Ετούτος ήταν ένας φουκαράς, ένας μικρός μπεχλιβάνης. Χρόνια τώρα δε θυμόταν νάχει σταυρώσει λίγα παραδάκια, να τα βάλει στην μπάντα για την κακιά ώρα. Θα πεις ήταν το σόι της μπεχλιβανιάς του τέτοιο. Δυο σκύλοι, ένας γάιδαρος και του λόγου του. Θέλει να φάει όλος αυτός ο κόσμος, Ύστερα, κει που θαρρούσε κανείς πως έπιασε, το κοινό τον βαριόταν, τα παιδάκια άφηναν την παράσταση και γύρίζαν στα παιχνίδια τους, οι παραμάνες στους κήπους του λέγαν: «Το ξέρουμε, το ξέρουμε. Έχεις τίποτ΄ άλλο;»
Όχι, δεν είχε άλλο. Αυτό είχε μάθει και μ΄ αυτό ζούσε. Ήταν ένα έξυπνο νούμερο.
Έφτανε σε καμιάν αυλή, σ΄ έναν έρημο δρόμο, ή σε μια μικρή πλατεία. Με δυο καλαμάκια βαρούσε συναγερμό πάνω στο νταούλι που τόχε περασμένο απ΄ το λαιμό του. Μαζεύονταν ο κόσμος κ΄ έκαμνε κύκλο γύρω τους. Τότε ο μπεχλιβάνης έστηνε το γάιδαρο στη μέση, να περιμένει τάχατες κάτι, έπαιρνε τα σκυλιά σε μιαν άκρη κι άρχιζε την παράσταση. Όλα ρυθμισμένα με το νταούλι. Πηδήματα, σούζα, χοροί, μπεχλιβανιές, παλέματα. Ξάφνου ο άνθρωπος κάτι θυμόταν, έπαυε το νταούλι και τραβούσε τάχα προς το γάιδαρο. Μα ο ένας απ΄ τους σκύλους χιμούσε τότε, τον άρπαχνε από την άκρη της βράκας και τον έφερνε πίσω. Κ΄ η παράσταση συνεχίζονταν. Αλλά μια στιγμή πάλι, που οι δυο σκύλοι αγωνίζονταν να βαστήξουν κάποια δύσκολη ισορροπία, ο μπεχλιβάνης ξέκοβε χωρίς να σταματήσει το νταούλι και πήγαινε κοντά στο γάιδαρο. Έσκυβε, κάτι του ξηγούσε στ΄ αφτί και ξεμάκραινε να δει τι εντύπωση του έκαμε, Κι ο γάιδαρος, όλο σοβαρότη κι εμβρίθεια, έγνεφε «μάλιστα, μάλιστα, μάλιστα» τρεις φορές με το κεφάλι του. Τότε ο μπεχλιβάνης έβγαζε το φέσι του και το τριγύριζε για δεκάρες.
Αυτό ήταν όλο. Ο κόσμος γελούσε στην αρχή, μα γρήγορα συνήθιζε το νούμερο. Γι΄ αυτό έπρεπε συχνά ν΄ αλλάζει γειτονιές κι άμα τις γύριζε όλες, άλλαζε και πόλη, να ξεχάσουν οι παραμάνες ή και να μεγαλώσουν, νάρθουν άλλα παιδάκια.
Με τον πόλεμο βέβαια, είχαν αλλάξει τα πράματα. Η Αίγυπτο είχε γιομίσει από ξένους στρατούς. Γελούν εύκολα. Μα και βαριούνται εύκολα.
Έτσι ο μπεχλιβάνης βρέθηκε κείνο τ΄ απόγεμα, στα τελευταία του Δεκέμβρη του 44, να πηγαίνει μ΄ όλο του το θίασο, από την Αλεξάντρεια στο Κάιρο. Θάχε καμωμένα καμιά τριανταριά μίλια από το πρωί. Τη νύχτα έλεγε να την περάσει σ΄ ένα χάνι που γνώριζε, στο Νταμανχούρ.
Πήγαινε σιγοτραγουδώντας και σπουδάζοντας τα πλάσματα του Θεού. Ο καιρός ήταν ψυχρούτσικος και δεν έδειχνε για βροχή.
Και κει, μέσα στη μοναξιά των χωραφιών, μέσα στην ησυχία, άκουσε σαν ένα βουητό πλήθους σα διαδήλωση, σα νάταν στρατός πολύς που τραγουδούσε χωρίς όμως να περπατά. Κοίταξε γύρω του και δεν είδε τίποτα. Προχώρησε κι άλλο. Το βουητό όλο και δυνάμωνε. Κάποτε κατάλαβε από πού έρχονταν. Σκαρφάλωσε με το γάιδαρο το πρόχωμα που χώριζε τον αγροτικό δρόμο απ΄ τη σιδεροδρομική γραμμή, στάθηκε στην κορφή και κοίταξε κάτω.
Ήταν ένα φορτηγό τραίνο με καμιά δεκαπενταριά βαγόνια, σταματημένο εκεί στη μέση του κάμπου. Τα βαγόνια, άλλα κλειστά κι άλλα ξέσκεπα, ήταν γιομάτα μερμυγκιά, από ανθρώπους που φώναζαν, μιλούσαν ή τραγουδούσαν. Οι φωνές ήταν σαν ένα κύμα πελώριο από μύγες που γιόμιζε τον αέρα και πότε υψώνονταν, πότε σκορπούσε και πότε κατακάθιζε.
Ο μπεχλιβάνης ροβόλησε κατά την ατμομηχανή. Μα κει βγήκαν δυο νέγροι στρατιώτες με τόμμυγκαν και του κάναν «γιάλα-γιάλα». Πήγε παρακάτω και στάθηκε μπροστά σ΄ ένα ξέσκεπο βαγόνι…
Ποτέ, ποτέ στη ζωή του δεν είχε δει τόσους πολλούς ανθρώπους μαζεμένους και νάναι σε τέτοια κατάντια. Κουρελιασμένοι, βρώμικοι, αξούριστοι, αχτένιστοι, με κούτελα βασανισμένα, με μάγουλα βαθουλωτά, με μάτια γιομάτα πυρετό. Μιλούσαν Ελληνικά.
Ο μπεχλιβάνης ήξερε πολύ λίγα ρωμέικα. «Έλα ντω βρε — Ντεν έσει μπαράντες» και τις βρισιές τις πιο απαραίτητες. Να όμως που κάποιος μεσ΄ απ΄ το βαγόνι του μιλούσε αράπικα.
— Που είμαστε, πατριώτη, του λέει.
— Κάπου τριάντα μίλια από την Αλεξάντρεια.
— Καταλαβαίνω γιατί σταμάτησαν. Περιμένουν να νυχτώσει. Ντρέπονται να μας περάσουν μέρα.
— Μα τι είσαστε σεις, από πού ερχόσαστε; Πρόσφυγες;
— Όχι πρόσφυγες, όμηροι, του λέει ο άλλος.
— Τι δηλαδή, ρωτάει ο μπεχλιβάνης που δεν καταλάβαινε. Μη μου πεις πως σας φέραν αιχμάλωτους;
Ο άλλος ζήτησε από τους συντρόφους να συχάσουν λιγάκι και βάλθηκε να του ξηγά. Δε διάβαζε τις εφημερίδες: Δεν έμαθε τι γινόταν στην Αθήνα; Και για να καταλάβει πιο καλά τούκαμε την παρομοίωση με τον αγώνα του Μεγάλου Σάαντ για την ανεξαρτησία της Αιγύπτου.
Ο μπεχλιβάνης ανάσανε μ΄ ικανοποίηση. Του άρεσαν αυτές οι κουβέντες. Τον ξανάφεραν σε καιρούς ηρωικούς. Λέει:
— Όταν ήταν να γυρίσει ο Μεγάλος Σάαντ από την εξορία, οι λωποδύτες της Αλεξάντρειας γράψαν στις εφημερίδες μιαν ειδοποίηση που έλεγε στους κατοίκους να πανηγυρίσουν ξέγνοιαστοι. Για χατίρι της μεγάλης μέρας οι λωποδύτες ορκίζονταν να μην κλέψουν ούτε μια καρφίτσα κι ας είναι μεγάλος ο συνωστισμός κ΄ οι ευκαιρίες αμέτρητες.
Ο άλλος μέσ΄ απ΄ το βαγόνι έσκασε στα γέλια.
— Τι λέει, τι λέει, τον ρωτούσαν οι άλλοι γύρω του.
Τους το διηγήθηκε. Γέλασαν κι αυτοί. Γέλασε όλο το βαγόνι. Από το διπλανό ρωτήσαν:
— Τι λέει, τι λέει;
Κάποιος τους είπε. Γέλασε και το διπλανό βαγόνι, Την ιστορία την είπαν και στο τρίτο, που έτυχε νάναι σκεπαστό και χρειάστηκε να τους τη φωνάξουν μέσα από το παραθυράκι που έβλεπε στα πλάγια. Σε λίγο, ακούστηκε και το κλειστό βαγόνι να γελάει μουλωχτά, σαν παιδί μέσα στα σκέλια του, καθισμένο ανακούρκουδα.
— Τι λέει, τι λέει; ρώτησε τ΄ άλλο βαγόνι παρακάτω.
— Όταν πρόκειταν ο Μεγάλος Σάαντ να γυρίσει απ΄ την εξορία…
Ο μπεχλιβάνης άκουε την ιστορία του να ταξιδεύει από βαγόνι σε βαγόνι. Κάθε τόσο ακούονταν το ξέσπασμα του γέλιου, ανοιχτό, εγκάρδιο απ΄ τα ξέσκεπα βαγόνια, μουλωχτό, πνιγμένο μέσα από τα κλειστά.
Κι ώσπου να πάει η ιστορία του ίσαμε το τέλος του τραίνου, άρχισε πάλι από βαγόνι σε βαγόνι να γυρίζει πίσω καμωμένη τραγούδι, ένα τραγούδι όλο παλικαριά. Ο μπεχλιβάνης ήταν βέβαιος πως αυτή ήταν η δικιά του ιστορία γενομένη τραγούδι.
— Τι λέει αυτό το τραγούδι; ρώτησε τον άνθρωπο μέσα στο βαγόνι.
— Μιλά για τη Λευτεριά, πούναι σαν τη φωτιά. Καίει και καθαρίζει.
Για κοίτα, για κοίτα κουβέντες, λέει μέσα του ο μπεχλιβάνης. Πόσα χρόνια είχα ν΄ ακούσω τέτοια πράματα; Μπας κι ονειρεύομαι; Μα για στάσου, τώρα θα τον τσακώσω.
— Καλά, δε μου λες και του λόγου σου τι θέλεις μ΄ αυτούς; ρωτάει τον άνθρωπο μέσα στο βαγόνι.
— Ποιος εγώ; Μαζί τους είμαι. Έλληνας είμαι.
— Συμπάθα με. Σε πέρασα για δικό μας. Πως σε λένε;
— Δημήτρη Ζωγράφο. Ο πατέρας μου είναι γκαρσόνι στην Αλεξάντρεια.
— Και δε σαλτάρεις μάνι-μάνι τώρα που δε σε βλέπει κανείς; Σιγά-σιγά με το γαϊδουράκι θα πάμε μια χαρά.
Ο Δημήτρης γέλασε.
— Τι λέει, τι λέει; ρώτησε το βαγόνι.
Άντε πάλι, είπε με το νου του ο μπεχλιβάνης. Άλλο τραγούδι θάχουμε. Μα ο Δημήτρης προτίμησε να του αποκριθεί εκεινού πρώτα:
— Τον πατριώτη που θάφηνε τον αγώνα για να πάει να κρυφτεί στα φουστάνια της μάνας πως θα τον χαρακτήριζε ο Μεγάλος Σάαντ;
Άκου κουβέντες, άκου κουβέντες, είπε μέσα του ο μπεχλιβάνης και κοκκίνιζε ντροπιασμένος.
— Καλά. λέει. Δε μπορώ να κάμω και γω τίποτα για σας;
— Πολλά. Θα σου δώσουμε και κάτι γράμματα να τα πας, αν μπορέσεις. Όμως πρώτα-πρώτα θα θέλαμε λίγα τσιγάρα. Μα που να βρεθούν εδώ στην ερημιά...
Ο μπεχλιβάνης έκανε να βγάλει το πακέτο του και σταμάτησε. Εδώ χρειάζονταν χιλιάδες τσιγάρα… Ξάφνου λέει στο Δημήτρη:
— Βρήκα! Κάθε απόγεμα τέτοια ώρα περνά το καμιόνι του Κουταρέλλη που πάει τσιγάρα στα χωριά. Μα θα χρειαστούν λεφτά…
Ο Δημήτρης έβγαλε και τούδωσε μισή λίρα αιγυπτιακή.
— Δε φτάνει, του λέει. Μα, όσα πάρεις. Θα τα κόψουμε στα τρία. Έχουμε ακόμα λίγα λεφτά μα τα φυλάμε για πιο δύσκολες στιγμές.
Ο μπεχλιβάνης έτρεξε στον ανήφορο κ΄ έπιασε ένα φελλαχάκι που καθόταν και χάζευε από ψηλά. Τ΄ αρμήνεψε πώς να φυλάει το δρόμο για να του φωνάξει σα χρειαστεί και ξανακατέβηκε κοντά τους.
— Τώρα, θέλετε να σας δώσω και μια παράσταση να ξεσκάσετε λιγάκι, λέει ντροπαλά-ντροπαλά του Δημήτρη.
— Ακούς εκεί; Και δεν τόλεγες τόση ώρα;
Τόπε και στους άλλους γύρω του. Το τραίνο αλάλαξε από τα ζήτω και τα χειροκροτήματα.
Κι άρχισαν. Ο μπεχλιβάνης, το νταούλι, οι δυο σκύλοι κι ο γάιδαρος. Κάθε τρία βαγόνια και μια παράσταση. Και τραβούσαν παρακάτω. Ο σπαραγμός ήταν με τα κλειστά βαγόνια, πούταν σαν παιδάκια με μισό μάτι κι αυτό θαμπωμένο. Μα ο κόσμος γελούσε. Βαγόνια-βαγόνια γελούσε ο κόσμος. Και χειροκροτήματα και πειράγματα στο γάιδαρο, που τους θύμιζε, λέει, κάποιον πολιτικό στην Ελλάδα. Ο μπεχλιβάνης ήταν συγκινημένος και περήφανος.
Κάποτε βάλθηκε να ΄φωνάζει το φελλαχάκι. Ο μπεχλιβάνης έτρεξε. Ο γάιδαρος κι οι δυο σκύλοι, αφημένοι μονάχοι τους, συνέχιζαν την παράσταση όπως-όπως.
Ήταν πράγματι το καμιόνι του Κουταρέλλη.
— Το πολύ που μπορώ να σου δώσω με μισή λίρα είναι τετρακόσα ψιλά, του λέει ο σοφέρ.
Ο μπεχλιβάνης έψαξε κι άδειασε ό,τι είχε μέσα στις τσέπες του. Το ίδιο έκαμε κι ο σοφέρ. Τότε μπήκε στη μέση κάποιος άλλος που ταξίδευε μέσα στο καμιόνι και λέει:
— Άιντε, αποσώνω εγώ για δυο χιλιάδες. είναι φουκαριάρηδες ανθρώποι.
— Φουκαριάρηδες; λέει ο μπεχλιβάνης. Αυτοί είναι άγιοι. Αυτοί μιλούν κατ΄ ευθεία με το Θεό.
Σήκωσε το κεφάλι του και κοίταζε πέρα στον ορίζοντα, εκεί που πήγαινε να χαθεί ο ήλιος μέσα σε χρυσοκόκκινες λουρίδες από συννεφάκια, καφετιά χωράφια νιοσκαμμένα και πράσινους αγρούς. Αποξεχάστηκε.
Μια σφυριξιά της ατμομηχανής τον συνέφερε. Τάχασε. Παράτησε το καμιόνι κ΄ έτρεξε στο Δημήτρη.
— Μη χολοσκάς, του λέει αυτός. Ρίχτα σ΄ όποιο βαγόνι μπορέσεις. Το ίδιο κάνει. Θα μοιραστούνε δίκηα. Και, πούσαι; Πάρε κι αυτό το πακέτο τα γράμματα. Βάλε κανένα ρωμηό να σου διαβάσει τις διευθύνσεις και πήγαινέ τα. Και ψυχικό θα κάνεις και ζημιωμένος δε θα βγεις.
Μα ο μπεχλιβάνης ήταν ζαλισμένος. Έκλαιγε κι όλας. Βγάζει το νταούλι απ΄ το λαιμό του και το πετάει του Δημήτρη.
— Πάρτο, λέει, να σας διασκεδάζει εκεί που θα πάτε.
Οι άλλοι το κράτησαν. Δε θέλησαν να τον προσβάλλουν. Το τραίνο ξεκινούσε. Φτάσαν και τα τσιγάρα, δυο μεγάλα-μεγάλα πακέτα. Τα βαγόνια πανηγύριζαν, ζητωκραύγαζαν, σφύριζαν. Προπαντός κάτι αγοράκια, ένας παπάς, κάτι γέροι…
— Και σπίρτα και σπίρτα…
Τους ρίξαν και σπίρτα.
— Ευχήσου μας καλή λευτεριά, του λέει ο Δημήτρης.
— Στην ευχή του Θεού. Καλή λευτεριά, λέει ο μπεχλιβάνης.
— Ευχαριστώ, ευχαριστώ, φωνάζαν τα βαγόνια.
Τότε στην ώρα, φάνηκαν πάλι κάτι νέγροι στρατιώτες με τα τόμμυγκαν.
— Γιάλα, γιάλα, είπαν στους ανθρώπους του Κουταρέλλη και στον μπεχλιβάνη με το θίασό του.
Αυτοί τραβηχτήκανε λίγο παράμερα. Το τραίνο περνούσε τραγουδώντας.
Τότε ο μπεχλιβάνης έβγαλε το φέσι του, τ΄ ακούμπησε, μισοδιπλώνοντας το χέρι, πάνω στο στήθος και στάθηκε σε προσοχή. Οι δυο σκύλοι στάθηκαν σούζα. Κι ο γάιδαρος κι αυτός στη γραμμή, χαιρετούσε με τρία σοφά κουνήματα της κεφαλής κάθε βαγόνι που περνούσε, κι οι άνθρωποι από μέσα αντιχαιρετούσαν με καλή καρδιά, κουνώντας τα χέρια, χωρίς να σταματούν το τραγούδι που μιλούσε για τη Λευτεριά που καίει και καθαρίζει.