Παρασκευή 27 Οκτωβρίου 2017

ΗΛΙΑΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ " ΘΥΜΑΜΑΙ ΒΛΕΠΩ ΖΩ "

Ουμβέρτος Αργυρός, το καταφύγιο




Πώς να θυμηθώ τον πόλεμο; Πώς; 
 Λευκά σεντόνια στα μάτια μου, 
 χωμένα στο χιόνι κλαριά
 και ακουμπούσα το θάρρος, 
 την κούραση, την τόλμη.

Πώς να θυμηθώ τα ξύλινα πόδια του πάγου, 
 τα σκουριασμένα αγγεία, 
 τα λαδωμένα σκουτιά της νίκης, της ψυχής, 
 της μεγάλης φωνής που έβγαινε κυριολεκτικά 
 από τα έγκατα του σκισμένου στήθους; Πως;

Τι να θυμηθώ από τα όπλα μας, 
 φιλότιμες οι προσπάθειες που κάνανε στη μέση της γης, 
 βήχοντας και κλείνοντάς μας το μάτι, 
 σφύριζαν νεανικά τραγούδια αν και γέρικα σκαριά.

Θυμάμαι όμως το βλέμμα των αλόγων, 
 καθαρό, φωτεινό, σπινθηροβόλο 
 και τις φωνές σαν σε γλέντι, άγνωστα λέξη ο φόβος. 
 Θυμάμαι τα τραχιά πρόσωπα 
 που με την ανάσα τους λιώναν το χιόνι όπου τα σκέπαζε.

Ο χρόνος θυμάμαι ταχύτατο ρολόι 
 γλιστρούσε και έκρυβε πίσω του φωτιές, 
 μυρωδιές, ξύλινους ήχους και καμένο σίδερο.

Θυμάμαι τις μουσικές ανάσες στη σιωπή 
 και όταν λείπαν τα όργανα αυτοσχέδια θαύματα 
 κελαηδούσαν και σκάγαν τα χείλη, 
 οι στεναγμοί ελευθερώνονταν 
 και φεύγαν αγγελιοφόροι επιθυμιών  
και άλλοτε ευχών στα άστρα, 
 που ήταν φίλοι, στενοί συγγενείς, ήμασταν ένα. 
 Τα φιλούσαμε κάθε βράδυ θυμάμαι, 
 και εκείνα μας χάιδευαν τα μαλλιά.

Θυμάμαι πόσο συγκλόνιζε η μυρωδιά 
 και η θέα ενός κομμένου ποδιού, 
 η συμπαράσταση δεν υπήρχε σαν λέξη 
 στο στόμα, στη σκέψη αλλά ήταν ένα, 
 ένα με όλους, ένα κομμάτι από τη σκληρή σάρκα μας 
 και απλώνονταν πάνω σε κάθε πληγή.

Θυμάμαι η μητέρα σκέψη γεννούσε κάθε δευτερόλεπτο 
 και σ' έπαιρνε απ' το χέρι 
 όπως η τοιχογραφία του Μιχαήλ 'Αγγελου στην Καπέλα Σιξτίνα 
 και ας ήταν όλα ενάντια.

Θυμάμαι ακόμα εκείνους, εκείνους τους ήχους... 
 είχαν κολλήσει πάνω μας 
 όμως δεν τους ακούγαμε πια, δε μας φόβιζαν, 
 η φωνή μας ήταν πιο δυνατή, πιο σκληρή, 
 πιο θαρραλέα από τον τεχνητό ήχο, από το τεχνητό τίποτα 
 που σκότωνε την τύχη μας πολλές φορές.

Θυμάμαι πόσα χρώματα τρύπωναν στις σκέψεις μας 
 και πατούσαμε σταθερά στον πάγο 
 και τα κορμιά μας κλαδιά ευκαλύπτου, λύγιζαν ως το χώμα 
 αλλά, δεν έσπαγαν, δεν έσπαγαν.

Βλέπω ακόμα τις εναλλαγές του μαύρου και του άσπρου 
 σαν παλιός κινηματογράφος, θολώνει, κεντρίζει, 
 ιδρώνει το νου και κείνες οι ακτινωτές ρόδες απ' τα κάρα 
 είχαν αντικαταστήσει τον ήλιο στο μουντό τοπίο.

Βλέπω μπροστά μου τα υγρά μάτια της προέλασης 
 φτάνοντας στο αδύνατο να ατενίζουν 
 απ' τα αλλόκοτα βουνά τον βοριά της Αδριατικής

Βλέπω τη βαθιά ανάσα που έπαιρναν τα σώματα 
 και έφευγε ο κόπος, 
 καθάριζαν τα σκούρα πρόσωπα μονομιάς, 
 κοιταζόντουσαν, ήθελαν περισσότερη δόξα 
 γιατί τους βάραινε η αντρεία!!!

Βλέπω την ευγένεια να εκπλήσσει τον αιχμάλωτο της 
 πέρα από τη θάλασσα γης, να σκύβει, 
 να απορεί και να φιλοξενείται σαν καλεσμένος σε τραπέζι.

Βλέπω ακόμα εκείνα τα σκληρά δάκτυλα των ποδιών, 
 μηχανές να οργώνουν την γη, τους δρόμους, τα βουνά, 
 στα μετέωρα βήματα τους… και στον γυρισμό του ήλιου 
 και της πνοής, οι φλέβες πάντα στυλωμένες στα αμέτρητα βήματα, 
ώρες, μέρες, βδομάδες, ζωές!

Βλέπω τα σημάδια απ' τα λουριά στο δέρμα, 
 στολίδια να στέκονται,
 αυτό ήταν το χρυσάφι μας!!!

Βλέπω αναλλοίωτα τα κορμιά των θεριών μετά την Οδύσσεια. 
 Βλέπω ακόμα τις πηγές που πλάγιαζαν στους χωματόδρομους 
 να μας καλούν να πιούμε απ' το νερό τους, 
 να έχουν κάτι από εμάς το ακριβό άγγιγμα των χειλιών μας, 
 ιδιαίτερη τιμή λένε!!

Βλέπω το ζεστό κουρνιαχτό από τα πόδια των παιδιών και τις "άλλες" 
φωνές των κατοίκων στα χωριά, 
 στους τόπους που βαδίζαμε ασταμάτητα 
 με το μυαλό στην εστία μας.

Βλέπω ακόμα τις βελανιδιές, τις οξιές 
 και κάθε λογής δέντρα να ρίχνουν τα φύλλα τους 
 καθώς διαβαίνουμε τραγουδώντας για να σκεπάσουν 
 τα γυμνά μέρη μας απ' τα σκισμένα ρούχα... 
 Κλαδιά μας πετούσαν τα πιο γερά, τα πιο ίσια, 
 κι ακουμπούσαμε την κούραση.

Βλέπω την πάλη του ψύχους μαζί μας, 
 θέλει να αρπάξει ότι απόμεινε, ότι προλάβαινε 
 αλλά ποιος το λογάριαζε, στον κάμπο ήμασταν πια, 
 το περιπαίζαμε με ζεστά αστεία.

Βλέπω χέρια στον κατήφορο της νίκης 
 να προσφέρουν, να ευγνωμονούν,
 ψυχή και χαρά πιο ψηλά απ' τις στέγες,
 πιο ψηλά απ' τα κυπαρίσσια.

Ζω, ζω εκείνη τη γλύκα του σταρένιου ψωμιού 
που μας κράταγε. Οι μύτες μας από πολύ μακριά οσφρίζονταν 
 την μυρωδιά που μας έζησε στο ταξίδι του γυρισμού.

Ζω τα μονοπάτια, τα περάσματα, τους ήχους, τα πουλιά, 
 τα ερπετά, τις ανάσες, τα χνώτα, το κοίταγμα στον ουρανό, 
 το ξαπόσταγμα στους λίθους, τα ρυάκια που μας ακολούθησαν, 
 τον αγέρα που μας ισορροπούσε και μας έσπρωχνε τον νου.

Ζω τα παράθυρα που δεν σφάλιζαν πια από μέσα, 
 περνάγαμε κι αφήναμε τον ήλιο στους οίκους, 
 λαδώναμε τη σκέψη μας, στυλώναμε τα κορμιά μας.

Ζω τη χούφτα μας την αδειανή 
 που κρατούσε ένα ολάκερο κόσμο 
 και τον έπαιζε επιδέξια χωρίς να λογαριάζει τον κίνδυνο.

Ζω τις καυτές φωνές της έκρηξης, 
 τα σοβαρά και αμίλητα αγρίμια, 
 το βογγητό του επερχόμενου θανάτου, 
 την οσμή του αίματος, τη γεύση της κονσέρβας, 
 την βρισιά στην ψείρα που μας έτρωγε, 
 το δέρμα που μάτωνε από το ξύσιμο, 
 την σκληρή σιωπή του χαμού.

Ζω το σώμα που σφίγγονταν στο καπνισμένο βουητό, 
 το κενό στο μυαλό που ταξίδευε 
στιγμές σε αγαπημένες φωνές και μάτια.

Ζω σε κείνη την πίστη, στο αιχμηρό ύφος, 
 στα αθάνατα γένια της γενιάς της άρνησης.

Ζω στο κουράγιο που βυθίζαμε την απουσία
 και την ρίχναμε πίσω απ' την πλάτη μας, 
 ζω στην απλότητα που ζηλεύαμε και ήταν χώματα μακριά.

Ζω σε κείνη τη φύση που δεν είχε υπομονή, 
 ζω στο ρίσκο του χρόνου και του κομμένου σπαθιού, 
 ζω στο φως και στο σκοτάδι της ελπίδας 
 και της φαεινής ιδέας που αγκίστρωνε η σκέψη.

Ζω στο κόκκινο στόμα που δάκρυζε. 
 Ζω στο ποδοβολητό αλόγων και ανθρώπων.

Ζω στην ευγενική εγκατάλειψη των ευγενών.

Ζω, ζω ακόμα σε κείνα τα μάτια των βουνών, 
των κρότων, των ιαχών, τα μάτια που θάμπωναν, 
μεγάλωναν, μίκραιναν, κοκκίνιζαν, 
μούγκριζαν, λύγισαν για λίγο και πάλι υψώνονταν.

Ζω στις κόρες τους που φτιάχναν τα θαύματα και πράτταν!

Λέγονται άνθρωποι!

Λέγονται άνθρωποι!

Λέγονται άνθρωποι!

Πώς να διαβάσω, που να διαβάσω τώρα τέτοια μάτια.

ΗΛΙΑΣ Δ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
(Από την ποιητική συλλογή, "  Από πέτρα και σάρκα " )







1 σχόλιο:

  1. Αυτη η γραφη πρεπει να διδασκεται στους επιδοξους ποιητες !!!!Συγχαρητηρια για την επιλογή,ενα μεγαλο ευγε στον Ηλία Παπακωνσταντινου !!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή