Romeo and Juliet - Ford Madox Brown |
Οι μέρες που περνούσαν, μ΄έκαναν να συνηθίζω όλο και πιο πολύ τις μισητές στερήσεις του έρωτα που θαρρείς με εξιλέωναν στα αμείλικτα μάτια της τιμωρίας, που απειλητικά με κυνηγούσαν.
Δεν μπορεί! Έλεγα και ξανάλεγα στον εαυτό μου. Και η πιο πανούργα τιμωρία δεν μπορεί να μην συγκινηθεί με τα βασανιστήριά μου! Όχι, δεν μπορεί!
Ποιος τιμωρός θα έμεινε ασυγκίνητος κάθε φορά που την έβαζα να μου ορκιστεί, ότι δεν έχει ερωτικές σχέσεις με τον άντρα της κι ύστερα σαν τρελός να ψάχνω την τιμιότητα της αλήθειας μες στα μάτια της!
Όχι, υπερθεμάτιζε την άλλη μέρα εκείνη κι εγώ να σκέπτομαι,
" ότι κανείς δεν μπορεί να σε εξαπατήσει ευκολότερα, εκτός από κείνον που αγαπάς ".
Έτσι, γινόμουν ευκολόπιστος και ήσυχος έπεφτα να κοιμηθώ, σε έναν ύπνο σαρκοβόρο , πιο εφιαλτικό κι απ΄αυτήν την αϋπνία!
Kαι ύστερα…
Ποια θεία δίκη δε θα έδειχνε επιείκεια στο έγκλημά μου, όλα εκείνα τα ατέρμονα Σαββατοκύριακα, τις γιορτές, τις επετείους, που εγώ, εγκλωβισμένος πίσω απ΄την ταπείνωση της αναγκαστικής μου απραξίας, να κάνω δεήσεις πάνω σε ένα βουβό ακουστικό! Να το σταυρώνω κι αυτό να μη χτυπάει.
Καμιά φορά χτυπούσε. Βουτιά εγώ να το συλλάβω, μήπως και μου φύγει.
-Άχ θεούλη μου , ας είναι εκείνη! Μια φορά θυμάμαι, με είχε πάρει η μισή Κύπρος κι ολόκληρη η Ελλάδα και μόνο εκείνη δεν είχε πάρει.
Πήρα όμως εγώ. Αγκάλιασα την κιθάρα μου κι έκανα στον εαυτό μου μια παρηγορητική καντάδα. Έπαιξα πάνω στις χορδές της τον ήχο του τηλεφώνου, ντριν, ντριν, ντριν, ίσαμε εκατό φορές και τραγούδησα περιχαρής, βγάζοντας το άχτι μου.
Χτύπα όσο θες, εγώ δε θα το σηκώσω.
Γύρισα και κοίταξα τη συσκευή. Της είχαν σηκωθεί όλα τα καλώδια, μαζί κι οι αριθμοί, να περιγελούν τη λωλαμάρα μου, να είμαι εγώ ελεύθερος και κείνη παντρεμένη!
Κι εγώ ο ανυπόμονος, που και το σημειωτόν ακόμα το έκανα τροχάδην, να καρτεράω την επιείκεια της αντοχής μου για τούτο το ειδύλλιο, που όσο με δυσκόλευε, με τράβαγε με πάθος!
Αυτό το ίδιο ανεξέλεγκτο πάθος, που οδηγούσε εμένα, που θρησκεία είχα την υψηλή αισθητική, να τρέχω στο ακαλαίσθητο γκαράζ της, για μια μπουκιά χαρά, να σκαρφαλώνω σαν κλέφτης απ΄το φράχτη και να χάνω τη μισή ζωή!
Το πώς γλύτωσα εκείνη τη βραδιά, μήτε και ο Θεός δε θα το ξέρει, γιατί κι Εκείνος, τι να πρωτοδεί! Μας σιχάθηκε, ο " Χριστιανός "και μας άφησε έρμαιους, να βολοδέρνουμε μέσα στην ασυδοσία.
Θα μου πεις και " ο Άγιος φοβέρα θέλει ", αλλά εκεί που βρίσκονται οι Άγιοι, τι να την κάνουν τη φοβέρα! Αλί από μένα που ήθελα να αγιάσω και δεν μ΄αφήναν οι διαβόλοι.
Θα ήταν περασμένη η ώρα, όταν αποφάσισα να τη γυρέψω!
Συναίσθημα και λογική, αυτήν τη νύχτα με μαχαίρωναν. Τύψεις, αξιοπρέπεια, μετάνοιες κι αναστολές, πάθη και λαχτάρες, σε ένα άγριο μακελειό, για το ποιος θα είναι ο μεγάλος νικητής!
Το κρεββάτι της εξιλέωσης, με καθήλωνε στα άψυχα σεντόνια. Το στρωσίδι της αγάπης, μου άναβε φωτιά το βλέμμα της να ζητιανέψω!
Χωρίς σινιάλο, έτρεξα να τη γυρέψω!
Υπάρχουν κάτι μαγνητικά σινιάλα φίλε μου, που δεν ζωγραφίζονται με ήχους. Αιωρούνται μόνο στου έρωτα την αύρα και κάνουν το σκοτάδι, να λάμπει από φρεσκάδα!!!
ΑΠΟ ΤΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΣΑΛΟΝΙ ΤΗΣ ΜΑΡΙΟΝ ΜΙΝΤΣΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου