Κάπου κάποτε σ΄ ένα δάσος ,σ΄ ένα λόφο , στη θάλασσα κοντά, ζούσε μια Νεράιδα που θέλησε κάποια στιγμή λουλούδια να ταιριάξει ,να τα δει ,να τα θαυμάσει ,να μαγευτεί ,να ξεχάσει πως ζούσε μοναχή και ….για αρχή …φύτεψε ένα Γιασεμί και μετά σκόρπισε ένα σπόρο νυχτολούλουδου στη γη.
Σ΄ ένα δάσος που ήταν απλωμένο ,δίπλα στη θάλασσα που ποτέ δεν ησυχάζει , το βουητό του ανέμου τη ταράζει και όλο τη στεριά με το κύμα της πειράζει, ενοχλεί και καλοπιάνει , η Νεράιδα ένα νυχτολούλουδο και ένα Γιασεμί είχε φυτέψει ,αργότερα σε κάποιο όνειρο χάθηκε ,τα ξέχασε και είχαν ορφανέψει.
Το Γιασεμί στο ξέφωτο του δάσους ζούσε , τον ήλιο λαχταρούσε και αποζητούσε. Έβλεπε τον ουρανό και περίμενε πως και πώς, να δει του ήλιου το λαμπρό φως, μα γύρω του όλα στη σκιά των δένδρων ήταν και φοβότανε πολύ ,μη κάποιο δένδρο απλωθεί πολύ, μη …στη σκιά του δάσους χαθεί και τον ήλιο πια δεν ξαναδεί.
Η μοίρα το φερε, λίγο αργότερα ,στη πρώτη βροχή κοντά στο Γιασεμί ,ένα νυχτολούλουδο να ξεπροβάλλει μέσα από τη γη, λίγο πιο πέρα από το Γιασεμί, μιας και η Νεράιδα έτσι το είχε σκεφτεί.
Το Γιασεμί όλο παραπονιόταν που για συντροφιά ένα νυχτολούλουδο είχε βρει.
«Γιατί να ναι η μοίρα μου αυτή; σ΄ ένα νυχτολούλουδο τη συντροφιά να χω βρει;» μονολογούσε το Γιασεμί .
« Δεν θα ήταν πιο όμορφα να χω συντροφιά ,μια τριανταφυλλιά ένα αγιόκλημα ,μια κληματαριά που λένε πως με τα σταφύλια της σε μεθά και τον ήλιο λαχταρά ,σαν και μένα ζουν όλα αυτά και τη φύση γεμίζουν όλο χαρά .
Εγώ κάθε ημέρα με το άρωμα μου θα τα κερνούσα όπως και εγώ θα με αγαπούσαν, να χω κάτι μαζί τους να πω ,μια συντροφιά να χω και εγώ.» έλεγε το Γιασεμί.
Το Γιασεμί δεν συμπαθούσε το νυχτολούλουδο γιατί στη νύχτα ζούσε, τη μέρα κοιμόταν και τη νύχτα ξαγρυπνούσε , με το άρωμα του το φεγγάρι και τα αστέρια τραγουδούσε, ενώ το Γιασεμί με το άρωμα του το βαθυγάλαζο ουρανό, τα σύννεφα και τον ήλιο υμνούσε.
Μια μέρα λοιπόν είδε δίπλα του να βλασταίνει ένα μικρό νυχτολούλουδο .
Δειλά – δειλά ξεπρόβαλλε από τη γη , που κανείς δεν ξέρει από μέσα της τι θα γεννηθεί και σαν ερχότανε σούρουπο, λίγο πριν η νύχτα στην αγκαλιά της πάρει τη γη, την ώρα που για λίγο ακόμη ξύπνιο ήταν το Γιασεμί ,άρχισε να του μιλά το νυχτολούλουδο ψιθυριστά ,λίγο πριν κοιμηθεί και να του διαλαλεί, πόσο όμορφο το είχε βρει, πόσο το αγαπούσε ,πόσο στην αγκαλιά του ποθούσε να βρεθεί και να μείνει για πάντα εκεί.
ΙΙ
Μα … το Γιασεμί το νυχτολούλουδο κοιτούσε ,το υποτιμούσε και το κατηγορούσε που στη σκιά της νύχτας μια παρηγοριά είχε βρει και όλο κάτι θλιβερό, κάτι μελαγχολικό μέσα στη νύχτα είχε να πει και για αυτό δεν του πολυμιλούσε, έκανε σα να το αγνοούσε.
Το νυχτολούλουδο ,όμως ,θαύμαζε το Γιασεμί ,που ήταν τόσο φανερό ,που τον ήλιο δεν φοβόταν, τη χαρά αποζητούσε ,τις πασχαλίτσες ,τις μελισσούλες ,τις πεταλούδες με νέκταρ τις κερνούσε και μαζί τους συζητούσε ,τη συντροφιά τους αποζητούσε, κάτι χαρούμενο έλεγε και το χαμόγελο τους κατακτούσε.
Στις ακτίνες του ήλιου κάθε ημέρα λουζόταν το Γιασεμί, στου αρμυρού ανέμου το χάδι λικνιζόταν και μεγάλωνε πολύ ,με τα λευκά λουλούδια του είχε τυλιχτεί ,με το άρωμα του σκέπαζε τη φύση όλη ,σα να ήθελε να πει πόσο όμορφα ζει, μα σαν ερχόταν η νύχτα ήθελε να κοιμηθεί το Γιασεμί , γύρω του να μη βλέπει μέχρι να έρθει το πρωί, αφού στη νύχτα τίποτα καλό δεν είχε να βρει, ούτως η άλλως όλα είχαν κοιμηθεί.
Μα το νυχτολούλουδο το Γιασεμί ενοχλούσε ,όλο του μιλούσε λίγο πριν κοιμηθεί .
Το άρωμα του Γιασεμιού γευόταν διψασμένα το νυχτολούλουδο και όλο το ρωτούσε τι έχει στη ψυχή του και τέτοιο άρωμα έχει αναδυθεί και το Γιασεμί του απαντούσε ενοχλημένο, «να το αφήσει ήσυχο να κοιμηθεί , πως κανένα άρωμα δεν είχε το νυχτολούλουδο, ούτε λουλούδι δεν είχε πάνω του ποτέ φανεί, δεν είχε τίποτα να του ζηλέψει και συν τις άλλοις δεν το άφηνε να κοιμηθεί, άλλο πια….. να μη το ενοχλεί.»
Μα λίγο πριν κοιμηθεί το Γιασεμί ,ένα άρωμα από το νυχτολούλουδο αναδυόταν που έκανε το Γιασεμί να παραξενευτεί, μα δεν προλάβαινε να το γευτεί γιατί η νύχτα είχε έρθει και έπρεπε να κοιμηθεί και πολλά λουλούδια σα να του είχε φανεί πως ήταν έτοιμα να ξεπροβάλλουν από το νυχτολούλουδο, μα δεν προλάβαινε να τα δει ,γιατί είχε ήδη κοιμηθεί το Γιασεμί.
Την άλλη μέρα σαν ξυπνούσε το Γιασεμί έβλεπε το νυχτολούλουδο να νυστάζει, τα λουλούδια του να χάνει , να δύουν στο φως της αυγής . Το άρωμα του να έχει χαθεί στου αυγερινού την ανατολή.
Το παράξενο τούτο λουλούδι καληνύχτα να του λέει την αυγή και καλημέρα το φως του εσπερινού σαν φανεί.
«Φαντασία μου μάλλον θα ταν, όνειρο έβλεπα , λουλούδια δεν έχει ,ούτε άρωμα ,τούτο δω μοναχά νυστάζει , έτοιμο είναι να κοιμηθεί σαν ο ήλιος βγει.» μονολογούσε το Γιασεμί.
ΙΙΙ
Και τότε άκουγε το γιασεμί μια φωνή ψιθυριστή, το νυχτολούλουδο να θέλει να του πει στη ψυχή , πως όσο τη νύχτα κοιμόταν το Γιασεμί, με τα λουλούδια του τις νύχτες του έκανε όμορφες και με το άρωμα του το σκέπαζε ,που ήταν φτιαγμένο με στάλες από φεγγαραχτίδες ανακατεμένες με αχνό φως αστεριών, προσεκτικά διαλεγμένων από κάποιο κρυφό παρτέρι του ουρανού που ήξερε μονάχα αυτό . Το νυχτολούλουδο ήθελε να αισθανθεί το Γιασεμί ,πως από τη νύχτα τίποτα δεν έχει να φοβηθεί ,παρά μοναχά να ονειρευτεί και κάτι όμορφο να βρει.
Τις νύχτες που κοιμόταν το Γιασεμί ,το νυχτολούλουδο με το μεθυστικό άρωμα του με τα λουλούδια του , ήθελε όνειρα να χαρίσει ,ένα παράθυρο ν΄ ανοίξει, για να δει το Γιασεμί τον κόσμο της νύχτας, τα αστέρια το φεγγάρι, ν΄ ακούσει το κελάηδημα του αηδονιού ,που σταματάει να τραγουδάει λίγο πριν ξυπνήσει το Γιασεμί.
Μα η φωνή του νυχτολούλουδου όλο και χανόταν σαν ο ουρανός γινόταν φωτεινός και στο τέλος μοναχά έμενε η σιωπή.
Το Γιασεμί τότε το κοιτούσε έτσι χωρίς λουλούδια να ναι, χωρίς άρωμα , να έχει κοιμηθεί και τον ήλιο αγανακτισμένα κοιτούσε, που τούτο δω ,δίπλα του μια θέση στο κόσμο είχε βρει.
Από τότε πέρασαν μέρες πολλές και το Γιασεμί ήθελε να ξεχάσει το νυχτολούλουδο που δίπλα του έτυχε να ζει.
Το Γιασεμί περνούσε την ημέρα του φτιάχνοντας και αυτό το δικό του άρωμα .
Μάζευε λίγες ηλιαχτίδες σε ένα κύπελλο ,έριχνε μέσα λίγο από το γαλάζιο του ουρανού, μετά στάλαζε στο κύπελλο λίγη βροχή που έκλεβε από κάποιο σύννεφο και έπειτα επειδή είχε θλίψη που ήταν μοναχό, στάλαζε στο ποτό του λίγο από το άρωμα της γης όταν την αγκαλιάζει η βροχή και τέλος λίγο από τη δροσερή, την αρμυρή αύρα της θάλασσας στο κύπελλο έσταζε και έφτιαχνε μεθυστικό ποτό ,το έπινε και με την ανάσα του το Γιασεμί το άρωμα του σκορπούσε σε όλη τη γη .
Αυτή ήταν η χαρά του ,να σκορπίζει το άρωμα του και όλα με αυτό να μεθάνε .
Ζώα ,άνθρωποι και λουλούδια να το ζηλεύουν ,κάτι από αυτό να θέλουν να παίρνουν ,να το θαυμάζουν ,να το θέλουν , μοναχά σαν έπεφτε η νύχτα ένοιωθε μοναξιά ,τότε που όλα έχουν κοιμηθεί.
Και το άρωμα του, το φύλαγε σε μυστικό κουτί, κανείς μη τύχει και το βρει και του κλέψει τη μυστική του συνταγή ,τη μάθει και το ανταγωνιστεί και κοιτούσε με αδιάφορο ύφος το νυχτολούλουδο που τώρα ξυπνούσε και περίμενε… τι άλλο έχει να του πει ,λίγο πριν κοιμηθεί.
IV
Το νυχτολούλουδο κάθε φορά που ξυπνούσε ένα όνειρο του υποσχόταν πως θα του χαρίσει σαν στην αγκαλιά του το αφήσει να βρει τη θαλπωρή.
«μη με βλέπεις έτσι χαμηλό και ταπεινό ,χωρίς λουλούδια χωρίς άρωμα . Τη νύχτα περιμένω να γευτώ , για να αρχίσω να ζω, κάποια μέρα θα σε φτάσω ,θα σε αγκαλιάσω ,θα δεις….. μπορεί σε άλλο κόσμο να ζω διαφορετικό μα στην αγκαλιά σου σαν βρεθώ, μαζί μου στη νύχτα θα ταξιδεύεις ,ένα όμορφο όνειρο θα βλέπεις , στην ημέρα σου και εγώ θα ζω, θα ταξιδεύω , τον ήλιο θα βλέπω ,τα σύννεφα και τον ουρανό», αυτά άκουγε το Γιασεμί λίγο πριν κοιμηθεί και λυπόταν που για συντροφιά τούτο δω είχε βρει.
Και από τότε το νυχτολούλουδο και το γιασεμί ζούσαν χώρια και μαζί.
Το νυχτολούλουδο για να παρηγορηθεί που το Γιασεμί δεν το είχε καταδεχτεί ,αγκάλιαζε λουλούδια ,αγκάλιαζε χορτάρια και τα ονόμαζε Γιασεμί για να νομίζει , να φαντάζεται, πως το είχε αγαπήσει το Γιασεμί και πως αυτό ….το φρόντιζε με περίσσια προσοχή.
Ο ουρανός στεναχωρήθηκε λυπήθηκε πολύ με τη κατάσταση αυτή , κάτι έπρεπε να σκεφτεί για να μη συνεχιστεί και στο τέλος έχασε την υπομονή.
Και τότε όλα τα κάνε γκρίζα σκοτεινά , σύννεφα μάζεψε πολλά, έτοιμα με μια αφορμή να ξεχυθούν μανιασμένα στη γη και φύσηξε πολύ , ο αέρας ξεχύθηκε με ορμή ,στέναξε το νυχτολούλουδο ,λύγισε το Γιασεμί.
Ένας κεραυνός ήταν η αρχή , μετά ξέσπασε η δυνατή βροχή , σαν για κάποιο λόγο ο ουρανός ήθελε να εκδικηθεί, το νυχτολούλουδο και το Γιασεμί που δεν τα είχανε βρει.
Το γιασεμί τρόμαξε πολύ που το μαστίγωνε η βροχή ,τα λουλούδια του έπεφταν στο χώμα, το άρωμα του είχε χαθεί ,μα…. άντεχε ,είχε κορμό γερό, θα το ξεπερνούσε ,σίγουρο ήτανε γι΄ αυτό ,δεν ήταν σα το νυχτολούλουδο που ήταν ακόμη μικρό και ταπεινό .
Το νυχτολούλουδο όμως έχασε όλα του τα φύλλα .
Έμεινε άδειο, χωρίς λουλούδια και ξύπνησε για μια στιγμή που το χαλάζι το χε βρει ,το είχε μαστιγώσει και είχε πληγωθεί και είδε πως τα λουλούδια, το χορτάρι που είχε γύρω του , που σα Γιασεμί τα χε φανταστεί , είχαν όλα παρασυρθεί από της βροχής την ορμή, από του Ουρανού την οργή ,πόνεσε και λυπήθηκε πολύ .
V
Μα όταν όλα μοιάζουν σκοτεινά ,πολύ θλιβερά , το έχει συνήθεια η μοίρα όλα να τα αλλάζει ,με όλο κάτι άλλο να τα μοιάζει και στο τέλος τίποτα να μη θυμίζουν από αυτό που ήταν ,λίγο πριν …όλα αρχίσουν.
Έτσι και τώρα σαν σταμάτησε η βροχή ,ξεθύμανε του Ουρανού η οργή , το νυχτολούλουδο και το Γιασεμί που είχαν πληγωθεί, στο βρεγμένο χώμα ,προσπαθούσαν να επουλώσουν κάθε τους πληγή ,να ξαναβρούν δύναμη για να συνεχίσουν τη ζωή.
Αγωνιούσαν τον κόσμο τους να ξαναφτιάξουν, όλα όπως πριν να τα μοιάσουν.
Το ήλιο περίμενε το Γιασεμί να ξαναβγεί ,από τις ηλιαχτίδες του δύναμη να πάρει, τα λουλούδια του να ξαναφτιάξει, με το άρωμα του τη γη να σκεπάσει, ότι είχε χαθεί να ξαναβρεθεί.
Μα και το νυχτολούλουδο τη σελήνη περίμενε να φωτίσει τη δική του τη ζωή ,η νύχτα στην αγκαλιά της να το πάρει, στον κόρφο της να κουρνιάσει, στο φεγγάρι της στα αστέρια της στα όνειρα της να ξαποστάσει, δύναμη να πάρει, πράσινα φύλλα να βγάλει , μπουμπούκια να πετάξει ,με το άρωμα του κάτι όμορφο να πει στο Γιασεμί, λίγο πριν κοιμηθεί και ονειρευτεί.
Η νύχτα σαν ήρθε ,το νυχτολούλουδο άρχισε να πίνει νερό από της γης το μουσκεμένο χώμα, έπινε από της ζωής το χυμό και μεγάλωναν οι ρίζες του και γύρω απλώνονταν ώσπου κάποια στιγμή οι ρίζες του Γιασεμιού από τις ρίζες του πληγωμένου νυχτολούλουδου είχαν αγγιχτεί και άλλαξε για πάντα του Γιασεμιού και του νυχτολούλουδου η ζωή.
Έμειναν από τότε αγκαλιασμένα , σα να ήθελαν από καιρό να έχουν αγκαλιαστεί ,το χρόνο τους ανόητα χάσει ,κάτι που έπρεπε να έχουν κάνει από τότε που για πρώτη φορά είχαν ξεπροβάλλει από τη γη.
Το Γιασεμί είχε ξαφνιαστεί από την αναπάντεχη τούτη τη στιγμή, από τον ύπνο του ξύπνησε και δεν ξανακοιμήθηκε μέχρι το πρωί.
VI
To νυχτολούλουδο όμως που ήταν πιο μικρό , ίσως που δεν είχε αγαπηθεί , ήταν ασθενικό πολύ, δεν μπορούσε να γίνει όπως πριν.
Τα φύλλα που έβγαζε ήταν αδύναμα και κιτρινισμένα, το άρωμα του αδύναμο.
Μοναχά με το άγγιγμα της ρίζας στο Γιασεμί μιλούσε ,αχνά χαμογελούσε, ότι είχε στη ψυχή του το νυχτολούλουδο ,το Γιασεμί το ζούσε, τη θλίψη του ,το παράπονο του, τον πόνο του ,την αγάπη που δεν είχε βρει ,τα όνειρα του στα αστέρια ,στο φεγγάρι να ζωγραφίζονται και τη περιπλάνηση στη νύχτα της ψυχή του .
Όλα τα έβλεπε το Γιασεμί ,πόσο το νυχτολούλουδο το λαχταρούσε ,με την αγάπη του τα όμορφα όνειρα που έπλεκε ,τη μοναξιά του έσβηνε.
Το Γιασεμί από κείνη την ημέρα τον κόσμο του νυχτολούλουδου αφουγκραζόταν, τον ζούσε με αυτόν κοιμόταν ,μα δεν του το χε πει, ώσπου μια μέρα ξύπνησε ένα πρωί και το νυχτολούλουδο είχε χαθεί, αιώνια κοιμηθεί.
Μοναχά η ρίζα του έμεινε να αγκαλιάζει το Γιασεμί, σαν να ήθελε ακόμη η αγκαλιά αυτή , η αγάπη του αυτή ,ποτέ να μη χαθεί.
Το Γιασεμί άρχισε να δακρύζει γιατί είχε πια συνηθίσει το νυχτολούλουδο και περίμενε πότε θα του μιλήσει για να κοιμηθεί και σαν έπεφτε η νύχτα σαν να άκουγε τη φωνή του να του λέει πόσο το είχε αγαπήσει , πόσο στην ομορφιά του είχε υποκύψει ,πόσο ήθελε μαζί του να ζήσει.
Και το Γιασεμί συνέχεια δάκρυζε και όλο μονολογούσε ,στο νυχτολούλουδο μιλούσε, σαν αυτό να ζούσε ,πως δεν το ήξερε για αυτό το απόπαιρνε, πόσο θα του έλειπε το νυχτολούλουδο σαν σταμάταγε να του μιλάει να του λέει πόσο το αγαπάει.
Το Γιασεμί ένοιωθε πως το ξέφωτο που ζούσε είχε πια χαθεί ,πως στη σκιά είχε βρεθεί που φοβότανε τόσο πολύ.
Και από τα δάκρυα του Γιασεμιού που ήταν γεμάτα αγάπη βράχηκαν οι ρίζες του νυχτολούλουδου και η ζωή σιγά – σιγά στο νυχτολούλουδο άρχισε να επιστρέφει και ένα μικρό φυλλαράκι πράσινο ξεπρόβαλλε μέσα από τη γη εκεί που κάποτε ζούσε το νυχτολούλουδο.
Ένα πρωί που ξύπνησε το Γιασεμί, είδε στο μέρος που το νυχτολούλουδο είχε χαθεί…
δειλά το νυχτολούλουδο να ξαναβγαίνει από τη γη ,από την αγάπη του να ξαναζεί, στην αγκαλιά του μια παρηγοριά να θέλει να βρει.
Μέρα με τη μέρα ένοιωθε το Γιασεμί πως, το νυχτολούλουδο το αγκάλιαζε όλο και πιο σφικτά και μέσα από τη ρίζα του να του μιλά, να του λέει σιωπηλά, πόσο το αγαπάει .
Το κρυμμένο παράπονο της ψυχής του ξεπηδούσε και όλο στο Γιασεμί μιλούσε.
VII
Και το Γιασεμί του έλεγε ,πώς όσο είχε χαθεί, αυτό αποζητούσε και λαχταρούσε, το νυχτολούλουδο να ξαναδεί , τη συντροφιά του να ξαναζήσει ,ποτέ πια ,από αυτό να μη χωρίσει.
Και από τότε τίποτα δεν έγινε, δεν έμεινε ,δεν στάθηκε ,όπως πρώτα, όλα άλλαξαν και γεννήθηκε μια καινούρια αυγή στου Γιασεμιού και του νυχτολούλουδου τη ζωή.
Το Γιασεμί έγινε ολόλευκο από τα πολλά λουλούδια ,ίδιο λυγερή νυφούλα και το νυχτολούλουδο μεγάλωσε και στο τέλος με τα φύλλα του το Γιασεμί αγκάλιασε.
Γι ΄αυτό, άμα σε κάποιο δάσος περιπλανηθείτε και κάποιο νυχτολούλουδο κοντά σε κάποιο Γιασεμί δείτε ,μην απορήσετε ,ποτέ μη τα πειράξετε ,απλώς να τα θαυμάσετε, που αν και διαφορετικά ,ζούνε τόσο ταιριαστά και είναι το ένα στου άλλου την αγκαλιά
…και αν στο κήπο σας σκεφτείτε να φυτέψετε ένα νυχτολούλουδο και ένα Γιασεμί, μη φοβηθείτε να τα βάλετε μαζί και ας είναι διαφορετικά ,ίσως μαγευτούν το ένα από τα όνειρα του άλλου ,από τα λουλούδια του το άρωμα του και θελήσουνε να μείνουνε για πάντα μαζί και ας μη το έχουν καταλάβει από την αρχή…. Ίσως…. όπως μπορεί ….να το έχετε ζήσει και εσείς….
Μιχάλης Γεωργούλης
Μ.Γ. …
Η φωτογραφία είναι από https://liamrainsford.com/