πηγή φωτογραφίας |
Η Ιωάννα Τσάτσου γεννήθηκε στη Σμύρνη, κόρη του δικηγόρου και διδάκτορα της Νομικής Σχολής του Παρισιού Στέλιου Σεφεριάδη και της Δέσπως το γένος Γιωργάκη Τενεκίδη, και αδελφή του Γιώργου Σεφέρη. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και αναγορεύτηκε διδάκτωρ στην ίδια σχολή με τίτλο της εργασίας της Επίδραση της εθνικότητας επί του κύρους του γάμου. Το 1930 παντρεύτηκε τον Κωνσταντίνο Τσάτσο, με τον οποίο απέκτησε δυο κόρες τη Δέσποινα και τη Θεοδώρα. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής έδρασε στην ΕΚΚΑ του συνταγματάρχη Ψαρού και πήρε μέρος σε αποστολές βοήθειας οικογενειών εκτελεσθέντων και φυγάδευσης άγγλων στρατιωτών με την καθοδήγηση της Αρχιεπισκοπής Αθηνών. Το 1947 κυκλοφόρησε το βιβλίο Εκτελεσθέντες επί κατοχής γνωστοποιώντας τα ονόματα οικογενειών που πλήγηκαν από τους κατακτητές, προκειμένου να συνταξιοδοτηθούν. Συνέχισε την ανθρωπιστική της δράση και κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, ως μέλος του Κέντρου βοήθειας του παιδιού, του Σώματος Ελληνίδων Οδηγών, της Φανέλας του στρατιώτη, της Διεθνούς Κοινωνικής Υπηρεσίας. Την περίοδο 1950-1951 αγωνίστηκε υπέρ του δικαιώματος ψήφου των ελληνίδων και το 1966 πήρε μέρος στην έκτη επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών. Τιμήθηκε για τη δράση της με το Μετάλλιο Εξαίρετων Πράξεων, το Χρυσό Σταυρό της Εποποιίας (1960), το Μεγαλόσταυρο του Τάγματος της Αξίας (1979, Γαλλία - Σενεγάλη). Στο χώρο της λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε το 1965 με την έκδοση του ημερολογιακού κειμένου Φύλλα κατοχής. Ακολούθησε η έκδοση της ποιητικής συλλογής της Λόγια της σιωπής (1968) και οχτώ ακόμη συλλογές ως το 1973 που εξέδωσε το βιογραφικό πεζό Ο αδελφός μου Γιώργος Σεφέρης, που τιμήθηκε με το Α’ κρατικό βραβείο βιογραφίας. Ολοκλήρωσε επίσης ταξιδιωτικά κείμενα και ιστορικές μονογραφίες. Τιμήθηκε επίσης με το χρυσό μετάλλιο της Γαλλικής Ακαδημίας (1976), το βραβείο ποίησης Α. Ντε Βινιύ (1978), το Πρώτο Διεθνές Βραβείο Ποίησης Sicilia (1980) και το βραβείο Gramatikakis - Neuman της Γαλλικής Ακαδημίας Ηθικών και Πολιτικών Επιστημών για το σύνολο του έργου της. Έργα της μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά και ρουμανικά. Το 1996 τιμήθηκε με το βραβείο Φρειδερίκου Μάθιους. Πέθανε στις 30 Σεπτεμβρίου 2000.
Εργογραφία
(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις)
Ι.Ποίηση
• Λόγια της σιωπής• Εισαγωγή του Κωνσταντίνου Α. Τρυπάνη. Αθήνα, Εστία, 1968.
• Άτμητο φως. Αθήνα, Εστία, 1969.
• Αθηναΐς· Αιλία Ευδοκία Αυγούστα. Αθήνα, Εστία, 1970.
• Έλεγος. 1971.
• Γυμνός τοίχος. Αθήνα, 1975.
• Ο κύκλος του ρολογιού. Αθήνα, 1976.
• Ποιήματα· Προμετωπίδα Ν.Χατζηκυριάκου – Γκίκα. Αθήνα, Ίκαρος, 1977.
• Χρέος· Ποιήματα· Προμετωπίδα Γιάννη Μόραλη. Αθήνα, Ίκαρος, 1979.
• Χρόνος· Ποιήματα·Προμετωπίδα Γιάννη Μόραλη. Αθήνα, Ίκαρος, 1981.
• Πορεία· Ποιήματα· Προμετωπίδα Σπύρου Βασιλείου. Αθήνα, Ίκαρος, 1982.
• Ιχνηλασία. Αθήνα, Εστία, 1984.
• Καταυγασμός. 1984.
• Ποιήματα. 1987 (και δεύτερη συμπληρωμένη έκδοση, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988).
• Άγρυπνη αυγή. Αθήνα, Οι εκδόσεις των Φίλων, 1989.
• Φως τη σκοτία· Ποιήματα. Αθήνα, Αστρολάβος/Ευθύνη, 1992.
ΙΙ.Πεζογραφία - Μαρτυρίες - Ταξιδιωτικά κείμενα - Μονογραφίες
• Φύλλα Κατοχής. Αθήνα, Εστία, 1965.
• Ο αδελφός μου Γιώργος Σεφέρης. 1973.
• Αθηναΐς. 1970.
• Από το τετράδιό μου• Ώρες του Σινά. Αθήνα, Εστία, 1981.
• Καταγραφές. Αθήνα, Εστία, 1983.
• Ιχνηλασία. Αθήνα, Εστία, 1984.
• Η ποίηση και ο Άδης. Αθήνα, Οι εκδόσεις των Φίλων, 1987.
• Στιγμές και μνήμες. Αθήνα, Εστία, 1988.
• Κυδαθηναίων 9· Αναμνήσεις. Αθήνα, Αστρολάβος/Ευθύνη, 1993.
«ΣΤΙΓΜΕΣ ΚΑΙ ΜΝΗΜΕΣ» Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ
i ."Τώρα φυλάγω κόκαλα"
Η Ιωάννα Τσάτσου θυμάται δύο επισκέψεις της στο Πατριαρχείο στην Κωνσταντινούπολη:
Το 1951 οι Έλληνες της Πόλης είχαν καλέσει τον Κωνσταντίνο Τσάτσο να μιλήσει στην ελληνική παροικία, με θέμα «ο χώρος του Παλαμά». Μας δέχτηκε ο Πατριάρχης Αθηναγόρας με ενθουσιασμό και αισιοδοξία. «Πόσους ορθόδοξους αριθμεί το ποίμνιό σας, Παναγιώτατε;» ρώτησα δειλά. «Σύντομα, παιδί μου, θα είναι τριακόσιες χιλιάδες. Αυτό είναι η φιλοδοξία μου». Ήταν το πρώτο μας ταξίδι στην Πόλη, ευτυχώς πολυήμερο. Κάθε πρωί πήγαινα στην Αγιά Σοφιά. Το 1972 ήμουν πάλι στην Πόλη για δύο μέρες. Ήθελα να δω τον Αθηναγόρα. Γνώριζα πως ήταν φαρμακωμένος και οι έγνοιες του πολλές. Και του έκανα πάλι την ίδια ερώτηση. «Πόσους ορθόδοξους, Παναγιώτατε, έχετε τώρα στη Βασιλεύουσα;». «Αμέτρητους, παιδί μου», απάντησε με ένα πικρό χαμόγελο, «τώρα φυλάγω κόκκαλα».
Σε τελετή θεμελίωσης - πηγή |
ii ." Στον τάφο του Καζαντζάκη "
Η Ιωάννα Τσάτσου περιγράφει μια επίσκεψή της στον τάφο του Καζαντζάκη:
Αργά, μετά τη δεξίωση πρότεινα στη Φανή να πάμε λίγο πάλι στον τάφο μοναχές για τελευταία φορά. Μια στιγμή περισυλλογής. Σκοτάδι. Ό,τι φώτιζαν οι χαμηλωμένοι φάροι του αμαξιού. Και τότε απίθανη πρόβαλε μια εικόνα μέσα στη νύχτα. Δυο ερωτευμένα παιδιά, αγκαλιασμένα πάνω στην πέτρα του τάφου του Καζαντζάκη, πλάι στον ξύλινο σταυρό. Ξαφνικά φωτίστηκαν. Πετάχτηκαν όρθια. Το παληκάρι άλαλο, αμήχανο, η όμορφη κοπέλα τρεμάμενη, φοβισμένη. «Είναι μυστικό μεγάλο, θα με σκοτώσουν οι δικοί μου». Την αγκάλιασα. «Μη φοβάσαι, κοριτσάκι μου, κανείς μα κανείς δε θα το μάθει, να είσαι ήσυχη». Και φύγαμε αμέσως και τους αφήσαμε πάλι μες στο σκοτάδι, και παρακάλεσα τους συνοδούς μας να κρατήσουν αυστηρό το μυστικό. Τι μεγάλη προσφορά στον Καζαντζάκη, δυο νέα παιδιά να μιλούν για τον έρωτά τους πάνω στον τάφο του.
Με τον Γιάννη Τσαρούχη στην Γκαλερί Ζυγός πηγή |
Φύλλα κατοχής
Πρόλογος της συγγραφέως.
«Τούτο το ημερολόγιο δεν το προόριζα για την δημοσιότητα. Έγραφα και κάθε τόσο έρριχνα τα φύλλα του μέσα σ’ ένα τενεκεδένιο κουτί, θαμμένο σε μια γωνιά του κήπου μας, για να το διαβάσουν κάποτε τα παιδιά μου. Πέρασαν περισσότερα από είκοσι χρόνια, και βλέπω πως τα γεγονότα που συντάραζαν το Έθνος ολόκληρο λησμονήθηκαν. Το ψυχικό κλίμα της εποχής εκείνης έχει ολότελα εξαφανιστεί.
Μυριάδες όμως τότε Ελληνίδες αισθάνθηκαν όπως εγώ και πράξανε όπως εγώ. Το βίωμα το δικό μου υπήρξε βίωμα σχεδόν καθολικό της Ελληνίδας γυναίκας. Πιστεύω πως η διατήρηση του στη μνήμη μας αποτελεί καθήκον. Ακόμη, από τη θέση όπου έτυχε να βρίσκομαι την εποχή εκείνη, μου δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσω την ψυχή και τις πράξεις μερικών ξεχωριστών, υπέροχων ανθρώπων, μερικών ηρώων. Θεώρησα χρέος μου να διασώσω τα όσα έζησα τότε από τη ζωή τους • σαν ένα παράδειγμα και σα μια διδαχή για τις ώρες όπου τα εθνικά ιδανικά δεν έχουν την κυρίαρχη θέση που τότε είχανε.
Ελπίζω να μου συγχωρεθούν τα πολλά κενά και οι κάθε είδους ατέλειες. Παρουσιάζω αναλλοίωτο ένα κείμενο, που είναι ένα κομμάτι της ζωής μου. Όπως δεν μπορώ ν’ αλλάζω τη ζωή μου πού πέρασε, έτσι και αυτό δεν μπόρεσα και δεν θέλησα να τ’ αλλάξω.
Αποσπάσματα του ημερολογίου.
14 Σεπτέμβρη 1941
Κάθομαι στη μικρή βεράντα της τραπεζαρίας για λίγη δροσιά. Σιγά σιγά το απαλό σεπτεμβριανό φως διαλύεται μέσα στη νύχτα. Χτυπά η πόρτα, και μπαίνει η Κατίνα Δούση. Η Κατίνα, φτωχή, πανέξυπνη γειτόνισσα, μιλάει γρήγορα, φοβισμένη, απελπισμένη.
« Κυρά μου, ένας ξανθός αρχάγγελος μπήκε στο σπίτι. Τον έκλεισα στο κουζινάκι. Τί θα γίνη Θεέ μου ; Αυτός που τον έφερε εξαφανίστηκε».
«Αξιωματικός;» τη ρώτησα.
«Έτσι μοιάζει».
« Καλά, πήγαινε στο σπίτι σου, κλείσε κα¬λά την πόρτα σου, και απόφυγε να μπη και ο πιο δικός σου. «Έρχομαι αμέσως ».
Η υπόθεση αυτή δεν με ξαφνιάζει. Κάθε λίγο μας ειδοποιούν για κάποιον εγγλέζο σε κίνδυνο ή σε ανάγκη. Οι απλοί άνθρωποι βοηθούν μ’ όλη τους την καρδιά. Μα δεν έχουν τον τρόπο να φυ¬γαδεύσουν άγγλους, ούτε και να τους θρέψουν. Πί¬σω απ’ αυτούς, είμαστε μια αλυσίδα φίλων, έτοι¬μοι να τους στηρίξωμε.
Τηλεφωνώ αμέσως στον Γιώργη Αβέρωφ, έναν από τους φίλους. Μου φέρνει ό,τι έχει πιο πρό¬χειρο τη στιγμή εκείνη, το κλειδί ενός άδειου σπιτιού.
Βάζω σ’ ένα ταγάρι, κονσέρβες, ψωμί, καφέ, ζάχαρι, σαπούνι και πάω στης Κατίνας, στην ο¬δό Σωτηροζ.
Μέσα στο μικρό χαμηλό κουζινάκι, που μυρίζει μαρίδα τηγανιτή, ο άγγλος στέκεται όρθιος σε μια γωνιά. Το κεφάλι του ακουμπά σχεδόν στο ταβάνι. Μοιάζει σαν κυνηγημένο πουλί. Τον χαιρετώ, ανταλλάσουμε λίγες λέξεις, και βγαίνομε προσεκτικά στο δρόμο. Έχω περάσει το μπράτσο μου στο δικό του, και προχωρούμε αδιάφοροι. Ο Γιώργης Αβέρωφ και ο άντρας μου ακολουθούν από μακριά.
Βαδίζαμε προς την οδό Βουλιαγμένης. Κάθε φορά που συναντούμε γερμανούς φρουρούς, του μιλώ ελληνικά με φλυαρία και κέφι. Στρίβομε σε μιά πάροδο. Στα χέρια μου κρατώ το κλειδί του παλιού σπιτιού της Richardson.
Αυτό ψάχνομε. Δεν δυσκολευόμαστε να το βρούμε. Ερημιά εί¬ναι την ώρα που μπαίνομε. Μέσα όλα τακτικά. Καθίζουμε άνετα, και αρχίζομε την κουβέντα. Έχει πολλά να μου πη, και έχει ανάγκη να μιλήση. Εί¬ναι ερωτευμένος με μιαν Ελληνίδα, και δε θέλει να φύγη από την Ελλάδα. Να κρύβεται, να κινδυνεύη, μα να την βλέπη. Μιλά για το κορίτσι του και τελειωμό δεν έχει. « Μόνο οι έρωτες μας έλειπαν », σκέπτομαι και τον διακόπτω. Του λέω πως είναι αργά, πως αύριο πάλι το μεσημέρι θα του πάω το φαγητό του και θα τα ξαναπούμε. Έτσι μόνο κατορθώνω να τον αφήσω.
30 Σεπτέμβρη 1941
Οι ιταλοί πιάσανε τη Λέλα Καραγιάννη, και τον άντρα της για απόκρυψη άγγλων. Και οι δυο δεν ομολογούν τίποτα. Κανένα μυστικό δεν ξεφεύ¬γει.
Οι κίνδυνοι παραμονεύουν από απίθανες μεριές. Για να προστατέψωμε τους φίλους μας από τον ίδιο τον εαυτό μας, προσπαθούμε να γνωρίζωμε όσο το δυνατόν λιγώτερα. Ίσα ίσα αυτά που μας είναι αναγκαία για τη δουλειά μας. Μα η Λέλα Καρα¬γιάννη έχει απλωμένη δράση. Με δικό της καΐκι έστελνε στην Αίγυπτο όσους σκόρπιους συμμάχους εμάζευε. Το όνομά της μαθεύτηκε από ακριτομύθια άγγλων.
10 Οκτώβρη 1941
Ο καημένος ο Levesque , ένας βαθιά πνευ¬ματικός άνθρωπος και καλός φίλος, δοκίμασε να φύγη τη φρικτή ώρα της εισβολής των γερμανών. Μα το πλοίο ναυάγησε και κείνος γύρισε πίσω σε κακά χάλια, χωρίς χρήματα, χωρίς ρούχα. Είναι μόνος, αβοήθητος. Πως θα ζήση, λεπτός και καλ¬λιεργημένος, σε μιάν εποχή όπου μόνο οι μαυραγορίτες μπορούν να κερδίσουν τη ζωή τους;
Σκεφθήκαμε να του οργανώσωμε στο σπίτι μας μαθήματα λογοτεχνίας, και οι ακροατές κάτι να πληρώνουν. Για τον πρώτο καιρό είναι μιά διέξοδος.
16 Οκτώβρη 1941
Χτες βράδυ είχαμε το πρώτο μάθημα του Levesque. Ήταν μεγάλη επιτυχία. Πήρε ως κεντρι¬κό θέμα τον «Άσωτο Υιό » του Andre Gide, και από κει προχώρησε και στην ανάλυση όλων των τρόπων, με τους οποίους άλλοι συγγραφείς έχουν δουλέψει την παραβολή αυτή του Ευαγγελίου. Το σαλόνι, η τραπεζαρία, η βιβλιοθήκη ήταν ασφυκτικά γεμάτα. Περίπου ογδόντα άνθρωποι καθόμαστε πάνω στα τραπέζια, στο γραφείο του Κωστάκη, διπλοπόδι χάμω, και ακούγαμε μαγνητισμένοι. Άθελα ξαναγυρίζαμε στην παλιά γνώριμη πνευ¬ματική ατμόσφαιρα. οι αποχρώσεις της γνήσιας αισθητικής σκέψης του ομιλητή, γαλήνευε μέσα μας το δαίμονα του μίσους και της δράσης που μας κατέχει από την αρχή τής σκλαβιάς.
20 Οκτώβρη 1941
Σήμερα ακούσαμε τα πρώτα ανεπανόρθωτα. Στην Ελευσίνα έγιναν εκτελέσεις ελλήνων. Χτες οι γερμανοί τουφέκισαν τρία παλληκάρια, τον Βαβουράκη, τον Πανωλιάσκο και τον Νίκα. Πριν λί¬γες μέρες είχαν τουφεκίσει και τον Χρήστο Στάμο. Και οι τέσσερες πεθαίνοντας, εξομολογούνται στον παπά που τους κοινώνησε, το μεγάλο καημό τους. την έννοια τους για τις γυναίκες και τα παιδιά τους που εγκαταλείπουν χωρίς προστάτη.
πηγή φωτογραφίας |
27 Οκτώβρη 1941
Μεγάλη μέρα σήμερα. Σαν ανοίξαμε τα πα¬ράθυρα και να πλημμύρισε ήλιος το σπίτι. Ο Κω¬στάκης είχε μάθημα στο Πανεπιστήμιο αύριο, ε¬πέτειο της κήρυξης του Ελληνοϊταλικού πολέ¬μου. Δήλωσε όμως στους φοιτητάς πως θα το κάνη σήμερα, αντίθετα προς την εντολή της Κυ¬βέρνησης , γιατί την 28 Οκτωβρίου τη θεω¬ρούσε μέρα γιορτής εθνικής.
Έτσι κι έκανε. Το βράδυ μετά το μάθημα, όταν γύρισε στο σπίτι, πολλά παιδιά τον συνώδευαν. Όλα είχαν μιαν έκφραση θλίψης και περη¬φάνιας μαζί. Κατασυγκινημένοι από τα λόγια του, ένοιωθαν σαν ελεύθεροι σκλαβωμένοι.
Όταν μείναμε μόνοι, για να περάση η ώρα, αποφασίσαμε να βάλωμε τάξη στη βιβλιοθήκη. Εκείνη τη στιγμή χτυπά το κουδούνι της εξώπορτας. Ανοίγω η ίδια. Κάποιος φίλος από την Ασφάλεια μας ειδοποιεί πως έρχονται να συλλάβουν τον Κωστάκη. Μια στιγμή συζητούμε τί πρέπει να γίνη. Είμαστε αναποφάσιστοι. Μα καλύτερα να φύγη από το σπίτι, μιά που πίσω απ’ αυτή τη δίωξη είναι ο εχθρός. Φεύγει λοιπόν αμέσως, και πάει στου παλιού καλού του φίλου, στου Γιώργου Λάπα. Σε μισή ώρα χτυπά πάλι η πόρτα, ανοίγω. Δυό νέοι, ο ένας κάτι μου θυμίζει, ζητούν τον άν¬δρα μου. Τους λέω πως λείπει. Με ρωτούν πότε θα γυρίση. Απαντώ, στις εννιά το βράδυ. Φεύγουν. Πλησιάζει οχτώ. Τα παιδιά πλαγιάζουν να κοι¬μηθούν. Η Δέσποινα με την κούκλα της αγκαλιά, η Ντόρα με την Τέντυ της, την πελώρια αρκούδα της. Γρήγορα βυθίστηκαν στον ύπνο. Στις εννιά χτυπάει πάλι η πόρτα. Ήταν οι ίδιοι άνθρωποι.
«Ο κ. Τσάτσος ; » « Δεν είναι εδώ. »
Δείχνουν τις ταυτότητες των, και λένε : «’Α¬σφάλεια. θα κάνωμε έρευνα στο σπίτι». Και αρ¬χίζουν να ψάχνουν με τους δυνατούς φακούς των παντού. Ψάχνουν στα δωμάτια, στις τουαλέτες, στις αποθήκες. Φωτίζουν επίμονα και τη Ντόρα με τον Τέντυ της. Δεν καταλαβαίνουν ποια είναι αυτή η σκιά κοντά στο παιδί. Ευτυχώς που η Ντό¬ρα κοιμάται βαθιά.
Μετά την έρευνα, μου δηλώνουν πως έχουν εν¬τολή ο ένας να εγκατασταθή στο σπίτι, και οι δυο άλλοι να φυλάνε την εξώπορτα. Πραγματικά οι δυο φεύγουν, και ο άλλος ξα¬πλώνει σε μιά βαθειά πολυθρόνα. Η ώρα περνά, έντεκα., μεσάνυχτα.. Έχω μιά νύστα αβάστακτη.
Ο άνθρωπος που έχει μείνει στο σπίτι μου λέει :
« τον γνωρίζω τον κ. Τσάτσο, εγώ τον συνέλαβα και επί Μεταξά » !
Τον κοιτάζω με οίκτο. « Μά δεν είσαι πολύ νέος να κάνης συνέχεια, αυτή τη δουλειά ; » τον ρωτώ.
Δέν μου απαντά μα σα να ντράπηκε, γιατί σε λίγο ξεκάρφωτα ψιθυρίζει : « Πρέπει να κατέβω να ιδώ τί κάνουν οι άλλοι » και εξαφανίζεται.
Κλείνω με ανακούφιση την πόρτα μου, και πάω επιτέλους στο κρεββάτι μου.
28 Οκτώβρη 1941
Τέτοιο θρίαμβο εθνικής γιορτής δεν τον έχω ξαναζήσει. Από τις εφτά με ξύπνησαν τα τηλέφωνα που από κείνη τη στιγμή κουδουνίζουν ακατάπαυ¬τα, οι σημερινές εφημερίδες γράφουν: «ο Κων¬σταντίνος Τσάτσος απολύεται και στερείται της συντάξεως του ». Το σπίτι γεμίζει από γνωστούς και άγνωστους. Την εξώπορτα την έχω αφήσει α¬νοιχτή. Πολιτικοί, αξιωματικοί και αξιωματού¬χοι, κοινοί θνητοί, όλοι είναι εδώ. Ένας άγνωστος λοχαγός ζητάει να μου μιλήση χωριστά. « Μετά το αλβανικό μέτωπο, πρώτη μέρα σήμερα νοιώθω ελεύθερος » μου λέει σιγά. Τα μάτια του είναι θολά από δάκρυα. « Θέλω να σας προσφέρω ό,τι διαθέτω » και βγάζει δειλά από την τσέπη του μιά χρυσή λίρα. Μιά στιγμή χάνω τα λόγια μου, συγκινημένη από το αίσθημα αυτού του ανθρώπου.
« Τώρα δέν χρειάζομαι τίποτα, αν χρειαστώ. . . » ψιθυρίζω με φόβο μή τον προσβάλω. « Σας ευχαριστώ, σας ευχαριστώ αληθινά ».
Φωνές ακούγονται στην οδό Κυδαθηναίων. Τρέ¬χω στο μπαλκόνι. ο δρόμος έχει μαυρίσει από φοιτητές. Τα παιδιά, αφού καταθέσανε λουλούδια στον Άγνωστο Στρατιώτη, έρχονται κατ’ ευθείαν στην οδό Κυδαθηναίων, κάτω από το σπίτι μας. «Θέλομε τον Τσάτσο, θέλομε τον Τσάτσο » φωνάζουν με ρυθμό. «Άλλο θύμα του άξονα, ο Τσάτσος ».
Το τηλέφωνο χτυπά επίμονα. Παίρνω το ακου¬στικό. Είναι αξιωματικός της Αστυνομίας. « Προσπαθήστε να διαλύσετε τους φοιτητάς » μου λέει, «έρχονται οι ιταλοί».
Κατεβαίνω τρέχοντας τη σκάλα, βγαίνω στο δρόμο και λέω στους νέους : « Το μεγαλύτερο κα¬κό που μπορεί να συμβή στο δάσκαλο σας, είναι να χτυπηθή ένας από σας. Σας παρακαλώ να διαλυθήτε, να πάτε ήσυχα στα σπίτια σας. Πολύ σύν¬τομα θα είμαστε πάλι όλοι μαζί ».
Καταλαβαίνουν, και με δυσκολία αρχίζουν να διαλύωνται.
Ώς αργά τη νύχτα το σπίτι είναι ένα προσκύνη¬μα. οι άνθρωποι της ασφάλειας, φυλάνε πάντα στην οδό Κυδαθηναίων.
2 Νοέμβρη 1941
Ο κόσμος αραίωσε. Χτες δεν ήρθε κανείς. Ό¬λη τη μέρα ήμουν μόνη με τα παιδιά μου και τους μυστικούς που φυλάνε στο δρόμο. Σήμερα ούτε αυτοί. Πήγα στο Κέντρο Διανο¬μής Πλάκας, να μοιράσω γάλα. Δουλειά ωρών γιατί οι γυναίκες είναι πολλές. Πάνω στη φούρια ήρθε η Αντιγόνη , μιά περίφημη κοπέλλα πλακιώτισα, συνεργάτις μου από την αρχή του πολέ¬μου, και μου ψιθύρισε στ’ αυτί. «Πηγαίνετε στο σπίτι σας. είναι ανάγκη ». Άφησα τα χαρτιά μου στην Κίττη Βαλαωρίτη, που εργάζονταν πλάι μου, και γύρισα στο σπί¬τι. Τί να ιδώ ; οι άνθρωποι της Ασφάλειας είχαν αναστατώσει τα πάντα. Η Ευδοξία έκλαιγε τρέμοντας σε μιά γωνιά της τραπεζαρίας.
Τα παι¬διά μου στο δωμάτιο τους ήταν αμίλητα. Έφεξε το προσωπάκι τους σαν με είδαν. Ξαναβγήκα στο χώλλ. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν μαζευτή γύρω από το τηλέφωνο.
« Τί θέλετε ; » τους είπα, « Δεν έχετε καταλάβει πως ο Τσάτσος κρύβεται : Είναι η τρίτη έρευνα που μας κάνετε. Γιατί μας ενοχλείτε ; Σε ποιόν κάνετε πόλεμο νεύρων ; στα μικρά παιδιά την ώρα που λείπω ; την ώρα που μοιράζομε γάλα στον κόσμο που πεθαίνει της πείνας ; »
Ο ένας απ’ αυτούς σηκώθηκε. Πήρε το ακου¬στικό του τηλεφώνου και είπε δυνατά για να με τρομάξη : « Αυτή την υπόθεση πρέπει πιά να την αναλάβουν οι ιταλοί ». «Ίσως να είναι καλύτεροι από σας » απάν¬τησα και τους γύρισα την πλάτη.
4 Νοέμβρη 1941
Κανείς δεν φάνηκε σήμερα. Ούτε καλός, ούτε κακός. Στο Πανεπιστήμιο τα παιδιά εξακολουθούν να φωνάζουν ρυθμικά : « Θέλομε τον Τσάτσο, θέλομε τον Τσάτσο » και να χτυπούν τα πόδια τους και τα θρανία τους.
6 Νοέμβρη 1941
Φρικτή ατμόσφαιρα. Από παντού το αδιέξο¬δο. Δε θέλω να μιλήσω σε κανένα για μας. Ντρέπο¬μαι για τη σκλαβιά, όπως ντρέπομαι για την ασχή¬μια.
7 Νοέμβρη 1941
Το πρωί τηλεφώνησε ο Αρχιεπίσκοπος Δαμα¬σκηνός. Όλες αυτές τις μέρες έλειπε στην Φανερωμένη της Σαλαμίνας. Μόλις γύρισε και πληροφορήθηκε τα πανεπιστημιακά, με κάλεσε στην Αρχιεπισκοπή. Πήγα και τον είδα για πρώτη φορά από κοντά, και του εξιστόρησα τα γεγονότα. Με άκουσε με προσο¬χή, και μου είπε. «Ο Κωστάκης να μη γυρίση σπίτι του αν δε σου πω εγώ ». Μου έκανε εντύπωση η μεγάλη του ειλικρίνεια και η ταχύτητα και η ασφάλεια της κρίσης του.
15 Νοέμβρη 1941
Ο Δεσπότης μου τηλεφωνεί ταχτικά και πάν¬τα λιγόλογα. «Ο Κωστάκης να μή γυρίση».
18 Νοέμβρη 1941
Σήμερα ο Αρχιεπίσκοπος μου είπε στο τηλέ¬φωνο γελώντας: « Καιρός είναι να πής στον άντρα σου να μαζευτή στο σπίτι του ».
Ο Κωστάκης είναι πάλι εδώ………
Από το βιβλίο της Ιωάννας Τσάτσου Φύλλα κατοχής, σελίδες 12 έως 23.
Επιμέλεια κειμένου, Κωνσταντίνα Κυριακούλη.
Η φωτογραφία είναι του 1975... Από δεξιά προς τα αριστερά: Μάνος Χατζιδάκις, Ιωάννα Τσάτσου, κ. Νίκη Γουλανδρή, η πρόεδρος του ΜΓΦΙ, ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο Αγγελος Γουλανδρής, ο πρ. Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Τσάτσος. πηγή |
H απελευθέρωση της Αθήνας
12 Οχτώβρη 1944
Η μακριά σκοτεινή ματωμένη πορεία μας έφτασε στην κορυφή.
Ο Θεός είναι εκεί και τώρα θα ευλογήσει τα δάκρυα της λαχτάρας και της πίκρας μας.
Ανοίγω διάπλατα τα παράθυρα. Φως, ήλιος, καθαρός ουρανός. Μαζί με τα παιδιά μου παρακολουθούμε με κατάνυξη θρησκευτική ένα σημείο απέναντι στην Ακρόπολη. Αυτό είναι ο κόσμος όλος.
Και βλέπομε τη γερμανική σημαία σιγά- σιγά να υποστέλλεται, να εξαφανίζεται σαν να την κατάπιε ο Ιερός Βράχος. Και να αρχίζει να ανεβαίνει στον ιστό το αγαπημένο χρώμα του ουρανού μας. Τα θολωμένα μάτια μου δεν μπορούν πια να δουν. Όταν έχω στεγνώσει βιαστικά τα δάκρυα, η γαλανόλευκη κυματίζει περήφανα.
Η Ελλάδα είναι πάλι δική, μας, δική μας. Την έχουμε κατακτήσει με το αίμα μας, με τον μόχθο μας, με την καθημερινή στέρηση, μα προπάντων με το σκοτάδι της οδύνης όλων των χρόνων της σκλαβιάς.
Η Ελλάδα είναι πάλι δική μας. Αυτό είναι δικαιοσύνη. Αυτό είναι τάξη.
Δεν ξέρω καλά καλά τι κάνω. Αγκαλιάζω τις συμμαχικές σημαιούλες που μου είχαν φέρει και βγαίνω στους δρόμους […]. Ο λαός είναι τρελός από αγαλλίαση. Φιλιούνται, κλαίνε, περιμένουν Εγγλέζους. Στην πλατεία Συντάγματος συναντώ γερμανικό λόχο που προχωρεί να καταθέσει στεφάνι στον Άγνωστο Στρατιώτη. Ο αξιωματικός προσέχει τις σημαίες που κρατώ και με κοιτάζει βλοσυρά. Μα εγώ τρέχω προς την Αρχιεπισκοπή […]
13 Οχτώβρη 1944
«Τούτη η γη όπου πατάς είναι αγία γη» (ὁ γάρ τόπος ἐν ὧ σύ ἔστηκας, γῆ ἁγία ἐστί)(Έξοδος 3,5)
Κατάρα σε όποιον την μολύνει, ξένος ή προδότης. Η Νέμεσις είναι αδυσώπητη.
Η δικαιοσύνη του Θεού απλώνεται σαν την μέρα της δευτέρας παρουσίας. Και εμείς, όλοι μαζί, ζωντανοί και πεθαμένοι, είμαστε όργανα της δικαιοσύνης Του.
Η ελληνική συνείδηση υψώνεται περήφανα, γιατί νιώθει στο βαθύ είναι της την ποιότητα της θυσίας, που έχει προσφέρει για τη δικαίωση αυτή. Τούτη τη μέρα τα δάκρυα και το άγχος φυλακισμένων και νεκρών και των άλλων θλιμμένων Ελλήνων μετουσιώνεται σε έργο και έξαλλη χαρά. Τούτη τη μέρα οι Έλληνες σαν ερωτευμένοι ενώνονται με τη γη τους. Καμιά θλίψη δεν μπορεί να εισχωρήσει. Η ατελεύτητη δοκιμασία , δίνει στη στιγμή το θείο της νόημα. Η ψυχή μας είναι γεμάτη προσευχή και ευγνωμοσύνη.
Όλοι είμαστε στη Μητρόπολη. Είναι η πρώτη δοξολογία του Δεσπότη Δαμασκηνού. Ο Μακαριώτατος ψέλνει όρθιος τους αίνους που έχει συνθέσει ο ίδιος. «Ευλογείτε ηρώων νεκρών σκιαί και ζώντων πλήθη και θυμάτων μυριάδες και τάφων στίχοι και θλιβομένων εσμοί, εν δάκρυσι αγαλλιάσεως τον Κύριον…»
Ξαφνικά η εκκλησία δονήθηκε ολόκληρη από τον μεγάλο ύμνο της Ορθοδοξίας των αιώνων. Αρχιεπίσκοπος, παπάδες, χορός και όλο το εκκλησίασμα έψελναν μαζί: «Τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια…»
Όλα ήταν βουητό και λύτρωση. Έπεσα γονατιστή. Και μαζί με τους άλλους προσπάθησα να προσθέσω τη σπασμένη από τα δάκρυα φωνή μου στη Χάρη Της.
Έτσι η Ελλάδα λυτρώθηκε μεν από τους ξένους, όχι όμως και από τον εαυτό της.
[Ιωάννα Τσάτσου, Φύλλα Κατοχής, εκδ. Εστίας, σσ. 186-189.