Η Σύλβια Πλαθ (Sylvia Plath, 27 Οκτωβρίου 1932 – 11 Φεβρουαρίου 1963) ήταν Αμερικανίδα ποιήτρια, μυθιστοριογράφος και διηγηματογράφος.
Γεννημένη στο Τζαμάικα Πλέιν της Μασαχουσέτης (τμήμα της Βοστώνης), η Πλαθ έδειξε από νεαρή ηλικία την κλίση της, όταν εξέδωσε το πρώτο της ποίημα σε ηλικία 8 ετών. Ο πατέρας της, Όττο, καθηγητής κολεγίου και σημαίνουσα αυθεντία σε ό,τι αφορά τις μέλισσες, πέθανε περίπου την ίδια εποχή, στις 5 Οκτωβρίου 1940. Η Πλαθ συνέχισε την προσπάθεια έκδοσης ποιημάτων και σύντομων ιστοριών σε Αμερικανικά περιοδικά, και πέτυχε κάποια μικρή αναγνώριση.
Υπέφερε από σοβαρή διπολική διαταραχή κατά τη διάρκεια της ενηλίκου ζωής της. Στο προτελευταίο έτος των σπουδών της στο Κολέγιο Σμιθ, η Πλαθ έκανε την πρώτη της απόπειρα αυτοκτονίας. Αργότερα απεικόνισε την κατάρρευσή της στο ημι-αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα Ο Γυάλινος Κώδων (The Bell Jar). Κλείστηκε σε ένα ψυχικό ίδρυμα (Νοσοκομείο ΜακΛίν), και άρχισε να φαίνεται πως πέτυχε μια ευπρόσδεκτη ανάνηψη, αποφοιτώντας από το Σμιθ με διακρίσεις το 1955.
Κέρδισε μια υποτροφία Φουλμπράιτ για το Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, όπου συνέχισε να γράφει ποίηση, περιστασιακά εκδίδοντας τη δουλειά της στην φοιτητική εφημερίδα Varsity. Στο Κέμπριτζ γνώρισε τον Άγγλο ποιητή Τεντ Χιούζ. Παντρεύτηκαν στις 16 Ιουνίου 1956. Η Πλαθ και ο Χιούζ πέρασαν την περίοδο από τον Ιούλιο του 1957 μέχρι τον Οκτώβριο του 1959 ζώντας και δουλεύοντας στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Πλαθ δίδασκε στο Σμιθ. Έπειτα μετακόμισαν στη Βοστώνη, όπου η Πλαθ παρακολούθησε σεμινάρια με τον Ρόμπερτ Λόουελλ. Η σειρά αυτή σεμιναρίων επρόκειτο να έχει σημαντική επίδραση στην δουλειά της. Τα σεμινάρια παρακολουθούσε και η Ανν Σέξτον. Εκείνη την περίοδο επίσης οι Πλαθ και Χιούζ συνάντησαν για πρώτη φορά τον W. S. Merwin, ο οποίος θαύμασε τη δουλειά τους και παρέμεινε δια βίου φίλος. Όταν το ζευγάρι διαπίστωσε πως η Πλαθ ήταν έγκυος, μετακόμισαν πίσω στη Μεγάλη Βρετανία.
Έζησαν για λίγο στο Λονδίνο και έπειτα εγκαταστάθηκαν στο North Tawton, μια μικρή πόλη στο Ντέβον. Εξέδωσε τη πρώτη ποιητική συλλογή της, Ο Κολοσσός (The Colossus), στην Αγγλία το 1960. Τον Φεβρουάριο του 1961 απέβαλε. Ένας αριθμός από ποιήματα αναφέρονται στο γεγονός αυτό. Ο γάμος της άρχισε να συναντά δυσκολίες και χώρισαν λιγότερο από δύο χρόνια μετά τη γέννηση του πρώτου τους παιδιού. Ο χωρισμός του οφειλόταν κυρίως στη σχέση που είχε ο Χιούζ με την ποιήτρια Άσια Γουέβιλλ.
Η Πλαθ επέστρεψε στο Λονδίνο με τα παιδιά τους, την Φρίντα και τον Νίκολας (αυτοκτόνησε στις 16 Μαρτίου του 2009 καθώς έπασχε από κατάθλιψη). Νοίκιασε ένα διαμέρισμα στο σπίτι όπου κάποτε έμενε ο Γέιτς. Ήταν πολύ ευχαριστημένη γι’ αυτό και το θεώρησε καλό οιωνό καθώς ξεκίνησε τις διαδικασίες νόμιμου χωρισμού. Ο χειμώνας 1962/1963 ήταν πολύ σκληρός. Στις 11 Φεβρουαρίου 1963, άρρωστη και με λίγα λεφτά, η Πλαθ αυτοκτόνησε εισπνέοντας φυσικό αέριο από τον φούρνο. Προτού πεθάνει, η Πλαθ τοποθέτησε φαγητό και γάλα στα παιδιά της. Είναι θαμμένη στο νεκροταφείο στο Χεπτονστάλλ, στο Γουέστ Γιορκσάιρ.
Ως χήρος της, ο Χιούζ έγινε ο εκτελεστής της διαθήκης της και διαχειριστής της προσωπικής και λογοτεχνικής περιουσίας της Πλαθ. Επόπτευσε και προετοίμασε την έκδοση των χειρογράφων της. Επίσης κατέστρεψε τον τελευταίο τόμο του ημερολογίου της Πλαθ, όπου εξιστορούσε με λεπτομέρειες τον καιρό που πέρασαν μαζί. Το 1982, η Πλαθ έγινε η πρώτη ποιήτρια που κέρδισε το βραβείο Πούλιτζερ μετά θάνατον. (Για Τα Συλλογικά Ποιήματα)
Πολλοί κριτικοί, συχνά φεμινιστές, έχουν κατηγορήσει τον Χιούζ πως προσπάθησε να ελέγξει τις εκδόσεις για δικούς του σκοπούς. Ο Χιούζ, από τη μεριά του, αρνήθηκε έντονα τις κατηγορίες αυτές. Στην τελευταία συλλογή του, Γράμματα Γενεθλίων (Birthday Latters), ο Χιούζ έσπασε τη σιωπή του για την Πλαθ. Σ’ αυτή, δεν απολογείται για τη συμπεριφορά του, αλλά παρόλ' αυτά είναι εξαιρετικά ειλικρινής. Το καλλιτεχνικό έργο στο εξώφυλλο ήταν δημιουργία της Φρίντα.
Αν και οι κριτικοί αντέδρασαν ευνοϊκά στο πρώτο βιβλίο της Πλαθ, τον Κολοσσό, έχει επίσης περιγραφεί ως συνηθισμένη και με έλλειψη δράματος στις μεταγενέστερες δουλειές της. Θέμα μεγάλης συζήτησης είναι και η έκταση της επιρροής του Χιούζ στο γράψιμό της. Είναι ξεκάθαρο, από τα ημερολόγια και τα γράμματά της, πως σεβόταν πολύ το ταλέντο του Χιούζ και μιλούσε με σεβασμό γι’ αυτό ακόμα και μετά το χωρισμό τους. Τα ποιήματα της Πλαθ, ωστόσο, είναι ξεκάθαρα γραμμένα στη δική της φωνή και οι ομοιότητες μεταξύ των έργων των δύο ποιητών είναι, στην επιφάνεια, ασήμαντες.
Τα ποιήματά της στην Άριελ οροθετούν μια φυγή από την πρότερη δουλειά της σε μια πιο εξομολογητική περιοχή ποίησης. Είναι πιθανό οι διδασκαλίες του Λόουελλ, που έδιναν έμφαση στον εξομολογητικό και εμπιστευτικό χαρακτήρα, να διαδραμάτισαν μεγάλο ρόλο σ’ αυτή την αλλαγή. Ο αντίκτυπος της έκδοσης της Άριελ ήταν αρκετά δραματικός, με τις ειλικρινείς περιγραφές του μιας πτώσης προς την ψυχική ασθένεια και δριμεία αυτοβιογραφικά ποιήματα όπως το Daddy. Η ποίηση της Πλαθ έχει επίσης συνδεθεί με αυτή της Σέξτον. Και οι δύο έπασχαν από ψυχική ασθένεια και επίσης και οι δύο αυτοκτόνησαν, άρα οι συγκρίσεις είναι, ίσως, αναπόφευκτες.
Παρά το τεράστιο ποσό κριτικών και βιογραφιών που εκδόθηκαν μετά το θάνατό της, η συζήτηση γύρω από το έργο της Πλαθ μοιάζει συχνά με πάλη μεταξύ των αναγνωστών που παίρνουν το μέρος της και αναγνωστών που παίρνουν το μέρος του Χιούζ. Μια ένδειξη του επιπέδου της πικρίας που κάποιοι είχαν για τον Χιούζ είναι το γεγονός πως πολλοί άνθρωποι κατά καιρούς σκάλιζαν για να σβήσουν το όνομα Hughes από την επιτύμβιά της στήλη
Εκδόσεις
Ποίηση
The Colossus (1960)
Ariel (1965)
Crossing the Water (1971)
Winter Trees (1972)
The Collected Poems (1981)
Πεζά
The Bell Jar (1963) με το ψευδώνυμο 'Victoria Lucas'
Letters Home (1975) προς και επιμελημένα από τη μητέρα της
Johnny Panic and the Bible of Dreams (1977) (η Βρετανική έκδοση περιέχει δύο ιστορίες που δεν περιέχονται στην Αμερικανική έκδοση)
The Journals of Sylvia Plath (1982)
The Magic Mirror (1989), Η διατριβή της τελειόφοιτης Πλαθ στο Κολέγιο Σμιθ
The Unabridged Journals of Sylvia Plath, επιμελημένα από την Karen V. Kukil (2000)
Παιδικά
The Red Book (1976)
The It-Doesn't-Matter-Suit (1996)
Collected Children's Stories (UK, 2001)
Mrs. Cherry's Kitchen (2001)
ΚΟΛΟΣΣΟΣ
Ποτέ δεν θα μπορέσω να σε συναρμολογήσω ολοκληρωτικά,
Κάθε κομμάτι, όπως πρέπει κολλημένο και συναρμοσμένο.
Γκαρίσματα, γρυλίσματα γουρουνιών και αισχρά κακαρίσματα
Εξέρχονται από τα παχιά σου χείλη..
Είναι χειρότερα κι από σταύλο.
Ίσως θεωρείς τον εαυτό σου ένα μαντείο,
Επιστόμιο για τους νεκρούς, ή για κάποια θεότητα.
Τριάντα χρόνια τώρα είναι που μοχθώ
Να στεγνώσω τις λάσπες από το λαιμό σου.
Δεν έγινα σοφότερη.
Αναρριχώμαι σε μικρές σκαλωσιές με τα δοχεία της κόλλας
Ποτέ δεν θα μπορέσω να σε συναρμολογήσω ολοκληρωτικά,
Κάθε κομμάτι, όπως πρέπει κολλημένο και συναρμοσμένο.
Γκαρίσματα, γρυλίσματα γουρουνιών και αισχρά κακαρίσματα
Εξέρχονται από τα παχιά σου χείλη..
Είναι χειρότερα κι από σταύλο.
Ίσως θεωρείς τον εαυτό σου ένα μαντείο,
Επιστόμιο για τους νεκρούς, ή για κάποια θεότητα.
Τριάντα χρόνια τώρα είναι που μοχθώ
Να στεγνώσω τις λάσπες από το λαιμό σου.
Δεν έγινα σοφότερη.
Αναρριχώμαι σε μικρές σκαλωσιές με τα δοχεία της κόλλας
και τους κουβάδες με τη λαζολίνη
Έρπω σαν μυρμήγκι που θρηνεί
Πάνω από τις χορταριασμένες εκτάσεις των φρυδιών σου
Να επισκευάσω τις τεράστιες πλάκες του κρανίου σου
Και να καθαρίσω τους γυμνούς λευκούς τύμβους των ματιών σου.
Ένας γαλάζιος ουρανός βγαλμένος από την Ορέστεια
Ορθώνεται σαν αψίδα από πάνω μας . Ω πατέρα, είσαι από μόνος σου
Ρωμαλέος και ιστορικός σαν Ρωμαική Αρένα.
Στρώνω για το γεύμα μου πάνω σ` ένα λόφο με μαύρα κυππαρίσια.
Τα διαμπερή σου κόκκαλα και ακάνθινα μαλλιά είναι σκορπισμένα
Με την γνωστή τους αναρχία στην γραμμή του ορίζοντα.
Χρειάζεται κάτι πιο δυνατό από το χτύπημα ενός κεραυνού
Για να δημιουργήσει ένα τέτοιο ερείπιο.
Τις νύχτες, φωλιάζω στο κέρας της Αμάλθειας
Του αριστερού σου αυτιού, μακριά από τον άνεμο,
Μετρώντας τα κόκκινα άστρα κι εκείνα που έχουν το χρώμα του δαμάσκηνου.
Ο ήλιος ανατέλλει από την πύλη της γλώσσας σου.
Οι ώρες μου νυμφεύονται τη σκιά.
Δεν αφουγκράζομαι πια για το τρίξιμο μιας καρίνας
Πάνω στις γυμνές πέτρες της αποβάθρας.
Έρπω σαν μυρμήγκι που θρηνεί
Πάνω από τις χορταριασμένες εκτάσεις των φρυδιών σου
Να επισκευάσω τις τεράστιες πλάκες του κρανίου σου
Και να καθαρίσω τους γυμνούς λευκούς τύμβους των ματιών σου.
Ένας γαλάζιος ουρανός βγαλμένος από την Ορέστεια
Ορθώνεται σαν αψίδα από πάνω μας . Ω πατέρα, είσαι από μόνος σου
Ρωμαλέος και ιστορικός σαν Ρωμαική Αρένα.
Στρώνω για το γεύμα μου πάνω σ` ένα λόφο με μαύρα κυππαρίσια.
Τα διαμπερή σου κόκκαλα και ακάνθινα μαλλιά είναι σκορπισμένα
Με την γνωστή τους αναρχία στην γραμμή του ορίζοντα.
Χρειάζεται κάτι πιο δυνατό από το χτύπημα ενός κεραυνού
Για να δημιουργήσει ένα τέτοιο ερείπιο.
Τις νύχτες, φωλιάζω στο κέρας της Αμάλθειας
Του αριστερού σου αυτιού, μακριά από τον άνεμο,
Μετρώντας τα κόκκινα άστρα κι εκείνα που έχουν το χρώμα του δαμάσκηνου.
Ο ήλιος ανατέλλει από την πύλη της γλώσσας σου.
Οι ώρες μου νυμφεύονται τη σκιά.
Δεν αφουγκράζομαι πια για το τρίξιμο μιας καρίνας
Πάνω στις γυμνές πέτρες της αποβάθρας.
ΜΑΥΡΟΣ ΚΟΡΑΚΑΣ ΣΤΗ ΒΡΟΧΗ
Πάνω στο ξερό κλαδί εκεί ψηλάΚουρνιάζει ένας βρεγμένος μαύρος κόρακας
Που στρώνει ξανά και ξανά το φτέρωμά του μες τη βροχή.
Δεν αναμένω ένα θαύμα
Ή ένα ατύχημα
Να πυροδοτήσουν την όραση
Μες τα μάτια μου,ούτε ψάχνω
Πια στον ανερμάτιστο καιρό κάποιο σχέδιο,
Μόνο αφήνω τα λεκιασμένα φύλλα να πέφτουν όπως πέφτουν,
Χωρίς τελετή, ή οιωνό.
Παρόλο που, το ομολογώ, κάποιες φορές επιθυμώ,
Κάποια ανταπόκριση απ` τον βουβό ουρανό,
Δεν έχω στ` αλήθεια παράπονο:
Κάποιο αμυδρό φως μπορεί ακόμα
Να ξεπηδήσει λευκόπυρο
Απ` της κουζίνας το τραπέζι ή την καρέκλα
Σαν μια ουράνια φωτιά που πότε πότε
Κατέχει τα πιο αμβλεία αντικείμενα–
Καθαγιάζοντας έτσι ένα διάστημα
Αλλιώς ασυνεπές
Επιδίδοντάς του γενναιοδωρία , τιμή,
Κάποιος ίσως πει αγάπη. Ούτως ή άλλως , τώρα περπατώ
Επιφυλακτική( γιατί θα μπορούσε να συμβεί ακόμα και σ` αυτό το μουντό,
ερειπωμένο τοπίο)~ δύσπιστη
Παρόλ` αυτά συνετή, αγνοώντας
Πως ένας άγγελος ίσως διαλέξει να φεγγοβολήσει
Άξαφνα δίπλα μου. Γνωρίζω μόνο πως ένας κόρακας
Που τακτοποιεί τα μαύρα φτερά του μπορεί να λάμψει τόσο
Ώστε ν` αδράξει τις αισθήσεις μου, ν` ανασηκώσει
Τα βλέφαρά μου, και να μου παραχωρήσει
Μια σύντομη ανάπαυλα από το φόβο
Της απόλυτης ουδετερότητας. Με λίγη τύχη ,
Μοχθώντας επίμονα μέσα απ` αυτή την εποχή
Της κόπωσης,
Παρόλ` αυτά συνετή, αγνοώντας
Πως ένας άγγελος ίσως διαλέξει να φεγγοβολήσει
Άξαφνα δίπλα μου. Γνωρίζω μόνο πως ένας κόρακας
Που τακτοποιεί τα μαύρα φτερά του μπορεί να λάμψει τόσο
Ώστε ν` αδράξει τις αισθήσεις μου, ν` ανασηκώσει
Τα βλέφαρά μου, και να μου παραχωρήσει
Μια σύντομη ανάπαυλα από το φόβο
Της απόλυτης ουδετερότητας. Με λίγη τύχη ,
Μοχθώντας επίμονα μέσα απ` αυτή την εποχή
Της κόπωσης,
Θα συρράψω ένα κάποιο κίβδηλο,
Περιεχόμενο. Τα θαύματα συμβαίνουν,
Αν σ` αρέσει να αποκαλείς αυτά τα σπασμωδικά
Τεχνάσματα ακτινοβολίας θάυματα. Η αναμονή άρχισε ξανά,
Η μακριά αναμονή για τον άγγελο,
Γι` αυτή τη σπάνια , τυχαία κάθοδο.
Περιεχόμενο. Τα θαύματα συμβαίνουν,
Αν σ` αρέσει να αποκαλείς αυτά τα σπασμωδικά
Τεχνάσματα ακτινοβολίας θάυματα. Η αναμονή άρχισε ξανά,
Η μακριά αναμονή για τον άγγελο,
Γι` αυτή τη σπάνια , τυχαία κάθοδο.
Sylvia and her parents
AYΠΝΟΣ
Ο ουρανός της νύχτας είναι σαν ένα φύλλο καρμπόν,Μπλε – μαύρο , με τις πυκνοσημαδεμένες περιοχές των αστεριών
Που αφήνουν το φως να περνά, από τρύπα σε τρύπα–
Ένα φως οστέινο, λευκό σαν θάνατος, πίσω από κάθε πράγμα.
Κάτω απ` τα μάτια των αστεριών και του φεγγαριού το δαχτυλίδι
Υπομένει την έρημο του προσκεφαλιού του, η αυπνία
Απλώνει την λεπτή , ερεθιστική της άμμο προς όλες τις κατευθύνσεις
Ξανά και ξανά , η παλιά , κοκκώδης ταινία
Προβάλλει ντροπές – τις βροχερές ημέρες
Της παιδικής ηλικίας και εφηβείας, κολλώδεις από όνειρα,
Γονικά πρόσωπα πάνω σε ψηλά εδρανα, εναλλάξ αυστηρά και βουρκωμένα,
Ένας κήπος άρρωστα τριαντάφυλλα που του έφερναν κλάμμα.
Το μέτωπό του ανώμαλο σαν τσουβάλι με πέτρες.
Οι αναμνήσεις σπρώχνονται να βγουν στην επιφάνια σαν ξεπερασμένοι σταρ του σινεμά
Έχει πια ανοσία στα χάπια : κόκκινα , μωβ, μπλε-
Πως φωτίζουν την πλήξη ενός απογεύματος που δε λέει να περάσει!
Αυτοί οι ζαχαρένιοι πλανήτες, που η επίδρασή τους κέρδισε γι` αυτόν
Μια ζωή βαπτισμένη στη μη ζωή για λίγο,
Και το γλυκό, ναρκωμένο ξύπνημα ενός επιλήσμονος βρέφους.
Τώρα τα χάπια είναι εξαντλημένα και ανόητα σαν κλασσικοί θεοί.
Τα χαζά νυσταλέα τους χρώματα δεν τον ωφελούν.
Το κεφάλι του είναι ένας μικρός χώρος από γκρίζους καθρέφτες.
Κάθε χειρονομία δραπετεύει ακαριαία σε ένα σοκκάκι
Από συρρικνούμενες προοπτικές και η σημασία του
Στραγγίζεται σα νερό έξω από την οπή στην άλλη άκρη.
Ζει εκτεθειμένος σε ένα ξεσκέπαστο δωμάτιο,
Οι γυμνές σχισμές των ματιών του πέτρωσαν ορθάνοιχτες
Στο ακατάπαυστο ασταποβόλο πετάρισμα των καταστάσεων.
Οληνυχτίς, στην γρανιτένια αυλή , αόρατες γάτες
Ούρλιαζαν σαν γυναίκες , ή σαν κατεστραμένα όργανα.
Μπορεί κιόλας να νιώσει το φως της μέρας , τη λευκή του αρρώστια,
Να ξεπροβάλλει έρποντας μ` ένα καπέλο γεμάτο ασήμαντες επαναλήψεις.
Η πόλη είναι ένας χάρτης με χαρούμενους σφυριχτές τώρα,
Και παντού άνθρωποι , με τα μάτια τους διάφανα –ασημί και άδεια,
Καλπάζουν προς τις δουλειές τους στη σειρά , λες κι έχουν πρόσφατα υποστεί πλύση εγκεφάλου.
ΕΡΩΤΙΚΟ ΓΡΑΜΜΑ
Δεν είναι εύκολο να εκφράσω την αλλαγή που επέφερες.Αν είμαι τώρα ζωντανή, ήμουν νεκρή τότε,
Αν και, όπως μια πέτρα , αυτό δεν μ` ενοχλούσε,
Να μένω στη θέση μου ακολουθώντας τη συνήθεια
Δεν είναι ότι μ` έσπρωξες απλά μια ίντσα, όχι—
Ούτε ότι μ` άφησες να στηλώσω το μικρό γυμνό μάτι μου
Στον ουρανό ξανά, χωρίς ελπίδα, φυσικά,
Κατανόησης της κυανότητας , ή των αστεριών
Δεν ήταν αυτό. Ας πούμε πως κοιμήθηκα : ένα φίδι
Κρυμμένο ανάμεσα σε μαύρους βράχους σαν μαύρος βράχος
Στον λευκό υατό του χειμώνα—
Όπως οι γείτονές μου, δε μπορώ να χαρώ
Με τα εκατομμύρια τέλεια σμιλευμένα
Μάγουλα που ανάβουν κάθε στιγμή για να λειώσουν
Το μάγουλό μου από βασάλτη. Τους πήραν τα κλάμματα,
Άγγελοι θρηνούντες πάνω από φύσεις βουβές,
Αλλά δε με έπεισαν. Εκείνα τα δάκρυα πάγωσαν.
Κάθε νεκρό κεφάλι είχε ένα προσωπείο πάγου.
Και συνέχισα να κοιμάμαι σαν λυγισμένο δάχτυλο.
Το πρώτο πράγμα που είδα ήταν καθαρός αέρας
Και οι εγκλωβισμένες σταγόνες που ανέβαιναν ως πάχνη
Διαφανείς σαν πνεύματα. Πολλές πέτρες κείτονταν
Πυκνές και ανέκφραστες ένα γύρω.
Δεν ήξερα τι να υποθέσω.
Έλαμπα, με γυάλινα – λέπια, και ξεδιπλώθηκα
Να εκρεύσω απ` τον εαυτό μου , σαν υγρό
Ανάμεσα από πόδια πτηνών και φυτών μίσχους.
Δεν ξεγελάστηκα .Σε γνώρισα αμέσως.
Δέντρο και πέτρα έλαμπαν, δίχως σκιές.
Το ανάστημά μου έγινε διαυγές σαν γυαλί.
Άρχισα να μπουμπουκιάζω σαν Μαρτιάτικο κλαδί:
Ένα μπράτσο κι ένα πόδι, ένα μπράτσο , ένα πόδι.
Από πέτρα σε σύννεφο, έτσι ανυψώθηκα.
Τώρα μοιάζω με ένα είδος θεότητας
Πλέοντας στον αέρα μες την καμιζόλα της ψυχής μου
Καθαρή σαν ένα θραύσμα πάγου. Είναι ένα δώρο.
ΑΝΕΜΟΔΑΡΜΕΝΑ ΥΨΗ
Οι ορίζοντες με περικυκλώνουν σαν δεμάτια,Γερμένα κι ανόμοια, και πάντα ασταθή.
Αν τ` αγγίξει ένα σπίρτο, ίσως με ζεστάνουν,
Και οι ακριβείς γραμμές τους καψαλίσουν τον αέρα
Ώσπου να βαφτεί πορτοκαλής
Προτού τα βάθη που κεντρίζουν εξατμισθούν,
Επιβαρύνοντας τον χλωμό ουρανό μ` ένα πιο συμπαγές χρώμα..
Μα το μόνο που κάνουν είναι να διαλύονται ολοένα
Σαν σειρά από υποσχέσεις , καθώς βαδίζω προς τα μπρος.
Δεν υπάρχει ζωή ψηλότερα απ` τις κορυφές της χλόης
Ή τις καρδιές των προβάτων, και ο αέρας
Ξεχύνεται σαν πεπρωμένο, λυγίζοντας
Τα πάντα προς μια κατεύθυνση.
Τον νιώθω να προσπαθεί
Να σκορπίσει τη θέρμη μου.
Αν παρατηρήσω για πολύ τις ρίζες απ` τα ρείκια,
Θα με προσκαλέσουν
Να λευκάνω τα κόκκαλά μου ανάμεσά τους.
Τα πρόβατα γνωρίζουν που βρίσκονται,
Βόσκωντας μέσα στα βρώμικα μάλλινα σύννεφά τους,
Γκρίζα σαν τον καιρό.
Οι μαύρες σχισμές των βολβών τους με ρουφούν.
Σα να με ταχυδρομούν στο διάστημα,
Ένα αδύναμο, ανόητο μύνημα.
Στέκονται ένα γύρω μεταμφιεσμένα σε γιαγιάδες,
Όλο ψεύτικες μπούκλες και κίτρινα δόντια
Φτάνω σε αυλακιές και σε νερό
Τόσο διαυγές όσο και η μοναξιά
Που σκορπίζεται μές απ` τα δάχτυλά μου.
Άδεια κατώφλια πηγαίνουν από χλόη σε χλόη~
Κούφωμα και περβάζι ξεμανταλώθηκαν μόνα τους.
Απ` τους ανθρώπους ο αέρας θυμάται μόνο
Μερικές παράξενες συλλαβές.
Τις προβάρει θρηνητικά:
Μαύρη πέτρα, μαύρη πέτρα.
Ο ουρανός στηρίζεται σε μένα, σε μένα τον μόνο
Όρθιο ανάμεσα σ` όλα τα οριζόντια.
Το γρασίδι κοπανάει το κεφάλι του σαστισμένα.
Είναι πολύ ευπαθές
Για μια ζωή με τέτοια συντροφιά~
Το σκοτάδι το τρομοκρατεί.
Τώρα, σε κοιλάδες στενές
Και μαύρες σαν πορτοφόλια, τα φώτα των σπιτιών
Λάμπουν σα δεκάρες.
Στην αγορά στοιβάζουν τα ξερόκλαδα.
Μια λόχμη απο σκιές είναι φτωχό πανωφόρι. Κατοικώ
Το κέρινο ομοίωμα του εαυτού μου, ένα κορμί κούκλας.
Η νόσος ξεκινά εδώ: είμαι ένας χάρτινος στόχος για μάγισσες.
Μόνον ο διάβολος μπορεί να νικήσει το διάβολο.
Στον μήνα των κόκκινων φύλλων, εγώ ανεβαίνω σε μια κλίνη από φωτιά.
Είναι εύκολο να κατηγορήσεις το σκοτάδι: το στόμα μιας πόρτας,
Την κοιλιά του κελαριού. Έσβησαν το πυροτέχνημά μου.
Μια μαυροντυμένη κυρία με κρατά σ` ένα κλουβί για παπαγάλους.
Τι μεγάλα μάτια που έχουν οι νεκροί !
Έχω στενές σχέσεις μ` ένα μαλλιαρό πνεύμα.
Καπνός περιστρέφεται από το ράμφος αυτού του άδειου λαγηνιού.
Αν μείνω μικρή, δεν θα προξενήσω καμμιά βλάβη.
Αν μείνω ακίνητη, δεν θ` ανατρέψω τίποτα. Έτσι είπα,
Καθισμένη κάτω απ` το καπάκι, μικροσκοπική και αδρανής σαν κόκκος ρυζιού.
Ανάβουν τα μάτια της κουζίνας, ένα , ένα.
Είμαστε γεμάτοι άμυλο, οι μικροί λευκοί μου σύντροφοι. Μεγαλώνουμε.
Πονάει στην αρχή. Οι κόκκινες γλώσσες θα διδάξουν την αλήθεια.
Μητέρα των σκαθαριών, μόνο χαλάρωσε του χεριού σου το σφίξιμο:
Θα πετάξω μέσα απ` το στόμα του κεριού σαν άκαυστη πεταλούδα της νύχτας.
Δώσε πίσω τη μορφή μου. Είμαι έτοιμη να ερμηνεύσω τις ημέρες
Που ζευγάρωσα με τη σκόνη στη σκιά μιας πέτρας.
Οι αστράγαλοί μου φωτίζονται. Λάμψη ανέρχεται στους μηρούς μου.
Είμαι χαμένη, χαμένη, μέσα στις εσθήτες τέτοιου φωτός.
Μετάφραση Κατερίνα Ηλιοπούλου, Ελένη Ηλιοπούλου
WITCH BURNING
In the marketplace they are piling the dry sticks.
A thicket of shadows is a poor coat. I inhabit
The wax image of myself, a doll's body.
Sickness begins here: I am the dartboard for witches.
Only the devil can eat the devil out.
It is easy to blame the dark: the mouth of a door,
The cellar's belly. They've blown my sparkler out.
A black-sharded lady keeps me in parrot cage.
What large eyes the dead have!
If I am a little one, I can do no harm.
If I don't move about, I'll knock nothing over.
So I said, Sitting under a potlid,
tiny and inert as a rice grain.
They are turning the burners up, ring after ring.
Mother of beetles, only unclench your hand:
I'll fly through the candle's mouth like a singeless moth.
Give me back my shape. I am ready to construe the days I
coupled with dust in the shadow of a stone.
My ankles brighten. Brightness ascends my thighs.
I am lost, I am lost, in the robes of all this light.
ΛΕΞΕΙΣ
Πελεκούν
Μετά τον χτύπο τους το ξύλο αντηχεί,
Και η ηχώ! Ηχώ ταξιδεύοντας από το κέντρο σαν άλογα.
Οι χυμοί. Αναβλύζουν σαν δάκρυα, Σαν το Νερό που παλεύει.
Να συναρμολογήσει το κάτοπτρό του Πάνω στον βράχο
Που στάζει και γίνεται, λευκό καύκαλο, φαγωμένο από αγριόχορτα.
Χρόνια μετά Συναντώντας τες στο δρόμο Λέξεις στεγνές
και αδέσποτες, Το ακαταπόνητο ποδοβολητό.
Ενώ
Απ’ το βυθό της λίμνης, σταθεροί αστέρες Ορίζουν μια ζωή
WORDS
Axes
After whose stroke the wood rings, And the echoes!
Echoes traveling
Off from the center like horses.
The sap
Wells like tears, like the Water striving
To re-establish its mirror Over the rock
That drops and turns,
A white skull, Eaten by weedy greens.
Years later I Encounter them on the road---
Words dry and riderless, The indefatigable hoof-taps. While
From the bottom of the pool, fixed stars
Govern a life.
—της Ελένης Κεχαγιόγλου—
Πρωτοδημοσιεύτηκε στο books’ journal (τχ. 29, Μάρτιος 2013).
«Αυτά τα καινούργια μου ποιήματα έχουν κάτι κοινό. Γράφτηκαν στις τέσσερις το πρωί ‒ εκείνη την ασάλευτη, γαλάζια, σχεδόν αιώνια ώρα πριν από το λάλημα του κόκορα, πριν το κλάμα του μωρού, πριν την κουδουνιστή μουσική του γαλατά που τακτοποιεί τις μποτίλιες. Εάν έχουν κάτι ακόμη κοινό, ίσως είναι ότι γράφτηκαν για το αυτί, όχι για το μάτι: είναι ποιήματα που γράφτηκαν για να διαβάζονται δυνατά».
Έτσι προλογίζει μερικά από τα ποιήματα της συλλογής της Άριελ και άλλα ποιήματα (γραμμένα από τα τέλη του 1961 έως τα μέσα Νοεμβρίου του 1962), που διαβάζει σε μια εκπομπή του BBC η Σύλβια Πλαθ, τον Δεκέμβριο του 1962, λίγο πριν από το βράδυ που άνοιξε το γκάζι της κουζίνας και έχωσε το κεφάλι της στο φούρνο, στις 11 Φεβρουαρίου 1963. 42 χρόνια αργότερα, και περίπου 20 χρόνια μετά την έκδοση του βιβλίου από τον εν διαστάσει σύζυγο Τεντ Χιουζ, η κόρη της Φρίντα αναλαμβάνει να προλογίσει την «αποκαταστημένη έκδοση» της συλλογής αυτής, παραδίδοντας στο αναγνωστικό κοινό το έργο, όπως η Πλαθ το είχε επιμελώς αφήσει: 40 δαχτυλογραφημένα ποιήματα, αφιερωμένα στα δύο παιδιά της, σε ένα μαύρο ντοσιέ στο γραφείο της. Το κείμενο της Φρίντα Χιουζ με κάποιο τρόπο ανακαλεί το ποίημα του πατέρα της «Τα σκυλιά τρώνε τη μητέρα σου» («Την ξέθαψαν. Τώρα ευδοκιμούν / στην αφθονία / του κορμιού της») από τη συλλογή του Γράμματα γενεθλίων (1998) την οποία αποφασίζει να εκδώσει τη χρονιά του θανάτου του ‒σπάζοντας την πολυετή σιωπή του προκειμένου να δώσει τη δική του, ποιητική, εκδοχή για τη θυελλώδη σχέση του με τη γυναίκα που ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε στα είκοσι έξι του χρόνια‒ και την οποία επίσης αφιερώνει στα δύο τους παιδιά: «Για τη Φρίντα και τον Νίκολας».
«Το πλήθος που μασουλά φιστίκια / στριμώχνεται να δει / να με ξετυλίγουν απ’ την κορφή ώς τα νύχια / το μεγάλο στριπτίζ» γράφει η Πλαθ σε ένα από τα διασημότερα ποιήματά της («Κυρία Λάζαρος»), σαν να προοικονομεί ειρωνικά ό,τι έμελλε να συμβεί μετά το θάνατό της: το αναγνωστικό κοινό θα ρουφήξει τις λέξεις της αναζητώντας τα σημάδια της προσωπικής ιστορίας μιας ύπαρξης που βασανίστηκε στη σύντομη ζωή της από την ψυχική ασθένεια, οι φεμινίστριες θα την αναγάγουν σε σύμβολο ταλαντούχας γυναίκας που οδηγήθηκε στην καταστροφή από τον άντρα που την πρόδωσε, ενώ ο άντρας με τον οποίο βρισκόταν στα πρόθυρα του διαζυγίου θα γίνει ο επιμελητής του έργου της αφαιρώντας από το Άριελ δώδεκα «ένοχα» για τον ίδιο ποιήματα στην αγγλική έκδοση του 1965 και έντεκα στην αμερικανική του 1966, και αντικαθιστώντας τα με άλλα, αλλοιώνοντας εντέλει έτσι την πρόσληψη του έργου της.
Ως κληρονόμος πια και των δύο σημαντικών ποιητών του 20ού αιώνα-γονιών της, η Φρίντα Χιουζ θα προχωρήσει στην «αποκαταστημένη έκδοση» του σημαντικότερου έργου της Πλαθ και θα πάρει τη σκυτάλη για να καταθέσει, προλογίζοντας, τη δική της «ανάγνωση» της οικογενειακής ιστορίας, σε μια καταφανή προσπάθεια να αποκαταστήσει τον πατέρα της, να τον απαλλάξει από τη σφοδρότατη αρνητική κριτική που είχε υποστεί: «Θέλησε να δώσει στο βιβλίο μια ευρύτερη προοπτική προκειμένου να το κάνει πιο αποδεκτό από τους αναγνώστες, να μην τους ξενίσει», «“Ήθελα απλώς να κάνω το βιβλίο όσο καλύτερο μπορούσα”, μου είχε πει», «Ο πατέρας μου έτρεφε βαθύτατο σεβασμό για το έργο της μητέρας μου, παρόλο που ο ίδιος είχε αποτελέσει ένα από τα αντικείμενα της οργής της», «Και παρόλο που εκείνος έπεσε θύμα αυτού του έργου, αναγνώρισε τη σημαντικότητά του». Ταυτόχρονα, ομολογώντας πως για την ίδια το Άριελ είναι το σύμβολο «της ευρύτατης σπίλωσης του πατέρα» της, ζητά κάθε ποίημα «να ειδωθεί με την προοπτική της γνώσης ότι με τον καιρό η ζωή και οι παρατηρήσεις για τις οποίες τα ποιήματα είχαν γραφτεί θα είχαν αλλάξει, εξελιχθεί και προχωρήσει, όπως θα είχε κάνει και η ίδια η μητέρα μου». Και, ενώ καταγγέλλει ότι η αυτοκτονία της Πλαθ «έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης από ξένους, οι οποίοι την οικειοποιήθηκαν και την επαναδιαμόρφωσαν» και ότι «από το θάνατό της και μετά η μητέρα μου ανατέμνεται, αναλύεται, επανερμηνεύεται, επανεπινοείται, μυθιστοριοποιείται και σε κάποιες περιπτώσεις χαλκεύεται», η Φρίντα Χιουζ, στα 45 της χρόνια, με τον τρόπο της, αν και ίσως ερήμην της, συμβάλλει στη μυθιστοριοποίηση αυτή, καθώς ‒μολονότι επιθυμεί η μητέρα της να διαβαστεί ως ποιήτρια και όχι ως σύμβολο‒ στρέφει και η ίδια, για άλλη μία φορά, την προσοχή όχι στο έργο μα στους ανθρώπους, ανατροφοδοτώντας και αναθερμαίνοντας τον (ευπώλητο) θρύλο «Σύλβια Πλαθ-Τεντ Χιουζ».
Πρόκειται εντέλει για την ιστορία μιας οικογένειας ‒για την ιστορία κάθε οικογένειας‒, για το πάσχον σώμα της, που ‒είτε αντιμετωπίζει κανείς τα τραύματά της με συμπόνια και κατανόηση‒ είτε επιζητεί θύματα και θύτες, παραμένει μια αφήγηση ουσιαστικά ξένη προς το άφθαρτο ποιητικό σώμα. Εξάλλου, όπως και η Φρίντα γράφει σχολιάζοντας τα «στεγνά και σύντομα σχόλια» της μητέρας της στην εκπομπή του BBC: «Δεν ήθελε να δώσει έμφαση στο γεγονός ότι εξέθετε τον εαυτό της». Και η Πλαθ περιμένει ακόμη να διαβαστεί ως ποιήτρια, πέρα από τη φενιστική κριτική ή την ανάγνωση διά του Χιουζ ή τις «οδηγίες» της κόρης της.
* * *
Το Άριελ, το ωριμότερο ποιητικό έργο της Πλαθ, ξεκινά με τη λέξη «αγάπη» και ολοκληρώνεται με τη λέξη «άνοιξη», όπως είχε γράψει η ποιήτρια και όπως κατέστη φανερό με την έκδοση του 2004, καθώς ο Χιουζ είχε παρέμβει και στη δομή του έργου,μεταφέροντας τα πέντε τελευταία ποιήματα της συλλογής (τα γνωστά ως «Bee Poems») από το τέλος στη μέση. Σε ένα ποιητικό βιβλίο, ψηφίδα την ψηφίδα, διαμορφώνεται ένα σύμπαν ολόκληρο· η θέση του κάθε ποιήματος είναι σημαντική για τον τρόπο με τον οποίο το σύμπαν αυτό σταδιακά αποκαλύπτεται στον αναγνώστη και, επομένως, επηρεάζει την εκ μέρους του πρόσληψη, με τον ίδιο τρόπο που ένα κτίριο αλλάζει μορφή ανάλογα με το πού θα τοποθετηθεί, π.χ., η κύρια είσοδος και πού η έξοδος κινδύνου του. Το βιβλίο μπορεί να διαβαστεί πλέον ως μια πορεία που εκκινεί από την αγάπη, τη γέννηση λόγω της αγάπης («Πρωινό τραγούδι»), προχωρά στην οδύνη του έρωτα («Οι αγγελιαφόροι»), στο «βίαιο τοπίο» της ερωτικής σχέσης («Θηρευτής λαγών») και στην εφιαλτική «Θαλιδομίδη» (το φάρμακο-ηρεμιστικό για τις εγκύους στα τέλη της δεκαετίας του 1950 στο οποίο χρεώνονται γεννήσεις παιδιών με δυσπλασία στα άκρα), κι από εκεί στην ειρωνική παρουσίαση των κοινωνικών στερεοτύπων για την ευτυχισμένη συνύπαρξη στο γάμο («Ο υποψήφιος»: «Μια κούκλα ζωντανή από κάθε άποψη. / Μπορεί να ράβει, μπορεί να μαγειρεύει / μπορεί να μιλάει, να μιλάει, να μιλάει. / Λειτουργεί, βλάβη δε θα βρεις»), ενώ στη «Στείρα γυναίκα» η ποιητική φωνή διαπιστώνει αδυναμία να ανταποκριθεί «στο κάλεσμα του κόσμου», καθώς «οι φροντίδες των νεκρών με πληγώνουν».
Το επόμενο ποίημα, το υψηλής δεξιοτεχνίας «Κυρία Λάζαρος», από τα πιο γνωστά του Άριελ, διαβάστηκε ως προοικονομία της αυτοκτονίας της («Είμαι μοναχά τριάντα, / και σαν τη γάτα μπορώ να πεθάνω εφτά φορές. / Αυτή είναι η νούμερο τρία»). Ωστόσο, σε μια ατμόσφαιρα γκροτέσκα, τσιρκολάνικη σαν ταινίας του Φελίνι, η ποιητική φωνή υιοθετεί την περσόνα Εβραίας ‒το μεγαλούργημα του ναζιστή Herr Εχθρού‒ που πρωταγωνιστεί σε ένα θέαμα όπου το πλήθος την χαζεύει να πεθαίνει (και σαν Λάζαρος να ξαναγεννιέται) με μαεστρία («Το να πεθαίνεις / είναι μια τέχνη, όπως καθετί. / Κι εγώ το κάνω εξαιρετικά καλά / Το κάνω έτσι ώστε να μοιάζει κόλαση. / Το κάνω έτσι ώστε να μοιάζει αληθινό. / Έχω το χάρισμα μπορείς να πεις»), ενώ εκείνη δηλώνει αυτοσαρκαστικά: «υπάρχει χρέωση / για τη θέαση των ουλών μου, υπάρχει χρέωση / για την ακρόαση της καρδιά μους ‒ / στ’ αλήθεια χτυπάει. / Κι υπάρχει χρέωση, πολύ μεγάλη χρέωση / για μία λέξη, ένα άγγιγμα / μια στάλα αίμα». Κι αν όμως στριφογυρνά και καίγεται, κι αν γίνεται στάχτη και λιώνει χωρίς να απομείνει παρά «μια πλάκα σαπούνι / μια βέρα / ένα δόντι χρυσό», από τις στάχτες της αναγεννιέται: «Μέσα απ’ τη στάχτη / ανυψώνομαι με κόκκινα μαλλιά / τους άντρες κάνω μια χαψιά». Είναι προφανές ότι η «Κυρία Λάζαρος» υπερβαίνει το περιοριστικό πλαίσιο της σύνδεσής της με τη βιογραφία της Πλαθ. Όσο και αν ο υποψιασμένος αναγνώστης βλέπει στον «Herr Εχθρό, Θεό, Εωσφόρο» τον γερμανό πατέρα της Όττο (στη φωτό που ακολουθεί, εικονίζεται η Πλαθ μωρό, με τους γονείς της), που μετανάστευσε στην Αμερική στα 15 του χρόνια, το εξαιρετικής εικονοποιίας ποίημα, με ύφος παιγνιώδες, σπρώχνει το «light verse» στα άκρα για να αποτραγικοποιήσει το οδυνηρό, να ειρωνευτεί τις κοινωνικές συμβάσεις ώσπου, εντέλει, όσο ακριβό κι αν είναι το τίμημα, να τις υπερβεί.
Ο τόνος αλλάζει στο επόμενο ποίημα, «Τουλίπες», το οποίο επίσης επιτρέπει πολλαπλές αναγνώσεις: εδώ, το νοσοκομείο είναι μεταφορικά ο χώρος όπου ο άνθρωπος γίνεται ο κανένας, χωρίς όνομα, ρούχα και ιστορία, χωρίς αποσκευές. Αλλά οι τουλίπες τον συνδέουν, βίαια και εκ νέου, με «μια χώρα μακρινή σαν την υγεία». Το ποίημα, που κατά δήλωση του Τεντ Χιουζ αντλεί την έμπνευσή του από τη νοσηλεία της Πλαθ σε νοσοκομείο για αφαίρεση σκωληκοειδίτιδας (Μάρτιος 1961), παρακολουθεί το δίλημμα της επιλογής του σύγχρονου ανθρώπου: να παραδοθεί στην απόλυτη ελευθερία του απόλυτου τίποτα της ανυπαρξίας ή να ζήσει με τις δεσμεύσεις των «αποσκευών» του.
Ted Hughes and Sylvia Plath 1959 |
Μετά τον «Δεσμοφύλακα», όπου φωτίζεται η νοσηρή αλληλεξάρτηση στην ερωτική σχέση, το ποίημα «Πληγή» είναι ένα παράδειγμα για τις πολλαπλές και αντιφατικές ερμηνείες των ποιημάτων της: ορισμένοι κριτικοί θεώρησαν ότι το ποίημα αναφέρεται στον άντρα της και στην πληγή της αποκάλυψης της εξωσυζυγικής σχέσης του με την Άσια Γουέβιλ (βλ. φωτό)· άλλοι το είδαν ως «φεμινιστική κατάθεση», όπου αυτό που αιμορραγεί δεν είναι άλλο από το γυναικείο σώμα που πάσχει από τις επιθετικές αρσενικές μορφές· άλλοι το διάβασαν ως νύξη σε σύγχρονα με την εποχή της συγγραφής του (Οκτώβριος 1962) πολιτικά γεγονότα, στον απόηχο της σύγκρουσης του Κένεντι με τον Χρουστσόφ λόγω της Κούβας· άλλοι έκριναν ότι η πληγή στον κομμένο από οικιακό ατύχημα αντίχειρα δεν είναι παρά μεταφορά για τον τραυματισμένο ψυχικό κόσμο της Πλαθ, δίνοντας έμφαση στο γεγονός ότι αποκαλεί το δάχτυλό της Humunculus (ανθρωπάκι, στα λατινικά· ως όρος της ψυχολογίας σημαίνει αυτό που υποτίθεται πως καθορίζει την ανθρώπινη διάνοια και ψυχοσύνθεση)· άλλοι, πάλι, απλούστερα, αναγνώρισαν στην ποιητική περσόνα που μιλά σε πρώτο πρόσωπο στην «Πληγή» τη Σούζαν Ο’Νηλ, την νταντά των παιδιών της Πλαθ, στην οποία το ποίημα αφιερώνεται, υποθέτοντας πως σε εκείνη συνέβη το ατύχημα που ενέπνευσε την Πλαθ… Η «Πληγή» μάλλον περιέχει δυνητικά όλες τις παραπάνω ερμηνείες ‒χωρίς ωστόσο να υποτάσσεται σε καμία‒, όπως και κάθε άλλη που θα προκύψει από την κριτική ή όχι ανάγνωσή του, από τον κάθε αναγνώστη που θα του διαθέσει το χρόνο για τον οποίο όλα τα ποιήματα εκλιπαρούν προκειμένου να αποκαλυφθούν.
To «Άριελ» (το ξωτικό στη σαιξπηρική Τρικυμία, η «Λέαινα του Θεού», στα εβραϊκά ‒άρα, η πόλη Ιερουσαλήμ‒, το όνομα του αγαπημένου αλόγου της Πλαθ με το οποίο έκανε ιππασία), το σύντομο και κρυπτικά αριστουργηματικό ποίημα που δίνει τον τίτλο του και στη συλλογή ‒και αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη χάρη στη μαγευτική όσο και παθιασμένη μετάβαση από την «ακινησία στο σκοτάδι» στη «δροσοσταλίδα που ίπταται/ αυτοκτονική, που ορμητικά εισέρχεται/ στο κόκκινο / μάτι, στη χύτρα του πρωινού»)‒ έχει επίσης απασχολήσει εκτενώς την κριτική, στην προσπάθειά της να το ξεκλειδώσει, αν και έχει σύμπασα αποφανθεί πως πρόκειται για ποίημα εμβληματικό της ποιητικής μαεστρίας της Πλαθ. Ο Τεντ Χιουζ στα Γράμματα γενεθλίων του της αποκρίνεται ποιητικά με το «Νυχτερινή βόλτα με τον Άριελ», όπου αναφέρεται στις γυναίκες που επηρέασαν την Πλαθ, για να γίνουν οι δαίμονές της· το ποίημα καταλήγει: «εκείνη τη Δευτέρα, Ημέρα της Σελήνης», εννοώντας, σύμφωνα με μία ανάγνωση, τη Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου της αυτοκτονίας της.
Στο «Θάνατος και Σία», ο θάνατος έχει δύο πρόσωπα: αφενός, το παγερό του ρομαντικού Μπλέικ· αφετέρου, το πρόσωπο εκείνου που «θέλει να αγαπηθεί». Το ένα, παγωνιά· το άλλο, δροσοσταλίδα. Ακολουθούν πέντε ποιήματα, τα οποία είχαν όλα αφαιρεθεί από την έκδοση σε επιμέλεια Τεντ Χιουζ («Οι Μάγοι», «Λέσβος», «Η άλλη», «Απότομο φρενάρισμα», «Το στόμα με θάρρος να κρατάς κλειστό») και των οποίων η σχέση με το Άριελ αποκαλύφθηκε από τη λίστα των Περιεχομένων του χειρογράφου που παρέθετε ο Τεντ Χιουζ στην έκδοση με τα Άπαντα της Σύλβια Πλαθ το 1981. Το αποτέλεσμα ήταν άλλος ένας γύρος επικρίσεων εναντίον του Χιουζ ‒ επικρίσων τις οποίες, 23 χρόνια αργότερα, η Φρίντα Χιουζ αναλαμβάνει να διαψεύσει με το επιχείρημα πως «εκείνος χρησιμοποίησε το χειρόγραφο προς όφελος δικό μου και του αδερφού μου. Με την κληρονομιά της ποίησής της η μητέρα μου συνέχισε να μας νοιάζεται», συνδέοντας έτσι ένα θέμα φιλολογικό με ένα ζήτημα οικονομικό: το κέρδος από τα δικαιώματα της έκδοσης. Διαβάζοντας σήμερα τα «λογοκριμένα» από τον Χιουζ ποιήματα, είναι δύσκολο να αντισταθεί κανείς στη σκέψη ότι ακόμη και ένας από τους σημαντικότερους άγγλους ποιητές του 20ού αιώνα, στάθηκε ανθρώπινα αδύναμος στο να διακρίνει, μες στη σκληρή κατάσταση που βίωνε, τον άνθρωπο από την ποιητική διάνοια ‒ για τον Χιουζ, ίσως επρόκειτο πρωτίστως για τη γυναίκα του που αυτοκτόνησε ενοχοποιώντας τον στα μάτια όλου του κόσμου, όσο και αν η κόρη του διαβεβαιώνει ότι «για εκείνον το έργο [της] ήταν ιερό και θεωρούσε τη φροντίδα του τιμητικό καθήκον». Η Πλαθ, πάντως, στο ποίημα «Ο Νικ και το κηροπήγιο» θα μιλήσει για τα παιδιά που πληρώνουν αμαρτίες που δεν είναι δικές τους: «Ο πόνος / που σε ξυπνά δεν είναι δικός σου» (στη φωτό που ακολουθεί, η Πλαθ με την κόρη και τον γιο της).
Τα επόμενα ποιήματα του Άριελ, έως την καταληκτική ενότητα των «Bee Poems», η ποιητική περσόνα θα οδηγηθεί στην αυτο-ανακάλυψη, καθώς θα ξαναγεννηθεί αθώα, ως μωρό («Καθ’ οδόν»), θα αναμετρηθεί με το θηλυκό απεχθές τέρας από το οποίο επιχειρεί να δραπετεύσει («Μέδουσα»· θεωρείται πως το ποίημα αφορά τη μητέρα της ποιήτριας, Αουρέλια), θα απεγκλωβιστεί από τον «νυμφίο», «τον άρχοντα των κατόπτρων», θα ζητήσει ως «δώρο γενεθλίων» στο ομότιτλο ποίημα, με γλώσσα φορτισμένη, το θάνατο («και το σύμπαν θα ξεγλιστούσε από δίπλα μου»), θα προβεί στη ζοφερή αποδοχή ότι «ο κόσμος αλλάζει ξαφνικά»(«Γράμμα το Νοέμβριο»), θα αποφασίσει ότι «η γλυκιά Λήθη είναι η ζωή μου» («Αμνήμων»), θα βρεθεί σπαρακτικά αντιμέτωπη με το οιδιπόδειο («Μπαμπάς»), καθώς δεν πρόφτασε να αποκόψει τον ομφάλιο λώρο λόγω του πρόωρου θανάτου του πατέρα της, θα αναγνωρίσει ότι επέλεξε έναν άντρα «με σένα ολόιδιο» και με «μια κλίση στον πόνο και το μαρτύριο», από τον οποίο επίσης αποφασίζει να απαλλαγεί: «Τι να σκοτώνεις έναν άντρα, τι δυο» και θα αναζητήσει τον καινούργιο της εαυτό: «(οι εαυτοί μου διαλύονται, σαν παλιά πανωφόρια μιας πόρνης) ‒ / στον Παράδεισο» («40 πυρετός»).
Η Πλαθ, όταν ολοκλήρωσε τα τελευταία πέντε ποιήματα του Άριελ (στα μέσα Οκτωβρίου 1962), έγραψε στη μητέρα της «Είμαι συγγραφέας… Έγραψα τα καλύτερα ποιήματα της ζωής μου». Παρόλο που στα αριστουργήματά της συγκαταλέγονται, μεταξύ άλλων, τα «Λαίδη Λάζαρος», «Άριελ» και «Μπαμπάς», τα τέσσερα «Bee Poems» αποτελούν τομή στο έργο της καθώς εμφανίζουν διαφορετική αισθητική, σε μια διαδικασία μαθητείας όπου οι μέλισσες είναι το σύμβολο της αλλαγής. Εξάλλου: «Οι μέλισσες πετούν. Γεύονται την άνοιξη». Και η Σύλβια Πλαθ, με το Άριελ, μια ποιητική συλλογή με πλούσια σύμβολα (τακτικά επανέρχονται ο καθρέφτης, η σελήνη κ.ά.), όπου οι εναλλαγές ύφους και ρυθμού και η λαμπερή γλώσσα καταδεικνύουν στιβαρή ποιητική προσωπικότητα, κερδίζει επάξια τη θέση της στο πάνθεον των ποιητών-σταθμών του 20ού αιώνα, όχι ως αυτόχειρας (ιδανική ή όχι), όχι ως γυναίκα ποιήτρια («είμαι ποιήτρια που είναι γυναίκα, όχι γυναίκα ποιήτρια» έχει πει η αμερικανίδα ποιήτρια, και φίλη της Πλαθ, Ρουθ Φέινλαϊτ). Και επιζητεί ‒σε πείσμα της θορυβώδους εποχής‒ επίμονους αναγνώστες, αναγνώστες έτοιμους να παραδοθούν σε ένα ταξίδι αυτογνωσίας, σε όλες του τις αιχμηρές, τις ακραίες, τις αντιφατικές και παθιασμένες εκφάνσεις, που είναι φωτεινό και στις πιο σκοτεινές όψεις του διότι είναι ουσιαστικά ποιητικό.
Όπως έχει σχολιάσει ο ιρλανδός νομπελίστας ποιητής και θεατρικός συγγραφέας Σήμους Χήνεϋ : «Το Άριελ είναι πλήρες ευφορίας, της ευφορίας μιας διάνοιας που δημιουργεί με περιπαικτικό πνεύμα, υπερβαίνοντας το πάσχον πρόσωπο. Το Άριελ διεκδικεί το δικαίωμα να ακουστεί· να ακουστεί το ποίημα ‒ όχι ο ποιητής».
* * *
Η Σ ύ λ β ι α Π λ α θ
«τώρα πετάει
πιο τρομερή από ποτέ, κόκκινη
ουλή στον ουρανό, κόκκινος κομήτης
πάνω από τη μηχανή που τη σκότωνε ‒
το μαυσωλείο, το κέρινο σπίτι».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου