Το διήγημα " Πώς φαντάζεστε τη ζωή του Οδυσσέα μετά την επιστροφή του στην Ιθάκη " της Λένας Φατούρου τιμήθηκε με Αριστείο από την UNESCO Ζακύνθου ,Κεφαλληνίας , Ιθάκης .
Αυτό το βράδυ είχε έκλειψη ηλίου. Ο ήλιος χανόταν όπως το ίδιο χανόταν ώρες, ώρες και η λογική του. Τα μάτια του νεκρή φύση κοίταζαν σταθερά το κενό και το σαλεμένο μυαλό του θυμόταν μόνο ότι εκείνο ήθελε να θυμηθεί, κάθε τι σκληρό που τον πόναγε και του κομμάτιαζε την καρδιά. Αυτό το μυαλό πού’ χε πάρει τη μορφή δήμιου κατασπαράζοντας το είναι του, βρίσκοντας τον τρόπο που τίποτα και κανένας άλλος, δεν είχε βρει μέχρι τώρα. Θυμόταν πως, ένα βράδυ που έμοιαζε τόσο πολύ με το αποψινό, γέμισε το βασίλειο του πτώματα, σκοτώνοντας όλους αυτούς που τον πρόδωσαν.
Τινάζει ξαφνικά το κεφάλι, πιάνει την κρεμασμένη φαρέτρα και βγάζει ένα τόξο, χαϊδεύοντας το με τις άκριες των δαχτύλων του. Το βλέμμα του σκληραίνει έτσι όπως ο νους του τρέχει στην Ευρύκλεια, που τον αναγνώρισε από το σημάδι του ποδιού του κι ένα αχνό χαμόγελο ικανοποίησης τον επαναφέρει, έχοντας μπροστά του τις σκηνές με τ’ άψυχα σώματα των μνηστήρων, αλλά και της άπιστης δούλας. Αφήνει το τόξο, σηκώνεται και κατευθύνεται στο μαρμάρινο τραπεζάκι της βεράντας. Τρία περίτεχνα καλάθια γεμάτα εύγευστα φρούτα και ξηρούς καρπούς, είναι ότι πρέπει τώρα δα, για να του πάρουν λίγο το πικρό σάλιο που γέμισε τον ουρανίσκο του. Δαμάσκηνα, σταφύλια, κούμαρα, ξερά σύκα, αμύγδαλα, κάστανα, ήταν οι συναγωνιστές τούτο το απόγευμα, διώχνοντας και ευφραίνοντας για λίγο, την ηττημένη του ψυχολογία, δίνοντας του τη χαρά της νίκης μέσα από την ευωδιαστή τους γεύση.
Με αργές κινήσεις έπαιρνε τον κάθε καρπό και τον μάσαγε με τόση ακρίβεια στο χτύπημα των χειλιών του, λες και σκάρωνε το σχέδιο της επόμενης μάχης. Μόνο που ετούτη εδώ η μάχη, ήταν πιο σκληρή και πιο επικίνδυνη από οποιαδήποτε άλλη.
-Αν χάσεις τη ισορροπία της ψυχής Οδυσσέα,- μονολογούσε,
-αν βγεις ηττημένος και ο λογισμός σου γίνει φτερό στον άνεμο, τότε δεν είσαι καν ούτε ένας μέτριος πολεμιστής-.
Αυτές οι σκέψεις παίδευαν το μυαλό του από τότε που επέστρεψε στην Ιθάκη. Μόνη του χαρά, η συνάντηση με το γιο του Τηλέμαχο και εκείνο το φιλί στο νεανικό μέτωπο του αγαπημένου του αγοριού που στάθηκε δίπλα του όταν έπρεπε. Τώρα του λείπει, του λείπει πολύ αφού κανείς άλλος δεν του δίνει την απαιτούμενη σημασία που προέρχεται από αγάπη και όχι από φόβο. Είχε πιστέψει όταν επέστρεψε κοντά στην Πηνελόπη και πάλι, πως ξανά βρήκε την ταυτότητα του. Είχε αποκαταστήσει την έννομη τάξη στο βασίλειο του, αρνούμενος πια να λάβει μέρος σε οποιαδήποτε εκστρατεία. Βασανίστηκε πολύ να πετάξει στην χοάνη του χρόνου σημεία και τέρατα της ζωής του που πολλές φορές τον έστειλαν στον θάνατο. Ίσως αυτός να ήταν και ο λόγος που το μυαλό του χανόταν συχνά βρίσκοντας απάγκιο στη λήθη. Οι μέρες του περνούσαν σχετικά ήσυχα ανάμεσα σε ψάρεμα και κυνήγι, δίχως να έχει προσέξει ιδιαίτερα την αλλαγή στον χαρακτήρα της Πηνελόπης. Πολλές φορές της είχε μιλήσει για τη δύσκολη ζωή που πέρασε μακριά της δίχως να της κρύψει τίποτα.
-Πέρασα πολλά,- της έλεγε κάθε τόσο.
-Μα δεν βλέπω να νοιάζεσαι,- την κοίταζε έντονα σαν να ήθελε να εκμαιεύσει κάτι.
Η Πηνελόπη όμως αδιάφορη, έδινε περισσότερη σημασία στο χρυσοκέντητο σχέδιο που κρατούσε στα χέρια της.
-Κινδύνεψα άπειρες φορές, ήρθαν στιγμές που νόμισα ότι θα με καταπιεί η θάλασσα Πηνελόπη-.
-Και λοιπόν;- Του αποκρινόταν εκείνη.
-Δεν είδα αυτό να σε έκανε να μην πέσεις στην αγκαλιά της Κίρκης, την ώρα που εγώ πάλευα με τη γυναικεία μου φύση ενάντια σε όλους αυτούς που λαχταρούσαν το κορμί μου. Πάντα είχα ένα όχι για κάθε αρσενικό που με πλησίαζε. Δεν θέλω πια τίποτα από σένα Οδυσσέα, τίποτα!-
Αυτά τα λόγια καρφώθηκαν για τα καλά στην καρδιά του Οδυσσέα, που βλαστήμαγε την τύχη του όταν κάποτε δεν άφησε να τον κατασπαράξουν εκείνα τα δυο φοβερά τέρατα της θάλασσας, η Σκύλα και η Χάρυβδη. Τουλάχιστον δεν θα ζούσε τώρα, για να ακούσει και να δει την απογοήτευση της δικής του Πηνελόπης. Προσπάθησε ύστερα από αρκετό καιρό αποχής, να ξανά βγει για κυνήγι και ψάρεμα. Χρειαζόταν να απομακρυνθεί από το βασίλειο του, δεν ήθελε να πληγώνει με την παρουσία του την Πηνελόπη.
-Ιδομενέα, θα έρθεις και συ μαζί μου- διέταξε ο Οδυσσέας.
Ο πονηρός Ιδομενέας, ένας από τους στρατιώτες του, προσποιήθηκε τον άρρωστο.
-Δηλητηριασμένα δαμάσκηνα άρχοντα μου. Στον θάνατο έφτασα. Νομίζω πως αν έρθω μαζί, μάλλον πρόβλημα θα δημιουργήσω-. -Που βρέθηκαν οι δηλητηριασμένες τροφές στρατιώτη; Θα έπρεπε να είχαμε πεθάνει όλοι-. Λέει με θυμό ο Οδυσσέας.
-Εγώ φταίω,- απαντά έντρομος για τη γκάφα του ο Ιδομενέας.
- Εγώ, που δεν πήρα τις απαραίτητες προφυλάξεις και η λαιμαργία μου με κάνει να τρώω ο,τιδήποτε μου προσφέρουν-.
Έτσι, ο Ιδομενέας παρέμεινε στο παλάτι. Ο Οδυσσέας πήρε τρεις τέσσερις άντρες μαζί του κι έφυγε για το δάσος.
Πέντε μέρες πέρασαν και το μεσημέρι της πέμπτης μέρας, γύρισαν περιχαρείς μ’ ένα καραβάνι πράγματα. Οι αποθήκες γέμισαν με κοτόπουλα, λαγούς, κουνέλια, αγριοκάτσικα και δυο αγριόχοιρους. Τα ψάρια μπήκαν σε ειδική συσκευασία με μπόλικο αλάτι και νερό, ενώ το ίδιο βράδυ έγινε μεγάλο γλέντι προς τιμή των κυνηγών.
Τα τραπέζια ετοιμάστηκαν με κάθε λογής φρέσκο έδεσμα, ενώ οι αμφορείς με το κρασί, πηγαινοέρχονταν από χέρι, σε χέρι.
Θαρρείς και οι Θεοί έβαλαν στο μάτι τον άξιο πολεμιστή Οδυσσέα κι ένας κακοντυμένος βοσκός τον πλησιάζει.
-Συχώρα με αφέντη για την αδιαντροπιά μου να βρεθώ εγώ ο κουρελής μπροστά σου. Έχω κακό μαντάτο να σου πω. Εγώ θα στο πω κι εσύ αν θες αποκεφάλισε με. Υποχρέωση το’ χω στην αφεντιά σου και θα το κάμω-.
Ο Οδυσσέας παραξενεμένος τον έπιασε απ’ τον ένα ώμο και τον οδήγησε σε μια απόμερη γωνιά του κήπου.
-Λέγε γέρο κουρελή, λέγε και πρόσεχε καλά τα λόγια σου, γιατί μια λέξη ψεύτικη να πεις, σου πήρα το κεφάλι-.
Με χαμηλωμένο βλέμμα ο χοιροβοσκός, του αποκαλύπτει την ερωτική σχέση της Πηνελόπης με τον Ιδομενέα. Του δίνει όλα εκείνα τα στοιχεία που αφορούν το μέρος συνάντησης των δυο εραστών και φεύγει τρέχοντας.
-Θα σε βρω, όπου κι αν κρυφτείς,- του φωνάζει ο Οδυσσέας διαγράφοντας το πρόσωπο του το μίσος και η τιμωρία.
Γυρίζει στο τραπέζι σκεφτικός με ματιά που έβγαζε φλόγες, καίγοντας τα σωθικά της Πηνελόπης που το ένστικτο της έλεγε, ότι κάτι κακό συνέβαινε.
Από εκείνη τη στιγμή, αρχίζει η παρακολούθηση της Πηνελόπης και του Ιδομενέα, από τον ίδιο τον Οδυσσέα.
Είχαν περάσει δυο ημέρες από αυτή την πικρή αποκάλυψη του χοιροβοσκού και ο Οδυσσέας άγρυπνος, παραμιλούσε κρυμμένος πίσω από την φαρδιά κουρτίνα του δωματίου του.
Το φως του κήπου λιγοστό, <κατ’ εντολή του> και οι φρουροί αποκαμωμένοι ξεκουράζονταν στην ισάδα μιας μεγάλης πέτρας, κουβεντιάζοντας. Η Πηνελόπη τυλιγμένη μέσα στην σκούρα μαντίλα της, γλίστρησε αθόρυβα σαν αερικό δίχως να την πάρουν είδηση κι έφτασε στο μικρό σπιτάκι του Ιδομενέα.
Από τα άγρυπνα μάτια του Οδυσσέα, έτρεξε ένα δάκρυ, ένα αντρίκιο δάκρυ, σαν τάμα για τον θάνατο των δυο εραστών.
Το ξημέρωμα ο Ιδομενέας και η Πηνελόπη, κείτονταν νεκροί πλάι, πλάι. Ανάμεσα στα δυο πτώματα ο Οδυσσέας, έμοιαζε μέσα στον λευκό μανδύα του σαν περιτύλιγμα άκρατου ανέμου, που στο διάβα του σκόρπισε θάνατο και τρέλα μαζί. Κι εκείνος, κοιτάζοντας με την αλλόκοτη ματιά του το ξεραμένο αίμα στα χέρια του, έβγαλε μια κραυγή, που έγινε η ευθανασία του.
Το φοβερό νέο έφτασε στ’ αυτιά του Τηλέμαχου, που επέστρεψε στην Ιθάκη αναλαμβάνοντας τα ηνία του βασιλείου του πατέρα του.
Ο κήπος του παλατιού άλλαξε. Κοντά στο παλιό σπιτάκι, δυο μαρμάρινα γυμνά αγάλματα, της Πηνελόπης και του Ιδομενέα, θύμιζαν το αίσχος της προδοσίας. Πιο κάτω ένα άλλο άγαλμα, εκείνο του Οδυσσέα, θύμιζε μορφή τρελού που απεγνωσμένα προσπαθούσε να πνίξει στα δυο του χέρια, τον δηλητηριώδη όφη που του κατέστρεψε το μυαλό.
Από το περβάζι του παραθύρου του ο Τηλέμαχος, κοιτούσε τα αγάλματα κι ένα πικρό χαμόγελο διαγράφονταν στα χείλη του λέγοντας πάντα την ίδια φράση:
-Η αγάπη και το μίσος, συνήθως φέρνουν τα ίδια αποτελέσματα-.
Μπράβο Λένα μου
ΑπάντησηΔιαγραφή!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή