Το ημερολόγιο έγραψε 1940 και καθώς οι μήνες ολοένα διάβαιναν… έφτασε και στα μέσα του το Φθινόπωρο, καθώς τα φύλλα ολοένα ξεκόλλαγαν απ’ τα δέντρα και βολόδερναν στο πρώτο φύσημα τ’ αγέρα! Δρόσισε αρκετά τα βράδια και καθώς τα μάλλινα βγήκαν απ’ την ντουλάπα και προσμέναμε όλοι το ξεροβόρι να μας βασανίσει αρκετά, κάνοντας με την αλλαγή αυτή και μια ακόμη ταλαιπώρια στο δόλιο μας κορμί!!
Μα… όπως κάθε χρόνο, πριν το παγερό ξεροβόρι πάρει και την ελάχιστη θαλπωρή, από τα σπιτικά μας… ξάφνου ο καιρός μαλάκωσε και γλύκανε! Το ξέραμε από πρωτύτερα και το προσμέναμε, όπως κάθε χρόνο μα… καθώς είχε ρίξει δυο νερά πριν και ο τόπος γιόμισε άνθη ίδια με Άνοιξη… που δεν ήταν όμως άνοιξη, η γης ολάκερη χορτάριασε κι’ ήταν χάρμα οφθαλμών να θωρείς τη φύση στο απόλυτο μεγαλείο της!
Ο κόσμος χαίρονταν την καλοκαιρία, καθώς πηγαινοέρχονταν στις δουλειές του βιαστικός και αμίλητος! Τι να πει και τι να ακούσει κανείς πέρα από μια καλημέρα και δύο υποχρεωτικές κουβέντες; Βλέπετε ο «πατερούλης», ο «καλός» μας… αυτός δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς, δεν είχε αφήσει και πολλά περιθώρια ελευθερίας λόγου! Για όλους τους απείθαρχους, τους οραματιστές, τους ιδεολόγους και αυτούς που δε θέλανε να κάτσουν ήσυχα και να κρατούν τη γλώσσα τους κλειστή, σπέρνοντας στην κοινωνία αναρχικές ιδέες! Όλοι όσοι ονειρεύονταν έναν δικό τους ήλιο να μην ξεπαγιάζουν στο ξεροβόρι της ανέχειας, υπήρχε βέβαια πάντα και η ανάλογη τιμωρία… δηλαδή έπρεπε να «ανανήψουν» και να γενούν «φιλήσυχοι»πολίτες με «υποχρεωτικό» καθημερινό πρόγραμμα διαβίωσης! Διαφορετικά κρουαζιέρα στα ξερονήσια! Έτσι οι περισσότεροι πραγματικά φιλήσυχοι πολίτες, που ήθελαν να ακολουθήσουν μια ήσυχη ζωή, άσχετα με το τι πίστευαν, δίχως να έχουν μπλεξίματα με την ασφάλεια και τις ανακρίσεις… πρόσεχαν πολύ στο τι θα πουν και το πως θα εκφραστούν! Ξέρεις τι είναι για μια κουβέντα και μόνο… να σε τρέχουν από ξερονήσι σε ξερονήσι; Άντε μετά να αποδείξεις, ότι δεν είσαι ελέφαντας! Η αλήθεια είναι ότι επικρατούσε παντού τάξη, ησυχία και ασφάλεια,θέλαμε δε θέλαμε!
Καθώς τα περισσότερα σπίτια, δεν είχαν μήτε ένα ραδιόφωνο… και αν υπήρχε και κανένα, ήταν με γαληνίτη! Περισσότερα παράσιτα και λιγότερες λέξεις ξεχώριζες από δαύτο… μα με χίλια ζόρια και αυτές! Η ενημέρωση στην ύπαιθρο στηρίζονταν σε διαδόσεις από στόμα σε στόμα… δηλαδή ένα «σπασμένο τηλέφωνο»… γιατί μια είδηση άθελα μας πολλές φορές παραλλάζει, από το ένα στόμα στο άλλο! Οι εφημερίδες ήταν εντελώς άγνωστες στα μικρά χωριά! Πως άλλωστε να φτάσουν εκείνα τα χρόνια σε αυτά τα χωριά; Μόνο στην πρωτεύουσα, μα… ελάχιστοι ήσαν οι τυχεροί και εκεί, που είχαν την τύχη να έχουν ένα πραγματικό ραδιόφωνο με λυχνίες! Για τα δεδομένα της εποχής άξιζε μιαν ολάκερη περιουσία! Ήταν η φωνή του κόσμου μες το σπίτι! Ένα παράθυρο στον έξω κόσμο! Βασικά η ενημέρωση εκεί γίνονταν με τις εφημερίδες, που λογοκρίνονταν και έτσι ήταν σαν η πολιτεία ολάκερη να έπαιρνε το ηρεμιστικό της καθημερνά, για να ηρεμεί συνεχώς και.. να μην ταράζεται και δημιουργώντας φασαρίες, με διαδηλώσεις και άλλα «έκτροπα»! Όταν το πρωί έβγαινε ο «φρέσκος» ημερήσιος τύπος, το κέντρο της πρωτεύουσας γιόμιζε φωνές… των εφημεριδοπωλών, που διαλαλούσαν το «εμπόρευμα» τους… σαν να ήταν φρέσκα όλα τα νέα! Μα…. αυτή την εποχή όλα… μα όλα τα νέα ήταν κυριολεκτικά συνταρακτικά! Λίγα μάθαινε ο κόσμος… αλλά και να ήξερε πιο πολλά… τι μπόραγε να κάνει; Απλά θα αυξάνονταν η ανησυχία του και ό φόβος! Μερικούς μήνες πριν, με τον τορπιλισμό της Έλλης στην Τήνο, ακριβώς την ημέρα της Μεγαλόχαρης, στις 15 του Αυγούστου ακριβώς, ήθελε η κυβέρνηση να πιστεύει ο λαός, ότι δεν γνώριζε, γιατί και πως έγινε αυτό το κακό και χάσαμε το καμάρι του πολεμικού μας στόλου! Και οι πιο πολλοί το πίστεψαν, γιατί όπως πάντα οι πιότεροι πιστεύουν, κάθε μια είδηση, δίχως να ψάξουν μιαν κάποια επιβεβαίωση για κάτι… εντελώς άκριτα! «Άγνωστης εθνικότητας οι δράστες, δεν ευρέθησαν τεκμήρια ενοχής και πιστοποιήσεως των δραστών», έτσι διεμήνυσαν οι κυβερνόντες! Και ο λαός κοιμόταν ήσυχος… μες την απόλυτη ανησυχία του πάντα!
Στα χωριά και στην ύπαιθρο οι ειδήσεις, όταν φτάνανε, ήταν ήδη αρκετά παλιές και αλλαγμένες πολλές φόρες! Εκτός από ελάχιστες μεγάλες πόλεις, δεν κυκλοφορούσε ούτε τύπος… ούτε και κάποιο έντυπο, όπως ειπώθηκε… αλλά τι να το κάνουν… αφού οι πιότεροι, ούτε να συλλαβίζουν δεν ξέρανε κείνα τα χρόνια!
Όλοι είχαν την καθημερινή τους απασχόληση και τα βραδάκια συζήταγαν μεταξύ τους για τα μικροπροβλήματα, που ανέκυπταν κάθε φορά, απλά για να πούνε κάτι ή ακόμα έπαιρναν συμβουλή από τον δάσκαλο ή τον παππά… που όμως ήταν ένας από αυτούς!! Πολλές φορές τα έβαζαν και με την τύχη τους! Είχαν πολύ δίκιο σε αυτό, μεγάλος ο κόπος και απόδοση μηδέν… «μόνο αν το θέλει ο Θεός θα πάνε όλα καλά», λέγανε!! Και έτσι ήταν! Δεν υπήρχε καμία κρατική μέριμνα! Έτσι κυλούσε πάντα ο καιρός, «γαλήνια» και «ήρεμα»… με σχετική ανέχεια, μέσα στα μικρά καθημερνά τους προβλήματα! Μα μια ανέχεια, που τη συνήθισαν τόσα και τόσαχρόνια! Που να έρθει το φρέσκο νέο γιατί… η πιο κοντινή πόλη, ήταν μισή μέρα δρόμο σχεδόν τις πιο πολλές φορές!
Στην πρωτεύουσα και μέσα σε μια απόλυτα αυστηρή γαλήνη και φαινομενική ηρεμία, τρεμόπαιζε στην καρδιά η ανησυχία για το μέλλον της ειρήνης και το δικό τους, καθώς ήταν και «τα οκτώ εκατομμύρια λόγχες», που υπερηφανευόταν ο Ντούτσε ό,τι διαθέτει, πράγμα που δημιουργούσε τρόμο, μα… σαν το φθινοπωρινό καλοκαιράκι γλύκαινε σώματα και ψυχές… είχανε όλα αφεθεί για λίγο σε μια πρωτόγνωρη ραστώνη!
Η αριστοκρατία, καθώς και οι παρατρεχάμενοι του «πατερούλη» πιστεύανε, ότι θα τα κατάφερναν με την αυστηρή ουδετερότητα, που διαφήμιζαν παντού! Μα…ήταν και εκείνη η μεγάλη γιορτή της Ιταλικής πρεσβείας για την επέτειο, που γιόρταζαν και η υπέροχη δεξίωση, όπου όλοι οι υψηλά ιστάμενοι… γιόρταζαν γιομάτοι γέλια και εγκαρδιότητες! Ήτανε και τα ωραία εδέσματα καθώς και το χαρούμενο περιβάλλον! Ήταν ακριβώς το βράδυ της 27 η ς του Οκτώβρη και σε λίγη ώρα χάραζε το πρωινό της 28 ης , μα… τίποτα δεν προμηνούσε το τι θα επακολουθούσε… σε πολύ λίγες ώρες μόνο!
Μα… την άλλη μέρα το πρωί χαλούσαν τον κόσμο οι σειρήνες, καθώς η επίθεση στα σύνορα ήταν ένα γεγονός! Ξημερώματα «επεδόθει η νότα» για την παραχώρηση εδαφών για «διέλευση» των Ιταλικών στρατευμάτων, από τον πρέσβη της Ιταλίας και η ρηματική απάντηση του δικτάτορα πρωθυπουργού, που έδωσε αμέσως μόλις άκουσε τον πρέσβη: «Ώστε έχουμε πόλεμο»! Αυτό ήταν το περίφημο «ΟΧΙ» του Μεταξά στον Μουσολίνι και η έναρξη του έπους της Αλβανίας, που έγινε θρύλος μέσα και έξω από τη χώρα μας, η γενναία αντίσταση ενάντια στον άξονα!!
Αντιλαλούσε στα βουνά για μήνες η ιαχή του «ΟΧΙ» και η ηρωική αντίσταση, που έγινε τελικά επίθεση και τους παρασέρναμε ίδιο ποτάμι να τους ρίξουμε στη θάλασσα! Αυτό ήταν ένα γεγονός απόλυτα πραγματικό!
Όπως είπαμε από πριν, ραδιόφωνα ακόμη και στην πρωτεύουσα ελάχιστοι είχανε.. αυτοί ήτανε οι τυχεροί! Στην αρχή νόμισε ο κόσμος… που πάντα μαθαίνει κάτι τελευταίος… ότι πήρε φωτιά κάποιο μεγάλο εργοστάσιο στην περιοχή! Γιατί σφύριζαν οι σειρήνες και ο κόσμος αναρωτιόταν. Για αρκετές ώρες ένα ερώτημα υπήρχε ακόμη στα χείλη όλων: «Τι συμβαίνει»; Και ο καθείς έδινε την εξήγηση που ήθελε… λέγοντας το μακρύ και το κοντό του! Μετά όμως, από στόμα σε στόμα διαδόθηκε το νέο που ήταν: «πόλεμος… πόλεμος… μας κήρυξαν τον πόλεμο οι Ιταλοί»! Προς στιγμή πάγωσαν οι καρδιές και μούδιασε η σκέψη… μα μετά ξεχύθηκε… ίδιο ποτάμι ατίθασο ο λαός, κυρίως άντρες που θέλανε να τρέξουν να καταταγούν… ίσως ήταν μια αντίδραση σε όλα τα προηγούμενα, που περνούσαν και ειδικά στην καταπίεση που υπέστησαν τόσα και τόσα χρόνια και αυτόν τον τρόπο
αυτόν βρήκαν τώρα αυθόρμητα για εκτόνωση! Τέτοιο παραλήρημα ήταν πρωτοφανές! Και τα πρώτα συνθήματα αντηχούσαν μες την οχλοβοή!: «Θα την πάρουμε τη Ρώμη»… «Κάτω ο Ντούτσε»… «Κορόιδο Μουσολίνι»… «Αθήνα –Ρώμη»! Κόσμος έτρεχε στους δρόμους και παραληρούσε σαν έβλεπε κάποιον ντυμένο στο χακί! Πανδαιμόνιο σωστό στους δρόμους του κέντρο της πρωτεύουσας!
Ας φύγουμε όμως, από την πρωτεύουσα των πρώτων ωρών του αγγέλματος του πολέμου και ας πάμε στην ύπαιθρο, σ’ ένα χωριό, λίγες μέρες μετά! Στο μικρό σταθμό του τρένου, έτοιμοι με τα χαρτιά της κατάταξης των οι χωρικοί, που ήτανε ετοιμοπόλεμοι ήδη, καθώς περίμεναν υπομονετικά την άφιξη του «μουντζούρη»,με μεγάλη ανυπομονησία και συζητώντας για το επίκαιρο θέμα αυτών των ημερών!Τον πόλεμο με τους Ιταλούς! Ήμασταν όλοι γνωστοί και καθώς υπήρχε θέμα συζήτησης οι πιο πολλοί ήταν λαλίστατοι! Διαφορές και διαφωνίες προηγούμενες ξεχάστηκαν… καθώς όλοι σατιρίζανε και σκεπτόταν τον πόλεμο πιστεύοντας, ότι σε πολύ λίγο θα τελειώσει όμορφα και αυτή η φασαρία για μας! Μα… αίσθηση έκανε σε όλους ένα γεγονός, δίχως να το ομολογούν ο ένας στον άλλο και να το συζητάν!
Απ’ όλους εμάς, που ήμασταν παντρεμένοι, μόνο των δυο μας οι γυναίκες, μας ξεπροβόδισαν στο σταθμό! Η δικιά μου, που για λίγο πετάχτηκε στο σπίτι να μας φέρει τα ψημένα πιτσούνα σε μια λαδόκολλα, για να τα πάρουμε μαζί μας και του φίλου μου, που ήταν νιόπαντρος! Ίσως όλες οι άλλες είχαν να φροντίσουν παιδιά και ζωντανά… ίσως να έπρεπε να πάνε στα χωράφια… ίσως να φροντίσουν γέρους και σπιτικό.. ίσως … ίσως, ένα σωρό ίσως! Μα… μόνο των δυο μας οι συντρόφισσες στη ζήση ήταν στο ξεπροβόδισμα για το μέτωπο! Δεν ήταν ταξίδι για δουλειά… δεν ήταν για αναψυχή… μα για ένα πραγματικό πόλεμο… που ποιος ξέρει αν ήταν ποτέ βολετό να τους ξανάβλεπαν πάλι ζωντανούς! Αλλά ας είναι… το τρένο κάποτε αγκομαχώντας ήρθε και στη σκευοφόρο του και φορτωθήκαμε όλοι, να πάμε όπου ορίζει το καθήκον, όπου… μας προστάζει η πατρίς! Καθώς κλείσανε οι πόρτες της σκευοφόρου, δε μπόραγε κανείς να δει, αν τα μάτια δάκρυζαν και τα μαντίλια ανέμιζαν μα… καθώς ψηλά από ένα παραθύρι έμπαινε το λιγοστό φως και μείς όλοι προσπαθούσαμε, ο ένας πλάι στον άλλο να βολευτούμε κατάχαμα, όπως - όπως!
Και το τρένο κάποτε ξεκίνησε… το μακρύ του δρόμο αφήνοντας πίσω του μαύρο καπνό.. ίσως σε μια προσπάθεια να διώξει την πίκρα μας, με τελικό προορισμό μας το μέτωπο… όπου δεν ήξερες αν την άλλη στιγμή θα ζεις… ή θα σου φυτέψουνε μια σφαίρα σε καίριο σημείο! Πηγαίναμε με ένα σκοπό, να σταματήσουμε τον εισβολέα! Αυτό είχαμε στο νου μας μόνο… τότε!
Πάντα ένας πόλεμος είναι πόλεμος! Τυχερός είναι αυτός, που νικητής ή ηττημένος ξαναγυρίσει αρτιμελής στο σπιτικό του, για να μπορέσει να ‘βρει συνέχεια ειρηνική στη ζήση του! Όσοι από μας είχαν σύζυγο και οικογένεια ή αγαπημένη, όλες τις ώρες της ανάπαυσης απ’ τη μάχη τις περνούσαν κρατώντας στο χέρι τη φωτογραφία της οικογένειας ή της γλυκιάς τους ή έγραφαν ένα γράμμα σ’ αυτόν που αγαπούσαν! Όσοι δεν είχαν άλλους αγαπημένους…. έγραφαν στη μάνα που τους ανέθρεψε… με τον ανάλογο σεβασμό και αγάπη!
Ξέρουμε, ότι η ελπίδα πεθαίνει στερνή και σαν αισθάνεσαι έστω και λίγες δυνάμεις θεριεύει η πίστης, ότι όλα θα πάνε τελικά καλά και η ζωή θα αρχίσει να κυλά όπως πρωτύτερα! Όλοι μας σφίγγαμε τα δόντια και με τρύπιες αρβύλες, δίχως χοντρές κάλτσες για την παγωνιά, ένα σκοπό είχαμε να κερδίσουμε τη μάχη και να απωθήσουμε τον εχθρό εισβολέα! Τι θέλανε αυτοί από τον τόπο μας; Σαν άρχισαν οι νίκες και τους παίρναμε φαλάγγι, φωνάζοντας «αέρα», αυτοί λιγοψυχούσαν τότε και τρέπονταν σε άτακτη φυγή… οπότε το ηθικό μας ολοένα αναπτερώνονταν και αισθανόμασταν αήττητοι! Τι χαρές και πανηγύρια κάθε φορά, που απελευθερώναμε και μια πόλη της Βορείου Ηπείρου! Μεθούσαμε ολοένα από υπερηφάνεια και χαρά για το κατόρθωμα μας αυτό! Το αγώνα τον βλέπαμε ίδιο απελευθερωτικό! Λευτερώναμε τους αδελφούς μας από την καταπίεση των ξένων!
Ειδικά, ρίγη συγκίνησης μας διαπέρασαν σαν μπήκαμε στο Αργυρόκαστρο και την Κορυτσά, γιατί παντού υπήρχαν σημαίες ελληνικές! Άραγε που βρεθήκαν τόσες ελληνικές σημαίες; Απορούσαμε όλοι! Λες και ήμασταν στην Ελλάδα σε εθνική επέτειο! Και όλοι μας έραιναν με ρόδα και ζητωκραύγαζαν! Ήμασταν βλέπεις οι πατριώτες τους… οι ελευθερωτές τους! Τόσων χρόνων προσδοκία για ένωση, τους έκανε να προβούν σε πανηγυρισμούς και ζητωκραυγές!! Στέναζαν… φαίνεται κάτω από την μπότα του ξένου
Ήμασταν τότε οι μοναδικοί νικητές… δίχως καμιά αμφισβήτηση…. λίγο ακόμα και θα ρίχναμε τους «Φρατέλους» στη θάλασσα! Μα… πάντα υπάρχει και ένα μα… στον άξονα υπήρχε και ο σύμμαχος, οι σιδηρόφρακτες μεραρχίες του Χίτλερ! Τι θα‘κανε… πήγε να βοηθήσει τον δικό του, τους «κοκορόφτερους» που τα βρήκαν σκούρα με τους… «ξυπόλητους»! Και τα οχυρά του Ρούπελ μπορεί να άντεξαν αυτή τη φορά, μα…. καθώς οι οχτροί βρήκαν άλλο πέρασμα και αν δε σηκώναμε τα χέρια να παραδοθούμε… τελικά θα μας πετσόκοβαν μάνι –μάνι! Δεν γίνονταν άμυνα σε ένα τόσο μεγάλο μέτωπο εχθροπραξιών… σαν έχεις λίγο στράτευμα! Ήταν αδιανόητο να αντισταθούμε… θα μας κόβανε στη μέση! Έτσι αντί νικητές και τροπαιούχοι… καταλήξαμε, δίχως φαί και ρούχα μέρες ολόκληρες να πεζοπορούμε βολοδέρνοντας, αφού αφήσαμε τα όπλα, για να προσπαθούμε να γυρίσουμε πίσω από την Αλβανία, που την είχαμε ελευθερώσει πριν λίγους μήνες! Άδικα κάναμε τόση χαρά τότε… που είχαμε γενεί απελευθερωτές! Είναι πάντα το δίκιο του ισχυρότερου και το ξέραμε, μα.. ελπίζαμε, ότι δε θα έρχονταν τελικά οι σιδηρόφρακτες μηχανοκίνητες μεραρχίες! Και το χειρότερο ήταν που οι ηττημένοι Ιταλοί ανακηρύχθηκαν και αυτοί νικητές παίρνοντας μερίδιο νίκης!
Όμως μετά την συνθηκολόγηση, σαν τελικά γύρισαν οι πιότεροι, γύρισα και εγώ στην αγαπημένη μου γυναικούλα! Αυτή με περίμενε στωικά και με αγκάλιασε με δάκρυα χαράς, σαν με αντίκρισε! Ήμουν τυχερός, που δε μου ‘λειπε τίποτα!
- Δόξα το Θεό δεν σου λείπει τίποτα! Τα πόδια σου είναι γερά;
- Γυναίκα ήμουν τυχερός, που δεν έπαθα κρυοπαγήματα! Τόσοι και τόσοι υποφέρουν για μια ζωή! Αλλά το χειρότερο ήταν η βρώμα και οι ψείρες! Ψείρες να δουν τα μάτια σου καλή μου… στρατός ολάκαιρος… τι να σου λέω! Τον περισσότερο καιρό δεν πολεμάγαμε τον εχθρό… αλλά αυτές! Άλλο να σου λέω και άλλο να τις θωρείς… και η φαγούρα! Όλο ένα και ξυνόμουν, μέρα και νύχτα! Ανυπόφορο εντελώς! Βάλε νερό κι’ αφού πασαλειφθώ πρώτα με πετρέλαιο, μπας και λυτρωθώ από δαύτες, θα κάνω κι’ ένα μπάνιο μήπως και φύγει… αυτή η λέρα πάνω απ’ το κορμί μου… επιτέλους!! Αίμα τρέχει στο κορμί μου όλο από το ξύσιμο!
- Με όλη μου την αγάπη, γλυκέ μου αντρούλη! Τρέχω αμέσως! Έλα να κάτσεις να ξαποστάσεις λιγουλάκι… να πλυθείς και μετά τα λέμε!! Έχουμε όλο τον χρόνο μπροστά μας! Γιόμισε χαρά το σπίτι! Ο Θεός σε φύλαξε! Δόξα το μεγαλοδύναμο που σε φύλαξε γερό! Έλα μέσα… όλα είναι όπως και πριν! Τα παιδιά πήγαν σχολειό και σε λίγες ώρες θα ‘ναι εδώ πάλι!!
Όλα «είναι όπως πριν» είπε, μα… δεν ήταν! Η μπότα του κατακτητή, που πάταγε στο στήθος της χώρας μας και δε μποράγαμε να πάρουμε μήτε μιαν ανάσα, όλοι όσοι θέλανε να ζούμε λεύτεροι… έστω και με τη λογοκρισία και την επιβαλλομένη ηρεμία!! Σε μια στιγμή σκέφτηκα τον φίλο μου, στο άλλο χωριό όπου έμενε και ρώτησα την κυρά:
- Δε μου λες αν θες κυρά μου κάτι, ο Κώστας ο φίλος μου γύρισε; Είναι άραγε καλά;
Έμαθες τίποτα γι’ αυτόν; Θα θελα να μάθω νέα του!
- Ξέρεις καλέ μου, ότι τ’ άλλο χωριό είναι κάμποσο μακριά και δε μαθαίνουμε εύκολα νέα από δαύτο! Γύρισαν αρκετοί, άλλοι σακάτηδες κι’ άλλοι γεροί σαν και σένα! Δεν ξέρω τίποτα γι’ αυτόν!
Γι’ αυτόν όμως, δεν ακούστηκε κουβέντα!
- Ίσως κυρά μου, πάω κάποτε στο χωριό του, να ρωτήσω τι γένηκε το παλικάρι ο φίλος μου.. γιατί ήτανε καλό κι’ όμορφο παλικάρι… ίδιος λεβέντης! Έμαθα, ότι έρχονται ακόμη αρκετοί απ’ το μέτωπο! Οι πιο πολλοί με τα πόδια κι’ είναι πολύς ο δρόμος και τραχύς! Τώρα ετοίμασε μου τη βαλίτσα και δυο πράγματα να πεταχτώ ίσαμε την πόλη, καβάλα στον Ψαρή μου, να φροντίσω μια δουλειά που χω να φτιάξω εκεί! Στην πόλη θε να μείνω δυο μέρες σκάρτα και θα ‘ρθω ταχιά πίσω!
- Σε μισή ώρα θα είσαι έτοιμος! Τα ασπρόρουχα τα ‘χω έτοιμα και τα ρούχα σου είναι καθαρά, δυο πραγματάκια θες ακόμη κι’ ‘σαι έτοιμος λεβέντη μου!
- Να ταΐσω το ζώο και θα κινήσω ταχιά, να προκάμω μη και νυχτώσω στον δρόμο!!
Άιντε κυρά μου… είσαι αστραπή σαν το θες, σ’ όλα σου εσύ! Άιντε και φύγαμε!
Αυτά είπαμε και σε μισή ώρα, αφού φιληθήκαμε ξεκίνησα για την πόλη! Όπου έφτασα το σούρουπο! Πήγα αμέσως να βρω κατάλυμα και ξεκούρασα λίγο το κορμί μου, ίσαμε το άλλο πρωινό! Πουρνό - πουρνό την άλλη μέρα… άρχισα τη δουλειά που ’χα, να τακτοποιήσω δηλαδή όσα θέματα υπήρχανε… πρόθεση μου ήταν να μην κάτσω πέρα από δυο μέρες στην πόλη μας!
Τελικά, όχι μόνο τα κατάφερα… αλλά και είχα τελειώσει προτού έρθει το μεσημέρι!
Έτσι αποφάσισα, πριν πάω να πάρω τον Ψαρή, για την επιστροφή να κάνω μια βόλτα για να γαληνέψει η ψυχή μου απ’ όλες αυτές τις συναλλαγές, που μου φέρνανε πάντα αναταραχή στην ψυχή!! Μα… καθώς τα βήματα μου με φέρανε σ’ένα μικρό άλσος και σαν είδα ένα παγκάκι που κάθονταν κάποιος άλλος, από τα πριν, με το κεφάλι μες τα χέρια του, λες κι’ είχε βαρύνει κι’ ήταν τόσο ασήκωτο!
Αναρωτήθηκα μα… τελικά αποφάσισα να κάτσω δίπλα του στο ίδιο παγκάκι!
«Εδώ θα κάνω το τσιγάρο μου και στερνά θα πάρω τον Ψαρή και θα πάω στο σπίτι…. αρκετά έκανα για σήμερα», είπα στο εαυτό μου, προσδοκώντας να πάρω μιαν ανάσα και να χαλαρώσω!! «Όλα πήγανε καλά και είμαι χαρούμενος τέλειωσα για τώρα»! «Μα… που είναι τα σπίρτα μου… θα μου πέσανε στο δρόμο, όπως φαίνεται»! «Ας ρωτήσω τον διπλανό αν έχει μια φωτιά να ανάψω»!
- Κύριε έχετε την καλοσύνη να μου δώσετε τη φωτιά σας;
Γυρνά και βλέπω ξάφνου τον Γιάννη… μα έναν αξύριστο και βρώμικο Γιάννη, καθώς και πολύ αδυνατισμένο… ίσαμε που τον γνώρισα! Το μυαλό μου έμεινε για λίγο εντελώς κενό! Οι λέξεις στάθηκαν κόμπος στο λαιμό! Μα …ήταν αυτός… ο φίλος μου! Τελικά μπόρεσα να ψελλίσω:
- Εσύ είσαι Γιάννη; Πως κι’ από δω; Είσαι γερός, καλέ μου φίλε;
- Εγώ είμαι Κώστα… και είμαι γερός.. μα στο μαύρο μου το χάλι, όπως βλέπεις!
- Τι συμβαίνει κι’ είσαι έτσι; Πως είσαι σε τέτοια κατάσταση; Τι έτρεξε; Πες μου!
Φίλοι είμαστε… αν μπορώ ότι μπορώ θε να κάνω για σε!
- Μη το συζητάς… μια σκέτη καταστροφή! Γύρισα σπίτι χαρούμενος και γελαστός μα… ταλαιπωρημένος! Τι να σου πω… ντρέπομαι γι’ αυτό ακόμη… είχε σπιτώσει ήδη άλλον! Με πετάξανε κυριολεκτικά έξω! Δεν μου το είχε γράψει το σπίτι, όταν παντρευτήκαμε! Δεν μ’ ενδιέφεραν βλέπεις τότε… τα τυπικά! Τώρα προσπαθώ να συνέλθω κυριολεκτικά απ’ αυτό το κάζο! Δεν ξέρω ούτε που βρίσκομαι, ούτε τι κάνω! Βλέπεις την αγαπούσα πολύ την… την άτιμη! Ούτε έξη μήνες δεν μπόραγε να μείνει μόνη της… δίχως άντρα; Τι να πω; Ότι και να πω, λίγο θα είναι!
- Απροσδόκητο… σαν ψέμα μου φαίνεται! Η Σοφία… σου έκανε τέτοιο πράγμα;
Αυτή φαινόταν σκέτο νερό για λειτουργιά! Απίστευτο… πραγματικά! Δεν ξέρω τι να πω!
- Έφυγα από το χωριό σαν κυνηγημένος από ντροπή και δεν ξέρω, ούτε τι θα μου ξημερώσει αύριο… Ακούς η Σοφία; Ακούω να λες! Έχασα την εμπιστοσύνη μου στους ανθρώπους πια! Και το ρεζίλεμα και τα βλέμματα τους που δεν τ’ άντεχα; Δεν ήξερα πια που να κρυφτώ! Θέλω να χαθώ απ’ τον κόσμο! Δεν αντέχεται αυτό άλλο πια! Ούτε ποτέ πριν αλλάξαμε κουβέντα! Δεν μπορώ να την καταλάβω! Κοίτα φύτρωσαν στο μέτωπο μου; Τι ντροπή! Το παλιοθήλυκο!
- Κουράγιο φίλε… είσαι γερός… θα την ξαναφτιάξεις τη ζωή σου! Να είσαι καλά και σιγά – σιγά… θε να φτιάξουν πάλι όλα για σένα! Προσπάθησε να ξεχάσεις… δεν άξιζε για σένα αυτή! Στεναχωρήθηκα πολύ γι’ αυτό που σου συνέβη… να μην χαθούμε όμως! Αν θες… όποτε θες, έλα να μείνεις στο σπίτι παρέα μου μέχρι να συνέρθεις για λίγο! Ότι μπορώ να κάνω για σένα… φίλε μου! Μα… πρέπει να φεύγω να προκάνω, πριν να νυχτώσει να γυρίσω σπίτι! Καλή σου μέρα φίλε μου!
Κουράγιο!
- Ευχαριστώ! Θα το σκεφτώ και ίσως έρθω για λίγο! Καλημέρα σου φίλε!
Ευχαριστώ πολύ!
Γιομάτος έκπληξη που δεν την χώνεψα ακόμη… καθώς βάδιζα να πάρω τον Ψαρή μονολογούσα:
«Κοίτα τι σου κάνει η παλιοζωή δεν τη βρήκε από σφαίρα , όλμο ή οβίδα και την βρήκε… από παλιογυναίκα! Έχει εκπλήξεις η παλιοζωή! Εγώ είμαι τυχερός πάλι καλά! »
«Ευδαίμων Συριανός» Ζαράνης Παναγιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου