Μακριά απ' τους ρήτορες
Ακούτε καλύτερα
των ρυακιών τους ψιθύρους
Ο Κρίτων Αθανασούλης ( 1916 - 24 Οκτωβρίου 1979 ) ήταν Έλληνας ποιητής και δοκιμιογράφος.
Γεννήθηκε στην Τρίπολη. Παρακολούθησε μαθήματα στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου στην Αθήνα (διέκοψε τις σπουδές του στο τρίτο έτος), και εργάστηκε αρχικά κοντά στον Ρήγα Γκόλφη και στη συνέχεια στο Συμβολαιογραφικό Σύλλογο Αθηνών, όπου είχε τη θέση του διευθυντή. Η πρώτη του ποιητική συλλογή εκδόθηκε το 1940 και είχε τίτλο Κάιν και Άβελ. Συνεργάστηκε με το περιοδικό Η Εφημερίδα των Ποιητών, όπου ήταν και μέλος της εκδοτικής ομάδας. Τιμήθηκε με το Βραβείο της Ομάδας των Δώδεκα (1963 για τη συλλογή Αγριόχοιρος), το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1969 για τη συλλογή Το μικρό μου σύμπαν) και το βραβείο ποίησης του ιταλικού περιοδικού Bataglia Letteraria (1956 για τη συλλογή Ξενοδοχείον ο κόσμος). Η ποιητική πορεία του Αθανασούλη ξεκίνησε από το χώρο του λυρικού και κοινωνικού λόγου και οδηγήθηκε σταδιακά στην υπαρξιακή αγωνία και τον εσωτερικό λόγο. Ασχολήθηκε επίσης με το κριτικό δοκίμιο και το θέατρο. Έργα του μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες. Πέθανε από καρδιακή ανακοπή. 1. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Κρίτωνα Αθανασούλη βλ. Αργυρίου Αλεξ., «Κρίτων Αθανασούλης», Η ελληνική ποίηση· Η πρώτη μεταπολεμική γενιά, σ.350-352. Αθήνα, Σοκόλης, 1982, Σταμέλος Δημήτρης, «Αθανασούλης Κρίτων», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας1. Αθήνα, Χάρη Πάτση, 1968 και χ.σ., «Αθανασούλης Κρίτων», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό1. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1983.
Εργογραφία
(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις)
Ι.Ποίηση
• Κάιν και Άβελ. Αθήνα, 1940.
• Η πολιτεία της νύχτας. Αθήνα, 1943.
• Ω γλυκύ μου έαρ. Αθήνα, 1944.
• Το τραγούδι των πέντε ανέμων· Ηρωική ραψωδία. Αθήνα, 1947.
• Ιχώρ ή Ο πίνακας μιας αγωνίας. Αθήνα, 1948.
• Λεπτομέρειες από τη λυπημένη ιστορία του ανθρώπου. Αθήνα, 1950.
• Αγωνία (και οι Ασκήσεις Ευαισθησίας). Αθήνα, 1952.
• Εσωτερική περιπέτεια. Αθήνα, 1953.
• Με τους ανθρώπους και με κανέναν. Αθήνα, 1954.
• Ξενοδοχείον Ο ΚΟΣΜΟΣ. Αθήνα, 1956.
• Δύο άνθρωποι μέσα μου. Αθήνα, Δαίδαλος, 1957.
• Περιπτώσεις καθημερινότητας. Αθήνα, 1959.
• Η επίσκεψις του Άγγέλου. Αθήνα, Νέστωρ, 1961.
• Ο αγριόχειρος. Αθήνα, Δίφρος, 1963.
• Ποιήματα (1940-1966). Αθήνα, Δίφρος, 1966.
• Το μικρό μου σύμπαν. Αθήνα, Δίφρος, 1969.
• Ο Αγαθάγγελος. 1974.
• Ένας ποιητής στο δρόμο και οι σάτιρές μου για τη Λεωνόρα. Αθήνα, 1974.
• Ο Εφιάλτης και τα συμβάντα. Αθήνα, 1974.
• Το ανθρώπινο ζήτημα. Αθήνα, 1976.
ΙΙ.Θέατρο
• Ο άλλος της ωραίας μοναξιάς. Αθήνα, 1969.
ΙΙΙ.Δοκίμιο
• Ο ποιητής Ρήγας Γκόλφης· (Ένας πρόδορομος του καθαρού λόγου στην Ελλάδα). Αθήνα, [1957].
• Σελίδες από το προσωπικό μου ημερολόγιο. Αθήνα, 1958.
• Σήμερα η ποίηση... (σελίδες από το προσωπικό μου ημερολόγιο 1957-1967)Α΄· Θεωρία. Αθήνα, Οικονόμου, 1972.
ΙV. Συγκεντρωτικές εκδόσεις
• Τα ποιήματα (1967-1979), τόμος Β΄· Εισαγωγικό σημείωμα Μιχάλη Μερακλή. Αθήνα, 1980.
πηγή φωτογραφίας |
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Ταξίδι
Κοίταξε πάνω στο κατάστρωμα
τους αδελφούς μας που γέρασαν
σε μια νύχτα.
Μας είπαν πως δεν στοχάστηκαν την παρακμή.
Δεν στοχάστηκαν ένα τέλος
μέσα σε πέλαγος από βάσανα.
Γιατί μέσα στην πολιτεία
είχαν το κρεβάτι της ξεγνοιασιάς,
γιατί μέσα στο φως το πρωινό
έσπερναν τη φθορά και την αγωνία.
Όσοι δεν έχουν κρεβάτι να κοιμηθούν
ξαγρυπνούν και στοχάζονται.
Όσοι δεν έχουν ψωμί
έχουν όνειρα.
Όσοι δεν έχουν φωτιά να ζεσταθούν
έχουν ελπίδες.
Όσοι δεν έχουν ελπίδες και στοχασμούς
πεθαίνουν από έκπληξη
γιατί είναι σκληρό το κακό που σε βρίσκει
απροετοίμαστο
και δυο φορές σκληρός είναι ο θάνατος
που δε βρίσκει αντίσταση
ο ερχομός του.
❃ ❃ ❃ ❃
(Η ποίηση είναι εχθρός του πολέμου)
Αν σκάψεις βαθιά στην ψυχή μου θ' ανακαλύψεις τον πόλεμο.
Έχει κι αυτός τους εχθρούς του και κρύβεται, αποκοιμιέται περιμένοντας.
Αν δεν ήταν η άνοιξη, τα οπωροφόρα δέντρα, οι λευκοί κρίνοι, της καρδιάς το σκίρτημα, το έκπαγλο φως θα ζούσε πολύ στην επιφάνεια. Η ποίηση είναι εχθρός του πολέμου. Εμάς τους δύο που βαδίζουμε χεροπιασμένοι φοβάται ο πόλεμος. Γι’ αυτό μη λύνετε ποτέ τα χέρια, μη περιφρονείτε τα πουλιά, κάθε μέρα στους κήπους. Να κοιτάτε τον ήλιο στα μάτια. Μακριά απ' τους ρήτορες. Ακούτε καλύτερα των ρυακιών τους ψιθύρους.
Έχει κι αυτός τους εχθρούς του και κρύβεται, αποκοιμιέται περιμένοντας.
Αν δεν ήταν η άνοιξη, τα οπωροφόρα δέντρα, οι λευκοί κρίνοι, της καρδιάς το σκίρτημα, το έκπαγλο φως θα ζούσε πολύ στην επιφάνεια. Η ποίηση είναι εχθρός του πολέμου. Εμάς τους δύο που βαδίζουμε χεροπιασμένοι φοβάται ο πόλεμος. Γι’ αυτό μη λύνετε ποτέ τα χέρια, μη περιφρονείτε τα πουλιά, κάθε μέρα στους κήπους. Να κοιτάτε τον ήλιο στα μάτια. Μακριά απ' τους ρήτορες. Ακούτε καλύτερα των ρυακιών τους ψιθύρους.
❃ ❃ ❃ ❃
Η εκδοχή του Οιδίποδα
Ι.
Τα μίλια φεύγουν
φαντάσματα δέντρα
και της άνοιξης έγχρωμα τραγούδια.
Τοπία διεγερτικά
με βλάστηση ζωγραφισμένη
με χορευτές και βακχεμένες κόρες
με τον έρωτα στα χείλη
όνειρα μπρος από τη μνήμη
μαγεία που χάνεται καθώς κυλάει
ο χρόνος, καθώς
συνεχίζεται η πορεία
στο μέλλον, μπρος
από το άλλο παρελθόν.
ΙΙ.
Στη Θήβα, να πούμε
όλα σβήνουν.
Τα δέντρα καρφωμένα
ακίνητα, τα τραγούδια
αναβοσβήνουν
οι χορευτές σε στάση ακαθόριστη
οι κόρες ρίχνουν το κύπελλο στα νερά,
πράσινο κόκκινο γαλάζιο
καθηλωμένα,
μόνο ο χρόνος αλαφιασμένος
αγορεύει.
ΙΙΙ.
Τί θέλει, σ’ αυτή την πολιτεία
έξω απ’ τους αγρούς
με τα σύννεφα και τις βροχές
με τα ηλεκτρισμένα γερόντια
που τρέχουν στ’ ανάχτορα
να βυθίσουν το μαχαίρι
σε πληγή ανοιχτή;
IV.
Γιατί οι γυναίκες δε γεννοβολούν
γιατί τα σπαρτά δε φυτρώνουν
γιατί τα παιδιά
δεν παίζουν με τα μηχανάκια τους
ποιό χέρι
ξεκρέμασε τον ήλιο
κι άπλωσε μαύρη κουρτίνα
στον ουρανό της Θήβας;
V.
Ο Κρέων κρατεί το δίφυλλο μαχαίρι.
VΙ.
— Βάλτε φωτιές και φωνάχτε:
ο Οιδίπους τις άναψε,
ξεριζώστε τα στάχυα:
πώς τα ξερίζωσε ο Οιδίπους
μαχαιρώστε τους Άγιους:
ο Οιδίπους τους μαχαίρωσε,
στ’ αμπέλια στα δέντρα στις θημωνιές
φωτιές, τις άναψε ο Οιδίπους.
VΙΙ.
Τα γερόντια τρέφονται με τρόμους
πυρώνουν σίδερα για να τυφλώσουν
μάτια που κοίταξαν το μέλλον.
Χτυπιέται ο Οιδίποδας στο Κυβερνείο,
ο Κρέων εκφωνεί επικήδειους.
VΙΙΙ.
— Ιοκάστη
στα χίλια εννιακόσια εβδομήντα έξι
από γραφείο σε γραφείο στον ΟΗΕ
θ’ ακούς: Ο κομμούνας Οιδίπους
έκαψε την απαράμιλλη Θήβα
και καλά που ο Κρέων ξεσήκωσε
τα γερόντια και καλά που ο Τειρεσίας
βομβάρδισε το παλάτι
και Ημείς ο Κρέων, σας στείλαμε
στον Κολωνό να μιάνετε τους Αθηναίους.
ΙΧ.
Άνθρωποι ανεβαίνουν σκοτεινοί
στο πατάρι και γδύνουν τον Οιδίποδα
και δεν υπάρχει το σώμα του
και δεν υπάρχουν τα έργα του,
μαζεύουν την αλουργίδα
και τη ρίχνουν στο άρμα.
Τα γερόντια κλαίνε
τα γυναικόπαιδα απελπίζονται
η βασίλισσα σηκώνει το πελέκι
και ανοίγει τις πύλες του παλατιού.
Από μέσα εξορμούν αγέρηδες
σπρώχνοντας με τους αγκώνες
το πλήθος και βιτσίζουν το άρμα
του άλλου βασιλιά. Τ’ άλογα
έχουν μαρμαρώσει
και τα χτυπούν με πελέκια
οι μπράβοι του βασιλέα
και πέτρες σωριάζονται στο δάπεδο.
Χ.
Η σκηνή είναι του τρόμου,
η κίνηση είναι του φόνου,
αλλά ο Οιδίπους ανεβαίνει
πιο επιβλητικός στο πατάρι
πιο αποφασισμένος
πιο εκδικητικός
αθώος, γενναίος και μαγικός
ανεβαίνει σαν αρχάγγελος με τη ρομφαία.
Όλος τούτος ο λαός
που περιμένει στο λιμάνι τα πλοία
έπαιξε τη ζωή του στα ζάρια με τους ανέμους
και τώρα ξυπόλυτος και γυμνός
νοσταλγεί μιαν επιστροφή
απ’ την αιχμαλωσία του.
Εδώ κάτω από τάστρα ξαγρυπνάει
τόσες νύχτες
κι’ ονειρεύεται την επιστροφή.
Πλοία κατάφωτα και ταχύπλοα
διασχίζουν τα σπλάχνα σου
νύχτα και μέρα,
όμως όπως περνούνε μακρυά από τη λαχτάρα σου
τόσα όνειρα χάνονται,
γιατί ένα φως μέσα στη θάλασσα
που όλο σβήνει και απομακρένεται,
ανάβει τη φωτιά της αγωνίας
σε κείνους που περιμένουν.
Δίχως τροφή, νερό και δύναμη
ποιος τόλεγε πως θ’ απομείνουμε,
ποιος τόλεγε πως θα περάσουμε
δίχως το καθημερινό μας γέλιο,
χωρίς μιάν εξοχή στο άγχος μας,
χωρίς τίποτε θάλασσα, θάλασσα.
Τώρα
κλείσε τους ανέμους τους τυραννικούς
μέσα στ’ αμπάρια των πλοίων
έτσι ανενόχλητα να σκίζουν τον κόρφο σου
και μεις στέλνουμε γλάρους τις ικεσίες μας
να τα οδηγήσουν στο βράχο μας
εκεί που με σφιχτά χέρια η ελπίδα μας
θα κρατήσει το παλαμάρι.
Ι.
Τα μίλια φεύγουν
φαντάσματα δέντρα
και της άνοιξης έγχρωμα τραγούδια.
Τοπία διεγερτικά
με βλάστηση ζωγραφισμένη
με χορευτές και βακχεμένες κόρες
με τον έρωτα στα χείλη
όνειρα μπρος από τη μνήμη
μαγεία που χάνεται καθώς κυλάει
ο χρόνος, καθώς
συνεχίζεται η πορεία
στο μέλλον, μπρος
από το άλλο παρελθόν.
ΙΙ.
Στη Θήβα, να πούμε
όλα σβήνουν.
Τα δέντρα καρφωμένα
ακίνητα, τα τραγούδια
αναβοσβήνουν
οι χορευτές σε στάση ακαθόριστη
οι κόρες ρίχνουν το κύπελλο στα νερά,
πράσινο κόκκινο γαλάζιο
καθηλωμένα,
μόνο ο χρόνος αλαφιασμένος
αγορεύει.
ΙΙΙ.
Τί θέλει, σ’ αυτή την πολιτεία
έξω απ’ τους αγρούς
με τα σύννεφα και τις βροχές
με τα ηλεκτρισμένα γερόντια
που τρέχουν στ’ ανάχτορα
να βυθίσουν το μαχαίρι
σε πληγή ανοιχτή;
IV.
Γιατί οι γυναίκες δε γεννοβολούν
γιατί τα σπαρτά δε φυτρώνουν
γιατί τα παιδιά
δεν παίζουν με τα μηχανάκια τους
ποιό χέρι
ξεκρέμασε τον ήλιο
κι άπλωσε μαύρη κουρτίνα
στον ουρανό της Θήβας;
V.
Ο Κρέων κρατεί το δίφυλλο μαχαίρι.
VΙ.
— Βάλτε φωτιές και φωνάχτε:
ο Οιδίπους τις άναψε,
ξεριζώστε τα στάχυα:
πώς τα ξερίζωσε ο Οιδίπους
μαχαιρώστε τους Άγιους:
ο Οιδίπους τους μαχαίρωσε,
στ’ αμπέλια στα δέντρα στις θημωνιές
φωτιές, τις άναψε ο Οιδίπους.
VΙΙ.
Τα γερόντια τρέφονται με τρόμους
πυρώνουν σίδερα για να τυφλώσουν
μάτια που κοίταξαν το μέλλον.
Χτυπιέται ο Οιδίποδας στο Κυβερνείο,
ο Κρέων εκφωνεί επικήδειους.
VΙΙΙ.
— Ιοκάστη
στα χίλια εννιακόσια εβδομήντα έξι
από γραφείο σε γραφείο στον ΟΗΕ
θ’ ακούς: Ο κομμούνας Οιδίπους
έκαψε την απαράμιλλη Θήβα
και καλά που ο Κρέων ξεσήκωσε
τα γερόντια και καλά που ο Τειρεσίας
βομβάρδισε το παλάτι
και Ημείς ο Κρέων, σας στείλαμε
στον Κολωνό να μιάνετε τους Αθηναίους.
ΙΧ.
Άνθρωποι ανεβαίνουν σκοτεινοί
στο πατάρι και γδύνουν τον Οιδίποδα
και δεν υπάρχει το σώμα του
και δεν υπάρχουν τα έργα του,
μαζεύουν την αλουργίδα
και τη ρίχνουν στο άρμα.
Τα γερόντια κλαίνε
τα γυναικόπαιδα απελπίζονται
η βασίλισσα σηκώνει το πελέκι
και ανοίγει τις πύλες του παλατιού.
Από μέσα εξορμούν αγέρηδες
σπρώχνοντας με τους αγκώνες
το πλήθος και βιτσίζουν το άρμα
του άλλου βασιλιά. Τ’ άλογα
έχουν μαρμαρώσει
και τα χτυπούν με πελέκια
οι μπράβοι του βασιλέα
και πέτρες σωριάζονται στο δάπεδο.
Χ.
Η σκηνή είναι του τρόμου,
η κίνηση είναι του φόνου,
αλλά ο Οιδίπους ανεβαίνει
πιο επιβλητικός στο πατάρι
πιο αποφασισμένος
πιο εκδικητικός
αθώος, γενναίος και μαγικός
ανεβαίνει σαν αρχάγγελος με τη ρομφαία.
❃ ❃ ❃ ❃
Όλος τούτος ο λαόςΌλος τούτος ο λαός
που περιμένει στο λιμάνι τα πλοία
έπαιξε τη ζωή του στα ζάρια με τους ανέμους
και τώρα ξυπόλυτος και γυμνός
νοσταλγεί μιαν επιστροφή
απ’ την αιχμαλωσία του.
Εδώ κάτω από τάστρα ξαγρυπνάει
τόσες νύχτες
κι’ ονειρεύεται την επιστροφή.
Πλοία κατάφωτα και ταχύπλοα
διασχίζουν τα σπλάχνα σου
νύχτα και μέρα,
όμως όπως περνούνε μακρυά από τη λαχτάρα σου
τόσα όνειρα χάνονται,
γιατί ένα φως μέσα στη θάλασσα
που όλο σβήνει και απομακρένεται,
ανάβει τη φωτιά της αγωνίας
σε κείνους που περιμένουν.
Δίχως τροφή, νερό και δύναμη
ποιος τόλεγε πως θ’ απομείνουμε,
ποιος τόλεγε πως θα περάσουμε
δίχως το καθημερινό μας γέλιο,
χωρίς μιάν εξοχή στο άγχος μας,
χωρίς τίποτε θάλασσα, θάλασσα.
Τώρα
κλείσε τους ανέμους τους τυραννικούς
μέσα στ’ αμπάρια των πλοίων
έτσι ανενόχλητα να σκίζουν τον κόρφο σου
και μεις στέλνουμε γλάρους τις ικεσίες μας
να τα οδηγήσουν στο βράχο μας
εκεί που με σφιχτά χέρια η ελπίδα μας
θα κρατήσει το παλαμάρι.
❃ ❃ ❃ ❃
Ο ήλιος κάρφωσε μιαν αχτίναΟ ήλιος κάρφωσε μιαν αχτίνα του στη ζωή μου,
η αχτίνα στέκει
να τη ζυγίσεις μ’ αυτό που δίνει.
Κ’ εγώ την κάρφωσα στην ψυχή μου
που είχαν μπήξει
καρφιά οι καιροί μου.
Ο ήλιος κάρφωσε μιαν αχτίνα στο μέτωπό μου
κ’ έτσι ο σταυρός μου
έπιασε ρίζες και πάει ν’ ανθίσει.
❃ ❃ ❃ ❃
Στων Ψαρών
Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη
ανθίζουν τώρα λεμονιές.
Το τοπίο δε φαίνεται.
Όμως με τα νύχια μας σκαλίζουμε
του βουνού το χώμα
για να βρούμε μνήμες απ’ το στεναγμό μας.
https://www.e-dromos.gr/
ανθίζουν τώρα λεμονιές.
Το τοπίο δε φαίνεται.
Όμως με τα νύχια μας σκαλίζουμε
του βουνού το χώμα
για να βρούμε μνήμες απ’ το στεναγμό μας.
https://www.e-dromos.gr/
❃ ❃ ❃ ❃
[Στην Πόλη]Στην πόλη βρώμισε μια γάτα,
μου το ‘πε ο υπάλληλος, μου το ‘πε ο βουλευτής
πήγα κι εγώ να δω, με πήρε η μπόχα.
Τι Πόλη ειν’ αυτή Θεέ και Κύριε
στα καφενεία στα σπίτια στα μαγέρικα
καθένας ετοιμάζει μια επανάσταση.
(Ψάχνω να βρω οκτακλόρ για δικαιολογίες.)
Ηλεκτρικά κουμπιά κίτρινα φώτα
ηλεκτρικές φωνές και μένα Σύμβουλο με ψήφισε
ο ηλεκτρονικός πολίτης.
Χάνομαι μες στα ασήμαντα, έχω μια τρέλα.
Γουστάρω ένα μίνι απίθανο
την Πίτσι Μίτσι
ρίχνω ένα κέρμα στο μηχάνημα
κι αυτή παθαίνεται αθεράπευτα για μένα.
Ματς την Τετάρτη, ματς την Κυριακή
πορνοθεάματα α λά Μάρλον Μπράντο
στη λεωφόρο Συγγρού καραδοκεί η σύφιλη
τουρίστες αλητεύουν έξω απ’ το Ηρώδειο
ελληνικά πορνίδια στη Φωκίωνος Νέγρη
έλληνες κίναιδοι απόγονοι του Ανδρούτσου
στα ουρητήρια του μετρό πίσω από ναύτες
κι ένα μεγάφωνο τραντάζει τον αιθέρα:
– η θεία Όλγα ξέρει…
Γυρίζω από μια συγκέντρωση που ρήτορες
ανεπιφύλακτα μας είπαν
αύριο αλλάζει ο κόσμος, γίνεται όνειρο
κι εγώ τρέχω ανυπόμονος να κοιμηθώ
να δω την αλλαγή στον ύπνο μου.
Άλλοι καπνίζουνε μαριχουάνα.
❃ ❃ ❃ ❃
Το δάκρυ είναι μια φωτιάΤο δάκρυ, όλοι το ξέρουν, είναι μια φωτιά
κι ο στεναγμός μια φωνή της πληγής μας.
Καλημέρα λοιπόν σε σας που δεν κλαίτε
κι έχετε τα μάτια ξεκούραστα.
'Oσο για μένα, ξέρω τώρα πια τι είναι αυτός ο κόσμος.
http://
❃ ❃ ❃ ❃
Παράπονο σκύλουΈχω την όψη ανθρώπου και την καρδιά ενός σκύλου.
Φαίνεται θα ’μαι εγκαταλελειμμένο σκυλί, πεινασμένο
που η γειτονιά το ξέρει και τ’ αποδιώχνει με βία.
Γι’ αυτό τους ανθρώπους κοιτάζω στα χέρια.
Μέρα και νύχτα ο καιρός μέσα μου αλλάζει,
η ψυχή μου ντύνεται, γδύνεται, βρέχεται, υποφέρει.
Αν προσέξεις, το βλέμμα μου είναι σκυλίσιο.
Κατεβαίνει ένα υγρό παράπονο από τα μάτια μου
γιατί έλειψεν ο Κύριός μου. Έξω από την εκκλησιά
περιμένω να βγει. O Κύριός μου ας ήταν.
Κόσμος πολύς, ευλογημένος, με τα καλά του ντυμένος
μ’ απομακρύνει. Μα ο Κύριός μου δε βγαίνει. Έτσι
κυλάει η ζωή μου περιμένοντας από γωνιά σε γωνιά
από όνειρο σ’ όνειρο. Δεν έχω δύναμη άλλη απ’ την δύναμη να περιμένω.
Όμως μια μέρα της συνοικίας τα παιδιά, στην ουρά μου
τον τενεκέ δέσαν των σκουπιδιών. Έτρεχα αγκομαχώντας.
Τέλος αποσύρθηκα κάτω από τον τσίγκο της γειτονιάς
που η βροχή τον κεντούσε. Άκουγα πάνω τα βήματά της.
Σα να κοιμόμουν, σαν να ονειρευόμουν εγώ το εγκαταλελειμένο σκυλί
μου ήρθε να κλάψω. Όχι βέβαια για μένα που από κει
θα μ’ έδιωχναν πάλι. Αλλά γιατί δε θ’ άκουγα τα βήματα της βροχής
που μ’ έκαναν να ελπίζω πως έρχεται ο Κύριός μου.
http://ebooks.edu.gr/
❃ ❃ ❃ ❃
Άγιος ΘωμάςΔε γέλασα ποτέ ποτέ κανένα
έτσι πού ή αλήθεια να χλωμιάσε
κι αδύνατη να γίνει ή διαφυγή μου.
Τον Άγιο Θωμά τον είδα μπρος μου
και χαίρω πού τον είδα. Βγήκα έξω,
τσιγάρα από το κιόσκι ν' αγοράσω.
Σούρουπο ήταν. Τα νέφη είχαν κατέβη
στην άσφαλτο κι ανάμεσα τους είδα
τον 'Aγιο Θωμά δίχως μια λάμψη
πού ντύνει την παραίσθηση, έτσι ακέριο,
ενσώματο στην ερημιά του δρόμου.
Ερχόταν κατεπάνω μου o Άγιος.
Κι όπως ένας πού σκέφτεται αδιάκοπα
αγαπημένο πρόσωπο και ξάφνου,
τη γωνιά στρίβοντας, το συντυχαίνει, έτσι
κι εγώ τον σύντυχα μπροστά μου.
Τον γνώρισα όπως την τοιχογραφία
στο νου μου έφερα την ώρα εκείνη βυζαντινής
μητρόπολης. Ήταν γέρος πολύ, θλιμμένος και
βασανισμένος, σχεδόν ρακένδυτος, με γένια και με
φρύδια, σμιχτά, μάτια θλιμμένα.
Είμαι ο Άγιος Θωμάς δε μου 'πε,
αλλά ποιος αμφιβάλλει πώς αυτός
ήταν άφου στο 'να του δάχτυλο
είχε μείνει αίμα πηχτό; Ποιος αμφιβάλλει;
Μοναδική ή στιγμή να 'μαι μπροστά του. Τον κοίταζα
πολύ και κείνος στάθη. Κι οι δυο μας δε μιλούσαμε, μα
'γώ βιάστηκα λίγο μη τον χάσω.
- Άγιε Θωμά, είμαι αγέρωχος απόψε,
γιατί νίκησα μέσα μου το θάνατο
το θάνατο πατήσας κι είμαι τώρα έξω
να βρω τσιγάρα ν' αγοράσω.. Άγιε Θωμά,
αναστήθηκα και να 'μαι. Εκείνος έκαμε μια κίνηση
ασυναίσθητα κοιτώντας το βαμμένο δάχτυλο, σε μένα
έτοιμος ν' ακουμπήσει. Κίνηση μονάχα.
Όμως τ' απόσυρε. Ήταν μια συνήθεια.
Τότες είδα την απιστία του πάλι
δισταχτική, μα βέβαιη, σαρκωμένη.
-Αναστήθηκα, του 'πα. Μέρωσα τον κόσμο.
Σήκωσα το κεφάλι, είπα τ' όχι πολλές φορές· Κοίταξε
τις πληγές μου. Να ο εμπτυσμός στο πρόσωπο μου,
δείγμα καλύτερο τι θέλεις; Να ή κεντημένη πλευρά μου.
Να το μάγουλο μου κατέρυθρο, πού έστρεψα. Το κέρδος
μοίρασα και το φθόνο σήκωσα στ' αλήθεια. Άγιε Θωμά,
σκληρές ήταν οι μέρες.
- Τα έθνη μάχονται, είπε. Σύρε να πεθάνεις. Τα έθνη
ψεύδονται. Κράξε την αλήθεια.
"Αν θες ν' αναστηθείς, πέθανε πρώτα.
- Πέθανε ο αδελφός μου, τον σταύρωσαν, το ίδιο είναι,
ο κόσμος υποφέρει αιχμάλωτος στα πάθη του, το ίδιο
είναι. Το παιδί διόλου δεν προφταίνει άντρας να γίνει,
ή κόρη να ωριμάσει κι ο άντρας να χαρεί τη
λευτεριά του. Το ίδιο είναι. Τι είναι σκληρός θάνατος,
το θάνατο να βλέπεις. Το ίδιο είναι,
Άγιε Θωμά, πολύ έχω πεθάνει... Κι έφυγε ξαφνικά.
Τα νέφη σπάσαν ωσάν σεντόνι κι έφυγε από μέσα.
Και τότε μες στη νύχτα ψάχνω να 'βρω πληγές μες στο
κορμί μου. Είδα αίμα. Δεν αναστήθηκα λοιπόν;
Το δάχτυλο μου βύθισα στις πληγές.
"Ω, αυτές υπάρχουν. Όμως ο Άγιος έφυγε.
Ούτε κατεδέχθη ν' αγγίσει τις πληγές.
Φώναξε μόνο:
- Πληγώσου κι άλλο, γιατί αυτό δε φτάνει.
(1957)
http://klasikilogotexnia.blogspot.gr/
❃ ❃ ❃ ❃
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου