Η ταβέρνα του Τραγούδη, η πιο ακουσμένη στο προάστιο για το καλό της το κρασί, είναι γεμάτη από ανθρώπους εργατικούς. Ο Αντρέας, μαζί με το θείο του Σπύρο και το φίλο του Αντώνη, βρίσκεται ανάμεσά τους. Ενώ πίνουν, συζητούν για τα πολιτικά και για τις εκλογές που πρόκειται να γίνουν. Ο Αντρέας τούς καλεί να ψηφίσουν τον υπουργό που υποστηρίζει κι αυτός· μες στην ταβέρνα οι περισσότεροι φαίνεται να συμφωνούν, εκτός από έναν:
«Και εδώ να τόνε ψηφίσουμε» είπε ένας μάστορας που έπινε ορθός ένα κρασί, «τίποτα δεν κάνει. Για πες μου, τι θα κάμουνε οι άλλες οι επαρχίες. Εδώ ας τσου πάρει και τσ' οχτώ· η χωριατιά είναι μαζί του· αμή αλλού; Σας το δίνω γραφτό, η Κυβέρνηση είναι πεσμένη».
«Το ξέρουμε» του αποκρίθηκε ο Αντρέας «που εσύ δεν ανήκεις στο κόμμα, γιατί δεν έφαες όσα ήθελες από την εργολαβία του θεάτρου· μα το χατίρι δε θα σου γένει».
Ο άλλος εκοίταξε ολόγυρά του, και αφού εκατάλαβε πως κανένας δεν ήταν με το μέρος του δεν απάντησε.
«Τι να σας πω», ξακολούθησε ο Αντρέας, μιλώντας χαμηλόφωνα στους συντρόφους του, «α γένει αυτό που κράζει τούτος ο κόρακας, τότε βέβαια δε μένει άλλο παρά η παντρειά. Σε δύο μήνες τα χρέγια δε βγαίνουνε. Ε μπάρμπα, τα 'χει τα χίλια αυτή που λες;»
«Και περισσότερα» του αποκρίθηκε χαρούμενος. «Εγώ, μωρέ, σου τα καταφέρνω όπως θέλει ο Θεός· και θα με συχωράς μια μέρα, μωρέ παιδί».
«Μα έχει κάτι μάτια η άλλη!» είπε πάλε ο Αντρέας κουνώντας το κεφάλι του.
«Α! η Ρήνη του Τρίνκουλου, ε;» είπε ο Αντώνης πίνοντας μια γουλιά κρασί και χτυπώντας τα χείλη του.
«Μες στην καρδιά μπήγεται το βλέμμα τση. Και ανάκουστη και αμελέτητη* και δουλεύτρα. Ω να 'μουναελεύτερος!»*
«Θα την έπαιρνα, μα τον Άγιο» είπε ο Αντρέας σηκώνοντας το καπέλο του, «μα τι να σου κάμω. Είναι βλέπεις τα όβολα. Για την οικογένεια τόσο τόσο δε θα μ' έγνοιαζε. Ως και οι αρχόντοι παίρνουνε τσι δούλες τσου και χειρότερες. Κάποιος δεν επήρε μία δημόσια* από το δρόμο, και τώρα κάνει και βίζιτες μαζί τση, κι αυτή πάει σ' όλα τ' αρχοντικά, και την έχει στα μεταξωτά ντυμένηνε; Εμέ, μπάρμπα, η Ρήνη, να ζεις, ντροπή δε θα μου 'φερνε».
«Πάρτηνε, Αντρέα» είπε ο Αντώνης· «αυτή είναι γυναίκα για το σπίτι σου».
«Τι του λες, μωρέ» είπε ο μπάρμπας· «αυτή για εμάς δεν είναι, δεν έχει παράδες! Εγώ του 'πα τι έχει να κάμει».
«Να τση 'δινε μοναχά η Επιστήμη τα χίλια*, κι ήβλεπες!» είπε ο Αντώνης.
«Α δεν ήτανε» είπε ο Αντρέας «το σπίτι μου σ' αυτή την περίληψη*, και τίποτα να μην είχε, παρά μονάχα ό,τι φορεί την καθημερινή, την έπαιρνα, γιατί έχει ξανθά μαλλιά και κάτι μάτια!... και κοιτάζει τόσο αθώα, τόσο γλυκά! Τώρα το κατάλαβα που 'ναι όμορφη. Εγίνηκε μια κοπελάρα! Εξεσπούρδισε* με μίας. Ούτε η χώρα δεν έχει μίαν όμοιανε. Μα τι κάνουνε τα τάλαρα, ανάθεμά τα κι όπου τα ανάδειξε!»
«Το λες γιατί δεν έχεις» του 'πε πονηρά ο μπάρμπας σουφρώνοντας το μέτωπο. «Πάρε, μωρέ, αυτήνε που σου λέω εγώ, και βλέπεις α δεν τα βλοήσεις. Ζωή χαρισάμενη, μωρέ. Τάλαρα, μου λές; Αυτά είναι οι θεοί σε τούτην τη γης! Φάε, αγάπη, μωρέ!» Κι έκαμε με το χέρι του το βιολί απάνου στην κοιλιά του. «Μα ψηλά τη γούνα σου, Αντρέα, κοίταξε μη σου την κολλήσουνε, μωρέ, και δεν έχεις ξεμπερδεμούς. Μην παραπερνάς το καντούνι τση. Μου λένε, πως τση μιλείς κιόλας».
«Παιδούλα την εγνώρισα και να μη τση μιλώ; Γιατί;»
«Γιατί εγίνηκε γυναίκα», του αποκρίθηκε ο μπάρμπας με σοβαρό ύφος.
Στην ταβέρνα τώρα οι χωριάτες είχαν φύγει. Κι από ένα άλλο τραπέζι αντήχησε από πολλά στόματα ένα άλλο τραγούδι:
Σαν απεθάνω θάψε με δω μέσα στην ταβέρνα
να με πατεί η ταβερναριά κι η κόρη που μ' εκέρνα.
Στο τέλος του τραγουδιού όλη η ταβέρνα εγέλασε. Ο κόσμος είχε πληθύνει. Ο μικρός ξυπόλητος δούλος δεν επρόφτανε να πλένει τα ποτήρια, κάποιοι κρασισμένοι εφώναζαν περισσότερο. Και η κουβέντα ήταν γενικιά. Εμιλούσαν για τα καράβια, για τα παπόρια που έρχονταν φορτωμένα κάρβουνα και που εφόρτωναν τα λάδια του νησιού· εμιλούσαν για τα παζάρια του λαδιού που εκείνην τη χρονιά είχαν βασταχτεί ακριβά πολύ, για τα χρήματα που έμπαιναν στον τόπο· εμιλούσαν για τους φόρους που έβαζε η Κυβέρνηση, κάθε Κυβέρνηση, ετοιμάζοντας πόλεμο, για να στέλνει του τόπου τα πλούτη, τον ίδρο του εργάτη, σε ξένα πουγκιά, των πλούσιων της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Αγγλίας, της Ιταλίας, και κάπου κάπου αντίσκοφτε την ομιλία ένα αρμονικό τραγούδι σαν τούτο:
Κορίτσι δεν αγάπησα ποτέ με τον παρά μου
παρά με το τραγούδι μου και με τον ταμπουρά* μου.
Υπόθεση του έργου
Ο Κατάδικος είναι ένα εκτεταμένο αφήγημα που γράφτηκε το 1919. Η υπόθεσή του τοποθετείται σε ένα αγροτικό χωριό της Κέρκυρας όπου ζουν ο Γιώργης Αράθυμος με την όμορφη γυναίκα του, τη Μαργαρίτα και τα τρία παιδιά τους, και ο Τουρκόγιαννος που δουλεύει ως υποτακτικός τους.
Στη ζωή της οικογένειας μπαίνει ο Πέτρος Πέπονας, ένας γείτονας που αισθάνεται δυνατό έρωτα για τη Μαργαρίτα. Ο Τουρκόγιαννος που τρέφει ένα βαθύ και κρυφό αίσθημα για τη Μαργαρίτα («τη λατρεύει σαν Παναγία») έχει υποψιαστεί και παρακολουθεί το ζευγάρι προσπαθώντας να εμποδίσει την παρεκτροπή της Μαργαρίτας.
Η παρουσία του Τουρκόγιαννου έχει γίνει ενοχλητική για τον Πέτρο και τη Μαργαρίτα∙ γι’ αυτό τον διαβάλλουν στο Γιώργη, που διώχνει άγρια τον Τουρκόγιαννο από το σπίτι. Την άλλη μέρα ο Γιώργης βρέθηκε δολοφονημένος. Οι υποψίες έπεσαν στον Τουρκόγιαννο, που καταδικάστηκε σε ισόβια (Κατάδικος).
Ο Πέτρος και η Μαργαρίτα παντρεύονται. Λίγο αργότερα ο Πέτρος συλλαμβάνεται για κάποιο αδίκημα και φυλακίζεται. Μέσα στη φυλακή θα έρθει αντιμέτωπος με τον Τουρκόγιαννο και υπό το βάρος των ενοχών του θα ομολογήσει πως εκείνος σκότωσε το Γιώργη, για να έχει δική του τη Μαργαρίτα.
Παρόλο που η ομολογία του θα μπορούσε να απαλλάξει τον άδικα καταδικασμένο Τουρκόγιαννο, εκείνος μη θέλοντας να διαταράξει την «ευτυχία» της Μαργαρίτας, δεν αφήνει τον Πέτρο να αναλάβει την ευθύνη της δολοφονίας, επιλέγοντας έτσι να παραμείνει για πάντα στη φυλακή.
Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι από το 15ο και τελευταίο κεφάλαιο.
Ήταν απόγιομα κι είχε έρθει το χινόπωρο. Την αυλή της φυλακής έλουζε ο ήλιος στο βαθυγάλαζον ουρανό, όπου ανάλαφρα ανάλαφρα εταξίδευαν άσπρα διαβατάρικα σύννεφα. Κι οι κατάδικοι, συντροφιές συντροφιές, εκουβέντιαζαν μεταξύ τους, άλλοι όρθιοι, άλλοι καθισμένοι, άλλοι κάνοντας περίπατο. Μαζί τους δεν ήταν πλια ούτε ο Κάης, που 'χε λάβει τη χάρη του, ούτε ο αγιογράφος που μήνες πίσω είχε χτικιάσει, είχε μολύνει κι άλλους κατάδικους, κι είχε πεθάνει μονάχος μία νύχτα στο κελί του, ούτε ο κλέφτης που 'χε καταφέρει να φύγει από τη φυλακή κι είχε πάει να ζήσει με τα φυλαμένα χρήματά του. Κι από τους άλλους κάποιοι είχαν μετατεθεί σ' άλλες φυλακές, άλλοι ήταν ελεύτεροι, κι είχαν έρθει, αντίς, καινούρια πρόσωπα αυτές τες μέρες που το κακουργοδικείο πάλε εδούλευε, άλλοι για πολλά, άλλοι για λίγα χρόνια, ένας κιόλας για όλη του τη ζωή. Κι αυτήν την ώρα ο Τουρκόγιαννος ήταν μέσα στο κελί του κι είχε ξαπλωθεί στο σκληρό του κρεβάτι συλλογισμένος. Αυτός ξακολουθούσε πάντα το έργο του, μα η φυλακή τον είχε γεράσει. Τα κομμένα μαλλιά του και το ακατάστατο μουστάκι του είχαν ασπρίσει, οι πλάτες του είχαν σκεβρώσει περισσότερο, το μέτωπό του είχε ζαρώσει, μα η όψη του ήταν πάντα φαιδρή, κι ήσυχα τα γαληνά του κι αθώα μάτια.
Η σιδερένια πόρτα άνοιξε και μαζί μ' ένα φύλακα εμπήκε μέσα ο Πέτρος Πέπονας. Είχε δικαστεί αυτήν την ημέρα.
Εκοίταξε έναν έναν τους κατάδικους, σα να ξέταζε αν εγνώριζε κανέναν, και τους χαμογέλασε, ενώ ο φύλακας με τα βαριά κλειδιά του άνοιγε ένα μανταλωμένο κελί.
— Θα κοιμάσαι εδώ μέσα, του 'πε αδιάφορα· και οι άλλοι κατάδικοι εκατάλαβαν πως θα 'μενε λίγον καιρό μόνο στη φυλακή τους.
Ο επιζωήτης* τον εσίμωσε και του 'πε:
— Καλώς ήρθες· έλα μαζί μας και πες μας τι γίνεται στον έξω κόσμο.
Τρεις τέσσεροι άλλοι ήρθαν τότες σιωπηλοί σιμά τους κι έκαμαν κύκλο μπροστά του.
—Είναι αλήθεια, είπε κάποιος, πως άλλαξε η Κυβέρνηση, κι έχει σκοπό να δώκει πολλές χάρες;
— Δεν ξέρω, είπε ο Πέτρος· ήμουνα έξι μήνες προφυλάκιση. Και βλέποντας πως εκατέβαζαν λυπημένοι το βλέφαρο, ξανάπε με ψυχοπόνια. Μα τ' άκουσα εκεί μέσα· είναι βέβαιο, λένε!
—Και θα καλυτερέψει και το φαγί, είπε ένας άλλος· αυτό που μας δίνουν τώρα μας αρρώστησε· ο διαφεντής* μας, λένε, το κλέφτει. Ήτανε βλέπεις κομματάρχης του αλλουνού υπουργείου.
— Ωχ! είπε ένας άλλος· την τύχη μας την ξέρουμε. Από κακού σε χειρότερο!...
— Και πόσο θα μείνεις μαζί μας, ερώτησε τον Πέτρο ο επιζωήτης.
— Άλλους έξι μήνες, τ' αποκρίθηκε κοιτάζοντάς τον με καλοσύνη· η κατηγορία ήταν βαριά*, μα είχα καλούς μαρτύρους· όλο το χωριό μού πήρε το μέρος μα η δουλειά μού στοίχισε.
— Παιγνίδια! είπε με χλευασμό ο επιζωήτης.
— Εμένα, είπε ένας άλλος, τους μάρτυρες, που 'χα πλερωμένους, το δικαστήριο δεν τους πίστεψε· κάποιος εκόντεψε μάλιστα να πάει μέσα, κι εκείνος· και με καταδίκασε είκοσι χρόνια. Μια ζωή!...
— Ας είμαι φχαριστημένος, είπε ο Πέτρος· ως να σπαρθεί το στάρι και να ωριμάσει, θα 'μαι πάλε στο σπίτι μου και θα ξανάβρω τη γυναίκα μου!... Και το χωριό μου θα μ' αγαπάει, γιατί βέβαια κλητήρας με ορδινιές* δε θα το ξαναπατήσει!... Κι όταν βγω, αδέρφια, με το καλό από τη φυλακή, κάθε φορά που θα σμίγω μ' έναν από σας, θα του κάνω το γιώμα! Και κρασί όσο θέλει!...
—Στοιχηματίζω, είπε πάλε χλευαστικά ο επιζωήτης, πως είσαι κάποιος νοικοκύρης του χωριού σου, φρόνιμος κι ήσυχος! Ούτε συ δε μου παίρνεις τα πρωτεία πόχω εδώ μέσα· εμέ τ' όνομά μου ακούεται σε καλόν κόσμο· και δύσκολα θα λησμονηθεί!... Πώς σε λένε;
— Πέτρο Πέπονα!
— Κι από πού είσαι;
Είπε τ' όνομα του χωριού του κι εκοίταξε προς το κελί του Τουρκόγιαννου, που τώρα ήταν καθισμένος στο κατώφλι του, κι εμιλούσε μ' έναν νέο ανήλικο ακόμη, καθισμένον και κείνον κατά γης μπροστά του, και του 'λεγε.
— ... Γιατί στον κόσμο δεν μπορεί να 'ναι ευτυχισμένοι παρά ή εκείνοι που κάνουν το καλό, ή εκείνοι που όταν αμαρτήσουν αληθινά μετανιώνουν. Γιατί η ψυχή και του κακού του ανθρώπου, βαστάει μία θεϊκιά αχτίδα, που τήνε φωτίζει· είναι πλάσμα Θεού ως κι αυτή. Και η θεϊκιά εκείνη αχτίδα είναι η καλοσύνη. Κι όταν ο νους δεν εξουσιάζει την ψυχή μάλιστα την ώρα που θα πέσει ο άνθρωπος στον ύπνο τόνε κυριεύει εκείνη η καλοσύνη, κι η συνείδηση τον ελέγχει για την κακία του. Παρόμοια θα 'ναι και η φοβερή ώρα του θανάτου, όταν για το φονιά παίρνει ο Χάρος την όψη του σκοτωμένου. Και παρόμοια, όταν οι άνθρωποι κρύβουμε στην καρδιά κάποια λύπη βαριά και μεγάλη, όσο ο νους εξουσιάζει στον ξύπνο, μας φαίνεται αυτή η λύπη λησμονημένη και νεκρή, μα τη στιγμή που μας κλει τα μάτια ο ύπνος, ανασταίνεται μέσα μας και μας χαλάει την ανάπαψη!
Και ο νέος τον άκουε προσεχτικά, τον εκοίταζε με τρυφερό βλέμμα και τα μάτια του εδάκρυζαν.
Κι ο Πέτρος άκουε από μακριά τη γνωστή φωνή, εκοίταξε αθέλητα το χέρι του, άνοιξε τα μάτια του, έχασε το χρώμα του κι ερώτησε, ελπίζοντας πως δεν ήταν εκείνος, γιατί δεν τον είχε ιδεί ακόμη με κομμένα μαλλιά και με ξυρισμένα τ' αριά του γένια.
— Ποιος είναι αυτός;
— Ο Άις-Γιάννης ο Τουρκόγιαννος, του 'πε ένας κατάδικος.
— Όλο από αυτά λέει όλη μέρα! είπε χλευαστικά ο επιζωήτης. Είναι ζουρός για δέσιο, και δεν ξέρει κανείς γιατί τον αφήνουνε ως τώρα εδώ μέσα. Λέει πως δεν έκαμε τίποτα· και μας σκοτίζει όλη μέρα το κεφάλι όλο θεολογίες, θεολογίες και δος του θεολογίες! Δεν ξέρει κανείς τι είναι εδώ: Εκκλησία ή φυλακή; Κι εστραβοκοίταξε τον Τουρκόγιαννο κι εγέλασε.
— Είναι από το χωριό σου, είπε ένας άλλος.
- Πες μας εσύ, είπε ένας άλλος, εσκότωσε ο Τουρκόγιαννος ή όχι;
Ο Πέτρος δεν του αποκρίθηκε· τώρα είχε συνέρθει από την ταραχή του και σοβαρός είπε σα ν' απαντούσε στα λόγια του Τουρκόγιαννου.
— Υπάρχει στον κόσμο κι άλλη ευτυχία, κι αυτή είναι η αληθινή: του ανθρώπου που εξουσιάζει· εκείνος υποτάζει την τύχη του, η θέλησή του γίνεται και νικάει όλα τα εμπόδια. Κι εκοίταξε ολόγυρά του τους ανθρώπους που τον άκουαν μ' ένα χαμόγελο και ξανάπε.
— Τι θα 'μουνα εγώ, αν δεν ήμουνα τέτοιος; Το κλωτσοσκούφι της τύχης! Κι αντίς, τώρα έχω χτήμα, έχω γυναίκα, θα κάμω και παιδιά· κι ο κόσμος με μακαρίζει· τώρα με σέβεται κιόλας, σας το 'πα!
— Κι είσαι ευτυχισμένος; τον ερώτησε κάποιος.
— Πες μας, τον ξαναρώτησε ο άλλος κατάδικος· εσκότωσε ο Τουρκόγιαννος ή όχι;
Ο Πέτρος ξανακοίταξε ανήσυχος το χέρι του.
— Και θα πάρεις τα καλά σου στον άλλο κόσμο; του 'πε ο άλλος.
— Στον άλλον κόσμο! επεργέλασε ο επιζωήτης κοιτάζοντάς τον θυμωμένος.
— Πες μας, ξανάπε του Πέτρου ο άλλος.
— Έχει δίκιο ο Πέτρος, είπε ο επιζωήτης· αλλά πρέπει κανείς να τα καταφέρνει! Εμέ η τύχη μ' εκυνήγησε και λίγο έλειψε να μου πέσει το κεφάλι! Κι εφώναξε.
— Αι-Γιάννη Τουρκόγιαννε, έλα δω· ήρθε κάποιος από το χωριό σου.
Κι ο Τουρκόγιαννος εγύρισε το κεφάλι σα να 'βγαινε από ένα βαθύ όνειρο, εκοίταξε πρώτα τον επιζωήτη, εκάρφωσε έπειτα το βλέμμα του στα μάτια του Πέτρου, που εκατέβασε αμέσως τα βλέφαρα, άλλαξε πολλές φορές χρώμα κι αναστενάζοντας ξαναμπήκε στο κελί του.
Κι ο Πέτρος επάνιασε· έστριψε το μαύρο μουστάκι του κι έμενε σιωπηλός για πολληώρα.
— Πες μας, τον ξαναρώτησε ο άλλος κατάδικος, εσκότωσε ο Τουρκόγιαννος ή όχι; γιατί δε μας αποκρίνεσαι;
Κι ο Πέτρος είπε τώρα ζυγίζοντας τα λόγια του και σα φοβισμένος μην επροδινότουν.
— Δεν το ξέρω! Ήτανε πάντα μπόδιο στο δρόμο μου, επαραφύλαγε τη Μαργαρίτα, τη γυναίκα του σκοτωμένου· κι ήταν πανταχού παρών κι εγώ την αγαπούσα τη Μαργαρίτα, ήμουνα παθιασμένος με τη Μαργαρίτα, κι είχε μαλλιάσει η καρδιά μου. Σήμερα είναι γυναίκα μου· καλά ο άντρας της, μα κι αυτός! Κι η Μαργαρίτα δε μου ερχότανε· κι εγώ ίδρωνα αίμα... Κι έπειτα εσκοτώθηκε ο άντρας της· κι έντεσε αυτός· κι εγώ τον εβούλιαξα!... στο δικαστήριο εκόντεψα να τόνε στείλω στην κρεμάλα. Μα η Μαργαρίτα λέει πως είναι αθώος και μ' επαίδευε να βρω τρόπο για να βγει από τη φυλακή!...
— Είναι αθώος, είπε ο άλλος.
— Πάμε να του μιλήσεις, είπε ο επιζωήτης και τον έπιασε από το χέρι και τον έσυρε προς το κελί του Τουρκόγιαννου.
Η μικρή πόρτα ήταν ανοιχτή κι αυτός εκαθότουν πάνου στο κρεβάτι του σκεφτικός κι εβαστούσε με τα δύο του χέρια το κεφάλι, σκυμμένος προς τη γη.
— Άι-Γιάννη Τουρκόγιαννε, του φώναξε ο επιζωήτης.
Αυτός εσήκωσε το βλέμμα και λυπημένος εκοίταξε για πολλή ώρα τον Πέτρο:
— Σ' άφηκε, του 'πε αναστενάζοντας, ο Θεός να πέσεις και σ' άλλο κρίμα για να μετανιώσεις και να δοξαστεί τ' όνομά του;
— Εσκότωσε ο Τουρκόγιαννος ή όχι; ερώτησε ο επιζωήτης.
— Δεν ξέρω, είπε ο Πέτρος κοιτάζοντας πάλε αθέλητα το χέρι του.
— Ω Ιούδα! ανέκραξε ο Τουρκόγιαννος, εσύ ξέρεις που δεν εσκότωσα, καθώς είναι γραμμένο! και μ' εκυνήγησες, εμένα έναν ορφανόν άνθρωπο, κι ηθέλησες να μ' ανεβάσεις στην κρεμάλα! Τι θα σου 'κανα; Και το χείλι του ξακολούθησε να τρέμει σα να μουρμούριζε ακόμη κάτι.
— Ποιος εσκότωσε! είπε ανυπόμονα ο επιζωήτης.
— Ας το πει! είπε ταραγμένος ο Τουρκόγιαννος· εγώ όχι! Και εκοίταζε πύρα τον Πέτρο και τα χείλη του εκουνιόνταν αδιάκοπα· ήθελε ακόμα να ειπεί κάτι, μα δεν το 'λεγε, σα να εφοβότουν. Τέλος κατέβασε τα μάτια και σιγαλά είπε.
— Κι η Μαργαρίτα; και το μέτωπο του ίδρωσε.
— Είναι γυναίκα μου, του απάντησε αμέσως ο Πέτρος ταραγμένος.
— Ω την επήρες! του 'πε ανατριχιάζοντας, την επήρες; Πώς εμπόρεσες!
Κι ο επιζωήτης είπε ολομεμιάς του Πέτρου μ' ένα άσκημο και δυνατό γέλιο, κοιτάζοντάς τον πρώτα και χτυπώντας του έπειτα τον ώμο.
— Στοιχηματίζω Πέτρο Πέπονα, το κεφάλι μου, που εκόντεψε να πέσει, πως εσύ ο ίδιος εσκότωσες για να πάρεις τη γυναίκα και τον αδικόβαλες.
Ο Τουρκόγιαννος έτρεμε όλος τώρα, ήταν ωχρός, τα μάτια του εδάκρυζαν κι είχε σηκωθεί από το κρεβάτι. Κι ο Πέτρος άκουσε αυτήν τη στιγμή κάτι να του σφίγγει το λάρυγγα, κι αλαλιασμένος εκοίταζε τον έναν κατόπι στον άλλον. Η ψυχή του αναστατώθηκε. Ο νους του δεν μπορούσε πλια να την κυβερνήσει· κι εδιάβηκε με μιας εμπρός του όλο το έγκλημα: ο σφαγμένος Αράθυμος, η νύχτα του φονικού, το καρτέρι στο σκοτάδι, το μαρτύριο του ανθρώπου που 'χε καταδικαστεί με τη δολερή μαρτυρία του, ο γάμος του· κι αυτήν την ώρα άκουσε πάλε μέσα του την ανάγκη να μολογήσει τα πάντα και ν' αλαφραίσει την αποσκληρημένη καρδιά του. Επάλεψε κάμποση ώρα με τον εαυτό του και ο αγώνας εκείνος εζωγραφιζότουν στο πρόσωπό του, που πότε εκοκκίνιζε, πότε εκιτρίνιζε, πότε ίδρωνε, στο φοβισμένο κι αλλόκοτο βλέμμα του, στες φλέβες του λαιμού του που εφούσκωναν, στη δίπλα που 'καναν τα ωχρά του χείλη, στο νευρικό ψηλάφισμα πόκαναν τα δάχτυλά του· το μυστικό τον έπνιγε. Η δύναμη που ήθελε να τόνε κάμει να μιλήσει ήταν ακατανίκητη· έκλεισε τα μάτια του που τώρα ήταν θαμπά και μεγάλα, κι είπε του Τουρκόγιαννου.
— Ω συμπάθησε!
Και ζαλισμένος εβάλθηκε να τρέμει σύγκορμος και τα μάτια του εγέμισαν δάκρυα κι έπειτα ένα κλάμα δυνατό τον ετίναξε, κρύος ίδρος τον έλουσε, γίνηκε κατακίτρινος, κι ερώτησε τον εαυτό του πώς θα μπορούσε αμέσως ν' αφανιστεί, για να μη τον βλέπουν οι άνθρωποι οι άλλοι, καταλαβαίνοντας αυτήν τη στιγμή πως τους είχε αδικήσει όλους με το σκληρό φονικό, κι έκρυψε το πρόσωπό του στα χέρια του κι εσωριάστηκε χάμου. Τώρα πλια δεν μπορούσε καθόλου ν' αντισταθεί σ' εκείνην τη δύναμη που τον έσπρωχνε ακατανίκητη στο χαλασμό του. Κι είπε με ξερή φωνή, μαζεύοντας όσο μπορούσε το κεφάλι μέσα στες πλάτες του.
— Εγώ εσκότωσα! Τη νύχτα στο σκοτάδι του 'χα στήσει καρτέρι! Κι αιστάνθηκε σα να 'βγαινε από μέσα του μια φλόγα, αφήνοντάς του πονεμένα τα σπλάχνα.
Και οι άλλοι κατάδικοι έμειναν ολόγυρά του σα φοβισμένοι από τη φριχτή στιγμή, κι εκοίταζεν ο ένας τον άλλον χλωμοί κι εκείνοι στο πρόσωπο.
Μόνο ο επιζωήτης εγελούσε ακόμα με ένα άσκημο χλευαστικό γέλιο κι είπε.
— Μεγάλος δε βαστάχτηκες ως το τέλος!
Κι ο Τουρκόγιαννος είχε βγει τώρα από το κελί του, χαμογελούσε περίτρομος, είχε δακρυσμένα τα μάτια κι έτρεμε μ' όλο το κορμί, παρέτοιμος να βλογήσει τον Πέτρο. Κι άξαφνα έλαμψε μέσα στο νου του η εικόνα της Μαργαρίτας, κι εθυμήθηκε τα ορφανά του Αράθυμου. Κι είπε έπειτα από ώρα με το συνηθισμένον κι ήσυχον τρόπο του.
— Δεν εσκότωσε! Εγώ σας γελούσα!
Κι ο Πέτρος ευρέθηκε με μιας ορθός και τον εσίμωσε κι έπεσε γονατιστός μπροστά του και ξακολούθησε να κλαίει χωρίς να προφέρει λέξη. Μα ο Τουρκόγιαννος ήσυχα πάλε ξανάπε.
— Λέει ψέματα! Εγώ εσκότωσα κι εγώ ετιμωρήθηκα· τόσο καιρό σας γελούσα.
— Απ' όταν εσκότωσα, ξανάπε ο Πέτρος, ο ίσκιος του δε μ' άφηκε γλυκιά στιγμή· μου φανερωνότουν και στον ύπνο, κι εζητούσε δεύτερη φορά να τόνε σκοτώσω, αφού είχα πάρει τη Μαργαρίτα, και δεν θέλει ακόμη να με λησμονήσει!
— Λέει ψέματα! ξανάπε ο Τουρκόγιαννος· εγώ εσκότωσα κι ετιμωρήθηκα.
— Ω συμπάθησε! του ξανάπε ο Πέτρος παρακαλώντας. Θα σου δώσουνε τώρα τη χάρη!
— Και πού να πάω; είπε ο Τουρκόγιαννος αναστενάζοντας· εγώ ένας ορφανός άνθρωπος; Η Μαργαρίτα πρέπει να μη μάθει και να ζήσει ευτυχισμένη μαζί σου, και στον κόσμο δεν έχω πλια τίποτα. Εδώ μέσα για με είναι ο κόσμος· δεν τη θέλω τη χάρη κι εδώ θα πεθάνω, γιατί πονεμένες ψυχές ζητούν παρηγοριά στη μετάνοια!
Αυτήν τη στιγμή ο φύλακας με την ήμερη όψη έκραξε τον Πέτρο.
— Πέτρο Πέπονα, του 'πε· η γυναίκα σου σε ζητεί από τα σίδερα για να σε χαιρετήσει.
Κι ο Τουρκόγιαννος έγειρε το βλέμμα του προς τη σιδερένια πόρτα, εκοίταξε μια στιγμή τη Μαργαρίτα, αναστέναξε κι εμπήκε ξανά κλαίοντας στο κελί του.
ΜΕΡΟΣ Α΄
Η Κυρία Φωτεινή ήταν στο μαγειρειό της. Ήταν μια γριά κυρία, που ’χε περάσει κιόλας τους εξήντα χρόνους, μικρή στο ανάστημα, ντυμένη με απλά μαύρα φορέματα, με μιαν πάνινη γαλάζια ποδιά δεμένη στη μέση της, με ζαρωμένο το πρόσωπο, ωχρό και στεγνό πολύ, με βαθουλωμένα και ξεθωριασμένα μάτια υγρά από κάποιο δάκρυ.
Σε μια γωνιά του μαγειρειού εκαθότουν, σε μια ξύλινη καρέκλα, μια πλιο γριά ακόμα υπηρέτρια, που ακουμπούσε το κεφάλι στο χέρι, εφαινότουν βαρύθυμη και κείνη και δεν εμιλούσε.
Ήταν απόγιομα αργά. Το παραθύρι ήταν ανοιχτό. Όξω ο ήλιος που εκόντευε να δύσει ερόδιζε στον ουρανό τα λίγα σύγνεφα. Ένας ανάλαφρος αέρας έμπαινε μέσα, υγρός και χλιαρός, ανοιξιάτικο φύσημα μέσα στην καρδιά του χειμώνα.
Σ’ ένα μικρό χαλκωματένιο αγγειό η κυρία Φωτεινή εζέσταινε λίγο ζουμί. Τ’ ανακάτευε μ’ ένα ξύλινο κουτάλι, τ’ άφηκε να χοχλάσει, το τράβηξε από τ’ αναμμένα αθράκια, έσπασε μέσα δυο αυγά και φέρνοντας στο στόμα της την άκρη του κουταλιού για να το δοκιμάσει, είπε με το νου της αναστενάζοντας:
-Τόσο κακά!…
Κι εγύρισε προς την πόρτα προσέχοντας μην άκουε κάτι κι εξανασυλλογίστηκε:
-Δε θα το φάει! δεν παίρνει πλια τίποτε!…
Εκούνησε πικρά το κεφάλι· στο πρόσωπό της εφάνηκε η κατάκαρδη στενοχώρια του άνοπλου ανθρώπου, που ο φόβος τού παγώνει τα σπλάχνα και που δε θέλει ή δεν μπορεί να παραδεχτεί δυνατή τη συμφορά του, αλλά που δε χάνει τη δύναμη, ως το τέλος, και από το νου της ωστόσο επέρασε σα μια απαίσια αστραπή η τρομερή ιδέα που θα πιθυμούσε να την ξεφύγει: -Θα ετελείωνε!…
Ύψωσε απελπισμένα στον ουρανό τα μάτια της και τα χείλη της εβάλθηκαν να τρέμουν:
-Ο Άλκης μου!… Ω δεν μπορεί!… δεν μπορεί!… Ο Θεός δε θα το θελήσει… Γιατί, μα γιατί να τιμωρήσει εμέ τη γριά τη χήρα… Δε με παίρνει εμένα καλύτερα;… Εκείνος έχει τη ζωή μπροστά του!… Ω!…
Και μηχανικά άδειασε το ζουμί σ’ ένα βαθύ πιάτο, εστάθηκε μία στιγμή μ’ ελπίδα και με τρόμο, παραμονεύοντας μήπως άκουε κάτι και τέλος εβγήκε από το μαγειρειό, κρατώντας με προσοχή στα δυο της χέρια το φαγητό του αρρώστου…
Ο ήλιος που επήγαινε να δύσει έμπαινε μέσα από το παράθυρο κι έχυνε όλο το χαρούμενο φως του στη μικρή καθάρια κάμαρα. Απ’ όξω ακουόταν το διπλό κελάδημα κάποιου πουλιού, που εκαθότουν στον κλώνο μίας ανθισμένης πασκαλιάς. Από το δρόμο ανέβαινε ο βρόντος μιανής άμαξας, που εδιάβαινε, και ο ήχος της ομιλίας των ανθρώπων που εκαθόνταν στο απέναντι μικρό καφενείο αδιάφοροι. Κι όλα μέσα στην κάμαρη είχαν πάρει ένα χρώμα ροδί, οι τοίχοι, τα έπιπλα, τα σεντόνια, ως και το χλωμό, λιγνό και διάφανο πρόσωπο του αρρώστου, που εκειτότουν πλαγιασμένος ανάσκελα στο σιδερένιο κρεβάτι του κάτω από τα ηλιόλουστα σκεπάσματά του.
Τέσσερα μαξιλάρια του βαστούσαν ψηλά το κεφάλι. Τα μάτια του ήταν βαθουλωμένα και μισάνοιχτα. Μαύρες κηλίδες εμελάνιαζαν το πλατύ και άσαρκο μέτωπό του. Τα μάγουλά του έμπαιναν μέσα στο στόμα. Τα ωχρά, ψιλά, φρυγμένα χείλη εχανόνταν ανάμεσα στες τρίχες του μαύρου μουστακιού του και του μικρού μυτερού γενιού του. Κι όλο το πρόσωπό του ήταν αναμερισμένο λιγάκι κι απλωνότουν απάνου στη γλυκιά μορφή του η ειδή του πόνου, κι ήταν η αναπνοή του κοντή και δύσκολη κι έμοιαζε σε αναστεναγμό και κάπου κάπου ανάγερνε από δω κι από κει το κεφάλι, για να ρουφήσει αέρα, ενώ τα ωχρά, μακρουλά και λιγνά δάχτυλά του όλο εζάρωναν τη δίπλα του λευκού σεντονιού του. Εφαινότουν μακρύς πολύ μέσα στο κρεβάτι του και νέος πολύ ακόμα, μόλο που η όψη του έδειχνε σαν άκαιρα γερασμένη από την αρρώστια.
Σιμά στο προσκέφαλό του, πάνω σ’ ένα μικρό τετράγωνο τραπεζάκι, ήταν αραδιασμένα διάφορα μπουκάλια, ένα σβησμένο κερί και δύο ασημένια κουταλάκια∙ και στα πόδια του κρεβατιού ήταν μία μεγάλη πολυθρόνα, που τώρα ήταν άδεια.
-Άλκη! είπε η μητέρα, πασκίζοντας να χαμογελάσει και ζυγώνοντας το κρεβάτι. –Άλκη, το ζουμί σου!
Ο άρρωστος δεν αποκρίθηκε. Εκείνη ακούμπησε το πιάτο στο μικρό τραπεζάκι, έβαλε κάτω από το πηγούνι του γιου της μία λευκή πετσέτα κι επάσκισε με υπομονή να του βάλει στο στόμα μίαν κουταλιά. Μα ο άρρωστος δεν εκατάπινε. Ανοιγόκλεισε μία στιγμή τα βαθουλά του μάτια, το ζουμί εχύθηκε από την άκρη του χειλιού του κι ένας βήχας ξερός τον ετίναξε. Η κυρία Φωτεινή ξαναπίθωσε το πιάτο πάνω στο μικρό τραπεζάκι, εκοίταξε μία στιγμή ψηλά, σα να εδεότουν, επήγε κι εκάθισε λυπημένη στην ξύλινη πολυθρόνα της κι εκοίταξε απέναντί της παραπονεμένα δύο άλλες γυναίκες που εκαθόνταν εκεί σιωπηλές και λυπημένες.
Η μία ήταν η Ευλαλία. Ντυμένη μ’ ένα ανοιχτόχρωμο κλαδωτό φόρεμα, χωρίς καπέλο στο ξανθό της κεφάλι, παρακολουθούσε όλην την ώρα, μ’ ένα βλέμμα που μολογούσε τη στενοχώρια της καρδιάς της, κάθε κίνημα του αρρώστου, κάθε του βήξιμο, κάθε του πνοή, σκύφτοντας με το κορμί της πότε από το ένα πότε από τ’ άλλο μέρος, για να βλέπει αν τα χείλη του εσάλευαν, για να βλέπει τα μάτια του ανάμεσα στα μισόκλειστα βλέφαρα… Γριά, μεγάλη, σοβαρή η άλλη, μία αρχόντισσα άλλου καιρού, με τα κάτασπρα μαλλιά της κάτω από το μικρό, μαύρο, τούλινο καπελάκι της, που ήταν δεμένο με δυο μαύρες ατλαζένιες κορδέλες στο λαιμό της και ντυμένη μ’ ένα μαύρο μεταξωτό φόρεμα παλαιού συρμού, τριμμένο λιγάκι, ήταν η μητέρα της, η κυρία Μαρία Οφιομάχου.
Οι τρεις γυναίκες έμειναν σιωπηλές για πολλήν ώρα. Η μητέρα εκοίταξε με θλιμμένη υπομονή τον άρρωστο. Ήταν πλιο ανήσυχος τώρα. Έριχνε με περισσότερη βία από δω κι από κει το κεφάλι, ανάδευε με τα πόδια του τα ρούχα του κρεβατιού, ετυραννούσε πάντα με τ’ άσαρκα δάχτυλά του τη δίπλα του σεντονιού κι εβογγούσε μουγγά μουγγά. Μία κόκκινη αχτίδα του ήλιου που εδυούσε εφώτισε το μπρούντζινο πόμολο του κρεβατιού κι εκαθρεφτίστηκε στο ζαρωμένο πρόσωπό της, χρυσώνοντάς το, το δειλό κελάδημα ακούστηκε καθαρότερο μέσα στην κάμαρα, γιατί το πουλί είχε ανέβει ψηλότερα στον ανθισμένο κλώνο της πασκαλιάς, που εφαινότουν μέσαθε από τα κλεισμένα τζάμια, ο δρόμος αυτή τη στιγμή ήταν γεμάτος ζωή!…
Και η Ευλαλία εγύρισε μ’ έναν αναστεναγμό προς το παράθυρο το ξανθό της κεφάλι και μ’ ένα πικρό χαμόγελο στα ωχρά της χείλη, επρόσεξε τη φωνή του πουλιού, που πάνω στο αδύνατο κλαρί του ανοιγοκλειούσε, κοιτάζοντας τον ουρανό, το μικρό του το στόμα∙ άκουσε στο δρόμο ανθρώπους που μιλούσαν και κάποια τους λόγια αδιάφορα και ασυνάρτητα της χτύπησαν ξάστερα τα αυτιά της… Κι εξανακοίταξε τέλος με λαχτάρα τον άρρωστο νέο και τες δύο άλλες γυναίκες… Ως κι αυτές εφαινόνταν να προσέχουν σ’ ό,τι εγενότουν στο δρόμο…
Ο άρρωστος κάτι εψιθύρισε. Τον επρόσεξαν κι οι τρεις τους. Μα καμία δεν εκατάλαβε…
-Δεν έρχεται ακόμα, είπε σε λίγο ανήσυχη η κυρία Φωτεινή.
-Ακόμα, είπε η άλλη γριά κυρία με πρόσωπο ατάραχο.
Η Ευλαλία τες κοίταξε και δεν εμίλησε. Κι έτσι εσώπασαν πάλι για πολλήν ώρα…
Η μητέρα ξανασηκώθηκε τέλος, ξαναζύγωσε το κεφάλι του γιου της, του ’πιασε σιγαλά το μέτωπο, εκοίταξε προς τον ουρανό, αναστέναξε, εζήτησε έπειτα κάτι επάνου στον κομό κι ήρθε και ξανακάθισε στη θέση της, κρατώντας με το χέρι της κλειστά τα μάτια.
-Έχει πυρετό; την ερώτησε σε λίγο η κυρία Οφιομάχου.
Δεν της απάντησε παρά εκούνησε ανάλαφρα το κεφάλι.
-Ήρθαν σήμερα; την ξαναρώτησε χαμηλόφωνα η άλλη.
-Το πρωί, εψιθύρισε.
-Και τι είπαν; της ξανάπε ζυγώνοντάς την, μ’ ένα σκύψιμο του κορμιού της.
-Ωχ! Έκαμε η μητέρα κουνώντας πικραμένα το κεφάλι και δείχνοντας με το χέρι τον άρρωστο… Καθένας το βλέπει… Κι ωστόσο μου φαίνεται πως μου τον ανασταίνουν, όταν έρχονται!… Ω η νύχτα!… η νύχτα που είναι τόσο μεγάλη… τόσο ατελείωτη… Κλεισμένοι εδώ μέσα οι δυο μας!… Μου φαίνεται χρόνος!…
Και λέγοντας έτσι αναστέναζε κάθε τόσο και άγγιζε, πότε με το ένα, πότε με το άλλο της χέρι, τα καστανά καλοχτενισμένα μαλλιά της, που τα γεράματα τους είχαν μόνο σβήσει τη λάμψη…
Ο βόγγος του Άλκη την έκαμε άξαφνα να σιωπήσει. Εγύρισε προς το κρεβάτι, μα η αχτίδα του ήλιου έπεσε από το πόμολο μέσα στα μάτια της και δεν την άφηκε να ιδεί τον άρρωστο αμέσως. Του χαμογέλασε όμως κι έβαλε το χέρι στο μέτωπό της, κάνοντας ίσκιο, εκάρφωσε κάμποσες στιγμές το βλέμμα της στο πρόσωπο του αρρώστου κι εκοίταξε κατά το παράθυρο με στενοχώρια.
Κάτου στο δρόμο ένας αμαξάς βλαστημούσε με δυνατή φωνή τ’ άλογό του κι άλλοι άνθρωποι γελούσαν δυνατά και κείνοι. Μα το μάτι της είχε αντικρύσει το μικρό πουλάκι, που επηδούσε πάνω στα κλαδιά της ανθισμένης πασκαλιάς και που εκοίταζε τώρα κι εκείνο σα με περιέργεια μέσα στην κάμαρη βγάζοντας κάπου κάπου από το μικρό του λαρύγγι ένα μονάχο άρρυθμο κελάδημα.
-Δεν έρχεται ακόμα, είπε πάλι σε καμπόσο.
-Ακόμα, της απάντησε η άλλη γριά κυρία. Κι ακολούθησε μία μακρινή σιωπή…
Τώρα η Ευλαλία έπιασε άξαφνα τα δυο χέρια της μητέρας, την εκοίταξε κατάματα, της χαμογέλασε μ’ ένα δάκρυ και της είπε χαμηλόφωνα με πίστη: -Θα γιατρευτεί!… ω, θα γιατρευτεί!…
Κι αμέσως εζύγωσε το κρεβάτι.
Έμεινε κάμποσες στιγμές ορθή στο προσκέφαλο του αρρώστου, κοιτάζοντας περίλυπα τη χλωμή του την όψη, που την ερόδιζαν αυτήν τη στιγμή περισσότερο ακόμη οι τελευταίες αχτίδες του ήλιου και παρακολουθούσε, κινώντας ανάλαφρα το κεφάλι της σε κάθε του κίνημα, κάθε ανάδεμα του κορμιού του, κάθε σάλεμα του κεφαλιού του, κάθε σφίξιμο του χεριού του πάνω στο σεντόνι, κάθε προσπάθεια που έκανε το άρρωστο στήθος του για να πάρει πνοή… Και ολομεμιάς το πρόσωπο της εχλώμιανε και η όψη της έγινε σοβαρή, παραπονεμένη. Εκατέβασε τα μάτια της, η αναπνοή της έγινε γλήγορη, τα κινήματα του κεφαλιού της άταχτα, έφερε το χέρι στο μέτωπό της, εχάιδεψε νευρικά το κεφάλι της κι ήρθε σιγά σιγά, αναστενάζοντας, στο παράθυρο…
Εκεί ακούμπησε το μέτωπό της στο τζάμι, τα μάτια της εμόσκεψαν και παραδόθηκε αθέλητα σ’ ένα σιγαλό και πολύδακρυ κλάμα…
Αυτήν την ώρα κάποιος γνώριμός της εδιάβαινε στο δρόμο κι αθέλητα τον επρόσεξε… Κι επρόσεξε έπειτα έναν έναν τους ανθρώπους που εκαθόνταν στο απέναντι καφενείο, τα μεγάλα δέντρα του δρόμου, το μικρό πουλάκι, που δεν ήθελε ν’αφήκει το κλαρί της ανθισμένης πασκαλιάς, τη χρυσή σκόνη που εσήκωνε κάποιο αμάξι που περνούσε με θόρυβο και τον ξερό κι άσπλαχνο κρότο της μάστιγος του αμαξηλάτη… Είδε έπειτα τον κόκκινο δίσκο του ήλιου, που εκυμάτιζε κι αναδευότουν στα μακρινά χρυσοπόρφυρα ουρανοθέμελα, γυμνός, χωρίς τες λαμπερές αχτίδες του, εσήκωσε κατόπι τα μάτια της προς τον ουρανό, που ’χε ασπρίσει, είδε κι εκεί ένα διαβατάρικο σύγνεφο, που έλαμπε μ’ όλα τα σπάνια χρώματα, κι ωστόσο η πίκρα, που την έκανε να κλαίει, δεν έφευγε από την καρδιά της…
Και τώρα εσηκωνότουν η κυρία Φωτεινή και την εζύγωνε… Της έπιασε το χέρι και της το ’σφιξε μ’ ένα αναστεναγμό. Της άνοιξε δακρυσμένη και κείνη την αγκαλιά της και με το υγρό της βλέμμα την ευχαριστούσε θερμά. Και η Ευλαλία έπεσε στον κόρφο της πονεμένης μητέρας και για πολλή ώρα οι δύο γυναίκες έμειναν έτσι αγκαλισμένες κι εκλαίγαν σιγαλά και οι δύο… Η άλλη γριά κυρία τες εκοίταξε πικρά…
Τώρα ξανακάθισαν η μία σιμά στην άλλην. Η κυρία Φωτεινή στη μεγάλη ξύλινη πολυθρόνα της, βαστώντας πάντα στα γόνατά της το χέρι της Ευλαλίας και σφουγγίζοντας τα βουρκωμένα μάτια της.
-Τρεις μέρες! εψιθύρισε πικρά… δεν πήρε τίποτα∙ ούτε έπιε, ούτε φάρμακο… κι είναι φρυμένο το στόμα του… και καμιά νύχτα δεν επήρε ύπνο!… Τρεις μέρες!…
-Η αρρώστια, αποκρίθηκε η Ευλαλία, κουνώντας λυπημένη τ’ όμορφο κεφάλι της και κοιτάζοντας τον Άλκη.
-Μεγάλο το όνομα του θεού! αναστέναξε με φρίκη η κυρία Φωτεινή… Εκείνος ορίζει!…
-Εκείνος ορίζει! εψιθύρισε και η άλλη γριά κυρία κλειώντας τα βλέφαρα…
Κι εσώπασαν πάλι…
Τώρα ο ήλιος είχε δύσει πια και το πρόσωπο του αρρώστου εφαινότουν μακρύ και κίτρινο σαν του πεθαμένου∙ η μύτη του είχε μεγαλώσει κι είχε λιανύνει∙ και το μουστάκι του και τα γένια του εφαινόνταν πλιο μαύρα, σκεπάζοντας τα κατάχλωμα χείλη του και τα βαθουλωμένα μάγουλά του κι ωστόσο η ανησυχία του είχε περισσέψει και η αναπνοή του είχε γίνει δυσκολότερη. Του κάκου επροσπαθούσε να αναστενάξει∙ η προσπάθεια επνιγότουν στο λαιμό του κι ένας βόγγος βαρύς τού εσάλευε όλο του το κορμί, τον έκανε να αναδεύει τα χέρια πάνω στο σεντόνι και τα πόδια κάτω από τα λευκά σκεπάσματα, που εφαινόνταν να του βαραίνουν το στήθος.
Και το φως της ημέρας ολιγόστευε πάντα∙ και τα έπιπλα της κάμαρας εβυθιζόνταν αδιάκοπα μέσα στες γωνίες, που εσκοτείνιαζαν κιόλα∙ κι ο αέρας εφαινότουν σα να ’θελε σιγά σιγά να πήξει, σα να ’θελε να γίνει κι εκείνος πιαστή και μαύρη σκόνη, σ’ εκείνην την κάμαρη, όπου επρόσμεναν οι τρεις γυναίκες, περίφοβες, από στιγμή σε στιγμή το θάνατο, χωρίς η μία να το μολογά της άλλης. Με την ημέρα που ετελείωνε τόσο πικρά εσβηνόνταν κιόλα οι παρήγορες ελπίδες τους, και η μητέρα μάλιστα αισθανότουν στην καρδιά της ένα βαρύ πλάκωμα που επερίσσευε από στιγμή σε στιγμή, ζουλίζοντας το στήθος της.
-Ενύχτωσε κιόλα, είπε… Κι ο γιατρός ακόμη!…
-Ακόμη! της απολογήθηκε με υπομονή η γριά αρχόντισσα.
-Μα θα ’ρθει! είπε η Ευλαλία με στενοχώρια… Αν δεν έρθει δε φεύγομε!…
-Ναι, εβεβαίωσε ατάραχη η μητέρα της κι ένα μικρό χαμόγελο τής άνοιξε τα χείλη.
Κι εγίνηκε πάλι βαθιά σιωπή…
Οι φωνές του δρόμου είχαν λιγοστύνει∙ δεν ακουόνταν παρά πολύ λίγο και σπάνιες σ’ εκείνην την θλιβερήν ώρα του σούρουπου, που απλωνότουν απάνω στη δημιουργία. Και οι τρεις γυναίκες ήταν βαρύθυμες και ανήσυχες, σα μηδενωμένες αυτήν την ώρα, μέσα στην κάμαρη του αρρώστου, που ολοένα εσκοτείνιαζε, κι εκοίταζαν και οι τρεις, με αμίλητη στενοχώρια, του αρρώστου το κεφάλι, που έβγαινε μέσα από τα λευκά κλινοσκεπάσματα και που έμοιαζε τώρα σε ίσκιον άλλου κόσμου, γιατί δεν εφαινόνταν πια παρά τα μαύρα μαλλιά του και τα μαύρα του γένια, που έβγαιναν από ένα πρόσωπο χαμένο μέσα στη μαυρίλα.
Η γριά υπηρέτρια, με μία λάμπα αναμμένη στο χέρι, εμπήκε τότες, σέρνοντας τα αδύνατα πόδια της. Την απίθωσε προσεχτικά απάνω στον κομό. Εστάθηκε έπειτα λιγάκι, αμίλητη και κείνη, μπρος στο κρεβάτι, σταυρώνοντας τα χέρια της, εκούνησε το κεφάλι της, επήγε κι έκλεισε το παράθυρο και με κατεβασμένο βλέφαρο εβγήκε από την κάμαρα του αρρώστου. Όξω την άκουσαν να αναστενάζει…
Τέλος, απάνου σε ώρα, ο γιατρός Αριστείδης Στεριώτης έμπαινε και κείνος στο δωμάτιο. Όλα τα μάτια εστράφηκαν μ’ ελπίδα προς το πρόσωπό του. Ήταν ένας άντρας σαράντα χρονών, ξακουσμένος πλια στη χώρα για τη βαθιά του επιστήμη και τη γιατρική του θαυματουργία. Ήταν ακόμη ξανθός∙ με μικρό μυτερό γενάκι που δεν ήθελε να ασπρίσει∙ είχε μάτια γαλανά ξεθωριασμένα κι ανήσυχα, κι ήταν μέτριος στο ανάστημα, με μαύρα καινούρια και καλοφτιασμένα ρούχα.
Εσταμάτησε μια στιγμή στην πόρτα και το πρόσωπό του που ήταν χαρούμενο πάντα, σα να μην είχε ποτέ φροντίδες στην καρδιά του ολομεμιάς εσκοτείνιασε. Εχαμογέλασε όμως πάλι αμέσως, επροχώρησε, κουνώντας περίεργα το λιγνό κορμί του, κι εχαιρέτησε φιλικά τες κυρίες.
-Γλίτωσέ μου τον! εψιθύρισε αμέσως η μητέρα σμίγοντας τα χέρια.
-Γλίτωσέ μου τον! παρακάλεσε και η Ευλαλία μ’ ένα δάκρυ κατεβάζοντας τα μάτια.
Ο γιατρός εκοίταξε με περιέργεια τη νέα, εδάγκασε μία στιγμή το χλωμό του χείλι, εκατέβασε και κείνος το βλέφαρο και σοβαρά εψιθύρισε:
-Αφού το φάρμακο δεν ενεργεί, πώς να βοηθήσω!…
Και λέγοντας έτσι έδινε το χέρι στες ξένες κυρίες.
Σε μία στιγμή ξαναείπε, κοιτάζοντας μ’ ένα ανήσυχο χαμόγελο την Ευλαλία:
-Κι εσείς; πώς εδώ;…
Η Ευλαλία έμεινε σοβαρή κι αμίλητη. Εκείνος πλησίασε το κρεβάτι.
Εστάθηκε σκεφτικός λίγες στιγμές, εκοίταξε μπρος στο φως της λάμπας ένα από τα μπουκάλια, που ήταν απάνω στο μικρό τραπεζάκι, έκαμε με τα χείλη του ένα μορφασμό κι έπιασε το σφυγμό του αρρώστου, βγάζοντας από την τσέπη το χρυσό του ρολόι.
Η κυρία Φωτεινή τον ετήραζε με μία στενοχώρια, που ολοένα εμεγάλωνε. Κανείς δεν εμιλούσε. Ο γιατρός άφηκε τέλος το χέρι του αρρώστου, έβγαλε από μίαν άλλην τσέπη ένα μικρό νικελένιο κουτί κι είπε σουφρώνοντας το ωχρό μέτωπό του:
-Ας του κάμουμε μίαν ένεση!…
-Ω δεν μπορώ να βλέπω! είπε αμέσως η μάνα, κρύβοντας με τα χέρια τα μάτια της… Κι ολομεμιάς εξεκίνησε προς την πόρτα. Η άλλη γριά κυρία την ακολούθησε, αφήνοντας την Ευλαλία με το γιατρό σιμά στον άρρωστο…
Στο μικρό σαλονάκι, όπου οι δύο γριές κυρίες εκάθισαν, ήταν σκοτάδι. Μα σε λίγο η γριά υπηρέτρια έφερε κι εκεί μία μικρή λάμπα. Και τότες μόνο η κυρία Φωτεινή εβάλθηκε σιγαλά να κλαίει.
-Είναι σαν τότες! είπε σε καμπόσο μ’ ένα αναφιλητό.
-Σαν τότες! ξαναείπε η άλλη αναστενάζοντας θλιβερά.
-Αχ! είπε πάλι η μητέρα∙ μου φαίνεται πως τα εικοσιπέντε χρόνια δεν έχουν περάσει… γιατί η λύπη δεν έχει σβήσει!… Μου φαίνεται πως είναι τώρα!… κι ήταν σαν τώρα!… Σαν τότες με το πρώτο παιδί, πριν γεννηθεί ο Άλκης… Ήταν έξι χρονών!…
-Σαν τότες! αναστέναξε η άλλη.
Μία δύναμη ακατανίκητη ανάγκαζε την κυρία Φωτεινή να μιλήσει. Ο τωρινός της πόνος ξυπνούσε μέσα στην καρδιά της παλιές αποκοιμημένες λύπες, παλιές στενοχώριες, που εζωντάνευαν πάλι σ’ εκείνες τες στιγμές.
-Ο πατέρας του, ξαναείπε… εζούσε τότες ο μακαρίτης… εζούσε κι η μάνα του η άγια γυναίκα! Αχ αυτοί από κει που είναι, ξέρουν τι θα απογίνει!… Ο πατέρας του, το βαστούσε στην αγκαλιά ώρες και ώρες!… Ήταν βαρύ, γιατί ήταν μεγάλο… Κι είχε βαρεθεί το κρεβάτι… Μα οι αγρύπνιες κι η λύπη τους είχαν αρρωστήσει… Κι εκείνο ήθελε να βλέπει ακόμη το φως της ημέρας από το παράθυρο… κι ήθελε να βλέπει το δρόμο και τους ανθρώπους που εγνώριζε στο δρόμο… και τους εχαιρετούσε… κι εκοίταζε τον ουρανό και τον εχαιρετούσε!… Κι εκοίταζε το φως και τον κόσμο, που αγαπούσε… Κι ο πατέρας δεν μπορούσε πλια να το βαστά στην αγκαλιά του μπρος στο παράθυρο, γιατί ήταν μεγάλο και το φίλησε στο ζεστό το μάγουλο και του ’πε γλυκά: «Παιδί μου, δε σε μπορώ… παιδί μου!… Κάθισε στο κρεβατάκι σου λίγο… μου πονούν όλα τα κόκαλα!…» Του πονούσαν από τον κόπο κι από τες αγρύπνιες… Ήταν μακρινή η αρρώστια… μακρινή κι απελπισμένη!… Και το ξαναφίλησε και το ρώτησε μ’ ένα χαμόγελο, ποιον αγαπούσε καλύτερα την μητέρα ή τον πατέρα, κι εκείνο εγέλασε, γιατί αναθυμήθηκε πως έτσι πάντα το ρωτούσε, κάθε που έπαιζαν μαζί και του αποκρίθηκε αμέσως: «Όμοια!…» Κι ήταν αυτός ο στερνός του λόγος και το στερνό του γέλιο, γιατί έπειτα έχασε αμέσως τη λαλιά, ώσπου μας πέθανε!… Κι είναι σαν τότες!…
Και λέγοντας έτσι τα δάκρυα εβγήκαν ποτάμι από τα θλιμμένα της μάτια.
-Σαν τότες! είπε η άλλη μ’ ένα μουγγό αναστεναγμό και μ’ ασυγκίνητη όψη.
-Κι εβγήκε, ξακολούθησε η κυρία Φωτεινή, από την κάμαρα όπου είχε πεθάνει κι εκοίταζε ο πικρός πατέρας, ο χλωμός και σαστισμένος, τον ουρανό με παράπονο και με θυμό… Ήτανε, έλεγε, άθρησκος και άθεος!… Το ’λεγε πριν αρρωστήσει το παιδί του… Κι έπειτα τον είχα ιδεί συχνά να κλαίει και να δέεται… Κι αυτήν την ημέρα είχε θυμώσει με τη δύναμη του Θεού και τον εβλαστήμησε, γιατί τον επλήγωνε κατάκαρδα!… Κι εβρέθηκε ομπρός του, αυτήν την ίδια στιγμή η γριά του η μητέρα, που εβάλθηκε να τρέμει λιγωμένη και κείνη από τη λύπη της… Και μ’ ένα δάκρυ στο μάτι του ’πε με συμπόνια: «Αλίμονό μας!… Με το Θεό, γιε μου, στην ώρα αυτή της δοκιμασίας!… Σκύψε το κεφάλι σου κι υπόμεινε… αλίμονο!...» Κι ο δύστυχος εσωριάστηκε κλαίοντας σιμά στο μικρό λείψανο, σ’ έναν καναπέ, κρύβοντας στα χέρια του το πρόσωπο κι έκλαιγα και γω συντριμμένη σιμά του κι εκεί ο νους του εσκοτίστηκε από τον πόνο, από τον κόπο κι από την αγρύπνια!… Κι ήσουν τότες εκεί… κι είναι σαν τότες…
-Κι είναι σαν τότες, εψιθύρισε και η άλλη κλειώντας τα μάτια και κουνώντας το κεφάλι.
Κι αυτήν τη στιγμή επρόβαλε στην πόρτα του μικρού σαλονιού η Ευλαλία κι ανήσυχη εκοίταξε τες δύο γυναίκες, που άξαφνα εβρεθήκαν αγκαλιασμένες κι έκλαιγαν και τους είπε με φωνή πνιγμένη από τη συγκίνηση:
-Ο γιατρός σάς θέλει!…
Και οι δύο γριές την ακολούθησαν σαν απομωραμένες στην κάμαρα του αρρώστου.
Ο Άλκης ήταν τώρα ξαπλωμένος στο κρεβάτι, χωρίς προσκέφαλο. Ο γιατρός σοβαρός εκρατούσε το σφυγμό του. Η μητέρα μία στιγμή ενόμισε πως το τέλος είχε έρθει κι ηθέλησε να ριχτεί να φιλήσει το νεκρό παιδί της, παρέτοιμη να χτυπηθεί και να κλάψει μπρος στη συφορά. Μα ο γιατρός την σταμάτησε μ’ ένα βλέμμα κι είπε χαμηλόφωνα: «Ζει!» Και σα να διόρθωνε τον εαυτό του ξανάπε αμέσως στοχαστικός: «Ακόμα ζει!… Μα θα βαστάξει η καρδούλα;…» Κι εχαμογέλασε πικρά…
Ένας ίδρος ψιλός επερίβρεχε το μέτωπο του αρρώστου, που μετά βίας ανάπνεε γλήγορα και άταχτα. Τον εκοίταζαν όλοι με χτυποκάρδι. Άξαφνα ο λαιμός του εκινήθηκε, άνοιξε μεγάλα τα μάτια του κι ολομεμιάς εβάλθηκε να βήχει, ξερά πρώτα και δύσκολα, σα να εσκιζόταν τα σπλάχνα του, μα λίγο λίγο το βήξιμο εμαλάκωσε κι εδυνάμωσε κι εβάσταξε για πολλή ώρα… Κι ο ίδρος ωστόσο εγινότουν περισσότερος απάνου στ’ ωχρό μέτωπό του και του κυρίεψε σιγά όλο το πρόσωπο κι έπειτα το κορμί ολόκληρο και κουρασμένο, ο άρρωστος έκλεισε τέλος τα μάτια του, σα να ’θελε τότες να πεθάνει…
Έτρεμε η μητέρα… Οι δύο άλλες γυναίκες εκοίταζαν σαστισμένες. Ο γιατρός δεν εμιλούσε. Μα άξαφνα πάλι ο άρρωστος εξύπνησε κι επερίφερε τριγύρω ανήσυχο το βλέμμα του κοιτάζοντας όλη την κάμαρα. Και η ματιά του αντάμωσε κάποια στιγμή το θολό βλέμμα της Ευλαλίας που τον εκοίταζε με πικρή στενοχώρια κι εχαμογέλασε πονεμένα με τα χλωμά κι άσαρκα χείλη του… και ξανάκλεισε πάλι τα μάτια.
Τον εκοίταζαν όλοι πάντα με ανήσυχη περιέργεια. Στα στήθια της μάνας η καρδιά της χτυπούσε βαριά. Αυτήν τη στιγμή η γριά γυναίκα ήταν παρέτοιμη να λιγοθυμήσει, μην ξέροντας αν έπρεπε να χαρεί ή να κλάψει και από την αναμονή και τη στενοχώρια βαστούσε και την πνοή της, παραμονεύοντας του γιατρού την όψη με μία φωτεινή μα δειλότατη ελπίδα στη συνείδησή της.
Ο γιατρός δεν άφηνε το σφυγμό του αρρώστου.
Κι ωστόσο ο Άλκης σα μέσαθε από ένα όνειρο εχαμογέλασε πρώτα μισανοίγοντας τα κουρασμένα του μάτια και κοιτάζοντας μία στιγμή την Ευλαλία επρόφερε με σβησμένη φωνή τούτα τα λόγια:
-Και συ;… Πεθαμένη και συ; Σε ξαναβρίσκω;
Και ανάγειρε το κεφάλι και ξανάκλεισε τ’ άφεγγα μάτια. Ένας καινούριος ίδρος τον επλημμύρισε και το πρόσωπό του εκέρωσε.
-Ω ζήσε! του φώναξε με τρεμάμενη φωνή η Ευλαλία, ενώ τα μάτια της είχαν πλημμυρίσει από τα δάκρυα και οι δύο γριές ξανάπεφταν στην αγκαλιά η μια της άλλης κυριεμένες και κείνες από την ίδια συγκίνηση…
Μία προσευκή εβγήκε σιγαλά από το στόμα τους∙ ο γιατρός σοβαρός ετοίμαζε πάλι κάποιαν ένεση.
-Μα δεν είναι στο νου του! αναστέναξε η μάνα.
-Ο πυρετός! είπε η κυρία Οφιομάχου.
-Πού με πας; ξαναψιθύρισε ο άρρωστος, χωρίς ν’ ανοίξει τα μάτια. Δε σ’ είχα αποχαιρετίσει όταν απέθανες… Τι γλήγορα που εσμίξαμε πάλι!…
-Άλκη! είπε με πόνο η μητέρα.
-Άλκη! είπε με πόνο η Ευλαλία.
-Τόνε χάσαμε! ξανάπε η πρώτη με τρόμο και στενοχώρια.
-Όχι! είπε η άλλη γριά κυρία συγκινημένη.
-Σας ακούει, είπε φοβισμένη η Ευλαλία.
-Νερό!… ξαναψιθύρισε ο άρρωστος.
Η μητέρα του ’βαλε τρέμοντας στο στόμα ένα κουτάλι κι ο άρρωστος εκατάπιε.
-Εγλίτωσε, είπε ο γιατρός μ’ ένα χαμόγελο. Και διορθώνοντας αμέσως τον εαυτό του ξανάπε: -Μπορεί να γλιτώσει, μπορεί!… Κι εκοίταξε την Ευλαλία μ’ ένα παράξενο βλέμμα…
Τώρα κι η μητέρα σαν απομωραμένη τον εκοίταζε και με το βλέμμα τον ερωτούσε. Αμέσως δεν είχε καταλάβει τι έλεγε ο γιατρός κι έπειτα δεν επίστευε στ’ αυτιά της. Ήτανε πλια τόσο βέβαιη μέσα της πως οι ελπίδες της ήταν όνειρα πλάνα και πως μόνο ο πόθος της έκανε να φέγγει ομπρός της τη γλυκιά παρηγοριά του λυτρωμού!… Της συφοράς η φοβέρα, μιας συφοράς που την ανάμενε πικρά όλη τη ζωή της, είχε πάλι βρεθεί τόσο σιμά της!… Εκοίταζε τριγύρω της μην ξέροντας τι να κάμει, εκούνησε το κεφάλι, το σήκωσε για κάμποσες στιγμές προς τον ουρανό και τα μάτια της επλημμύρισαν από ένα ποτάμι δάκρυα θερμά, ενώ το στήθος της εσηκωνότουν σ’ ένα αναφιλητό που δεν ελάβαινε τέλος…
Έπιασε τα χέρια της Ευλαλίας, της χαμογέλασε γλυκά χωρίς να πάψει να κλαίει, την εφίλησε στο μέτωπο κι έπειτα έσκυψε στο κρεβάτι του γιου της, εκοίταξε για πολλή ώρα τη βασανισμένη του όψη και τον εφίλησε και κείνον στο ιδρωμένο μέτωπο.
Κι ο Άλκης έλεγε ωστόσο παραμιλώντας:
-Στον κόσμο της Αλήθειας!… δεν βλέπει κανείς από εδώ τη γη μας!…
-Περίεργον παραλήρημα, είπε ο γιατρός… Δε συνήρθε ακόμη από τη θρησκευτική παράνοια των ετοιμοθανάτων… Η επιστήμη έχει εξηγήσει και αυτό το φαινόμενο… είναι αποτέλεσμα της εγκεφαλικής αναιμίας…
Κι εκοίταξε αυτήν τη στιγμή κι ο Άλκης σα σαστισμένος και χωρίς να μιλήσει.
Εκείνη εδάκρυσε πάλι, εχαμογέλασε, έσμιξε παρακαλεστικά τα χέρια πάνω στο στήθος της και του ξανάπε: «Ω ζήσε!…»
Κι ο άρρωστος της χαμογέλασε, έκλεισε τα μάτια και παραδόθηκε σ’ έναν ύπνο βαθύ…
Και σε λίγη ώρα ο γιατρός αποχαιρέτησε ευχαριστημένος τες τρεις κυρίες. Γελαστός έσφιξε το χέρι της μητέρας, προφέροντας κάποιον παρήγορο λόγο, γεμάτον ελπίδα, έριξε μίαν παράξενη ματιά της Ευλαλίας, έσκυψε το κεφάλι του μπρος στη γριά αρχόντισσα κι εβγήκε από την κάμαρα κουνώντας ιδιότροπα το κορμί του.
Και η κυρία Φωτεινή εσήκωσε τότες τη λάμπα στα χέρια κι έκαμε τες δύο άλλες γυναίκες να την ακολουθήσουν στο μικρό σαλονάκι…
Εκεί η νευρική ταραχή της, η εντύπωση από τόσες στιγμές μαύρης αγωνίας και απελπισμένης λύπης την ανάγκαζαν να μην ησυχάσει ακόμη, να μη μείνει σιωπηλή, σαν να ’πρεπε να συνηθίσει το νου της στην ανέλπιστη και μεγάλη ευτυχία. Ήθελε να δείξει στες δύο γυναίκες, που την αγαπούσαν, γιατί υπόφερνε, όσα ήταν στην καρδιά της, να μη βαστάξει μυστικό κανένα από τα περιστατικά της μακρινής ζωής της και μάλιστα απ’ όταν είχε γεννηθεί ο άρρωστος γιος της, στο στόμα της ερχόνταν τώρα παρέτοιμα όλα τα λόγια, για να ξηγήσουν τες παλιωμένες εικόνες που εζωντάνευαν στη μνήμη της. Κι εθυμότουν έτσι όλα ξάστερα, όσα είχε ιδεί, όσα είχε ακούσει, όσα είχε πράξει η ίδια… σα μία μία όλες τες μέρες της ζωής της…
Εγύρισε δεξιά κι αριστερά, έπιασε κάτι απάνω στο τραπέζι, ξανασυλλογίστηκε μ’ έναν αναστεναγμό τες άσκημες στιγμές, που ’χαν περάσει πλια, μα που δεν είχαν ακόμη σβήσει στη μεγάλη χαρά που την εφόβιζε κι άρχισε να μιλεί γλήγορα και να λέει χωρίς σειρά και τάξη ό,τι της ερχόνταν στο νου, δακρύζοντας συχνά, χαμογελώντας συχνά, αναστενάζοντας κάποτε και κοιτάζοντας κάθε τόσο, ανήσυχη, την κάμαρη όπου ο άρρωστος γιος της εκοιμότουν τώρα βαθιά…
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
[Σονέττο, 22]
όσες φορές ομπρός σου σαν καλάμι
Όλος τρέμω, κυρά, όταν σ' ανταμώνω,
Kαι τρέχει από το μάτι μου ποτάμι
Tο δάκρυ αψύ μ' ένα σου βλέμμα μόνο.
Kι η ψυχή μου δεν ξέρει τί να κάμει
Tι τότες δεν γρικά κανέναν πόνο
Kαι δεν την φλέγει ο πόθος της να δράμει
Σιμά σου, αλλά με κάνει έτσι να λιώνω,
Γιατί από αγάπη ανέγνωρη, αχ! φοβάται
H δόλια· σε χαρές δεν έχει μάθει
Kαι της ζωής τα περασμένα πάθη
Tες πίκρες, τους καημούς, κρυφοθυμάται·
Σαν στη λύρα αν σημάνει μια χορδή της
Kι άλλες βογγάνε, οι αρμονικές, μαζί της.
[Σονέττο, 28]
Σα χάρβαλο η ψυχή μου είναι ρημάδι
Που σε μια του γωνιά φτωχό καλύβι
Έστησε χερομάχος σε λιβάδι
Xέρσο: μα ο χαλασμός ω πώς με θλίβει!
Kι είμαι ο φτωχός, κυρά, που απ' το σκοτάδι
Kαι μέσα από τον λόγγο που με κρύβει
Θωρώ του παλατιού σου κάθε βράδυ
Tο φως και ω πόση λύπη με συντρίβει!
Tι ο νους μου βάζει πως ποτέ ούτε μία
Mατιά στο άχρηστο ερείπιο δε θα ρίξεις,
Kι ούτε τη σάπια πόρτα δε θ' ανοίξεις
Nα ιδείς πώς αγρυπνώ στην ερημία
Στη μαύρη στενοχώρια που με κάνει
Tον πόνο μου να λέω για να γλυκάνει.