Δευτέρα 4 Μαρτίου 2019

Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες (6 Μαρτίου 1927 – 17 Απριλίου 2014)


Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες (6 Μαρτίου 1927 – 17 Απριλίου 2014) ήταν σπουδαίος Κολομβιανός συγγραφέας, βραβευμένος με Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Θεωρείται ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του λογοτεχνικού ρεύματος του μαγικού ρεαλισμού και ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς όχι μόνο της ισπανόφωνης αλλά και της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Έγινε διάσημος με το μυθιστόρημά του Εκατό χρόνια μοναξιά (1967), ενώ επίσης σημαντικά θεωρούνται τα έργα του Το φθινόπωρο του Πατριάρχη (1975), Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου (1981) και Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας (1985).
Ο Μάρκες δούλεψε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του σαν δημοσιογράφος και σεναριογράφος. Υπήρξε φίλος του Φιντέλ Κάστρο και για μεγάλο χρονικό διάστημα του είχε απαγορευτεί η είσοδος στις ΗΠΑ, λόγω της στήριξής του σε αριστερά καθεστώτα που ήταν ενάντια σε αυτές. Ο πρόεδρος της Κολομβίας Χουάν Μανουέλ Σάντος έχει αποκαλέσει τον Μάρκες «τον μεγαλύτερο Κολομβιανό που έζησε ποτέ»

Γεννήθηκε την Κυριακή 6 Μαρτίου του 1927 στο χωριό Αρακατάκα (Arakataka) της Κολομβίας, το πρώτο παιδί από συνολικά 7 αγόρια και 4 κορίτσια του Γκαμπριέλ Ελίχιο Γκαρσία (Gabriel Eligio García) και της Λουίσα Σαντιάγα Μάρκες Ιγουαράν (Luisa Santiaga Márquez Iguarán).
Το χωριό βρίσκεται στην επαρχία Μαγκνταλένα της Κολομβίας, στην περιοχή της Καραϊβικής. Η Αρακατάκα τα χρόνια που μεγάλωνε εκεί ο συγγραφέας ανήκε στη επονομαζόμενη «Zώνη της μπανάνας» - "banananera zone" - περιοχή που κατείχε η εταιρεία United Fruit Company(D/R) καλλιεργώντας μπανάνες, και ήταν μια ζωντανή πόλη με πολλούς κατοίκους.
Η μητέρα του είχε λάβει μια αξιοπρόσεκτη μόρφωση σε ένα από τα σχολεία για που λειτουργούσε η εταιρεία της μπανάνας, τότε. Ο πατέρας του δούλευε στο καινούριο για την εποχή επάγγελμα του τηλεγραφητή αν και είχε κάνει κάποιες σπουδές φαρμακευτικής και ιατρικής. Αμέσως μετά το γάμο του άφησε το προσοδοφόρο επάγγελμά του, για να ασχοληθεί με την ομοιοπαθητική ιατρική – ειδικότητα που είχε άνθιση εκείνο τον καιρό.
Το μωρό πήρε το όνομα του πατέρα του, Γκαμπριέλ, αλλά από την στιγμή της γέννησής του τον φώναζαν Γκαμπίτο (που είναι το υποκοριστικό του Γκαμπριέλ στη περιοχή της Γκουαχίρα, περιοχή από όπου κατάγονταν οι πρόγονοί του) και το όνομα Χοσέ, προς τιμήν του αγίου που γιόρταζε τον μήνα που γεννήθηκε ο Μάρκες, τον Μάρτιο.
Οι γονείς του έμειναν μαζί του για δυο περίπου χρόνια μέχρι τον Ιανουάριο του 1929. Όταν γεννήθηκε το δεύτερο παιδί, ο Λουίς Ενρίκες, οι γονείς έφυγαν από την Αρακατάκα που άρχισε να φθίνει για την πολυπληθέστερη Μπαρανκίγια παίρνοντας μαζί τους το νεογέννητο και αφήνοντας ύστερα απο επιμονή των παππούδων το πρωτότοκο. Μεγάλωσε λοιπόν με τον παππού του και τη γιαγιά του από την πλευρά της μητέρας του, τον συνταγματάρχη του επαναστατικού στρατού Νικολάς Ρικάρδο Μάρκες Μεχία (el coronel Nicolás Márquez Iguarán) βετεράνο του (εμφυλίου) πολέμου των Χιλίων ημέρων και την Τρανκιλίνα Ιγουαράν Κότες (Tranquilina Iguarán Cotes).

Τα χρόνια με τους παππούδες του ήταν τα πιο καθοριστικά όχι μόνο για τη ζωή του αλλά κυρίως για την λογοτεχνική του διαμόρφωση.
Η γιαγιά του και οι άλλες θείες του σπιτιού (ζούσε σε ένα σπίτι γεμάτο γυναίκες, θα πει) ήταν οι φορείς της παράδοσης και της λαϊκής κουλτούρας. Τα παραμύθια και οι ιστορίες που του έλεγαν συχνά, για τους θρύλους της περιοχής και κυρίως ο κόσμος των πνευμάτων μέσα στον οποίο ζούσαν, θα καθορίσει τη φαντασία του.
....«Η γιαγιά του ασχολιόταν περισσότερο με τον κόσμο των νεκρών παρά με των ζωντανών και μάλιστα ειχε πολλές δεισιδαιμονίες. Για παράδειγμα οτι τα παιδιά έπρεπε να πλαγιάζουν πριν βγουν οι ψυχές το βράδυ, πως αν περνούσε μια κηδεία και εκείνα ήταν ξαπλωμένα έπρεπε να τα βάλουν να καθίσουν για να μην πεθάνουν μαζί με τον νεκρό, οτι έπρεπε να προσέχουν να μην μπει μαύρη πεταλούδα στο σπίτι γιατί αυτό σήμαινε πως κάποιος από την οικογένεια θα πέθαινε, πως αν έμπαινε σκαθάρι ήταν σημάδι πως θα είχαν επισκέψεις, οτι έπρεπε να μη χυθεί αλάτι γιατί ήταν γρουσουζιά, πως αν ακουγόταν αλλόκοτος θόρυβος ήταν γιατί οι μάγισσες είχαν μπει στο σπιτι, και πως αν μυριζαν στον αερα θειάφι ήταν γιατί πλησίαζε ο δαιμονας. Ο Γκαρσία Μάρκες μπόρεσε να συλλάβει τα «Εκατό χρόνια μοναξιά» όταν κατάλαβε μια απλή και αδιαμφισβήτητη αλήθεια. Ότι όχι μόνο η γιαγιά και οι θείες του ζούσαν σε μια παραπραγματικότητα αλλά και η πλειοψηφία των Κολομβιανών και των άλλων Λατινοαμερικανών...»
Από την άλλη ο παππούς του εκπροσωπούσε την λογική, τον ρεαλισμό, και την πραγματική ιστορία. Διηγόταν στο παιδί ιστορίες από τον πόλεμο που είχε λάβει μέρος, και κατορθώματα ανδρείας των συμπολεμιστών του. Μαζί του έκανε βόλτες τα απογεύματα στο χωριό και μάθαινε τα πάντα που αφορούσαν την καθημερινή, πραγματική ζωή.


Στο σπίτι της Αρακατάκα που έχει μετατραπεί σε μουσείο, το βιβλίο «Χίλιες και μία νύχτες» πάνω στο γραφείο. Το θεμελιώδες βιβλίο στο συγγραφικό μου πεπρωμένο γράφει η πινακίδα πάνω από το γραφείο


Το νηπιαγωγείο και την α΄ δημοτικού τα έβγαλε στο Μοντεσοριανό δημοτικό σχολείο που μόλις είχε ανοίξει στην πόλη του, ενώ τη β' δημοτικού την έβγαλε στο δημόσιο δημοτικό της Αρακατάκα. (τα άλλα δύο χρόνια του τετρατάξιου τότε δημοτικού σχολείου τα τελείωσε στην πόλη Καρταχένα.)
Από τότε που ο Μάρκες έμαθε να γράφει και να διαβάζει, σχεδόν 8 χρονών, δεν σταμάτησε ποτέ. Το πιο καθοριστικό έργο της ζωής του όπως θα αναφέρει ήταν η ανακάλυψη ενός φθαρμένου βιβλίου με "μαγικές" ιστορίες. Όπως θα μάθαινε αρκετά χρόνια αργότερα ήταν οι Χίλιες και μια νύχτες», όπου διαπίστωσε έκπληκτος πως οι ιστορίες ήταν στην ουσία από το ίδιο υλικό με αυτές που του έλεγε η γιαγιά του, και μάλιστα πως μπορούσαν να ειπωθούν και με την ίδια χαρακτηριστική «ψυχραιμία», με την οποία τις έλεγε και η γιαγιά του . Μετά τις «Χίλιες και μια νύχτες» θα ερχόταν η σειρά των παραμυθιών των αδελφών Γκριμ, του Περό, του Δουμά, του Σαλγκάρι και του Βερν. Από τότε που έμαθε να διαβάζει, έκανε πέρα όλες τις άλλες διασκεδάσεις, και αφιέρωνε όλο τον ελεύθερο χρόνο του στο διάβασμα.

Με τους γονείς του θα ξανασμίξει τον Δεκέμβριο του 1936 όταν όλη η οικογένεια θα μετακομίσει στο Σινσέ(D/R), την ιδιαίτερη πατρίδα του πατέρα του. Ο Γκαμπριέλ Ελίχιο πίστευε ότι ένα φαρμακείο στο Σινσέ θα ήταν καλύτερη επένδυση από ότι στην Μπαρανκίγια. Εξάλλου ήταν ευκαιρία για τα παιδιά να γνωρίσουν και τη γιαγιά τους, Αρχεμίρα Γκαρσία Πατερνίνα. και τους υπόλοιπους συγγενείς από την πλευρά του πατέρα. Παρόλες τις ελπίδες του πατέρα του, ούτε αυτό το φαρμακείο πήγε καλά, έτσι μετά από ένα χρόνο διαμονής ξαναγύρισαν στην Αρακατάκα τον Σεπτέμβριο του 1937. Με τον θάνατο της θείας Βενεφρίδα στις 21 Γενάρη του 1937 και κυρίως με αυτόν του παππού του μερικές μέρες αργότερα, 4 Μάρτη 1937 απο πνευμονία, το σπίτι εγκαταλείπεται και η οικογένεια σκορπίζεται.
Ο 11χρονος Μάρκες δεν θα αλλάξει μόνο πόλη αλλά στην ουσία και πατέρα, αφού ο πραγματικός πατέρας του τόσα χρόνια ήταν ο συνταγματάρχης παππούς του. Στην ουσία δεν θα καταφέρει ποτέ να ενσωματωθεί στην οικογένεια γι΄αυτό και θα ζήσει μαζί τους, συνολικά 3 μόνο χρόνια. Ο νεαρός Μάρκες θα δυσκολευτεί να συμβιβαστεί με την προσωπικότητα του πατέρα του, εξαιτίας του οποίου θα προκύψουν πολλές διαφωνίες αλλά στο τέλος, θα τα καταφέρει.
Ο Μάρκες θα πει πολλές φορές στις συνεντεύξεις του αργότερα: οτι τα «100 χρόνια μοναξιά» πήγασαν από την εμμονή του να επιστρέψει στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς, οτι οι μεγαλύτερες λογοτεχνικές του επιρροές ήταν ο παππούς, η γιαγιά και το βιβλίο «Χίλιες και μια Νύχτες», ότι απο τότε που πέθανε ο παππούς του δεν του συνέβη τίποτα ενδιαφέρον και πως οτι είχε γράψει ως τότε το ήξερε ήδη ή το είχε ακούσει πριν γινει 8 χρονών.


Σπουδές

Πρώτος σταθμός της οικογενειακής περιπλάνησης η Μπαρανκίγια. Ο πατέρας όμως, θα συνεχίσει να αναζητά μια πόλη που να έχει καλές προοπτικές για το φαρμακείο και το ομοιοπαθητικό ιατρείο του και θα τη βρεί στο Σούκρε, μια κωμόπολη 16. 000 κατοίκων τότε, στην οποία θα μετακομίσουν τον Νοέμβριο του 1939.
Ο Μάρκες έχοντας ήδη αποκτήσει την συνήθεια να διαβάζει αχόρταγα, εκείνη την περίοδο θα γνωρίσει τα μεγάλα λογοτεχνικά έργα της εφηβικής (και όχι μόνο) λογοτεχνίας: θα διαβάσει Κόμη Μοντεχρήστο, Το νησί των θησαυρών, τον Σεβάχ τον θαλασσινό, τον Ροβινσώνα Κρούσο, τον Δον Κιχώτη και άλλα.
Ωστόσο ο ίδιος ο Μάρκες δεν θα ζήσει στο Σούκρε παρά μόνο στις διακοπές του σχολείου του, αφού οι γονείς του, θέλοντας - παρόλη την οικονομική δυσπραγία τους να πάρει το παιδί τους την καλύτερη μόρφωση θα τον γράψουν στο κολλέγιο των Ιησουιτών «Σαν Χοσέ» της Μπαρανκίλια, στο οποίο θα αρχίσει να φοιτά τον Ιανουάριο του 1940. Στην εφημερίδα του κολλεγίου «Χουβεντούδ», θα δημοσιευτούν κάποιοι σατιρικοί στίχοι που έφτιαχνε τότε για να διασκεδάζει τους συμμαθητές του, με την υπογραφή Γκαμπίτο. Ο Μάρκες θεωρεί αυτούς τους παιδικούς στίχους του, ως το opera prima του.  Ο Γκαμπίτο θα γίνει αγαπητός από τους συμμαθητές και τους δασκάλους του, εξαιτίας και της εξυπνάδας του και του καλόβολου χαρακτήρα του. Τα σατιρικά στιχάκια που γράφει θα του χαρίσουν μεγάλη δημοφιλία ανάμεσα στους συμμαθητές του. Στο κολλέγιο κατάφερνε αν και δεν ήταν ιδιαίτερα μελετηρός να είναι από τους πρώτους μαθητές, μάλιστα το 1942 του απονεμήθηκε και μετάλλιο αριστείου. 

Πανεπιστήμιο

Το 1943 θα δώσει εξετάσεις στο Υπουργείο Παιδείας για τον «Εθνικό διαγωνισμό υποτροφιών». Θα περάσει στις εξετάσεις, πράγμα που θα του επιτρέψει να πάρει μια υποτροφία για να φοιτήσει τα επόμενα 6 χρόνια, ως εσωτερικός στο «Εθνικό Λύκειο Αρρένων» της Σιπακιρά(D/R).
Στο Λύκειο θα πάρει καλούς βαθμούς, αφού χωρίς να είναι ιδιαίτερα μελετηρός, ήταν αποδοτικός και έγραφε καλά στα διαγωνίσματα. Έτσι οι βαθμοί, οι πρωτιές και τα βραβεία ήρθαν χωρίς μόχθο από μέρους του. Ωστόσο εκείνος είναι αφιερωμένος στην λογοτεχνία και ιδιαίτερα στην ποιήση – που ήταν τότε η επίσημη αγαπημένη όχι μόνο των διανοούμενων αλλά και του λαού. Θα διαβάζει ακατάπαυστα, ποίηση αλλά και τα έργα των μεγάλων συγγραφέων του κόσμου, θα γράφει συχνά τις ομιλίες για τις επίσημες εκδηλώσεις του Λυκείου, θα συνδράμει συγγραφικά με ένα πεζό κείμενο σε λυρικό ύφος στο ένα και μοναδικό τεύχος της μαθητικής εφημερίδας που προσπάθησαν να στήσουν, αλλά θα καταφέρνει επίσης να το σκάει για να παρακολουθεί κονσέρτα μουσικής, χορούς και κινηματογραφικές ταινίες. Το Δεκέμβριο του 1944 θα έχει τη χαρά να δει δημοσιευμένο στο λογοτεχνικό ένθετο της μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδας Ελ Τιέμπο(D/R) ποίημά του, «Το τραγούδι», (ένα ποίημα- θρήνος για το θάνατο μιας φίλης του, λίγους μήνες νωρίτερα) ενώ το 1945 θα γράψει το πρώτο του διήγημά με τίτλο «Ιδεοληπτική Ψύχωση» (μια κοπέλα που μεταμορφώνεται σε πεταλούδα)
Τελειώνοντας το Λύκειο με επαίνους και με τιμητικά βραβεία, ετοιμάζεται για το επόμενο βήμα, το οποίο είχε αποφασιστεί από την οικογένεια και ο Μάρκες ακολούθησε: τη φοίτηση στην Νομική Σχολή του Εθνικού Πανεπιστημίου στη Μπογκοτά. Τον Φεβρουάριο του 1947 άρχισε τη φοίτησή του στην σχολή, όντας σίγουρος πως το μόνο που δεν ήθελε ήταν να γίνει δικηγόρος.

Πρώτα λογοτεχνικά βήματα
 
Η ανάγνωση της «Μεταμόρφωσης» του Κάφκα ήταν ένα γεγονός που επηρέασε πολύ τη συγγραφική εξέλιξη του Μάρκες, σύμφωνα τουλάχιστον με τον βιογράφο του Σαλβαντόρ Ντάσσο, ο οποίος γράφει στη σελίδα 209 της βιογραφίας του: ...η συνάντηση αυτή έμελλε να τον αφήσει κυριολεκτικά άναυδο και ν' αλλάξει τη μοίρα του συγγραφικού του πεπρωμένου, ακόμα και να καθορίσει τον μελλοντικό προσανατολισμό της φαντασίας του.
Επηρεασμένος από τον μεγάλο Εβραίο της Τσεχίας γερμανόφωνο συγγραφέα θα γράψει το πρώτο διήγημα που θα δημοσιευτεί σε εφημερίδα, χαρίζοντάς του τον τίτλο του πολλά υποσχόμενου συγγραφέα. Το διήγημα το ονόμασε Η τρίτη παραίτηση και είναι η ιστορία ενός αγοριού που πεθαίνει στα 7 του χρόνια αλλά εξακολουθεί να βρίσκεται σε μια κατάσταση νεκροζώντανου (από όπου μπορεί να παρακολουθεί τα πάντα, χωρίς όμως να συμμετέχει) για τα επόμενα 18 χρόνια.
Το διήγημα δημοσιεύτηκε στην άλλη μεγάλη εφημερίδα της Μπογκοτά, την Ελ Εσπεκταδόρ(D/R), (El Espectador), στο λογοτεχνικό ένθετό της, στις 15 Σεπτεμβρίου του 1947. Ενθαρρυμένος από την αποδοχή που συνάντησε, θα γράψει και θα δημοσιεύσει στην ίδια εφημερίδα, στις 25 Οκτωβρίου του 1947 το διήγημα Η Εύα βρίσκεται μέσα στο γάτο της. Στις 17 Ιανουαρίου του 1948 δημοσίευσε και το τρίτο του διήγημα Ο Τουμπάλ Κάιν πλάθει ένα αστέρι. 
Ωστόσο, πολλά χρόνια αργότερα στην αυτοβιογραφία του, όταν ο Μάρκες τα ξαναθυμάται δεν τα θεωρεί αξιόλογα: μου φάνηκαν ανακόλουθα και αόριστα, και κάποια παράλογα, και κανένα δεν βασιζόταν σε αληθινά συναισθήματα.
Την περίοδο των πρώτων διηγημάτων, ο Μάρκες προσπαθεί να κατακτήσει τη τέχνη του γραψίματος ιστοριών: Ήθελα συγκεκριμένα, να μάθω να δημιουργώ αληθοφανή και ταυτόχρονα φανταστική πλοκή, χωρίς ρωγμές.  Γι αυτό το σκοπό μελετά τον «Οιδίποδα Τύραννο» του Σοφοκλή, το «Πέλμα της Μαϊμούς» του W. W. Jacobs(D/R) – που το θεωρεί το τέλειο διήγημα-, τη «Χοντρομπαλού» του Γκι ντε Μοπασάν και δεκάδες άλλα.

Δημοσιογραφία

Τον Μάη του 1948 και αφού η Μπογκοτά ήταν πλέον μια κατεστραμμένη πόλη εξαιτίας των πολύνεκρων ταραχών που είχαν ξεσπάσει, (ταραχές που έμειναν γνωστές στην ιστορία ως Bogotazo(D/R) θα μετακομίσει στην Καρταχένα (για να συνεχίσει τις σπουδές του στην εκεί Νομική σχολή, όπως δικαιολογήθηκε στους γονείς του). Δίνοντας εισαγωγικές εξετάσεις θα προχωρήσει στον δεύτερο χρόνο, χωρίς πλέον να παρακολουθεί τα μαθήματα.
Αντίθετα, γνωρίστηκε με τους συντάκτες της εφημερίδας Ελ Ουνιβερσάλ, (El Universal(D/R))στην οποία άρχισε να αρθρογραφεί έχοντας μια δική του στήλη, με τίτλο «Τελεία και Παύλα», σποραδικά μέχρι και το 1950. 
Τον Δεκέμβρη του 1949 θα εγκατασταθεί στη Μπαρανκίλια, όπου το πρώτο σπίτι του είναι ένα φτηνό ξενοδοχείο για πόρνες, που μπορούσε να κοιμάται για ένα πέσος τη βραδιά. Θα συνεργαστεί με την εφημερίδα Ελ Εράλδο,(El Heraldo(D/R)) κρατώντας τη στήλη με τίτλο "Η Καμηλοπάρδαλη", (αναφορά στον ωραίο λεπτό λαιμό της κοπέλας -ντάμας του στους χορούς στο Σούκρε που γνώρισε το 1943, και μελλοντικά, γυναίκας του), και με υπογραφή "Σέπτιμους" (από τον Σέπτιμους Γουώρεν Σμιθ, τον ήρωα του μυθιστορήματος της Βιρτζίνια Γουλφ «Η κυρία Ντάλογουέη», βιβλίο που τον εντυπωσίασε ιδιαίτερα). Στην "Καμηλοπάρδαλη" θα δημοσιεύσει συνολικά 400 άρθρα και σημειώσεις. Το 1950 συνεργάζεται και με το βραχύβιο λογοτεχνικό περιοδικό Κρόνικα, (Crónica) στο οποίο θα δημοσιεύσει τα διηγήματα «Η γυναίκα που έφτανε στις 6», «Η νύχτα των ψαροφάγων» και «Κάποιος ανακατεύει τα τριαντάφυλλα» που αργότερα θα εκδοθούν στη συλλογή του «Μάτια γαλάζιου σκύλου».
Από το 1950 και μέχρι το 1953 θα κάνει μερικά ταξίδια στη γη των προγόνων του, την επαρχία Γκουαχίρα. Στα ταξίδια αυτά, ήρθε σε επαφή με τους βετεράνους του πολέμου των Χιλιων ημερών που ζούσαν ακόμα, συναντήθηκε με τόπους και ανθρώπους που του ήταν γνωστοί από τις διηγήσεις του παππού της γιαγιάς, γνώρισε και μαγεύτηκε από τα παραδοσιακά τραγούδια – τα βαγενάτος – και κυρίως από τους μύθους και τους θρύλους του τόπου, που θα γίνουν πολύτιμο υλικό για το μετέπειτα έργο του. Τις εντυπώσεις του από αυτά τα ταξίδια θα τις γράψει στην Ελ Εράλδο στο εκτενές λογοτεχνικό – δημοσιογραφικό ρεπορτάζ «Μια χώρα στην ακτή του Ατλάντικο»

Μπογκοτά, δημοσιογράφος με μισθό

Στις 13 Ιουνίου του 1953 και εξαιτίας των συνεχιζόμενων συγκρούσεων που άρχισαν με το Μπογκοτάζο το 1948 στη χώρα θα επιβληθεί η στρατιωτική δικτατορία του Γκουστάβο Ρόχας Πινίγια (Gustavo Rojas Pinilla(D/R)) που έφερε μαζί της περισσότερες ταραχές και βία. Εκείνα τα χρόνια ο Μάρκες είχε αρχίσει να προσανατολίζεται προς την Αριστερά. Συν τω χρόνω, έγινε μέλος του παράνομου κομμουνιστικού κόμματος της Κολομβίας και μάλιστα όποτε μπορούσε συνέδραμε οικονομικά. Τον Ιανουάριο του 1954 έφτασε στην Μπογκοτά έχοντας μαζί του τα χειρόγραφα των έργων που δούλευε εκείνο τον καιρό, «Το σπίτι» και «Τα Ανεμοσκορπίσματα». «Τα Ανεμοσκορπίσματα», ήταν έτοιμα και αναζητούσαν εκδότη ενώ «Το Σπίτι» προχωρούσε με δυσκολία καθώς από ότι φάνηκε στο μέλλον η μοίρα του ήταν να χρησιμεύσει στην ανάδυση των άλλων μεγάλων μυθιστορημάτων του όπως «Ο Συνταγματάρχης δεν έχει κανέναν να του γράψει», «Η κακιά ώρα» και «Η κηδεία της Μεγάλης Μάμα», αφού από αυτό το χειρόγραφο ξεπήδησαν οι μορφές και εικόνες των έργων αυτών.
Τη δουλειά του στην «Ελ Εσπεκταδόρ» την οποία ξεκίνησε με τον συγκλονιστικό για τον Μάρκες εκείνης της εποχής, μισθό των 900 πέσος- την πρωτάρχισε με άρθρα γνώμης, επιφυλλίδες και κριτική κινηματογράφου, στο ένθετο «Μέρα με την ημέρα». Ύστερα από λίγο καιρό, δημιουργήθηκε η πρώτη στήλη κινηματογραφικής κριτικής στην Κολομβία, την οποία ανέλαβε ο Μάρκες με τον τίτλο «Ο κινηματογράφος στην Μπογκοτά: οι νέες ταινίες της εβδομάδας».
Το πρώτο ρεπορτάζ έγινε όταν με αφορμή τις κατολισθήσεις βράχων στην περιοχή Μέδια Λούνα του Μεντεγίν, όταν ο Μάρκες ταξίδεψε ως εκεί, απεσταλμένος της εφημερίδας. Το ρεπορτάζ που έγραψε «Απολογισμός και επανόρθωση της καταστροφής στην Αντιόκια» δημοσιεύτηκε σε 3 συνέχειες στις αρχές Αυγούστου του 1954, και χάρη στο συγγραφικό ταλέντο έγινε ένα ρεπορτάζ υπόδειγμα αφήγησης. Ύστερα θα ακολουθούσαν και άλλες δημοσιογραφικές έρευνες, -για να φτάσει στην μεγάλη δημοσιογραφική επιτυχία του, «Η αλήθεια για την περιπέτειά μου», που αργότερα θα έβγαινε και σε βιβλίο με τίτλο «Η αφήγηση ενός ναυαγού».(The Story of a Shipwrecked Sailor(D/R)) Αυτό το ρεπορτάζ, η εξιστόρηση της περιπέτειας του ναυαγού Λουίς Αλεχάνδρο Βελάσκο που πάλευε με τα κύματα και τους καρχαρίες πάνω σε μια σχεδία στη θάλασσα της Καραϊβικής για δέκα μέρες, δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα σε 14 συνέχειες. Ήδη από την πέμπτη μέρα της δημοσίευσης η αφήγηση είχε γίνει δημοφιλέστατο ανάγνωσμα, διπλασιάζοντας τις πωλήσεις της εφημερίδας, και κάνοντας τον Μάρκες ρεπόρτερ πρώτου μεγέθους.
Τον Μάη του 1955 γίνεται η πρώτη έκδοση «Των Ανεμοσκορπισμάτων». Την έκδοση ανέλαβε ο εκδότης Σαμουέλ Λίσμαν Μπάουν, ο οποίος έκανε μια φτηνή αλλά προσεγμένη έκδοση του βιβλίου σε χίλια αντίτυπα. Ο Μπάουν όμως χρεωκόπησε, άφησε τα βιβλία απλήρωτα στις αποθήκες του τυπογραφείου και εξαφανίστηκε. Ο Μάρκες και οι φίλοι του πούλησαν όσα βιβλία μπόρεσαν στα βιβλιοπωλεία, και χάρισαν πολλά αντίτυπα σε φίλους και γνωστούς. Το φιάσκο της έκδοσης, αποζημιώθηκε όμως από τις διθυραμβικές κριτικές που δέχτηκε το μυθιστόρημα από όλο τον λογοτεχνικό κόσμο της χώρας. Η στιγμή της αναγνώρισης είχε φτάσει για τον Μάρκες. 



Ενθύμιο για τον Μάρκες στη Rue Cujas 5, στο ξενοδοχείο στο οποίο έμεινε κατά την παραμονή του στο Παρίσι

Ευρώπη

Στις 15 Ιουλίου του 1955 θα φύγει από την Κολομβία με προορισμό τη Γενεύη, προκειμένου να παρακολουθήσει το «Συνέδριο Ειρήνης των 4 μεγάλων του κόσμου» – ως απεσταλμένος της εφημερίδας του. Με το τέλος της συνδιάσκεψης που δεν του προξένησε και μεγάλο ενδιαφέρον, κατευθύνθηκε προς την Ιταλία, για να καλύψει για την εφημερίδα τo 16o Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας. Ανάμεσα στα τέλη Αυγούστου και στις αρχές Σεπτέμβρη του 1955 παρακολούθησε νυχθημερόν όλες τις ταινίες του Φεστιβάλ, με μια ακόρεστη κινηματογραφική ορμή. Το μέσο αυτό εξάλλου τον είχε μαγεύσει από μικρό ακόμα – όταν παρακολούθησε τις πρώτες του ταινίες στον υπαίθριο κινηματογράφο της Αρακατάκα, παρέα με τον παππού του- και τώρα βρήκε μια ευκαιρία για να ασχοληθεί περισσότερο.
Έτσι, κατ' αρχήν φεύγει για την Πολωνία για να παρακολουθήσει το Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Κάρλοβι Βάρι, ύστερα από επίσημη πρόσκληση ως αντιπρόσωπος της Κολομβίας. Παρακολούθησε το φεστιβάλ αλλά ταξίδεψε κιόλας στην Πολωνία και στη Τσεχοσλοβακία από όπου κράτησε άφθονες σημειώσεις που δεν τις δημοσίευσε παρά δυο χρόνια αργότερα, (1957), στο εκτενές ρεπορτάζ του ''90 μέρες στο Σιδηρούν Παραπέτασμα''.
Ξαναγυρίζοντας στη Ρώμη ο Μάρκες αποφάσισε να σπουδάσει κινηματογράφο παρακολουθώντας μαθήματα στο “Πειραματικό Κέντρο Κινηματογραφίας” (Cinecitta Experimental Film School) , στην Τσινετσιτά. Το ενδιαφέρον του στρεφόταν σχεδόν αποκλειστικά στο σενάριο, του οποίου ήθελε να κατακτήσει την τεχνική, αλλά τα θεωρητικής φύσης και ακαδημαϊκού χαρακτήρα μαθήματα περί κινηματογραφικής τέχνης, δεν τον προσέλκυσαν και έπειτα από δεκαπέντε περίπου μέρες μαθημάτων, εγκατέλειψε τη σχολή.

Τον Δεκέμβρη του 1955 αφήνει τη Ρώμη για το Παρίσι όπου θα μείνει σε ένα φτηνό ξενοδοχείο του Καρτιέ Λατέν, στο “Οτέλ Φλαντρ”, (Hotel de Flandre), σε μια γειτονιά γεμάτη από Λατινοαμερικάνους φοιτητές και διανοούμενους.
Με το τέλος του χρόνου έφτασαν από την Κολομβία οι άσχημες ειδήσεις. Η δικτατορία του αρχιστράτηγου Ρόχας Πινίγια (Gustavo Rojas Pinilla) – που είχε εγκατασταθεί στη χώρα από το 1953- σκληραίνοντας της στάση της απέναντι στα ΜΜΕ, έκλεισε την εφημερίδα "Ελ Εσπεκταδόρ" αφήνοντας τον Μάρκες χωρίς τις καθιερωμένες μηνιαίες επιταγές με τις οποίες ζούσε. Ο Μάρκες σκέφτηκε οτι ίσως ήταν η στιγμή για να δουλέψει τα μυθιστορήματά του, και αφήνοντας τα ρεπορτάζ, έγραφε όλη μέρα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του. Έτσι συνέχισε να δουλεύει το μυθιστόρημα που είχε αρχίσει να επεξεργάζεται πριν από δυο μήνες, και που όταν τελειώσει και εκδοθεί θα ονομαστεί «Η κακιά ώρα».

Από την Άνοιξη του 1956 ο Μάρκες θα ασχοληθεί με την συγγραφή του «Ο συνταγματάρχης δεν έχει κανέναν να του γράψει».
Ταυτόχρονα περνούσε τις πιο δύσκολες από άποψη επιβίωσης μέρες της ζωής του. Η πείνα του χτυπούσε καθημερινά την πόρτα, και ο συγγραφέας πιστεύει ότι “επέζησε ως εκ θαύματος”. Χωρίς να μιλάει γαλλικά και επομένως χωρίς να μπορεί να πάρει κάρτα εργασίας, δεν μπορούσε να βρει δουλειά πουθενά, έτσι σώθηκε μόνο από την βοήθεια και την αλληλεγγύη των λατινοαμερικάνων φίλων του του Καρτιέ Λατέν, την ανοχή της μαντάμ Λακρουά του Οτέλ ντε Φλαντρ, και τους εράνους που έκαναν οι φίλοι του στην Κολομβία.
Στις αρχές Μαϊου του 1957 ξανασυναντά στο Παρίσι τον παλιό του φίλο και δημοσιογράφο Πλίνιο Μεντόσα και μαζί αποφασίζουν να ταξιδέψουν για να γνωρίσουν τις χώρες του Υπαρκτού σοσιαλισμού . Πρώτος προορισμός το ανατολικό Βερολίνο. Μετά την ανατολική Γερμανία επισκέφτηκε τη Μόσχα, το Στάλινγκραντ, την Βουδαπέστη και τέλος την Τσεχία τη μόνη χώρα που είδε τους κατοίκους της ικανοποιημένους από τη ζωή τους Το ταξίδι ήταν γι' αυτόν μια απογοήτευση. Γοητευμένος σαν νεαρός από την φιλοσοφία του Μαρξισμού, και έχοντας κάποιες επαφές με το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κολομβίας, θα διαπιστώσει οτι η πράξη ήταν εντελώς διαφορετική από τη θεωρία. 
Τελειώνοντας το ταξίδι αυτό, πήγε στο Λονδίνο με σκοπό να ζήσει και εκεί λίγο καιρό αλλά, όταν κατέφτασε η προσφορά για δουλειά στο Καράκας, στο περιοδικό "Momentos", του οποίου διευθυντής ήταν ο φίλος του Πλίνιο Μεντόσα Plinio Apuleyo Mendoza(D/R), αποφάσισε να ξαναγυρίσει πίσω στην πατρίδα.

Επιστροφή στη Λατινική Αμερική

Στις 23 Δεκεμβρίου του 1957 επιστρέφει στη Λατινική Αμερική, και συγκεκριμένα στο Καράκας. Το Καράκας εκείνο τον καιρό συγκλονίζεται απο τα γεγονότα που θα οδηγήσουν στην πτώση του δικτάτορα Μάρκος Πέρες Χιμένες (Marcos Pérez Jiménez(D/R)). Τα ξημερώματα της 23ης Ιανουαρίου 1958, οι Μάρκες και Μεντόσα βλέπουν το αεροπλάνο με το οποίο φυγαδευόταν στον Άγιο Δομήνικο ο δικτάτορας. Πανευτυχείς από το γεγονός, καλούν όλη τη συντακτική και τεχνική ομάδα του περιοδικού και το επόμενο πρωί, το περιοδικό, ανακοινώνει πρώτο τη πτώση του δικτάτορα. Το κύριο άρθρο, γραμμένο από τον Μάρκες είχε τον τίτλο «Καλημέρα, Ελευθερία». Με αφορμή εκείνα τα γεγονότα, συλλαμβάνει την ιδέα να γράψει ένα μυθιστόρημα για έναν Λατινοαμερικάνο δικτάτορα. Έτσι θα αρχίσει τη μελέτη διαβάζοντας ιστορία και βιογραφίες, για να ετοιμάσει το μυθιστόρημα που αργότερα θα εκδιδόταν με τον τίτλο «Το φθινόπωρο του Πατριάρχη».

Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες με τη σύζυγό του Μερσέδες το 1968.

Γάμος

Την Παρασκευή 21 Μαρτίου 1958 παντρεύτηκε την από χρόνια αγαπημένη του Μερσέδες Μπάρτσα Πράδο.
Τη Μερσέδες την είχε πρωτογνωρίσει στο Σούκρε, το 1943 στις διακοπές του σχολείου και χορεύοντας σε μια γιορτή της ζήτησε να τον παντρευτεί. Η Μερσέδες ήταν τότε 13 χρονών. Είχε γεννηθεί το 1932 και η καταγωγή της ήταν αραβική. Οι πρόγονοί της είχαν φτάσει κάποια στιγμή στη Κολομβία, από την Αλεξάνδρεια και τη Συρία, και ρίζωσαν σε εκείνο τον τόπο, ασχολούμενοι με το εμπόριο, κυρίως του καφέ. Οι δυο νέοι βλέπονταν τότε σποραδικά, όποτε επέστρεφε ο Μάρκες για τις διακοπές του σχολείου. Όταν και οι δυο οικογένειες -για ξεχωριστούς λόγους- μετακόμισαν στην Μπαρανκίγια, οι συναντήσεις τους έγιναν πιο συχνές. Ο ερωτευμένος νεαρός τις έκανε καντάδες και η Μερσέδες υπέκυψε στη γοητεία του. Τότε είχαν αποφασίσει οριστικά, οτι την κατάλληλη στιγμή, θα παντρεύονταν. Και η κατάλληλη στιγμή είχε φτάσει. Όλα τα υπόλοιπα χρόνια θα τα περάσουν μαζί και αγαπημένοι, και μάλιστα ο συγγραφέας θα την ενσωματώσει στον λογοτεχνικό του κόσμο, αφού σε τρία βιβλία υπάρχει αυτούσια η μορφή της και τα συναισθήματά του γι' αυτήν, ενώ της αφιέρωσε άλλα δύο.
Μετά την επιστροφή και των δύο πλέον στο Καράκας, ο Μάρκες άρχισε να γράφει τα διηγήματα που θα αποτελούσαν το βιβλίο «Η κηδεία της Μεγάλης Μάμα». 

Λατινοαμερικάνικο Πρακτορείο Ειδήσεων

Η επανάσταση στην Κούβα την Πρωτοχρονιά του 1959 ήταν ένα μεγάλο γεγονός στη ζωή και του Μάρκες. Στις 17 Ιανουαρίου ο Μάρκες και ο Μεντόσα θα επισκέπτονταν την επαναστατημένη Κούβα ύστερα από πρόσκληση του Φιντέλ Κάστρο στους δημοσιογράφους.
Τον Φεβρουάριο με Μάρτιο του 1959 η οικογένεια επέστρεψε στην Κολομβία και συγκεκριμένα στη Μπογκοτά όπου οι δύο φίλοι και δημοσιογράφοι ανέλαβαν την ίδρυση και λειτουργία του «Λατινοαμερικάνιου Πρακτορείου Ειδήσεων» (Prensa Latina(D/R)) ενός ειδησεογραφικού πρακτορείου που θα διοχέτευε τις ειδήσεις από την Κούβα αλλά και την υπόλοιπη Λατινική Αμερική, -ανεξάρτητο από την προπαγάνδα των κυρίαρχων μέσων ενημέρωσης. Τα γραφεία του πρακτορείου θα γίνονταν επίσης και ένας χώρος συναντήσεων, διαλέξεων, ιδεών των υποστηρικτών της Κουβανικής επανάστασης και της κολομβιανής αριστεράς.
Το δεύτερο μεγάλο γεγονός στη ζωή του Μάρκες εκείνη τη χρονιά ήταν η γέννηση στις 24 Αυγούστου του πρώτου παιδιού του, του Ροντρίγκο. (Rodrigo García(D/R))
Τον Σεπτέμβριο του 1960 πέρασε από τη Μπογκοτά ο ιδρυτής του Λατινοαμερικάνικου πρακτορείου, και συμφώνησε με τον Μάρκες να πάει στην Αβάνα για να μάθει όλες τις λεπτομέρειες της λειτουργίας του πρακτορείου και μετά να διευθύνει ένα παράρτημα στη βόρεια Αμερική. Κατά τη διάρκεια της τρίμηνης παραμονής του στην Αβάνα, γνωρίστηκε με τον Φιντέλ Κάστρο, έμαθε όλη τη λειτουργία του πρακτορείου και έφυγε στις αρχές του 1961 μαζί με την οικογένειά του με σκοπό να ιδρύσει παράρτημα στο Μόντρεαλ του Καναδά.
Πρώτος απαραίτητος σταθμός προκειμένου να πάρουν βίζες για τον Καναδά, η Νέα Υόρκη. Η παραμονή στη Νέα Υόρκη παρατάθηκε για 6 μήνες, αφού από τη μια τα γραφεία του πρακτορείου στη Νέα Υόρκη είχαν έλλειψη προσωπικού και τον χρειάζονταν από την άλλη οι βίζες δεν θεωρήθηκαν ποτέ. Τελικά, η παραίτηση του ιδρυτή του πρακτορείου έφερε και την παραίτηση του Μάρκες που δεν ήθελε να δουλέψει κάτω από τη καινούρια διεύθυνση του πρακτορείου από τους σεχταριστές κομμουνιστές. Ο Μάρκες και η οικογένειά του, παίρνουν το λεωφορείο και ύστερα απο δυο βδομάδες ταξίδι φτάνουν στη Νέα Ορλεάνη και απο εκεί στο Μεξικό, - ανταποκρινόμενος στην πρόσκληση του φίλου του και συμπατριώτη Άλβαρο Μούτις (Álvaro Mutis(D/R)) από χρόνια εγκατεστημένου στο Μεξικό. Η μόνη αποζημίωση για το δύσκολο ταξίδι, ήταν οτι γνώρισε τους τόπους όπου λάμβαναν χώρα τα μυθιστορήματα του αγαπημένου του συγγραφέα του Γουίλιαμ Φώκνερ.
Στην Πόλη του Μεξικού θα φτάσει στις 2 Ιουλίου του 1961 (την ίδια μέρα που αυτοκτόνησε ο άλλος του δάσκαλος, ο Έρνεστ Χέμινγουεη).


Μεξικό: μια καινούρια αρχή

Το πρώτο κείμενο που έγραψε φτάνοντας στο Μεξικό, ήταν ένα συγκινητικό άρθρο- φόρος τιμής για τον πρόσφατα αποθανόντα Έρνεστ Χέμινγουέη, στο οποίο μεταξύ άλλων ο Μάρκες προδίκαζε και τη φήμη και τη σπουδαιότητα που θα αποκτούσε με τα χρόνια ο Χέμινγουεη στο χώρο της παγκόσμιας λογοτεχνίας. 
Και πάλι με τη βοήθεια του Μούτις ανέλαβε τη διεύθυνση δύο περιοδικών ποικίλης ύλης και ελαφρού περιεχομένου, σε ένα εκδοτικό συγκρότημα, δουλειά που την κράτησε μόνο γιατί είχε ανάγκη από τα χρήματα.
Το Σεπτέμβριο του 1961 στέλνει την «Κακιά ώρα», στο διαγωνισμό μυθιστορήματος της Κολομβίας που είχε προκηρυχτεί με χορηγία της πετρελαϊκής εταιρείας ESSO. Το μυθιστόρημα κέρδισε το πρώτο βραβείο και μαζί και το θεόσταλτο δώρο των 3000 δολλαρίων.
Το 1962, στις 16 Απριλίου γεννήθηκε και ο δεύτερος γιός του, ο Γκονσάλο 
Ταυτόγχρονα το ενδιαφέρον του για τον κινηματογράφο αυξάνεται - τόσο που σκέφτεται οτι ισως ο κινηματογράφος είναι η τέχνη με την οποία θα κατάφερνε να πει αυτά που ήθελε, και έτσι όπως τα ήθελε. Γνωρίζεται με την ομάδα των πρωτοπόρων κινηματογραφιστών του Μεξικού, συνεργάζεται μαζί τους και αποφασίζει να γράψει και ο ίδιος μερικά σενάρια. Αναλαμβάνει τη προσαρμογή για τον κινηματογράφο, μαζί με τον Κάρλο Φουέντες του Χρυσού πετεινού ενός διηγήματος του Χουάν Ρούλφο, (Juan Rulfo(D/R)). Η ταινία προβλήθηκε το 1964, αλλά δεν γνώρισε επιτυχία. Στη συνέχεια διασκεύασε και το Πέδρο Πάραμο ένα ακόμα μυθιστόρημα του Ρούλφο, και παραχώρησε και τα δικαιώματα του διήγημάτους «Δεν υπάρχουν κλέφτες σε αυτήν την πόλη» (En este pueblo no hay ladrones)για να γυριστεί ταινία. Η ταινία βραβεύτηκε στο α' διαγωνισμό πειραματικού κινηματογράφου του Μεξικό, κερδίζοντας και το βραβείο διασκευασμένου σεναρίου. Στην ταινία μάλιστα εμφανίζεται και ο ίδιος ο Μάρκες στο ρόλο ενός ταμία κινηματογράφου.[22] Το 1964 γράφει το σενάριο, πρωτότυπο και αποκλειστικά δικό του, για την ταινία «Καιρός για να πεθάνεις» (Tiempo de morir) το οποίο γυρίστηκε σε ταινία από τον Αρτούρο Ριπστάιν (Arturo Ripstein(D/R)) το 1965 και προβλήθηκε τον ίδιο χρόνο αλλά όχι με μεγάλη επιτυχία. [23].
Τώρα είχε φτάσει η ώρα για να γράψει το αριστούργημά του, «Τα εκατό χρόνια μοναξιάς».

Εκατό χρόνια μοναξιάς


Το φθινόπωρο του 1965 και αφού τακτοποιήσει όλες τις επαγγελματικές του υποχρεώσεις θα αφιερωθεί για σχεδόν έναν χρόνο στο γράψιμο του αριστουργήματός του. Επί ένα χρόνο θα δουλεύει καθημερινά γύρω στις 8 ώρες, κλεισμένος στη σπηλιά της μαφίας όπως ονόμαζε το γραφείο του. Τον Οκτώβριο του 1966 στέλνει ταχυδρομικώς τα χειρόγραφα του έργου του στον εκδοτικό οίκο Sudamericana της Αργεντινής με τον οποίο είχε ήδη υπογράψει συμβόλαιο. Η έκδοση αυτου του μυθιστορήματος, σίγουρα θα μπορούσε να τιτλοφορηθεί, «Το χρονικό μιας προαναγγελθείσας επιτυχίας», αφού ήδη από την περίοδο της συγγραφής, και με τα αποσπάσματα που είχε δημοσιεύσει στον Τύπο ο συγγραφέας αλλά και με τις εγκωμιαστικες κριτικές όσων διάβαζαν τα χειρόγραφα, είχε κυκλοφορήσει η φήμη για την ποιότητα του μυθιστορήματος. Έτσι όταν στις 30 Μαη του 1967 κυκλοφόρησε η πρώτη έκδοση, το βιβλίο εξαντλήθηκε σε μια βδομάδα. Την επόμενη βδομάδα εξαντλήθηκε και η δεύτερη έκδοση, και ξεμένοντας από δημοσιογραφικό χαρτί, ο εκδοτικός οίκος έκανε τη τρίτη έκδοση τον Σεπτέμβρη του 1967. η επιτυχία είχε έρθει για να μείνει. Ο Μάρκες θα κάνει μια περιοδεία σε χώρες της Λατινικής Αμερικής για να προωθήσει το βιβλίο, και αμέσως μετά η οικογένεια θα εγκατασταθεί μόνιμα στην Βαρκελώνη, αφού εκεί ήταν πλέον το κέντρο των εκδοτικών του δραστηριοτήτων.
Το 1982 του δόθηκε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Με βάση το σκεπτικό της απόφασης, ο Μάρκες τιμήθηκε με το βραβείο «για τα μυθιστορήματα και τα διηγήματά του, στα οποία το φανταστικό και το πραγματικό συνδυάζονται σε έναν πλούσιο κόσμο φαντασίας, αντανακλώντας τη ζωή και τις συγκρούσεις μιας ηπείρου»
Τα τελευταία χρόνια αποσύρθηκε από τη δημόσια ζωή καθώς έπασχε από καρκίνο των λεμφαδένων. Πέθανε στις 17 Απριλίου 2014, σε ηλικία 87 ετών στο Μεξικό όπου και είχε εγκατασταθεί το 1961. Κατά καιρούς διέμενε και στην Καρθαγένη της Κολομβίας, στην Βαρκελώνη της Ισπανίας και στην Αβάνα. 


Έργα

Μυθιστορήματα
1955: La hojarasca (Πεσμένα φύλλα) —μτφ. Κλαίτη Σωτηριάδου-Μπαράχας ως «Ανεμοσκορπίσματα» (εκδ. "Α. Α. Λιβάνης", 1983) Η πρώτη εμφάνιση στη λογοτεχνία του «Μακόντο» και της ιστορίας του. Το έργο παρουσιάζει τα πρόσωπα και τα πράγματα που θα εξιστορηθούν στα «100 χρόνια μοναξιάς». Το χωριό Μακόντο (δηλ. η Αρακατάκα) τα χρόνια της ακμής του, όταν μαζί με την εταιρεία της μπανάνας θα φτάσουν και τυχάρπαστοι (τα ανεμοσκορπίσματα) από κάθε μέρος της γης.
1961: El coronel no tiene quien le escriba (Ο Συνταγματάρχης δεν έχει κανέναν να του γράψει ) —μτφ. Κλαίτη Σωτηριάδου Μπαράχας (εκδ. "Α. Α. Λιβάνης", 1983) Η ιστορία του βετεράνου συνταγματάρχη του πολέμου των 1000 ημερών (εμφύλιος πόλεμος), και η τιμητική σύνταξη που περιμένει σε όλη τη ζωή του, χωρίς ποτέ να την πάρει. 
1962: La mala hora (Η κακιά ώρα) —μτφ. Κλαίτη Σωτηριάδου Μπαράχας (εκδ. "Α. Α. Λιβάνης", 1983) Σε ένα χωριό της Κολομβίας υπάρχει η συνήθεια να κολλάνε ανώνυμες δυσφημιστικές αφίσες στους δημόσιου χώρους, καυτηριάζοντας πρόσωπα και συμπεριφορές. Ένα από αυτά τα φυλλάδια θα γίνει η αιτία μιας δολοφονίας.
1967: Cien años de soledad (Εκατό Χρόνια Μοναξιάς). Η ιστορία της Αρακατάκα και της οικογένειας Μάρκες (Prix du Meilleur Livre Étranger το 1969 και Premio Rómulo Gallegos το 1972) —μτφ. Κλαίτη Σωτηριάδου Μπαράχας (εκδ. "Α. Α. Λιβάνης", 1983) "Λίγα έργα στην παγκόσμια λογοτεχνία φέρνουν άξια τον τίτλο "τοιχογραφία" μιας εποχής, ενός λαού, μιας συγκλονιστικής συλλογικής εμπειρίας, και η κατάχρηση του όρου θα μας έκανε πολύ διστακτικούς να τον χρησιμοποιήσουμε αν δεν επρόκειτο για ένα σημαδιακό έργο, όπως αναμφισβήτητα είναι το Εκατό Χρόνια Μοναξιάς του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Τοιχογραφία πράγματι της μοίρας όχι μόνο της Κολομβίας, αλλά ολόκληρης της Λατινικής Αμερικής, που για δύο αιώνες τώρα παλεύει απεγνωσμένα, πιασμένη σε φοβερό δόκανο, να βρει μια διέξοδο.
1975: El otoño del patriarca (Το φθινόπωρο του Πατριάρχη) —μτφ. Κλ. Σωτηριάδου Μπαράχας (εκδ. "Α. Α. Λιβάνης", 1984) Ένας δικτάτορας (οποιοσδήποτε από τους δεκάδες της Λατινικής Αμερικής) ο μύθος που τον τυλίγει και η παρακμή. 
1981: Crónica de una muerte anunciada (Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου) —μτφ. Κλ.Σωτηριάδου-Μπαράχας (εκδ. "Α. Α. Λιβάνης" , 1982—μτφ. Σάμης Ταμπώχ, εκδ. "Πλέθρον", 1982) Μυθιστόρημα βασισμένο στην πραγματική ιστορία του Καγετάνο Χιμένεζ, συγχωριανού του Μάρκες. Η προκλητική συμπεριφορά του νεαρού ερωτευμένου που όλο το χωριό ήξερε ότι αργά ή γρήγορα θα τιμωρείτο. Όπως και έγινε.
1985: El amor en los tiempos del cólera (Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας) —μτφ. Κλ.Σωτηριάδου-Μπαράχας, (εκδ. "Α. Α. Λιβάνης", 1986, και εκδ. της εφημερίδας "Ελεύθερος Τύπος", 2007) Η ιστορία του Φλορεντίνο Αρίσα που περίμενε 51 χρόνια, 9 μήνες και 4 ημέρες για να παντρευτεί τη Φερμίνα Δάσα. Με πρώτη ύλη την ιστορία του έρωτα των γονιών του, ο Μάρκες προχωράει τη πραγματικότητα μεταμορφώνοντάς την σε μύθο, και με την φαντασία και την ικανότητά του την ξαναπαραδίδει εμπλουτισμένη με τον «μαγικό ρεαλισμό» του.
1989: El general en su laberinto (Ο στρατηγός μες στο λαβύρινθό του) —μτφ. Σωτηριάδου-Μπαράχας (εκδ. "Λιβάνης", 1990) Ο στρατηγός Μπολίβαρ, ο ελευθερωτής της Κολομβίας, απαρνούμενος την εξουσία ξαναθυμάται τη ζωή του, καθώς κατεβαίνει τον ποταμό Μαγκνταλένα, για το τελευταίο ταξίδι του.
1994: Del amor y otros demonios (Περί έρωτος και άλλων δαιμονίων) —μτφ. Σωτηριάδου-Μπαράχας (εκδ. "Λιβάνης", 1994) Μια ιστορία που η γιαγιά του Μάρκες του είχε πει όταν ήταν μικρός ξαναζωντανεύει εδώ. Πρόκειται για το μύθο ενός κοριτσιού που αν και πέθανε 12 χρονών τα μαλλιά του συνέχιζαν να μακραίνουν κατά τη διάρκεια των χρόνων.
2004: Memoria de mis putas tristes (Οι θλιμμένες πουτάνες της ζωής μου) —μτφ. Σωτηριάδου (εκδ. "Λιβάνης", 2004)
Ένας δημοσιογράφος 90 χρόνων κάνει δώρο στον εαυτό του για τα γενέθλιά του μια νύχτα με μιαν έφηβη πόρνη. Ένα βιβλίο εν μέρει αυτοβιογραφικό, αφού ο Μάρκες σαν νεαρός συγγραφέας συχνά αναγκάστηκε να μένει στα φτηνά ξενοδοχεία παρέα με τις πόρνες των διπλανών δωματίων. 

Νουβέλες και Διηγήματα
1962: Los funerales de la Mamá Grande (Η κηδεία της μεγάλης Μάμα) —μτφ. Σπύρος Τσακνιάς και Καίτη Σωτηρίου (εκδ. "Νεφέλη", 1982) συλλογή διηγημάτων
1970: Relato de un náufrago (Η αφήγηση ενός ναυαγού) —μτφ. Αμαλία Τσακνιά (εκδ. "Νεφέλη", 1983)
1970: Muerte constante más allá del amor (Θάνατος σταθερός πέρα από τον έρωτα) —μτφ. Κλ.Σωτηριάδου (εκδ. "Νεφέλη", 1983)
1972: Ojos de perro azul (Μάτια γαλάζιου σκύλου) —μτφ. Σωτηριάδου-Μπαράχας (εκδ. "Νεφέλη", 1983) συλλογή διηγημάτων
1972: La increíble y triste historia de la cándida Eréndira y de su abuela desalmada (Η απίστευτη και θλιβερή ιστορία της αθώας Ερέντιρα και της άσπλαχνης γιαγιάς της) —μτφ. Σόφη Άννινου-Ρόχας (εκδ. "Γράμματα", 1983) συλλογή διηγημάτων
1976: El verano feliz de la señora Forbes (Το ευτυχισμένο καλοκαίρι της κυρίας Φορμπς) —μτφ. Κλαίτη Σωτηριάδου (εκδ. "Α. Α. Λιβάνης", 2000)
1992: Doce cuentos peregrinos (Δώδεκα διηγήματα περιπλανώμενα) —μτφ. Σωτηριάδου-Μπαράχας (εκδ. "Λιβάνης", 1993) Έργα για παιδιά
1978: La luz es como el agua (Το φως είναι σαν το νερό) —μτφ. Κλαίτη Σωτηριάδου (εκδ. "Α. Α. Λιβάνης", 2000) Αυτοβιογραφία
2002: Vivir para contarla (Ζω για να τη διηγούμαι) —μτφ. Κλαίτη Σωτηριάδου (εκδ. "Λιβάνης", 2003) Θέατρο
1988: Diatriba de amor: Contra un hombre sentado (Διατριβή του έρωτα) —μτφ. Ξανθούλα Ηλιοπούλου ως «Ερωτικές μομφές» (εκδ. "Prosvasis", 2015) Χρονικά
1978: El asalto (Η έφοδος) —μτφ. Αναστασία Ριζοπούλου Μπόουλες (εκδ. "Σύγχρονη εποχή", 1998)
1986: La aventura de Miguel Littín clandestino en Chile (Η περιπέτεια του Μιγκέλ Λιττίν) —μτφ. Σωτηριάδου-Μπαράχας (εκδ. "Α. Α. Λιβάνης", 1989)
1996: Noticia de un secuestro (Η είδηση μιας απαγωγής ) —μτφ. Κλαίτη Σωτηριάδου (εκδ. "Λιβάνης", 1996)


Διασκευές για τον κινηματογράφο

Σε ταινίες έχουν γυριστεί αρκετά έργα του Μάρκες. Ενδεικτικά αναφέρουμε:
The Widow of Montiel - 1979 σε σκηνοθεσία του Μιγκέλ Λιττίν
Το χρονικό ενός προανναγελθέντος θανάτου - (Chronicle of a Death Foretold) - 1987 σε σκηνοθεσία Φρανσκέσκο Ρόσι
Ο συνταγματάρχης δεν περιμένει γράμμα από πουθενά - (No One Writes to the Colonel) - 1999 σε σκηνοθεσία Αρτούρο Ριπστάιν
Ο Έρωτας στα χρόνια της χολέρας - (Love in the Time of Cholera) - 2007 σε σκηνοθεσία Μάικ Νιούελ
Of Love and Other Demons - 2009 σε σκηνοθεσία της Ίλντα Ιλντάγκο




100 χρόνια μοναξιάς...

Πολλά χρόνια μετά, μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, ο συνταγματάρχης Αουρελιάνο Μπουενδία θα έφερνε στον νου του το μακρινό απόγευμα που ο πατέρας του τον πήγε να γνωρίσει τον πάγο… Μ’ αυτά τα λόγια ξεκινά ένα από τα γοητευτικότερα και πιο φημισμένα μυθιστορήματα του εικοστού αιώνα. Ένα έργο που «από στόμα σε στόμα», όπως άρεσε στον συγγραφέα του να λέει, διαβάστηκε από εκατομμύρια αναγνώστες σε όλες τις γλώσσες του κόσμου και η συμβολή του υπήρξε καθοριστική στη βράβευση του Μάρκες με το Νομπέλ Λογοτεχνίας. Η ιστορία μιας πόλης, του Μακόντο, και μιας οικογένειας, των Μπουενδία – και μέσα από τα πάθη, τα όνειρα, τις τραγωδίες, τις προδοσίες, τις ανακαλύψεις, τα θαύματα, τα μυστήρια και τις διαψεύσεις τους, η ιστορία μιας χώρας, μιας ηπείρου και ολόκληρου του κόσμου. «Ο Δον Κιχώτης του καιρού μας». Πάμπλο Νερούδα «Το πρώτο λογοτεχνικό έργο μετά τη Γένεση που πρέπει να διαβαστεί από όλο το ανθρώπινο γένος». The New York Times Book Review https://www.ianos.gr/

Απόσπάσματα 

Ο άνθρωπος μια μέρα των ημερών, πρέπει να μάθει να χτίζει όνειρα, εκεί που οι ελπίδες τελειώνουν.
Τα πράγματα έχουν τη δική τους ζωή, φτάνει μόνο να ξυπνήσεις την ψυχή τους.
Αισθάνθηκε ξεχασμένος, όχι με την επανορθώσιμη λησμονιά της καρδιάς, αλλά με την σκληρή και αμετάκλητη λησμονιά του θανάτου.
Είχε πάει στον άλλο κόσμο, αλλά γύρισε γιατί δεν άντεξε την μοναξιά.
Έφτασε να υποκρίνεται με τόση αληθοφάνεια, ώστε κατέληξε να παρηγορείται με τα ίδια της τα ψέματα.
Στην πραγματικότητα δεν τον ενδιέφερε ο θάνατος, μόνο η ζωή και για αυτό το συναίσθημα που αισθάνθηκε , όταν απήγγειλαν την καταδίκη (σε θάνατο), δεν ήταν φόβος αλλά νοσταλγία.
Το μυστικό για τα καλά γηρατειά δεν ήταν τίποτε άλλο από μια τίμια συμφωνία με τη μοναξιά.
Δεν πεθαίνει κανείς όταν πρέπει, αλλά όταν μπορεί.
Ο άλλος πόλεμος, ο αιματοκυλισμένος είκοσι χρόνια, δεν τους είχε στοιχίσει τόσο όσο ο διαβρωτικός πόλεμος των αιώνιων αναβολών.
Ο κόσμος θα έχει γα..θεί πέρα για πέρα τη μέρα που οι άνθρωποι θα ταξιδεύουν στην πρώτη θέση και η λογοτεχνία στο βαγόνι με τα εμπορεύματα.
Είχε φύγει μακριά της, προσπαθώντας να την βγάλει από το μυαλό του, όχι μόνο με την απόσταση, αλλά και με μια απερίσκεπτη ορμή, που οι σύντροφοι του έπαιρναν για τόλμη.
Αλλά όσο περισσότερο βούταγε την εικόνα της στη λάσπη του πολέμου τόσο περισσότερο ο πόλεμος έμοιαζε με την Αμαράντα. Έτσι,είχε βασανιστεί στην εξορία, ψάχνοντας να βρεί τρόπο να τη σκοτώσει με τον ίδιο το θάνατο του.
Έσκαψε τόσο βαθιά στα αισθήματα του και αναζητώντας το συμφέρον, συνάντησε τον έρωτα, γιατί προσπαθώντας να την κάνει να τον αγαπήσει, κατέληξε να την αγαπήσει αυτός.
Τη συνάντησε στην εικόνα που πλημμύριζε την ίδια την τρομερή του μοναξιά.
Μετά από τόσα χρόνια θάνατο, ήταν τόση η λαχτάρα για τους ζωντανούς, τόσο πιεστική η ανάγκη για συντροφιά, τόσο τρομακτική η προσέγγιση σε εκείνον τον άλλο θάνατο που υπάρχει μέσα στο θάνατο, που ο Προυδένσιο Αγκιλάρ είχε φτάσει να αγαπήσει τον χειρότερο εχθρό του. https://cityportal.gr/

******************
Τον Μάρτη ξαναγύρισαν οι τσιγγάνοι. Αυτήν τη φορά είχαν φέρει ένα τηλεσκόπιο κι ένα μεγεθυντικό φακό, μεγάλο σαν ταμπούρλο, που τα επιδείκνυαν σαν την τελευταία ανακάλυψη των Εβραίων στο Άμστερνταμ. Έβαλαν μια τσιγγάνα στην άλλη άκρη του χωριού κι έστησαν το τηλεσκόπιο στην είσοδο της σκηνής. Με πέντε ρεάλια, ο κόσμος κοίταζε μέσα από το τηλεσκόπιο κι έβλεπε την τσιγγάνα τόσο κοντά, σαν να μπορούσε να την πιάσει με το χέρι του. "Η επιστήμη κατάργησε τις αποστάσεις", διαλαλούσε ο Μελκίαδες. "Σε λίγο καιρό ο άνθρωπος θα μπορεί να βλέπει τι γίνεται σ' οποιοδήποτε μέρος του κόσμου χωρίς να βγαίνει από το σπίτι του". Ένα ζεστό μεσημέρι έκαναν μια τρομερή επίδειξη με το γιγάντιο φακό: μάζεψαν ένα σωρό ξερά χόρτα στη μέση του δρόμου και τους έβαλαν φωτιά συγκεντρώνοντας πάνω τους τις ηλιακές ακτίνες. Ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία, που ακόμα δεν είχε προλάβει να παρηγορηθεί για την αποτυχία που είχαν οι μαγνήτες του, συνέλαβε την ιδέα να χρησιμοποιήσει εκείνη την εφεύρεση σαν πολεμικό όπλο. Ο Μελκίαδες προσπάθησε και πάλι να τον αποτρέψει. Τελικά, όμως, δέχτηκε ν' ανταλλάξει τις δύο μαγνητικές πλάκες και τρία αποικιακά νομίσματα με το μεγεθυντικό φακό. Η Ούρσουλα έκλαψε από την ανυσηχία της. Τα λεφτά αυτά ήταν από ένα μπαουλάκι με χρυσά νομίσματα που είχε μαζέψει ο πατέρας της σε μια ζωή όλο στερήσεις κι εκείνη τα είχε θάψει κάτω απ' το κρεβάτι ελπίζοντας πως θα βρεθεί η κατάλληλη ευκαιρία για να τα επενδύσει. Ο Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία δεν προσπάθησε ούτε καν να την παρηγορήσει, απορροφημένος ολοκληρωτικά απ' τα τακτικά του πειράματα με την αυταπάρνηση επιστήμονα κι ακόμα και με κίνδυνο της ίδιας του της ζωής. Προσπαθώντας ν' αποδείξει τ' αποτελέσματα του φακού πάνω στο στρατό του εχθρού, εκτέθηκε ο ίδιος στη συγκέντρωση των ηλιακών ακτίνων κι έπαθε εγκαύματα που έγιναν πληγές κι έκαναν πολύ καιρό να γιατρευτούν. Παρά τις διαμαρτυρίες της γυναίκας του, που είχε πανικοβληθεί μ' αυτή την επικίνδυνη εφεύρεση, κόντεψε να βάλει φωτιά στο σπίτι. Περνούσε ώρες ολόκληρες στο δωμάτιό του, υπολογίζοντας τις στρατηγικές δυνατότητες του νέου όπλου, ώσπου κατάφερε να συντάξει ένα εγχειρίδιο εκπληκτικής διδακτικής σαφήνειας και ακαταμάχητης πειστικότητας. Το έστειλε στις αρχές, μαζί με πολυάριθμες περιγραφές των πειραμάτων του και με αρκετές σελίδες μ' επεξηγηματικά σχέδια, μ' έναν απεσταλμένο που πέρασε την Οροσειρά, χάθηκε σε απέραντους βάλτους, ανέβηκε ορμητικά ποτάμια και παραλίγο να χαθεί από τα άγρια θηρία, την απελπισία και την πανούκλα, ώσπου να βρει ένα δρόμο που συνδεόταν μ' εκείνον που χρησιμοποιούσαν τα μουλάρια του ταχυδρομείου.

Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου


Η ιστορία του βιβλίου περιγράφεται στον ίδιο τον τίτλο του: πρόκειται πράγματι για το χρονικό ενός θανάτου, μιας δολοφονίας για λόγους τιμής, μιας δολοφονίας, η οποία είχε προαναγγελθεί τόσο πολύ και σε τόσους πολλούς, που θα έλεγε κανείς (και το νιώθει διαβάζοντας το βιβλίο) ότι θα ήταν σχεδόν αδύνατον να διαπραχθεί, αφού κάποιος απ’ όλους τους κατοίκους του χωριού-του δολοφονημένου μη εξαιρουμένου- θα μπορούσε να την είχε αποτρέψει. «Ποτέ δεν υπήρξε έγκλημα που να είχε προαναγγελθεί περισσότερο», όπως λέει ο μεγάλος συγγραφέας με το στόμα του ανακριτή. Κι όμως συνέβη. Ή μάλλον δεν συνέβη (παραείναι απρόσωπο). Κάποιοι τη διέπραξαν και κάποιοι άλλοι δεν την απέτρεψαν, ενώ γνώριζαν ότι θα γίνει. Έστω κι ένας αν έπαιρνε στα σοβαρά τις απειλές, η δολοφονία θα είχε αποτραπεί. Όλοι όσοι γνώριζαν -και κυριολεκτικά όλο το χωριό γνώριζε ότι ο Σαντιάγο Νασάρ επρόκειτο να δολοφονηθεί- αμέλησαν. Η αδιαφορία τους κόστισε μία ζωή.


Η πλοκή:

Ο Σαντιάγο Νασάρ, ένας πλούσιος εισοδηματίας, σηκώθηκε, όπως κάθε μέρα, ντύθηκε, όπως κάθε μέρα, και βγήκε απ’ το σπίτι του με κατεύθυνση το λιμάνι, απ’ όπου θα περνούσε το πλοίο με τον επίσκοπο. Στην πραγματικότητα, από τη στιγμή που βγήκε απ’ το σπίτι πήγαινε να συναντήσει τον βίαιο θάνατό του από τα χέρια των αδελφών της Άγχελα Βικάριο, μιας κοπέλας, την τιμή της οποίας φέρεται να ατίμασε, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα τον χωρισμό της από τον σύζυγό της, Μπαγιάρδο Σαν Ρομάν, την ίδια τη μέρα του γάμου τους. Ο Πέδρο Βικάριο, ο ένας εκ των δολοφόνων και αδελφός της Άνγχελα, τη νύχτα που ο άντρας της την έφερε στο πατρικό της και την παρέδωσε στην οικογένειά της, «τη σήκωσε ψηλά από τη μέση και την κάθησε στο τραπέζι της τραπεζαρίας.
«Εμπρός», της είπε τρέμοντας από λύσσα, «πες μας ποιός ήταν!».
Εκείνη καθυστέρησε ίσα ίσα όσο χρειάστηκε για να προφέρει το όνομα. Το αναζήτησε μες στα σκοτάδια. Το βρήκε αμέσως ανάμεσα στα τόσα και τόσα μπερδεμένα ονόματα αυτού του κόσμου και του άλλου και το άφησε καρφωμένο στον τοίχο σαν μια πεταλούδα καταδικασμένη απ’ τη μοίρα της.
«Ο Σαντιάγο Νασάρ», είπε.
Αφ’ής στιγμής η Άνγχελα ξεστόμησε το όνομα του Σαντιάγο, αυτός καταδικάστηκε σε θάνατο. Ο Μάρκες, με την συγκλονιστική προπαρατεθείσα παράγραφο, μας λέει ότι οποιοδήποτε όνομα κι αν είχε προφέρει η Άνγχελα, το ίδιο αποτέλεσμα θα είχε γι’ αυτόν που το φέρει.
Παρ’ όλο που από την αρχή του βιβλίου (από την πρώτη κιόλας πρόταση) μας αποκαλύπτεται ότι ο Σαντιάγο Νασάρ πρόκειται την ίδια κιόλας μέρα να βρει το θάνατο, είναι τέτοια η γραφή του Μάρκες, που πραγματικά θεωρεί ο αναγνώστης ότι αυτό δε μπορεί να συμβεί, ότι κάτι θα γίνει και ο Σαντάγο θα σωθεί, αφού κάποιος από τους δεκάδες που γνώριζαν θα τον προειδοποιούσε, κάποιος απ’ όλο το χωριό που τον συναντούσε στο δρόμο θα προέβαινε στην απαραίτητη ενέργεια που απαιτείται, ώστε να αποτρέψει το κακό. Κανείς όμως δεν έκανε τίποτα, ούτε ο δήμαρχος, ούτε ο αστυνομικός, ούτε η οικογένειά του, ούτε οι φίλοι και οι γνωστοί του. Ούτε αυτή που τον καταδίκασε. Οι δολοφόνοι από την άλλη, έμοιαζαν με παιδιά:
«Έμοιαζαν με δυό παιδιά», μου είπε. Κι αυτή η σκέψη την τρόμαξε, γιατί πάντα πίστευε πως μόνο τα παιδιά είναι ικανά για όλα».
Και σαν παιδιά, ικανά για τα πάντα, για τα καλύτερα και τα χειρότερα, διατυμπανίζουν σε όλο το χωριό ότι ψάχνουν να βρουν τον Σαντιάγο, για να τον σκοτώσουν, λες και ήθελαν έστω και ένας να τους σταματήσει, να τους απαλλάξει από το καθήκον τους να σκοτώσουν αυτόν που φέρεται να ατίμασε την αδελφή τους και ρεζίλεψε την οικογένειά τους. Όπως αφήνεται να εννοηθεί στο βιβλίο, πράγματι οι υποψήφιοι δολοφόνοι επιθυμούσαν διακαώς να βρεθεί κάποιος να τους κρατήσει, να τους σώσει από την ανθρωποκτονία. Να τους σώσει από τους εαυτούς τους. Αλλά κανείς δεν βρέθηκε. Όλοι γνώριζαν για τη δολοφονία, αλλά κανείς δεν τη σταμάτησε.

Η αλήθεια πίσω από το βιβλίο:

Ο Μάρκες εμπνεύστηκε την ιστορία του «Χρονικού» από ένα πραγματικό έγκλημα που διαπράχθηκε στην Κολομβία τη δεκαετία του 50. Ο Καγετάνο Χεντίλε Τσιμέντο, φίλος του Μάρκες, δολοφονήθηκε, επειδή πήρε την παρθενιά της συζύγου του Μιγκέλ Παλένσια. Ο Μιγκέλ Παλένσια ξεκίνησε έναν πολυέξοδο και μακροχρόνιο δικαστικό αγώνα κατά του Μάρκες απαιτώντας αφενός να προστεθεί το όνομά του στο εξώφυλλο του βιβλίου και αφετέρου τα μισά έσοδα από τις πωλήσεις του βιβλίου.
Το Ανώτατο Δικαστήριο της Κολομβίας απέρριψε την αγωγή του Μιγκέλ Παλένθια κατά του Μάρκες θεωρώντας -ορθά- ότι το γεγονός ότι ένα βιβλίο και εν γένει έργο τέχνης βασίζεται σε μία αληθινή ιστορία δεν σημαίνει ότι το πρόσωπο στου οποίου την αληθινή ιστορία βασίστηκε είναι συνδημιουργός του έργου ή ότι δικαιούται μέρος των εσόδων από τις πωλήσεις του. Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι ο Μιγκέλ Παλένθια δεν θα μπορούσε να πει την ιστορία του βιβλίου με τη λογοτεχνική γλώσσα του Μάρκες, επιβεβαιώνοντας τη μοναδικότητα και την πρωτοτυπία του έργου, αλλά και την ουσία της λογοτεχνίας, αφού σημασία δεν έχει το τι θα πεις αλλά το πως θα το πεις.
Στο «Χρονικό», ο συγγραφέας -σε ένα παιχνίδι με τους αναγνώστες του- είναι και ο αφηγητής του βιβλίου. Ακόμη και η γυναίκα του αφηγητή και του Μάρκες έχουν το ίδιο όνομα, όπως και τα ίδια ονόματα έχουν τα μέλη της οικογένειας του αφηγητή του βιβλίου και του Μάρκες. Κλείνοντας να πούμε ότι όταν εκδόθηκε το βιβλίο, εκδόθηκε σε 2.000.000 αντίτυπα, ενώ ο ίδιος ο συγγραφέας έλεγε ότι ήταν το καλύτερο έργο του. Θα επανέλθω από αυτό το blog και με τα υπόλοιπα έργα αυτού του μάγου της λογοτεχνίας.

Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας

Ήταν αναπόφευκτο: η μυρωδιά από πικραμύγδαλα του θύμιζε άτυχους έρωτες. Ο γιατρός Χουβενάλ Ουρμπίνο την ένιωσε από τη στιγμή που μπήκε μες στο σκοτεινό ακόμα σπίτι, όπου είχε τρέξει βιαστικά για ν' ασχοληθεί με μια περίπτωση που από χρόνια είχε πάψει να είναι επείγουσα. Ο Χερεμία δε Σαιντ Αμούρ, πρόσφυγας από τις Αντίλλες, ανάπηρος από τον πόλεμο, φωτογράφος για παιδιά κι ο πιο πονετικός του αντίπαλος στο σκάκι, είχε ξεφύγει μια για πάντα από τα βασανιστήρια της μνήμης, με αναθυμιάσεις από υδροκυανιούχο χρυσό.
Βρήκε το πτώμα σκεπασμένο με μια κουβέρτα, στο ράντσο που κοιμόταν πάντα, κοντά σ' ένα σκαμνί με μια μικρή λεκάνη που ο νεκρός είχε μεταχειριστεί για να εξατμίσει το δηλητήριο. Στο πάτωμα, δεμένο στο πόδι του ράντσου, βρισκόταν το ξαπλωμένο σώμα ενός μεγάλου μαύρου δανέζικου σκύλου με χιονάτο στήθος κι από κοντά οι πατερίτσες. Το δωμάτιο, που χρησίμευε για κρεβατοκάμαρα και εργαστήριο ταυτόχρονα, πνηγηρό και στενάχωρο, μόλις είχε αρχίσει να φωτίζεται από τη λάμψη της αυγής μέσα από τ' ανοιχτό παράθυρο, αλλά το φως ήταν αρκετό για ν' αναγνωρίσει την εξουσία του θανάτου. [...] (Από την έκδοση) https://www.politeianet.gr/


Απόσπασμα 

To Σάββατο το πρωί, αφού πολύ το σκέφτηκε, ο Φλορεντίνο Αρίσα έστειλε ξανά το περιστέρι μ’ άλλο ραβασάκι χωρίς υπογραφή. Τούτη τη φορά δεν χρειάστηκε να περιμένει μέχρι την επόμενη μέρα. Το απόγευμα, το ίδιο παιδί, του το έφερε ξανά πίσω, σ’ άλλο κλουβί, με την παραγγελία πως: εδώ σας στέλνει ξανά το περιστέρι που ξανάφυγε, και το οποίο προχθές σας επέστρεψε, επειδή έχει καλή ανατροφή κι αυτή τη φορά σας το στέλνει, επειδή είναι κρίμα, αλλά τώρα πια είναι αλήθεια πως δε θα σας το ξαναεπιστρέψει αν το αφήσετε να φύγει πάλι. Η Τράνσιτο Αρίσα διασκέδασε με τις ώρες με το περιστέρι, το έβγαλε από το κλουβί, το νανούρισε στα μπράτσα της, προσπάθησε να το αποκοιμήσει με παιδικά τραγουδάκια και ξαφνικά κατάλαβε πως είχε στο δαχτυλίδι, στο πόδι του, ένα χαρτάκι με μια μόνο φράση: “Δε δέχομαι ανώνυμους”. Ο Φλορεντίνο Αρίσα το διάβασε ξετρελαμένος, λες κι είχε ολοκληρωθεί η πρώτη του περιπέτεια και μόλις που μπόρεσε να κοιμηθεί εκείνη τη νύχτα στριφογυρίζοντας από ανυπομονησία. Την επομένη πολύ νωρίς, πριν φύγει για το γραφείο, άφησε ελεύθερο το περιστέρι μ’ ένα ερωτικό γραμματάκι υπογραμμένο ξεκάθαρα με τ’ όνομά του και του έβαλε ακόμα στο δαχτυλίδι το πιο φρέσκο τριαντάφυλλο, το πιο χτυπητό κι ευωδιαστό του κήπου του. 
Δεν ήταν τόσο εύκολη. Μετά από τρεις μήνες πολιορκία η ωραία περιστερού εξακολούθησε ν’ απαντάει το ίδιο: “Εγώ δεν είμαι απ’ αυτές”. Αλλά ποτέ δε σταμάτησε να δέχεται τα μηνύματα ή να πηγαίνει στα ραντεβού που κανόνιζε ο Φλορεντίνο Αρίσα με τέτοιον τρόπο που να μοιάζουν τυχαίες συναντήσεις. Δεν αναγνώριζε τον εαυτό του: ο εραστής που ποτέ δε φανερωνόταν, ο πιο άπληστος για έρωτα, αλλά κι ο πιο τσιγκούνης, αυτός που δεν έδινε τίποτα και τα ήθελε όλα, αυτός που ποτέ δεν επέτρεψε να του αφήσουν στην καρδιά ένα περαστικό αποτύπωμα, ο κυνηγός που παραμόνευε, ξεσπάθωσε με μια παράφορη ανταλλαγή από υπογραμμένα γράμματα, γενναιοδωρίες, απερίσκεπτες βόλτες στο σπίτι της περιστερούς, ακόμα και σε δυο περιστάσεις που ο σύζυγος δεν έλειπε σε ταξίδι, ούτε βρισκόταν στην αγορά. Ήταν η μόνη φορά, από τον καιρό του πρώτου έρωτα, που είχε νιώσει τρυπημένος από ένα βέλος. Έξι μήνες μετά την πρώτη συνάντηση, βρέθηκαν τελικά στην καμπίνα ενός ποταμόπλοιου που περίμενε για επισκευή στις αποβάθρες του ποταμού. Ήταν ένα θαυμάσιο απόγευμα. Η Ολυμπία Σουλέτα έκανε εύθυμα έρωτα, σαν αναστατωμένη περιστέρα και της άρεσε να μένει γυμνή πολλές ώρες, ενώ ξεκουραζόταν με το πάσο της, με τόσο έρωτα όσο και στον ίδιο τον έρωτα. Η καμπίνα ήταν ξεχαρβαλωμένη, μισοβαμμένη κι η μυρουδιά από νέφτι ήταν ωραία για να μείνει στη θύμηση συνδυασμένη μ’ ένα ευτυχισμένο απόγευμα. Ξαφνικά, ικανοποιώντας μια ασυνήθιστη έμπνευση, ο Φλορεντίνο Αρίσα άνοιξε ένα κουτί με κόκκινη μπογιά που βρισκόταν κοντά στην κουκέτα, μούσκεψε το δείκτη του και ζωγράφισε, χαμηλά στην κοιλιά της ωραίας περιστερούς ένα ματωμένο βέλος που έδειχνε προς το νότο κι έγραψε: Αυτό το μουνάκι είναι δικό μου. Εκείνη την ίδια νύχτα, η Ολυμπία Σουλέτα ξεντύθηκε μπροστά στον άντρα της, χωρίς να θυμηθεί την επιγραφή κι εκείνος δεν είπε κουβέντα, ούτε και κόπηκε η αναπνοή του, τίποτα, μόνο πήγε στο μπάνιο για το ξυράφι του, ενώ εκείνη έβαζε τη νυχτικιά της, και της έκοψε το λαρύγγι μια κι έξω. 
 [μετάφραση από τα ισπανικά: Κλαίτη Σωτηριάδου – Μπαράχας]


Ενοικιάζονται όνειρα

Στις εννιά η ώρα το πρωί, εκεί που παίρναμε το πρωινό μας στη βεράντα του ξενοδοχείου Ριβιέρα στην Αβάνα, ένα τρομακτικό κύμα εμφανίστηκε στα καλά καθούμενα-η μέρα ήταν ηλιόλουστη και ήρεμη-και ήρθε και συντρίφτηκε πάνω μας. Σήκωσε τα αυτοκίνητα που πέρναγαν μπροστά στην παραλιακή λεωφόρο καθώς και μερικά άλλα που ήταν παρκαρισμένα εκεί κοντά και τα τίναξε στον αέρα κάνοντάς τα κομμάτια στον πλαϊνό τοίχο του ξενοδοχείου. Ήταν σαν μια έκρηξη δυναμίτη που σκόρπισε τον πανικό στους είκοσι ορόφους του κτιρίου μας, και μετατρέποντας το χολ σε ένα σωρό από σπασμένα γυαλιά όπου πολλοί ενοικιαστές είχαν εκσφεντονιστεί στον αέρα σαν έπιπλα. Μερικοί είχαν τραυματιστεί απ’ το χαλάζι των γυαλιών. Πρέπει να ήταν ένα παλιρροϊκό κύμα μνημειώδους μεγέθους: το ξενοδοχείο προστατευόταν από τη θάλασσα από έναν τοίχο και τη φαρδιά, διπλής κατεύθυνσης λεωφόρο που περνάει μπροστά του, αλλά το κύμα είχε ξεσπάσει με τέτοια δύναμη που εξαφάνισε το γυάλινο χολ.

Κουβανοί εθελοντές, με τη βοήθεια των τοπικών πυροσβεστών, άρχισαν να καθαρίζουν τις ζημιές και σε λιγότερο από έξι ώρες, αφού έκλεισαν την πύλη προς τη θάλασσα κι άνοιξαν μια εναλλακτική είσοδο, όλα επανήλθαν στη φυσική τους κατάσταση. Όλο το πρωινό κανένας δεν έδωσε σημασία στο αυτοκίνητο που είχε συντριβεί πάνω στον τοίχο του ξενοδοχείου, πιστεύοντας ότι ήταν ένα από τα αυτοκίνητα τα παρκαρισμένα στην παραλιακή λεωφόρο. Αλλά όταν τελικά ένας γερανός τομετακίνησε, ανακαλύφθηκε το σώμα μιας γυναίκας, δεμένο στο κάθισμα του οδηγού με τη ζώνη ασφαλείας.

Το χτύπημα ήταν τόσο δυνατό ώστε δεν είχε μείνει ούτε ένα κόκαλο στο σώμα της που να μην ήταν σπασμένο. Το πρόσωπό της ήταν υπεράνω αναγνώρισης. Αλλά υπήρχε ένα δαχτυλίδι στο δάχτυλό της, που είχε παραμείνει ανέπαφο: είχε το σχήμα φιδιού με δυο σμαράγδια για μάτια. Η αστυνομία είπε ότι ήταν η οικονόμος του νέου πρέσβη της Πορτογαλίας και της γυναίκας του. Στην πραγματικότητα, είχε φτάσει μόλις πριν δεκαπέντε μέρες κι εκείνο το πρωί είχε φύγει για την αγορά με το καινούργιο τους αυτοκίνητο. Το όνομά της δε[1] μου έλεγε τίποτα, όταν διάβασα για το συμβάνστην εφημερίδα, αλλά εκείνο το δαχτυλίδι, το σχήμα του φιδιού και τα σμαράγδια για μάτια, με έβαλε σε σκέψεις. Δυστυχώς δεν μπόρεσα να μάθω σε ποιο δάχτυλο το φορούσε.

Ήταν μια ουσιώδης λεπτομέρεια: φοβόμουν ότι πιθανόν να ήταν μια γυναίκα που ήξερα και την οποία ποτέ δε θα ξεχάσω, ακόμα κι αν δεν έμαθα ποτέ το πραγματικό της όνομα. Κι εκείνη είχε ένα δαχτυλίδι στο σχήμα του φιδιού με σμαράγδια για μάτια, αλλά πάντοτε το φορούσε στο πρώτοδάχτυλο του δεξιού χεριού, κάτι το ασυνήθιστο ειδικά τότε. Την είχα συναντήσει πριν σαράντα έξι χρόνια στη Βιέννη, έτρωγε λουκάνικα και βραστές πατάτες κι έπινε μπίρα κατ’ ευθείαν από το βαρέλι σε μια ταβέρνα όπου σύχναζαν Λατινοαμερικάνοι φοιτητές. Εκείνο το πρωί είχα φτάσει από τη Ρώμη κι ακόμα θυμάμαι την εντύπωση που μου είχε κάνει το πλούσιο στήθος της-λες και ανήκε σε σοπράνο-οι χυτές ουρές της αλεπούς γύρω απ’ το κολάρο τουπαλτού της και το αιγυπτιακό δαχτυλίδι σε σχήμα φιδιού. Μιλούσε στοιχειώδη Ισπανικά με μια προφορά μαγαζάτορα και κομμένη την ανάσα και υποθέτω πως θα πρέπει να ήταν Αυστριακή, η μόνη σε κείνο το μακρόστενο ξύλινο τραπέζι. Είχα κάνει λάθος: είχε γεννηθεί στην Κολομβία και το διάστημα του Μεσοπολέμου είχε ταξιδέψει στην Αυστρία για να σπουδάσει τραγούδι και μουσική. Όταν τη συνάντησα πρέπει να ήταν γύρω στα τριάντα κι είχε αρχίσει να γερνάει πριν την ώρα της κι έτσι ανέδιδε κάποια μαγεία: και επίσης, ο πιο φοβερός άνθρωπος που έχω συναντήσει ποτέ μου.

Eκείνη την εποχή -τέλη της δεκαετίας του ’40- η Βιέννη δεν ήταν τίποτα άλλο από μια παλιά αυτοκρατορική πόλη την οποία η Ιστορία είχε υποβιβάσει σε μια απόμακρη επαρχιακή πρωτεύουσα, τοποθετημένη μεταξύ των δύο ασυμφιλίωτων κόσμων του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου, ένας παράδεισος για τους μαυραγορίτες και τους κατασκόπους. Δεν μπορούσα να φανταστώ περιβάλλον που θα ταίριαζε πιο πολύ στη φυγάδα συμπατριώτισσά μου, που εξακολουθούσε να τρώει στην ταβέρνα των φοιτητών, στη γωνιά, μόνο και μόνο από νοσταλγία για τις ρίζες της, γιατί είχε χρήματα περισσότερα απ’ όσα της χρειάζονταν για να αγοράσει ολόκληρη την ταβέρνα, συμπεριλαμβανομένων και των φαγητών. Ποτέ δε μας είπε το πραγματικό της όνομα. Πάντα αναφερόμασταν σ’ αυτήν με το όνομα που είχαν επινοήσει γι’ αυτήν οι Λατινοαμερικάνοι φοιτητές: Φράου Φρίντα. Με το που μας σύστησαν διέπραξα την τυχαία απερισκεψία να τη ρωτήσω πώς βρέθηκε σε τούτη τη μεριά του κόσμου, τόσο μακριά και τόσο διαφορετική απ’ τα ανεμοδαρμένα ύψη της περιοχής Κουιντίο της Κολομβίας. Μου απάντησε ορθά κοφτά: «Ενοικιάζω τον εαυτό μου να ονειρεύεται».

Αυτό ήταν το επάγγελμά της. Ήταν το τρίτο από τα έντεκα παιδιά ενός ευκατάστα του καταστηματάρχη απ’ την παλιά περιοχή της Κάλδας και, από τότε που έμαθε να μιλάει, το καθιέρωσε ως συνήθεια να διηγείται τα όνειρά της πριν το πρωινό, όταν, είπε, οι δυνάμεις της προαίσθησης ήταν στη δυνατότερη καθαρότητά τους. Όταν ήταν επτά χρόνων ονειρεύτηκε ότι ένας από τους αδελφούς της είχε παρασυρθεί από ένα μαινόμενο χείμαρρο. Η μητέρα, απλά και μόνο από νευρική δεισιδαιμονία, αρνήθηκε να επιτρέψει στο γιο της να κάνει εκείνο που απολάμβανε πιο πολύ από οτιδήποτε άλλο: να κολυμπήσει στο παραπλήσιο φαράγγι. Αλλά η Φράου Φρίντα είχε ήδη αναπτύξει το δικό της σύστημα ερμηνείας των προφητειών της.

«Αυτό που συμβαίνει στο όνειρο», εξήγησε, «δεν είναι ότι πρόκειται να πνιγεί, αλλά ότι δεν κάνει να τρώει γλυκά».

Η ερμηνεία είχε ως αποτέλεσμα μια τρομερή τιμωρία, ειδικά για ένα πεντάχρονο αγόρι που δεν μπορούσε να φανταστεί τη ζωή του δίχως τα γλυκά της Κυριακής. Αλλά η μητέρα, επηρεασμένη από τις μαντικές δυνάμεις της κόρης της, βεβαίωσε ότι θα έμενε πιστή στη διαταγή της. Δυστυχώς, σε μια στιγμή που κανείς δεν πρόσεχε, ο γιος πνίγηκε μ’ ένα γλειφιτζούρι που έτρωγε κρυφά. Στάθηκε αδύνατο να τον σώσουν.

Η Φράου Φρίντα ποτέ δε φαντάστηκε ότι θα ήταν δυνατό να κερδίσει τα προς το ζειν απ’ το ταλέντο της, μέχρις ότου η ζωή την άρπαξε απ’ το σβέρκο και, ένα βαρύ βιεννέζικο χειμώνα, χτύπησε το κουδούνι του πρώτου σπιτιού στο οποίο ήθελε να κατοικήσει. Όταν τη ρώτησαν τι μπορεί να κάνει, πρόσφερε την απλή απάντηση: «Ονειρεύομαι». Μετά από μια σύντομη εξήγηση, η κυρία του σπιτιού την προσέλαβε αντί ενός μισθού που ήταν κάτι περισσότερο από χαρτζιλίκι αλλά με ένα πολύ καλό δωμάτιο και τρία γεύματα τη μέρα. Πάνω απ’ όλα υπήρχε το πρωινό, η ώρα εκείνη όπου τα μέλη της οικογένειας κάθονταν για να πληροφορηθούν για το άμεσο πεπρωμένο τους: ο πατέρας, ένας πονηρός rentier, η μητέρα, μια εύθυμη γυναίκα με πάθος για ρομαντική μουσική δωματίου, και τα δυο παιδιά, ηλικίας έντεκα και εννιά χρονών.

Όλοι τους ήταν θρησκευόμενοι και ως εκ τούτου επιδεκτικοί σε αρχαϊκές δεισιδαιμονίες. Ήταν πολύ ευχαριστημένοι με την άφιξη της Φράου Φρίντα στο σπίτι τους, υπό τη μόνη προϋπόθεση ότι κάθε μέρα θα αποκάλυπτε τη μοίρα της οικογένειας μέσω των ονείρων της.

Τα πήγαινε θαυμάσια, ειδικά κατά τη διάρκεια του πολέμου που ακολούθησε, όταν η ζωή ήταν χειρότερη από οποιοδήποτε εφιάλτη. Στο πρωινό τραπέζι κάθε μέρα, μόνη της αποφάσιζε τι θα έκανε εκείνη τη μέρα το κάθε μέλος της οικογένειας και πώς θα το έκανε, έως ότου οι προγνώσεις της έγιναν η μόνη φωνή εξουσίας του σπιτιού. Η κυριαρχία της πάνω στην οικογένεια ήταν απόλυτη: ακόμα κι ο πιο ασήμαντος αναστεναγμός γινόταν έπειτα από εντολή της. Ο πατέρας είχε πεθάνει λίγο πριν φτάσω στη Βιέννη και είχε φροντίσει να αφήσει στη Φράου Φρίντα ένα μέρος της περιουσίας του, πάλι υπό τον όρο ότι θα εξακολουθούσε να ονειρεύεται για την οικογένεια μέχρις ότου δε θα μπορούσε πια να ονειρεύεται.

Πέρασα ένα μήνα στη Βιέννη ζώντας τη λιτή ζωή των φοιτητών ενώ περίμενα χρήματα τα οποία ποτέ δεν έφτασαν. Οι απρόσμενες γενναιόδωρες επισκέψεις της Φράου Φρίντα στην ταβέρνα μας ήταν σαν φιέστες στην ούτως ή άλλως πενιχρή κατάστασή μας. Μια νύχτα-η δυνατή μυρωδιά της μπίρας πάνω μας-μου ψιθύρισε κάτι στο αυτί με τέτοια πειθώ που δεν μπόρεσα να το αγνοήσω.

«Ήρθα εδώ ειδικά για να σου πω ότι χθες βράδυ σε είδα στον ύπνο μου», είπε. «Πρέπει να φύγεις αμέσως απ’ τη Βιέννη και να μην επιστρέψεις πριν περάσουν πέντε χρόνια.»

Τέτοια ήταν η πειθώ της ώστε την ίδια νύχτα πήρα το τελευταίο τρένο για τη Ρώμη. Έτρεμα τόσο που πιστεύω ότι επέζησα μιας καταστροφής που δε συνάντησα. Μέχρι σήμερα δεν έχω πατήσει το πόδι μου στη Βιέννη.

Πριντο συμβάν στην Αβάνα συνάντησα άλλη μια φορά τη Φράου Φρίντα, στη Βαρκελώνη, σε μια συνάντηση τόσο απρόσμενη που μου φάνηκε εξαιρετικά μυστηριώδης. Ήταν η μέρα που ο Πάμπλο Νερούδα έβαλε το πόδι του σε ισπανικό χώμα για πρώτη φορά απ’ τον εμφύλιο πόλεμο, κατά τη διάρκεια μιας στάσης ενός μεγάλου θα-. λασσινού ταξιδιού προς το Βαλπαραΐσο της Χιλής.

Πέρασε το πρωινό του μαζί μας, κυνηγός σε παλιά βιβλιοπωλεία, αγοράζοντας τελικά ένα ξεθωριασμένο βιβλίο με σκισμένα εξώφυλλα για το οποίο πρέπει να πλήρωσε το αντίστιχο μισθού δύο μηνών του Χιλιανού πρόξενου στο Ρανγκούν. Περπατούσε οκνηρά σαν ένας ελέφαντας που είχε ρευματισμούς, δείχνοντας παιδικό ενδιαφέρον για τον εσωτερικό μηχανισμό του κάθε πράγματος που αντίκριζε. Ο κόσμος του φαινόταν σαν ένα γιγάντιο ρολόι-παιχνίδι.

Δεν ξέρω κανέναν που να έχει προσεγγίσει τόσο πολύ την ιδέα του Πάπα της Αναγέννη-σης-αυτό το μίγμα λαιμαργίας και λεπτότη-τας-ο οποίος, είτε το ‘θελε είτε όχι, θα κυριαρχούσε και θα προήδρευε σε οποιοδήποτε τραπέζι. Η Ματίλδη, η γυναίκα του, τον τύλιξε σε μια σαλιερίτσα που έμοιαζε πιο πολύ με ποδιά από κουρείο παρά με πετσέτα εστιατορίου, αλλά ήταν ο μόνος τρόπος να τον προφυλάξει απ’ το να βουτηχτεί στις σάλτσες. Εκείνη τη μέρα ο Νερούδα έφαγε τρεις ολόκληρους αστακούς, διαμελίζοντάς τους με την ακρίβεια ενός χειρουργού, ενώ ταυτόχρονα καταβρόχθιζε με τα μάτια τα πιάτα όλων των άλλων, έως ότου δεν μπορούσε πια ν’ αντισταθεί και τσιμπούσε απ’ το κάθε πιάτο με μια απόλαυση και μια όρεξη που όλοι τη βρήκαν κολλητική: μύδια από τη Γαλικία, αγριόχηνες από την Κανταμπρία, μεγάλες γαρίδες από την Αλικάνδη, ξιφία από την Κόστα Μπράβα. Στο μεταξύ μιλούσε ακατάπαυστα, ακριβώς όπως οι Γάλλοι, για μαγειρικές απολαύσεις, ειδικά για τα προϊστορικά οστρακοειδή της Χιλής που ήταν ο έρωτας της καρδιάς του. Και τότε ξαφνικά σταμάτησε να τρώει, έπιασε τα αυτιά του όπως τις αντένες ενός αστακού, και μου ψιθύρισε: «Υπάρχει κάποιος πίσω μου που μ’ έχει καρφώσει με τα μάτια του».

Κοίταξα πάνω απ’ τον ώμο του. Ήταν αλήθεια. Τρία τραπέζια πιο πίσω, μια γυναίκα, χωρίς ντροπή, μ’ ένα παλιομοδίτικο τσόχινο καπέλο κι ένα μοβ μαντίλι, μασούσε αργά το φαγητό της με τα μάτια της καρφωμένα στον Νερούδα. Την αναγνώρισα αμέσως. Ήταν μεγαλύτερη και πιο χοντρή, αλλά ήταν εκείνη, με το δαχτυλίδι στο σχήμα του φιδιού στο πρώτο της δάχτυλο.

Είχε ταξιδέψει στο ίδιο πλοίο με τους Νερούδα από τη Νάπολη, αλλά δεν είχαν συναντηθεί στο πλοίο. Την καλέσαμε για καφέ και την παρακάλεσα να μας μιλήσει για τα όνειρά της, μόνο και μόνο για να διασκεδάσει τον ποιητή. Αλλά ο ποιητής δεν τα έτρωγε αυτά, ανακοινώνοντας μονομιάς ότι δεν πίστευε στη μαντική ικανότητα των ονείρων.

«Μόνο η ποίηση είναι μάντις», είπε.

Μετά το γεύμα και την αναπόφευκτη βόλτα στη Ράμπλας, εσκεμμένα βρέθηκα με τη Φράου Φρίντα, έτσι για την ανανέωση της φιλίας μας, χωρίς να μας ακούνε οι άλλοι. Μου είπε ότι είχε πουλήσει την περιουσία της στην Αυστρία και, έχοντας αποσυρθεί στο Πόρτο, στην Πορτογαλία, τώρα έμενε σε μια απομίμηση κάστρου στην άκρη ενός γκρεμνού απ’ όπου μπορούσε κι έβλεπε ολό-κληρο τον Ατλαντικό έως την Αφρική. Ήταν ολοφάνερο, αν και δεν το είπε ξεκάθαρα, ότι από όνειρο σε όνειρο κατέληξε να κληρονομήσει ολόκληρη την περιουσία των κάποτε απίθανων Βιεννέζων εργοδοτών της. Ακόμα κι αυτό δε με εντυπωσίασε, μόνο και μόνο γιατί πάντα νόμιζα ότι τα όνειρά της δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα τέχνασμα γιανα τα βγάζει πέρα. Της το δήλωσα.

Γέλασε με το ψεύτικο γέλιο της. «Είσαι τόσο αναιδής όσο ήσουν πάντα», είπε. Οι υπόλοιποι της παρέας είχαν σταματήσει και περίμεναν τον Νερούδα που τώρα μιλούσε σαν παπαγάλος σε χιλιανική αργκό, στο παζάρι των πουλιών. Όταν ξανάπιασαν την κουβέντα η Φράου Φρίντα είχε αλλάξει θέμα: «Επί τη ευκαιρία», είπε, «μπορείς να επιστρέψεις στη Βιέννη αν θέλεις». Τότε κατάλαβα ότι είχαν περάσει δεκατρία χρόνια από την πρώτη μας συνάντηση.

«Ακόμα κι αν τα όνειρά σου δεν είναι αληθινά, ποτέ δε θα επιστρέψω», της είπα, «μήπως και…»

Στις τρεις χωρίσαμε για να συνοδέψω τον Νερούδα στην ιερή του σιέστα που την έκανε στο σπίτι μας, ακολουθώντας μερικές επίσημες προπαρασκευαστικές τελετουργίες που, για κάποιο λόγο, μου θύμισαν την ιαπωνική τελετή του τσαγιού. Μερικά παράθυρα έπρεπε να ανοίξουν, άλλα να κλείσουν -η ακριβής θερμοκρασία ήταν ουσιώδης- και μόνο κάποιο είδος φωτός από κάποια κατεύθυνση ήταν ανεκτό. Και τότε: απόλυτη σιωπή. Ο Νερούδα κοιμόταν αμέσως και ξυπνούσε δέκα λεπτά αργότερα, όπως κάνουν τα παιδιά. Εμφανίστηκε στο λίβινγκ ρουμ, φρέσκος φρέσκος, το μονόγραμμα απ’ τη μαξιλαροθήκη χαραγμένο στο μάγουλό του.

«Ονειρεύτηκα τη γυναίκα που ονειρεύεται», είπε.

Η Ματίλδη τού ζήτησε να μας πει το όνειρό του.

«Ονειρεύτηκα ότι με ονειρεύτηκε», είπε. «Ακούγεται σαν τον Μπόρχες», είπα. Με κοίταξε έκπληκτος. «Το ‘χει γράψει κιόλας;» «Αν δεν το ‘χει γράψει θα το γράψει κάποιαμέρα», είπα. «Θα είναι ένας από τους λαβυρίνθους του».

Με το που επιβιβαστήκαμε στις έξι εκείνου του απογεύματος, ο Νερούδα μας χαιρέτησε, πήγε να καθήσει σ’ ένα απόμακρο τραπέζι κι άρχισε να γράφει στίχους με την ίδια πένα πράσινου μελανιού που χρησιμοποιούσε για να σχεδιάζει λουλούδια, ψάρια και πουλιά στις αφιερώσεις που υπέγραφε στα βιβλία του. Με την πρώτη αναγγελία της αποβίβασης ψάξαμε για τη Φράου Φρίντα και τελικά, εκείπου νομίζαμε ότι δε θα τη βρίσκαμε, την είδαμε στο κατάστρωμα της τουριστικής θέσης. Κι εκείνη είχε μόλις σηκωθεί απ’ τη σιέστα της.

«Ονειρεύτηκα τον ποιητή σας», μας είπε.

Κατάπληκτος της ζήτησα να μου πει το όνειρο.

«Ονειρεύτηκα ότι με ονειρευόταν», είπε και το δύσπιστο βλέμμα μου τη σάστισε. «Τι περιμένεις; Καμιά φορά στα όνειρα πρέπει να υπάρχει και κάποιος που να μην έχει καμιά σχέση με την πραγματική ζωή».

Ποτέ δεν την ξαναείδα, δεν την έβαλα στο νου μου μέχρι που άκουσα για το δαχτυλίδι σε σχήμα φιδιούστο δάχτυλο της γυναίκας που πέθανε στη θαλάσσια συμφορά στο ξενοδοχείο Ριβιέρα.Δεν μπόρεσα ν’ αντισταθώ και σε μια διπλωματική δεξίωση μετά λίγους μήνες ρώτησα τον πρέσβη της Πορτογαλίας.

Ο πρέσβης μού μιλούσε γι’ αυτήν με ενθουσιασμό και τρομερό θαυμασμό. «Δεν μπορείς νο φανταστείς πόσο ασυνήθιστη ήταν», είπε. «Θα σου ήταν αδύνατο να αντισταθείς, θα έγραφες μια ιστορία γι’ αυτήν». Και συνέχισε στο ίδιο πνεύμα με μερικές τυχαίες, εκπληκτικές λεπτομέρειες, αλλά χωρίς να φαίνεται το τέλος πουθενά.

«Πες μου τότε», είπα τελικά, διακόπτοντάς τον, «τι ακριβώς έκανε;»

«Τίποτα», μου απάντησε, υψώνοντας τους ώμους ως ένδειξη παραίτησης, «Έβλεπε όνειρα».
μτφρ. Ντίνος Σιώτης

















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου