγε απ’ το βαθύ σκοτάδι.
Αφήναν στην άκρη τις καρδιές κι οι λογισμοί στην κοίτη.
Γύμνωναν τα λόγια τους και με το φως τα ντύναν,
να ’ναι οι μύθοι πιο ζεστοί και οι θεοί πιο ξένοι
στη σύναξη των αισθήσεων ταπεινά να ομολογήσουν
πως είναι αλήθεια ο έρωτας και λευτεριά ο χρόνος.
Βιογραφικό Σημείωμα
Γεννήθηκα στις 23 Σεπτεμβρίου του 1952 στο Πετρωτό Τρικάλων όπου και έζησα τα παιδικά μου χρόνια.
Τελείωσα το εξατάξιο Γυμνάσιο Φαρκαδόνας, σπούδασα στη Ζωσιμαία Παιδαγωγική Ακαδημία Ιωαννίνων και ήδη, μετά από 33 χρόνια υπηρεσίας σε Δημοτικά Σχολεία, είμαι συνταξιούχος Δάσκαλος. Κατοικώ στα Τρίκαλα. Μια ήρεμη και όμορφη πόλη, με ιστορία, φυσικές καλλονές και πνευματικές δραστηριότητες.
Για να υποστηρίζω ότι έζησα και ζω τη ζωή μου ημέρα και κάτω από το φως του ήλιου, ζω τη νύχτα διαβάζοντας και γράφοντας και αφήνοντας την καθημερινότητά μου ανοιχτή παρένθεση. Για πολλά και με πολλούς.
Ανήκω στη μεγαλύτερη μειοψηφία, αυτή των αναγνωστών της ποίησης,-οι ποιητές είναι μικρότερη-και προσπαθώ να στέκομαι στις ομορφιές του κόσμου που ο λόγος αποκαλύπτει και δημιουργεί.
Γιώργος Αλεξανδρής