Το ακάλεστον στρουθίν
Μες στου σπιθκιού μου την αυλήν, ’βλάστησεν έναν κλήμαν
πλατύφυλλον τζι ολόδροσον καλλύττερόν ’εν είδα,
στα τόσα χρόνια που την γην δουλεύκω τζι έν’ αλήθκεια
τζιαι η καρκιά εφάτσιησεν για λλόου του στα στήθκια.
Ετσάππισα γυρόν - γυρόν τζι έκαμά του λακάνην
έβκαλα χόρτα τζιαι μαζιά λλίον ν ’ ανασάνει.
Έφερα μπόλικον νερόν τζιαι γλυκοπότισά το
τζι έναν διχάλιν έμπηξα στην γην τζι εστύλλωσά το.
‘ Εσυρα του τζιαι λίπασμαν για να καλοριζώσει
να κάμει κκέφιν τζιαι καρπόν γλήορα να μου δώσει.
Έγλεπα το ’πού τες βροσιές τζιαι ’πού τ’ αγιάζιν ’κόμα
τζιαι πότιζά το της ψυσιής τζιαι της καρκιάς το δρώμαν.
Τζι άθθισεν τζιαι ’πορούβησεν στους κλώνους του σταφύλια
τζιαι η καρκιά ’πού την χαράν άννοιεν φύλλα - φύλλα.
Tζι εσιαίρουμουν να το θωρώ σγιαν άλλασσεν την όψην
μα της χαράς μου τα φτερά όμως θα μου τα κόψει,
ένα στρουθίν, π’ ακάλεστον ήρτεν, κρυφά ‘ναν δείλι
τζι ’εν άφηκεν το άτιμον πάνω του ’ναν σταφύλι.
πλατύφυλλον τζι ολόδροσον καλλύττερόν ’εν είδα,
στα τόσα χρόνια που την γην δουλεύκω τζι έν’ αλήθκεια
τζιαι η καρκιά εφάτσιησεν για λλόου του στα στήθκια.
Ετσάππισα γυρόν - γυρόν τζι έκαμά του λακάνην
έβκαλα χόρτα τζιαι μαζιά λλίον ν ’ ανασάνει.
Έφερα μπόλικον νερόν τζιαι γλυκοπότισά το
τζι έναν διχάλιν έμπηξα στην γην τζι εστύλλωσά το.
‘ Εσυρα του τζιαι λίπασμαν για να καλοριζώσει
να κάμει κκέφιν τζιαι καρπόν γλήορα να μου δώσει.
Έγλεπα το ’πού τες βροσιές τζιαι ’πού τ’ αγιάζιν ’κόμα
τζιαι πότιζά το της ψυσιής τζιαι της καρκιάς το δρώμαν.
Τζι άθθισεν τζιαι ’πορούβησεν στους κλώνους του σταφύλια
τζιαι η καρκιά ’πού την χαράν άννοιεν φύλλα - φύλλα.
Tζι εσιαίρουμουν να το θωρώ σγιαν άλλασσεν την όψην
μα της χαράς μου τα φτερά όμως θα μου τα κόψει,
ένα στρουθίν, π’ ακάλεστον ήρτεν, κρυφά ‘ναν δείλι
τζι ’εν άφηκεν το άτιμον πάνω του ’ναν σταφύλι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου