Σάββατο 16 Μαρτίου 2019

Θράσος Καστανάκης (23 Δεκεμβρίου 1901 − 17 Μαρτίου 1967)

Ο Θράσος Καστανάκης γεννήθηκε στα Ταταύλα της Κωνσταντινούπολης. Είχε δυο μεγαλύτερους αδερφούς και έχασε σε παιδική ηλικία τη μητέρα του. Στα Ταταύλα πέρασε τα  παιδικά και εφηβικά του χρόνια και συνδέθηκε φιλικά με τον Λύσανδρο Πράσινο, καθηγητή γαλλικών και συνεκδότη του πολιτικού περιοδικού Λόγος. Η φιλία αυτή γέννησε την αγάπη του Καστανάκη για τη γαλλική λογοτεχνία και τον ώθησε στην πρώτη του συγγραφική απόπειρα, το διήγημα Φοβισμένη ψυχή, γραμμένο κατά τα μαθητικά του ακόμη χρόνια (1918). Την ίδια περίοδο δημοσίευσε μια μελέτη για τον σχεδόν άγνωστο τότε στον ελλαδικό χώρο Αρθούρο Ρεμπώ και το 1919, λίγο μετά την αποφοίτησή του από το Lycee National Francohellenique, έφυγε για το Παρίσι μαζί με τους φίλους του Γιώργο Βακαλό και Αντώνη Γιαννίδη. Εκεί σπούδασε στη Σχολή Ανατολικών Γλωσσών του πανεπιστημίου της Σορβόννης. Αποφοίτησε με άριστα το 1921 και τον ίδιο χρόνο διορίστηκε επιμελητής του τμήματος Βυζαντινής και Νεοελληνικής Φιλολογίας στην ίδια σχολή με διευθυντή το Γιάννη Ψυχάρη. Το 1929 παντρεύτηκε τη φιλόλογο Αγγέλα Βαλιάδου. Ο γάμος τους κράτησε τρία χρόνια και αμέσως μετά το διαζύγιο ο Καστανάκης παντρεύτηκε τη μαθήτριά της Αγγέλας Ελπίδα Μαυροειδή, που καταγόταν από το Κάιρο. Η Μαυροειδή στάθηκε μακροχρόνια σύντροφός του ως το θάνατό της από καρκίνο το 1964. Στην Ελλάδα επέστρεψε λίγο πριν την 28η Οκτωβρίου του 1940 και έζησε στην Αθήνα καθόλη τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Μετά την απελευθέρωση γύρισε στο Παρίσι, όπου κατά τη διάρκεια του εμφυλίου ανέπτυξε πολιτική δράση υπέρ της Αριστεράς, συστήνοντας τη Δημοκρατική Ένωση Ελλήνων της Γαλλίας και καταγγέλλοντας τις διώξεις εναντίον των ομοϊδεατών του στην Ελλάδα, μέσω ομιλιών και δημοσιευμάτων σε αγγλικά και γαλλικά έντυπα. Στο Παρίσι πέρασε όλη την υπόλοιπη ζωή του, η οποία στάθηκε ιδιαίτερα μοναχική και επώδυνη μετά το θάνατο της δεύτερης γυναίκας του. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του υπέφερε από αλκοολισμό και προσβλήθηκε από κύρωση του ήπατος, αρρώστια που τον οδήγησε στο θάνατο. Τάφηκε στο Παρίσι. Την πρώτη του επίσημη εμφάνιση στη λογοτεχνία πραγματοποίησε το 1921 με την έκδοση της ποιητικής συλλογής του Οι ερημιές του Ηλιόχαρου στην Κωνσταντινούπολη, μέρη της οποίας είχε δημοσιεύσει νωρίτερα στο περιοδικό Λόγος. Δημοσιεύσεις λογοτεχνημάτων πραγματοποίησε και στο βραχύβιο περιοδικό Διόνυσος (Κωνσταντινούπολης), στο οποίο υπήρξε και συνεκδότης. Το 1924 βραβεύτηκε στο διαγωνισμό μυθιστορήματος του εκδοτικού οίκου του Μιχαήλ Ζηκάκη με το έργο του Οι πρίγκηπες. Από τότε και ως τα τελευταία χρόνια της ζωής του στράφηκε σχεδόν αποκλειστικά στην πεζογραφία, αφήνοντας μεγάλο σε όγκο έργο που αποτελείται συνολικά από δεκαπέντε μυθιστορήματα και ογδόντα έξι διηγήματα, μεγάλο μέρος του οποίου παραμένει ανέκδοτο. Παράλληλα έγραψε κριτικά δοκίμια, άρθρα και μελέτες για περιοδικά όπως ο Νουμάς, ο Κύκλος, τα Ελεύθερα Γράμματα, η Επιθεώρηση Τέχνης. Στενή σχέση διατηρούσε επίσης με το θέατρο. Η γραφή του επηρεάστηκε από τη θεατρική τεχνική και συνεργάστηκε ως θεατρικός ανταποκριτής με παρισινά και αθηναϊκά περιοδικά. Έργα του μεταφράστηκαν στα γαλλικά και ιταλικά. Το λογοτεχνικό έργο του Θράσου Καστανάκη τοποθετείται στην παράδοση της ελληνικής λογοτεχνίας της διασποράς. Στα πρώτα του βήματα δέχτηκε ισχυρή επίδραση από το δάσκαλό του Γιάννη Ψυχάρη, του οποίου το έργο και την προσωπικότητα εκτιμούσε βαθύτατα, παρά τη μεταξύ τους σύγκρουση. Από τον Ψυχάρη ο Καστανάκης κληρονόμησε κυρίως την ισόβια επιλογή μιας τεχνητής δημοτικιστικής γλώσσας στο έργο του, καθώς επίσης την αναγωγή της Ελλάδας σε υπέρτατη Ιδέα, στην οποία ήταν ταγμένος σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του. Το έργο του αποτελεί έκφραση της θεωρίας του για την ελληνικότητα και της ιδεολογικής μάλλον παρά βιωματικής νοσταλγίας του για τον ελληνικό χώρο. Φυσικοί δεσμοί τον συνέδεαν μόνο με τη γενέτειρά του, την οποία αναπολεί κυρίως στα έργα του της τελευταίας περιόδου. Παράλληλα διάχυτα είναι στο έργο του στοιχεία προερχόμενα από την ευρωπαϊκή παιδεία του, την χρόνια παραμονή του στη Γαλλία αλλά και την ιδεολογική του τοποθέτηση στο χώρο της Αριστεράς. Βασικός στόχος του είναι η μελέτη και κριτική των μηχανισμών της αστικής ζωής, με έμφαση στην αντίθεση ανάμεσα στην αστική και λαϊκή τάξη. Η πεζογραφία του ενσωματώνει πολλούς πειραματισμούς τεχνικής και ύφους, που κινούνται στα όρια της ρεαλιστικής ψυχογραφίας, με εμβόλιμα στοιχεία που παραπέμπουν στα λογοτεχνικά ρεύματα του αισθητισμού, του εξωτισμού και του μεσοπολεμικού μοντερνισμού. 

Εργογραφία

(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις)

Ι.Ποίηση
• Οι ερημιές του Ηλιόχαρου. Κωνσταντινούπολη,1921.
ΙΙ.Μυθιστορήματα
• Οι πρίγκηπες· Μυθιστόρημα. Αθήνα, Ζηκάκης, 1924.
• Στο χορό της Ευρώπης· Μυθιστόρημα. Αθήνα, Αγών, 1929.
• Η φυλή των ανθρώπων· Μυθιστόρημα της ελληνικής ζωής. Αθήνα, 1932 (και β΄αναθεωρημένη έκδοση, Αθήνα, Γαλαξίας, 1963).
• Ελληνικά χώματαΑ΄· Μυστήρια της Ρωμιοσύνης· Μυθιστ· Κι άλλα διηγήματα. Αθήνα, Κύκλος, 1933.
• Ελληνικά χώματαΒ’· Μεγάλοι αστοί· Μυθιστόρημα. Αθήνα, Πυρσός, 1935.
• Ελληνικά χώματα· Τον καιρό της ειρήνης·Μυθιστόρημα. Αθήνα, Αετός, 1942.
• Ο Χατζη Μανουήλ· Μυθιστόρημα. Αθήνα, 1956.
• Η παγίδα· Μυθιστόρημα. Αθήνα, 1962.
• Το κόκκινο άστρο. Αθήνα, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 1985.
ΙΙΙ.Διηγήματα
• Η χορεύτρια κοντεσίνα Φελιτσιτά. Παρίσι, Αγών και Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 1928.
• Το Παρίσι της νύχτας και του έρωτα. Παρίσι, 1929.
• Το μαστίγιο και οι πολυέλαιοι. Αθήνα, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 1930.
• Ο ομογενής Βλαδίμηρος. Αθήνα, Πυρσός, 1936.
• Ο Ρασκάγιας· κι άλλα διηγήματα. Αθήνα, Πυρσός, [1939].
• Επιλογή. Αθήνα, Άλφα, 1944.
• Η φάρσα της νιότης. Αθήνα, Ο Γλάρος, 1944.
• Εφτά ιστορίες. Αθήνα, Ο Γλάρος, 1944.
• Η προδομένη Γαλλία· Αληθινές ιστορίες από τη γαλλική καταστροφή του1940. Αθήνα, Οι Φίλοι του Βιβλίου, 1945.
IV. Συγκεντρωτικές εκδόσεις
• Επιλογή· Δέκα διηγήματα· Ξυλογραφίες Γραμματόπουλου. Αθήνα, Άλφα, 1944.




" Ο Καστανάκης, ο Καζαντζάκης και ο θάνατος του Σικελιανού "

Όταν τέλειωσε ο τελευταίος πόλεμος, με κάλεσαν να με φιλοξενήσουν στην ιδιόκτητη βίλα τους στην Αντίμπ. Εκεί για τελευταία φορά είδα και το Νίκο Καζαντζάκη. Κατοικούσε τότε με τη γυναίκα του στη βίλα Μανολίτα (ένα παλιό διώροφο σπίτι). Έκανε πολύ μεγάλη χαρά που με είδε. «Η Ελένη, μου λέει, έφυγε λίγο πριν με το ποδήλατο. Πάει στο βουνό να μαζέψει χόρτα. Μα δε θ’ αργήσει να ‘ρθει». Η Ελπίδα στο μεταξύ γυρίζει και μου λέει σιγαλόφωνα: «Αυτά τα χόρτα που μαζεύει η Ελένη είναι η βασική τροφή τους, και κανένα αυγό, τυρί ή ελιές που τους στέλνουν απ’ την Ελλάδα. Τα οικονομικά των Καζαντζάκηδων ήτανε τότε πολύ σφιγμένα. Ο Καζαντζάκης μου έδειξε μεγάλη λύπη γιατί το πρωί ήτανε υποχρεωμένος να αφήσει τη βίλα Μανολίτα και να τραβήξει με τη γυναίκα του για κάποιο μικρό ισπανικό χωριό που η ζωή εκεί ήτανε πολύ φτηνότερη. Το σπίτι τους στην Αντίμπ το είχανε νοικιάσει για τους καλοκαιρινούς μήνες στον καθηγητή Αγγελόπουλο, που την επόμενη μέρα θα ‘ρχονταν με την οικογένειά του να εγκατασταθεί.
Ο Καζαντζάκης άρχισε με πολύ ενδιαφέρον να με ρωτάει για πρόσωπα και για καταστάσεις του τόπου μας. Μα σαν έφτασε στο «θέμα» Σικελιανού, πήρε την καρέκλα του, κάθισε πολύ κοντά μου και, μέσα από τα δάκρυα που κυλούσαν στο πρόσωπό του, μου λέει:
-Μα πώς; Πες μου, σε παρακαλώ. Εσύ και ο Σκαζίκης ήσαστε σχεδόν κάθε μέρα κοντά του. Πώς βρέθηκε ένας Άγγελος Σικελιανός μόνος; Πώς μέσα σε μια ολόκληρη πρωτεύουσα πέθανε αβοήθητος; Πώς; Ποιοι βρέθηκαν πλάι του κείνη την καταραμένη ώρα που πήρε το δηλητήριο αντίς το φάρμακο; Ποιοι; Πες μου. Κανένας δεν τον βοήθησε; Θέλω να μου τα πεις όλα.
Ο Καστανάκης μου έκανε νόημα να σταματήσω. Ήρθε ο ίδιος κοντά μας και άλλαξε την κουβέντα γιατί ο Καζαντζάκης δεν είχε ακόμα καλοσυνέλθει από την πάρεση του προσώπου του και ήτανε φόβος με τη συγκίνηση την έντονη να είχαμε πάλι καμιά νέα ιστορία. Έτσι τα εναγώνια ερωτήματα του Καζαντζάκη για το θάνατο του μεγάλου ποιητή έμειναν αναπάντητα. 

ΛΙΛΗ ΙΑΚΩΒΙΔΗ απόσπασμα από το άρθρο της «ΘΡΑΣΟΣ ΚΑΣΤΑΝΑΚΗΣ – Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ» περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τ. 1.106, 1/8/1973


❀❀❀❀

Αποσπάσματα από έργα του 


Να τη μετράς σαν ασυχώρετη αμαρτία σου την ώρα όπου έτυχε και πίκρανες ένα σου φίλο. 
Δεν είμαι από κείνους που λένε “ξέρω”, αλλά από κείνους που λένε “μαθαίνω”. 
Κάποτε καλό να φοβάσαι τον ανόητο περισσότερο από τον ξυπνό. 
Έτσι είναι πάντα η νίκη ή ο χαμός σου, μισή πιθαμή απόσταση. 
Ο πιο ζημιωμένος είναι πάντα εκείνος που μιλάει πολύ. 
Η ΠΑΓΙΔΑ

Τον άνθρωπο που δεν αγαπά τίποτα της ζωής, να τον τρέμεις! 
– Αλήθεια, υπάρχει τίποτα πιο χυδαίο, πιο κατώτερο από τον άνθρωπο;
– Ναι, ο άνθρωπος! 
Τα τζάμπα εγκλήματα τα κάνουν οι άρρωστοι ή οι ηλίθιοι! 
Ό,τι κι αν συμβεί μέσα στη ζωή μας, θα έρθει μια καλή ώρα, μια περηφάνια, μια στοργή που θα σου τα ξεπληρώσει όλα. 
Την πείρα τη φτιάνουν μόνο τα παθήματα, ποτέ οι επιτυχίες. 
Η ΠΑΓΙΔΑ

❀❀❀❀

Καμιά πραγματική αγάπη δε μένει χωρίς ανταπόκριση. Και κανένα αληθινό μίσος. 
Άνθρωπος που κάνει κακό στον εχτρό του από συφέρο, το ίδιο εύκολα μπορεί να το κάμει κι ενάντια στο φίλο του. 
Έτσι μιλάω με το Θεό μου αυτήν την ώρα… Κι εκείνος, θα μου πεις, τι λέει; Εκείνος αποκρίνεται, με τα πάντα, με την καθεμιά ομορφάδα του κόσμου μ’ απαντάει, με το φεγγάρι, με τη θάλασσα, ακόμα και με τη μακρινή σιωπή… 
Δεν είναι τα γεγονότα που σε αλλάζουνε, μα οι λεπτομέρειες. 
Τον άνθρωπο που γονατίζει τον σκιάζομαι πιότερο κι από τον εχτρό. 
Ο ΧΑΤΖΗ ΜΑΝΟΥΗΛ 
Έτσι μιλάω με το Θεό μου αυτήν την ώρα… Κι εκείνος, θα μου πεις, τι λέει; Εκείνος αποκρίνεται, με τα πάντα, με την καθεμιά ομορφάδα του κόσμου μ’ απαντάει, με το φεγγάρι, με τη θάλασσα, ακόμα και με τη μακρινή σιωπή…
Ο ΧΑΤΖΗ ΜΑΝΟΥΗΛ

❀❀❀❀

Όλα τιμωρούνται σε τούτον εδώ τον κόσμο. Ακόμη κι αυτή η κακία τιμωρείται κάποτε τόσο αυστηρά όσο κι η αρετή. 
Πολιτισμένοι λαοί είναι εκείνοι που σκούριασαν τόσο, ώστε δε θυμίζουν πια τίποτε από τα πρώτα μέταλλα που τους έφτιασαν. 
Πρόοδος είναι η εξοικείωσή μας με το προπατορικό αμάρτημα. Και με τα τόσα άλλα που ακολούθησαν. Κι η συνεχής ανακάλυψη καινούριων. 
Μικροί άνθρωποι είναι εκείνοι που λένε βλακείες.
Μεγάλοι άνθρωποι είναι εκείνοι που κάνουν βλακείες. Και πάντα στα φανερά. 
Ξέρω πως τα γράμματα δε δίνουνε ψωμί. Για καλή μου τύχη ποτέ το ψωμί δε μου άρεζε. 
Κάθε φορά που θα πω κάποια ταπεινή ιδέα, που θα κάνω κάποια ταπεινή σκέψη κοινή, αμέσως το νιώθω πως είμαι λογοκλόπος. 

ΑΠΟ ΤΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΜΑΖΕΠΗ¹

¹Ο Μαζέπης είναι ήρωας του Καστανάκη που τον συναντούμε σε διηγήματα και μυθιστορήματά του.
Το ψέμα είναι η αλήθεια που μας επιτρέπεται να τη λέμε κι εμπρός στους άλλους. 
Η πείνα δεν είναι ποτέ στων πεινασμένων τα στόματα.
Του χορτάτου ανθρώπου το στόμα… Α! αυτό να το φοβάστε! Μπορεί να τη φάει και να τη χωνέψει ολόκληρη την ανθρωπότητα. 
Ο άνθρωπος είναι το ζώο εκείνο που κανένα πάθημά του, σε καμιά ηλικία, δεν του γίνεται μάθημα. 
Λίγο πολύ, οι καλλιτέχνες όλοι καταγίνονται με την τέχνη τους. Ελάχιστοι με την Τέχνη. 
ΘΡΑΣΟΣ ΚΑΣΤΑΝΑΚΗΣ «ΑΠΟ ΤΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΜΑΖΕΠΗ»


❀❀❀❀

ΔΙΗΓΗΜΑ - ΩΡΑ ΚΙΝΔΥΝΟΥ

Ο Μανωλάκης, χλωμός, με κάτι μάτια κατάμαυρα, με φρύδια κατάμαυρα, με την κεφαλή κουρεμένη, αλλά με κατάμαυρα τα μαλλάκια π’ αρχίζανε πάλι να φυτρώνουν, χλωμός έτσι και κατάμαυρος ο Μανωλάκης, κάπου δώδεκα, κάπου δεκατριώ χρονώ, έσερνε το καροτσάκι του κι ανέβαινε τη Λεωφόρο Βουλιαγμένης, εκείνο το κυριακάτικο πρωινό. Τριγύρω του ήτανε μεγάλη γαλήνη και ξεκούραση του κόσμου. Ως που πήγαινε το μάτι του, στην κορδέλα της λεωφόρου, δεν ξέκρινες τίποτα άλλο παρά τη μεγάλη κυριακάτικη ερημιά. Μόνο αργότερα, άμα σίμωσε πια στο αεροδρόμιο του Χασανιού και στο Ελληνικό, εκεί που σταυρώνουν οι δρόμοι και αρχίζει ο κατήφορος για τη θάλασσα, ο Μανωλάκης άρχισε να πηγαίνει άκρη-άκρη μην τον τσακίσει κανένα από τα θεόρατα εκείνα φορτηγά που κουβαλούσαν τους εργάτες πήχτρα κάθε πουρνό, καθημερινές και Κυριακή, για τα οχυρωματικά έργα της περιοχής. Περνούσαν σφυριχτά δίπλα του. Ο Μανωλάκης τώρα πια δεν αναταραζόταν. Τα ήξερε. Δεν τα φοβόταν καθόλου, μόνο με τη ματιά του κοίταζε τους βουβούς πατικωμένους εργάτες που τους κουβαλούσε ο εχτρός. Μέσα στο νου του γινόταν τότε κάτι περίεργα πράματα, κάτι συλλογές άνω ποταμών. Κατόπι χαμήλωνε τα μάτια στην πραμάτεια του, στις σταφίδες, στη μπομπότα και στα λούπινα, που τελευταία του τα ’χε ορμηνέψει ο θείος του ο Βασίλης και είχανε αληθινά μεγάλη πέραση. Τα μούσκευε αποβραδίς, όπως του τα ’χε ξηγήσει ο θείος. Άμα περνούσαν τα φορτηγά και χάνονταν προς την κατηφοριά της Γλυφάδας, ο κόσμος ήτανε πάλι μονομιάς, ο δρόμος, τα βουνά απέναντι και κάτω εκείνη η θάλασσα, κι οι ολόστεγνες πλαγιές, και τα γκρέμια σπίτια, ο κόσμος θαρρείς και ξανάρχιζε μονομιάς πάλι μια δική του υπομονή, μια σιωπή εγκάρδια και φιλικότατη. Ο Μανωλάκης τότε ησύχαζε και ξανάφερνε το καροτσάκι στη μέση του δρόμου. Άραζε στο σταυροδρόμι, εμπρός στο σπίτι του γιατρού, που το ’χανε πάρει από καιρό οι γερμανοί.

Ανάμεσά τους βρίσκονταν τρεις που ψώνιζαν κάπου-κάπου σταφίδες για να τις στείλουν, λέει, στις μανάδες τους. Ήτανε αρκετά ήμεροι για γερμανοί. Ο ένας τους λεγότανε Φραντς, εικοσιπέντε χρονώ, μελαχροινός, γελαζούμενος, κάπως ελληνόφερνε στην όψη και στ’ αστεία του. Οι δύο άλλοι, ο Καρλ κι ο Έμιλ, νεότεροι πολύ, σαν τώρα να βγαίναν από το Γυμνάσιο. Ο τελευταίος όλο στο κόρτε είχε το νου του, μα έκανε παρέα και με το Μανωλάκη, του πετούσε κανένα τραγούδι του Ρήνου, που ήταν η πατρίδα του.
Άμα τον βλέπαν, φωνάζανε κι οι τρεις τους από την ταράτσα: «Μανωλάκη κόμεν! Κόμεν!». Εκεί στην ταράτσα είχανε στήσει το αντιαεροπορικό τους, ένα όπλο περίφημο που, άμα έλειπε ο αξιωματικός τους, πιο νέος απ’ ολουνούς τους (ένα σκυλί με χοντρά γυαλιά, αιμοβόρο πράμα που λεγόταν Έρβινγκ) τον ανέβαζαν το Μανωλάκη, του το δείχνανε, του το ξηγούσανε, τον αφήνανε να το ψηλαφά.

― Εξήντα μπουμ-μπουμ μινούτεν! Του έλεγε ο Φράντς. Έξτρα πρίμα κανόνι!

Αλλ’ ο Μανωλάκης είχε ακουστά για τους τελευταίους βομβαρδισμούς, που κάνανε οι ρώσοι στο Βερολίνο, εκείνους τους Γης Μαδιάμ, και για τούτο, κουνούσε το κεφάλι του:

― Αεροπλάνα, έρθει, φιλ μπουμ-μπουμ, άλλες σπίτι καταστρόφεν! Τους έλεγε στραπατσάροντας τα ελληνικά του, βέβαιος πως εξαιτίας του στραπάτσου θα καταλαβαίναν οι λεγάμενοι. Κι αληθινά τον καταλαβαίναν.

― Νιξ! Νιξ! Αποκρίνονταν κ’ οι τρεις τους. Φούσκωναν τα στήθια τους, περήφανοι, σίγουροι. Μανωλάκη, αυτός αεροπλάνος, λούκι-λούκι κανόνι, ξέρει εξήντα μπουμ μινούτεν, φοβάται γκρήγκορα, φεύγει-φεύγει…Μπρ!

Και βάζαν μπρος κι οι τρεις τους κάτι μεγάλες τρεμούλες μ’ εκείνο το «Μπρ!» χτυπούσαν τις σαγόνες τους περιγελαστικά.

Αυτός ο διάλογος γινόταν κάθε μέρα ο ίδιος περίπου, κι άμα βασίλευε ο ήλιος πίσω από την απανεμιά του Σαρωνικού, οι γερμανοί, μ’ εκείνον το γυαλάτο αξιωματικό σκύλο τους, άρχιζαν τα βραδυνά τους αντιαεροπορικά γυμνάσια. Παρόμοια δουλειά σε κάθε ταράτσα από το Καβούρι και τη Γλυφάδα, ίσαμε το Καλαμάκι και τα Φάληρα. Βροντούσε ο κόσμος από τις κανονιές, οι διαταγές γκάριζαν, ο ουρανός γιόμιζε αστραψιές, φωτοβολίδες, πυροτεχνήματα, μια συνεχούμενη πυρκαγιά όπου πια δεν ξεχώριζες μηδέ αστέρια, μηδέ φεγγάρι.
Όπου οι καθημερινές κουβέντες, κι ετούτα εκεί, τα καθεβραδινά γυμνάσια και τα σκουξίματα των αξιωματικών από κάθε ταράτσα, κι οι κατάξανθοι παλικαράδες που τρέχαν δώθε-κείθε σιγά-σιγά φαρμακώνανε το νου του Μανωλάκη. Γυρνώντας σπίτι του, μέσα στη νύχτα, σπρώχνοντας το καροτσάκι του, συλλογιζόταν πιο πολύ το δρόμο πόπαιρνε τούτος ο πόλεμος, παρά την είσπραξη, την καθημερινή του δούλεψη και τους λογαριασμούς του. Τα ’λεγε στους γερομουγκούς που μαζεύονταν στο κατώφλι του σπιτιού του:

― Είναι γεροί οι αναθεματισμένοι. Έχουνε μάκενες!

― Με τις μάκενες, χαλνάει ο ντουνιάς… μουρμούριζε ο Βασίλης, που σαν πρόσφυγας από εικοσαετία είχε δει πολύν κόσμο, πείνες, θάλασσες και χώρες κi έσταζε από το χείλι του η πίκρα κ’ η γρουσουζιά.

― Δηλαδή πώς βλέπεις τη συνέχεια; Ρωτούσε ο Ντουμές, που σάλευε λίγο, μιλούσε λίγο, κι άνοιγε λίγο τα μάτια του, για να κάνει οικονομία και να βαστάξει το κορμί του ως το τέλος, που έπρεπε, λέει, να το δει.

― Το τέλος θα ’ναι για μας, έλεγε ο Βασίλης. Αυτοί έχουν τις μάκενες. Η μάκενα δένει και λύνει το σήμερον. Άμα πεις γερμανό, μάκενα λες... Μάκενα έχεις; Χρήμα έχεις. Χρήμα έχεις; Γυναίκα έχεις. Γυναίκα έχεις; Όλο τον κόσμο έχεις. Τον καβαλάς τον κόσμο και τον καρπαζώνεις. Εγώ που είδα και επί Τουρκίας, και επί άλλο πόλεμο, και σφαγές μάτσο, τέτοια θεριά δεν το ξανάδα, θα κερδίσουν οι κερατούκληδες!

Ο Μανωλάκης πήγαινε παραπέρα, πίσω από το πηγάδι όπου του έστρωνε η θεια του, πλάγιαζε να κοιμηθεί. Δεν τον έπαιρνε ο ύπνος. Κι ώρες-ώρες έσφιγγε έτσι η καρδιά του π’ ανατιναζόταν σα να τον πλάκωνε ο ουρανός ολόκληρος, με τις φωτοβολίδες, με τις αστραπές, μ’ εκείνη τη γερμανική πυρκαγιά που ξακολουθούσε, περασμένα μεσάνυχτα.

― Θεριά είναι!... έλεγε μέσα του. Ένιωθε έναν τρομερό πόνο πίσω στο κεφάλι του. Θεριά ανήμερα…

Αυτά πάλι συλλογιζόταν και σήμερα Κυριακή, πόφτασε με το καροτσάκι του εκεί στη διασταύρωση του δρόμου και πόδισε κάτω από το σπίτι του γιατρού. Κανόνι στη θέση του, φοβέριζε το σύμπαν. Ο Έμιλ τραγουδούσε. Ο Φραντς είχε σκύψει από την ταράτσα: «Μανωλάκη κόμεν! Κόμεν!».

Ήταν αλήθεια μια από τις περίφημες εκείνες Κυριακάδες της Αττικής όπου αγαλινά το Καλοκαίρι στρέφει να ζευγαρωθεί με το Φθινόπωρο. Κάτι περαστικοί διαβάτες, κάτι μικρούληδες από τ’ αεροδρόμιο αγοράσανε πεντέξι χούφτες σταφίδα. Ένας γέρος, που πήγαινε σαν τυφλός, του πήρε εκατό δράμια λούπινα και πλέρωσε εντάξει. Πάλι ο Έμιλ τραγουδούσε τον ίδιο του σκοπό. «Μανωλάκη, κόμεν κόμεν!» φώναζε κι ο Φραντς. Όπου ξαφνικά οι γερμανοί σωπάσανε. Κρεμαστήκανε στο τηλέφωνό τους. Ακούανε βουβοί και παγωμένοι.

«Επιδρομή έχουμε!» είπε μέσα του ο Μανωλάκης και περίμενε να ακούσει τις σειρήνες. Τίποτε οι σειρήνες. Πάντα βουβαμάρα οι γερμανοί και κρεμασμένοι στο τηλέφωνο. Τότε ακούστηκε σαν από την πιο κρυμμένη όψη του ουρανού ένα ακαταλόγιστο μουγκανητό που τώρα το πρωτάκουες και σβούριζε και σίμωνε, και ώσπου να καταλάβεις τι τρέχει αρχίσανε να πέφτουνε οι μπόμπες και να καίεται ο δρόμος φωτιά και καπνός κάθε πέντε, κάθε τέσσερα μέτρα, κάθε τρία μέτρα.

Ο Μανωλάκης τα ‘χασε, κάπου ήταν λογικό να κρυφτεί μα δεν είχε τίποτε, τριγύρω του, κι έπρεπε να πάρει γρήγορα την απόφαση. Τότε είδε τα εμπόριά του, το καροτσάκι του, τις σταφίδες, τα λούπινα, που ’ταν όλο του το βιος και που απ’ αυτό θα ζούσαν οι δικοί του, εκεί πέρα στο Κατσιπόδι. Όπου χωρίς άλλη συλλογή, ανέβηκε πάνω από τα εμπόρια, ξάπλωσε μπρούμυτα, να τα προστατέψει. Έκλεισε και τα μάτια του, να μη βλέπει. Ωστόσο άκουγε το χαλασμό που γινόταν, τη συντέλεια του κόσμου, άπλωνε τα χέρια του, άνοιγε τα σκέλια να προστατέψει όσο γίνεται περισσότερο. Ένα μεγάλο κρύο άρχιζε από το μέτωπο, τα μηλίγγια του και περνούσε πίσω στη ράχη, και στην καρδιά του γινότανε μια άδεια θέση και μια λιγούρικη όρεξη εμετού. Τότε σκέφτηκε πως η θέση του εδώ που βρισκόταν ήταν η χειρότερη ένεκα του αντιαεροπορικού του Φραντς, που θα ’ριχνε τις τρομερές γρήγορες βολές του, θα κατέβαζε τ’ αεροπλάνα, καταποδιαστά κιβούρια, να εδώ στην ανοιχτοσύνη, όπου καταλαβαίνεις δε θα ’μενε ούτε μερμήγκι για μερμήγκι. Από τον πολύ τον κίνδυνο πήρε θάρρος πάντα ξαπλωμένος τα μπρούμυτα, έστρεψε το κεφαλάκι του προς την ταράτσα, άνοιξε το ένα, άνοιξε το δεύτερο κατάμαυρο μάτι του να δει τους κεραυνούς του αντιαεροπορικού. Όπου το αντιαεροπορικό ήταν εγκαταλειμμένο! Αμίλητο, με τη μπούκα του ψηλά, κωμική, σαν ανώφελο σκιάχτρο ξεχασμένο από καιρό στην ερημιά.

Ο Μανωλάκης ανασηκώθηκε, δεν πίστευε τα μάτια του. Πού είχανε πάει οι πυροβολητές, οι τρομεροί στρατιώτες, τι είχανε γίνει; Εκείνην ίσα-ίσα την ώρα, ο θόρυβος, τα μουγκανητά τ’ ουρανού είχανε σταματήσει, τίποτε πια δεν ακουόταν, μόνο ο καπνός κ’ οι φλόγες περισσεύαν σ’ όλη τη μάκρητα.

Πού είχανε πάει οι λαμπροί στρατιώτες;

Ο βομβαρδισμός είχε τελειώσει, όπου το παιδί πήδηξε ήσυχο από το καροτσάκι του και τράβηξε να δει τι γίνεται στο σπίτι του γιατρού. Δρασκέλισε την πόρτα, μα γερμανός ούτε για μυρωδιά. Κοίταξε από κει πάνω στη θάλασσα του Σαρωνικού την Αίγινα μέσα στην πάχνα της μεσημεριάτικης φλογοβολής, την κεντητή Καστέλλα, τα βουνά πίσω τα είδε όπως ποτέ του, με μια χαρά, με μιαν ανακούφιση σαν όλος αυτός ο κόσμος να γεννιότανε σήμερα, τούτην εδώ την εξαιρετική στιγμή όπου θαρρείς και τα ’χε καταπιεί η Γης μας μονορούφι τα λουφούσια της Χιτλερίας.

Καθώς πήγαινε να φύγει, ανταμώθηκε με τους πολυβολητές. Τους γνώρισε από τα ρούχα τους, γιατί τα μούτρα τους από το φόβο, άσπρα, ήτανε σαν της γυναίκας που σηκώνεται από λιποθυμία. Το παιδί πέρασε απ’ εμπρός τους αμίλητο. Κάτι μουρμουρίσανε. Τελευταίος ο Φραντς «Μάιν χερτς μάιν χερτς», του είπε κι αντί να του δείχνει την καρδιά, έδειχνε τον αφαλό του π’ ανεβοκατέβαινε σπασμωδικά.

Ο Μανωλάκης τράβηξε στο καροτσάκι του. Γύρισε πάλι και κοίταξε τριγύρα, ύστερα έκανε δυο βήματα παραπέρα κι έφτυσε. Ξανάφτυσε.

Ξεκίνησε για το Κατσιπόδι, κι ας μην ήταν ακόμη η ώρα για να σκολάσει. Το πλημμυρούσε έτσι η χαρά, που πρόσταζε αργία σήμερα στο εμπορικό του. Ξανάφτυσε, τον πήραν τα γέλια κ’ έτσι γελώντας έστρεψε μια στιγμή να καμαρώσει την ταράτσα με το αντιαεροπορικό της.

― Ούτε στρατιώτες. Μόνο θηρία… εγώ φύλαξα την πραμάτεια μου, αυτοί παράτησαν το κανόνι τους. Μόνο θηρία!

Το ελληνικό του κορμί ξακολουθούσε να γελάει, να γίνεται ένα με τον πανέρημο δρόμο, με τη σιωπή του ιερού τοπίου, με τη στέγνια, με την ελαφράδα και τη σιγουριά της φύσης.

Σήκωσε το ’να του χέρι από το καροτσάκι, φασκέλωσε πίσω του χωρίς να στρέψει το κεφάλι και παίρνοντας τον ανήφορο για το Μπραχάμι, άρχισε λαχανιασμένος να ψιλοτραγουδά ο Μανωλάκης «Μάιν χερτς! μάιν χερτς!» κοροϊδευτικά.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου