Ω, κόρη με τον άνεμο
που σεργιανάς μπαλάντες
στα περιγιάλια του νοτιά
στα μύρα της βροχής
σύρε χορό τις θύμησες
και μέθα με τις χάρες
στο μάγεμα της μουσικής
η ανάσα της ψυχής
Έτσι σαν τους αρχαίους ποιητές επικαλείται τη Μούσα η Ποιήτρια, παίρνει τα σύνεργα και τα φτερά της και γράφει. Είναι η Λία Σιώμου∙ γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, έγινε χημικός και μετά συνέχισε στην Αμερική σπουδές ανώτατες κι άλλες κι άλλες. Εργάστηκε σε πολλά πανεπιστήμια. Τι θα σπούδαζε αν ξαναγεννιόταν; Φιλολογία! Γιατί; Γιατί αγαπάει την Αττική, την Ελλάδα όλη, αλλά την Αττική πιο πολύ για τον ήλιο, τη θάλασσα και το φως. Για την τέχνη και τον πολιτισμό που η αττική γη γέννησε. Για τα μυριστικά της χόρτα, τις ρήγανες και τα θυμάρια που σου θυμίζουν πως η αγάπη για τη ζωή και την τέχνη γεννήθηκε εδώ.
Με τη σκέψη αυτή, με τις λύπες και τις χαρές που της έτυχαν, η Σιώμου έγραψε και εξακολουθεί να γράφει. Επτά ποιητικές συλλογές της δείχνουν την αδιάσπαστη συνέχεια της παραγωγής της, αποτέλεσμα της βαθιάς αγάπης της για ποιητική έκφραση. Επιφανείς του χώρου έχουν εκφραστεί θετικά, επαινετικά, ενθουσιαστικά για την ποίησή της, η οποία ξεχειλίζει από συναισθήματα. Επαίνους εκφράζουν ο Αθανάσιος Ζέρβας, ο Θανάσης Νιάρχος, ο Γιώργος Βέης, ο Σαράντος Καργάκος, ο Κυριάκος Ντελόπουλος.
Η Σιώμου είναι μία λυρική ποιήτρια, η οποία δεν στέκεται στις ταμπέλες και δεν παρακολουθεί τα ποιητικά ρεύματα πώς πάνε κι έρχονται, τα κινήματα πως έρχονται και παρέρχονται και εκείνα που παρέρχονται και πάλι επανέρχονται. Ερήμην όλων και όποιων ανανεώσεων η Σιώμου γράφει με την καρδιά της, στον ρυθμό που εκείνη της υπαγορεύει∙ γράφει έτσι όπως νιώθει. Είναι πηγαία ποιήτρια και πριν από την όποια τεχνική –απέκτησε ή όχι- έχει ποιητική διάθεση. Έχει διαβάσει ποιητές και έχει συγκινηθεί.
Όπως λέει ο Οδυσσέας Ελύτης Να ’χεις ή όχι γράψει ποιήματα δεν έχει τόσο σημασία όσο να ’χεις παθιαστεί, σκιρτήσει γι’ αυτά που, έτσι κι αλλιώς, οδηγούν στην ποίηση∙ και η Σιώμου ζει για να μεταγράφει σε ποίηση όλα εκείνα για τα οποία σκιρτά και παθιάζεται.
Ο ογκώδης τόμος περιλαμβάνει τις ενότητες: Σπονδή Ονείρου, Εν Γη Ερήμω, Μαγιοστέφανο, Attica, Εις Μνήμην Ουτοπίας, Ερωδιού η Κατοικία, Αλκυονίδες. Κάθε μία από αυτές τις ενότητες ή, καλύτερα, παλαιότερες συλλογές, που σ’ αυτόν τον τόμο επανέρχονται, χωρίζεται σε άλλες μικρότερες, τακτοποιημένες καλλιγραφημένες, συναισθηματικά φορτισμένες.
Στο πρώτο ποίημα της συλλογής η ποιήτρια μας ενημερώνει για τις ενέργειες που έκανε και τι μέλλει να κάνει. Το χρέος της στην αγάπη∙ αυτό θα κάνει. Με μία ελυτική επίδραση – «με του λύχνου νυχτέρι» κατά το «με το λύχνο του άστρου τους ουρανούς επήρα» προβαίνει στις προγραμματικές της δηλώσεις:
«Δε θα δώσω ούτε λίγη/ σημασία στο τίποτα/ στη ζωή μου έταξα/ Και θε να βρω χαρά στο απλό το τριφύλλι/ σε πελάγου πνοή».
Κάπως έτσι και η αρχή έγινε.
Η μακρά ονειροδρόμος εξομολόγηση θα τελειώσει με θλίψη. Δεν αρκούν οι καλές προθέσεις και η ποιήτρια εκεί θα νιώσει την πρώτη της πληγή:
Κυλάνε τα χρόνια κι η ζήση μας χάνεται
και μόνο στη σκέψη το όραμα ζει.
Τραγούδι του γκιώνη το κλάμα στο λιόγερμα
και μητ’ ένα αηδόνι για μας τραγουδεί.
Δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο το ποίημα «Φεγγαρόσκονη» με τη νοσταλγική περιπλάνηση σ’ έναν κόσμο που δεν ανταποκρίθηκε. Δεν απέχει πολύ από την Σαπφώ που και εκείνη ξαγρυπνά μόνη, κοιτώντας τον ουρανό και το φεγγάρι:
Δε με σεργιάνισες απόψε στο φεγγάρι.
Κι ήταν ολόγιομο κι είχε μια τόση χάρη.
Δε μου τραγούδησες απόψε την μπαλάντα.
κι ήταν η νύχτα μαγική, ήταν γεμάτη άστρα.
Η Σιώμου ενώ πατάει γερά στη γη, πετάει στους ουρανούς κι από εκεί ψηλά επισκοπεί τα ανθρώπινα. Η ποίησή της είναι γεμάτη από χριστιανική αγάπη, αλλά και θλίψη, έστω και αν μεταπλάθει δημιουργικά τον θρησκευτικό μύθο, όπως συμβαίνει στα ποιήματα «Του παραλυτικού», «Πού έδυ σου το κάλλος;» και σε άλλα. Θα ήθελε αλλά δεν μπορεί να διορθώσει τα λάθη. Να τα επισημάνει μόνο μπορεί.
Η Σιώμου εναλλάσσει ποιήματα με πεζά, αλλάζοντας ρυθμούς αφήγησης, ρυθμούς αναπνοής, για να δώσει στο επιφώνημα της ψυχής το ανάπτυγμα το ικανό να αποδώσει κάθε απόχρωση συναισθηματική, κάθε πικρή σκέψη και γεύση, όπου πάσα φενάκη απέπτη, όπως έλεγε ο Ανδρέας Εμπειρίκος:
Περί ποιήσεως, λοιπόν
Ρούχα πλυμένα απλωμένα στο σχοινί
να στεγνώσουν στον άνεμο, στη ζέστη του ήλιου.
Και τ’ άπλυτά μου ποιήματα
εκδοθέντα στη γνώση του αδιάφορου κόσμου.
Για να τα σχολιάσουν γνωστοί και άγνωστοι.
……………………………..
Για να μαδήσουν φτερό φτερό τις επωμίδες αίγλης
από τους δήθεν αδύναμους ώμους μου.
Είναι φανερή η πικρία για κείνο που με τόσο κόπο γέννησες και τόση ευκολία οι άλλοι διαβάζουν ή δεν διαβάζουν ή λένε πως διαβάζουν.
Άλλοτε είναι αναλυτική, δίνει χώρο στις σκέψεις να αναπτυχθούν, άλλοτε γίνεται συνοπτική, επιγραμματική, η ορθολογιστική σκέψη κερδίζει μέσα από την υπόθεση όπως στη στερεομετρία, έστω σημείο χι στο κενό π.χ. ή με τα λόγια της ποιήτριας:
Εξ ορισμού η ουτοπία δεν έχει τόπο να σταθεί.
Απλώς, οι άνθρωποι στηρίζονται πάνω της.
Γιατί, όπως και να το κάνουμε είναι καλύτερα να ζούμε με την αυταπάτη πως υπάρχει κάτι που δεν υπάρχει, παρά με τη σιγουριά της ανυπαρξίας του. Άσε στις αυταπάτες μου, γράφει ο Ούγος Φώσκολος.
Από στερεομετρία ξέρει καλά ο ποιητής: Αν δεν στηρίξεις το ένα σου πόδι έξω από τη Γη ποτέ σου δεν θα μπορέσεις να σταθείς επάνω της. Και η Σιώμου φαίνεται πως καλά τον έχει καθίσει βαθιά στην καρδιά της. Ποιον; Όλους:
και ιδού άλλο παράδειγμα
Μια πεταλούδα έγειρε /στου νούφαρου το μίσκο
κι ο γλάρος που ταξίδεψε/ στην άκρη τ’ ουρανού
λες κι έσυρε τη σκέψη σου/ στον ελαφρύ του ίσκιο
κάτι λογάκια σου γλυκά / στα τρίσβαθα του νου
Και ποιος δεν ένιωσε εδώ, σ’ αυτούς τους στίχους, το σκούντημα του Διονυσίου Σολωμού;
και μες στης λίμνης τα νερά, όπ’ έφθασε μ’ ασπούδα,
έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια,
που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο…
Κορφολογώντας από τον μέγα θησαυρό, το όνειρο που γράφει ύμνους, το άπειρο και την υπόστασή του, και από εκεί, από το άπειρο, πάλι στο εδώ της Αττικής και της γειτονιάς, στην «Πέλοπος 21», με τα χορτάρια τα απλά «τα μέρη τα παλιά τα χιλιοπατημένα», τα θυμάρια, τις παπαρούνες, τα στάχυα των αγρών, «το κουλούρι το σουσαμωτό φρέσκο απ’ το φούρνο και ζεστό». Η Σιώμου σε όλα τα ποιήματα της υμνεί τη ζωή και τα αγαθά της, τα απλά και καθημερινά και σ’ αυτό μας θυμίζει τον Γιάννη Ρίτσο στην Ποίηση του οποίου και τα πιο ασήμαντα πράγματα εξαγιάζονται. Είναι οι φορείς μιας παράδοσης και αυτήν την παράδοση η ποιήτρια την συνεχίζει.
Τα ποιήματα έχουν τοπόσημο συχνά αμερικανικό:
Long Island, York River,Chesapeake, Singer Island, Palme Beach Florida καιημερομηνίασύνθεσης. Με άλλα λόγια γράφει ποίημα, του δίνει όνομα, τόπο και τον χρόνο, κάνει αυτό που συμβουλεύει ο Γιώργος Σεφέρης:
Γράψε αν μπορείς στο τελευταίο σου όστρακο τη μέρα τ᾿ όνομα τον τόπο και ρίξε το στη θάλασσα για να βουλιάξει.
Πού; Στην αγκαλιά της θάλασσας της πανδέγμονος, όπως λέει ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, αυτής που δέχεται τα πάντα. «Μποτίλια στο πέλαγο» θεωρεί ο Σεφέρης το ποίημα, αυτό που η Σιώμου αναλύει: στους φίλους που το δίνεις με αφιέρωση κι αυτοί δεν το διαβάζουν. Εκείνη όμως δεν το βάζει κάτω:
Τράβα κι εσύ καρδιά κουπί/ στου ονείρου τη χρυσοπηγή./ τράβα κουπί στο ποθητό/ της μοίρας σου ήτανε γραφτό.
Η Λία Σιώμου σπούδασε μια ορθολογιστική επιστήμη, μας το είπε στο αφτί του βιβλίου της. Μέσα της όμως είχε ένα ηφαίστειο που κόχλαζε και εκτίναξε τη λάβα σε ποιήματα.
Όπως είπα και στην αρχή, δεν ακολουθεί θεωρίες και σχολές. Ακολουθεί την καρδιά της, φέρνοντας τη λυρική ποίηση στη πρώτη αρχή της, στα πράγματα που αγγίζει και νιώθει και στα συναισθήματα της που είναι ποταμός ορμητικός.
Το βιβλίο της, τόμος συγκεντρωτικός, υποθέτω, κοσμείται από πολύ ωραίες εικόνες. Ακόμα και η γραμματοσειρά είναι και αυτή «λυρική», οπτική έκφραση της ψυχής της. Δεν θα σταματήσει να δημιουργεί. Γεννήθηκε για αυτό. Την συγχαίρω από καρδιάς και τελειώνω με το παρακάτω τετράστιχο, που ταιριάζει της Αθήνας αλλά και κάθε τόπου:
Πες το τραγούδι που μια κιθάρα
γλυκοτραγούδαγε τις βραδιές
μη και σιγάσει του νου η αντάρα
μη και στερέψουνε πια οι πηγές
Προβλέπω πως οι πηγές δεν θα στερέψουν και θα έχουμε κι άλλους εύχυμους καρπούς.
Ανθούλα Δανιήλ - 19 Μαρτίου 2022