Μπορεί ο κόρακας ν’ ασπρίσει!
Μπορεί ο σπανός γένια ν’ αφήσει!
Μα δεν μπορεί ο Γκλύξμπουργκ
στην Ελλάδα να γυρίσει.
- Μα τι λέει πάλι; Πάει, το ’χασε για τα καλά. Ε, Σταύρο σύνελθε, πού ταξιδεύεις; Τι στιχάκια είναι αυτά;
- Δεν θυμάσαι, Αργυρώ; Δεν θυμάσαι που το έλεγα στο σχολειό, στο δημοψήφισμα για το Βασιλέα Γεώργιο;
- Μα πώς να το θυμάμαι, εγώ δεν είμαι από το χωριό σου. Δεν πήγαμε μαζί σχολείο. Και δεν με λένε Αργυρώ!!! Η Ματίνα είμαι, του φώναξε.
- Με κοροϊδεύεις, Αργυρώ; Δεν είμαι ο Νότης; Δεν θυμάσαι τη συγκέντρωση που κάναμε οι Επονίτες στο προαύλιο του σχολειού; Δεν θυμάσαι που σηκωνόμαστε ένας-ένας και λέγαμε δυο λόγια κατά της δυναστείας; Εγώ είχα φτιάξει αυτό το στιχάκι και το απάγγειλα με δυνατή φωνή και έγινε πανηγύρι, χειροκροτήματα, σωστός ξεσηκωμός! Και τότε ήρθες και μου έδωσες ένα σκαστό φιλί στο μάγουλο. Το θυμάμαι σαν και τώρα. Ήταν η πρώτη φορά που μου έδινε φιλί ένα κορίτσι. Μα δεν θυμάσαι, το πρώτο φιλί; Χάζεψες μωρή; Δεν ξέρεις, πόσο το ήθελα αυτό το φιλί. Καθόμουν στο πεζούλι του σχολειού και περίμενα να περάσεις. Περίμενα τη ματιά σου να συναντήσει τη δικιά μου. Αχ! πώς περίμενα αυτή τη μοναδική ματιά. Δεν ξέρεις, πώς την περίμενα. Τι λαχτάρα είχα! Κι όταν μού ’δωσες το φιλί μπροστά σε τόσο κόσμο. Τι ευτυχία! Μα δεν τα θυμάσαι καθόλου αυτά; Και μετά που πήγα στον καπετάν-Ανέστη, τον πατέρα σου, και του μίλησα στα ίσα: «Σύντροφε καπετάνιε, την Αργυρώ την αγαπώ και θέλω να δώσεις την ευκή σου». Δεν τα θυμάσαι αυτά;
Η Ματίνα σκούπισε ένα δάκρυ. Τον τελευταίο καιρό ο Σταύρος ήταν αλλού. Χειροτέρευε μέρα τη μέρα. Όλο για την ΕΠΟΝ μιλούσε, για μιαν Αργυρώ, για κάποιο Νότη. Και καλά η Αργυρώ, ίσως ήταν κάποιος νεανικός του έρωτας αλλά η ΕΠΟΝ, από πού κι ως πού; Ο Σταύρος, ο ενωμοτάρχης, το καμάρι της Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής. που στα χρόνια της Επαναστάσεως –ποτέ δεν την είπε χούντα- στις παρελάσεις φορούσε υπερήφανος τα παράσημα του αντισυμμοριακού αγώνος. που καμάρωνε όταν ο πρωθυπουργός του έστειλε «εύφημον μνείαν μετά παρασήμου», τότε που οι φοιτητές είχαν μπει στο Πολυτεχνείο, από πού κι ως πού;
Γύρισε και διάβασε στην κορνίζα που ήταν κρεμασμένη στον τοίχο:
Σταύρον Ι. Λιαρέαν, Ενωμοτάρχην
Διά την υπεύθυνον και πατριωτικήν στάσιν ήν επεδείξατε
κατά τα υπό των αναρχοκομμουνιστικών στοιχείων
προκληθέντα γεγονότα του παρελθόντος Νοεμβρίου
η Εθνική Κυβέρνησις σας απονέμει τήνδε την
ΕΥΦΗΜΟΝ ΜΝΕΙΑΝ
μετά του σχετικού παρασήμου.
Εν Αθήναις, τη 30η Ιανουαρίου 1974.
Αδαμάντιος Ανδρουτσόπουλος
Πρωθυπουργός της Εθνικής Κυβερνήσεως
Ευτυχώς, η κορνίζα με το παράσημο ήταν εκεί, διότι με όσα έλεγε ο Σταύρος είχε αρχίσει να αμφιβάλει για τη νοημοσύνη της. Ο Σταύρος στην ΕΠΟΝ; Ανήκουστο. Κι αυτός ο Νότης που θυμήθηκε σήμερα, ποιος ήταν;
- Ε, Σταύρο, τον ταρακούνησε, για ποια ΕΠΟΝ, για ποιο Νότη και για ποια Αργυρώ μου λες; Για άλλον μιλάς, όχι για το Σταύρο μου. Το Σταύρο που καθαίρεσαν οι δήθεν δημοκράτες το καλοκαίρι του ’74. Που τον καταδίκασαν, γιατί λέει βασάνιζε κρατούμενους στην Ασφάλεια. Ποια Αργυρώ είναι αυτή, ρε Σταύρο; Και τι σχέση είχες εσύ με την ΕΠΟΝ; Έβαλε τα κλάματα.
- Αργυρώ, άκου! Δεν τους ακούς; Έρχονται να μας πιάσουν. Κρύψου!
- Ποια Αργυρώ; έσκουξε η Ματίνα. Για όνομα του Θεού, Σταύρο! Θεέ μου, τι θα κάνω;
- Τρέξε Αργυρώ, τρέξε. Πήδα το χαντάκι και τρέξε. Θα τους καθυστερήσω εγώ. Παλιομπουραντάδες! Πίσω, φασίστες… Η Αργυρώ μου είναι κοριτσάκι ρε! Τι σας έφταιξε; Για το δίκιο παλεύει. Πίσω, ρε!
Πετάχτηκε πάνω, ιδρωμένος, κατακόκκινος. Γύρισε στη Ματίνα.
- Φύγε Αργυρώ, θα σε πιάσουν, φύγε σου λέω! Και πες στους συντρόφους πως έμεινε ο Νότης. Θα βαστήξει άμυνα ο Νότης. Φύγε, Αργυρώ! Τα σύνορα είναι κοντά, εκεί στο ποτάμι. Φύγε, και σου υπόσχομαι, θά ’ρθω να σε βρω.
Αγκάλιασε τη Ματίνα και τη φίλησε. Την έσπρωξε απαλά προς την πόρτα δακρυσμένος.
- Φύγε! σου λέω. Ο Νότης σου θα σε προστατέψει.
Κάθισε πάλι στο κρεβάτι, ιδρωμένος, αμίλητος.
Η Ματίνα είχε τρελαθεί. Έφερε ξανά το γιατρό. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα, της είπε. Είναι νέος αλλά η άνοια προχωράει. Να του δίνετε τις βιταμίνες του κι όσο αντέξει. Και να κάνετε υπομονή. Όσο χειροτερεύει, τόσο θα θυμάται τα παλιά, τα πιο καταχωνιασμένα στο υποσυνείδητο.
Ο γιατρός την αποτρέλανε. Ήταν ξεκάθαρος: «Ό,τι λέει, δεν το επινοεί, το έχει ζήσει. Αναπλάθει βιώματα». Καλά, εκείνη, τη Ματίνα, να τη νομίζει για την Αργυρώ, μπορούσε να το καταλάβει. Και ας πούμε πως είχε πάρει μέρος σε κάποια συγκέντρωση της ΕΠΟΝ το ’46 και δεν της το είχε αναφέρει ποτέ. Αλλά πώς γίνεται ο ενωμοτάρχης Σταύρος, να ήταν αντάρτης και Νότης;
-ο-ο-ο-
Τριάντα χρόνια τον ήξερε. Από το ’49 που υπηρετούσε στη χωροφυλακή στα μέρη της, στα χωριά της Φλώρινας. Μάνα δεν είχε, είχε πεθάνει όταν ήταν μικρός, της είπε. Ούτε πατέρα ούτε αδέρφια. Οι Ελασίτες είχαν κάψει το χωριό του, της είπε, κάπου στα ορεινά του Ταΰγετου, και είχαν σφάξει τον πατέρα του. Κατατάχτηκε στη χωροφυλακή ως ανταρτόπληκτος, της είπε. Στη Λακωνία, στην πατρίδα του, δεν πήγανε ποτέ. Δεν είχε κανέναν εκεί, της είπε. Ούτε ήθελε να θυμάται. Όλα του τα χρόνια υπηρέτησε στη Μακεδονία. Επί Επαναστάσεως -ποτέ δεν την είπε χούντα- μετατέθηκε στη Θεσσαλονίκη, στη Σταυρούπολη.
Στα γεγονότα του Νοέμβρη του ’73 ήταν ενωμοτάρχης και ο γιος τους φοιτητής, κλεισμένος στο Χημείο, στην Πανεπιστημιούπολη.
Φόρεσε πολιτικά και πήγε και τον βρήκε. Βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου, τον παρακάλεσε, θα φας το κεφάλι σου.
Εκείνος ήταν αποφασισμένος. Τον συλλάβανε, του κόψανε την αναβολή, τον στείλανε φαντάρο.
Δεν μεσολάβησε. «Θα βάλει μυαλό», είπε. «Και αν θέλει, μετά συνεχίζει τη σχολή». Ούτε ένα γράμμα δεν του ’στειλε. Έτσι σκληρός ήταν πάντα. Ο «Σταύρος ο Σπαρτιάτης» τον λέγανε στο τμήμα. «Μας ντρόπιασε», έλεγε για το γιο του, «αλλά ο στρατός θα τον στρώσει».
Μα τα πράγματα έγιναν αλλιώς. Το καλοκαίρι του ’74 τον καθαίρεσαν ως σκληροπυρηνικό. Τον κατηγόρησαν για βασανιστήρια. «Εντολές εκτελούσα», είπε, αλλά τον καταδίκασαν. Έκανε 14 μήνες φυλακή. «Τιμή μου», δήλωσε σε έναν δημοσιογράφο. Αμετανόητος.
Ο γιος του ούτε να τον δει. Νοίκιασε σπίτι, έπιασε δουλειά, πάλεψε, πήρε το πτυχίο του, παντρεύτηκε, έκανε παιδί, μα τον πατέρα του ούτε να τον δει. Πήγε η Ματίνα και τον βρήκε, η γυναίκα του πρόσχαρη, μα ο γιος τους ούτε ν’ ακούσει για τον πατέρα του: χουντικό τον ανέβαζε, βασανιστή τον κατέβαζε.
«Άσε ρε μάνα, δεν θες να ξέρεις τι τράβηξα στο στρατό μέχρι να πέσει η χούντα. Και τι έμαθα για το Σταύρο το… Σπαρτιάτη. Ας κάτσει να καμαρώνει τα παράσημά του», ήταν η τελευταία του κουβέντα.
Η απόρριψη του γιου του, τού στοίχισε. Από τότε μελαγχόλησε. «Τιμωρήθηκα», έλεγε συνεχώς, «τιμωρήθηκα». Κι άρχισε να βυθίζεται στις σκέψεις του. Όλο και πιο βαθιά. Τότε άρχισε να λέει τα ακαταλαβίστικα περί Αργυρώς και ΕΠΟΝ. Σήμερα ξεφούρνισε και το Νότη.
-ο-ο-ο-
Ξαναμπήκε στο δωμάτιο του Σταύρου. Είχε αρχίσει πάλι το παραμιλητό.
- Σταυρούλη, ξαδερφάκι μου! Γιατί Θεέ μου; Γιατί εγώ; Σταυρούλη μου, γιατί να σε βρει η σφαίρα μου. Αχ, μωρέ Σταύρο. Στο ’λεγα, μην πας στους μπουραντάδες. Αυτοί είναι αγρίμια. Αχ! Σταύρο και τι θα πω στη μάνα σου...
Πρέπει να πάω να προλάβω την Αργυρώ και τους άλλους...
Και τι να γράψω στη μάνα σου, που μας μεγάλωσε μαζί. Αχ! Σταύρο, ξαδερφάκι μου… αδερφάκι μου....
Πρέπει να προλάβω την Αργυρώ. Έρχονται… έρχονται δεν θα προλάβω...
Αχ! Σταύρο. Γιατί σε μένα...
Έρχονται, δεν προλαβαίνω... Φτάσανε…
Μέρα με τη μέρα χειροτέρευε. Κι όταν συνερχόταν, δεν μιλούσε. Μόνο κοιτούσε τη Ματίνα και ψιθύριζε: «τιμωρήθηκα, τιμωρήθηκα». Καθηλώθηκε στο κρεβάτι. Ήρθε η νύφη του, με τον εγγονό, αβάφτιστο ακόμα. Καλή κοπέλα, ερχόταν καμιά φορά. Του χάιδεψε το κεφάλι. Ήρθε στα συγκαλά του. Της μίλησε:
- Δεν θα το βγάλετε Σταύρο, το ξέρω. Έτσι κι αλλιώς δεν το αξίζω. Νότη να το βγάλετε. Αυτός το άξιζε. Νότη, σαν τον παππού μου.
Τι ήταν αυτό πάλι; Πότε δεν είχε αναφέρει τον παππού του. Από τότε δεν ξαναμίλησε στα σωστά. Μια μέρα ανασηκώθηκε και άδραξε την κορνίζα με το παράσημο. Την έφερε κοντά του, την κοίταξε σα να την έβλεπε για πρώτη φορά και την κοπάνισε στο κομοδίνο. Σκόρπισε τα κομμάτια της μακριά. Τα χέρια του ματώσανε. «Τιμωρήθηκα», ψιθύριζε, «τιμωρήθηκα».
Τις λίγες εβδομάδες που έζησε ακόμα δεν ήρθε στα συγκαλά του, μόνο παραμιλούσε. Παραμιλούσε κι έκλαιγε.
- Αχ! θεια, τον έφαγα το Σταυρούλη. Κακορίζικε Σταύρο! Καημένη θεια, πώς να σ’ αντικρίσω και τι να σου ειπώ; Με πότισες γάλα, κι εγώ…
Πρέπει να προλάβω και την Αργυρώ… Δεν προλαβαίνω, έρχονται, νάτοι, χαμηλά στη λαγκαδιά. Δεν θα προλάβω… Να γλιτώσει τουλάχιστον η Αργυρώ.
Αχ! θεια, εγώ θα γίνω ο γιος σου. Γρήγορα, να βάλω τη στολή του Σταύρου. Γρήγορα, να προλάβω πριν ανεβούν οι μπουραντάδες. Εγώ είμ’ ο γιος σου τώρα. Είμαι ο Σταύρος, ο Νότης σκοτώθηκε...
Πρέπει να πρόφτασε η Αργυρώ, να το πέρασε το ποτάμι…
Ναι θεια, πάει ο Νότης, ο πεντάρφανος ανιψιός σου, ο γιος της αδερφής σου που τον μεγάλωσες σαν παιδί σου, σκοτώθηκε θεια. Όχι! Η μάνα μου είσαι. Πάει ο Νότης μάνα, σκοτώθηκε για μιαν ιδέα. Τον χάσαμε το Νότη. Είμαι ο Σταύρος τώρα. Το λέει και η ταυτότητα. Πάει ο Νότης, θεια… μάνα είπαμε… μην κάνω λάθος. Θα σου γράψω… μάνα… μην κάνω λάθος.
Αργυρώ μου σε χάνω, σ’ έχασα… Πρόλαβες, Αργυρώ; Γλίτωσες;
Έκλαιγε και παραμιλούσε. Ο Σταύρος ο Σπαρτιάτης, ο σκληρός ενωμοτάρχης, ο βασανιστής. Παραμιλούσε κι έκλαιγε με αναφιλητά. Ξάφνου σηκώθηκε ορθός, στάθηκε προσοχή και χαιρέτησε στρατιωτικά.
- Έφεδρος χωροφύλαξ Σταύρος Λιαρέας του Ιωάννου, εκ Καρυάς Λακωνίας, λαμβάνω την τιμή να αναφέρω... Ναι, ο μόνος επιζών, κύριε Συνταγματάρχα. Ναι, τρεις νεκροί, κύριε Συνταγματάρχα: ο ενωμοτάρχης Δημήτριος… και οι χωροφύλακες Κωνσταντίνος… και Ανδρέας… Έπεσαν ηρωικώς, κύριε Συνταγματάρχα. Μάλιστα, ξέρω γράμματα, θα συντάξω αναφορά. Ναι, βεβαίως, τους αξίζει παράσημο μετά θάνατον, κύριε Συνταγματάρχα.
Είναι κι ένας συμμορίτης, «Νότης Λαμπρινάκος» γράφει η ταυτότητα. Μάλιστα θα ταφεί, κύριε Συνταγματάρχα, κανονικά με παπά, χώρια από τους άλλους, όπως διατάξτε κύριε Συνταγματάρχα.
Μάλιστα, Σταύρο Λιαρέα με λένε, από την Καρυά Λακωνίας. Πατέρα δεν έχω, μόνο μια μάνα. Είχα και μια θεια αλλά πάει αυτή. Είχα και την Αργυρώ, την έχασα κι αυτή. Όλα τα έχασα… Και τον εαυτό μου, πάει κι αυτός.
Κι έπιασε πάλι το κλάμα.
Η Ματίνα θυμήθηκε. Όποτε πήγαιναν στο Βίτσι, για το επίσημο μνημόσυνο «υπέρ των πεσόντων του συμμοριτοπολέμου», μετά τις τελετές ο Σταύρος την πήγαινε στο νεκροταφείο ενός χωριού, όπου έκανε τρισάγιο σε έναν τάφο. «Ν. Λαμπρινάκος», έγραφε. «Ένας παιδικός φίλος ήταν, που υπηρετήσαμε μαζί», της είχε πει κάποια φορά, χωρίς να μπει σε λεπτομέρειες. Στο γυρισμό ήταν πάντα αμίλητος. Εκείνη νόμιζε πως σκεφτόταν το σκοτωμένο φίλο του. Τώρα κατάλαβε πως θρηνούσε τον πεθαμένο εαυτό του.
Ξανάρχισε πάλι.
- Μπορεί ο κόρακας ν’ ασπρίσει! Μπορεί ο σπανός γένια ν’ αφήσει! Μα δεν μπορεί ο Γκλύξμπουργκ στην Ελλάδα να γυρίσει.
Αχ! Αργυρώ… Αχ! Σταύρο… Αχ! θεια... Τιμωρήθηκα, τιμωρήθηκα…
Ο Σταύρος Λιαρέας, που γεννήθηκε και μεγάλωσε σαν Νότης Λαμπρινάκος κι έγινε αντάρτης του ΕΛΑΣ, έκανε καριέρα και οικογένεια σαν Σταύρος ενωμοτάρχης της Βασιλικής Χωροφυλακής, ξανάγινεΝότης κι έσβησε ένα ανοιξιάτικο πρωινό του 1979, στη Θεσσαλονίκη. Ήταν 52 ετών.
Ένα πρωινό, μια δακρυσμένη κυρία απόθεσε δίπλα στον τάφο του ένα βάζο με λουλούδια που έγραφε: «Η Αργυρώ σου».
(Ιούνιος 2015)
Θοδωρής Μπελίτσος
Καλημέρα Γεωργία. Ευχαριστώ για την ανάρτηση. Με έχεις "υιοθετήσει" κανονικά.
ΑπάντησηΔιαγραφή