Ανυπόφορη είναι η θλίψη
των αγρών αυτό το μήνα!
Η βροχή μας έχει κρύψει
απ’ το φόντο την Αθήνα...
Και το βράδυ κατεβαίνει
μες στη νέκρα, μες στη γύμνια...
που ‘ναι οι βάτραχοι κρυμμένοι;
Γιατί σώπασαν τ’ αγρίμια;
Μες στον κάμπο τώρα μόνα
τα βαριά περνούνε τρένα,
λες και φέρνουν το χειμώνα
και τη νύχτα από τα ξένα.
|
Rain Storm Union Square by Childe Hassam
|
Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, Η βροχή (1938)
Όπως ο άνεμος που φέρνει νερό, γέρνει το πλοίο με τα ιστία
απ' τη μια μπάντα, και περνούν κάτω απ' την εύδρομη τρόπιδα,
και σκαμπανεβάζουν το κύτος τα πολυκέφαλα κύματα
το ξεφύλλισμα κάποιων αναμνηστικών,
έγειρε την ύπαρξή μου ολόκληρη στη νοσταλγία.
Όπως είναι η βροχή, θέλω να προσδιορίσω,
όταν οι χοντρές στάλες χτυπούν
το ξανθό θερινό χώμα και μεταλλάσσουν την ουσία του
και σηκώνουν τη μυρωδιά.
Όπως είναι η θερινή βροχή, όταν συρτά περνά πάνω στα φύλλα
των δέντρων κι' απ' ανατρίχιασμα κυματίζει
το στρόγγυλο σχήμα τους.
Γιατί το πρόσωπό σου που ζητώ είναι όπως η βροχή η άφθονη,
και τα πράσινα μάτια σου όπως το χρώμα του καιρού, το βαρύ.
Κλεισμένος στην κάμαρη την άγευστη βροχή ακούω να χτυπά
το παράθυρο της μοναξιάς μου.
Γλυκύτατη βροχή, πλούσια σ' όλον τον τόπο.
(Εφημερίδα «Νέα Αλήθεια» Θεσσαλονίκης, 1938)
|
Camille Pissarro - Boulevard Montmartre Afternoon, in the Rain
|
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ Ὧρες βροχῆς
Ἤρθαν οἱ πρῶτες βροχές. Ἄλογα μουσκεμένα
Στέκονται κάτω ἀπ᾿ τὰ δέντρα μὲ μισόκλειστα μάτια
Κάνοντας πὼς μασᾶνε λίγο ξερὸ χορτάρι
Μέσα στὴ φθινοπωρινή τους ἄνοια.
Ἡ Μαρία θά ῾θελε νὰ χτενίσει μὲ τὴ χτένα της τὴ βρεγμένη τους χαίτη.
Ἀλλὰοἱ τελευταῖοι παραθεριστὲς ἔφευγαν κιόλας. Μιὰ κότα
Λίγο πιὸ κεῖ κακάριζε ἀνάρμοστα. Κι ἦταν μιὰ λύπη
Νὰ βλέπεις πλῆθος τὰ σπουργίτια πεινασμένα νὰ χαμοπετᾶνε
Στὰ τρυγημένα ἀμπέλια, νὰ βλέπεις καὶ τὰ σύννεφα
Ν᾿ ἀλλάζουν, νὰ σκίζονται, νὰ τρέχουν παρ᾿ ὅτι
Καρφωμένα ἐδῶ κι ἐκεῖ μὲ μαῦρες πρόκες ἀπὸ κοράκια.
Ἔτσι, μέσα σὲ λίγες ὧρες, γέρασε ἡ Μαρία.
|
Μαθιόπουλος Παύλος-Μετά τη βροχή στην οδό Βασιλίσσης Σοφίας
|
-Γιάννης Ρίτσος, «Το χώμα κάτω απ’ τη βροχή»
(απόσπασμα)
Τούτη η αργή, ασταμάτητη βροχή, καλόδεχτη, βοηθάει,
μαλακώνει το χώμα, πλένει μητρικά τα φύλλα της συνοικιακής
τριανταφυλλιάς απ’ τη σκόνη,
νοτίζει τις φτωχές στέγες- όλα τα δείχνει ταπεινά και φτωχά,
τους αφαιρεί την έπαρση και τη σκληρότητα, φτωχαίνει ακόμα
και τη λύπη,
γίνεται η λύπη μαλακιά, πονετική- δεν επιμένει
σ’ αυτή την τυφλή αρνητική περηφάνεια της, μπορεί να σκύψει,
να κλάψει ή να χαμογελάσει, σαν ένα νέο κορίτσι
που ‘κλαιγε στο παράθυρο κι είδε έξαφνα στα τζάμια το γλυκύ της πρόσωπο
τόσο νεανικό, τόσο όμορφο- ωραίο ακόμη κι όταν κλαίει-
κ’ ίσως ακόμη πιο ωραίο, τόσο που χαμογελάει.
Τούτη η βροχή
μιλάει με τα λόγια της, ήσυχα λόγια, όχι για μένα και για σένα-
δεν έχουν στόχο τα λόγια της – γι αυτό μας μιλάνε-
δεν αφορούν εμάς, δε θέλουν να μας συμβουλέψουν,
να μας παινέψουν, να μας κατηγορήσουν, να μας παρηγορήσουν,
δε μας αναγκάζουν σ’ οποιαδήποτε στάση
σ’ άμυνα, ή σ’ επίθεση, ή σε απολογία- Ήσυχα λόγια της βροχής, μπορεί και να θυμίσουν
το μοσκοβόλημα της γης- όχι της γης όταν σκάβουν ένα λάκκο-
της γης που βρέχεται κι απορροφά κ’ υπομένει και πρααίνεται
και λουλουδίζει μια μέρα αναπάντεχα –
μια μυρωδιά καρτερίας, απαλή και μεγάλη
που διαστέλλει τα μάτια μας μες στ’ όνειρο σαν να τα κλείνει…»
|
Leonid Afremov Kiss after the rain
|
Άγγελος Σικελιανός, «Το πρωτοβρόχι»
Σκυμμένοι από το παραθύρι…
Kαι του προσώπου μας οι γύροι
η ίδια μας ήτανε ψυχή.
H συννεφιά, χλωμή σα θειάφι,
θάμπωνε αμπέλι και χωράφι
ο αγέρας μεσ’ από τα δέντρα
με κρύφια βούιζε ταραχή
η χελιδόνα, με τα στήθη,
γοργή, στη χλόη μπρος-πίσω εχύθη
κι άξαφνα βρόντησε, και λύθη
κρουνός, χορεύοντα η βροχή!
H σκόνη πήρ’ ανάερο δρόμο…
K’ εμείς, στων ρουθουνιών τον τρόμο,
στη χωματίλα τη βαριά
τα χείλα ανοίξαμε, σα βρύση
τα σπλάχνα νά μπει να ποτίσει
(όλη είχεν η βροχή ραντίσει
τη διψασμένη μας θωριά,
σαν την ελιά και σαν το φλόμο).
κι ο ένας στ’ αλλουνού τον ώμο
ρωτάαμε: «T’ είναι πόχει σκίσει
τον αέρα μύρο, όμοιο μελίσσι;
Aπ’ τον πευκιά το κουκουνάρι,
ο βάρσαμος ή το θυμάρι,
η αφάνα ή η αλυγαριά;»
Kι άχνισα – τόσα ήταν τα μύρα –
άχνισα κ’ έγινα όμοια λύρα,
που χάιδευ’ η άσωτη πνοή…
Mου γιόμισ’ ο ουρανίσκος γλύκα
κι ως τη ματιά σου ξαναβρήκα,
όλο μου το αίμα ήταν βοή!…
K’ έσκυψ’ απάνω από τ’ αμπέλι
που εσειόνταν σύφυλλο, το μέλι
και τ’ άνθι ακέριο να του πιω
– βαριά τσαμπιά και οι λογισμοί μου,
βάτοι βαθιοί οι ανασασμοί μου –
κι όπως ανάσαινα, απ’ τα μύρα
δε μπόρεια να διαλέξω ποιο!
Mα όλα τα μάζεψα, τα πήρα,
και τά ‘πια, ωσάν από τη μοίρα
λύπη απροσδόκητη ή χαρά.
Tά ‘πια, κι ως σ’ άγγιξα τη ζώνη,
το αίμα μου γίνηκεν αηδόνι,
κι ως τα πολύτρεχα νερά!…
………………………….
(ἀπὸ τὸ Λυρικὸς Βίος, Β´, Ἴκαρος 1968)
|
Ville sous la pluie - A. Bolotov
|
Χούλιο Κορτάσαρ – Η Σύνθλιψη των Σταγόνων
Εγώ δεν ξέρω, κοίτα, είναι τρομερό το πως βρέχει.
Βρέχει όλη την ώρα, έξω πυκνά και γκρίζα, εδώ κόντρα στο μπαλκόνι με σταλαγματιές πηχτές και σκληρές, που κάνουν πλαφ και συνθλίβονται σαν γροθιές μιά μετά την άλλη, τί αηδία.
Τώρα εμφανίζεται μια σταγονίτσα στο πάνω μέρος στο περβάζι του παραθύρου, μένει τρεμάμενη απέναντι στον ουρανό που την κομματιάζει σε χίλιες σβησμένες λάμψεις, μεγαλώνει και ταλαντεύεται, τώρα θα πέσει και δεν πέφτει, ακόμα δεν πέφτει.
Είναι κολλημένη με όλα της τα νύχια, δεν θέλει να πέσει και φαίνεται πως γατζώνεται με τα δόντια, ενώ της μεγαλώνει η κοιλιά, πια είναι μια σταγονάρα που κρέμεται μεγαλοπρεπής, και ξαφνικά, ωπ, να την, πλαφ, διαλύεται, τίποτα, ένας λεκές στο μάρμαρο.
Μα υπάρχουν κι αυτές που αυτοκτονούν που παραδίνονται αμέσως, εμφανίζονται στο περβάζι και την ίδια στιγμή πέφτουν, μου φαίνεται ότι βλέπω το τρέμισμα του άλματος, τα ποδαράκια τους ν’ απλώνονται και την κραυγή που τις μεθάει σ’ αυτό το τίποτα της πτώσης και της εξαφάνισης.
Θλιβερές σταγόνες, στρογγυλές αθώες σταγόνες.
Αντίο σταγόνες. Αντίο.
|
Igor Medvedev
|
Βροχή - Τσαρλς Μπουκόβσκι
Μια συμφωνική ορχήστρα.
Παίζουν μιαν εισαγωγή του Βάγκνερ.
Πιάνει βροχή.
Ο κόσμος παρατά τα καθίσματα κάτω απ’ τα δέντρα
και τρέχει στο υπόστεγο.
Οι γυναίκες τσιρίζουν, οι άντρες κρατούν την ψυχραιμία τους,
τα μουσκεμένα τσιγάρα πετιούνται.
Ο Βάγκνερ συνεχίζεται κι όλοι είναι κάτω απ’ το υπόστεγο.
Ακόμη και τα πουλιά αφήνουν τα δέντρα
κι έρχονται από κάτω.
Ακολουθεί η Ουγγρική Ραψωδία Νο 2 του Λιστ
και βρέχει ακόμη.
Μα, κοιτάξτε!
Ένας άντρας κάθεται μονάχος στη βροχή
ακούγοντας προσεκτικά.
Το κοινό τον προσέχει. Γυρίζουν και κοιτάνε.
Η ορχήστρα κοιτάζει τη δουλειά της.
Ο άντρας κάθεται μέσα στη νύχτα, στη βροχή,
ακούγοντας προσεκτικά.
Κάτι δεν πάει καλά μ’ αυτόν!(σχολιάζουν)
Κάθεται μέσα στη βροχή
Εκείνος ξέρει..
Ήρθε για ν’ ακούσει μουσική.
Έτσι δεν είναι;
|
E.J. Paprocki
|
ΤΕΝΝΕΣΗ ΟΥΙΛΙΑΜΣ Μίλα μου σαν τη βροχή
(Αρχίζει η βροχή, σ’ όλη τη διάρκεια του έργου η βροχή φεύγει κι έρχεται, ακανόνιστα…)
ΑΝΤΡΑΣ: Αναρωτιέμαι αν πήρα το επίδομα ανεργίας.
(Η γυναίκα κάθεται σε μια καρέκλα. Κινείται προς τα εμπρός, ενώ το βάρος του ποτηριού μοιάζει να την βαραίνει αφάνταστα και το αφήνει στο πεζούλι του παραθύρου με μια μικρή κίνηση απαλλαγής. Γελάει για μια στιγμή χωρίς να πάρει ανάσα. Ο άντρας συνεχίζει χωρίς μεγάλη ελπίδα:)
…κοίτα μέσα στις τσέπες μου και πες μου αν έχω το τσεκ επάνω μου.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Γύρισες πίσω, ενώ εγώ έλειπα έξω και σε γύρευα, και πήρες το τσεκ και άφησες ένα σημείωμα στο κρεβάτι που δεν μπόρεσα να βγάλω τα γράμματα………
………………………………………………………………………………………..
Δεν είχα τίποτε άλλο παρά μόνο νερό από τότε που έφυγες. (Αυτό το λέει σχεδόν γελώντας. Ο Άντρας την κρατάει σφιχτά κοντά του με μια μαλακή έκπληκτη κραυγή): Τίποτα άλλο από στιγμιαίο καφέ ώσπου κι αυτός σώθηκε, και νερό! (γελάει).
ΑΝΤΡΑΣ: Μπορείς να μου μιλάς τώρα αγάπη μου; Μπορείς να μου μιλάς;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Ναι.
ΑΝΤΡΑΣ; Καλά λοιπόν, μίλα μου σαν τη βροχή και…άφησέ με ν’ ακούω…άφησέ με να μένω εδώ ξαπλωμένος και ν’ ακούω…Τώρα πες μου, μίλα μου. Τι σκεφτόσουνα στη σιωπή; Ενώ εγώ περνούσα από χέρι σε χέρι, σαν μια βρόμικη καρτ-ποστάλ σ’ αυτή την πόλη;…Πες μου…μίλα μου…Μίλα μου σαν τη βροχή και γώ θα μένω ξαπλωμένος εδώ και θ’ ακούω.
ΓΥΝΑΙΚΑ; Θέλω…
ΑΝΤΡΑΣ; Το έχεις καταλάβει, είναι απαραίτητο! Εγώ το ξέρω πια, γι’ αυτό μίλα μου σαν τη βροχή και γω θα μένω ξαπλωμένος εδώ και θα σ’ ακούω, θα μένω εδώ ξαπλωμένος και
ΓΥΝΑΙΚΑ; Θέλω να φύγω
ΑΝΤΡΑΣ; Θέλεις;
ΓΥΝΑΙΚΑ; Θ έ λ ω ν α φ ύ γ ω !
ΑΝΤΡΑΣ; Πώς;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Μόνη μου! (ξαναγυρίζει στο παράθυρο). Θα γραφτώ στο βιβλίο ενός μικρού ξενοδοχείου κοντά στη θάλασσα κάτω από ένα πλαστό όνομα…
ΑΝΤΡΑΣ: Τι όνομα;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Άννα… Τζόουνς… …Το δωμάτιο θα είναι γεμάτο ίσκιους, δροσερό, και θα πλημμυρίζει με το μουρμουρητό της…
ΑΝΤΡΑΣ: Βροχής;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Ναι. Της βροχής.
ΑΝΤΡΑΣ: Και;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Η αγωνία θα…περάσει!
ΑΝΤΡΑΣ: Ναι…
ΓΥΝΑΙΚΑ: ………………………………………………………………………….
Θα ντύνομαι στα άσπρα…Θα έχω μια ορισμένη θέση στην παραλία, όπου θα πηγαίνω να κάθομαι, λίγο πιο μακριά από κει που είναι το περίπτερο, όπου η μπάντα παίζει επιλογές του Βικτόρ Χερμπέρτ όταν νυχτώνει…Θα είναι μια εποχή βροχής, βροχής…Και θα είμαι τόσο εξαντλημένη ύστερα από τη ζωή μου στην πόλη που δεν θα με νοιάζει που θ’ ακούω τη βροχή. Θα είμαι τόσο ήρεμη! Οι γραμμές θα εξαφανιστούν από το πρόσωπό μου…Δεν θα έχω φίλους. Δεν θα έχω γνωριμίες….Ο ξενοδόχος θα λέει, «καλησπέρα κ. Τζόουνς» και γω μόλις που θα χαμογελάω και θα παίρνω το κλειδί μου. Δεν θα διαβάζω ποτέ εφημερίδες, ούτε θ’ ακούω ραδιόφωνο. Δεν θα έχω την παραμικρή ιδέα από ό,τι γίνεται στον κόσμο. Δεν θα έχω καμιά συναίσθηση από το χρόνο που θα περνάει…Κάποια μέρα θα κοιτάξω στον καθρέφτη και θα δω ότι τα μαλλιά μου έχουν αρχίσει να γίνονται γκρίζα και για πρώτη φορά θ’ ανακαλύψω ότι έζησα σ’ αυτό το μικρό ξενοδοχείο, μ’ ένα ψεύτικο όνομα, χωρίς καθόλου φίλους ή γνωστούς , ή κανενός είδους σχέσεις, για εικοσιπέντε ολόκληρα χρόνια. Θα με ξαφνιάσει λίγο αλλά δεν θα με τρομάξει καθόλου. Θα είμαι ευχαριστημένη που ο χρόνος θα έχει περάσει τόσο εύκολα. Μια φορά στο τόσο θα πηγαίνω στον κινηματογράφο…Θα διαβάζω μεγάλα βιβλία και το ημερολόγιο των νεκρών συγγραφέων. Θα νιώθω πιο πολύ κοντά τους, πολύ περισσότερο από ό,τι ένιωσα ποτέ για ανθρώπους που γνώρισα, προτού να φύγω από τον κόσμο. Θα είναι γλυκιά και ψυχρή μαζί αυτή η φιλία μου με τους νεκρούς ποιητές γιατί δεν θα μπορώ να τους αγγίζω ούτε και ν’ απαντάω στις ερωτήσεις τους. Θα μου μιλάνε και δεν θα περιμένουν να τους απαντήσω. Και θα νυστάζω ακούγοντας τις φωνές τους να εξηγούνε σε μένα τα μυστήρια….Θα με παίρνει ο ύπνος με το βιβλίο ακόμα στα χέρια μου, και θα βρέχει.. Θα ξυπνάω και θ’ ακούω τη βροχή και θα ξανακοιμάμαι. Μια εποχή βροχής…βροχής…βροχής… Και τότε, κάποια μέρα, όταν θα έχω κλείσει ένα βιβλίο, ή θα γυρίζω στο σπίτι, μόνη μου, από τον κινηματογράφο στις έντεκα η ώρα τη νύχτα- θα κοιτάξω στον καθρέφτη και θα δω ότι τα μαλλιά μου έγιναν άσπρα. Άσπρα, εντελώς άσπρα. Τόσο άσπρα όσο και ο αφρός στα κύματα. (σηκώνεται και κινείται στο δωμάτιο, ενώ συνεχίζει:) Θα κρεμάσω τα χέρια μου στο μάκρος του κορμιού μου, και τότε θα ανακαλύψω πόσο τρομακτικά ελαφριά και λεπτή έχω γίνει! Σχεδόν διαφανής…….Τότε λοιπόν θα ξέρω- κοιτώντας στον καθρέφτη- πως ήρθε για μένα η πρώτη εποχή, για να περπατήσω άλλη μια φορά μόνη μου στην πλατεία, με το δυνατό άνεμο να με χτυπάει, τον άσπρο καθαρό άνεμο που φυσάει απ’ την άκρη του κόσμου….(Στέκεται πάλι ακίνητη στο παράθυρο). Και τότε θα βγω έξω και θα περπατήσω στην πλατεία. Θα περπατήσω μόνη μου και θα γίνομαι όλο και πιο αδύνατη, πιο αδύνατη, πιο αδύνατη…
ΑΝΤΡΑΣ: Έλα στο κρεβάτι, μωρό μου.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Ολοένα και πιο αδύνατη. Πιο αδύνατη, πιο αδύνατη, πιο αδύνατη, πιο αδύνατη! (Την φτάνει και την παίρνει δια της βίας από την καρέκλα).
Ώσπου στο τέλος δεν θα έχω καθόλου σώμα πια, και ο αέρας θα με σηκώσει στα παγωμένα άσπρα του χέρια για πάντα και θα με πάρει μακριά!
ΑΝΤΡΑΣ: Έλα στο κρεβάτι, μαζί μου.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Θέλω να φύγω, θέλω να φύγω! (Την αφήνει και κείνη φτάνει στη μέση του δωματίου κλαίγοντας χωρίς έλεγχο. Κάθεται στο κρεβάτι. Εκείνος πηγαίνει στο παράθυρο, η βροχή δυναμώνει. Η Γυναίκα σταυρώνει τα χέρια μπροστά στο στήθος της. Οι λυγμοί της εξασθενίζουν αλλά αναπνέει με δυσκολία. Το φως αραιώνει, ακούγεται ο άνεμος δυνατά. Ο Άντρας κοιτάζει έξω από το παράθυρο. Στο τέλος εκείνη του λέει μαλακά:) Έλα στο κρεβάτι. Έλα στο κρεβάτι μωρό μου…
(Εκείνος γυρίζει το χαμένο του πρόσωπο σ’ αυτήν, ενώ κλείνει η Αυλαία).
|
A. Bolotov
|
ΦΕΡΝΑΝΤΟ ΠΕΣΣΟΑ
Βρέχει σιγανά και η βροχή είναι βουβή.
Δεν κάνει θόρυβο, πέφτει αργά,
Ο ουρανός κοιμάται. Όταν η ψυχή χηρεύει
Από κάτι που αγνοεί, τι συναίσθημα είναι τυφλό.
Βρέχει. Τον εαυτό μου (αυτό που είμαι) αρνούμαι.
Είναι τόσο ωραίο ν’ ακούς αυτή τη βροχή
(Σύννεφα δεν υπάρχουν) που μοιάζει με βροχή
Αλλά δεν είναι: μόνο ψίθυρος
Που από μόνος του ξεχνιέται λίγο πριν δυναμώσει.
Βρέχει. Τίποτα κέφι δε μου κάνει...
Ο αέρας δε φυσά, ασταθής ο ουρανός μοιάζει.
Βρέχει μακριά και ανεπαίσθητα
Σαν κάτι βέβαιο που ψέματα μας λέει.
Βρέχει. Δε νιώθω τίποτα.